Η οδός του χριστιανού σε γενικές γραμμές είναι τέτοιας λογής.
Στην αρχή ο άνθρωπος προσελκύεται από το Θεό με τη δωρεά της χάρης, κι όταν έχει πια προσελκυσθεί, τότε αρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου και η εμπιστοσύνη του στο Θεό, και δοκιμάζεται «σκληρά».
Στην αρχή οι αιτήσεις προς το Θεό, μικρές και μεγάλες, ακόμη και οι παρακλήσεις που μόλις εκφράζονται, εκπληρώνονται συνήθως με γρήγορο και θαυμαστό τρόπο από το Θεό.
Όταν όμως έλθει η περίοδος της δοκιμασίας, τότε όλα αλλάζουν και σαν να κλείνεται ο ουρανός και να γίνεται κουφός σ’ όλες τις δεήσεις.
Ο Θεός εγκαταλείπει τον άνθρωπο;… Είναι δυνατό αυτό;…
Κι εν τούτοις στη θέση του βιώματος της εγγύτητας του Θεού έρχεται στην ψυχή το αίσθημα πως Εκείνος είναι απείρως, απροσίτως μακριά, πέρα από τους αστρικούς κόσμους κι όλες οι επικλήσεις προς Αυτόν χάνονται αβοήθητες στο αχανές του κοσμικού διαστήματος. Η ψυχή εντείνει εσωτερικά την κραυγή της προς Αυτόν, αλλά δεν βλέπει ακόμα ούτε βοήθεια ΟΥΤΕ προσοχή. Όλα τότε γίνονται φορτικά.
Όλα κατορθώνονται με δυσανάλογα μεγάλο κόπο. Η ζωή γεμίζει από μόχθους κι αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πως βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού.
Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πως η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του.
Χιλιόχρονη πείρα, που παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πως, όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι’ Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη που είναι απρόσιτα σ’ άλλους.
Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο Θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, που μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό.
Τότε γίνεται ολοφάνερο πως έφτασε στα όρια, που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.