ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος νέος παραστράτησε, μα τόσο μετανόησε, όταν η θεία Χάρη τον επισκέφθηκε στο άκουσμα ενός μόνο κηρύγματος, που άφησε τον κόσμο και έγινε καλόγερος. Έφτιαξε μια καλύβα στην έρημο κι έκλαιγε κάθε μέρα με πολύ πόνο τις αμαρτίες του. Με τίποτε δεν μπορούσε να παρηγορηθεί. Μια νύχτα, παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Ιησούς, περιτριγυρισμένος από φως ουρανιο. Πήγε κοντά του με καλοσύνη. - Tί έχεις, άνθρωπε, και κλαίς με τόσο πόνο; τον ρώτησε με την γλυκειά φωνή Του. - Κλαίω, Κύριε, γιατί έπεσα, είπε με απελπισία ο αμαρτωλός. - Ω, τότε σήκω. - Δεν μπορώ μόνος, Κύριε. Άπλωσε τότε…