71. Τί δίδασκε ο Δυναμικός Μοναρχιανισμός ή Υίοθετισμός;
Ήταν αρχαία χριστολογική και τριαδολογική αίρεση, οι οπαδοί της οποίας αρνούνταν τις τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα (δυνάμεις) και στο Χριστό δέχονταν ενοίκηση του Λόγου, που δεν ήταν αληθινός Θεός αλλά δύναμη του Θεού.
Εκπρόσωποι της αιρέσεως ήταν: Θεόδωρος ο Σκυτεύς, Θεόδωρος ο Τραπεζίτης, ο Αρτέμων ή Αρτεμάς, με σημαντικότερο όλων Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποιος συστηματοποίησε τη διδασκαλία της αίρεσεως και υπήρξε πρόδρομος του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού.
Ο Παύλος ο Σαμοσατέας ήταν ανήρ υψηλόφρων και κοσμικός. Για λίγο διάστημα διετέλεσε επίσκοπος Αντιόχειας (260) και «δουκηνάριος» (ανώτερος οικονομικός υπάλληλος) της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας.
Ήταν θεολόγος μοναρχιανός, αρνούμένος τη διακριση των προσωπικών υποστάσεων στο Θεό. Κατ’ αυτόν ο Θεός είναι ένας και μόνος (ο Πατήρ). Ο Υιός και το Πνεύμα δεν έχουν δική τους υπόσταση και θεότητα. Ο Πατήρ είναι άγονος Υιού, ο δε Λόγος άκαρπος Θεού. Επομένως ο Πατήρ και ο Λόγος είναι ένα πρόσωπο, όπως ένα πρόσωπο συνιστούν ο άνθρωπος και ο υπάρχον σ’ αυτόν φυσικός λόγος. Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τον Λόγο του, τον γεννά, ώστε να ονομάζεται Υιός. Εντούτοις ο Λόγος δεν παύει να είναι απρόσωπος, όπως απρόσωπος είναι και ο λόγος του ανθρώπου.
Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν μπορεί να γίνει λόγος στο θεολογικό σύστημα Παύλου του Σαμοσατέα. Ο Λόγος ενοίκησε απλώς στο Χριστό «ως εν ναώ». Ο Λόγος όμως δεν ήταν προσωπικός και ενυπόστατος, αλλά απρόσωπη δύναμη της Σοφίας του Πατρός. Ο Χριστός ήταν ίδιο υποκείμενο, στο οποίο ενοικούσε απλώς η Σοφία του Θεού, η οποία αποτελούσε το περιεχόμενο της ζωής και της δραστηριότητάς του.
Η υπόσταση του Ιησού Χριστού ήταν καθαρά ανθρώπινη. Η φύση του ήταν η κοινή φύση των ανθρώπων. Ήταν άνθρωπος ψιλός (απλός), γεννηθείς από την Παρθένο με τη συνέργεια του άγιου Πνεύματος. Ήταν εκ των κάτω (επίγειος) «και εν αυτώ ενέπνευσεν άνωθεν ο Λόγος». Με την έμπνευση αυτή ο Λόγος ενώθηκε με το Χριστό. Η ένωση όμως αυτή δεν ήταν φυσική, αλλ΄ ηθική. Ήταν απλή «συνέλευσις». στην οποία άλλος ήταν ο Χριστός και άλλος ο συνελθών Λόγος. Ήταν ένωση «κατά μάθησιν και μετουσίαν», ένωση θελήσεως και αγάπης. Δια της χρίσεώς του από το Άγιο Πνεύμα ο Χριστός κατέστη όν μοναδικό και εξαίρετο. Έγινε άγιος και δίκαιος, υπερβάς την αμαρτία του Αδάμ. 'Ως ανταμοιβή της αγιότητάς του έλαβε τη δύναμη να κάνει θαύματα και να πετύχει την ηθική του αποθέωση.
Τα διδάγματα αυτά του Παύλου του Σαμοσατέα οδήγησαν στα διδάγματα τόσο του Σαβελλίου όσο και του Νεστορίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 99-101)