ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αλαζονεία
Ότι χειρότερο
Αν δεν έχετε την αγάπη, ακόμα και η θεολογική γνώσις θα σας βλάψει.
Διότι τι χειρότερο υπάρχει απ’ την αλαζονεία;
Αν όμως υπάρχει η αγάπη, θα σαι ασφαλισμένος κι απ’ την αλαζονεία.
Ε.Π.Ε. 18.556

τρέλα
Τίποτε άλλο δεν είναι τόσο ξένο προς τη χριστιανική ψυχή, όσο η αλαζονεία.
Άλλο αλαζονεία, και άλλο παρρησία και ανδρεία,
που είναι οικείες αρετές της ψυχής.
Ε.Π.Ε. 21,484

μανία
Ονομάζει τον εαυτό του δούλο ο Παύλος, που είναι ισάξιος της οικουμένης
και μυριάδων ουρανών, και συ υπερηφανεύεσαι;
Αυτός που ρύθμιζε τα πάντα όπως ήθελε, που έχει τα πρωτεία στη βασιλεία των ουρανών,
ο στεφανωμένος Παύλος, που ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού,
ονομάζει αδελφούς του τους δούλους.
Πού είναι η τρέλα της αλαζονείας;
Ε.Π.Ε. 22,310

όχι απ’ τη γνώση, αρρώστια
Δεν φτάνει κανείς στην αλαζονεία από γνώση, αλλ’ από άγνοια.
Αυτός, που γνωρίζει την αλήθεια της πίστεως, αυτός προ παντός ξέρει,
ότι πρέπει να είναι μετριόφρων.
Ο,τι για τα σώματα είναι η φλεγμονή, αυτό είναι η αλαζονεία για τις ψυχές.
Όπως ακριβώς εκεί λέμε, ότι δεν είναι υγιές το μέρος με τη φλεγμονή,
έτσι κι εδώ, οι αλαζόνες δεν είναι υγιείς.
Ε.Π.Ε. 23,424

τα χάνουμε μ'αυτήν όλα
Αν πετύχουμε κάποιο κατόρθωμα, προσπαθούμε να το επιδείξουμε παντού,
και δεν σταματάμε να καυχιόμαστε και να φουσκώνουμε,
μέχρις ότου χάσουμε τελείως αυτό το μικρό με την αλαζονεία μας.
Ε.Π.Ε. 28,704


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 136-137)

Όσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει
-Γέροντα, που οφείλεται η γκρίνια και πώς μπορείς να την αποφυγής;
-Στην κακομοιριά οφείλεται και με την δοξολογία την κάνει κανείς πέρα.
Η γκρίνια γεννά γκρίνια και η δοξολογία γεννά δοξολογία.
Όταν δεν γκρινιάζη κανείς για μια δυσκολία που τον βρίσκει, αλλά δοξάζη τον Θεό,
τότε σκάζει ο διάβολος και πάει σε άλλον που γκρινιάζει, για να του τα φέρη όλα πιο ανάποδα.
Γιατί, όσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει.
Μερικές φορές μας κλέβει το ταγκαλάκι και μας κάνει να μη μας ευχαριστή τίποτε,
ενώ μπορεί κανείς όλα να τα γλεντάη πνευματικά με δοξολογία και να έχη την ευλογία του Θεου.
Νά, ξέρω κάποιον εκεί στο Όρος που, αν βρέξη και του πής «πάλι βρέχει», αρχίζει:
«Ναί, όλο βρέχει, θα σαπίσουμε από την πολλή υγρασία».
Αν μετά από λίγο σταματήση η βροχή και του πής «έ, δεν έβρεξε και πολυ», λέει:
«Ναί, βροχή ήταν αυτή; θα ξεραθή ο τόπος...». Και δεν μπορεί να πη κανείς ότι δεν είναι καλά στο μυαλό,
αλλά συνήθισε να γκρινιάζη. Να είναι λογικός και να σκέφτεται παράλογα!
Η γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του,
οπότε μετά έρχεται η οργή του Θεου. Στην Ήπειρο γνώριζα δυο γεωργούς.
Ο ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ένα-δυό χωραφάκια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό.
Εργαζόταν, όσο μπορουσε, χωρίς άγχος. «Θα κάνω ό,τι προλάβω», έλεγε.
Μερικές φορές άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή, γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψη,
άλλα του τα σκόρπιζε ο αέρας, και όμως για όλα έλεγε «δόξα Σοι ο Θεός» και όλα του πήγαιναν καλά.
Ο άλλος είχε πολλά κτήματα, αγελάδες κ.λπ., δεν είχε και παιδιά.
Αν τον ρωτουσες «πώς τα πάς;», «άσ’ τα, μην τα ρωτάς», απαντουσε• ποτέ δεν έλεγε «δόξα Σοι ο Θεός», όλο γκρίνια ήταν.
Και να δήτε, άλλοτε του ψοφουσε η αγελάδα, άλλοτε του συνέβαινε το ένα, άλλοτε το άλλο.
Όλα τα είχε, αλλά προκοπή δεν έκανε.Γι’ αυτό λέω, η δοξολογία είναι μεγάλη υπόθεση.
Από μας εξαρτάται, αν γευθουμε ή όχι τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός.
Πώς όμως να τις γευθουμε, αφου ο Θεός μας δίνει λ.χ. μπανάνα και εμείς σκεφτόμαστε τί καλυτερο τρώει ο τάδε εφοπλιστής;
Πόσοι άνθρωποι τρώνε μόνον ξερό παξιμάδι, αλλά μέρα-νυχτα δοξολογουν τον Θεό και τρέφονται με ουράνια γλυκυτητα!
Αυτοί οι άνθρωποι αποκτουν μια πνευματική ευαισθησία και γνωρίζουν τα χάδια του Θεου.
Εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε, γιατί η καρδιά μας έχει πιάσει γλίτσα και δεν ικανοποιουμαστε με τίποτε.
Δεν καταλαβαίνουμε ότι η ευτυχία είναι στην αιωνιότητα και όχι στην ματαιότητα.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 147-148)

Κάνε το σταυρό σου και περιφρόνησε το διάβολο
Άφησε τον αυτόν, μου έλεγε ο π.Πορφύριος για το διάβολο.
Μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σε πλησιάζει.
Αν θέλεις να τον διώξεις, να τον απομακρύνεις από κοντά σου, πάψε να του δίνεις σημασία.
Περιφρόνησέ τον. Μόνο η περιφρόνηση του αξίζει.
Από τη στιγμή που θα αρχίσει να την εισπράττει, θα αρχίσει και θα υποχωρεί.
Μέχρι που, τελικά, θα τραπεί σε φυγή. Η περιφρόνηση αποτελεί το δεύτερο όπλο,
μετά τον Τίμιο Σταυρό, κατά του διαβόλου!
Και το μεν Τίμιο Σταυρό τον φοβάται και, κυριολεκτικά, τον τρέμει και τρέπεται σε άτακτη φυγή.
Την δε περιφρόνηση δεν την αντέχει. Γιατί είναι υπερόπτης και σκάει από το κακό του!
Εξάλλου, αυτή η υπεροψία ήταν αιτία να εκπέσει και να γίνει αυτό που έγινε.
Εισέπραξε την τιμωρία του…
[Κ 124]

