ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξεραπως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρεςτου ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζονταςμες από τόση διαύγεια τον κόσμο,μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -τώρα μπορών' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα.Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλωσ' ευθείες το φως. Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλωδε θα την βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέραςστριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης. Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινάστο σύμπαν και υπερέχουν. Το πιο καθαρόπράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτεο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη. Είναι η αγάπη. Νικηφόρος Βρεττάκος
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί, μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις. Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή! Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια, κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη! Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις. Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης βγαίνουνε στην καρδιά μου! Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς! Νικηφόρος Βρεττάκος
... Καλοκαίρι, μην πίστεψες πως δε συλλογιέμαι!Η σκέψη μου είναι αγάπη κι η αγάπη μου σκέψη. Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκειαπ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζειμε την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα. Μη ρωτήστε πού πέφτουν τα ποτάμια της γηςτι στηρίζουν οι κορφές των βουνώντι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.Δε ρωτώ γι' άλλο τίποτα. Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου: Αγαπώ, άρα υπάρχω. Νικηφόρος Βρεττάκος
Φίλη μου,μόνος κατάμονοςχωρίς καταφύγιοκοιτάζω με σπασμένα μάτιατον απέραντο ουρανό. Ζητώ άσυλοστις λίμνες των ματιών σουζητώ στέγη στους κάμπους της ψυχής σουμα το πρόσωπό σου, που μπαίνοντας μέσα μουαραιώνει τη νύχτα της υπάρξεώς μου,μόλις μου στέλνει μιαν αναλαμπήαπό το σπίτι των αγγέλων. Βουνά που ταξιδεύουν στους ορίζοντεςοι αιώνιες συννεφιές,φαντάσματα που χορεύουν πατώνταςστα λεπίδια των κεραυνών,τόξα τεντωμένα που παραφυλούνμη βγω και δω τον ήλιο. Σαν τον ωκεανόπου ταραγμένος περιστρέφεταιμελανιασμένος απ' τη δίνη της καρδιάς τουγυρεύω ν' αναρριχηθώπατώντας στα γαλάζια δάχτυλα,να σπάσω των νεφών το τείχοςκαι ν' αλαλάξω εμπρός στον ήλιο. Μα πέφτω με σπασμένο στήθος.Φεύγει ο καπνόςαπό τα συγκρουσμένα σπλάχνα μουκι η…
Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε,δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,η έρημός μου λαό,τα περιβόλια μου αηδόνια. Λοιπόν; Πώς σου φαίνονται; Είδεςτα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;Είδες τι όμορφα που πέφτει το φωςστις γαλήνιες κοιλάδες μου;Κι έχω ακόμη καιρό!Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται. Όμως,δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.Γιατί…
Είμαι κι εγώμια μικρή λεπτομέρειαμέσα στην τραγικήιστορία του σύμπαντος.Τα κύτταρά μου διεχώρισασε άπειρα πολλοστημόριαγια να τ' αγαπήσω όλαόσα κινούνται στη γη,όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονταικι όσα στ' αχανή μού διαφεύγουν.Μα δε βρέθηκε τίποτεμέσα στ' άπειρα πλάσματαμιαν αχτίδα τού ήλιουνα μου βάλει στο μέτωπο.Χάνομαι τόσο νωρίςστη γλαυκή απεραντοσύνηγιατί δε μ' αγάπησε τίποτε. Νικηφόρος Βρεττάκος
«Πάσχουμε διότι δεν αγαπάμε. Όποιος δεν αγαπά δεν έχει ειρήνη κι αν ακόμη τον βάλουν μέσα στον Παράδεισο» είπε ένας γέροντας. (Αθωνικό Γεροντικό, σ.24) «Προς τον πλησίον πρέπει να συμπεριφερόμαστε με λεπτότητα, ώστε ούτε με το βλέμμα να τον προσβάλλουμε. Όταν αποστρεφόμαστε κάποιον ή τον προσβάλλουμε, τότε νιώθουμε σαν μια πέτρα να βαραίνει την καρδιά μας».(όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, Ι.Μ. Παρακλήτου, σ. 346) «Αλλά και ο χειρότερος εχθρός δεν μπορεί να βλάψει περισσότερο από το μίσος του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Οι πληγές που θα του ανοίγαμε, αν τον καταδιώκαμε για να του κάνουμε κακό, πάλι δεν θα ήταν μεγαλύτερες…
«Αυτός που θέλει να έλθει με τη βοήθεια του Θεού σε τέτοια κατάσταση, δεν πρέπει να λέει: «μεγάλες είναι οι αρετές και δεν μπορώ να τις φθάσω». Διότι αυτό είναι γνώρισμα ανθρώπου που ή δεν ελπίζει στη βοήθεια του Θεού ή διστάζει να επιχειρήσει κάτι αγαθό. Ας εξετάσουμε όποια αρετή θέλετε, και θα δείτε ότι στο χέρι μας είναι να την πετύχουμε αν θέλουμε. Παραδείγματος χάριν λέει: «θα αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου».Μην παρατηρήσεις πόσο απέχεις από την αρετή και αρχίσεις να δειλιάζεις και να λες, «πώς μπορώ να αγαπήσω τον πλησίον σαν τον εαυτό μου; Πώς…
«Κάποιο δειλινό, έφτασε ένας νέος σε μια μεγάλη, ήσυχη, ερημική και πανέμορφη παραλία. Μαγεμένος από την ομορφιά της, κάθισε για να αγναντεύσει το πέλαγος.Την προσοχή του τράβηξε ένας γέροντας που βημάτιζε αργά, πάνω κάτω στην παραλία, ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα. Κάθε τόσο έσκυβε, μάζευε έναν από τους πολλούς αστερίες που είχε ξεβράσει στην ακτή η απογευματινή παλίρροια και τον πετούσε ξανά στη θάλασσα. Η ώρα περνούσε, ο ήλιος έδυε και αυτός συνέχιζε να περπατά και να σκύβει κάθε τόσο, να παίρνει έναν αστερία και να τον πετά πίσω στο πέλαγος.Ο νέος που τον παρακολουθούσε για πολλή ώρα, σηκώθηκε,…

custom image (2)

img025