ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Από την Δογματική του Π.Ν. Τρεμπέλα (στη νέα ελληνική γλώσσα).  

1)   Η τιμή προς τους μάρτυρες και τους αγίους εκδηλώθηκε ιδιαιτέρως στα λείψανά τους και σε οποιαδήποτε αντικείμενα ή είδη ρούχων που χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς.
Έτσι αναφέρεται στο Μαρτύριο του Πολυκάρπου, ότι ο ιερός αυτός άνδρας ανέβαλε να βγάλει τα ρούχα του μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία ετοιμάστηκε η φωτιά που επρόκειτο να τον δεχτεί, αποφεύγοντας να πράξει αυτό πιο πριν «επειδή πάντοτε καθένας από τους πιστούς βιαζόταν, ποιος θα ακουμπήσει γρηγορότερα το σώμα του». Όταν λοιπόν το τίμιο σώμα του μάρτυρα κάηκε τελείως, οι πιστοί μάζεψαν «τα τιμιότερα και από πολύτιμους λίθους και δοκιμασμένα περισσότερο από χρυσάφι οστά του και τα απόθεσαν όπου ήταν φυσικό», έτσι ώστε συναθροιζόμενοι κατά την επέτειο του θανάτου του να επιτελούν «τη γενέθλια ημέρα του μαρτυρίου του».
Για τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο επίσης εξιστορείται ότι όταν ρίχτηκε για τροφή στα θηρία, «μόνο τα πιο σκληρά από τα άγια λείψανά του απέμειναν, τα οποία μεταφέρθηκαν στην Αντιόχεια και κατατέθηκαν σε λινό (=λειψανοθήκη κατασκευασμένη από λινάρι), θησαυρός ανεκτίμητος».
Και σύμφωνα με την μαρτυρία του Χρυσοστόμου τα άγια αυτά λείψανα τα δέχτηκαν οι Αντιοχείς «με στεφάνια», και όχι μόνο αυτοί, «αλλά και όλες οι ενδιάμεσες πόλεις από τη Ρώμη» μέχρι την Αντιόχεια «προέπεμπαν εγκωμιάζοντας τον στεφανωμένο, ανυμνώντας τον αγωνοθέτη, περιγελώντας τον διάβολο».
Από την άλλη ο μεν Ευσέβιος μάς πληροφορεί ότι τον του αδελφοθέου «Ιακώβου θρόνο» φύλαγαν με επιμέλεια οι διάδοχοί του, αποδεικνύοντας έτσι «τι σεβασμό διατηρούσαν και διατηρούν οι παλαιοί και οι σύγχρονοί μας προς τους αγίους άνδρες για την προς αυτούς εύνοια εκ μέρους του Θεού».
Αλλά και ο Αμβρόσιος μαρτυρεί για το ότι οι Χριστιανοί μάζευαν ευλαβικά μαζί με το αίμα και τα καρφιά και τα τιμωρητικά όργανα, που χρησιμοποιήθηκαν από τους δημίους για τελείωση των μαρτύρων (16).
2)  Αυτού του είδους οι εκδηλώσεις, που σημειώθηκαν και σε πολυάριθμες άλλες περιστάσεις, θα έπρεπε να χαρακτηριστούν ως τελείως φυσικές, διότι έχουν τα προηγούμενά τους στη Βίβλο, από τα οποία και ενθαρρύνθηκαν σε αυτές οι αρχαίοι Χριστιανοί. Για αυτό λοιπόν και χρονολογούνται όχι μόνο από τα νεώτερα αλλά και από τα παλαιότατα χριστιανικά χρόνια. Τα από τη Γραφή ερείσματα και προηγούμενα των εκδηλώσεων αυτών προς τα ιερά λείψανα απαριθμούνται και εκτίθενται τόσο στις Αποστολικές Διαταγές, όσο και από τους Πατέρες Μ. Βασίλειο και Κύριλλο Ιεροσολύμων.
Έτσι σύμφωνα με τις Αποστολικές Διαταγές, των πεθαμένων «που ζουν κοντά στο Θεό, ούτε τα λείψανα δεν είναι άτιμα» όπως φαίνεται αυτό από το ότι «ο Ελισαίος ο προφήτης ανέστησε νεκρό μετά το θάνατό του κάποιον που είχε σκοτωθεί από πειρατές της Συρίας. Διότι ήρθε σε επαφή το σώμα του με τα οστά του Ελισαίου και αφού αναστήθηκε έζησε».
Έγινε όμως αυτό, όπως παρατηρεί ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, «έτσι ώστε να μην τιμηθούν μόνο οι ψυχές των δικαίων», αλλά και τα σώματά τους· επιπλέον επίσης για «να πιστευτεί ότι υπάρχει δύναμη μέσα στα σώματα των δικαίων», αφού «το νεκρό σώμα του προφήτη επιτέλεσε έργο ψυχής και αυτό που πέθανε και κειτόταν έδωσε ζωή στον πεθαμένο και ενώ έδωσε ζωή, αυτό έμεινε ομοίως στους νεκρούς». Προχωρώντας όμως οι Αποστολικές Διαταγές και σε άλλη περίπτωση από τη Γραφή που δείχνει, ότι παρά τις διατάξεις του Μωϋσή σχετικά με λείψανα και νεκρά σώματα που κάνουν ακάθαρτους αυτούς που τα αγγίζουν, των δικαίων τα λείψανα κανένα και σε αυτήν την Π.Δ. δεν μετέδιδαν μολυσμό, σημειώνουν: «Και ο Μωϋσής και ο Ιησούς του Ναυή περιέφεραν τα λείψανα του Ιωσήφ, χωρίς να το θεωρούν αυτό μολυσμό».
Προσθέτει μάλιστα σχετικά και ο Μ. Βασίλειος, ότι, «όταν πέθαιναν ιουδαϊκά, ήταν βδελυκτά τα θνησιμαία· όταν όμως ο θάνατος είναι για το Χριστό είναι τίμια τα λείψανα των οσίων του». Και από μεν τη μωσαϊκή νομοθεσία «λεγόταν στους ιερείς και στους Ναζωραίους το, Δεν θα μιανθείτε με τίποτα που έχει πεθάνει· και το, Εάν κάποιος αγγίξει νεκρό, θα είναι ακάθαρτος έως το απόγευμα, και το, Θα πλύνει τα ρούχα του. Τώρα όμως αυτός που άγγιξε οστά μάρτυρα παίρνει κάποια μετάληψη αγιασμού από τη χάρη που παραμένει πάντοτε στο σώμα» (17).
(3)   Ο Ιεροσολύμων Κύριλλος φέρνει και κάποια εξήγηση αυτής της χάρης, η οποία βγαίνει από τα λείψανα των αγίων, παρατηρώντας, ότι «βρίσκεται κάποια δύναμη μέσα στο σώμα των αγίων λόγω της ενάρετης ψυχής που για τόσα χρόνια κατοίκησε μέσα σε αυτό, της οποίας έγινε το σώμα υπηρέτης», το οποίο ακριβώς υπενθυμίζει και τη βεβαίωση του θείου Παύλου, σύμφωνα με την οποία και «τα σώματά μας είναι μέλη Χριστού» και «είναι ναός του Αγίου Πνεύματος μέσα μας» (18).

Επιπλέον ο Κύριλλος αναφέρεται και στα «μαντήλια του κεφαλιού ή του λαιμού» των Αποστόλων, «που ήταν έξω» από το σώμα τους και μόνο άγγιζαν αυτό, τα οποία από την επαφή αυτή έπαιρναν τόσο μεγάλη δύναμη και χάρη, ώστε «όταν άγγιζαν τα σώματα των αρρώστων σήκωναν τους ασθενείς».
Ο θείος Χρυσόστομος από την άλλη υπενθυμίζοντας την ίδια του Ελισαίου αφήγηση της Γραφής, παρατηρεί σχετικά, ότι όχι μόνο τα σώματα, «αλλά και οι ίδιες οι λάρνακες των αγίων είναι γεμάτες από πνευματική χάρη». Διότι, εάν πριν ακόμη το Άγιο Πνεύμα επισκηνώσει στην Εκκλησία του Χριστού, σε αυτά τα χρόνια της Π.Δ., στην περίπτωση του Ελισαίου «συνέβαινε τούτο και νεκρός που άγγιξε τη λάρνακα έσπασε τα δεσμά του θανάτου και επανήλθε πάλι στη ζωή, πολύ περισσότερο τώρα που είναι αφθονότερη η χάρη, τώρα που είναι περισσότερη η ενέργεια του Πνεύματος», επόμενο είναι εκείνος, ο οποίος «με πίστη» θα απλώσει το χέρι, για να έλθει σε επαφή με θήκη (λάρνακα) που περιέχει άγια λείψανα «θα κερδίσει πολλή δύναμη από εκεί» (19).
(4)  Αυτής άλλωστε της δύναμης και χάρης η εκπόρευση διαπιστωνόταν και επιβεβαιωνόταν από το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία λάμβαναν χώρα από την με πίστη προσέλευση στους τάφους των μαρτύρων και αγίων και την ευλαβική επαφή και προσκύνησή τους. Για τα θαύματα αυτά έχουμε αυθεντικές μαρτυρίες που παρέχονται από επίσημους και μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, οι Καππαδόκες και ο Χρυσόστομος.
α)  Έτσι ο μεν Αμβρόσιος σε κάποια επιστολή του (20) επικαλείται την πείρα αυτών που τους στέλνει την επιστολή σχετικά με τα θαύματα, ότι

«γνωρίσατε πάρα πολλούς, ακόμα όμως και με τα ίδια σας τα μάτια είδατε πολλούς, οι οποίοι ελευθερώθηκαν από τους δαίμονες, και επιπλέον οι οποίοι ερχόμενοι να αγγίξουν τα ρούχα των αγίων, αιφνίδια θεραπεύτηκαν από όλα τα δεινά που τους κατείχαν. Τα θαύματα των παλαιών καιρών ανανεώθηκαν, αφότου με την έλευση του Κυρίου Ιησού ξεχύθηκε στη γη αφθονότερη χάρη. Έχετε δει πάρα πολλούς που θεραπεύτηκαν από μόνη τη σκιά των αγίων που έπεσε πάνω τους. Πόσα πανιά κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι! Πόσα ρούχα που τοποθετήθηκαν πάνω σε άγια λείψανα, δεν απέβησαν ιαματικά με μόνη την επαφή και περιζήτητα από όλους. Όλοι ζητούν να αγγίξουν αυτά, έστω και ελαφρά, και όποιος το πέτυχε αυτό, θεραπεύτηκε αμέσως».
β)   Επιβεβαιώνοντας τη μαρτυρία αυτή του Αμβροσίου, που δόθηκε με αφορμή το άνοιγμα των λειψάνων των αγίων Γερβασίου και Προτασίου, αναφέρει και ο Αυγουστίνος διάφορα θαύματα που έγιναν από τη χάρη των παραπάνω αγίων λειψάνων, ένα από τα οποία υπήρξε και η θεραπεία κάποιου τυφλού, που έγινε στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) «κατά τη συρροή των πιστών στα σώματα των μαρτύρων Προτασίου και Γερβασίου» (21).
γ)   Από την άλλη ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός αναφερόμενος στην πείρα, την οποία είχαν οι ακροατές του για τη δύναμη, που έβγαινε από τα άγια λείψανα του Κυπριανού, παρατηρεί: «Τα υπόλοιπα ας προστεθούν από εσάς τους ίδιους, την καθαίρεση των δαιμόνων, την θεραπεία των ασθενειών, την πρόγνωση του μέλλοντος, τα οποία όλα μπορεί και το λείψανο του Κυπριανού όταν υπάρχει η πίστη, όπως γνωρίζουν όσοι έλαβαν πείρα και έχουν μεταδώσει το θαύμα και σε εμάς και θα το παραδώσουν και στο μέλλον».

Και αλλού πάλι μιλώντας για τους αποστόλους και τα υπόλοιπα «υπέρ του Χριστού θύματα, οι οποίοι πρόθυμα αγωνίστηκαν εναντίον φωτιάς και σιδήρου και θηρίων και τυράννων», διακηρύττει ότι από αυτούς «δαίμονες διώχνονται και ασθένειες θεραπεύονται» «και αυτών και τα σώματα μόνα έχουν την ίδια δύναμη με τις άγιες ψυχές τους, είτε αγγίζονται είτε τιμώνται. Αυτών και σταγόνες μόνο αίματος και μικρά αντικείμενα του πάθους τους ενεργούν όσα και τα σώματα» (22).
δ)  Ο Γρηγόριος ο Νύσσης επίσης για επικύρωση της βεβαίωσής του, ότι γνώριζε, «ότι έχουν δύναμη τα λείψανα» των μαρτύρων, και ότι αυτός είδε «τις σαφείς αποδείξεις της παρρησίας τους προς το Θεό», αφηγείται τη θεραπεία στρατιώτη κουτσού από τα άγια λείψανα των αγίων Τεσσαράκοντα (23).
ε)   Αλλά αυτός που ιδιαιτέρως τόνισε τις χάριτες και δυνάμεις που ξεχύνονται από τα άγια λείψανα και τις λάρνακές τους, υπήρξε ο θείος Χρυσόστομος. Έτσι ο θείος πατέρας διακηρύττει, ότι «όχι μόνο τα οστά των μαρτύρων, αλλά και οι τάφοι τους και οι λάρνακες πολλή αναβλύζουν την ευλογία». Αλλού πάλι χαρακτηρίζει τα σώματα των αγίων ως ασφαλέστερο οχύρωμα από αδαμάντινο τείχος που τειχίζει την πόλη και «σαν να προβάλλουν από παντού σαν κάποιοι υψηλοί σκόπελοι αποκρούουν όχι τις επιθέσεις αυτών των αισθητών και ορατών εχθρών μόνο, αλλά και τις επιβουλές των αοράτων δαιμόνων και τόσο εύκολα ανατρέπουν και διαλύουν όλη την πανουργία του διαβόλου". Επιπλέον «και αν ακόμη ο κοινός μας δεσπότης οργίζεται για το πλήθος των αμαρτημάτων, θα μπορέσουμε, προβάλλοντας αυτά τα σώματα, να τον κάνουμε γρήγορα σπλαγχνικό για την πόλη».