Προσοχή: ο διάβολος δημιουργεί προβλήματα
Λίγους μήνες, πρίν από την κοίμησή του, ο Γέροντας πήγε στο Άγιο Όρος,
ενώ οι εργασίες για το κτίσιμο του Ναού του Μοναστηριού βρίσκονταν στην έντασή τους.
Όμως εμφανίσθηκαν απροσδόκητα προβλήματα και δυσκολίες, που αναστάτωσαν συχνά τους εργάτες.
Τόσο, που όταν "είδε" από το Άγιο Όρος ο Γέροντας, τι συνέβαινε στην πραγματικότητα,
πήρε τηλέφωνο το πνευματικοπαίδι του που είχε την εποπτεία των εργατών, για να του πει:
"Προσέχετε, διότι βλέπω το διάβολο να ελλοχεύει και να δημιουργεί προβλήματα, για να εμποδίσει το έργο".
Όταν έφθασα στο Μοναστήρι και έμαθα τα σχετικά, θαύμασα για μια ακόμη φορά το διορατικό χάρισμα του Γέροντα και διερωτήθηκα, ποια τάχα είναι τα προβλήματα που δημιουργεί ο διάβολος.
Δεν πρόλαβα να αποτελειώσω τη σκέψη μου κι άκουσα δυνατές φωνές και διαπληκτισμούς μεταξύ των εργατών.
Ρώτησα τι συνέβαινε, και πληροφορήθηκα, ότι από μια απροσεξία εργάτου,
λίγο έλειψε να καταστραφεί η μεγάλη μπετονιέρα.
Ο εποπτεύων τους εργάτες πρόλαβε την καταστροφή την τελευταία στιγμή.
Ο ανώτερος όμως επόπτης του έργου, το παρακολουθούσε άγρυπνος από το Άγιο Όρος,
έτοιμος να επέμβει με την προσευχή του, για να εμποδίσει κάθε απόπειρα δολιοφθοράς του ελλοχεύοντος διαβόλου.
[Γ 126π.]


(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.146-147)

Η εναέρια προσευχή

Η πριγκίπισσα Ε. Σ. είχε έναν ανηψιό που υπόφερε από τέτοια αδυναμία, ώστε δεν μπορούσε να περπατήση μόνος του. Τον έφερε λοιπόν με φορείο στο Σάρωφ και τον ωδήγησε στον όσιο Σεραφείμ.

Ο στάρετς εκείνη την ώρα στεκόταν στην πόρτα του κελλιού του, σαν να περίμενε τον άρρωστο. Αφού μπήκαν μέσα, του είπε:

- Θα προσευχηθούμε και οι δύο, χαρά μου, κι εσύ κι εγώ. Πρόσεξε όμως! Θα μείνης ξαπλωμένος όπως είσαι και δεν θα γυρίσης από το άλλο πλευρό.

Ο νέος έμεινε πολλή ώρα σ’ αυτή τη θέσι, μέχρι που εξαντλήθηκε η υπομονή του και θέλησε από περιέργεια να δη τι κάνη ο όσιος. Γυρίζει λοιπόν και βλέπει τον άγιο να προσεύχεται μετέωρος, στον αέρα! Ήταν τόσο ξαφνικό και ασυνήθιστο θέαμα, που έβαλε τις φωνές.

Ο στάρετς τελείωσε την προσευχή, πλησίασε τον άρρωστο και του είπε:

- Τώρα λοιπόν θα πης σε όλους ότι ο Σεραφείμ είναι ένας άγιος και προσεύχεται στον αέρα… Πρόσεξε! Μέχρι να πεθάνω, μην πης σε κανέναν αυτό που είδες, διαφορετικά θ’ αρρωστήσης πάλι.

Ο νέος σηκώθηκε από το κρεββάτι. Στηριζόταν βέβαια σε άλλους, αλλά βγήκε από το κελλί περπατώντας. Στον ξενώνα τον πολιόρκησαν με ερωτήσεις:

- Τι σου έκανε, τι σου είπε ο π. Σεραφείμ;

Προς γενική όμως κατάπληξι δεν τους είπε ούτε λέξι. Στην Πετρούπολι έφθασε τελείως υγιής! Μετά από καιρό, αφού πληροφορήθηκε ότι ο όσιος εκοιμήθη, φανέρωσε την εναέρια προσευχή του αγίου.

(Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 153-154)

Ο μυστικός Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης και οι μαθητές του Ρούστικος και Ελευθέριος

Ο άγιος Διονύσιος ζούσε στην Αθήνα την εποχή των Αποστόλων. Καταγόταν από οικογένεια πλούσια και αρχοντική και είχε αποκτήσει τόση σοφία και τόση αρετή με τα μέσα που του παρείχαν οι επιστήμες των αρχαίων Ελλήνων, ώστε είχε εκλεγεί μέλος του εννεαμελούς Αρείου Πάγου που αποτελούσε το ανώτατο δικαστήριο και τη διοικητική συνέλευση του δήμου των Αθηναίων.

Όταν ο μέγας Απόστολος Παύλος, καθοδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα, ήλθε να κηρύξει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στην Αθήνα, ο Διονύσιος τον κάλεσε να λάβει τον λόγο στον Άρειο Πάγο. Από το ύψος του βράχου αυτού που προεξέχει πάνω από την πόλη των Αθηνών, ο πτωχός σκηνοποιός διέλυσε τις σοφιστείες των φιλοσόφων και έδειξε καθαρότατα στους Αθηναίους ότι ο «άγνωστος θεός» — για τον οποίο η φυσική λογική τους, τους είχε δώσει μία ασαφή υπόνοια — είναι ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, και ότι ούτος ουρανού και γης Κύριος υπάρχων ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί, ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα (Πράξεις 17, 23-25). Τους εδίδαξε επίσης ότι ο άνθρωπος επλάσθη κατ' εικόνα Θεού και εκλήθη να γίνει κοινωνός της ζωής του Θεού εν Χριστώ Ιησού, τω Υιώ αυτού, τω σαρκωθέντι δι' ημάς και αναστάντι εκ νεκρών, και τω πάλιν ερχομένω κρίναι τους ανθρώπους.

Ακούοντάς τον να ομιλεί για ανάσταση νεκρών, η πλειονότητα των ακροατών, με τη διάνοιά τους εσκοτισμένη από τις προκαταλήψεις της ανθρώπινης σοφίας, χλεύασε τον Απόστολο Παύλο. Ωστόσο, τα λόγια αυτά περί ζωής αιωνίου άγγιξαν την καρδιά κάποιων από το ακροατήριο, οι οποίοι ασπάσθηκαν την πίστη του Χριστού. Μεταξύ αυτών ήταν ο άγιος Ιερόθεος και ο άγιος Διονύσιος. Ακούοντας την αφήγηση των θείων Παθών του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και τα σημεία που συνέβησαν μετά τον θάνατό του, ο σοφός Διονύσιος θυμήθηκε ότι μερικά χρόνια πριν, όταν βρισκόταν στην Ηλιουπόλη της Αιγύπτου μαζί με άλλους σοφούς, παρακολούθησε μία έκλειψη ηλίου η οποία κατέλυε όλους τους νόμους της αστρονομίας <1>. Είχε ανακράξει τότε: «Ή ο Θεός πάσχει, ή ήλθε το τέλος του κόσμου!» Προετοιμασμένοι κατ' αυτό τον τρόπο να αναγνωρίσουν Εκείνον, τη βουλήσει του οποίου ηττώνται οι νόμοι της φύσεως, ο Διονύσιος και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος άκουσαν με προθυμία τη διδασκαλία του αγίου Αποστόλου και του ζήτησαν να βαπτισθούν.

Μετά από καιρό, ο Παύλος έφυγε σε νέες περιοδείες κι άφησε τον άγιο Ιερόθεο επίσκοπο Αθηνών. Ωσάν αετός που μπορεί να κοιτάζει κατάματα τη λάμψη του ηλίου, ο Ιερόθεος διείσδυε στα θεία μυστήρια, ελάχιστα όμως αποτύπωσε γραπτώς, προτιμώντας να μυεί προφορικά και κρυφίως τον μαθητή του Διονύσιο στις άρρητες θεωρίες που του χάριζε ο Θεός. Μετά τον θάνατο του Ιεροθέου, ο Διονύσιος έγινε με τη σειρά του επίσκοπος Αθηνών και έλαβε εκ Θεού το χάρισμα να αποκαλύπτει γραπτώς την υψηλή διδαχή των διδασκάλων του σχετικά με την άφατο απειρία της θείας φύσεως - στην οποία ταιριάζουν μόνον αρνητικές και αντινομικές εκφράσεις (η λεγόμενη αποφατική θεολογία) — και τον ανεξάντλητο πλούτο της θείας αποκαλύψεως μέσω των θείων ονομάτων και ενεργειών (καταφατική θεολογία).

