ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Τά σά εκ των σών σοί προσφέροντες κατά πάντα και διά πάντα».
«Η σύντομη αυτή πρόταση έχει πολύ θεολογικό, αλλά και φιλολογικό ενδιαφέρον, λόγω των ερμηνευτικών προβλημάτων που παρουσιάζει. Το «τα σά εκ των σών» σημαίνει πως αυτά που προσφέρουμε ως δώρα, δηλαδή ο άρτος και ο οίνος, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού, δεν είναι παρά αυτά που ο ίδιος ο δημιουργός μας χάρισε. Εκείνος κάποτε από αγάπη μας τα πρόσφερε ως δώρα και ευλογία για να ζήσουμε. Κι εμείς τώρα τα προσφέρουμε ως ευχαριστία. Κι εκείνος πάλι θα μας τα αντιπροσφέρει ως σώμα και αίμα Χριστού πλέον για να ζήσουμε πνευματικά. Έτσι ασφαλώς καταξιώνετε κι εκπληρώνετε κι ο σκοπός της υλικής δημιουργίας. Προσφερόμενη αγιάζεται, ευλογείται, μεταμορφώνεται. Μαζί με τον άνθρωπο ανυψώνεται στο υπερουράνιο θυσιαστήριο και αποκαθίσταται στην αρχαία παραδεισένια κατάσταση της.

Η γραφή «σοί προσφέρομεν» που συνηθίζεται σήμερα είναι λάθος και πρέπει στη θέση του ρήματος να βάλουμε τη μετοχή «προσφέροντες». Έτσι υπάρχει στα πιο παλιά, αλλά και σε αρκετά νεότερα χειρόγραφα, και ταυτόχρονα η μετοχή εξυπηρετεί καλύτερα την ενότητα και τη συνέχεια του κειμένου, καθώς και το διαλογικό χαρακτήρα της ευχής της αναφοράς. Έτσι το «Σε υμνούμεν...» που ακολουθεί δεν είναι άσχετο με τη συνάφεια του κειμένου, αλλά γίνεται κατανοητό, εάν θεωρηθεί ως απόδοση της μετοχικής «προσφέροντες». Ακόμα και η συνέχεια της ευχής «έτι προσφέρομεν σοι» είναι η πιο λογική και πιο φυσική.

Με την αποδοχή της μετοχής στο «τα σά εκ των σών ...» και την μεταφορά του κυρίου ρήματος στο «Σε υμνούμεν...» αποκαθίσταται η φιλολογική τάξη, αλλά αποφεύγονται και άσκοπες λειτουργικές πράξεις τη στιγμή αυτή (σταυροειδής κίνηση των δώρων από τον διάκονο, ύψωση των δώρων από τον ιερέα) (73).

Αλλά και το «κατά πάντα και δια πάντα» έχει ερμηνευτικές δυσκολίες. Άλλοι το συνδέουν με το σώμα και αίμα του Κυρίου (Γερμανός). Νεότεροι δίνουν τοπική και χρονική σημασία στο «κατά πάντα» (κατά πάντα χρόνο ή κατά πάντα τόπο ) και το «διά πάντα» το σχετίζουν με όλες τις ευεργεσίες του Θεού για χάρη μας. Ο Καβάσιλας δεν ερμηνεύει τη φράση αυτή, αλλά τη βλέπει ως προσδιορισμό του «τα σά...». «Σα εστί κατά πάντα και διά πάντα». Δηλαδή αυτά που προσφέρουμε ειναι δικά σου «καθ’ ολα», «απολύτως», «εντελώς», «τελείως»(74).

«Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν...»
Ο ύμνος αυτός είναι πολύ παλιός, αποτελεί συνέχεια της ευχής της αναφοράς κι όπως στο προηγούμενο σχόλιο αναφέρουμε αποτελεί απόδοση της μετοχής «προσφέροντες». Αποτελεί ύμνο ευχαριστίας στο Θεό για όλες τις ευεργεσίες Του σε μάς.

Ο Γερμανός Κων/πόλεως τον ερμηνεύει ως δοξολογία στην αγία Τριάδα: «Σε υμνούμεν τον Θεόν και Πατέρα. Σε ευλογούμεν τον Υιόν και Λόγον. Σοί ευχαριστούμεν τω Αγίω Πνεύματι»(75). Ο Θεός Πατέρας είναι εκείνος, πρός τον οποίον γίνετε η αναφορά, ο Υιός και Λόγος είναι εκείνος, που θυσιάζετε «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που λειτουργεί τη θυσία της Εκκλησίας. Τα πάντα, και τη θεία λειτουργία, ενεργεί «ο Πατήρ δι’ υιού έν αγίω Πνεύματι».(76)

Βρισκόμαστε στο ιερότερο σημείο της θείας λειτουργίας, την επίκληση του Αγίου Πνεύματος προκειμένου να γίνει ο καθαγιασμός, η μεταβολή δηλαδή των δώρων σε σώμα και αίμα του Χριστού. Είναι η ώρα της ειχαριστιακής Πεντηκοστής. Οι λόγοι του Κυρίου «Λάβετε, φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες...», που λέχθηκαν «άπαξ», μια φορά δηλαδή, γίνονται πραγματικότητα σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και την ευδοκία του Πατρός.

«Όλα όσα έκανε ο Θεός, τα έκανε με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, έτσι ώστε και τώρα, η ενέργεια του Πνεύματος εργάζεται αυτά τα υπερφυσικά, τα οποία δεν μπορεί κανείς να τα καταλάβει παρά μόνο με την πίστη», λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός(77).
Και ο Καβάσιλας τονίζει πως ο Χριστός δεν θα παρήγγελλε «να κάμετε αυτό σε ανάμνηση μου, αν δεν επρόκειτο να χορηγήσει δύναμη ώστε να μπορούμε να το κάνουμε. Και ποιά είναι η δύναμη; Το Άγιο Πνεύμα»(78). Αυτή είναι η πίστη και η πράξη της Εκκλησίας. Η επίκληση είναι αναγκαία, όπως φυσικά και σε κάθε μυστήριο, γιατί το Άγιο Πνεύμα είναι η ζωή και η δύναμη της Εκκλησίας. Άλλωστε Εκκλησία και ευχαριστία ταυτίζονται. Κι όπως δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Άγιο Πνεύμα έτσι δεν νοείται κι ευχαριστία χωρίς την δική του αγιαστική αλλά και ενωτική παρουσία. Αυτό αγιάζει τους πιστούς, αλλά και τους ενώνει μεταξύ τους. Από τα πρώτα κιόλας σχόλια το τονίσαμε πως στη λειτουργία είναι παρούσα ολόκληρη η αγία Τριάδα. Αυτήν άλλωστε δοξολογούμε στη σύναξη μας.

Τώρα ιστορικά θα μπορούσαμε να επισημάνουμε πως η επίκληση υπάρχει σ’ όλες τις αρχαίες λειτουργίες της Ανατολής κ της Δύσης, εκτός από την Ρωμαϊκή λειτουργία. Η πιο αρχαϊκή μορφή επίκλησης υπάρχει στη λειτουργία (αναφορά) του Ιππολύτου (3ος αιώνας). Μαρτυρείται βέβαια πιο πρίν για πρώτη φορά από τον Άγιο Ειρηναίο (79) (2ος αιώνας), αλλά η ιδέα και ο πυρήνας της επίκλησης βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη «...για να είναι η προσφορά των εθνών ευπρόσδεκτη, αγιασμένη διά του Αγίου Πνεύματος»(80) και «το αίμα του Χριστού, ο οποίος, δια του αιωνίου πνεύματος, πρόσφερε τον εαυτό του άμωμη θυσία στο Θεό.»(81)

Η επίκληση τονίστηκε περισσότερο στα χρόνια που αμφισβητήθηκε η θεότητα του Αγίου Πνεύματος, την εποχή δηλαδή των δογματικών ερίδων που κατέληξαν στη συμπλήρωση του συμβόλου της πίστεως από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο (82). Ο Χριστός βέβαια καθαγίασε ο ίδιος με τα λόγια του ως Θεός τον άρτο και τον οίνο, αφού αυτός είναι ο ιδρυτής του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας. Πρώτα αγίασε τα δώρα και μετά είπε «Λάβετε, φάγετε...» κ.λ.π. Τώρα γιατί αργότερα, αλλά και σήμερα προηγούνται αυτά τα λόγια και ακολουθεί ο καθαγιασμός, η απάντηση βρίσκεται στα παρακάτω.

«Ο Κύριος στο μυστικό δείπνο πρώτα καθαγιάζει και κατόπιν προσφέρει. Η Εκκλησία αφηγηματικά αναφέρεται στην πράξη αυτή και στους λόγους του Κυρίου και θαρρούσα σε αυτήν και δυνάμει αυτής επικαλείται τη χάρη του Αγίου Πνεύματος για την επανάληψη και τελείωση του μυστηρίου και κατόπιν το προσφέρει προς κοινωνία. Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, κάνει και εκείνη το ίδιο· πρώτα καθαγιάζει και μετά προσφέρει. Η αντιστροφή είναι μόνο φαινομενική»(83).

Οι πνευματικοί καρποί της επίκλησης, η οποία δεν αφορά μόνο τα δώρα, αλλά και τον καθένα μας, είναι αυτοί που αναφέρει η ίδια η ίδια η ευχή. «’Ωστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσιν είς νήψιν ψυχής, είς άφεσιν αμαρτιών, είς κοινωνίαν του αγίου πνεύματος, είς βασιλείας ουρανών πλήρωμα, είς παρρησίαν την πρός σε». Μπορούμε δηλαδή να μιλήσουμε για μια νέα ζωή που συντελείται στο λειτουργημένο άνθρωπο. Η θεία λειτουργία, χάρη στην επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι μόνο ευχαριστιακή Πεντηκοστή, αλλά και ευχαριστιακή αναδημιουργία, ανάπλαση του ανθρώπου και του κόσμου.(84)»

Παραπομπές
(73) Ι.Μ. Φουντούλη, Ερμηνεία επτά δυσκόλων… σελ. 163
(74) ο.π. σελ. 164-165
(75) Γερμανού Κων/πόλεως, Ιστορία εκκλησιαστική… PG 98,437B
(76) Διονυσίου Λ. Ψαριανού. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Η Θεία Λειτουργια…, σελ. 340
(77) Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής… 13/86
(78) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν…, σ. 143
(79) PG 7, 1253
(80) Ρωμ. 15,16
(81) Εβρ. 9,14
(82) Π.Ν. Τρεμπέλα, Αι τρεις Λειτουργίαι σ. 111-112
(83) Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Γ σελ. 232
(84) Ι.Μ. Φουντούλη. Το Άγιο Πνεύμα εν τη λειτουργική ζωή… σελ. 67-85


(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή, εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 171-176)

«Ο ιερός Καβάσιλας, σχολιάζοντας το πριν από την αγία αφορά τμήμα, λέει πως ο ιερέας πλησιάζοντας προς την τελετή κι ευρισκόμενος στο σημείο να αγγίξει τη φρικτή θυσία καθαρίζει και προετοιμάζει τον εαυτό του και το λαό «με την προσευχή και την προς αλλήλους αγάπη και ομολογία της πίστεως» (52). Η προσευχή είναι η ευχή της προσκομιδής που αναλύσαμε. Η «προς αλλήλους αγάπη» είναι ο ασπασμός της ειρήνης και αγάπης για τον οποίο αμέσως θα μιλήσουμε. Και για την ομολογία της πίστεως θα αναφερθούμε στο επόμενο σχόλιο.

Το φίλημα της ειρήνης ή ασπασμός της αγάπης είναι πανάρχαιη λειτουργική πράξη και εμπειρία. Στην πρώτη Εκκλησία το παράγγελμα δινόταν με την φράση του Απ. Παύλου· «Ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω» (53). Τότε οι κληρικοί ασπάζονταν τον επίσκοπο και τους άλλους κληρικούς. Κατόπιν ο ασπασμός γινόταν από τον λαό. Οι άνδρες ασπάζονταν τους άνδρες και οι γυναίκες τις γυναίκες. Η κάθε γυναίκα και ο κάθε άνδρας ασπάζονταν τον διπλανό τους. Σήμερα αυτό γίνεται μόνο μεταξύ των ιερέων, όταν φυσικά γίνεται συλλείτουργο. Στηρίζεται στα λόγια του Χριστού (54), σύμφωνα με τα οποία δεν είναι δυνατόν να προσφέρει κανείς το δώρο του στο θυσιαστήριο, εάν προηγουμένως δεν έχει συγχωρεθεί με τον αδελφό του. Το πνεύμα αυτό του Χριστού περνά στη λατρεία και γίνεται λειτουργικό βίωμα. Δεν είναι μια τυπική και συμβολική ενέργεια, αλλά είναι απόδειξη της λειτουργικότητας, της κοινωνικότητας και ενότητας της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού. Δεν πρόκειται για εκδήλωση μιας επιφανειακής και ιδιοτελούς αγάπης, αλλά για έκρηξη εσωτερική που σπάει την ατομικότητά μας και δηλώνει «την ταυτότητα όλων με όλους και πρώτα του καθενός με τον εαυτό του και το Θεό» (55). Είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος και πρόγευση της μελλοντικής καθολικής αγάπης και ενότητας.

Το «Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα…» που ψάλλεται μετά το «Αγαπήσωμεν αλλήλους…» δεν έχει σχέση με τον ασπασμό, αλλά με την ομολογία της πίστεως. Η φράση αυτή είναι μεταγενέστερη. Μάλλον εδώ ψαλλόταν ο ψαλμικός στίχος «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου…» (56) που ταιριάζει πιο πολύ στο φίλημα της ειρήνης και της αγάπης. Το «Αγαπήσωμεν…» διατηρείται σήμερα στα συλλείτουργα (57).

Ακολουθεί η ομολογία πίστεως από όλους του πιστούς με την απαγγελία από τον κλήρο και το λαό του «συμβόλου της πίστεως». Το «πιστεύω» μπήκε στη λειτουργία τον 6ο αιώνα από το βάπτισμα και αποτελεί σύνοψη της πίστεως της Εκκλησίας. Η ένταξή του στην ευχαριστιακή σύναξη δηλώνει πως η ενότητα είναι δυνατή μέσα στη θεία ευχαριστία, όπου λειτουργείται και ιερουργείται το μυστήριο της πίστης μας, το μυστήριο της παναγίας Τριάδος.

