ΕΝΑΣ νέος αξιωματικός που πριν από λίγο είχε οδηγηθή στο δρόμο του Θεού κι ακόμα πάλευε με τη συνείδησί του, ρώτησε τον εξομολόγο του, αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα την μετανοια του ανθρώπου. — Αν κατά τύχη σκιστή κάπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς, σαν άχρηστο; — Όχι, δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωσι. — Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το φόρεμα σου κι εύκολα δεν το πετάς, πως δε θα λυπηθή ο Θεός το πλάσμα Του και δε θα κάνη…
ΕΝΑΣ Μοναχός κατέβηκε στην πόλι να πουλήση το εργόχειρό του. Στο δρόμο συνάντησε κατά τύχη μια ωραία νέα, θυγατέρα ειδωλολάτρου ιερέως. Άφησε αφύλαχτο τον εαυτό του και τόσο κυριεύτηκε από την κακή επιθυμία, πού ξέχασε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον Χριστό για παρθενία και αγνότητα και τη ζήτησε από τον πατέρα της για σύζυγο. — Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ, του είπε εκείνος, αν δεν ρωτήσω πρώτα το θεό μου. Πήγε πράγματι στο μαντείο να πάρη χρησμό. — Ζήτησέ του ν' αρνηθή το σχήμα του Μοναχού και το Βάπτισμά του, απάντησε το μαντείο ή μάλλον ο διάβολος. — Αρνούμαι…
ΚΑΠΟΙΟΣ Αδελφός εννιά ολόκληρα χρόνια βασανιζόταν από ένα κακό λογισμό. Κάθε μέρα έκλαιγε κι έλεγε κατακρίνοντας τον εαυτό του: — Είμαι αίτιος γι' αυτόν. Θα χάσω την ψυχή μου. Αγωνιζόταν σκληρά. Του κάκου όμως. Ήταν αδύνατον ν' απαλλαγή. Στο τέλος κάμφθηκε η αντιστασίς του. Έπεσε σ' απόγνωσι. — Έχασα πια την ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί να μένω άσκοπα στην έρημο; Ας γυρίσω στον κόσμο. Έτσι πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Μα καθως περπατούσε με βαρειά καρδιά, άκουσε πίσω του φωνή: — Δυστυχισμένε, έτσι ποδοπατάς τ' αμάραντο στεφάνι που εννιά χρόνια με την υπομονή σου έπλεκες; Γύρισε πίσω να το…
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ που Βάνδαλοι, σαν πραγματική θεομηνία, σάρωναν αλύπητα τις χώρες της Ευρώπης κι άφηναν μόνο ερείπια στο πέρασμά τους, η Ιταλία πέρασε τα πιο πολλά δεινά. Οι ωραίες πόλεις της αφανίζονταν η μία μετά την άλλη. Οι άνθρωποι ωδηγούντο, σαν κοπάδια, αιχμάλωτοι στα βάθη της Αφρικής. Τα δύστυχα αυτά χρόνια ο Παυλίνος, ο Επίσκοπος μιας πόλεως της Καμπανίας, ξώδευσε την περιουσία του κι όλα τα χρήματα της Εκκλησίας για την εξαγορά αιχμαλώτων. Το κακό όμως ήτο τόσο μεγάλο, που, αν και έμεινε μόνο με τα ρούχα που φορούσε, ο φιλάνθρωπος Επίσκοπος, δε μπόρεσε να επαρκέση για όλους. Μια μέρα…
Ο ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ήτο ιερεύς στην Κωνσταντινούπολη αγιώτατος άνθρωπος. Ανάμεσα στις άλλες αρετές που τον στόλιζαν υπερείχαν η ακτημοσύνη κι η ελεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός!Καθώς στεκόταν πολύ ψηλότερα από κάθε γήινο αγαθό, ο Μαρκιανός δεν απέκτησε ποτέ πράγμα δικό του, που να έχη κάποια αξία, ούτε δεύτερο ένδυμα. Όταν οι γνωστοί του τού χάριζαν κάτι, το έδινε παρευθύς στον πρώτο φτωχό, που θα συναντούσε στο δρόμο του.Την Κυριακή που θα γίνονταν τα εγκαίνια της Εκκλησίας της Αγίας Αναστασίας, που ήτο η ενορία του, έφυγε ξημερώματα από τη φτωχή καμαρούλα του να ετοιμάση το Άγιο Βήμα. Θα λειτουργούσε ο Πατριάρχης με άλλους Αρχιερείς.…
Σελίδα 20 από 20

katafigioti

lifecoaching