Περιέγραψε πώς ο αισθητός και ο νοητός κόσμος ενώνονται εν τω Θεώ σε μία μεγαλειώδη ιεραρχημένη διάταξη. Εξήγησε πώς η ιεραρχία της Εκκλησίας - από τον επίσκοπο έως τον μοναχό — αντικατοπτρίζει επί γης τις εννέα τάξεις των αγγελικών ταγμάτων και διανέμει το θείο φως σύμφωνα με τον βαθμό καθαρότητος εκάστου πιστού. Ορισμένοι τον κατηγόρησαν ότι ήταν ένας νεοπλατωνικός φιλόσοφος με χριστιανικό ένδυμα, η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία, φωτισμένη από τις φωτεινές ακτίνες της διδασκαλίας του, πιστεύει ότι ο «θείος Διονύσιος» οπωσδήποτε δανείσθηκε και χρησιμοποίησε τη φιλοσοφική γλώσσα της εποχής του, ανατρέποντας όμως τελείως τις θεμελιώδεις θέσεις της ελληνικής φιλοσοφίας.

Χρησιμοποιώντας αυτό το τέχνασμα, για να καταδείξει ότι η μωρία τον Σταυρόν εμώρανε την σοφίαν του κόσμου (Α' Κορ. 1), σε όλα τα έργα του διακηρύττει ότι Εκείνος ο οποίος είναι πέραν παντός ονόματος και πάσης ουσίας, ο κατοικών απαθώς εις τον υπέρφωτον γνόφον, εφανερώθη εν σαρκί δια να μας καταστήσει κοινωνούς του απροσίτου φωτός του.

Ο Διονύσιος έφθασε σε τόσον υψηλό βαθμό θεωρίας, ώστε αξιώθηκε να συναριθμηθεί μετά των Αποστόλων και μυστηριακώς μετεφέρθη όπως εκείνοι στα Ιεροσόλυμα για να κηδεύσουν το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου <2>. Επέστρεψε κατόπιν στην Αθήνα και έμεινε εκεί αρκετό καιρό, προσηλυτίζοντας τους εθνικούς και καθοδηγώντας με σύνεση το πνευματικό του ποίμνιο.

Προς το τέλος της βασιλείας του Νέρωνος (περί το 68), λέγεται ότι ο Διονύσιος μετέβη στη Ρώμη για να κάνει έναν απολογισμό των αποστολών του στον Απόστολο Παύλο. Παρευρέθη στο μαρτύριο του μεγάλου Αποστόλου, και κατόπιν επανέκαμψε στην Ελλάδα. Επέστρεψε ξανά στη Ρώμη την εποχή που Πάπας ήταν ο άγιος Κλήμης [24 Νοεμ.] και κατόπιν εντολής του ξεκίνησε με τους μαθητές του, τον πρεσβύτερο Ρούστικο και τον διάκονο Ελευθέριο, για να κηρύξει τον λόγο του Θεού στη Γαλατία <3>. Και αφού εκήρυξε τον λόγο της αληθείας σε διάφορα μέρη, ο άγιος Διονύσιος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, που την εποχή εκείνη δεν ήταν παρά μία μικρή κωμόπολη βυθισμένη στο σκότος της άγνοιας και της ειδωλολατρίας. Έκτισε μια εκκλησία, όπου τελούσε τα θεία Μυστήρια και εκήρυττε τα μεγαλεία του Θεού. Εκεί έκανε πολλά θαύματα, και οι μαθητές του πολλαπλασιάσθηκαν και ξεκίνησαν να διαδώσουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στη Μεγάλη Βρεταννία και στην Ισπανία.