Το παράγγελμα πριν από το «πιστεύω», «Τας θύρας, τας θύρας», απευθύνεται προς αυτούς που ήταν υπεύθυνοι να επιτηρούν τις πόρτες του ναού, για να μην μπει μέσα κανείς που δεν είχε ακόμη μυηθεί στην πίστη. Το «εν σοφία πρόσχωμεν» αφορά όλους τους πιστούς ώστε να είναι σε προσοχή για την ομολογία της πίστεως.

Την ώρα του «συμβόλου της πίστεως» γινόταν η αποκάλυψη και ο «ριπισμός των τιμίων δώρων». Πάνω δηλαδή από τα δώρα κουνούσαν οι διάκονοι τα ριπίδια, ειδικά αντικείμενα σαν εξαπτέρυγα, από φτερά παγωνιού ή και μεταλλικά, για πρακτικούς σκοπούς· «Για να απομακρύνονται δηλαδή από τα ιερά σκεύη τα διάφορα έντομα που κατά τους θερινούς ιδίως μήνες αφθονούσαν στις χώρες της Ανατολής, δεν λείπουν δε και μέχρι σήμερα από τους ναούς μας» (58). Αυτό γινόταν μέχρι τον 14ο αιώνα. Σήμερα βλέπουμε τον ιερέα να κουνάει τον «αέρα» την ώρα του συμβόλου της πίστεως και λίγοι ξέρουν πως αυτό είναι ο παλιός «ριπισμός». Λόγοι πρακτικοί μια και δεν ήταν πάντοτε δυνατή η παρουσία διακόνων, ανάγκασαν τους ιερείς να ριπίζουν με τον «αέρα». Τα εξαπτέρυγα που βρίσκονται πίσω από την αγία Τράπεζα είναι ακριβώς τα παλιά ριπίδια.
Με ορθή λοιπόν πίστη κα πραγματική αγάπη, που υποδηλώνουν τα όσα προαναφέραμε, βαδίζουμε προς το μυστήριο της πίστεως κα της αγάπης, τη θεία ευχαριστία.

H αγία αναφορά είναι το ουσιαστικότερο τμήμα της θεία Λειτουργίας. Όλα όσα προηγήθηκαν δεν είναι παρά στάδια προετοιμασίας για την αναφορά. Λέγεται έτσι γιατί η θυσία αναφέρεται προς το Θεό (59). Τα τίμια δώρα δεν προσκομίζονται μόνο στο επίγειο θυσιαστήριο για καθαγιασμό, αλλά αναφέρονται, ανυψώνονται στο ουράνιο θυσιαστήριο. Εκεί όπου παραστέκουν «χιλιάδες αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων». Η αγία αναφορά κανονικά αρχίζει από τη φράση «Άξιον και δίκαιον…» μέχρι την εκφώνηση «και έσται τα ελέη…». Στο τμήμα αυτό της θείας Λειτουργίας μπορούμε να διακρίνουμε τα εξής μέρη: 1) την ευχαριστήρια ευχή με τον επινίκιο ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος…». 2) την ανάμνηση της «θείας οικονομίας» και του μυστικού δείπνου με τα λόγια της σύστασης του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας 3) την επίκληση του αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό των δώρων 4) τα δίπτυχα, δηλαδή το μνημόσυνο και τη δέηση για όλους, ζώντες και νεκρούς· για τη στρατευομένη και θριαμβεύουσα Εκκλησία….

Το «Στώμεν καλώς…» για τον Καβάσιλα σημαίνει σταθερότητα στην πίστη και την ομολογία που κάναμε προηγουμένως με το «σύμβολο της πίστεως». Γιατί πολλοί είναι αυτοί που αμφισβητούν τη γνησιότητα της πίστης. Για άλλους ερμηνευτές το «Στώμεν καλώς…» έχει σχέση με όσα θα συμβούν παρακάτω. Χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Ανδίδων λέει πώς πρέπει να στεκόμαστε την ώρα αυτή, «νηφότως και ευσταθώς», ξάγρυπνοι και σταθεροί, επειδή βλέπουμε το Θεάνθρωπο να πάσχει για μας (60). Ο ψυχικός μας κόσμος να είναι σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε τη θυσία με ειρήνη. Συμφιλιωμένοι δηλαδή με το Θεό, τον εαυτό μας και τους άλλους. Έτσι θα αξιωθούμε να δούμε την ανάστασή του και να γεμίσουμε από τη χαρά που πηγάζει αό αυτήν (61). Και ο λαός απαντά «Έλεον ειρήνης…» που κατά τον Καβάσιλα σημαίνει ότι «προσφέρουμε, όχι μόνο με ειρήνη, αλλά και την ίδια την ειρήνη αντί άλλου δώρου και άλλης θυσίας». Ο έλεος, δηλαδή η αγάπη, είναι καρπός της πραγματικής ειρήνης (62).

Ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ ιερέα και λαού είναι πολύ παλιά λειτουργική συνήθεια, με ορισμένες βέβαια παραλλαγές στις διάφορες λειτουργίες. Είναι ζωντανός, εκφραστικός και με πλούσιο περιεχόμενο. Καταξιώνει για ακόμη μία φορά το ρόλο και τη θέση του λαού στη θεία λειτουργία. Αρχίζει με την αποστολική ευλογία «Η χάρις του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού…» (63).

Η ευλογία αυτή, πάλι κατά τον Καβάσιλα, προξενεί σε μας «τα από της αγίας Τριάδος αγαθά»· από τον μεν Υιό χάρη, από τον Πατέρα αγάπη και το άγιο Πνεύμα κοινωνία (64). Αφού ο λαός ευχηθεί το ίδιο και για τον ιερέα, ακούει από τα χείλη του την προτροπή «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Είναι η στιγμή τέτοια που απαιτεί να υψώσουμε την καρδιά μας κι όλο μας το είναι προς τα πάνω, προς το Θεό. Και ο διάλογος τελειώνει με την προτροπή «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Η ευχαριστία είναι το φυσικό επακόλουθο αυτής της κατανυκτικής ατμόσφαιρας και της επιβεβαίωσης πως η καρδιά μας ελεύθερη από τα γήινα είναι εκεί όπου «ο Χριστός είναι στα δεξιά του Θεού καθισμένος» (65). Κι αφού όλοι συμφωνήσουν πως αυτό είναι «άξιο και δίκαιο», ο ιερέας προσφέρει την ευχαριστία στο Θεό.

Η ευχή της αγίας αναφοράς αρχίζει με ευχαριστία προς τον Θεό Πατέρα για όλα τα αγαθά φανερά και αφανή που μας έδωσε, γιατί μας δημιούργησε από το μηδέν και μας ανέστησε πάλι μετά την πτώση μας, χαρίζοντάς μας την μέλλουσα βασιλεία. Ακόμη γιατί μας αξιώνει να τελούμε την λειτουργία, μολονότι παραστέκουν δίπλα του χιλιάδες και μυριάδες άγγελοι. Η ευχαριστιακή αναφορά συνεχίζεται με την εκφώνηση του ιερέα που μας καλεί να ψάλλουμε τον επινίκιο ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος…». Ο ύμνος αυτός έχει βιβλικές καταβολές. Πρόκειται για το δοξολογικό ύμνο των αγγέλων όπως τον περιγράφει ο Ησαΐας (66) και τον θριαμβευτικό ύμνο (67) υποδοχής του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Τα δύο αυτά κομμάτια γίνονται μια λειτουργική φωνή που υπάρχει στις περισσότερες αρχαίες λειτουργίες. «Η τριπλή αναφώνηση του «άγιος», που περιέχει η ιερή υμνολογία, από μέρους όλου του πιστού λαού δείχνει την ένωση και ισοτιμία μας με τις ασώματε και νοερές δυνάμεις, που θα φανεί στο μέλλον» (68). Οι δύο κόσμοι, ο αγγελικός και ο ανθρώπινος, ενώθηκαν και «κοινήν την ευφημίαν (=δοξολογία) εποιήσαντο» (69). Δοξολογούμε τον τριαδικό Θεό όπως και οι άγγελοι, με τους οποίους θα συζήσουμε στον μέλλοντα αιώνα και ταυτόχρονα υποδεχόμαστε θριαμβευτικά στην ευχαριστιακή μας σύναξη αυτόν που εκούσια έρχεται για να θυσιαστεί.

Η ευχή μας υπενθυμίζει στο σημείο αυτό την αγάπη του Θεού για τον κόσμο, κάτι που έγινε πράξη με τη σάρκωση του Υιού του. κάνει λόγο για όλο το έργο της θείας οικονομίας και διηγείται το μυστικό δείπνο επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί τα λόγια του Κυρίου «Λάβετε, φάγετε…» και «Πίετε εξ αυτού πάντες…» (70), με τα οποία συνέστησε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, το οποίο τελούμε σε κάθε λειτουργία σύμφωνα με την εντολή του Χριστού· «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (71). Εκείνο που έγινε τότε στο μυστικό δείπνο γίνεται κάθε φορά στη θεία λειτουργία, αφού είναι η ίδια Τράπεζα και η ίδια θυσία· «ουκ άλλην θυσίαν… αλλά την αυτήν αεί ποιούμεν» (72). Κάνουμε δηλαδή πάντοτε την ίδια θυσία· ο μυστικός δείπνος συνεχίζεται, για αυτό είναι αναγκαία και τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας.

Η λέξη «μεμνημένοι» μας επιτρέπει να πούμε λίγα λόγια παραπάνω για το τμήμα αυτό της ευχής της αναφοράς που λέγεται ανάμνηση. Έχει ήδη αρχίσει από λίγο πριν, αλλά εδώ μέσα σε λίγες φράσεις ανακεφαλαιώνει κατά κάποιο τρόπο όλα εκείνα που «θυμούμαστε» την ιερή αυτή στιγμή. Το περί σωτηρίου εντολής αναφέρεται ασφαλώς στο λόγο του Κυρίου «τούτο ποιείτε εις την εμην ανάμνησιν»… Αντικείμενο βέβαια της ανάμνησής μας δεν είναι μόνο ο μυστικός δείπνος, αλλά και ο σταυρός, ο τάφος, η ανάσταση, η ανάληψη, η δεύτερη και ένδοξη παρουσία. Όλα αυτά τα γεγονότα της αγάπης του για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Μόνο που η ανάμνησή τους μέσα στη θεία λειτουργία δεν έχει το χαρακτήρα μιας απλής τελετής ή μιας ιστορικής ανάπλασης και συμβολικής αναπαράστασης για να θαυμάζουμε το παρελθόν, αλλά είναι λειτουργική ανάμνηση όλων όσων έκανε ο Χριστός εκούσια για μας. Πραγματική ιερουργία δηλαδή του πάθους και της ανάστασής Του. Οι πιστοί τελώντας τη θεία λειτουργία βιώνουν το μυστήριο του σταυρού και της ανάστασης και γίνονται κοινωνοί σε αυτό. Αυτή είναι η πραγματική έννοια της ανάμνησης».

Παραπομπές
(52) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν… σ. 133
(53) Α Κορινθ. 16,20
(54) Ματθ. 5,23-24
(55) Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία… σ. 227
(56) Ψαλμ. 17,1
(57) Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Δ', Θεσσαλονίκη 1982, σ. 83-86
(58) Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις..., τ. Α', Θεσσαλονίκη 1973, σ. 92
(59) Εβρ. 7,27 και Α Πετρ. 2,5
(60) Θεοδώρου Ανδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης… PG 140. 444D
(61) Θεοδώρου Ανδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης… PG 140. 444D
(62) Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν… σ. 136
(63) Β Κορινθ. 13,14
(64) Νικολάου Καβάσιλα ο.π. σ. 136
(65) Κολοσ. 3,1
(66) Ησ. 6,3
(67) Ματθ. 21,9
(68) Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία… σ. 205
(69) Ι. Χρυσοστόμου, εις τον προφήτην Ησαΐαν κεφ. 6 PG 56,71
(70) Ματθ. 26,26-28, Μαρκ. 14,22-24, Λουκ. 22,19 εξης, δες A Koρ. 11,24,26
(71) Λουκ. 22,29, Α Κορ. 11,24
(72) Ι. Χρυσοστόμου, εις την προς Εβραίους ομιλ 17 κεφ. 10 PG 63,131

(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 160-170)

Ο χερουβικός ύμνος
«Με τα όσα έγιναν μέχρι τη στιγμή αυτή στη Θεία Λειτουργία –με τις ευχές, τους ύμνους, τη μικρή Είσοδο, τα ιερά αναγνώσματα- παρακολουθήσαμε το Χριστό να έρχεται στη Σύναξη της Εκκλησίας, να θαυματουργεί, να κηρύττει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Με τη μεγάλη Είσοδο ο Χριστός εισέρχεται στην αγία Πόλη για να θυσιαστεί. «Κουβαλώντας την αμαρτία του κόσμου» ανεβαίνει τον Γολγοθά. Έτσι με τη μεγάλη Είσοδο αρχίζει η καθαυτή ιερουργία του Μυστηρίου.

Μεγάλη είσοδο ονομάζουμε μια σειρά από ύμνους, ευχές και πράξεις του λειτουργού και του λαού. Ο λαός αρχίζει να ψάλλει τον χερουβικό ύμνο και ταυτόχρονα ο λειτουργός λέει την ευχή του χερουβικού ύμνου.

