Α) (Χαστούπη Αθανασίου,Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη).
IV. Γένεση της Πεντατεύχου
Οποιαδήποτε κι αν είναι η λύση του φιλολογικού προβλήματος της Πεντατεύχου, στην οποία θα καταλήξει κάποιος στο μέλλον, δεν θα θεωρήσει μάταιο το υπέρογκο έργο της κριτικής που επιτεύχθηκε τα τελευταία 200 περίπου χρόνια. Από την αρχή μέχρι το τέλος της Πεντατεύχου συναντά κανείς διπλές διηγήσεις, επαναλήψεις και ασυμφωνίες.
Η Γένεσις αρχίζει με δύο διηγήσεις, από τις οποίες η δεύτερη ακολουθεί αμέσως την πρώτη, περί δημιουργίας (Γεν. 1,1- 2,4α και 2,4β-3,24). Υπάρχουν δύο γενεαλογίες του Κάιν-Κενάν (Γεν. 4,17 κ.εξ. και 5,12-17) και δύο διηγήσεις περί κατακλυσμού (Γεν. 6-8). Στη μία από αυτές ο κατακλυσμός οφείλεται σε διαφορετικούς παράγοντες και έχει διαφορετική διάρκεια˙ στην άλλη ο Νώε εισάγει στην Κιβωτό διαφορετικό αριθμό ζώων. Δύο φορές ο Αβραάμ εκθέτει σε κίνδυνο την τιμή της Σάρρας, αφού τη συστήνει ως αδελφή του (Γεν. 12,13 κ.εξ. και 20,1 κ.εξ.). Η ίδια περιπέτεια σε άλλο σημείο αφορά στον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα (Γεν. 26,7 κ.εξ.). Υπάρχουν δύο διηγήσεις περί απαγωγής του Ιωσήφ: η πρώτη από τους μαδιανίτες και ακολούθως η επέμβαση του Ρουβήν και η δεύτερη από τους ισμαηλίτες και κατόπιν η επέμβαση του Ιούδα (Γεν. 37,18-35).
Διπλά, επίσης, εκτίθενται οι πρώτες εμφανίσεις του Ιωσήφ στην Αίγυπτο: δίπλα στον Πετεφρή, ο οποίος του εμπιστεύεται τους φυλακισμένους˙ δίπλα σε κάποιον ανώνυμο, ο οποίος τον φυλακίζει (Γεν. 39). Διπλά περιγράφεται και το δεύτερο ταξίδι των γιων του Ιακώβ στην Αίγυπτο: πρώτα ο Ρουβήν και έπειτα ο Ιούδας εγγυάται υπέρ του Βενιαμίν (Γεν. 42,37 και 43,9). Ο πεθερός του Μωυσή ονομάζεται άλλοτε Ραγουήλ (Εξ. 2,18. Αριθμ. 10,29) και άλλοτε Γιθρώ (Εξ. 3,1.18,1).
Υπάρχουν δύο κλήσεις του Μωυσή (Εξ. 3 και 6) με δύο αποκαλύψεις του ονόματος του Γιαχβέ, το οποίο βέβαια το επικαλούνταν πριν από την κατακλυσμιαία εποχή (Γεν. 4,26). Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές περιγραφές των πληγών της Αιγύπτου (Εξ. 6-12). Δύο φορές εκτίθεται το ζήτημα για τα ύδατα της Μεριβά, όπου οι ισραηλίτες προκάλεσαν τον Γιαχβέ (Εξ. 17,7 και Αριθμ. 20,13). Παραλείπουμε, βέβαια, και πολλά άλλα παραδείγματα όμοια με τα παραπάνω.
