«Ποια από τα αγαθά είναι δικά σου, πες μου; Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά;
Δε θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Και αυτά που έχεις από που προέρχονται;
Διότι, αν πεις από την τύχη, είσαι άθεος, αφού δεν αναγνωρίζεις τον Κτίστη,
ούτε ευχαριστείς Αυτόν που σου τα έδωσε. Εάν πάλι ομολογείς ότι προέρχονται από τον Θεό,
πες μου τον λόγο για τον οποίο τα πήρες.
Μήπως είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος μας μοιράζει άνισα τα απαραίτητα για τη ζωή;
Γιατί εσύ είσαι πλούσιος και εκείνος στερείται;
Για να δεχθείς εσύ μισθό αγαθότητας και αξιόπιστης διαχειρήσεως,
και εκείνος να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής».
(Μεγάλου Βασιλείου, Εις το «καθελώ μου τας αποθήκας», P.G. 31, 276B-C)