Με τον χερουβικό ύμνο η Εκκλησία μάς καλεί να προετοιμαστούμε για την υποδοχή του Βασιλέως της δόξης που εισέρχεται στην αγία Πόλη. Μας καλεί να ετοιμαστούμε για να συμπορευτούμε μαζί Του στο δρόμο του μαρτυρίου και να σταθούμε κοντά Του στο Σταυρό μαζί με την Παναγία Μητέρα Του και τον μαθητή τον οποίο αγαπούσε. Ας αποθέσουμε τη στιγμή αυτή (νυν =τώρα), λέει ο ύμνος, κάθε μέριμνα βιοτική, γιατί πρόκειται να υποδεχτούμε τον Βασιλέα των όλων. Μας προτρέπει δηλαδή η αγία μας Εκκλησία με τον ύμνο αυτόν να κάνουμε την έξοδο από τον κόσμο των βιοτικών πραγμάτων, για να μπορέσουμε να κάνουμε τη μεγάλη είσοδο στο χώρο της παρουσίας του Χριστού: «Βγήκαν από την Περσία οι μάγοι (για να πάνε να προσκυνήσουν το Χριστό)· βγες εσύ από τα βιοτικά πράγματα και περπάτησε προς τον Ιησού», λέει ο ιερός Χρυσόστομος (226).
Ο ίδιος άγιος Πατήρ μάς υποδεικνύει και τη δύναμη που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να βγούμε έξω από τα πρόσκαιρα και ορατά· είναι ο πόθος του Θεού.

«Εάν κανείς έχει φλογερό πόθο προς τον Θεό δεν ανέχεται πλέον να βλέπει αυτά που υποπίπτουν στην αντίληψη των σωματικών οφθαλμών, αλλά αφού απέκτησε άλλους οφθαλμούς, εννοώ αυτούς της πίστης, εκείνα φαντάζεται πάντα και προς εκείνα έχει στραμμένη τη σκέψη του, αν και βαδίζει στη γη, είναι σαν να ζει εκεί και κατορθώνει με αυτόν τον τρόπο τα πάντα… και επιθυμεί να ανέβει από τη γη στον ουρανό, όλα όσα βλέπει τα παραμελεί και αφιερώνεται στο δρόμο και δεν σταματά νωρίτερα, ούτε σαγηνεύεται από κάτι που βλέπει, μέχρις ότου μπορέσει να ανεβεί στην ίδια την κορυφή» (227)

Βιαζόμαστε να φθάσουμε στην κορυφή του Γολγοθά για να γιορτάσουμε τη γιορτή του Χριστού. Γι αυτό εγκαταλείψαμε τα βιοτικά: «Διότι αυτή είναι αληθινή γιορτή, όπου υπάρχει σωτηρία ψυχών, όπου ειρήνη και ομόνοια, όπου κάθε βιοτική φαντασία αποδιώχτηκε, όπου κραυγή και θόρυβος, και μαγείρων τρεξίματα και των αλόγων ζώων σφαγές έχουν φύγει απ τη μέση, αλλά υπάρχει κάθε ηρεμία και γαλήνη, και αγάπη, και χαρά, και ειρήνη, και πραότητα, και μύρια αγαθά αντί για εκείνα καλλιεργούνται» (228).

Αποθέτουμε λοιπόν τώρα κάθε μέριμνα βιοτική και βαδίζουμε μαζί με το Χριστό. Ή μάλλον αποθέτουμε κάθε μέριμνά μας στα χέρια του Χριστού. Παραθέτουμε σ’ Αυτόν τη ζωή μας. Κι Αυτός σηκώνει το φορτίο μας και ανεβαίνει στο Γολγοθά. Και μεριμνά Αυτός για τις ανάγκες της ζωής μας: «Εάν κάθε μέριμνά σας, μας λέει ο Κύριος με το στόμα του αββά Ισαάκ, την δείξετε για τη βασιλεία των ουρανών, δεν θα σας στερήσω από αυτά που έχει ανάγκη η φύση σας που είναι ορατή». Κι αλλού λέει πάλι: «Η ψυχή που μια φορά απέθεσε τον εαυτό της στο Θεό με πίστη και δοκίμασε πού και γεύτηκε τη βοήθειά Του, δεν φροντίζει ξανά για τον εαυτό της· αλλά φιμώνεται από την έκπληξη και τη σιωπή» (229).

Ο ιερός Χρυσόστομος μας λέει, ότι «η ψυχή που δεν έμαθε να καταφρονεί τα μικρά και τα βιοτικά, δεν θα μπορέσει να θαυμάσει τα ουράνια». Κι εκείνοι που γεύτηκαν τη χάρη των ουρανίων μας προτρέπουν: Αδελφοί, «κανένας να μην μπει στο Ναό έχοντας βιοτικές φροντίδες, κανένας περισπασμένος, κανένας φοβισμένος. Αλλά αφού όλα αυτά τα αφήσουμε έξω, μπροστά στις πόρτες του Ναού, τότε ας μπούμε όλοι μέσα. Γιατί μπαίνουμε στα ανάκτορα των ουρανών, πατούμε τόπους που αστράφτουν» (230).

Σ’ αυτούς τους αστραφτερούς τόπους μετέφερε το λειτουργό παπα-Τύχωνα ο φύλακάς του άγγελος την ώρα του Χερουβικού. Έλεγε με τα λίγα του ελληνικά ο ρώσος ιερεάς: «Την ώρα του Χερουβικού φύλακας άγγελος ανεβάσει. Μετά από μισή ώρα φύλακας άγγελος κατεβάσει». Διεπίστωνε τότε ο άγιος του Θεού ότι βρισκόταν στη μέση της θείας Λειτουργίας κι έπρεπε να συνεχίσει: «Πω, πω εγώ λειτουργήσει» και συνέχιζε τη θεία Λειτουργία. «Γέροντα, τον ρώτησαν, τι έβλεπες και τι άκουγες τη μισή εκείνη ώρα;» Κι ο γέροντας απάντησε: «Χερουβίμ-Σεραφείμ δοξολογούσε Θεό».
Δορυφορούμενος (περιστοιχισμένος) από τα αγγελικά τάγματα μπαίνει ο Κύριος στην αγία Πόλη, την επουράνια Ιερουσαλήμ, για να σφαγιαστεί. Μπροστά σε αυτό το γεγονός της ύψιστης θυσίας, η Εκκλησία μάς καλεί να σιγήσουμε:
«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω. Ο γαρ Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων προσέρχεται σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς. Προηγούνται δε τούτου οι χοροί των αγγέλων μετά πάσης αρχής και εξουσίας, τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, τας όψεις καλύπτοντα και βοώντα τον ύμνον. Αλληλούια»[Χερουβικός Ύμνος Μεγάλου Σαββάτου](=Ας σιγήσει κάθε θνητή σάρκα και ας σταθεί με φόβο και τρόμο και τίποτε από τη γήινη ζωή μας να μην σκέφτεται. Γιατί ο Βασιλεύς των Βασιλέων και Κύριος των κυριάρχων της γης έρχεται για να σφαγιασθεί και να δοθεί ως τροφή στους πιστούς. Προηγούνται Αυτού οι χοροί των αγγέλων μαζί με όλες τις Αρχές και τις Εξουσίες, τα Χερουβείμ με τα πολλά μάτια και τα Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες, που καλύπτουν τα πρόσωπά τους και ψάλλουν δυνατά τον ύμνο: Δοξολογείστε το Θεό»(231).

Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι

Για να πάρει στα χέρια του τα Τίμια Δώρα ο λειτουργός, πρέπει να περάσει από το στάδιο της μετανοίας: πλησιάζει το άγιο θυσιαστήριο μετανοώντας όπως ο άσωτος υιός. Ο ψαλμός της μετανοίας, που λέει καθώς θυμιάζει, τα κατανυκτικά τροπάρια, η προσκύνηση του αγίου θυσιαστηρίου και της αγίας πρόθεσης, η εκζήτηση συγγνώμης από το Θεό, από τους συλλειτουργούς, από το λαό, όλα αυτά εξωτερικεύουν τα αισθήματα της μετανοίας του λειτουργού.

Με το παράδειγμά του είναι σαν να υποδεικνύει τον ίδιο δρόμο στους πιστούς· επομένως κατ’ αυτήν την έννοια «εικονίζει τον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάνη, ο οποίος άρχισε να κηρύττει πρν από το Χριστό λέγοντας· Μετανοείτε γιατί έφτασε η Βασιλεία των ουρανών» (234). Ο λειτουργός –εικόνα του Βαπτιστού- μας παρακινεί να ετοιμάσουμε την οδόν Κυρίου, δηλαδή το δρόμο που περνάμε για να φτάσουμε κοντά στο Χριστό. Και ο δρόμος αυτός είναι η μετάνοια. Έτσι, καθώς ετοιμαζόμαστε για την μεγάλη Είσοδο, λαός και λειτουργός, ζούμε εν μετανοία την αναμονή του Χριστού. Ο λειτουργός, όπως ο Τίμιος Πρόδρομος, «ενεργεί το βάπτισμα μέσω της μετάνοιας». «Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό για μετάνοια». Στη συνέχεια ο Χριστός θα μας προσφέρει τη ζωή του: «Αυτός όμως που έρχεται πίσω μου… θα σας βαπτίσει ε Πνεύμα άγιο και φωτιά» (235). «Αυτός που είναι ολόκληρος φωτιά απρόσιτη που δεν την αντέχουν οι άγγελοι», προσφέρεται ως τροφή των πιστών. Και ο κάθε πιστός «χαίροντας και τρέμοντας ταυτόχρονα μεταλαμβάνει της φωτιάς… δροσιζόμενος με τρόπο ανέκφραστο» (236).

Με τη μετάνοια πλησιάζουμε τη Ζωή: «Όποιος είναι άγιος ας προσέλθει· όποιος όμως δεν είναι, ας γίνει με τη μετάνοια», λέει ο λειτουργός στη λειτουργία των Αποστολικών Διαταγών καθώς καλεί τους πιστούς να κοινωνήσουν. Η αμαρτία γέννησε το θάνατο, η μετάνοια ανοίγει το δρόμο της Ζωής: «Η αμαρτία είναι θάνατος. Και ποιος είναι αυτός που θα πεθάνει από αυτήν και θα αναστηθεί μονάχος του; Απολύτως κανείς» (237). Καταφεύγουμε λοιπόν με την μετάνοια στον Αναμάρτητο που είναι η Ανάσταση και η ζωή.
Δια της μετανοίας μπαίνουμε στη θεία Λειτουργία. Η θεία Λειτουργία είναι η έξοδος από την αμαρτία και η είσοδος στην Βασιλεία: «Από τη γη Χαράν βγες από την αμαρτία ψυχή μου, έλα σε γη που ρέει αιώνια αφθαρσία» (238).

Σύμφωνα με το αρχαιότερο λειτουργικό κείμενο ο λειτουργός λέει: «Ελθέτω χάρις και παρελθέτω ο κόσμος (=ας έλθει η χάρη και ας φύγει ο κόσμος)»(239). Σ’ αυτό το χώρο της χάριτος μας οδηγεί η θεία Λειτουργία. Εκεί επιδιώκει να φθάσουμε και ο άγιος Μάξιμος, όταν μας προτρέπει αφού αφήσαμε ήδη τα βιοτικά να αποσπαστούμε και από τα αισθητά. Για τον μεγάλο αυτόν μύστη των θείων πραγμάτων και μυσταγωγό των πιστών, η μεγάλη Είσοδος είναι η αρχή και ο πρόλογος «της καινούργιας διδαχής που θα γίνει στους ουρανούς σχετικά με την Οικονομία του Θεού για μας και η αποκάλυψη του μυστηριόυ της σωτηρίας μας, που είναι κρυμμένο στα άδυτα της θεϊκής μυστικότητας» (240). Μια διδαχή που γίνεται με την πράξη της θυσίας του Διδασκάλου. Πράξη που φωτίζει το λόγο Του.

Ο θεός Λόγος μας οδηγεί τώρα «προς την θέαση των νοητών» (241). Η πράξη του Σταυρού και της Αναστάσεως μας οδηγεί στην άρρητη θέα της μιας και ενιαίας θείας Οικονομίας. Θέα την οποία με πληρότητα θα απολαύσουμε στον ουρανό».

Παραπομπές
(225) Ο χερουβικός ύμνος ορίστηκε να ψάλλεται στην εκκλησία από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο (6 ος αιώνας). Η φράση πασαν νυν βιοτικήν, μαρτυρείται από όλους τους παλαιούς κώδικες της θεία Λειτουργίας, καθώς και από τις αρχαίες μεταφράσεις της στη σλαβωνική, στην αραβική και στη ρουμανική. Επίσης και άλλου ύμνοι, που ψάλλονται αντί του Χερουβικού, τονίζουν την ιερότητα της στιγμής αυτής: Νυν αι δυνάμεις των ουρανων, Σιγησάτω πάσα σαρξ… (Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Β σελ. 225-27)
(226) Μ 48,754
(227) Μ53, 259
(228) Ιερός Χρυσόστομος, Μ 53,21
(229) Αββάς Ισαάκ, σελ. 159 και 250 – Ματθαίος 6,33
(230) Μ 47,414 και 56, 108-109
(231) Χερουβικός Ύμνος μεγάλου Σαββάτου
(234) Γερμανός Κων/πόλεως, Μ 98,401 Α – Ματθαίος 3,2
(235) Γερμανός Κων/πόλεως, Μ 98,408 Β – Ματθαίος 3,11
(236) Συμεών Νέος Θεολόγος, SC 174,172 – Ακολουθία Θ. Μεταλήψεως
(237) Β 2,125 - Συμεών Νέος Θεολόγος, SC 113,18
(238) Τρίτη ωδή μεγάλου κανόνος
(239) Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων Β 2, 218
(240) Μυσταγωγία σελ. 198
(241) ο.π. σελ. 188
(Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία Σχόλια, Εκδ. Δόμος, σελ. 216-219 & 223-225 [υπογραμμίσεις δικές μας και μετάφραση των αρχαίων κειμένων])

«Το τμήμα αυτό της θείας λειτουργίας ονομάζεται «προσκομιδή» ή «μεγάλη είσοδος». Προσκομιδή, γιατί εδώ γινόταν αρχικά η προετοιμασία των δώρων, η γνωστή ακολουθία της προθέσεως, η οποία για λόγους πρακτικούς, για να υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη άνεση προκειμένου να μεταφερθούν τα δώρα στο θυσιαστήριο, μετατέθηκε πριν από τη θεία λειτουργία.