Και σε άλλη πάλι περίπτωση τονίζοντας τη δύναμη, την οποία έχουν τα οστά των αγίων παρατηρεί, ότι αυτή «δαίμονες υποτάσσει και βασανίζει και ελευθερώνει όσους έχουν δεθεί από τα πικρότατα εκείνα δεσμά». Και την ώρα που κανένα από τα ορατά και αισθητά δεν βρίσκεται πάνω «στις πλευρές του δαίμονα, φωνές και σπαραγμοί, μαστιγώματα, βάσανα» ακούγονται και σημειώνονται, «επειδή ο δαίμονας δεν αντέχει την θαυμαστή εκείνη δύναμη». Έτσι οι άγιοι «που φόρεσαν τα σώματα» «επικρατούν των ασωμάτων δυνάμεων, και η σκόνη και τα οστά και η τέφρα εξοντώνει τις αόρατες εκείνες φύσεις» (24).
στ)  Τέλος ο Μ. Βασίλειος, πεπεισμένος για το ότι «αυτός που άγγιξε οστά μάρτυρος παίρνει κάποια μετάληψη αγιασμού από τη χάρη που παραμένει πάντοτε μέσα στο σώμα», στο λόγο του στη μάρτυρα Ιουλίττα διακηρύττει για «το τίμιο σώμα» της, ότι «τοποθετημένο στο ωραιότατο προπύλαιο του ναού της πόλης, αγιάζει μεν τον τόπο, αγιάζει όμως και αυτούς που προσέρχονται σε αυτόν» (25)


Παραπομπές
(16) Μαρτύριο Πολυκ.13 και 18 ΒΕΠ.3,24 και 26. Μαρτύρ. Ιγνατίου στο τέλος ΒΕΠ. 2,341.Χρυσοστόμου εις τον Θεοφόρον Ιγνάτιον § 5 Μ. 50,594. Ευσεβ. Εκκλ. Ιστ. 7,19 Μ. 20,681, Αμβροσίου, Exhort. Virginit κεφ. 2 § 9 M.L. 16,354
(17) Αποστ. Διαταγ. ΣΤ 30,5, Β.Ε.Π. 2,116, Δ΄Βασιλ. Ιγ 21, Κυρίλλου Ιεροσ. Κατήχ. 18, § 16, Μ. 33,1036,1037, Εξόδου ιγ 19, Λευϊτ. ια 39,40, Μ. Βασιλείου ομιλία εις τον Ψαλμό ριε § 4, Μ. 30,112.
(18) Κυρίλ. Ιεροσ. Ο.π. . Α΄Κορινθ. Στ 15 και 19.
(19) Κυρίλ. Ιεροσολ. Ο.π. Χρυσοστόμου Εγκώμ εις Ιγνάτιον Θεοφόρον § 5, Μ. 50. 595
(20) ΧΧΙΙ § 9, P.L. 16, 1064.
(21) De civit. XXII 8 § 2. M.L. 41,701
(22) Γρηγορίου Ναζ. Λόγος 24, εις ιερομ. Κυπριανόν § 18, Μ. 35, 1192. Του ιδίου λόγος 4 κατά Ιουλιανού Α § 69, Μ. 35,589.
(23) Λόγος Α εις τους Τεσσαράκοντα μάρτυρας, Μ. 46,784
(24) Χρυσοστόμου Εις μάρτυρας ομιλία, Μ. 50,664, εις μάρτυρας Αιγυπτίους § 1, Μ. 50,694,695. Ομιλία 26 εις την Β΄Κορ. § 5, Μ. 61,583.
(25) Μ. Βασιλ. Ομιλία εις Ψαλμόν ριε § 4, Μ. 30,112. Του ιδίου εις την μάρτυρα Ιουλίττα § 2, Μ. 31,241

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Δογματική τόμος 3, εκδ. ο Σωτήρ, 1979, σελ. 399-402 η μετάφραση στα νέα Ελληνικά έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

 

(Παναγιώτου Τρεμπέλα, Από την Ορθόδοξη Λατρεία μας). 

«Μεγίστην όνησιν πιστεύοντες έσεσθαι…». 

Το λέει γενικά ο θείος Κύριλλος Ιεροσολύμων. Βεβαιώνει δηλαδή ότι προσφέρουμε τη θυσία της Θείας Ευχαριστίας για όλους τους προκεκοιμημένους, πιστεύοντας ότι πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια κερδίζουν οι ψυχές υπέρ των οποίων «η δέησις αναφέρεται της αγίας και φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας». Λοιπόν και των Αγίων και των Προφητών και των Αποστόλων και των Μαρτύρων οι ψυχές αποκομίζουν ωφέλεια από τη θυσία της Ευχαριστίας, αφού και υπέρ αυτών αυτή προσφέρεται;

Των αδελφών μου και των συγγενών μου και των φίλων μου οι ψυχές, με τους οποίους έζησα μαζί και οι οποίοι πέθαναν πριν από μένα, έχοντας όλοι τις ατέλειες και ελλείψεις τους και τα ψεγάδια από τα ακούσια και τα εκ συναρπαγής αμαρτήματα, το καταλαβαίνω να καρπώνονται οι ψυχές αυτές βοήθεια και έλεος από την ατίμητη θυσία που προσφέρεται γι’ αυτούς. Αλλά να ωφελούνται και οι ψυχές εκείνων οι οποίοι αναμφισβήτητα ευαρέστησαν στον Κύριο και τιμήθηκαν από αυτόν, όπως είναι οι Απόστολοι και οι Προφήτες και οι Μάρτυρες, των οποίων μάλιστα τις πρεσβείες επικαλούμαστε την ίδια στιγμή που τους μνημονεύουμε, αυτό παρουσιάζει ακατανόητο.
Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό. Γι’ αυτό λοιπόν αναφερόμαστε και πάλι στο ωραίο παράδειγμα που μας δίνει ο ιερός Χρυσόστομος, για το οποίο μιλήσαμε και άλλοτε. Όταν δηλαδή ένας βασιλιάς επανέρχεται θριαμβευτής από κάποιον πόλεμο τον οποίο διεξήγαγε νικηφόρα, στη λαμπρή υποδοχή που του γίνεται στην πρωτεύουσα του βασιλείου του από τον λαό που τον επευφημεί, μνημονεύονται τα ονόματα των στρατηγών και των αξιωματούχων που συναγωνίστηκαν μαζί του και συμμετείχαν στα ένδοξα κατορθώματά του. Αναφέρονται όμως και μερικά άλλα ονόματα, αιχμαλώτων αυτά και δεσμίων, που για ορισμένους λόγους προσείλκυσαν τη συμπάθεια και τον οίκτο των νικητών.

Για άλλο σκοπό, λέει ο ιερός Πατήρ, μνημονεύονται τα ονόματα εκείνων που συμπολέμησαν και συναγωνίσθηκαν με τον ένδοξο και νικητή βασιλιά· και με άλλο, τελείως διαφορετικό πνεύμα, μνημονεύονται οι δέσμιοι και οι αιχμάλωτοι. Οι πρώτοι, οι οποίοι διέπρεψαν στο πεδίο της μάχης, μνημονεύονται για να επευφημηθούν άλλη μια φορά και για να αποδοθεί και πάλι δίκαιος έπαινος και τιμή σ’ αυτούς. Οι δεύτεροι, οι οποίοι έχουν ανάγκη της ευσπλαχνίας και των οικτιρμών του μεγάλου βασιλιά, μνημονεύονται για να κερδίσουν την εύνοια και τη χάρη του. Αξιώματα και τιμές ζητούνται από τους πρώτους, έλεος και χάρη για τους δεύτερους.
Μην ξεχνάς, αδελφέ μου, τη θεόπνευστη διαβεβαίωση της προς Εβραίους επιστολής, που μας πληροφορεί για το ότι οι άγιοι Πάντες, μολονότι μέχρι την τελευταία τους πνοή ομολόγησαν την αληθινή πίστη και έλαβαν εγκωμιαστική μαρτυρία γι’ αυτήν ότι ευαρέστησαν στο Θεό, παρ’ όλα αυτά, «ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν» (Εβρ. ια’ 39). Δεν απόλαυσαν ακόμη πλήρη και ολοκληρωμένη την αμοιβή που τους ανήκει. Διότι ο Θεός προέβλεψε όλα μαζί τα μέλη της Εκκλησίας, στη συντέλεια του κόσμου και μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, στην κρίση και ανταπόδοση που θα κάνει ο ίδιος, να απολαύσουν το τέλειο και ολοκληρωμένο βραβείο της νίκης τους εναντίον της αμαρτίας. Όλα μαζί τα μέλη ως μια οικογένεια που τιμάται μαζί, και ως ένα αδιαίρετο όλοι Σώμα.

Και στο μεταξύ διάστημα; Έως ότου όλα τα μέλη της Εκκλησίας επισυναχθούν και η στρατευομένη Εκκλησία παύσει να υπάρχει, αφού θα έχει μετατεθεί ολόκληρη στην θριαμβεύουσα Εκκλησία, τι γίνεται; Ο καθένας από τους δικαίους προαπολαμβάνει μόνο και προγεύεται τα μέλλοντα αγαθά. Και δεν παύει βέβαια η θριαμβεύουσα Εκκλησία να είναι «πανήγυρις πρωτοτόκων», πανηγυρική σύναξη των εκλεκτών παιδιών του Θεού. Ε λοιπόν! Στη χαρά την οποία προαπολαμβάνουν οι εκλεκτοί αυτοί στρατιώτες του Θεού, προστίθεται και άλλη χαρά, όταν προσφέρεται και υπέρ αυτών η Θεία Ευχαριστία. Και η πανηγυρική εκείνη σύναξη, παρά το ότι είναι εξολοκλήρου χαρμόσυνη, ανασκιρτά και συναγάλλεται χτυπώντας τα χέρια της. Και αναπέμπει μαζί με την στρατευομένη Εκκλησία τον επινίκιο ύμνο στο Αρνίο το «ως εσφαγμένον», που στέκεται πάνω στο θρόνο του Θεού. Στην ήδη προϋπάρχουσα χαρά προστίθενται και νέα σκιρτήματα αγαλλιάσεως. Και στις πολλές επευφημίες του ουρανίου κόσμου για τη στρατιά του Χριστού που θριαμβεύει στον ουρανό, ακολουθούν και νέα ενθουσιώδη χειροκροτήματα για τη νίκη που έχει συντελεσθεί.

Σε ποιό βαθμό «μεγίστη»;

Πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια πιστεύουμε ότι θα αποκομίσουν οι κεκοιμημένοι αδελφοί μας από τη θυσία της Ευχαριστίας που προσφέρουμε. «Μεγίστην όνησιν», λέει ο θεοφώτιστος Κύριλλος. Κάτι παρόμοιο διακηρύττει και ο ιερός Χρυσόστομος. Αλλά και η πράξη της Εκκλησίας από παλιά αυτό επιβεβαιώνει. Διότι ακόμη και στις πολύ παλιές Λειτουργίες, οι οποίες ανάγονται στις αρχές του τετάρτου χριστιανικού αιώνα, δεν παραλείπεται το μνημόσυνο αυτό των κεκοιμημένων.

Δημιουργείται όμως το ερώτημα: Σε ποιό βαθμό εκτείνεται η «όνησις» και ωφέλεια αυτή;
Θα έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν μας τους θεόπνευστους λόγους του ευαγγελιστού Ιωάννου στους οποίους γίνεται διάκριση μεταξύ «αμαρτίας προς θάνατον» και «αμαρτίας μη προς θάνατον» (Α’ Ιω. ε’ 16) · μεταξύ αμαρτίας δηλαδή που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο και αμαρτίας μη θανάσιμης. Κάνοντας τη διάκριση αυτή ο αγαπημένος μαθητής, συνιστά σε κάθε χριστιανό που είδε τον αδελφό του «αμαρτάνοντα αμαρτίαν μη προς θάνατον», να παρακαλεί τον Θεό για χάρη του, με την πεποίθηση ότι ο πανάγαθος Κύριος «δώσει αυτώ ζωήν». Τονίζει όμως στη συνέχεια ο άγιος Ιωάννης ότι «έστιν αμαρτίαν προς θάνατον· ου περί εκείνης λέγω ίνα ερωτήση».