Θα μπορούσε κάποιος να πει, όπως άλλωστε έχει αναφερθεί, ότι δεν είναι πρωτάκουστο πως το ίδιο γεγονός μπορεί να εκτίθεται δύο φορές, διότι οι προφορικές διηγήσεις αρέσκονται στις επαναλήψεις καθώς και η πρωτόγονη νοοτροπία δεν είχε τις δικές μας λογικές ανάγκες. Αλλά οι εξηγήσεις αυτές είναι ασφαλώς ανεπαρκείς, διότι στα κείμενα αυτά, όπου καταγράφονται διπλές διηγήσεις, ως προς την ουσία της διηγήσεως, διαφέρουν κατά το ύφος, το λεξιλόγιο, τον τρόπο κατά τον οποίο εμφανίζουν τον Θεό και τις σχέσεις Του προς τον άνθρωπο. Αναμφίβολα είναι εξόχως μηχανικός ο τρόπος της εμφάνισης της Πεντάτευχου ως συμπιλήματος «κειμένων», τα οποία θα μπορούσε κάποιος να διαμελίσει, να ανακατατάξει και να επαυξήσει με αναθεωρήσεις. Είναι, όμως, ως εκ τούτου φανερό σε ποιες δυσκολίες θα κατέληγε κάποια υπόθεση περί πηγών, η οποία νοείται με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, εκ των πραγμάτων αναγκάζεται κάποιος να δεχθεί τη γνώμη ότι στην Πεντάτευχο συνυπάρχουν πολλές παραδόσεις ή κύκλοι παραδόσεων.
Τα κείμενα διακρίνονται σε ομάδες εξαιτίας της συγγένειας της γλώσσας, του ύφους και των ιδεών. Μέσω των σταθερών αυτών γνωρισμάτων καθορίζονται παράλληλες γραμμές, τις οποίες μπορεί να παρακολουθήσει όποιος εξετάζει το υλικό της Πεντατεύχου. Αυτή η διάκριση σε ομάδες δεν διαφέρει και πολύ από τη φιλολογική κριτική που προτείνεται, διότι χρησιμοποιεί τα ίδια κριτήρια. Είναι, όμως, περισσότερο ελαστική και δεν ισχυρίζεται ότι πετυχαίνει την ανασυγκρότηση των διερευνόμενων πηγών μέχρι την κατανομή όλων των στίχων ή ακόμη και των ημιστιχίων της Πεντατεύχου.
Κατά την θεωρία αυτή περί παραδόσεων είναι φυσικό κάποιος να αντιλαμβάνεται τις κύριες πηγές (J, Ε, D, Ρ) ως βασικές παραδόσεις και, συνεπώς, να ομιλεί περί γιαχβικής, ελωχειμικής και ιερατικής παράδοσης στα τέσσερα πρώτα βιβλία της Πεντατεύχου. Στο Δευτερονόμιο, όμως, προϋποτίθεται ιδιαίτερη παράδοση, η οποία ονομάζεται δευτερονομιστική (αφού έχει καταγραφεί από δευτερονομιστή ή από δευτερονομιστές), και επομένως εγείρεται σ’ αυτό ιδιαίτερο πρόβλημα. Ας δούμε στη συνέχεια καθεμιά από τις πηγές ή τις παραδόσεις τους….
V. Μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου
Ο κατά προσέγγιση καθορισμός του χρόνου και του τόπου της προέλευσης των παραδόσεων για τις οποίες έγινε λόγος δεν σημαίνει και προσέγγιση στην πρωταρχική γένεσή τους, διότι είναι γεγονός αναμφισβήτητο το ότι, παρά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα καθεμιάς, οι διαφορετικές αυτές παραδόσεις έχουν αισθητή ομοιότητα και αναμφίβολη συγγένεια. Οι γιαχβικές και οι ελωχειμικές διηγήσεις δεν μπορούν πάντοτε να προχωρήσουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις γι’ αυτό και συνήθως προχωρούν παράλληλα η μία προς την άλλη και ουσιαστικά εκθέτουν την ίδια ιστορία˙ άρα, οι δύο παραδόσεις αυτές έχουν κοινή αρχή.
Εξάλλου, προϋποθέτουν πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, όπως και γεωγραφική και ιστορική κονίστρα, που δεν αντιστοιχούν στην εποχή κατά την οποία -όπως υποτίθεται- θεσπίστηκαν, αλλά στην εποχή κατά την οποία συνέβησαν όσα αυτές εκθέτουν και υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν η αρχαιολογία και τα ανατολικά κείμενα. Επομένως, η κοινή αρχή τους ανάγεται στην εποχή, κατά την οποία διαμορφώθηκε ο λαός του Ισραήλ.