Μεγάλη είσοδος δε, σ' αντίθεση με τη μικρή λεγόμενη είσοδο μετά του Ευαγγελίου, για την οποία ήδη μιλήσαμε. Η είσοδος εδώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά των δώρων από την πρόθεση στο θυσιαστήριο, την Αγία Τράπεζα. Η πράξη αυτή αρχικά ήταν απλή. Γινόταν μόνο από τους διακόνους, τους οποίους περίμενε στο θυσιαστήριο ο επίσκοπος. Από τον 6ο αιώνα η μεταφορά έγινε επισημότερη και μεγαλοπρεπέστερη, αφού συμμετείχαν οι ιερείς ακόμη και ο αυτοκράτορας. Η επισημότητα αυτή έδωσε το χαρακτηρισμό «μεγάλη», σ' αντίθεση με την «μικρή», που όπως είχαμε πει στο αντίστοιχο σχόλιο έχασε σιγά σιγά το αρχικό της νόημα. Από τον 14ο μάλιστα αιώνα φαίνεται για πρώτη φορά σε γραπτά κείμενα αυτή η διάκριση.

Σήμερα βλέπουμε να πλαισιώνουν τη «μεγάλη είσοδο» ορισμένα χαρακτηριστικά λειτουργικά στοιχεία. Ο χερουβικός ύμνος, η ευχή του χερουβικού, η λιτανευτική πομπή με τελική κατάληξη την απόθεση των δώρων στην αγία Τράπεζα. Ακολουθούν τα πληρωτικά και η ευχή της προσκομιδής. Ας τα δούμε όμως σύντομα ένα-ένα. Ο χερουβικός ύμνος μπήκε στη θεία λειτουργία τον 6ο αιώνα (573-4), για να καλύψει το χρόνο προετοιμασίας του ιερέα για την είσοδο (την ώρα της ψαλμωδίας του διαβάζεται η ευχή, γίνεται η θυμίαση, η νίψη των χεριών που είναι σύμβολο καθαρότητας, και γίνεται η αίτηση συγχώρησης από το λαό). Ο ύμνος αρχικά ψαλλόταν τρεις φορές και είναι εμπνευσμένος από τον 23ο ψαλμό «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής...), στον οποίο υπάρχει ο στίχος «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης» (στιχ. 7). Ο ψαλμός αυτός είναι το πιο παλιό χερουβικό. Ψαλλόταν αντιφωνικά την ώρα της μεγάλης εισόδου, σε εποχή που αυτή απέκτησε μεγαλοπρεπέστερο χαρακτήρα.

Ο χερουβικός ύμνος πέρα από την πρακτική του σημασία μας προετοιμάζει και για την υποδοχή του βασιλιά της δόξας. Η μεταφορά των δώρων από την αγία πρόθεση «και η τούτων προς το θυσιαστήριον είσοδος, κατά τον χερουβικόν, την από Βηθανίας προς την Ιερουσαλήμ δηλοί του Κυρίου εισέλευσιν», λέει ο Θεόδωρος Ανδίδων. Και ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων υπογραμμίζει πώς «τα άγια από της προθέσεως έως του θυσιαστηρίου προέρχονται, εις τύπον της του κόσμου διαγωγής του Χριστού έως της ταφής αυτού». Οι συμβολισμοί βέβαια είναι μεταγενέστεροι της πράξης, αλλά τονίζουν την ιδιαιτερότητα και την ιερότητα της συγκεκριμένης λειτουργικής στιγμής.

Η μεγάλη είσοδος είναι τύπος, σύμβολο της πορείας του Χριστού προς το πάθος. Επομένως και η δική μας στάση πρέπει να είναι ανάλογη. Εισέρχεται ο βασιλιάς της δόξας. Ο Χριστός έρχεται για να θυσιαστεί, συνοδευόμενος από τα αγγελικά τάγματα. Κι εμείς εικονίζουμε τους αγγέλους και πρέπει να αφήσουμε «εδώ και τώρα» κάθε βιοτική μέριμνα για να τον υποδεχτούμε.

Η ευχή «Ουδείς άξιος...» είναι κι αυτή μεταγενέστερη στη βυζαντινή λειτουργία. Αφορά μόνο τον ιερέα (γι' αυτό λέγεται και μυστικά) και τον προετοιμάζει για το μυστήριο της ευχαριστίας. Απευθύνεται στο Χριστό και όχι στο Θεό Πατέρα, όπως συμβαίνει με τις πιο πολλές ευχές της λειτουργίας. Προήλθε από την αλεξανδρινή λειτουργία του Αγίου Γρηγορίου (γύρω στον 8ο αιώνα.). Η θέση της εκεί ήταν μετά την απόθεση των τιμίων δώρων στην αγία Τράπεζα. Χαρακτηριστική σε νόημα είναι η εκφώνησή της, «Σύ γαρ εί ο προσφέρων και προσφερόμενος...». Σ' αυτή «κλείνεται όλη η θεολογία για την ιερωσύνη του Χριστού, που είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός στη θεία λειτουργία είναι και ο ιερέας που λειτουργεί και ο αμνός που προσφέρεται»(46).

Στη λιτανευτική πομπή που γίνεται στο «ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι...», κατά την ψαλμωδία δηλαδή του χερουβικού ύμνου, οι λειτουργοί κρατούν τα δώρα κατά τον εξής τρόπο, ο διάκονος το δίσκο με τον αμνό στο ύψος της κεφαλής του και ο ιερέας το άγιο ποτήριο με τον οίνο σε κανονικό ύψος.

Η πομπή παλιά γινόταν σιωπηλά. Αργότερα οι λειτουργοί έλεγαν διάφορα τροπάρια και ψαλμούς (τον 50ο και τον 23ο) και από τον 12ο αιώνα μπήκε η φράση που ακούγεται και σήμερα «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός...». Λεγόταν μεγαλόφωνα από τον ιερέα και από τον διάκονο και μάλιστα πολλές φορές και όχι μία. Η πομπή, αφού περάσει ανάμεσα από τον λαό καταλήγει στην αγία Τράπεζα, χωρίς να γίνει καμία μνημόνευση ονομάτων στην ωραία πύλη. Τα δώρα σκεπάζονται με το κάλυμμα που λέγεται «αέρας».

Η απόθεση των αγίων στην αγία Τράπεζα αποτελεί μίμηση τη στιγμή εκείνη του στρωμένου ανωγείου, μετά από λίγο και της υψώσεως πάνω στο σταυρό, και στο τέλος εικονίζει την ταφή και την ανάσταση και την ανάληψη του Κυρίου.(48)

Ο χερουβικός ύμνος τελειώνει με το «ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν». Μετά τη μεγάλη είσοδο συνηθιζόταν παλιά το κλείσιμο της ωραίας πύλης (καταπέτασμα). Είναι η πράξη που συμβολίζει το σφράγισμα του τάφου του Χριστού. Στο Άγιον Όρος κλείνει μέχρι το «Μετά φόβου...». Στις ενορίες δεν κλείνει παρά μόνο στο κοινωνικό, για να μπορούν οι πιστοί να συμμετέχουν καλύτερα, βλέποντας τι γίνεται την ώρα αυτή στη θεία λειτουργία».
Παραπομπές
(46) Διονυσίου Λ. Ψαριανού. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Η Θεία Λειτουργια…, σελ. 263
(47) Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Γ σελ. 99-102
(48) Θεοδώρου Ανδίδων, προθεωρία… PG 140, 441C

(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 155-159)

Άγγελοι και άνθρωποι συμμίγνυνται

«Μέχρι τον έβδομο αιώνα η θεία Λειτουργία άρχιζε με την Είσοδο του Ευαγγελίου. Ο λειτουργός ντυνόταν τα άμφιά του στο Σκευοφυλάκιο του Ναού, έπαιρνε από εκεί το ιερό Ευαγγέλιο και μαζί με τους πιστούς εισερχόταν στον κυρίως Ναό (140). Στην περίπτωση που λειτουργούσε ο Επίσκοπος, αυτή τη στιγμή εισερχόταν στο ναό, ντυνόταν μπροστά στους πιστούς και έμπαινε στο άγιο Βήμα.

Η μικρά Είσοδος, κατά τον άγιο Γερμανό, φανερώνει «την παρουσία του Υιού του Θεού και την είσοδό Του σε αυτόν τον κόσμο, όπως λέει ο Απόστολος· όταν θα εισάγει, δηλαδή ο Θεός και Πατέρας, τον Πρωτότοκο στην οικουμένη, λέει· και ας προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοί του» (141). Αυτή την παρουσία του Χριστού στον κόσμο εικονίζει, κατά τον άγιο Μάξιμο, και η είσοδος του αρχιερέα μέσα στο Ναό. Η πρώτη, λέει, αυτή «κατά την ιερή σύναξη, είσοδος του αρχιερέως στην αγία Εκκλησία, είναι εικόνα και τύπος της πρώτης δια της σαρκός παρουσίας στον κόσμο αυτό του Υιού του Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Με την παρουσία Του αυτή ο Χριστός ελευθέρωσε και λύτρωσε τη φύση των ανθρώπων που είχε υποδουλωθεί στη φθορά… και την ξαναέφερε στην αρχική χάρη της Βασιλείας» (142).
Και τώρα ο Χριστός, με τη θεία Λειτουργία, καλεί τον κάθε άνθρωπο να γίνει ομοτράπεζός του στη Βασιλεία, να ενδυθεί το ένδυμα της μετανοίας και να παρακαθίσει στο δείπνο των γάμων.

Η είσοδος των πιστών μέσα στο Ναό, που γινόταν στους πρώτους αιώνες την ώρα αυτή αμέσως πριν από την είσοδο του Αρχιερέως, σημαίνει –κατά τον άγιο Μάξιμο- τη μετάθεσή τους από την κακία και την αγνωσία στην αρετή και τη γνώση (143). Ο άνθρωπος αλλάζει δρόμο και προσανατολισμό. Κέντρο της ζωής του παύει να είναι ο παρερχόμενος κόσμος και γίνεται το θυσιαστήριο. Έτσι η είσοδος του πιστού στο Ναό για την ιερή Σύναξη δεν είναι ένα σύμβολο αλλά μία πράξη: η είσοδος στη ζωή του Χριστού. Είναι η κοινωνία του ανθρώπου στη ζωή του Θεανθρώπου.

Σύμφωνα με την σημερινή τάξη της Λειτουργίας ο ιερεύς (όταν δεν υπάρχει διάκονος) παίρνει από την αγία Τράπεζα το ιερό Ευαγγέλιο, την εικόνα του Χριστού. Το κρατά στο ύψος του προσώπου του, έτσι που το πρόσωπό του καλύπτεται από τον ερχόμενο Χριστό. Προηγείται η λαμπάδα, το σύμβολο του Προδρόμου του Χριστού. Ο τίμιος Πρόδρομος είναι ο «λύχνος που καίγεται και φαίνεται». Καθώς ο Χριστός έρχεται στον κόσμο μας, ο Βαπτιστής Τον δείχνει: «Να ο Αμνός του Θεού». Και ο ιερέας –σαν τον άγγελο που ανήγγειλε τη γέννηση του Χριστού στους ποιμένες- αναφωνεί:
Σοφία. Ορθοί. Και είναι σαν να αναγγέλλει: «Να, ευαγγελίζομαι σε σας χαρά μεγάλη, η οποία θα είναι για όλο τον λαό». Οι πιστοί ζούνε το θαύμα της αγγελικής φανερώσεως: «Ξαφνικά έγινε μαζί με τον άγγελο πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσαν το Θεό» (144).
Όπως στη Βηθλεέμ έτσι και στη θεία λειτουργία «άγγελοι και άνθρωποι συμμίγνυνται (=συνενώνονται)· διότι όπου παρουσιάζεται ο Βασιλιάς έρχονται και οι φρουροί (ακόλουθοί του)»(145). Αυτό το μυστήριο της αγγελικής παρουσίας και συλλειτουργίας παρακαλεί ο λειτουργός –στην ευχή της εισόδου- να ζήσουμε οι πιστοί. Να το ζήσουμε όπως το έζησαν οι θεοφόροι άγιοι Πατέρες μας.

Ο ιερός Χρυσόστομος μάς λέει ότι άκουσε από κάποιον να διηγείται, «ότι του έλεγε ένας θαυμάσιος γέροντας, που έβλεπε συχνά αποκαλύψεις, ότι κάποτε αξιώθηκε να δει τέτοιο θέαμα: Κατά την τέλεση των αγίων μυστηρίων είδε ξαφνικά, όπως του ήταν δυνατόν να δει, πλήθος αγγέλων με στολές λαμπρές που περικύκλωναν το άγιο θυσιαστήριο και έστρεφαν τα πρόσωπα προς τα κάτω, όπως βλέπουμε να στέκονται οι στρατιώτες μπροστά στον βασιλέα». Αναφέρεται επίσης για τον άγιο Σπυρίδωνα, ότι «όταν λειτουργούσε παραστέκονταν άγιοι Άγγελοι, οι οποίοι συλλειτουργώντας μαζί του, όταν αυτός έλεγε «Ειρήνη πάσι», εκείνοι από έξω αποκρίνονταν με μέλος «Και τω πνεύματί σου». Ομοίως αποκρίνονταν και τα υπόλοιπα συνηθισμένα (λόγια)» (146).

Παραπομπές
(140) Σαφής ένδειξη ότι τη στιγμή αυτή μαζί με τον λειτουργό εισέρχονταν στο ναό και οι πιστοί, υπάρχει στην ευχή της Εισόδου, η οποία σώζεται στο αρχαιότερο ευχολόγιο (8ος αιώνας): «Ευεργέτα και της κτίσεως όλης Δημιουργέ, δέξου την εκκλησία που έρχεται προς Εσένα…». Η ευχή της Εισόδου διαβαζόταν μπροστά στην πύλη του Ναού και στη συνέχεια ο λειτουργός ευλογούσε την πύλη, δηλαδή την είσοδο των αγίων: Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου».
(141) Μ 98, 405C- Εβραίους 1,6
(142) Μυσταγωγία, σελ. 174-6
(143) ο.π. σελ. 179
(144) Ιωάννης 5, 35 και 1,29 – Λουκάς 2, 10-13
(145) Λιτή Θεοφανείων.
(146) Μ 48,681 – όσιος Νικόδημος, Συναξαριστής 12 Δεκεμβρίου

(Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία Σχόλια, Εκδ. Δόμος, σελ. 177-179 [υπογραμμίσεις δικές μας και μετάφραση των αρχαίων κειμένων])

«Μετά την ψαλμωδία των τριών αντιφώνων και συγκεκριμένα προς το τέλος του τρίτου αντιφώνου γίνεται η λεγόμενη «μικρά είσοδος».