Θεωρεί με άλλα λόγια όχι απλώς ανώφελο αλλά και από κάποια άποψη απαγορευμένο, για ανθρώπους που έχουν παρεκκλίνει σε αμαρτίες θανάσιμες και εμμένουν συστηματικά σε αυτές χωρίς να εκδηλώνουν κάποιες ενδείξεις μετάνοιας, να προσευχόμαστε να τους δοθεί άφεση γι’ αυτές.
Αυτά βέβαια λέγονται από τον θείο Ευαγγελιστή για αδελφούς που βρίσκονται στη ζωή, τους οποίους ακόμη δεν πήρε ο θάνατος και για τους οποίους συνεπώς υπάρχει η δυνατότητα να μετανοήσουν και επιστρέφοντας με συντριβή στον Κύριο να συγχωρηθούν από αυτόν. Για μια τέτοια επιστροφή αναμφίβολα επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να ικετεύουμε τον Κύριο και για χάρη αυτών που αμαρτάνουν θανάσιμα. Την άφεση όμως αυτών των αμαρτιών τους δεν επιτρέπει ο άγιος Ιωάννης να ζητούμε στις προσευχές μας γι’ αυτούς.

Άλλωστε το να προσευχόμαστε και υπέρ των ειδωλολατρών ακόμη, παρακαλώντας τον Θεό να τους φωτίσει και να τους οδηγήσει σε επιστροφή, μας το ζητά ρητώς ο απόστολος Παύλος, όταν συνιστά στον Τιμόθεο να κάνουμε «δεήσεις, προσευχάς, εντεύξεις υπέρ πάντων ανθρώπων», ακόμη και υπέρ των τότε ειδωλολατρών «βασιλέων και πάντων των εν υπεροχή όντων», των βασιλιάδων και όλων των αρχόντων, οι οποίοι είχαν στάση δυσμενή και εχθρική απέναντι στο χριστιανισμό. Και το δικαιολογεί αυτό ο θεόπνευστος Απόστολος υπενθυμίζοντας ότι ο Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’ 1-4).
Από τους κεκοιμημένους βέβαια αποκλείεται η δυνατότητα επιστροφής και μετάνοιας. Ό,τι συναποκόμισαν μαζί τους φεύγοντας απ’ αυτή τη ζωή, θα τους ακολουθεί σε όλους τους αιώνες. Γι’ αυτό ακριβώς και η Θεία Ευχαριστία δεν προσφέρεται υπέρ αυτών που πέθαναν ενώ ήταν ειδωλολάτρες· αλλ’ ούτε και υπέρ χριστιανών οι οποίοι πέθαναν αποδεδειγμένα μένοντας προσκολλημένοι στην αμαρτία, και η τελευταία πράξη της ζωής τους, που επισφράγισε ολόκληρο τον βίο τους, υπήρξε ολοφάνερη παράβαση του νόμου του Θεού. Ανέκαθεν δηλαδή η Εκκλησία ούτε κήδευσε με εκκλησιαστικές δεήσεις και τιμές, ούτε τέλεσε μνημόσυνα, ούτε ανέγραψε στα δίπτυχα που διαβάζονται κατά τη Θεία Ευχαριστία, χριστιανούς που αυτοκτόνησαν. Ούτε επίσης αυτούς που πέθαναν σε μονομαχία ή ξιφομαχία ή αυτούς που παρεξέκλιναν σε κάποια αίρεση και ανάθεμα και δεν εκδήλωσαν στις τελευταίες τουλάχιστον στιγμές της ζωής τους κάποια διάθεση για μετάνοια. Παραμένει σ’ αυτό το σημείο πιστή στην αποστολική εντολή: «Έστιν αμαρτία προς θάνατον· ου περί εκείνης λέγω ίνα ερωτήση».
Ποιό συμπέρασμα λοιπόν συνάγεται απ’ όλα αυτά; Ότι η θυσία της Θείας Ευχαριστίας μόνο όταν προσφέρεται για ανθρώπους που δεν αμάρτησαν θανάσιμα, παρέχει την ωφέλεια για την οποία κάνει λόγο ο θείος Κύριλλος. Για ανθρώπους όμως οι οποίοι αμάρτησαν θανάσιμα και πέθαναν χωρίς να μετανοήσουν και επομένως βρίσκονται στην κρίση και καταδίκη του Θεού, γι’ αυτούς ας μην περιμένουμε ποτέ ότι είναι δυνατόν με τη θυσία της Ευχαριστίας να τους μεταθέσουμε από τον Άδη, όπου βρίσκονται, στον Παράδεισο. Παράδεισος και Άδης χωρίζονται μεταξύ τους με χάσμα ανυπέρβλητο. Το βεβαίωσε ο Κύριος ρητώς στη γνωστή παραβολή του όπου παρουσιάζει τον Αβραάμ να λέει στον πλούσιο που βασανιζόταν φοβερά στον Άδη: «Μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσι» (Λουκ. ις’ 26). Ανάμεσά μας υπάρχει μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, αλλά ούτε κι όσοι βρίσκονται εκεί, να μπορούν να περάσουν απέναντι σε μας.

Πραγματικά πάρα πολύ μεγάλη η ωφέλεια

Υπάρχουν αμαρτήματα τα οποία διαπράττουμε από άγνοια ή από συναρπαγή, χωρίς δηλαδή να τα έχουμε προμελετήσει. Και ενώ είμαστε ένοχοι γι’ αυτά, άλλα από αυτά έχουν διαφύγει τελείως την προσοχή μας και ούτε καν έχουμε συνείδηση και καμία ιδέα γι’ αυτά, ενώ άλλα τα ξεχάσαμε εντελώς. Και υπάρχουν ακόμη και άλλα τα οποία αγνοούμε ολοκληρωτικά. Διαπράξαμε δηλαδή κάτι ή συνεργήσαμε άμεσα ή έμμεσα στο να γίνει, χωρίς να ξέρουμε ότι γι’ αυτό είμαστε ένοχοι και θα δώσουμε λόγο. Και οι κατηγορίες αυτών των αμαρτημάτων συναπαρτίζουν όλες μαζί βουνά ολόκληρα, κάτω από τα οποία κινδυνεύουμε να ταφούμε και να εξαφανισθούμε, χωρίς να φανεί ούτε ίχνος από εμάς. Είναι πολλά, πάρα πολλά τα αμαρτήματα αυτά. Κάθε ημέρα, κάθε ώρα της ζωής μας έχει τα δικά της, ώστε αν τα δούμε όλα μαζί, όλης της ζωής, να μην είναι εύκολο να αριθμηθούν. Ένα μόνο είναι το ελαφρυντικό για το πλήθος αυτό των αμαρτιών μας που δεν μπορούμε να το αριθμήσουμε. Το ότι οι αμαρτίες αυτές δεν γίνονται με πλήρη τη συμμετοχή της θελήσεώς μας, η οποία όταν πρόκειται για κάποια σοβαρή παράβαση, αντιστέκεται και αντιδρά. Αυτή η αντίδραση και αντίσταση που αντιτάσσει η θέλησή μας απέναντι στα θανάσιμα αμαρτήματα, αποτελεί απόδειξη ότι στο βάθος μας αποστέργουμε την αμαρτία και θα θέλαμε να ήμασταν ελεύθεροι και απαλλαγμένοι από αυτήν.
Αυτό όμως αποτελεί μόνο ελαφρυντικό, όχι όμως και κάτι που φθάνει και είναι αρκετό για να εξαλείψει την ενοχή μας. Είναι θετικό στοιχείο βέβαια για μας και ελκύει την επιείκεια και το έλεος του Θεού. Αλλά αν ο δίκαιος Θεός μας έκρινε σύμφωνα με το νόμο του, ποιος θα μπορούσε να σταθεί όρθιος ενώπιόν του; Αν εκδήλωνε γι’ αυτά τα αμαρτήματα αποστροφή και μίσος, ποιος δεν θα αποστελλόταν από αυτόν στον κατασκότεινο πυθμένα της αβύσσου; Ποιος; Διότι, αδελφέ μου, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει στη ράχη του βαρύ, βαρύτατο φορτίο τέτοιων αμαρτημάτων. Και αυτοί ακόμη που αναγεννήθηκαν και ανακαινίσθηκαν πλήρως από τον Χριστό μέχρι το σημείο να καταλήξουν σε σχετική αναμαρτησία, πέρασαν στην πρώτη περίοδο της ζωής τους από τον δρόμο αυτό των ατελειών και των μη θανάσιμων αμαρτημάτων. Και τώρα, στην κατάσταση αυτή της τελειότητας που τους ανύψωσε η θεία χάρις, θυμούνται τις ατέλειες του παρελθόντος. Και γι’ αυτό ακριβώς και τους ακούμε να παραπονούνται και να ταλανίζουν τους εαυτούς τους· και ένας που αναμφισβήτητα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή μεταξύ αυτών, ο απόστολος Παύλος δηλαδή, να φρονεί για τον εαυτό του ότι είναι ο «πρώτος των αμαρτωλών» (Α’ Τιμ. α’ 15).
Και αυτοί μεν που έφθασαν στην κατά το δυνατόν τέλεια αναγέννηση, αυτοί με την ταπείνωση και τη μετάνοιά τους προσείλκυσαν άφθονο το έλεος του Θεού ήδη από την παρούσα ζωή. Και φεύγουν απ’ αυτήν χωρίς να φέρουν μαζί τους καμιά κληρονομιά από τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας. Εμείς όμως; Τα τόσα πλήθη ακόμη των χριστιανών που πεθαίνουν κάθε μέρα; Πόσοι από αυτούς είναι ολοκληρωτικά αναγεννημένοι; Και για πόσους θα μπορούσε να παρασχεθεί η βεβαίωση ότι από τον όγκο αυτό των αμαρτημάτων που έγιναν από άγνοια και συναρπαγή και από το πλήθος των λησμονημένων αμαρτημάτων πέτυχαν να καθαρισθούν και να εξαγνισθούν ήδη απ’ αυτή τη ζωή και πριν να πεθάνουν;
Μεγάλο πλήθος από αυτούς, αγαπητέ μου αναγνώστη, μετενόησε βέβαια και επικαλέσθηκε με πίστη το έλεος του Θεού, δεν πρόφθασε όμως να παραγάγει «καρπούς αξίους της μετανοίας». Δεν πρόφθασε να αποβάλει τελείως τον παλαιό άνθρωπο. Όχι· δεν είναι κατόρθωμα της μιας στιγμής η νέκρωση και η αποβολή του ανθρώπου αυτού, που είναι ζυμωμένος με ολόκληρη την ύπαρξή μας, από τη σύλληψη ακόμη και τη γέννησή μας. Είναι έργο μεγάλο, που απαιτεί αγώνες και προσπάθειες συνεχείς και μακρές· και η μετάνοια αποτελεί μόνο τα πρώτα βήματα και τις πρώτες απόπειρες για την έναρξη του έργου αυτού, στο οποίο η θεία χάρις μας ενδυναμώνει και μας ενισχύει.
Ποιο λοιπόν συμπέρασμα συνάγεται από όλα αυτά; Ότι όλοι μας έχουμε ανάγκη του θείου ελέους και της θείας επιείκειας. Και όσο ετοιμασμένος κι αν φεύγει κανείς από τον κόσμο αυτό, δεν μπορεί να πει ότι δεν χρειάζεται την κάθαρση την οποία παρέχει η θυσία της Ευχαριστίας όταν προσφέρεται υπέρ αυτού. Λοιπόν αυτό ακριβώς είχε υπ’ όψιν του ο θεοφώτιστος Κύριλλος, όταν βεβαίωνε ότι πιστεύουμε «μεγίστην όνησιν έσεσθαι ταις ψυχαίς», ότι δηλαδή πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια θα έλθει στις ψυχές υπέρ των οποίων προσφέρεται η δέηση «της αγίας και φρικωδεστάτης προκείμενης θυσίας».