Οι ίδιες παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν -με κάποιες παραλλαγές- για τα νομοθετικά τμήματα. Αναμφίβολα ο κώδικας της διαθήκης, το Δευτερονόμιο και το Λευιτικό παρουσιάζουν διαφορές στο πνεύμα και στη διατύπωση, οι οποίες εξηγούνται απ’ το διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον, την αλλαγή των συνθηκών και των ιδεών, αλλά βρίσκει κάποιος εκεί τις ίδιες αρχές περί δικαίου, τα παραγγέλματα της ίδιας θρησκείας, τους κανόνες της ίδιας λατρείας. Πρόκειται για το αστικό και θρησκευτικό δίκαιο του ισραηλιτικού λαού. Το δίκαιο αυτό έχει εξελιχθεί παράλληλα με την κοινότητα, την οποία ρυθμίζει, αλλά η αρχή του συνδέεται άρρηκτα με την αρχή του λαού.
Έχει ως επί το πλείστον διασώσει στοιχεία παλαιά˙ ο ιερατικός κώδικας μπορεί να τοποθετηθεί μετά την αιχμαλωσία, αλλά ο νόμος της αγιοσύνης στο Λευιτ. 17-25 ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας, οι απαγορευτικές διατάξεις περί τροφών στο Λευιτ. 11 (όπως και αυτές στο Δευτ. 14) και οι διατάξεις περί καθαρότητος στο Λευιτ. 15 έχουν παραδοθεί από παλαιότατη εποχή˙ το τυπικό των εορτών και των θυσιών όλης της Πεντατεύχου στηρίζεται ουσιαστικά στο τυπικό του πρωταρχικού γιαχβισμού και συνεχίζει έτσι ακριβώς προγενέστερες συνήθειες. Ως προς το αστικό δίκαιο, αυτό όπως διασώζεται στον κώδικα της διαθήκης (Εξ. 21-23) έχει καταπληκτική ομοιότητα με τους νόμους της Βαβυλώνας και της Ασσυρίας, απ’ τους οποίους οι μεν βαβυλωνιακοί εκδόθηκαν πολύ πριν την έξοδο των Ισραηλιτών, οι δε ασσυριακοί λίγο μετά απ’ αυτή.
Έτσι η βάση της Πεντατεύχου, η ουσία των παραδόσεων που ενσωματώθηκαν σ’ αυτή και ο πυρήνας της νομοθεσίας ανέρχονται σε χρόνους κατά τους οποίους ο Ισραήλ αποτέλεσε λαό. Στην εποχή αυτή δεσπόζουσα μορφή ήταν βεβαίως ο Μωυσής, ο οποίος υπήρξε ο διοργανωτής, θρησκευτικός εμπνευστής και πρώτος νομοθέτης του λαού. Οι παλαιές παραδόσεις, οι οποίες αναφέρονται σε αυτόν και στα γεγονότα που σχετίζονται με τον ίδιο, απέβη σαν εθνική εποποιία. Η μωσαϊκή θρησκεία άφησε διαπαντός την σφραγίδα της στην πίστη και την λατρεία του λαού και ο μωσαϊκός νόμος παρέμεινε ρυθμιστής του γενικότερου βίου του. Οι προσαρμογές που επέβαλλε η αλλαγή συνθηκών με την πάροδο του χρόνου έγιναν σύμφωνα με το πνεύμα του μεγάλου νομοθέτη και διασφαλίστηκαν μέσω της αυθεντίας του.