Η «πρώτη είσοδος της αγίας συνάξεως», όπως χαρακτηρίζει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής την αρχική είσοδο του κλήρου και του λαού στο ναό10.
Οι ιερείς, ντυμένοι τα άμφιά τους, μαζί με το λαό ξεκινούσαν από το αίθριο και έμπαιναν στον κυρίως ναό για ν' αρχίσει η θεία λειτουργία. Κι επειδή επρόκειτο να διαβαστεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα μετέφεραν και το Ευαγγέλιο από το σκευοφυλάκιο, που βρισκόταν έξω από τον κυρίως ναό στο αίθριο και το τοποθετούσαν στον άμβωνα, απ΄όπου γινόταν η ανάγνωση.

Στην είσοδο του ναού διαβαζόταν και η ευχή της εισόδου. Αν λειτουργούσε επίσκοπος, έμπαινε στο ναό αυτήν ακριβώς τη στιγμή, αφού φορούσε τα άμφιά του μπροστά στο λαό. Και σήμερα παρατηρούμε πως στο ιερό βήμα μπαίνει την ώρα της μικρής εισόδου κι όχι από την αρχή. Αυτό είναι στοιχείο της παλιάς τάξης και πράξης. Με τη διαφορά πως είναι ήδη ντυμένος πριν από την θεία λειτουργία.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το αρχικό νόημα και η πρακτική σημασία αυτής της εισόδου έχει χαθεί.

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει με τη μεταφορά των ειρηνικών πρίν από τα αναγνώσματα και την από τον 8ο αιώνα προσθήκη των δύο πρώτων αντιφώνων άλλαξε η μορφή και η διάταξη του πρώτου αυτού τμήματος της θείας λειτουργίας. Η είσοδος που γίνεται είναι η είσοδος στο ιερό βήμα και όχι η είσοδος του κλήρου και του λαού στο ναό11. Ο λαός είναι ήδη στο ναό και οι ιερείς στο βήμα. Από εκεί ξεκινά και η πομπή, η λιτανεία της εισόδου με τη σημερινή μορφή. Ο ιερέας ή ο διάκονος, αν υπάρχει, παίρνει από την αγία Τράπεζα το Ευαγγέλιο και γίνεται η πομπή, ενώ προπορεύεται αναμμένη λαμπάδα, που συμβολίζει το «θείο φώς», κατά τον Σωφρόνιο Ιεροσολύμων12.

Η λιτανεία σταματά στο κέντρο του ναού, όπου διαβάζεται η ευχή της εισόδου, «Δέσποτα Κύριε ο Θεός ημών...», έτσι ώστε να ακούγεται από το λαό. Μέχρι τον ΙΒ' αιώνα λεγόταν εις επήκοον του λαού. Η ευχή αυτή κάνει λόγο για συλλειτουργία με τους αγγέλους και αναφέρεται στην είσοδο στο ιερό βήμα και όχι στο ναό. Πρόκειται δηλαδή για ευχή μεταγενέστερη και προϋποθέτει τη μορφή της λειτουργίας, όπως εξελίχθηκε μετά τον 7ο αιώνα. Στη συνέχεια γίνεται η ευλογία της εισόδου, και γίνεται η ύψωση του Ευαγγελίου που συνοδεύεται με τις λέξεις· «Σοφία· ορθοί», για να τελειώσει η πομπή με την είσοδο στο ιερό βήμα. Οι δύο παραπάνω λέξεις που εμφανίζονται στη λειτουργία από τον 7ο αιώνα, δεν είναι παρά παραγγέλματα προσοχής. Και στην συγκεκριμένη περίπτωση ειδοποιούν το λαό να σηκωθεί για να υποδεχθεί τον επίσκοπο και τους αναγνώστες για να ψάλλουν το στίχο της εισόδου «Δεύτε προσκυνήσωμεν...»13.

Θα πρέπει βέβαια εδώ να τονίσουμε δύο πράγματα:
Πρώτον, οι όροι «μικρά» και «μεγάλη» είσοδος εμφανίζονται από τον 14ο αιώνα, γιατί η μεν πρώτη είσοδος του κλήρου και του λαού στο ναό έχασε σιγά-σιγά την αρχική λαμπρότητα της και το πρακτικό της νόημα και εξελίχθηκε σε απλή είσοδο του Ευαγγελίου, σ' αντίθεση με την είσοδο των δώρων που ξεκίνησε με μια απλοϊκή μορφή, όπως θα δούμε στο συγκεκριμένο σχόλιο και στη συνέχεια απόκτησε τη μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα που έχει σήμερα.
Δεύτερον, δόθηκαν αρκετοί συμβολισμοί πέρα από την πρακτική έννοια και ιστορική σημασία της «μικράς εισόδου», αλλά είναι οπωσδήποτε μεταγενέστεροι. Αναφέροντας μερικούς απ' αυτούς επισημαίνουμε αυτόν του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, για τον οποίο «η είσοδος του Ευαγγελίου φανερώνει την παρουσία και την είσοδο του Υιού του Θεού σ' αυτόν τον κόσμο»14. Για τον άγιο Μάξιμο η είσοδος των πιστών μέσα στο ναό σημαίνει τη μετάθεση τους από την κακία και την αγνωσία στην αρετή και τη γνώση15. Και κατά τον Καβάσιλα με το Ευαγγέλιο δηλώνεται ο Χριστός16

Παραπομπές
10. Μαξίμου του ομολογητού, Μυσταγωγία εισαγωγή – σχόλια πρωτ/ρος Δημ. Στανιλοάε, μετάφ. Ιγνάτιος Σακαλής, έκδ. «Αποστολικής Διακονίας», Αθήναι 1973 σελ. 213
11. Ι. Μ. Φουντούλη, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τ. Β', Θεσσαλονίκη 1975 σ. 134-138 Βλ. και π. Ι. Ματέος, Η μικρά είσοδος της θείας λειτουργίας, «Γρηγόριος ο Παλαμάς» τ. 56 (1973), σ. 365-381
12. Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Λόγος περιέχων την εκκλησιαστικήν άπασαν ιστορίαν και λεπτομερή αφήγησιν πάντων των εν τη θεία λειτουργία τελουμένων, PG 873, 3993C
13. π. Ι. Ματέος, Η μικρά είσοδος..., σ. 375
14. Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία εκκλησιαστική και μυστική θεωρία, PG 98, 405C
15. Μαξίμου του ομολογητού, Μυσταγωγία..., οπ.π., σ. 179
16. Νικολάου Καβάσιλα, Εις την θείαν λειτουργίαν..., οπ.π. σ. 115
(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 137-140)