Ωφέλεια για αμαρτίες μη θανάσιμες

Μόνο λοιπόν σε ανθρώπους που δεν αμάρτησαν θανάσιμα εξασφαλίζει η θυσία της Ευχαριστίας πάρα πολύ μεγάλη ωφέλεια. Από τον Άδη στον Παράδεισο, όπως ήδη είπαμε, δεν μετατίθενται ψυχές που βαρύνονται με αμαρτήματα θανάσιμα, ούτε επιτρέπεται γι’ αυτές να προσφέρεται η άμωμη, η αγνή και άχραντη θυσία του Κυρίου που σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας. Ποιες όμως είναι για τον καθένα μας θανάσιμες αμαρτίες, μόνο ο Θεός το γνωρίζει επακριβώς. Διότι μόνο αυτός εξετάζει και διερευνά τα βάθη των ανθρώπινων καρδιών, τα οποία είναι άγνωστα και καλυμμένα για μας.
Υπάρχουν βέβαια κάποιες ολοφάνερες και χονδροειδείς παραβάσεις του θείου νόμου για τις οποίες εξανίσταται η συνείδηση κάθε μη πωρωμένου ανθρώπου και των οποίων το βάρος δεν δυσκολεύεται να αντιληφθεί και ο πλέον αδαής. Από την άλλη πλευρά πάλι, είναι εξίσου βέβαιο ότι εξαρτάται και από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέσθηκε μια παράβαση, αν θα αποβεί ανεπανόρθωτα θανάσιμη γι’ αυτόν που υπέπεσε σ’ αυτήν.
Δεν βεβαίωσε ο Κύριος σαφώς ότι σε όποιον «εδόθη πολύ, πολύ ζητηθήσεται παρ’ αυτού»; Και δεν πρόσθεσε, για να το κάνει ζωηρότερο και παραστατικότερο, ότι ο δούλος «ο μη γνους το θέλημα του κυρίου εαυτού, ποιήσας δε άξια πληγών, δαρήσεται ολίγας»; (Λουκ. ιβ’ 48). Ότι δηλαδή ο δούλος που δεν γνώρισε το θέλημα του κυρίου του, αλλά οι πράξεις του είναι άξιες τιμωρίας, θα δεχθεί λίγες μαστιγώσεις; Εξαρτάται επομένως και από τη γνώση την οποία ο καθένας μας έλαβε, σύμφωνα με τις ευνοϊκές περιστάσεις τις οποίες για τον φωτισμό και την πνευματική του καλλιέργεια έφερε σ’ αυτόν ο Θεός. Εξαρτάται και από τις ευμενείς συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε και ανατράφηκε και εκπαιδεύτηκε ο καθένας μας. Εξαρτάται και από τον βαθμό της χάριτος ο οποίος του δόθηκε, και από τις θείες δωρεές τις οποίες γεύθηκε και από την πρόοδο στη χριστιανική ζωή την οποία τον αξίωσε η χάρις να πραγματοποιήσει και από την οποία ξέπεσε.
Με άλλα λόγια αλλιώς θα κριθεί ένας χριστιανός και διαφορετικά θα κριθεί ένας άγριος που δεν γνώρισε Χριστό ούτε διδάχθηκε ποτέ την αλήθεια την οποία ο Θεός αποκάλυψε σε μας. Και η ίδια παράβαση και αμαρτία η οποία για τον χριστιανό είναι θανάσιμη, για τον βάρβαρο ενδέχεται να κριθεί από τον Θεό συγγνωστή και άξια συγχωρήσεως. Σύμφωνα με τον ίδιο κανόνα, και ο Φαρισαίος που δεν είχε υποπέσει σε κάποια παράβαση του μωσαϊκού νόμου, κατακρίνεται, ενώ ο τελώνης που ήταν δακτυλοδεικτούμενος από αυτόν και τους ομοίους του ως ένοχος, δικαιώνεται.

Και ο Δημάς, που σε μια περίοδο της ζωής του αξιώθηκε να είναι συνεργάτης του αποστόλου Παύλου, ξεπέφτει και κατακρίνεται μόνο και μόνο διότι σε ημέρες διωγμού δείλιασε και εγκατέλειψε τον Απόστολο για να μην κινδυνεύσει και η δική του ζωή. Και όπως διακηρύττει θεόπνευστα η προς Εβραίους επιστολή, εκείνους οι οποίοι προόδευσαν σε κάποιο βαθμό στην πνευματική ζωή και γεύθηκαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και φωτίσθηκαν από το κήρυγμα του θείου λόγου, είναι αδύνατον να τους επαναφέρει κανείς σε μετάνοια, αν παρεκτραπούν σε κάποια σοβαρή αμαρτία. Διότι αυτοί με την παρεκτροπή τους αυτή ξανασταυρώνουν και περιφρονούν τον Ιησού Χριστό, ο οποίος έχει μορφωθεί στό εσωτερικό τους από τη θεία χάρη· ήδη μάλιστα με την παρεκτροπή τους αυτή τον αποδιώχνουν από τις καρδιές τους και τον διαπομπεύουν. (Εβρ. ς’ 4-6).
Τι σημαίνουν όλα αυτά, αγαπητέ μου αναγνώστη; Ότι εκτός από ορισμένες σαφείς και ευδιάκριτες περιπτώσεις, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το ποιοι από τους αδελφούς μας που απέρχονται από τον κόσμο αυτό συναποκομίζουν μαζί τους αμαρτίες που έχουν ως συνέπεια τον πνευματικό θάνατο και ποιοι φέρουν το σχετικά ελαφρό φορτίο των οπωσδήποτε συγγνωστών και μη θανάσιμων αμαρτημάτων. Ποια στάση θα έπρεπε να λάβει λοιπόν η Εκκλησία που τελεί και αναφέρει τη θυσία της Θείας Ευχαριστίας; Ποια στάση θα έπρεπε να λάβει προκειμένου να δεηθεί για προκεκοιμημένα μέλη της για τα οποία δεν είναι μεν απόλυτα βέβαιη ότι έφυγαν από τον κόσμο αυτό με συντριβή και με συναισθήματα ειλικρινούς μετανοίας, δεν έχει όμως και ενδείξεις ότι με κάποια παράβαση θανάσιμη αποξένωσαν τους εαυτούς τους πλήρως από το θείο έλεος; Τη στάση της επιείκειας και της ελπίδας.

Προσφέρει λοιπόν και γι’ αυτούς τη θυσία της Ευχαριστίας, αρκούμενη στο ότι πέθαναν «εν πίστει» προς τον Χριστό και δεν απαρνήθηκαν το όνομα του χριστιανού που τους δόθηκε, το όνομα του μαθητή που εξάρτησε τη σωτηρία του από τον μεγάλο Θεό και Σωτήρα, τον Κύριο Ιησού. Παρακαλεί η Εκκλησία και δέεται και ικετεύει και υπέρ αυτών, προσφέροντας την ατίμητη θυσία της Θείας Ευχαριστίας, που έχει άπειρη ισχύ, «υπέρ πάντων των εν πίστει κεκοιμημένων». Και ρίχνοντας τους πάντες στους οικτιρμούς, στην ευσπλαχνία και στο έλεος του Θεού, αφήνει στην άπειρη φιλανθρωπία του να ενεργήσει για τον διαχωρισμό που από τη δικαιοσύνη και αγιότητά του επιβάλλεται να γίνει. Με αυτό το πνεύμα και με αυτή την ελπίδα δέχεται η Εκκλησία προσφορές και επιτελεί τη θυσία της Θείας Ευχαριστίας «υπέρ πάντων των εν πίστει αποθανόντων». Με αυτό λοιπόν το πνεύμα· και ποτέ με το πλανεμένο φρόνημα ότι με τις προσφορές και τις Λειτουργίες αυτές επιτυγχάνεται μετάθεση ψυχών που βαρύνονται με θανάσιμα αμαρτήματα, από τον Άδη στους κόλπους του Αβραάμ.

(Παναγιώτου Τρεμπέλα, Από την Ορθόδοξη Λατρεία μας, εκδ. ο Σωτήρ, 2016, σελ. 368-378)

Η μελέτη της Γραφής. 
«Επί πολύν καιρόν εζάλιζα τον εαυτόν μου — λέγει ένας γέρων — διά μερικά δυσνόητα μέρη της Αγίας Γραφής.

Ήτο αδύνατον να τα καταλάβω, ή να έχω ικανοποιητικήν ερμηνείαν από άλλους πιο εντριβείς εις τας Γραφάς. Τέλος, είπα, θα κάνω εις την μελέτην της Γραφής, ό,τι κάνω και όταν τρώγω ψάρι. Όταν συναντώ κάτι τι, που δεν το εννοώ, το αφίνω κατά μέρος και λέγω αυτό είναι «κόκκαλο». Γιατί να πνιγώ με το κόκκαλο, ενώ λέγω ίσως τα καταφέρω να βγάλω και από το κόκκαλο τροφήν.

Μεγάλος είναι ο Θεός! Και προσεύχομαι πάντα, να μου ανοίγη ο Θεός τα μάτια, να βλέπω τα θαυμάσιά Του, εν τω λόγω της αληθείας Του, τη Αγία Γραφή.
Δεν βιάζομαι και δεν εκβιάζω ερμηνείας. Ένα πράγμα που δεν εννοούσα άλλοτε, με εφώτισε ο Θεός και το κατάλαβα σήμερον. Όλα θέλουν καιρόν και υπομονήν. Η υπομονή είναι σοφία, και αποβαίνει πάντοτε, συν Θεώ σωτηρία».
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο826)

Απόδειξις αξιοπιστίας
Ο βασιλεύς της Γαλλίας Ερρίκος Δ' (1553-1610) είχε ονομάσει τον συγγραφέα Πιέρ Ματιέ επίσημο ιστοριογράφο του. Μια μέρα, ενώ ο Ματιέ του διάβαζε μερικές σελίδες της ιστορίας του, που αναφέρονταν και κάποια από τα ελαττώματά του, ο Ερρίκος του είπε:
-Μα γιατί αποκαλύπτεις και τις αδυναμίες μου;
Αλλά πριν ο ιστοριογράφος προλάβη να αποκριθή, ο βασιλεύς σκέφθηκε λιγάκι και συνέχισε:
-Όχι. Δίκιο έχεις. Αν αποσιωπούσες τα ελαττώματά μου, δεν θα γινόσουν πιστευτός ούτε και στις αρετές μου. Γράφε τα, λοιπόν κι αυτά.
Αναγνώστα, τέτοιου είδους ιστοριογραφία είναι και τα Ευαγγέλια, στα οποία οι Απόστολοι σημειώνουν και τα δικά τους ελαττώματα. Κι αυτό είναι μια επί πλέον απόδειξις πως οι Απόστολοι έγραψαν την αλήθεια.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο474)

Μη το ξεχνάς…. 
Ο εφοπλιστής Σταύρος Λιβανός, που πέθανε τελευταία, επήγαινε συχνά στην πατρίδα του, την Χίο. Σε μία τελευταία επίσκεψί του συνάντησε τον Σάντο- ένα φτωχό λαϊκό ποιητή και φιλόσοφο - και τον κάλεσε να τον κεράση ένα ούζο. Ο Σάντος ήπιε το ούζο και του ευχήθηκε υγεία και ευτυχία. Τότε ο Λιβανός του έδωσε και μια λίρα. Και ο Σάντος πήρε θάρρος και είπε:
Η θάλασσα κι ο ουρανός
έχουν το ίδιο χρώμα,
ο Σάντος και ο Λιβανός
θα μπουν στο ίδιο χώμα.
Και ο Λιβανός έμεινε σκεπτικός… (Εβρ. θ’ 27)
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο807)

Το τέρμα των εγκοσμίων

Κάποτε ο Μέγας Αλέξανδρος είδε τον φιλόσοφο Διογένη ν’ ασχολήται στο ν’ ανακατώνη ένα σωρό ανθρώπινα κρανία.
-Τι κάνεις αυτού; ερώτησε ο βασιλεύς.
-Αναζητώ το κρανίο του πατέρα σου, του βασιλέως Φιλίππου –είπε ο Διογένης – αλλά μου είναι αδύνατον να το αναγνωρίσω…
Αλήθεια! Πλούσιοι και φτωχοί στο ίδιο επίγειο τέρμα θα καταλήξουμε. Το ουράνιο τέρμα έχει για τον χριστιανό σημασία.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο768)

Α)   (Χαστούπη Αθανασίου,Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη). 
IV. Γένεση της Πεντατεύχου
Οποιαδήποτε κι αν είναι η λύση του φιλολογικού προβλήματος της Πεντατεύχου, στην οποία θα καταλήξει κάποιος στο μέλλον, δεν θα θεωρήσει μάταιο το υπέρογκο έργο της κριτικής που επιτεύχθηκε τα τελευταία 200 περίπου χρόνια. Από την αρχή μέχρι το τέλος της Πεντατεύχου συναντά κανείς διπλές διηγήσεις, επαναλήψεις και ασυμφωνίες.

Η Γένεσις αρχίζει με δύο διηγήσεις, από τις οποίες η δεύτερη ακολουθεί αμέσως την πρώτη, περί δημιουργίας (Γεν. 1,1- 2,4α και 2,4β-3,24). Υπάρχουν δύο γενεαλογίες του Κάιν-Κενάν (Γεν. 4,17 κ.εξ. και 5,12-17) και δύο διηγήσεις περί κατακλυσμού (Γεν. 6-8). Στη μία από αυτές ο κατακλυσμός οφείλεται σε διαφορετικούς παράγοντες και έχει διαφορετική διάρκεια˙ στην άλλη ο Νώε εισάγει στην Κιβωτό διαφορετικό αριθμό ζώων. Δύο φορές ο Αβραάμ εκθέτει σε κίνδυνο την τιμή της Σάρρας, αφού τη συστήνει ως αδελφή του (Γεν. 12,13 κ.εξ. και 20,1 κ.εξ.). Η ίδια περιπέτεια σε άλλο σημείο αφορά στον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα (Γεν. 26,7 κ.εξ.). Υπάρχουν δύο διηγήσεις περί απαγωγής του Ιωσήφ: η πρώτη από τους μαδιανίτες και ακολούθως η επέμβαση του Ρουβήν και η δεύτερη από τους ισμαηλίτες και κατόπιν η επέμβαση του Ιούδα (Γεν. 37,18-35).
Διπλά, επίσης, εκτίθενται οι πρώτες εμφανίσεις του Ιωσήφ στην Αίγυπτο: δίπλα στον Πετεφρή, ο οποίος του εμπιστεύεται τους φυλακισμένους˙ δίπλα σε κάποιον ανώνυμο, ο οποίος τον φυλακίζει (Γεν. 39). Διπλά περιγράφεται και το δεύτερο ταξίδι των γιων του Ιακώβ στην Αίγυπτο: πρώτα ο Ρουβήν και έπειτα ο Ιούδας εγγυάται υπέρ του Βενιαμίν (Γεν. 42,37 και 43,9). Ο πεθερός του Μωυσή ονομάζεται άλλοτε Ραγουήλ (Εξ. 2,18. Αριθμ. 10,29) και άλλοτε Γιθρώ (Εξ. 3,1.18,1).