Την ιστορικότητα του γεγονότος αυτού εκφράζει η παράδοση μέσω της σύνδεσης της Πεντατεύχου με το όνομα του Μωυσή. Την σύνδεση αυτή διατηρεί η Πεντάτευχος πολύ σταθερά. Εντούτοις, μέχρι την ιουδαϊκή περίοδο είναι πολύ λιγότερο κατηγορηματική ως προς την απόδοση της έκδοσης των βιβλίων στον Μωυσή. Όταν αναφέρει ότι «ο Μωυσής έγραψεν», εκφράζεται γενικόλογα. Ουδέποτε αναφέρεται μέσω της φράσης αυτής στη συλλογή της Πεντατεύχου. Όσες φορές, όμως, η ίδια η Πεντάτευχος χρησιμοποιεί -και αυτό σπάνια- τη φράση αυτή, εννοεί συγκεκριμένο τεμάχιο˙ έτσι το Εξ, 24,4 (πρβλ. στ. 7) εννοεί τον ελωχειμικό κώδικα (Εξ. 21-23) της διαθήκης˙όπως πάλι το Εξ. 34,27 αναφέρεται στον γιαχβικό κώδικα της διαθήκης στο Εξ. 34,10-26. Η ένδειξη στο Εξ. 17,24 αφορά στη διήγηση για τη νίκη κατά των αμαληκιτών, απαντά στους στ. 8-13, και το Αριθμ. 33,2 εισάγει την πορεία στην Αίγυπτο, η οποία εμπεριέχεται στη συνέχεια του κεφαλαίου.
Βέβαια, δεν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει τις μαρτυρίες αυτές που συνηγορούν υπέρ ορισμένης συγγραφικής δράσης του Μωυσή ή των συνεργατών του. Κατά την εποχή του -για να μην αναφέρουμε κάτι για την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία-, υπήρχε στην Χαναάν συγγραφική παραγωγή, την οποία έχουν αποκαλύψει σ’ εμάς τα ουγαριτικά κείμενα και η οποία μεταδιδόταν με διάφορα συστήματα γραφής. Είναι, λοιπόν, ευλογοφανές ότι κάποιες από τις διηγήσεις και κάποιοι από τους νόμους έχουν καταγραφεί αρκετά νωρίς.
Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να καθορίσουμε την έκταση αυτής της πρώτης καταγραφής. Αντιθέτως, μας ενδιαφέρει περισσότερο να διαπιστώσουμε την πρωταρχική μωσαϊκή προέλευση των παραδόσεων που αποτελούν την Πεντάτευχο. Αυτές παρέμειναν ζωντανές, φέρουν την σφραγίδα της επίδρασης του εκάστοτε περιβάλλοντος -όπου διασώθηκαν εξελισσόμενες- και των εκάστοτε νέων συνθηκών, στις οποίες έπρεπε κάποιος αναπόφευκτα να ανταποκριθεί. Αυτές οι παραδόσεις απέβησαν αναπόσπαστες του βίου και του λαού και, επειδή ήταν ζωντανές, διατήρησαν τον ουσιαστικό χαρακτήρα της μωσαϊκής τους προέλευσης.
(Χαστούπη Αθανασίου,Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Έννοια,Αθήνα 2017, σελ.55-57 και 71-73)
Β) (Παπαδοπούλου Νικολάου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Έννοια, Αθηνα 2008, σελ. 74)
Συγγραφεύς και χρόνος συγγραφής
Παρά την έλλειψιν αμέσου εσωτερικής μαρτυρίας σχετικής προς τον συγγραφέα, τόσον η Ιουδαϊκή όσον και η χριστιανική παράδοσις αποδίδουν την συγγραφήν της Πεντατεύχου εις τον Μωυσήν.
Ούτος κατά την συγγραφήν του βιβλίου εχρησιμοποίησε δια μεν τα προ αυτού γεγονότα προφορικάς και γραπτάς παραδόσεις, παραθέτων αυτάς είτε αυτουσίως, είτε επεξειργασμένας, δια δε τα κατ' αυτόν, εις τα οποία αυτός πρωταγωνιστεί, την προσωπικήν πείραν.
Δεχόμενος τις την εκ του καλάμου του Μωυσέως προέλευσιν της Πεντατεύχου δεν αποκλείει την εκ των υστέρων εμφιλοχώρησιν επουσιωδών προσθηκών και ενίων μεταβολών.
Κατά πάσαν πιθανότητα ο Μωυσής επί τη βάσει των προ αυτού προφορικών και γραπτών πηγών και των εν είδει απομνημονευμάτων καταγεγραμμένων προσωπικών αυτού εντυπώσεων, συνέθεσε το βιβλίον περί το τέλος του βίου του, των περί θανάτου και ταφής αυτού διηγήσεων προερχομένων εκ μεταγενεστέρας χειρός.