Υπό Π.Ν Τρεμπέλα
(1) Έναρξη
Αποτελείται από τρεις «συναπτές» και τα «αντίφωνα» που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτές. Το σύνολο όλων αυτών αποτελεί «λιτή» (λιτανεία), όπως φαίνεται και από την πυκνή επανάληψη του «Κύριε, ελέησον». Γι’ αυτό, όταν μετά την ακολουθία του Όρθρου ακολουθούσε παλαιότερα λιτανεία με περιφορά έξω από το ναό, κατά την επάνοδο στο ναό συνεχιζόταν η θεία Λειτουργία από την Μικρή Είσοδο. Υπάρχει χειρόγραφο σύμφωνα με το οποίο η λιτή αυτή ψαλλόταν, ενώ οι λειτουργοί στέκονταν έξω από το ιερό Βήμα. Μετά το τέλος της λιτής έμπαιναν μέσα, αφού προηγουμένως ύψωναν, όπως και σήμερα, το ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο μετέφεραν από το Σκευοφυλάκιο, όπου φυλασσόταν Και μέχρι σήμερα, όταν γίνετε αρχιερατική λειτουργία, ο επίσκοπος που ιερουργεί στέκεται έξω από τον ιερό Βήμα κατά τη διάρκεια της Ενάρξεως και εισέρχεται σ’ αυτό κατά τη Μικρή Είσοδο.
Εφόσον μάλιστα με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας διακηρύττουμε τον θάνατο, την Ανάσταση και την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, το πρώτο μέρος της θείας Λειτουργίας, που συνήθως ονομάζετε Λειτουργία των κατηχουμένων, προσέλαβε αργότερα και αλληγορική σημασία, και συμβολίζει σύμφωνα με τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα τα γεγονότα «που προηγήθηκαν από τον θάνατο του Κυρίου», δηλαδή «την παρουσία, την ανάδειξη και την τέλεια φανέρωσή του». Δεδομένου μάλιστα ότι τα αντίφωνα άλλοτε ήταν ολόκληροι ψαλμοί, παρατηρείται (στο λόγο που φέρει το όνομα του Σωφρονίου Ιεροσολύμων) ότι μετά την πρώτη αίτηση ψάλλονται τα προφητικά και επειδή προανακηρύττουν τον αναφανέντα Κύριο και συγχρόνως επειδή προηγήθηκε η Παλαιά Διαθήκη.
Έτσι κατά την Έναρξη ο Κύριος προβάλλεται προκηρυττόμενος και προαναγγελλόμενος, και με την ύψωση του Ευαγγελίου φανερούμενος. Διότι το ιερό Ευαγγέλιο συμβολίζει τον ίδιο τον Κύριο που μιλάει μέσα σ’ αυτό και μέσα απ’ αυτό. Και εμφανίζεται ο Κύριος να κηρύττεται από τους Αποστόλους με το αποστολικό ανάγνωσμα, αλλά να μιλάει και ο Ίδιος άμεσα πρός τα πρόβατά του με το ευαγγελικό ανάγνωσμα.
(2) «Αμήν»
Με το «Αμήν», που λέγεται στο τέλος από το λαό, ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα επιβεβαιώνει και αποδέχεται ως δική του φωνή τα όσα εκφώνησε ο λειτουργός.
(3) «Κύριε, ελέησον»
Και τη μικρή αυτή επίκληση, που έχει όμως μεγάλη σημασία και εμπνέει διάθεση συντριβής και ταπεινώσεως, την αναφωνούσε όλος μαζί ο λαός τα παλαιότερα χρόνια.
(4) «Αντίφωνα»
Μετά τις αιτήσεις του διακόνου, οι οποίες ονομάζονται «ειρηνικά» επειδή στις τρείς πρώτες αιτήσεις επαναλαμβάνεται η λέξη «ειρήνη», ο ιερεύς απαγγέλει την ευχή του α’ αντιφώνου. Παλαιότερα και αυτή και οι άλλες ευχές της θείας Λειτουργίας απαγγέλλονταν με έντονη φωνή, για να τις παρακολουθεί και το εκκλησίασμα.
Τα «αντίφωνα» ονομάζονται έτσι διότι ψάλλονται διαδοχικά από δυο χορούς, καθώς ο ένας ανταποκρίνεται στον άλλο και επαναλαμβάνει με μορφή επωδού το ίδιο εφύμνιο, το οποίο για το πρώτο αντίφωνο είναι το «Ταίς πρεσβείαις της Θεοτόκου...». Στα παλαιότερα χρόνια το αντίφωνο ήταν ολόκληρος ψαλμός. Ο αναγνώστης απο τον άμβωνα απήγγειλε ένα-ένα στίχο και μαζί μ’ αυτόν όλος ο λαός επαναλάμβανε ως επωδό το εφύμνιο ή την «υπακοή», η οποία ήταν κάποιος ψαλμικός στίχος.
(5) Μικρή Είσοδος
Όπως είπαμε και προηγουμένως, πρίν από τον 5ο αιώνα η έναρξη της θείας Λειτουργίας γινόταν με τη Μικρή Είσοδο. Τότε ο λειτουργός, ντυμένος με τα άμφια του και κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο, ξεκινούσε από το Σκευοφυλάκιο, το οποίο στις Εκκλησίες της Συρίας αποτελούσε ανεξάρτητο κτίσμα κοντά στο ναό, και κατευθυνόταν πρός το ιερό Βήμα, όπου εισερχόταν για πρώτη φορά μετά την Έναρξη. Γι’ αυτό ο λειτουργός εύχεται ώστε μαζί με την είσοδό του σ’ αυτό να γίνει και είσοδος αγίων Αγγέλων. Και ο διάκονος, όταν φθάσουν μπροστά από τις πύλες του Βήματος, λέει στον ιερέα: «Ευλόγησον, δέσποτα, την αγίαν είσοδον», ενώ ο ιερέας ευλογώντας λέει: «Ευλογημένη η είσοδος των αγίων σου πάντοτε, νύν και αεί και είς τους αιώνας των αιώνων».
Αυτά τα λόγια τα κατανοούμε καλύτερα, όταν έχουμε υπόψη ότι ορίσθηκαν να λέγονται σε εποχή που κατά τη Μικρή Είσοδο οι λειτουργοί για πρώτη φορά εισέρχονταν στο ιερό Βήμα, το οποίο ονομαζόταν «άγια» και «άγια αγίων» κατά μίμηση του Ναού της Ιερουσαλήμ στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης.
(6) Ύψωση Ευαγγελίου
Ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας ερμηνεύει αλληγορικά την ύψωση αυτή του Ευαγγελίου λέγοντας ότι «ο ιερεύς στέκεται στην μέση του ναού μπροστά από το θυσιαστήριο και υψώνει το Ευαγγέλιο, συμβολίζοντας την ανάδειξη του Κυρίου, όταν άρχισε να παρουσιάζεται στον κόσμο».
(7) Εισοδικό
Ονομάζεται έτσι , διότι ψαλλόταν, ιδιαιτέρως στη Δύση και στην Αίγυπτο, την ώρα που ο λειτουργός, ντυμένος τα άμφια του, ξεκινούσε από το Σκευοφυλάκιο και προχωρώντας εισόδευε στο ιερό Βήμα.
(8) Τρισάγιος ύμνος
Ο ύμνος αυτός ονομάζεται Τρισάγιος εξαιτίας της τριπλής επαναλήψεως της λέξεως «άγιος», η οποία αναφέρεται πρός τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στα τρία αυτά πρόσωπα αναφέρονται και τα Σεραφείμ που στέκονται δίπλα στον ουράνιο θρόνο του Θεού και αναβοούν ασίγητα «άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ» (Ησ. ς ‘ 2-3). Ο ύμνος αυτός εισήχθη στη λειτουργία με αφορμή κάποιον ισχυρό σεισμό στα χρόνια που αυτοκράτωρ ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450) και πατριάρχης ο Πρόκλος (434).
Ο Τρισάγιος ύμνος αντικαθίσταται με τον ύμνο «Όσοι είς Χριστόν εβαπτίθητε...» στις εορτές των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων, του Σαββάτου του Λαζάρου, του Μεγάλου Σαββάτου και του Πάσχα, διότι παλαιότερα κατά τις εορτές αυτές βαπτίζονταν ομαδικά πολλοί Κατηχούμενοι. Παρόμοια, στις εορτές της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και της Σταυροπροσκυνήσεως ψάλλεται για ευνόητους λόγους το «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την Αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν».
(9) Προκείμενο
Μόνο δύο στίχοι απέμειναν πλέον από αυτό. Παλαιότερα όμως αποτελούνταν από ολόκληρο ψαλμό. Ο αναγνώστης απήγγειλε από τον άμβωνα εμμελώς ανά ένα στίχο, μετά από τον οποίο ο λαός επαναλάμβανε ως επωδό τον στίχο που μέχρι και σήμερα απαγγέλλεται πρώτος από τον αναγνώστη. Λέγετε «προκείμενον», ως ο ψαλμός που προτάσσεται από το κείμενο της περικοπής του Αποστόλου.
(10) Αλληλουάριο
Αυτό αποτελείται πλέον μόνο από το «Αλληλούια», που ψάλλλεται τρείς φορές από τον ψάλτη. Παλαιότερα ήταν κι αυτό ολόκληρος ψαλμός, που μετά απο κάθε στίχο του επαναλαμβανόταν από το λαό ώς επωδός το Αλληλούια. Τότε, κατά τη διάρκεια του Αλληλουαρίου, θυμίαζε ο διάκονος, ενώ ο ιερέας διάβαζε την ευχή του Ευαγγελίου. Αυτά τώρα γίνονται κατά τη διάρκεια του αποστολικού αναγνώσματος. Το θυμίαμα μάλιστα που προσφέρεται τη στιγμή αυτή θεωρήθηκε σύμβολο ευλαβείας που αναφέρεται στην ευωδία που εξαγγέλλει το Ευαγγέλιο, την ευωδία της γνώσεως του Ιησού Χριστού. Αυτή την ευωδία καλούμαστε και μείς να φανερώνουμε με ζωή ευωδιαστή και ευαγγελική ( Β΄Κορ. β’ 14-15)
(11) «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι»
Οφείλουμε να δοξολογούμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο, ο οποίος ετοιμάζει για μάς δύο τράπεζες που τρέφουν υπερφυσικά τις ψυχές μας: την τράπεζα της θείας Ευχαριστίας, στην οποία προτίθεται το Σώμα και το Αίμα Του ως μυστηριώδης τροφή, αλλά και ως ατίμητος θυσία. Και την τράπεζα του λόγου Του και των ρημάτων, τα οποία όπως ο Ίδιος μας βεβαίωσε, «πνεύμα εστί και ζωή εστί» (Ιωάν. ς΄ 63). Σχετικά με το θέμα αυτό παρατηρεί πολύ σωστά ο ιερός Αυγουστίνος: Όποιες προφυλάξεις παίρνουμε κατά τη θεία μετάληψη προκειμένου να μην πέσει ποτέ από τα χείλη μας κάποιος μαργαρίτης, έστω και ελάχιστος, από το άχραντο Σώμα του Κυρίου, τέτοια προσοχή πρέπει να δείχνουμε ώστε να μην εκπέσει από τις καρδιές μας ούτε μια «κεραία» από τα θεία ρήματα.
(12) Εκτενής ικεσία
Λέγεται «εκτενής», διότι παρά το γεγονός ότι σήμερα παραλείπεται εντελώς από πολλούς λειτουργούς, κάποτε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη και εκτεταμένη. Διότι την ώρα αυτή απευθύνονταν πολλές ικεσίες: «υπέρ πασών των αγίων του Θεού Εκκλησιών, υπέρ του επισκόπου και παντός του κλήρου», υπέρ όλων των εκκλησιαστικών και κοινωνικών τάξεων, «υπέρ ζώντων και τεθνεώτων, υπέρ ασθενούντων και ενεργουμένων (=κατεχομένων υπό του διαβόλου), υπέρ των κατηχουμένων» ιδιαιτέρως, και ξεχωριστά «υπέρ των μετανοούντων». Μετά από κάθε αίτηση ο λαός «και προ πάντων τα παιδία» έλεγαν το «Κύριε, ελέησον».
Αυτό συνέβαινε κυρίως μετά την αποχώρηση όσων δεν ήταν άξιοι να προσέλθουν στην θεία Κοινωνία. Τότε οι πιστοί που είχαν απομείνει, καθώς προετοιμάζονταν για τη θεία μετάληψη -γονατιστοί μάλιστα, επειδή συναισθάνονταν ότι ήταν ένοχοι και ανάξιοι να κοινωνήσουν- οι ίδιοι σιωπούσαν, και αντί γι’ αυτούς η Εκκλησία έβαζε μπροστά τα «παιδία τα άμωμα του δήμου», για να παρακαλούν τον Θεό και να ζητούν το έλεος Του. (Χρυσόστομος)
(13) «’Οσοι πιστοί...»
Αποχώρησαν πλέον οι κατηχούμενοι κι έπειτα και οι φωτιζόμενοι (όσοι δηλαδή βρίσκονταν λίγο πριν το Βάπτισμα) και όλοι γενικά οι αμύητοι. Οι ευχές για τους κατηχουμένους συνήθως λέγονται ανελλιπώς μόνο στη λειτουργία των Προηγιασμένων.
Σε κάποιο λειτουργικό κείμενο, που έχει την επιγραφή «Διαθήκη του Κυρίου Ιησού Χριστού», είναι αξιοσημείωτη και η πρόσκληση του διακόνου στο σημείο αυτό, που έχει ως εξής: «Οι κατηχούμενοι απελθέτωσαν. Οράτε, μη τις ακάθαρτος. Άνω τα όμματα των καρδιών ημών. Άγγελοι επισκοπούσιν. Οράτε. Ει τις ούκ έχει παρρησίαν απελθέτω.. ομονοούση διανοία δεηθώμεν. Μη τις μοιχός. Μη τις παρωργισμένος. Ει τις της αμαρτίας δούλος απελθέτω. Ως υιοί φωτός δεηθώμεν».
(14) Μεγάλη Είσοδος
Παλαιότερα στο σημείο αυτό της θείας Λειτουργίας, όταν πλέον είχαν αποχωρήσει οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες, οι οποίοι δεν δικαιούνταν να προσάγουν προσφορές για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας, προσφέρονταν από τους πιστούς προσφορές άρτου και οίνου. Από αυτές οι διάκονοι ξεχώριζαν τις αναγκαίες ποσότητες για την κοινωνία των πιστών, και αφού τις προσκόμιζαν στο άγιο Θυσιαστήριο, τις απέθεταν πάνω σ’ αυτό.
Έτσι διαμορφώθηκε πολύ νωρίς η Μεγάλη Είσοδος, η οποία συνίσταται στη μεταφορά με πομπή και ευλάβεια των τιμίων δώρων από το Σκευοφυλάκιο στην αγία Τράπεζα και συμβολίζει «τη συντελεσμένη αναπαράσταση του σταυρικού πάθους του Κυρίου, έτσι ώστε να μπορούμε να αντιληφθούμε τον Κύριο σαν να κείτεται μέσα στον τάφο μετά από το πάθος Του. Γι αυτό και οι λειτουργοί που απλώνουν τα ιερά υφάσματα πάνω στο Θυσιαστήριο αναπαριστούν συμβολικά την σινδόνα της ταφής του Κυρίου» (Θεόδωρος Μοψουεστίας).
Είναι φανερό ότι από τη Μεγάλη Είσοδο αρχίζει το κυριότερο και σπουδαιότερο τμήμα της λατρείας. Επειδή μάλιστα μ’ αυτήν αναπέμπουμε και μείς από τη γη την ίδια λατρεία που προσφέρουν και οι άγγελοι στον ουρανό, ενωνόμαστε μαζί τους σε κοινή δοξολογία και ευχαριστία και προσκύνηση του Υψίστου Θεού. Γι’ αυτό ο ύμνος που ψάλλεται πρίν τη Μεγάλη Είσοδο λέγετε «Χερουβικός», καθώς αναπέμπεται από τους πιστούς που βρίσκονται στη γη, οι οποίοι εικονίζουν τα Χερουβίμ και συμψάλουν μαζί τους τον Τρισάγιο ύμνο.
(15) Ευχή της προσκομιδής
Λέγεται έτσι, διότι τα τίμια δώρα προσκομίσθηκαν και αποτέθηκαν στο άγιο Θυσιαστήριο. Ξεχωρίσθηκαν πλέον από κάθε κοινή χρήση και αφιερώθηκαν ειδικότερα τώρα στο Θεό.
(16) Ασπασμός
Στο σημείο αυτό στην αρχαία Εκκλησία και μάλιστα στις Εκκλησίες της Ανατολής και Αιγύπτου δινόταν μεταξύ των Χριστιανών το φίλημα της ειρήνης. Οι κληρικοί ασπάζονταν τον επίσκοπο και τους συλλειτουργούς τους, και από τους λαϊκούς οι άνδρες τους άνδρες και οι γυναίκες τις γυναίκες. Σήμερα ο ασπασμός γίνεται μεταξύ των συλλειτουργούντων ιερέων και με τον επίσκοπο, εάν συμβεί να συλλειτουργεί μαζί τους. Από τον τρόπο μάλιστα που γίνεται ο ασπασμός αυτός βγάζουμε το συμπέρασμα ότι στην αρχαία Εκκλησία καθένας από τους άνδρες ασπαζόταν όλους τους άνδρες του εκκλησιάσματος, και καθεμιά γυναίκα όλες τις γυναίκες.
(17) «Τας θύρας, τας θύρας...»
Η προτροπή αυτή του διακόνου απευθύνεται πρωτίστως στους υποδιακόνους ή πυλωρούς που στέκονται δίπλα στις θύρες του ναού, και τους εφιστά την προσοχή ώστε να μην επιτρέψουν την είσοδο σε κάποιον αβάπτιστο και αμύητο. Κι αυτό προκειμένου να απαγγελθεί το «Σύμβολο της πίστεως», το οποίο κρατούνταν μυστικό για αρκετό χρόνο ακόμη και από τους κατηχούμενους. Και έπειτα να ακολουθήσει η τέλεση της αγίας Αναφοράς, δηλαδή του υψίστου των μυστηρίων.
Το «εν σοφία πρόσχωμεν» συνδέεται άραγε άμεσα με το «τάς θύρας, τας θύρας» ή με το Σύμβολο της πίστεως που ακολουθεί; Απευθύνεται δηλαδή στους υποδιακόνους ή σε όλους τους πιστούς, για να διεγερθεί η προσοχή τους ώστε να προσέξουν την ομολογία του Συμβόλου που ακολουθεί; Ο κώδικας του Πυρομάλη συνηγορεί υπέρ του δευτέρου, διότι γράφει τα εξής: «Ο διάκονος. Τας θύρας, τας θύρας. Και κατακλείονται αι θύραι. Ο διάκονος. Πρόσχωμεν. και το σύμβολον ψάλλωμεν». Άλλοτε το Σύμβολο απαγγελλόταν εμμελώς από όλο το λαό.
(18) Αγία Αναφορά
Πρόκειται να αρχίσει η αγία Αναφορά. Δηλαδή η θυσία που αναπέμπεται από το επίγειο Θυσιαστήριο στο νοερό και υπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ο Κύριος είχε πει ότι καθένας που προσφέρει κάποιο δώρο στο Θυσιαστήριο οφείλει προηγουμένως να συνδιαλλάσσεται με κάθε αδερφό του, ο οποίος έχει κάτι εναντίον του (Ματθ. ε΄23-24). Σύμφωνα λοιπόν με τα λόγια αυτά του Κυρίου, ο διάκονος μας προτρέπει να προσέξουμε ώστε να προσφέρουμε την αγία Αναφορά έχοντας ειρήνη με όλους. Ακριβώς γι’ αυτό και λίγο πριν γινόταν παλαιότερα ο ασπασμός της ειρήνης.