Υπάρχουν δύο κλήσεις του Μωυσή (Εξ. 3 και 6) με δύο αποκαλύψεις του ονόματος του Γιαχβέ, το οποίο βέβαια το επικαλούνταν πριν από την κατακλυσμιαία εποχή (Γεν. 4,26). Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές περιγραφές των πληγών της Αιγύπτου (Εξ. 6-12). Δύο φορές εκτίθεται το ζήτημα για τα ύδατα της Μεριβά, όπου οι ισραηλίτες προκάλεσαν τον Γιαχβέ (Εξ. 17,7 και Αριθμ. 20,13). Παραλείπουμε, βέβαια, και πολλά άλλα παραδείγματα όμοια με τα παραπάνω.
Θα μπορούσε κάποιος να πει, όπως άλλωστε έχει αναφερθεί, ότι δεν είναι πρωτάκουστο πως το ίδιο γεγονός μπορεί να εκτίθεται δύο φορές, διότι οι προφορικές διηγήσεις αρέσκονται στις επαναλήψεις καθώς και η πρωτόγονη νοοτροπία δεν είχε τις δικές μας λογικές ανάγκες. Αλλά οι εξηγήσεις αυτές είναι ασφαλώς ανεπαρκείς, διότι στα κείμενα αυτά, όπου καταγράφονται διπλές διηγήσεις, ως προς την ουσία της διηγήσεως, διαφέρουν κατά το ύφος, το λεξιλόγιο, τον τρόπο κατά τον οποίο εμφανίζουν τον Θεό και τις σχέσεις Του προς τον άνθρωπο. Αναμφίβολα είναι εξόχως μηχανικός ο τρόπος της εμφάνισης της Πεντάτευχου ως συμπιλήματος «κειμένων», τα οποία θα μπορούσε κάποιος να διαμελίσει, να ανακατατάξει και να επαυξήσει με αναθεωρήσεις. Είναι, όμως, ως εκ τούτου φανερό σε ποιες δυσκολίες θα κατέληγε κάποια υπόθεση περί πηγών, η οποία νοείται με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, εκ των πραγμάτων αναγκάζεται κάποιος να δεχθεί τη γνώμη ότι στην Πεντάτευχο συνυπάρχουν πολλές παραδόσεις ή κύκλοι παραδόσεων.
Τα κείμενα διακρίνονται σε ομάδες εξαιτίας της συγγένειας της γλώσσας, του ύφους και των ιδεών. Μέσω των σταθερών αυτών γνωρισμάτων καθορίζονται παράλληλες γραμμές, τις οποίες μπορεί να παρακολουθήσει όποιος εξετάζει το υλικό της Πεντατεύχου. Αυτή η διάκριση σε ομάδες δεν διαφέρει και πολύ από τη φιλολογική κριτική που προτείνεται, διότι χρησιμοποιεί τα ίδια κριτήρια. Είναι, όμως, περισσότερο ελαστική και δεν ισχυρίζεται ότι πετυχαίνει την ανασυγκρότηση των διερευνόμενων πηγών μέχρι την κατανομή όλων των στίχων ή ακόμη και των ημιστιχίων της Πεντατεύχου.

Κατά την θεωρία αυτή περί παραδόσεων είναι φυσικό κάποιος να αντιλαμβάνεται τις κύριες πηγές (J, Ε, D, Ρ) ως βασικές παραδόσεις και, συνεπώς, να ομιλεί περί γιαχβικής, ελωχειμικής και ιερατικής παράδοσης στα τέσσερα πρώτα βιβλία της Πεντατεύχου. Στο Δευτερονόμιο, όμως, προϋποτίθεται ιδιαίτερη παράδοση, η οποία ονομάζεται δευτερονομιστική (αφού έχει καταγραφεί από δευτερονομιστή ή από δευτερονομιστές), και επομένως εγείρεται σ’ αυτό ιδιαίτερο πρόβλημα. Ας δούμε στη συνέχεια καθεμιά από τις πηγές ή τις παραδόσεις τους….

V. Μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου
Ο κατά προσέγγιση καθορισμός του χρόνου και του τόπου της προέλευσης των παραδόσεων για τις οποίες έγινε λόγος δεν σημαίνει και προσέγγιση στην πρωταρχική γένεσή τους, διότι είναι γεγονός αναμφισβήτητο το ότι, παρά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα καθεμιάς, οι διαφορετικές αυτές παραδόσεις έχουν αισθητή ομοιότητα και αναμφίβολη συγγένεια. Οι γιαχβικές και οι ελωχειμικές διηγήσεις δεν μπορούν πάντοτε να προχωρήσουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις γι’ αυτό και συνήθως προχωρούν παράλληλα η μία προς την άλλη και ουσιαστικά εκθέτουν την ίδια ιστορία˙ άρα, οι δύο παραδόσεις αυτές έχουν κοινή αρχή.

Εξάλλου, προϋποθέτουν πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, όπως και γεωγραφική και ιστορική κονίστρα, που δεν αντιστοιχούν στην εποχή κατά την οποία -όπως υποτίθεται- θεσπίστηκαν, αλλά στην εποχή κατά την οποία συνέβησαν όσα αυτές εκθέτουν και υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν η αρχαιολογία και τα ανατολικά κείμενα. Επομένως, η κοινή αρχή τους ανάγεται στην εποχή, κατά την οποία διαμορφώθηκε ο λαός του Ισραήλ.
Οι ίδιες παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν -με κάποιες παραλλαγές- για τα νομοθετικά τμήματα. Αναμφίβολα ο κώδικας της διαθήκης, το Δευτερονόμιο και το Λευιτικό παρουσιάζουν διαφορές στο πνεύμα και στη διατύπωση, οι οποίες εξηγούνται απ’ το διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον, την αλλαγή των συνθηκών και των ιδεών, αλλά βρίσκει κάποιος εκεί τις ίδιες αρχές περί δικαίου, τα παραγγέλματα της ίδιας θρησκείας, τους κανόνες της ίδιας λατρείας. Πρόκειται για το αστικό και θρησκευτικό δίκαιο του ισραηλιτικού λαού. Το δίκαιο αυτό έχει εξελιχθεί παράλληλα με την κοινότητα, την οποία ρυθμίζει, αλλά η αρχή του συνδέεται άρρηκτα με την αρχή του λαού.

Έχει ως επί το πλείστον διασώσει στοιχεία παλαιά˙ ο ιερατικός κώδικας μπορεί να τοποθετηθεί μετά την αιχμαλωσία, αλλά ο νόμος της αγιοσύνης στο Λευιτ. 17-25 ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας, οι απαγορευτικές διατάξεις περί τροφών στο Λευιτ. 11 (όπως και αυτές στο Δευτ. 14) και οι διατάξεις περί καθαρότητος στο Λευιτ. 15 έχουν παραδοθεί από παλαιότατη εποχή˙ το τυπικό των εορτών και των θυσιών όλης της Πεντατεύχου στηρίζεται ουσιαστικά στο τυπικό του πρωταρχικού γιαχβισμού και συνεχίζει έτσι ακριβώς προγενέστερες συνήθειες. Ως προς το αστικό δίκαιο, αυτό όπως διασώζεται στον κώδικα της διαθήκης (Εξ. 21-23) έχει καταπληκτική ομοιότητα με τους νόμους της Βαβυλώνας και της Ασσυρίας, απ’ τους οποίους οι μεν βαβυλωνιακοί εκδόθηκαν πολύ πριν την έξοδο των Ισραηλιτών, οι δε ασσυριακοί λίγο μετά απ’ αυτή.
Έτσι η βάση της Πεντατεύχου, η ουσία των παραδόσεων που ενσωματώθηκαν σ’ αυτή και ο πυρήνας της νομοθεσίας ανέρχονται σε χρόνους κατά τους οποίους ο Ισραήλ αποτέλεσε λαό. Στην εποχή αυτή δεσπόζουσα μορφή ήταν βεβαίως ο Μωυσής, ο οποίος υπήρξε ο διοργανωτής, θρησκευτικός εμπνευστής και πρώτος νομοθέτης του λαού. Οι παλαιές παραδόσεις, οι οποίες αναφέρονται σε αυτόν και στα γεγονότα που σχετίζονται με τον ίδιο, απέβη σαν εθνική εποποιία. Η μωσαϊκή θρησκεία άφησε διαπαντός την σφραγίδα της στην πίστη και την λατρεία του λαού και ο μωσαϊκός νόμος παρέμεινε ρυθμιστής του γενικότερου βίου του. Οι προσαρμογές που επέβαλλε η αλλαγή συνθηκών με την πάροδο του χρόνου έγιναν σύμφωνα με το πνεύμα του μεγάλου νομοθέτη και διασφαλίστηκαν μέσω της αυθεντίας του.
Την ιστορικότητα του γεγονότος αυτού εκφράζει η παράδοση μέσω της σύνδεσης της Πεντατεύχου με το όνομα του Μωυσή. Την σύνδεση αυτή διατηρεί η Πεντάτευχος πολύ σταθερά. Εντούτοις, μέχρι την ιουδαϊκή περίοδο είναι πολύ λιγότερο κατηγορηματική ως προς την απόδοση της έκδοσης των βιβλίων στον Μωυσή. Όταν αναφέρει ότι «ο Μωυσής έγραψεν», εκφράζεται γενικόλογα. Ουδέποτε αναφέρεται μέσω της φράσης αυτής στη συλλογή της Πεντατεύχου. Όσες φορές, όμως, η ίδια η Πεντάτευχος χρησιμοποιεί -και αυτό σπάνια- τη φράση αυτή, εννοεί συγκεκριμένο τεμάχιο˙ έτσι το Εξ, 24,4 (πρβλ. στ. 7) εννοεί τον ελωχειμικό κώδικα (Εξ. 21-23) της διαθήκης˙όπως πάλι το Εξ. 34,27 αναφέρεται στον γιαχβικό κώδικα της διαθήκης στο Εξ. 34,10-26. Η ένδειξη στο Εξ. 17,24 αφορά στη διήγηση για τη νίκη κατά των αμαληκιτών, απαντά στους στ. 8-13, και το Αριθμ. 33,2 εισάγει την πορεία στην Αίγυπτο, η οποία εμπεριέχεται στη συνέχεια του κεφαλαίου.
Βέβαια, δεν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει τις μαρτυρίες αυτές που συνηγορούν υπέρ ορισμένης συγγραφικής δράσης του Μωυσή ή των συνεργατών του. Κατά την εποχή του -για να μην αναφέρουμε κάτι για την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία-, υπήρχε στην Χαναάν συγγραφική παραγωγή, την οποία έχουν αποκαλύψει σ’ εμάς τα ουγαριτικά κείμενα και η οποία μεταδιδόταν με διάφορα συστήματα γραφής. Είναι, λοιπόν, ευλογοφανές ότι κάποιες από τις διηγήσεις και κάποιοι από τους νόμους έχουν καταγραφεί αρκετά νωρίς.

Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να καθορίσουμε την έκταση αυτής της πρώτης καταγραφής. Αντιθέτως, μας ενδιαφέρει περισσότερο να διαπιστώσουμε την πρωταρχική μωσαϊκή προέλευση των παραδόσεων που αποτελούν την Πεντάτευχο. Αυτές παρέμειναν ζωντανές, φέρουν την σφραγίδα της επίδρασης του εκάστοτε περιβάλλοντος -όπου διασώθηκαν εξελισσόμενες- και των εκάστοτε νέων συνθηκών, στις οποίες έπρεπε κάποιος αναπόφευκτα να ανταποκριθεί. Αυτές οι παραδόσεις απέβησαν αναπόσπαστες του βίου και του λαού και, επειδή ήταν ζωντανές, διατήρησαν τον ουσιαστικό χαρακτήρα της μωσαϊκής τους προέλευσης.

(Χαστούπη Αθανασίου,Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Έννοια,Αθήνα 2017, σελ.55-57 και 71-73)

Β)   (Παπαδοπούλου Νικολάου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ.  Έννοια, Αθηνα 2008, σελ. 74)

Συγγραφεύς και χρόνος συγγραφής

Παρά την έλλειψιν αμέσου εσωτερικής μαρτυρίας σχετικής προς τον συγγραφέα, τόσον η Ιουδαϊκή όσον και η χριστιανική παράδοσις αποδίδουν την συγγραφήν της Πεντατεύχου εις τον Μωυσήν.

Ούτος κατά την συγγραφήν του βιβλίου εχρησιμοποίησε δια μεν τα προ αυτού γεγονότα προφορικάς και γραπτάς παραδόσεις, παραθέτων αυτάς είτε αυτουσίως, είτε επεξειργασμένας, δια δε τα κατ' αυτόν, εις τα οποία αυτός πρωταγωνιστεί, την προσωπικήν πείραν.