Η φήμη του αγίου Διονυσίου κίνησε τον φθόνο του δαίμονα, που έβαλε την σκέψη στον αυτοκράτορα Δομητιανό (περί το 96) ότι εκείνος ο Έλληνας επίσκοπος, που κήρυττε τον νέο Θεό, επιθυμούσε να δημιουργήσει αναταραχή και επεδίωκε να υποκινήσει τον λαό σε εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα. Ματαίως προσπάθησαν να πείσουν τον Διονύσιο και τους συντρόφους του ν' απαρνηθούν τον Θεό για τον οποίο ζούσαν και επιθυμούσαν να πεθάνουν. Με μεγάλη, λοιπόν, χαρά, έμαθαν ότι καταδικάσθηκαν σε αποκεφαλισμό. Ο Θεός δεν αρκέσθηκε να δώσει στον άγιο μάρτυρα το χάρισμα της θεογνωσίας και της διδασκαλίας, θέλησε επίσης να δείξει μέσω του μάρτυρος ότι δια της πίστεως, οι χριστιανοί νικούν τον θάνατο. Αμέσως μετά τον αποκεφαλισμό του, ο άγιος Διονύσιος σηκώθηκε όρθιος προς κατάπληξη όλων των παρευρισκομένων, πήρε το κεφάλι στα χέρια του και περπάτησε περίπου δύο μίλια ώσπου συνάντησε μια γυναίκα ενάρετη ονόματι Κατούλα, στα χέρια της οποίας απέθεσε το πολύτιμο και τίμιο λείψανο. Η τιμία κάρα του αγίου Διονυσίου φυλάσσεται σήμερα στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος, στην οποία τη δώρησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (11ος αιώνας).

Σημειώσεις
1. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Επ. 7, 2, PG 3, 1081.
2. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων Γ', 2, PG 3, 681.
3. Η διήγηση του μαρτυρίου του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου ταυτίζεται στην πραγματικότητα με εκείνη του μαρτυρίου του αγίου Διονυσίου των Παρισίων [9 Οκτ.]. Τα δύο πρόσωπα αποτέλεσαν αντικείμενο σύγχυσης, πιθανώς με την άφιξη στη Γαλλία ενός χειρογράφου με έργα που αποδίδονται στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, το οποίο προσέφερε μια αποστολή βυζαντινών πρέσβεων στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς (827). Την παράδοση αυτή πήρε και διασκεύασε ένας ανώνυμος συγγραφέας Βίων αγίων και η διασκευή αποτέλεσε πρότυπο του εγκωμίου που συνέθεσε ο άγιος Μιχαήλ ο Σύγγελος [18 Δεκεμ.], ο οποίος μετέφερε τη χρονολογία του μαρτυρίου από τα χρόνια της βασιλείας του Δομητιανού σ' εκείνα της βασιλείας του Τραϊανού, και η διήγηση στη συνέχεια ενσωματώθηκε από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή στο Μηνολόγιο του.

("Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας", υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος, τόμος δεύτερος - Οκτώβριος, σ. 37-40)

«Ποια από τα αγαθά είναι δικά σου, πες μου; Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά;

Δε θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Και αυτά που έχεις από που προέρχονται;

Διότι, αν πεις από την τύχη, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον Κτίστη,

ούτε ευχαριστείς Αυτόν που σου τα έδωσε. Εάν πάλι ομολογείς ότι προέρχονται από τον Θεό,

πες μου τον λόγο για τον οποίο τα πήρες.

Μήπως είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος μας μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή;

Γιατί εσύ είσαι πλούσιος και εκείνος στερείται;

Για να δεχθείς εσύ μισθό αγαθότητας και αξιόπιστης διαχειρήσεως,

και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής».