(19) «Άνω σχώμεν τάς καρδίας»
Λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων: «Αληθινά, εκείνη την πιο φρικτή ώρα πρέπει να έχουμε στραμμένη προς τα άνω την καρδιά μας, προς τον Θεό, και όχι κάτω προς τη γη και τα γήινα πράγματα». Οφείλουμε όλοι «να αφήσουμε τις βιοτικές φροντίδες και οικογενειακές μέριμνες και να έχουμε την καρδιά μας στον ουρανό, στο φιλάνθρωπο Θεό».
(20) Ο Επινίκιος Ύμνος
Ο Επινίκιος Ύμνος είναι συνέχεια της ευχής της Αναφοράς, η οποία διακόπτεται για λίγο, ώστε ο λειτουργός και ο λαός με μια ψυχή να αναπέμψουν τον ύμνο αυτό. Ο θείος Χρυσόστομος σημειώνει τα εξής: «Προσπάθησε να καταλάβεις μαζί με ποιούς στέκεσαι την ώρα των μυστηρίων. Μαζί με τα Χερουβείμ, μαζί με τα Σεραφείμ. Πως λοιπόν θα μπορέσεις και συ μαζί μ’ εκείνους τους αγγέλους να λές Άγιος, άγιος, άγιος;» «Επάνω στον ουρανό οι στρατιές των αγγέλων δοξολογούν. Κάτω στις εκκλησίες χοροστατούν άνθρωποι και μιμούνται την ίδια μ ‘ εκείνους δοξολογία. Άνω τα Σεραφείμ αναβοούν τον τρισάγιο ύμνο, κάτω τα πλήθη των ανθρώπων αναπέμπουν τον ίδιο ύμνο». Και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας μαρτυρεί ότι, προκειμένου να ψαλλεί ο επινίκιος ύμνος, ενώ οι πιστοί στρέφουν ταπεινά τα βλέμματά τους προς τα κάτω, ο διάκονος εκφωνεί: «Στώμεν πάντες μετά μεγάλου φόβου και τρόμου».
(21) Οι λόγοι της συστάσεως
Αναφέρονται τα λόγια που είπε ο Κύριος όταν συνέστησε το μυστήριο και παρέδωσε το Σώμα του πρώτα και το Αίμα του έπειτα στους Αποστόλους για να τα κοινωνήσουν. Και πρέπει να ακούγονται τα λόγια αυτά, ώστε να συνδέεται αυτό που σήμερα τελεσιουργείται από μας με εκείνο που συστάθηκε και παραδόθηκε τότε από τον Κύριο. Ό,τι δηλαδή τελούμε εμείς προσφέροντας τη θεία Ευχαριστία είναι ακριβώς το ίδιο που συνέστησε ο Κύριος το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης.
(22) Ανάμνηση
Το μικρό αυτό τμήμα της Αναφοράς ονομάζεται «Ανάμνησις», διότι είναι συντεταγμένο σύμφωνα με τα λόγια που είπε ο Κύριος στους μαθητές αμέσως μόλις παρέδωσε το μυστήριο: «Τούτο ποιείτε είς την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. κβ’ 19, Α΄ Κορ. ια’ 24-25). Με την «Ανάμνηση» λοιπόν δηλώνεται και διακηρύττεται ότι το μυστήριο που τελείται από μας γίνεται με εντολή του Κυρίου, προκειμένου να έχουμε την ανάμνησή του, και ταυτίζεται ακριβώς με το μυστήριο «τούτο» που παρέδωσε ο Κύριος στους Αποστόλους προσθέτοντας και την εντολή αυτή.
(23) «Τα σα εκ των σών»
Το «σοί προσφέρομεν κατά πάντα» μάλλον αναφέρεται στα Θυσιαστήρια που βρίσκονται σ’ όλα τα μέρη του κόσμου, στα οποία προσφέρεται από τους πιστούς η θεία Ευχαριστία, σε αντίθεση με τις θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες μόνο σ’ έναν τόπο, το Ναό των Ιεροσολύμων, προσφέρονταν. Στην Καινή Διαθήκη η θυσία της θείας Ευχαριστίας προσφέρεται σε κάθε («κατά πάντα») τόπο. Παρά το γεγονός αυτό όμως, η θυσία αυτή παραμένει πάντοτε μία και η ίδια. Διότι απο τα οσαδήποτε Θυσιαστήρια στα οποία τελείται, αναφέρεται στη μια θυσία, την οποία προσφέρει στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο ο μέγας αρχιερεύς Ιησούς Χριστός, ο οποίος δέεται θερμά για μας. Έτσι η θυσία της θείας Ευχαριστίας που τελείται στη γη συνενώνεται μ’ αυτή που προσφέρει ο Χριστός στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο, καθώς ταυτίζεται πλήρως με αυτήν.
(24) «Σε υμνούμεν...»
Ο πολύ παλαιός αυτός ύμνος αποτελεί συνέχεια της Αναφοράς. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ευκολότερα, όταν λάβει υπόψη του ότι στην εκφώνηση που προηγήθηκε τα παλαιά χειρόγραφα έχουν «Τα σα εκ των σών σοί προσφέροντες...». Έτσι η απόδοση και το κύριο ρήμα βρίσκονται στον ύμνο που ψάλλεται από το λαό. Παρεμβαίνει λοιπόν και στο κρίσιμο αυτό σημείο ο λαός. Και αυτό εξηγείται, όταν έχει κανείς υπόψη του ότι η θυσία προσφέρεται απ’ όλη την Εκκλησία, όπως φαίνεται και από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του ρήματος, το οποίο ακολουθεί: «Έτι προσφέρομέν σοι...». Ο ιερεύς είναι απαραίτητος για τον καθαγιασμό, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να συντελεσθεί χωρίς αυτόν. Από τη στιγμή όμως που θα καθαγιασθούν τα δώρα, αποτελούν κτήμα όλης της Εκκλησίας και προσφέρονται θυσία στο Θεό από όλους τους πιστούς, οι οποίοι έχουν επικεφαλής τους τον ιερέα.
(25) Επίκληση – Καθαγιασμός
Ο λειτουργός παρακαλεί τον Θεό και Πατέρα να μεταβάλλει τον άρτο σε Σώμα Χριστού. Διότι τα μυστήρια τα τελεσιουργεί αοράτως ο μέγας αρχιερεύς Χριστός, ενώ ο λειτουργός είναι το απαραίτητο όργανό του για την τελεσιουργία αυτή, που δανείζει σ’ Αυτόν το χέρι του και τη γλώσσα του. Γι’ αυτό ακριβώς, οσοδήποτε ανάξιος κι αν είναι ο λειτουργός, η τελείωση του μυστηρίου δεν βλάπτεται σε τίποτε, αφού πραγματικός λειτουργός του είναι ο Κύριος.
(26) Ικετευτικές μνημονεύσεις
Αρχίζουν ήδη οι ικετευτικές δεήσεις και η ανάγνωση των Διπτύχων, στα οποία αναγράφονται ονόματα κεκοιμημένων. Η θυσία που έχει ήδη συντελεσθεί προσφέρεται «υπέρ των κεκοιμημένων αγίων Πατέρων και επισκόπων και πάντων των εν ημίν προκεκοιμημένων» και πιστεύουμε ότι «μεγίστη όνησις» και ωφέλεια θα επέλθει στις ψυχές, «για τις οποίες αναπέμπεται η δέηση της αγίας και πιο φρικτής θυσίας που έχουμε μπροστά μας». Διότι «τον Χριστό προσφέρουμε σφαγιασμένο και ζητούμε από τον φιλάνθρωπο Θεό τη δική τους εξιλέωση και τη δική μας» (Κύριλλος Ιεροσολύμων).
Διότι όταν στέκεται «ολόκληρος ο λαός ανυψώνοντας τα χέρια του, το ιερατικό πλήρωμα, και τελείται μπροστά μας η φρικτή θυσία, πώς δεν θα ελκύσουμε το έλεος του Θεού παρακαλώντας τον για τους κεκοιμημένους;» (Χρυσόστομος).
(27) Ικετευτικές δεήσεις – Δίπτυχα
Άριστα ο θείος Χρυσόστομος αποσαφηνίζει με ποιό πνεύμα μνημονεύουμε τους αγίους και τους μάρτυρες στη θεία Λειτουργία και πόσο διαφορετικά τους υπόλοιπους κεκοιμημένους, «μάλιστα αν αυτοί ήταν αμαρτωλοί». Λέει λοιπόν τα εξής: «Κι αν είναι μάρτυρες, είναι μεγάλη τιμή να αναφέρουμε τα ονόματα τους τώρα που είναι παρών ο Δεσπότης». Αυτό συμβαίνει «όπως όταν γιορτάζονται τα επινίκια των βασιλέων. Τότε επευφημούνται και όσοι πήραν μέρος στη νίκη, ενώ όσοι είναι φυλακισμένοι ελευθερώνονται λόγω της εορτής». Μνημονεύουμε λοιπόν τους αγίους θριαμβευτικά και η Εκκλησία τους προβάλλει στο Θεό ως νικηφόρα στρατιά, αποδεικνύοντας έτσι ότι ο Υιός του Θεού δεν θυσίασε μάταια τον εαυτό του. Ενώ τους υπόλοιπους και μάλιστα τους αμαρτωλούς η Εκκλησία τους μνημονεύει ικετευτικά, εκζητώντας γι’ αυτούς το θείο έλεος.
(28) «Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει...»
Παρόλο που ο ιερεύς μνημονεύει μπροστά στο Θυσιαστήριο γενικώς «πάντας τους κεκοιμημένους επ’ ελπίδα αναστάσεως ζωής αιωνίου» και «πάντας τους εν πίστει οικούντας εν πάση πόλει», ο διάκονος με την προσφώνηση του αυτή αναφέρεται και σε όσους ονομαστικά έχει στη σκέψη του καθένας από τους εκκλησιαζομένους. Η επίκληση λοιπόν του θείου ελέους τη στιγμή αυτή από κάθε πιστό που παρευρίσκεται στη θεία Λειτουργία για τους προσφιλείς του ζωντανούς και κεκοιμημένους ισοδυναμεί με το να μνημονεύονται τα ονόματά τους μπροστά στο Θυσιαστήριο και απο τον διάκονο.
(29) «Και έσται τα ελέη»
Με τον ασπασμό αυτόν επισφραγίζεται η μεγάλη ευχή της Αναφοράς, που τελειώνει εδώ. Αυτή άρχισε με ασπασμό: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού...» και με ασπασμό τελειώνει. Το τμήμα που ακολουθεί μέχρι την εκφώνηση «τα άγια τοις αγίοις» αποτελεί προπαρασκευαστική δέηση για την άξια μετάληψη του θείου μυστηρίου.
(30) Υπερουράνιο θυσιαστήριο
Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη (η’ 3-4) παρουσιάζεται ένας άγγελος Κυρίου που στέκεται στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο και κρατά χρυσό θυμιατήριο. Σε αυτόν δόθηκαν θυμιάματα πολλά για να τα προσφέρει στο χρυσό Θυσιαστήριο, που είναι μπροστά στον ουράνιο θρόνο του Θεού. Και όπως εξηγεί ο θείος Ιωάννης, τα θυμιάματα αυτά είναι οι προσευχές και οι πρεσβείες της θριαμβεύουσας Εκκλησίας του ουρανού, με τις οποίες ενώνονται και οι προσευχές των πιστών που αγωνίζονται στη γη, ώστε ενισχυμένες να προσφερθούν στον Θεό. Γι΄αυτό ακριβώς εδώ λέγετε ότι τη θυσία της Ευχαριστίας, από την οποία δεν υπάρχει άλλη πιο ευώδης και θεάρεστη, τη δέχθηκε ο φιλάνθρωπος Θεός στο υπερουράνιο του Θυσιαστήριο.
Εμείς βέβαια την προσφέρουμε στη γη, αλλά, όπως είπαμε και πιο πριν, ενώνεται αυτή με τη θυσία που προσφέρει στους ουρανούς ο μέγας Αρχιερεύς Χριστός. Και συνεπώς από το επίγειο Θυσιαστήριο ανεβαίνει αυτή συγχρόνως και στο υπερουράνιο.
(31) Η Κυριακή προσευχή
Η Κυριακή προσευχή θεωρήθηκε από πολύ παλαιά ότι μας προετοιμάζει για την άξια μετάληψη, για δύο λόγους:
Πρώτον για το αίτημα που περιέχει «τον άρτον ημων τον επισούσιον δος ημίν σήμερον», το οποίο ερμηνεύθηκε ότι αναφέρεται στον άρτο που είναι αναγκαίος για τη συντήρηση της ουσίας μας. Και όπως λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο άρτος αυτός «αναφέρεται στην ουσία της ψυχής μας». Κύρια ουσία μας δηλαδή πολύ σωστά θεωρήθηκε η ψυχή μας. Γι΄αυτό ιδιαιτέρως οι Αφρικανοί Πατέρες θεώρησαν ως «άρτο επιούσιο» τη θεία Ευχαριστία. Το ότι μάλιστα ζητούμε τον άρτο αυτό να μας δίνεται κάθε μέρα –και γι αυτό ονομάζεται και άρτος καθημερινός– δίνει αφορμή στο θείο Αμβρόσιο να θέσει το ερώτημα: «Αν ο άρτος αυτός είναι καθημερινός, γιατί εσύ τον μεταλαμβάνεις μετά από ένα ολόκληρο έτος; Οφείλεις να ζεις έτσι, ώστε να είσαι άξιος κάθε μέρα να κοινωνείς».
Επιπλέον, η Κυριακή προσευχή ορίσθηκε να λέγεται τη στιγμή αυτή και για το άλλο αίτημά της: «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διότι έτσι δίνουμε με τα λόγια αυτά τη βεβαίωση ότι συγχωρούμε όσους μας έφταιξαν με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Λεόντιος Νεαπόλεως στο βίο του αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος εξιστορεί γι’ αυτόν ότι κάποτε που λειτουργούσε, όταν με τον διάκονο που συλλειτουργούσε απήγγειλαν την Κυριακή προσευχή και έφθασαν στο αίτημα αυτό, ο άγιος τού ζήτησε να σταματήσει και επανέλαβε μόνος πάλι το αίτημα, προσθέτοντας με ήρεμη φωνή: «Κοίτα σε τι φοβερή ώρα λες στο Θεό.. όπως εγώ συγχωρώ, έτσι και συ συγχώρεσε με».
(32) «τολμάν επικαλείσθαι σε...»
Για τον άνθρωπο, που είναι ένα σκουλήκι και μολύνει τα χείλη του και τη γλώσσα του πάρα πολύ συχνά με αργολογίες και ρυπαρά και πολλαπλώς εφάμαρτα λόγια, αποτελεί πραγματικά απερίγραπτη τόλμη να πλησιάζει τον άπειρο Θεό όπως ένα παιδί τον πατέρα του, και με ακάθαρτο το στόμα του να τον ονομάζει «Πατέρα».
(33) «Τα άγια τοις αγίοις» (Ύψωση)
Είναι αξιοσημείωτα τα όσα παρατηρεί ο θείος Χρυσόστομος: «Ο ιερεύς με τη φωνή του αυτή εμποδίζει τα τραυματισμένα και παραμορφωμένα πρόβατα να προσέλθουν στο μυστήριο. Και με φρικτή βοή, όπως κραυγάζει ο κήρυκας σηκώνοντας το χέρι του ψηλά, μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή ησυχία κραυγάζει δυνατά: Όποιος δεν είναι άγιος να μην προσέλθει». Η ύψωση του αγίου άρτου συμβολίζει σύμφωνα με τον ιερό Δαμασκηνό την ύψωση του Κυρίου επί του Σταυρού.
(34) Κλάση
Ο μελισμός του αγίου άρτου γίνεται κατά μίμησην του τεμαχισμού που έκανε ο Κύριος όταν παρέδιδε το μυστήριο, κόβοντας τον έναν άρτο και διανέμοντάς τον στους μαθητές. Ο μελισμός λοιπόν αυτός του αγίου άρτου είχε αρχικά ως κύριο σκοπό τον τεμαχισμό του σε κομμάτια για τη μετάδοση από αυτά στους πιστούς. Παράλληλα υπενθύμιζε σε όλους όσους κοινωνούσαν «ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί έσμεν, οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν». (Α’ Κορ. ι’ 17). Αργότερα όμως ο τεμαχισμός αυτός του άρτου έγινε σύμβολο της κακώσεως που υπέστη το σώμα του Χριστού κατά το πάθος του επάνω στο σταυρό.
(35) Ένωση
Η ένωση αυτή του τιμίου Σώματος με το άχραντο Αίμα γίνεται, έτσι ώστε, όπως παρατηρεί ο Θεόδωρος Μοψουεστίας, «να καταδεικνύεται ότι αυτά είναι αχώριστα και ενιαία, και μια δύναμη και χάρη προσφέρουν σ’ αυτούς που τα μεταλαμβάνουν». Μεταγενέστερα η ένωση αυτή θεωρήθηκε σύμβολο της Αναστάσεως του Κυρίου. Κι αυτό διότι ο χωρισμός του τιμίου αίματος από την αγία σάρκα του Κυρίου συμβολίζει σαφώς τη σφαγή και τη θυσία Του. Η ένωσή τους λοιπόν και πάλι υπενθυμίζει την εκ νεκρών Ανάσταση.
(36) Κοινωνικό
Το «Κοινωνικό» άλλοτε παρατεινόταν μέχρι το τέλος της θείας κοινωνίας και από τους λαϊκούς. Γι’ αυτό λέγεται και Κοινωνικό, διότι όταν ψαλλόταν αυτό, διεξαγόταν η θεία κοινωνία και του κλήρου και του λαού. Αποτελούνταν λοιπόν παλαιότερα όχι μόνον από ένα στίχο, αλλά από ολόκληρο ψαλμό. Τέτοιοι ψαλμοί ήταν συνήθως ο 22ος («Κύριος ποιμαίνει με...»), ο 33ος («Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ...»), ο 144ος («Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου...») και ο 116ος («Αινείται τον Κύριον πάντα τα έθνη...»).
(37) «Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός ...»
Η προσφώνηση αυτή που λέγεται σιωπηλά από τον ιερέα, εισήχθη αργότερα. Η τοποθέτησή της στο σημείο αυτό εξηγείται, όταν ληφθεί υπόψη ότι την ώρα της «Ανάμνησης» της αγίας Αναφοράς προσφέρουμε τη θεία Ευχαριστία «μεμνημένοι» όχι μόνο «του σταυρού, του τάφου», αλλά και «της τριημέρου αναστάσεως» και της «εις ουρανούς αναβάσεως», δηλαδή της Αναλήψεως και της «εκ της δεξιών καθέδρας».
(εγκόλπιο: Η Θεία Λειτουργία Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, εκδόσεις Ο Σωτήρ)