Δεχόμενος τις την εκ του καλάμου του Μωυσέως προέλευσιν της Πεντατεύχου δεν αποκλείει την εκ των υστέρων εμφιλοχώρησιν επουσιωδών προσθηκών και ενίων μεταβολών.

Κατά πάσαν πιθανότητα ο Μωυσής επί τη βάσει των προ αυτού προφορικών και γραπτών πηγών και των εν είδει απομνημονευμάτων καταγεγραμμένων προσωπικών αυτού εντυπώσεων, συνέθεσε το βιβλίον περί το τέλος του βίου του, των περί θανάτου και ταφής αυτού διηγήσεων προερχομένων εκ μεταγενεστέρας χειρός.

(Καλαντζάκη Σταύρου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη). ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΤΕΥΧΟΥ

1. Η παράδοση της συγγραφής της από το Μωυσή
Η αρχαία ιουδαϊκή παράδοση με κυρίους εκπροσώπους της τους μεγάλους ιουδαίους ιστορικούς Φίλωνα και Ιώσηπο αποδίδει τη συγγραφή της Πεντατεύχου στο Μωυσή. Το Ταλμούδ είναι σαφές επ' αυτού, όταν αναφέρει ότι «ο νόμος αποτελεί ενιαίο έργο αποκεκαλυμμένο από το Θεό και γραμμένο καθ’ ολοκληρίαν από το Μωυσή εκτός από τους οκτώ τελευταίους στίχους του» (Baba Bathra 14b).

Με την ιουδαϊκή συμφωνεί απόλυτα και η αρχαία χριστιανική παράδοση, όπως προκύπτει από τις σχετικές αναφορές της Κ. Διαθήκης. Ο Χριστός εκφράζει ακράδαντη πίστη στη μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου, όπως φανερώνουν οι λόγοι του˙ «ει γαρ επιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν εμοί˙ περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν. Ει δε τοις εκείνου γράμμασιν ου πιστεύετε, πώς τοις εμοίς ρήμασιν πιστεύσετε;» (Ιω. 5, 46-47). Το αυτό ισχύει ομοίως με τις χαρακτηριστικές αναφορές του˙ «αρξάμενος από Μωυσέως και από πάντων των προφητών διηρμήνευσεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τα περί εαυτού» (Λουκ. 24,27) και «ου Μωυσής έδωκεν υμίν τον νόμον;» (Ιω. 7,19), καθώς και άλλες παρεμφερείς (Ματθ. 8,4. 19,8. Μάρκ. 1,44. 7,10. 10,5. 12,26. Λουκ. 5,14. 16,31. 20,37. 24,44. Ιω. 7,23).

Η ίδια πεποίθηση διακατέχει επίσης και τους αποστόλους του (Ιω. 1,45. Πράξ. 3,22. 13,39. 15,5-21. 26,22. 28,23. Ρωμ. 10,5. 19,1. Α' Κορ. 9,9. Β’ Κορ. 3,15. Αποκ. 15,3). Περαιτέρω στην Κ. Διαθήκη η Πεντάτευχος ονομάζεται νόμος, όπως υποδηλώνουν οι παρακάτω εκφράσεις της, όπου «Μωυσής» και «νόμος» είναι όροι ισοδύναμοι: «βίβλος Μωυσέως» (Μάρκ. 12,26), «το βιβλίον του νόμου» (Γαλ. 3,10), «ο νόμος» (Ματθ. 12,5. Λουκ. 16,16. Ιω. 7,19), «ο νόμος Μωυσέως» (Λουκ. 2,22. Ιω. 7,23), «ο νόμος τον Κυρίου» (Λουκ. 2,23∙ 24).
Η παραδοσιακή αυτή θέση ως προς τη μωσαϊκή προέλευση της Πεντατεύχου στηρίζεται σε μαρτυρίες τόσο του ιδίου του κειμένου της όσο και άλλων βιβλίων της Π. Διαθήκης. Οι μαρτυρίες χωρίων από τα πεντατευχικά βιβλία έχουν ιδιαίτερη αξία, γιατί δείχνουν ότι σπουδαία αποσπάσματά τους είναι γραμμένα από το Μωυσή. Αυτός προβαίνει κατ’ εντολή του Θεού ή με πρωτοβουλία του στην καταγραφή σε βιβλίο διαφόρων διατάξεων (Εξ. 24,4-8. 34,27. Δευτ. 31,9∙ 24εξ.) και γεγονότων (Εξ. 17,14. ΑριΘμ. 33,1-2. Δευτ. 31,22), που αφορούν στο λαό του οποίου ηγείται. Από τα υπόλοιπα βιβλία της Π. Διαθήκης, όσα χρησιμοποιούν εκφράσεις, όπως «βιβλίον Μωυσέως», «βιβλίον νόμου Μωυσέως» ή απλώς «νόμος» και «βιβλίον νόμου του Θεού (Κυρίου)» υπαινίσσονται σαφώς την Πεντάτευχο. Πρόκειται για τα «Ιστορικά» βιβλία του Ιησού του Ναυή (1,7-8. 9,2. 11,15. 22,9. 23,6. 24,25-26), των Κριτών (3,4), των Βασιλειών Γ' (2,3) και Δ' (14,6. 22,8), των Παραλειπομένων Α' (16,40) και Β' (17,9. 31,3), του Β' Έσδρα (3,2. 6,18), του Νεεμία (8,1. 23,1) και του Τωβίτ (6,13. 7,13).

Τα «Ποιητικά» βιβλία, πλην της Σοφίας Σειράχ (24,23), και τα «Προφητικά», πλην του Δανιήλ (9,11-13) και του Μαλαχία (3,24), δεν αναφέρονται ονομαστικά στο Μωυσή αλλά στο νόμο του, στον οποίο αναγνωρίζουν ασφαλώς την αυθεντία του νόμου του Θεού, που καταγράφει στην Πεντάτευχο κατ’ εντολή του˙ «είπε δε Κύριος προς Μωυσήν˙ κατάγραψον τούτο εις μνημόσυνον εν βιβλίω» (Ιησ. Ν. 17,14).
Οι εν λόγω εκφράσεις χαρακτηρίζουν την Πεντάτευχο κατά τον πλέον σαφή τρόπο. Διότι δίδουν έμφαση στη νομοθεσία της («νόμος»), βεβαιώνουν για το μόνιμο σχήμα της («βιβλίον») και υποδεικνύουν τον ανθρώπινο συγγραφέα της («Μωυσής») και δι’ αυτού το θείο («Θεός/Κύριος»).
Συνεπώς, η αρχαία θρησκευτική παράδοση ιουδαίων και χριστιανών, επικαλούμενη αυτές τις βιβλικές μαρτυρίες και αναφορές των ιερών Γραφών της, οδηγείται λογικά στην πεποίθηση ότι ο Μωυσής υπήρξε ο βασικός συγγραφέας της Πεντατεύχου, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι αποτελεί καθ’ ολοκληρίαν προϊόν της γραφίδας του, όπως διαφαίνεται στη συνέχεια.

2. Οι επιφυλάξεις ως προς τη μωσαϊκότητά της
Οι πρώτες επιφυλάξεις για τη γνησιότητα εν μέρει ή εν όλω της Πεντατεύχου ανιχνεύονται στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους εντός και εκτός της Εκκλησίας, σε χριστιανούς αιρετικούς και παγανιστές εθνικούς αντιστοίχως. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων δεν αναφέρεται καμμία περίπτωση αμφισβήτησης της μωσαϊκότητάς της και γενικά της θείας προέλευσης της Π. Διαθήκης από μέρους των αποστολικών και γενικά των προ της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας πατέρων της Εκκλησίας. Εξαίρεση απετέλεσαν μόνον οι διάφορες αιρέσεις, που ανήκαν είτε μέσα στους κόλπους του χριστιανικού Γνωστικισμού είτε εκτός αυτών, ή ακόμη και μεμονωμένα πρόσωπα του εθνικού κόσμου, τα οποία διακρίνονταν για τις εχθρικές διαθέσεις τους προς την Π. Διαθήκη, την αντιχριστιανική πολεμική τους και την αντιπάθειά τους προς τον Ιουδαϊσμό.
Απ’ αυτούς οι Γνωστικοί με τις διάφορες παραφυάδες τους (Σιμών ο Μάγος, Βασιλείδης, Καρποκράτης˙ Οφίτες, Νικολαΐτες, Καϊνίτες κ.ά.), ως φιλοσοφικό σύστημα —που απείλησε μάλιστα σοβαρά την Εκκλησία—, αντιμετώπισε εξαρχής την Π. Διαθήκη συνολικά με φιλοσοφική διάθεση, η οποία προδιέγραφε την αρνητική κριτική εναντίον της. Γι’ αυτό και οι παρατηρήσεις τους σε αμφισβητούμενα, κατ' αυτούς, ως προς τη μωσαϊκή τους προέλευση πεντατευχικά χωρία, έχοντας ως κίνητρό τους τη φιλοσοφία, οδηγούσαν σε παραποίηση της αλήθειας.

Ειδικά ο Μαρκίων, που είχε επηρεασθεί από τη διδασκαλία τους, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, δεν άσκησε αμερόληπτα ούτε καν επιστημονική κριτική στην Π. Διαθήκη, την οποία απέρριπτε, θεωρώντας το νόμο της αλλοιωμένο. Αντιβιβλική και αντιχριστιανική ήταν επίσης και η συμπεριφορά δύο ανδρών του εθνικού περιβάλλοντος, του Κέλσου και του Πορφυρίου —του δευτέρου ανήκοντος στον 3ο αιώνα. Οι αντιρρήσεις αμφοτέρων έναντι του ιερού κειμένου και ειδικά της μωσαϊκότητας της Πεντατεύχου δεν ήταν προϊόν επιστημονικής έρευνας αλλά καθαρά προκατειλημμένης διάθεσης και εχθρότητας.
Απέναντι στην αρνητική αυτή στάση των ως άνω αιρετικών και παγανιστών, η οποία γενικευόταν ασαφώς και αορίστως όχι μόνο στην Πεντάτευχο αλλά και σ’ ολόκληρη τη Βίβλο, οι αιρετικοί, που δεν ήταν ενταγμένοι σε γνωστικούς κύκλους, αντιμετώπιζαν με πιο υπεύθυνο και μεθοδικό τρόπο το βιβλικό κείμενο κινούμενοι από δογματικούς μάλλον παρά γραμματολογικούς λόγους. Απ’ αυτούς οι Ναζηραίοι και οι Εβιωνίτες απέρριπταν ορισμένους λόγους της Πεντατεύχου, που δε τους θεωρούσαν ως προερχομένους από το χέρι του Μωυσή και κατέληγαν στην άρνηση της μωσαϊκότητάς της, ενώ εξέφραζαν την απέχθειά τους και έναντι των προφητών.

Ο αιρετικός Πτολεμαίος διατύπωσε, στη γνωστή προς Φλώρα επιστολή του, την ακραία άποψη ότι ο νόμος, που ενσωματώθηκε στα πέντε πρώτα βιβλία της Π. Διαθήκης, δε δόθηκε από ένα συγγραφέα, αφού μερίδιο στη συγγραφή του είχαν εκτός από το Θεό, ο Μωυσής ακόμη και οι πρεσβύτεροι του λαού. Εμφανιζόμενος δε ως ατελής σ’ αυτά δεν μπορούσε λογικά να προέρχεται από τον τέλειο Θεό. Ομοίως και ο αιρετικός συγγραφέας των Ψευδοκλημεντείων, εμφορούμενος από ένα πνεύμα φιλοσοφικού ορθολογισμού, διέκρινε γνήσια και μη αποσπάσματα στην Πεντάτευχο. Διότι θεωρούσε ότι ο θειος νόμος δόθηκε μεν από το Μωυσή αλλ’ είναι προϊόν συγγραφής άλλων, από τους οποίους προέρχονται τα σφάλματά του. Μέσα στο ίδιο αρνητικό κλίμα έναντι της Π. Διαθήκης εργάσθηκαν και άλλες μικρότερες αιρετικές ομάδες, οι οποίες απέρριπταν εκτός από το νόμο και τους προφήτες.
Από τον 3ο μέχρι και το 16ο αι. της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, αναπτύσσεται ένας προβληματισμός ως προς τη σύνθεση της Πεντατεύχου, που γίνεται ολοένα και εντονότερος στους κύκλους των πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων καθώς και σ’ εκείνους των ιουδαίων εξηγητών, χωρίς βεβαίως να εκλείψουν οι ανταγωνιστές του Χριστιανισμού και οι αρνητές των Γραφών του. Κατ’ αυτή την περίοδο, χρήζει μνείας το γεγονός ότι ορισμένοι εκκλησιαστικοί πατέρες και συγγραφείς υιοθέτησαν την ιουδαϊκή άποψη ότι ο Έσδρας αποκατέστησε τα βιβλία της Π. Διαθήκης, που είχαν χαθεί ή καταστραφεί κατά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 586 π.Χ.