 

(Μεγάλου Βασιλείου, Εις το «καθελώ μου τας αποθήκας», P.G. 31, 276B-C)

72. Τι δίδασκαν οι Δοκήτες;

Επηρεαζόμενοι από τα πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί αντιθέσεως πνευματικού και υλικού, το οποίο (υλικό) θεωρούσαν εστία και έδρα του κακού, καθώς και από το θεωρητικό κλίμα της Αλεξανδρινής Σχολής, η οποία —όπως είδαμε— τόνιζε το θείο στοιχείο στο Χριστό εις βάρος του ανθρώπινου, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν είχε σώμα υλικό. Εξωτερικά φαινόταν σαν άνθρωπος, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος «κατά δόκησιν και φαντασίαν», και όχι στην πραγματικότητα αληθινός άνθρωπος. Το σώμα του είχε το εξωτερικό περίγραμμα της φύσεως, δεν ήταν όμως σώμα αληθινό όπως το έχουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Ήταν ένα φάντασμα, μια οπτασία, μια ανυπόστατη εξωτερική περιγραφή.

Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αυτά τα πράγματα οι Δοκήτες. Αρνούνταν το πραγματικό σώμα του Χριστού, γιατί ως υλικό το θεωρούσαν από τη φύση του κακό. Πώς μπορούσε να έχει ένα τέτοιο σώμα ο Χριστός; Ο Δοκητισμός μείωνε το Χριστό, από τον οποίο αφαιρούσε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς του.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 101)

71. Τί δίδασκε ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός ή Υίοθετισμός;

Ήταν αρχαία χριστολογική και τριαδολογική αίρεση, οι οπαδοί της οποίας αρνούνταν τις τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα (δυνάμεις) και στο Χριστό δέχονταν ενοίκηση του Λόγου, που δεν ήταν αληθινός Θεός αλλά δύναμη του Θεού.

Εκπρόσωποι της αιρέσεως ήταν: Θεόδωρος ο Σκυτεύς, Θεόδωρος ο Τραπεζίτης, ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, με σημαντικότερο όλων Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποιος συστηματοποίησε τη διδασκαλία της αίρεσεως και υπήρξε πρόδρομος του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.

Ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν ανήρ υψηλόφρων και κοσμικός. Για λίγο διάστημα διετέλεσε επίσκοπος Αντιόχειας (260) και «δουκηνάριος» (ανώτερος οικονομικός υπάλληλος) της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας.

Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμένος τη διακριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ’ αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ’ αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.

Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν μπορεί να γίνει λόγος στο θεολογικό σύστημα Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Λόγος ενοίκησε απλώς στο Χριστό «ως εν ναώ». Ο Λόγος όμως δεν ήταν προσωπικός και ενυπόστατος, αλλά απρόσωπη δύναμη της Σοφίας του Πατρός. Ο Χριστός ήταν ίδιο υποκείμενο, στο οποίο ενοικούσε απλώς η Σοφία του Θεού, η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της ζωής και της δραστηριότητάς του.

Η υπόσταση του Ιησού Χριστού ήταν καθαρά ανθρώπινη. Η φύση του ήταν η κοινή φύση των ανθρώπων. Ήταν άνθρωπος ψιλός (απλός), γεννηθείς από την Παρθένο με τη συνέργεια του άγιου Πνεύματος. Ήταν εκ των κάτω (επίγειος) «και εν αυτώ ενέπνευσεν άνωθεν ο Λόγος». Με την έμπνευση αυτή ο Λόγος ενώθηκε με το Χριστό. Η ένωση όμως αυτή δεν ήταν φυσική, αλλ΄ ηθική. Ήταν απλή «συνέλευσις». στην οποία άλλος ήταν ο Χριστός και άλλος ο συνελθών Λόγος. Ήταν ένωση «κατά μάθησιν και μετουσίαν», ένωση θελήσεως και αγάπης. Δια της χρίσεώς του από το Άγιο Πνεύμα ο Χριστός κατέστη όν μοναδικό και εξαίρετο. Έγινε άγιος και δίκαιος, υπερβάς την αμαρτία του Αδάμ. 'Ως ανταμοιβή της αγιότητάς του έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα και να πετύχει την ηθική του αποθέωση.