Με την υιοθέτηση αυτή ασφαλώς δεν εννοούσαν —αν και αυτή την εντύπωση έδιδαν— ότι ο Έσδρας με θεία έμπνευση έγραψε εκ νέου και καθ’ ολοκληρίαν τα ιερά βιβλία, αλλ’ ότι τα εξέδωσε ή τα αναπαρήγαγε από διάφορες πηγές. Κατά συνέπεια δεν προέκυψε πρόβλημα άρνησης από μέρους των της μωσαϊκής συγγραφής του νόμου. Ωστόσο ορισμένοι συνάδελφοί τους και μάλιστα αξιόλογοι βιβλικοί ερμηνευτές (Ευσέβιος, Ιερώνυμος, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Αναστάσιος Σιναΐτης κ.ά.), ενδιατρίβοντας στο κείμενο της Πεντατεύχου και γενικά των Γραφών, είχαν επισημάνει ορισμένα χωρία και φράσεις, που δύσκολα μπορούσαν ν’ αποδοθούν στο Μωυσή, χωρίς όμως ν’ αρνηθούν την αυθεντία του ως συγγραφέα της.

Ανάλογες επισημάνσεις είχαν γίνει και από ραββίνους εξηγητές της Διασποράς κυρίως κατά τους μέσους χρόνους, όπως μεταξύ άλλων από το μετριοπαθή Abraham ibn Ezra και τους ακραίους ορθολογιστές Hiwi al Balkhi, Ibn Hazm και Isaac ben Jasos. Οι τελευταίοι αυτοί διατείνονταν ότι είχαν παρατηρήσει στο βιβλικό κείμενο σωρεία δυσχερειών, εσφαλμένων διηγήσεων και χρονολογιών, αντιθέσεων κ.τ.ό., με αποτέλεσμα ν’ αρνούνται ότι η Βίβλος είναι πράγματι ο λόγος του Θεού.
Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα οι προσπάθειες των διαφόρων ερευνητών του πεντατευχικού κειμένου είχαν το χαρακτήρα απλών επισημάνσεων, οι οποίες, ανεξάρτητα αν ήταν ορθές ή λανθασμένες, αόριστες ή συγκεκριμένες, αυθαίρετες ή τεκμηριωμένες, εντόπιζαν πάντως την ύπαρξη ενός προβλήματος στη σύνθεση της Πεντατεύχου.

3. Η κριτική του κειμένου της και οι δυσχέρειές του
Μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση το πρόβλημα της σύνθεσης της Πεντατεύχου εισέρχεται σε μια νέα φάση προσέγγισής του. Αντιμετωπίζεται δηλ. κατά τρόπο συστηματικό από την επιστημονική έρευνα. Η φιλολογική κριτική του βιβλικού κειμένου αναλαμβάνει σταδιακά να διερευνήσει όλες τις πτυχές του, οι οποίες είχαν ακροθιγώς επισημανθεί και στη συνέχεια αναδειχθεί, μετατρέποντας τις απλές επιφυλάξεις των ασχολουμένων με αυτές ερευνητών σε σοβαρές αντιρρήσεις, που προέκυπταν από την αδυναμία τους να συμβιβάσουν ορισμένες δυσχέρειες του πεντατευχικού κειμένου με τη συγγραφή του από το Μωυσή.
Οι κυριότερες απ’ αυτές τις δυσχέρειες εντοπίζονται: 1. Σε διπλές ή παράλληλες διηγήσεις (Γεν. 1,1-2,4α και 2,4β-25. 21,31 και 26,33. Εξ. κεφ. 3 και 6), 2. σε αναχρονισμούς (Γεν. 14,14. 40,15), 3. σε αντιφάσεις (αντινομίες), 4. στην αναφορά του θανάτου και της ταφής του Μωυσή (Δευτ. 34,5εξ.), 5. σε εκφράσεις ενδεικτικές μεταμωσαϊκής εποχής (Γεν. 12,6. 13,7. Δευτ. 3,14. 34,6 κ.ά.), 6. σε περιγραφές εδαφικές-γεωγραφικές, ενδεικτικές ενός συγγραφέα που έζησε στην Παλαιστίνη (Γεν. 50,10Εξ. Αριθμ. 22,1. 32,32. 35,14. Δευτ. 1,1∙ 5. 3,8. 4,46 κ.ά.), 7. στη συστηματική χρήση του γ’ προσ. στην αφήγηση, 8. στην απουσία οποιουδήποτε υπαινιγμού για την ταύτιση του συγγραφέα με το πρόσωπο του Μωυσή και σε άλλες δευτερεύουσες, οι οποίες αποκλείουν ένα και μόνο συγγραφέα.

12. Η σύνδεση των προφορικών παραδόσεων με το πρόσωπο και την εποχή του Μωυσή
Οι περί ων ο λόγος προφορικές παραδόσεις ανάγουν τα ίχνη τους στην εποχή του Μωυσή, αν όχι και παλαιότερα ακόμη. Ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένες με το πρόσωπό του και δι’ αυτού με την θρησκευτική πίστη, τη λατρευτική ζωή και την εθνική κληρονομιά του αρχαίου Ισραήλ, το οποίο εκπροσωπούσε ως θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του, και κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και από γενεά σε γενεά. Ως εκ της θέσεώς του αυτής ήταν ο πλέον αρμόδιος να συλλέξει το υλικό για τη σύνθεση του πεντατευχικού έργου. Και, ως φαίνεται, αυτό έπραξε, καταγράφοντας με τη μορφή προφανώς χρονικών ή απομνημονευμάτων, παράλληλα με το αρχαίο υλικό, που παρέλαβε αυτούσιο ή επεξεργάσθηκε, και εκείνο που απεκόμισε από τις εντυπώσεις του ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των ιστορικών γεγονότων της εποχής του καθώς και από τη συμμετοχή του σε νομοθετικές και άλλες ρυθμίσεις του λαού του.
Η ζωντανή αυτή μωσαϊκή παράδοση, ιστορική και νομοθετική, που αποτελεί ασφαλώς τον πυρήνα της Πεντατεύχου, δεχόταν αναπόφευκτα τις επιδράσεις της νοοτροπίας και των συνθηκών του εκάστοτε περιβάλλοντος, στο οποίο μεταβιβαζόταν. Έτσι προσελάμβανε διάφορες αποχρώσεις χωρίς όμως ν’ αλλοιώνει το πνεύμα τους, αφού διατηρούσε απαράλλακτες τις εντολές της αυτής θρησκείας, τις αρχές του αυτού δικαίου και τους κανόνες της αυτής λατρείας.

Μ’ αυτό τον τρόπο όμως τα «στρώματα» δεν παρέμειναν στην αρχική γραπτή μορφή διαμόρφωσής τους, αλλά υπέστησαν επεξεργασία και δέχθηκαν προσθήκες κατά τις εκδόσεις του κειμένου τους. Αυτές οι προσθήκες, εν πολλοίς μεταγενέστερες, εμφανίζονται σήμερα ως ερμηνευτικές δυσχέρειες (διπλές διηγήσεις, αναχρονισμοί, αντιφάσεις, επαναλήψεις, ασυμφωνίες κ.ά.), οι οποίες παρά ταύτα δε θίγουν την ουσία του περιεχομένου τους.

Συμπέρασμα
Με βάση τα μέχρι τούδε δεδομένα, δεν έχει προκύψει ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα σύνθεσης της Πεντάτευχου και της μωσαϊκότητάς της. Η φιλολογική κριτική έρευνα, που ασχολείται μ αυτό 250 χρόνια και πλέον, από τότε που ανέκυψε, με την εισήγηση του Jean Astruc περί «γραπτών μνημείων» στο πεντατευχικό κείμενο, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας της Πεντάτευχου δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σ’ ένα μόνον πρόσωπο, πολύ δε περισσότερο στο Μωυσή.
Αυτό βεβαίως το συμπέρασμα ως προς το δεύτερο σκέλος του, αμφισβητείται ευρέως σήμερα από συντηρητικούς κυρίως κύκλους βιβλικών θεολόγων. Οι τελευταίοι, μολονότι λαμβάνουν σοβαρά υπόψη και χρησιμοποιούν στην επιστημονική τους έρευνα τα πορίσματα του προβλήματος αυτού, εντούτοις έχουν διαφορετική άποψη ως προς τη μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου. Διότι το ενδιαφέρον τους μετατοπίζεται από τη φιλολογική ενότητα της Πεντατεύχου στην αντίστοιχη θεολογική, η οποία θεωρείται αναμφισβήτητη.

Η θεολογική αυτή ενότητα, στην οποία συνέβαλε επιτυχώς η προσπάθεια του τελευταίου εκδότη της Πεντατεύχου να εναρμονίσει τις ποικίλες ως προς την προέλευση, τη μορφή και το περιεχόμενο παραδόσεις, που είχαν ήδη ενσωματωθεί στα «στρώματα», που την απάρτισαν, στηρίζεται ασφαλώς επί του πεντατευχικού κειμένου. Στηρίζεται δηλ. στη μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου, η οποία περιλαμβάνει παραδόσεις αρχαιότερες, που συνδέονται με τον ίδιο το Μωυσή, αλλά και νεότερες, που ανάγονται διά μέσου των κατά καιρούς αμέσων ή εμμέσων μαθητών-συνεργατών του στη μωσαϊκή εποχή. Άρα η συμμετοχή του υπήρξε σημαντική στη φιλολογική παραγωγή του έργου αυτού.
Εξάλλου, ποιος άλλος, εκτός από το Μωυσή, ήταν αρμοδιότερος και καλύτερα προετοιμασμένος να συντάξει ένα τέτοιο σπουδαίο έργο σχετικό με την αυθεντική ιστορία της εξόδου των ισραηλιτών από την Αίγυπτο και με το νομοθετικό διακανονισμό του τρόπου ζωής τους στην έρημο. Ασφαλώς αυτός, γνωστού όντος ότι υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας όσων διαλαμβάνονται στην Πεντάτευχο. Αυτός κατεξοχήν, εκτός από τη μόρφωση και το κύρος του, διέθετε γνώσεις και εμπειρία και είχε τη δυνατότητα, που του παρείχε η υψηλή θέση του ως ηγέτη, νομοθέτη και προφήτη, να το πραγματοποιήσει. Συνεπώς, η παράδοση, ιουδαϊκή και χριστιανική, που συνδέει το πρόσωπό του με την προέλευση της Πεντατεύχου, υπήρξε ανέκαθεν ισχυρή στη συνείδηση των ιουδαίων και των χριστιανών πιστών, παρά τις όποιες αντιρρήσεις της βιβλικής κριτικής έρευνας.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι μαρτυρίες που αντλούμε από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα από την ίδια την Πεντάτευχο, πείθουν ότι το περιεχόμενό της υπήρξε προϊόν συγγραφής του Μωυσή. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι αυτός έγραψε το κύριο και σημαντικότερο μέρος των νόμων και των γεγονότων της και όχι βεβαίως αυτολεξεί το υπό τη σημερινή μορφή του σωζόμενο στη Βίβλο. Η δε συγγραφή του σε υποτυπώδη υλικά γραφής και με πενιχρά γραφικά μέσα την εποχή εκείνη, έλαβε χώρα προφανώς κατά το χρονικό διάστημά της οδοιπορίας και παραμονής των ισραηλιτών στην έρημο μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, δηλ. μεταξύ ca. 1290 και 1250 π.Χ.

Εξυπακούεται ότι κατά τη διάρκεια σύνθεσης της Πεντατεύχου, το κείμενό της δέχθηκε αναπόφευκτα μεταγενέστερες προσθήκες, νομοθετικής και ιστορικής φύσεως, χωρίς ασφαλώς ν’ αλλοιώνουν την ουσία του και να θίγουν το μωσαϊκό χαρακτήρα και την ενότητά του. Την πραγματικότητα αυτή εκφράζουν εύγλωττα οι ακόλουθοι λόγοι ενός σπουδαίου βιβλικού θεολόγου, του R. Wilson: «η Πεντάτευχος με την παρούσα μορφή της είναι ιστορικό έργο, προερχόμενο από τη μωσαϊκή εποχή. Ο Μωυσής υπήρξε ο βασικός συγγραφέας της, οι δε προσθήκες, που δέχθηκε από αναθεωρήσεις ή εκδόσεις μεταγενεστέρων συντακτών ενέχουν την αυτή θεία έμπνευση και εμπεριέχουν την αυτή θεία αλήθεια, όπως και το υπόλοιπο μέρος της».