Τα διδάγματα αυτά του Παύλου του Σαμοσατέα οδήγησαν στα διδάγματα τόσο του Σαβελλίου όσο και του Νεστορίου.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 99-101)

70. Σε τι συνίσταται το χριστολογικό πρόβλημα;

Στην κατανόηση της σύνθεσης του θεανδρικού προσώπου του Χριστού, στο οποίο ενώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς η μία να βλάψει την άλλη.

Το μυστήριο είναι μέγα. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς στο Χριστό, αν και υπήρχαν δυο πλήρεις και ακέραιες φύσεις, υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο, που ήταν ο κοινός φορέας των θεανδρικών του ενεργειών. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε πώς μία φύση, πλήρης και ακέραιη, είναι συγχρόνως και απρόσωπη και πώς λαμβάνει υπόσταση στο πρόσωπο μιας άλλης φύσεως («ενυπόστατον»).

Αυτές είναι αντινομίες τις οποίες δεν μπορεί να συμβιβάσει η πενιχρή μας λογική. Καμία σοφία ανθρώπινη δεν μπορεί να διαφωτίσει και να διαλευκάνει το σκοτεινό χριστολογικό μυστήριο. Πολλοί προσπαθούν να διασχίσουν το μυστηριώδη πέπλο του λίγοι όμως βγαίνουν φέροντας τη φωταύγεια της χάριτος. Οι περισσότεροι παραμένουν στη σκοτεινιά της διάνοιας, ασθμαίνοντας στην απειρία του υπέρλογου θαύματος. Όπως είπε ο θεοδόχος Συμεών, ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Είναι το μεγάλο σκάνδαλο, που άλλους μεν εξυψώνει και λαμπρύνει στη φωτεινότητα της θείας βασιλείας και άλλους εξακοντίζει στη ζοφερότητα της πνευματικής απώλειας!

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 98)

69. Πώς κατέληγαν στις κακοδοξίες τους οι αιρετικοί;

Κατέληγαν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν δια του λόγου τα ακατανόητα και ανερμήνευτα. Δεν μπορεί να κατανοήσει κανείς τα δόγματα της πίστεως, γιατί αυτά είναι αλήθειες μυστηριακές, που υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατάληψη. Ο άνθρωπος με μόνο το μυαλό του αδυνατεί να τις προσεγγίσει. Μόνο με την πίστη φωτιζόμενη από το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να έχει κάποια πρόσβαση στο μυστήριο του Θεού. Χωρίς αυτήν επιχειρεί το ακατόρθωτο. Προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλό του το άπειρο και απερίληπτο.

Αυτό πάθαιναν οι αιρετικοί. Εμπιστευόμενοι τις ανθρώπινες δυνάμεις τους, προσπαθούσαν να κατανοήσουν την υπερβατική αλήθεια του Θεού. Το εγχείρημά τους ήταν άνισο, όπως άνιση είναι η σχέση κτιστού και άκτιστου, πεπερασμένου και απείρου. Με την έλλειψη αισθήσεως των δυσαναλογιών και με πνεύμα φίλαυτο και εγωιστικό, αντί να ερμηνεύσουν τα δόγματα τα παραμόρφωναν και τα διέλυαν. Με το όχημα του φυσικού λόγου τους δεν έφθαναν ποτέ στο τέρμα του δρόμου τους, λοξοδρομούσαν και χάνονταν. Εγωπαθείς δε και εριστικοί, δημιουργούσαν κόμματα στην Εκκλησία, τη ζωή της οποίας έβλαπταν αφάνταστα. Κατέλυαν την αγάπη, την ενότητα και την ειρηνική συμβίωση του σώματος του Χριστού. Οι αιρέσεις είναι ο χειρότερος εχθρός της Εκκλησίας, τα ζιζανια που σπείρει ο εχθρός στη φυτεία της θείας βασιλείας.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 98)

katafigioti

lifecoaching