(Καλαντζάκη Σταύρου, καθηγητού Πανεπιστημίου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 267-272 και 280-283)

 

Έπραξαν άγια. 
Όταν οι στρατιώτες του Γεωργίου Καραϊσκάκη έπιασαν έναν συνάδελφό τους που είχε λιποτακτήσει κατά την ώρα της μάχης κι ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν, ο μεγάλος στρατηγός του 21 τους σταμάτησε και τους είπε:
— Σταθήτε μια στιγμή. Σας αφίνω να τον κάνετε ό,τι θέλετε. Αλλά σας λέω τούτο μονάχα: Αν τον σκοτώσετε, θα πράξετε δίκαια. Αν τον συγχωρήσετε, θα πράξετε άγια.
Οι στρατιώτες «έπραξαν άγια» και δεν έθιξαν ούτε μια τρίχα του λιποτάκτη.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο766)

Να πεθάνω
Κάποτε ο μέγας μαθηματικός της αρχαιότητος Ευκλείδης φιλονίκησε με τον αδελφό του κι εκείνος εξωργισμένος έφυγε απ’ το σπίτι φωνάζοντάς του:
— Να πεθάνω, αν δεν σ’ εκδικηθώ κάποτε.
Κι ο Ευκλείδης, που είχε συνέλθει στο μεταξύ, του αποκρίθηκε συντετριμμένος και με πραότητα:
— Κι έγώ να πεθάνω, αν δεν σου μαλακώσω την οργή με τον υπομονή μου κι αν δε σε κάνω να μ’ αγαπήσης περισσότερο.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο216)

Τα κουρέλια της υπερηφανείας. 
Η ταπεινολογία, δηλαδή το να παριστάνη κανείς τον ταπεινόφρονα ενώ δεν είναι, αποτελεί το χειρότερο είδος της υπερηφανείας, κι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη χτυπούν με ιδιαίτερη αυστηρότητα.
Ένας απ αυτούς, ο Μέγας Βασίλειος, αναφέρει σχετικά και το εξής ανέκδοτο του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος Αντισθένης ήθελε να φαίνεται ότι περιφρονεί τον πλούτο. Κάποτε λοιπόν που ο Σωκράτης βρισκόταν μαζί του, πρόσεξε ότι ο Αντισθένης είχε τον μανδύα του κατά τέτοιο τρόπο διευθετημένο, ώστε να φαίνωνται από μέσα τα εσώρουχά του που ήταν από κουρέλια. Και τότε του είπε:
—Αντισθένη, βλέπω πίσω από τον μανδύα σου την υπερηφάνειά σου.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο224)

Μάθημα σε ματαιοδόξους
Ο αυτοκράτωρ της Βραζιλίας Δον Πέντρο, που εβασίλευσε από το 1822 ως το 1831, πουλούσε στους υπηκόους του τίτλους ευγενείας αντί δέκα χιλιάδων δολλαρίων τον ένα.
Πολλοί έσπευσαν ν’ αγοράσουν τίτλους, θέλοντας να επιδειχθούν στους συμπολίτες τους. Συγκεντρώθηκε έτσι στα βασιλικά ταμεία ένα αρκετά μεγάλο ποσό, που ο Δον Πέντρο, όμως, δεν το χρησιμοποίησε για τον εαυτό του. Μ’ εκείνα τα χρήματα έβαλε κι έχτισαν ένα μεγάλο φρενοκομείο στην πρωτεύουσά του. Και στην είσοδο του ιδρύματος έγραψε με χρυσά γράμματα: «Οι ματαιόδοξοι το προσφέρουν στους τρελλούς». 
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο352)

Οι προγονόπληκτοι
Ο διάσημος συγγραφεύς του βιβλίου «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» Ιωνάθαν Σουΐφτ (1667-1745), που ήταν εξαιρετικά δηκτικού πνεύματος, δεν ανεχόταν όσους καυχόντουσαν για την καταγωγή τους, χωρίς οι ίδιοι ν’ αξίζουν τίποτε.
Κάποτε λοιπόν είπε γι' αυτούς και το εξής ωραίον:
— Αυτοί που δεν έχουν να επιδείξουν τίποτε άλλο παρά τη δόξα των προγόνων τους μοιάζουν με τις... πατάτες. Όπως ξέρετε, το τμήμα της πατάτας το οποίον αξίζει, βρίσκεται στο.. χώμα. Επάνω δε απ’ το χώμα βρίσκονται τα άχρηστα πράσινα φύλλα.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο254)

 

Ο περισσότερος κόσμος της εποχής μας είναι μορφωμένος κοσμικά και τρέχει με την κοσμική μεγάλη ταχύτητα.

Επειδή όμως του λείπει ο φόβος του Θεού – «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10) –, λείπει το φρένο, και με ταχύτητα, χωρίς φρένο, καταλήγει σε γκρεμό. Οι άνθρωποι είναι πολύ προβληματισμένοι και οι περισσότεροι πολύ ζαλισμένοι. Έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Σιγά‐σιγά κατευθύνονται προς το να μην μπορούν να ελέγχουν τον εαυτό τους.

Αν αυτοί που έρχονται στο Άγιον Όρος είναι τόσο πολύ συγχυσμένοι, τόσο μπερδεμένοι, με τόσο άγχος , σκεφθήτε οι άλλοι που είναι μακριά από τον Θεό, από την Εκκλησία, πώς θα είναι! Και βλέπεις σε όλα τα κράτη φουρτούνα, ζάλη μεγάλη! Ο καημένος ο κόσμος – ο Θεός να βάλει το χέρι Του! – βράζει σαν την χύτρα ταχύτητος. Και οι μεγάλοι πώς τα φέρνουν! Μαγειρεύουν‐μαγειρεύουν, τα ρίχνουν όλα στην χύτρα ταχύτητος και σφυρίζει τώρα η χύτρα! Θα πεταχθή σε λίγο η βαλβίδα! Είπα σε κάποιον που είχε μία μεγάλη θέση:

«Γιατί μερικά πράγματα δεν τα προσέχετε; Τί θα γίνει;».

«Πάτερ μου, μου λέει, λίγο χιόνι ήταν πρώτα το κακό, τώρα έχει γίνει ολόκληρη χιονοστιβάδα. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να βοηθήση».

Αλλά και με τον τρόπο που πηγαίνουν μερικοί να βοηθήσουν την κατάσταση, κάνουν μεγαλύτερη την χιονοστιβάδα του κακού. Αντί να λάβουν ορισμένα μέτρα για την παιδεία κ .λπ., κάνουν χειρότερα. Δεν κοιτάζουν πώς να διαλύσουναυτήν την χιονοστιβάδα, αλλά την κάνουν μεγαλύτερη. Βλέπεις, το χιονάκι είναι λίγο στην αρχή. Αν κυλήση στον κατήφορο , γίνεται ένας σβώλος . Ο σβώλος, καθώς μαζεύει και άλλο χιόνι , ξύλα , πέτρες κ .λπ., γίνεται σιγά‐σιγά μεγαλύτερος‐μεγαλύτερος, και τελικά γίνεται ολόκληρη χιονοστιβάδα . Έτσι και το κακό λίγο‐λίγο έχει γίνει πια χιονοστιβάδα και κυλάει, τώρα θέλει βόμβα για να σπάση.

– Αγωνιάτε, Γέροντα;

– Άχ , τί άσπρισαν τα γένια μου πρόωρα; Εγώ πονάω δυο φορές , μία , όταν προβλέπω μία κατάσταση και φωνάζω, για να προλάβουμε ένα κακό που πρόκειται να γίνη, και μία , όταν δεν δίνουν σημασία – ίσως όχι από περιφρόνηση –, και συμβαίνη μετά το κακό και μου ζητούν τότε την συμπαράστασή μου.

Τώρα καταλαβαίνω τί τραβούσαν οι Προφήτες. Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ήταν οι Προφήτες! Πιό μεγάλοι Μάρτυρες από όλους τους Μάρτυρες, παρʹ όλου που δεν πέθαναν όλοι με μαρτυρικό θάνατο. Γιατί οι Μάρτυρες για λίγο υπέφεραν, ενώ οι Προφήτες έβλεπαν μία κατάσταση και υπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν‐φώναζαν, και οι άλλοι τον χαβά τους. Και όταν έφθανε η ώρα και ερχόταν η οργή του Θεού εξ αιτίας τους, βασανίζονταν και εκείνοι μαζί τους . Τουλάχιστον όμως τότε τόσο έφθανε το μυαλό των ανθρώπων. Άφηναν τον Θεό και προσκυνούσαν τα είδωλα. Σήμερα που καταλαβαίνουν, είναι η μεγαλύτερη ειδωλολατρία.
Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο διάβολος βάλθηκε να καταστρέψη τα πλάσματα του Θεού. Έχει κάνει παγοινιά (Παγοινιά ή παγγεν(ε)ία (πάντες από κοινού, πάν το κοινόν): εργασία την οποία αναλαμβάνουν όλοι μαζί οι αδελφοί μίας Μονής ή μίας Σκήτης.) , να καταστρέψη τον κόσμο.

Λύσσαξε, γιατί άρχισε να μπαίνη στον κόσμο η καλή ανησυχία. Είναι πολύ αγριεμένος, γιατί γνωρίζει ότι είναι λίγη η δράση του (Βλ. Αποκ. 12, 12). Τώρα κάνει όπως ένας εγκληματίας πού, όταν τον κυκλώνουν, λέει: «Δεν έχω σωτηρία! Θα με πιάσουν!». και τα κάνει όλα γυαλιά‐καρφιά. Ή όπως οι στρατιώτες, που εν καιρώ πολέμου, όταν τελειώσουν τα πυρομαχικά, βγάζουν την λόγχη ή το σπαθί και ρίχνονται και ό,τι γίνει. Σού λέει: «Έτσι κι αλλιώς χαμένοι είμαστε, ας σκοτώσουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε».

Ο κόσμος καίγεται! Το καταλαβαίνετε; Έπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυρκαγιά έχει βάλει ο διάβολος, που ούτε όλοι οι πυροσβέστες αν μαζευθούν, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, αναγκάζονται οι άνθρωποι να στραφούν στον Θεό και να Τον παρακαλέσουν να ρίξη μία βροχή γερή, για να σβήση. Έτσι και για την πνευματική πυρκαγιά που άναψε ο διάβολος, μόνον προσευχή χρειάζεται, για να βοηθήση ο Θεός.
Όλος ο κόσμος πάει να γίνη μία περίπτωση. Γενικό ξεχαρβάλωμα! Δεν είναι να πής: «Σʹ ένα σπίτι χάλασε λίγο το παράθυρο ή κάτι άλλο, ας το διορθώσω». Όλο το σπίτι είναι ξεχαρβαλωμένο. Έχει γίνει χαλασμένο χωριό. Δεν ελέγχεται πια η κατάσταση. Μόνον από πάνω, ό,τι κάνει ο Θεός. Τώρα είναι να δουλεύη ο Θεός με το κατσαβίδι, με χάδια, με σκαμπίλια, να το διορθώση. Μία πληγή έχει ο κόσμος που κιτρίνισε και θέλει σπάσιμο, αλλά ακόμη δεν ωρίμασε καλά. Πάει να ωριμάση το κακό, όπως τότε στην Ιεριχώ (Βλ. Ι. Ναυή 6, 24) που ήταν για απολύμανση.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη» ‐ σ.14

Πόσες φορές δεν μας μπαίνουν λογισμοι για τους πνευματικούς μας; 

''..Καμιά φορά ο Γέροντας είχε ένα φυσικό λόξυγκα. Το εκμεταλλεύτηκε αυτό ο διάβολος κι άρχισε να μου λέει με τον λογισμό:

«Ααα! Αυτό που κάνει τώρα ο Γέροντας φανερώνει ότι έχει δαιμόνιο μέσα του. Το δαιμόνιο είναι που κάνει αυτό τον λόξυγκα».

Πω! Πω! Τι πικρία, τι φαρμάκι, που ήρθε μέσα στη ψυχή μου! «Ακούς εκεί, να μου λέγει έτσι ο λογισμός!». Εγώ δεν είχα τέτοιους λογισμούς. Μόλις μου ήρθαν, αναστατώθηκα. Μπαα! Αδύνατον να παραδεχθώ για τον Γέροντά μου αυτόν τον λογισμό!

«Θα σε σφάξω!»,

είπα μέσα μου κι έκανα αγώνα εναντίον του με την αντίρρηση. Όταν το είπα αυτό στον Γέροντα, που ήταν ασκητής πεπειραμένος και θαυμάσιος, χαμογελούσε:

— Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου! Άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει αυτός. Καμιά σημασία. Λέγε την Ευχούλα. Θα σου πει κι άλλα.

Από το ’να αυτί να μπαίνουν κι απ’ τ’ άλλο να βγαίνουν. Το ξέρασμα του άδου είναι ατελείωτο. Με τον διάβολο, δεν τα βγάζει κανείς πέρα τόσο εύκολα.

Μην κάνεις αντιρρητικό λόγο, διότι είσαι μικρός και άπειρος. Μόνο να περιφρονείς τον λογισμό, να λέγεις την Ευχή συνεχώς και θα φύγει από μόνος του.

“Μπαινάκιας και Βγαινάκιας”!

Μόνο περιφρόνα τον λογισμό, λέγε την Ευχή και θα φύγει μόνος του.
Δεν ήξερα όμως πως η καταφρόνηση των λογισμών είναι η καλύτερη λύση και απάντησα:
— Όχι, Γέροντα! Με τον δικό μου λογισμό θα δώσω μάχη. Δεν θα τον αφήσω να μου πει εμένα για σας, τον Γέροντά μου!
— Χμ!... έκανε εκείνος και χαμογελούσε. Θα έλεγε μέσα του:

«Τούτος ο μικρός δεν ξέρει τί του γίνεται!...». Και μ’ άφησε ν’ αγωνιστώ με την αντίρρηση.''

~ Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντας μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,μέρος 2ο, κεφ. ι΄, σελ. 310–314.

katafigioti

lifecoaching