«Κεφάλαιο 10: Για την υπεροχή του τέλειου ανθρώπου, που μεταφορικά ονομάζεται αμφοτεροδέξιος.

Οι τέλειοι είναι εκείνοι που η Αγία Γραφή τους ονομάζει «αμφοτεροδέξιους». Έτσι μας περιγράφεται στο βιβλίο των Κριτών πως  ήταν ο ξακουστός Εούδ, «ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι τόσο καλά όσο και το δεξιό» (Κριτ.3,15) .

Έτσι θα αξιωθούμε κι εμείς να γίνουμε και να λεγόμαστε αμφοτεροδέξιοι -με την πνευματική βέβαια έννοια του όρου- αν δηλαδή  κάνουμε καλή χρήση της ευημερίας, την οποία ονομάζουμε συμβολικά «δεξί χέρι», και της θλίψης, την οποία παριστάνουμε ως «αριστερό χέρι». Αν, μ’ άλλα λόγια, θεωρήσουμε τα πάντα, ό,τι κι αν μας συμβαίνει, πως είναι καλά, θετικά και χρήσιμα.

Να μας γίνεται καθετί, όπως λέει ο Απόστολος, «όπλο δικαιοσύνης» (Β΄Κορ.6,7). Ο εσωτερικός μας άνθρωπος, πράγματι, το βλέπουμε ξεκάθαρα, αποτελείται από δυο ουσιώδη μέρη. Ή να το πούμε κι αλλιώς , «ο έσω άνθρωπος» έχει στην πραγματικότητα δύο χέρια. Δεν υπάρχει δίκαιος που να μην έχει στη ζωή του θλίψεις, να μην έχει δηλαδή αριστερό χέρι. Αλλά η τέλεια αρετή αναγνωρίζεται από το εξής σημάδι:

Και το ένα και το άλλο χέρι, χαρές και θλίψεις, λειτουργούν σαν το δεξιό, με τη θετική τους δηλαδή μορφή και ενέργεια. Γιατί, όταν φτάσει κανείς σ’ αυτό το ύψος αρετής, τότε ξέρει πλέον να κάνει ορθή χρήση και των δύο καταστάσεων, και των ευχάριστων και των θλιβερών.

Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο σαφείς. Ο δίκαιος έχει το δεξί του χέρι, που είναι η πνευματική του προκοπή. Μέσα στη θερμή της ψυχής του επιβάλλεται να ελέγχει εξουσιαστικά, σαν κυρίαρχος, όλα τα πάθη και τις επιθυμίες του. Απαλλαγμένος λοιπόν από τον δαίμονα, αποφεύγει ή περικόπτει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τα πάθη της σάρκας. Πετάει τόσο ψηλά, ξεπερνά τόσο όλα τα γήινα, ώστε τα παρόντα και εφήμερα τού φαίνονται σαν ανυπόστατος καπνός. Τα θεωρεί όλα σαν μάταιη σκιά, που ο παροδικός χαρακτήρας τους δεν του εμπνέει παρά την περιφρόνηση. Η ψυχή του χαρούμενη στρέφεται με πόθο και θέρμη προς τα μέλλοντα αγαθά, τα οποία ατενίζει μέσα σε φωτεινή προοπτική. Η θεωρία αυτή τον τρέφει θετικά. Τα ουράνια μυστικά αποκαλύπτονται καθαρότερα στον ορίζοντά του. Οι προσευχές του ανεβαίνουν προς τον Θεό πιο αγνές και πιο θερμές. Μια μεγάλη φλόγα τον καίει εσωτερικά και, με όλο τον ενθουσιώδη ζήλο της ψυχής του, μεταφέρεται προς τα αόρατα και αιώνια αγαθά σε τέτοιο σημείο, που να του δίνεται η εντύπωση ότι δεν κατοικεί πλέον  μέσα στη θνητή σάρκα.

Ο ίδιος όμως έχει και το «αριστερό του χέρι». Η δίνη των πειρασμών τον αρπάζει. Οι φλόγες της αισχρής επιθυμίας πυρώνουν τη σάρκα του. Τα πάθη τον ρίχνουν στον άκρατο θυμό. Η υπερηφάνεια και η κενοδοξία φουσκώνουν και τον ταράζουν. Η θλίψη που φτάνει  ως τα όρια του θανάτου τον εξουθενώνει. Η ακηδία τού επιτίθεται με όλες τις πολεμικές τεχνικές της και τον κλονίζει. Αφού πλέον όλος του ο ζήλος αποσύρεται, καταπέφτει σ’ ένα είδος χλιαρότητας και σε μια αδικαιολόγητη καταπόνηση. Δεν του γεννιούνται πλέον ενάρετοι και φλογεροί λογισμοί. Τι λέω; Κι αυτή η ψαλμωδία, η προσευχή, η ανάγνωση , η μοναχικότητα του κελλιού , τού γίνονται ξαφνικά αντικείμενα φρίκης και όλα τα μέσα για την απόκτηση της αρετής τού εμπνέουν μια σκοτεινή και ανυπόφορη απέχθεια.

Όταν ο μοναχός αισθάνεται χτυπημένος από τέτοια κύματα, ας είναι βέβαιος ότι η επίθεση προέρχεται από «αριστερά» .

Ας πάρουμε τώρα έναν άνθρωπο που, μέσα στις συγκυρίες που τις ονομάζουμε «της δεξιάς», δεν φουσκώνει καθόλου από το δηλητήριο της κενοδοξίας. Μέσα, επίσης, στις αντίστοιχες καταστάσεις της «αριστεράς», μάχεται με τόση ανδρεία, ώστε όχι μόνο δεν πέφτει σε απελπισία, αλλά, αντίθετα, με την υπομονή του φτιάχνει από τις αντίξοες αυτές συνθήκες ένα αποτελεσματικό όπλο, για να ασκηθεί στην αρετή. Αυτός ο άνθρωπος χρησιμοποιεί και τα δυο χεριά, σαν να ήταν «δεξιά». Θριαμβεύοντας και στη μία και στην άλλη μάχη, συλλέγει τελικά και από τα δεξιά και από τα αριστερά το βραβείο της νίκης…

«Αμφοτεροδέξιοι» είμαστε κι εμείς, όταν η αφθονία ή η στέρηση των παρόντων αγαθών δεν καταφέρνει να αλλοιώσει τις διαθέσεις της ψυχής μας. Όταν δηλαδή ούτε η ευημερία δεν καταφέρνει να μας ρίξει στη χλιαρότητα και στις ηδονές, αλλά ούτε και η θλίψη πετυχαίνει να μας κατακρημνίσει στο βάραθρο της απελπισίας και στο γογγυσμό. Όταν επίσης αποδίδουμε στο Θεό την ίδια ευχαριστία  και στον καιρό της ευτυχίας και όταν μας δέρνουν οι πειρασμοί. Αν έτσι κάνουμε, τότε ασφαλώς, θα έχουμε το ίδιο κέρδος και από τη μία και από την άλλη κατάσταση.

Έτσι αμφοτεροδέξιος ήταν, πράγματι, και ο Απόστολος των Εθνών, ο όποιος λέει: «Διότι εγώ έμαθα να είμαι ευχαριστημένος σε ό,τι έχω. Γνωρίζω να ζω με στέρηση, γνωρίζω να ζω και με αφθονία. Σε κάθε τι που συμβαίνει και σε όλες τις καταστάσεις έχω μάθει το μυστικό του να είμαι και χορτασμένος και πεινασμένος· να έχω αφθονία, αλλά και να στερούμαι. Τα πάντα μπορώ να τα κατορθώνω με τη δύναμη που μου δίνει ο Χριστός» (Φιλιπ. 4,11-13)»

(Αγίου Κασσιανού, Συνομιλίες… τόμος Α, σελ. 483-484 & 487, εκδόσεις Ετοιμασία)

(Προσευχή στην Αγία Τριάδα)

Έλα, Φως, στο σκοτάδι μου,
Φως Πατέρα, Φως Χριστέ μου, Φως Άγιο Πνεύμα.
Έλα, Φως, στο θολό ποτάμι του χρόνου
που καταπίνουν οι μέριμνες.
Φως, πιο δυνατό από το σκοτασμό των παθών
που αλλοιώνουν τις Εικόνες των αδελφών μέσα μου,
και σκληραίνουν τη φτωχή μου ψυχή.
Φως, Εσύ, που σκορπίζεις τους δαιμονικούς ψιθυρισμούς
και στην ακοή καθαρά εκφωνείς τον Λόγο.

Έλα, Φως, στο σκοτάδι μου,
να δω την αλήθεια μου – κι άλλο, κι άλλο,
κι ας μου είναι δύσκολο – μη με λυπάσαι Φως, Φως μη με ξεχνάς,
κάθε γωνιά μαζί σου να εξαγνίζεται των κρυμμένων βασάνων μου.

Έλα και ζέστανε την καρδιά μου,
μοιράσου στα μέλη μου και φώτισέ τα.
Κάνε τα
μέλη αγάπης μέχρι τον πόνο που έχει η αγάπη,
μέλη χαράς μέχρι την άφατη ιερή κατανόηση.
Έλα και χώρεσέ με στην Ενότητα που ποθώ,
Κράτησέ με κοντά Σου,
βάπτισέ με, Φως, στο «ἕν ἐσμεν»*

Ελένη Κ.

*«ἕν ἐσμεν (=είμαστε ένα)»: Από την Αρχιερατική προσευχή του Ιησού:
«ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν», Ευαγγέλιο Ιωάννου κεφ.17, στίχος 22.

Στην προσπάθεια του αγίου Αυγουστίνου να εξηγήσει με τον ανθρώπινο, πεπερασμένο και φτωχό νου τα πάνω από τη νόηση Θεολογικά μυστήρια και ιδιαιτέρως το περί Αγίας Τριάδος, στηρίζεται και ο γνωστός θρύλος με το παιδάκι δίπλα στη θάλασσα.

Περπατούσε δηλαδή ως επίσκοπος Ιππώνος ο Αυγουστίνος μία ημέρα στην ακρογιαλιά απορροφημένος από τα μεγάλα θεολογικά του προβλήματα. Εκεί παρατήρησε ένα μικρό παιδάκι, που έπαιζε.

Το αθώο παιδί είχε ανοίξει μικρό λάκκο και μετέφερε με το δοχείο του νερό από τη θάλασσα στο λάκκο. Παραξενεύτηκε ο Επίσκοπος με το παιχνίδι του μικρού και κουρασμένος από τους βαθείς του στοχασμούς διέκοψε προς στιγμήν τον περίπατο και το ρώτησε τι προσπαθεί να κάνει.
«Θα αδειάσω, απάντησε εκείνο, τη θάλασσα σε αυτόν εδώ τον λάκκο».

Η αφέλεια του παιδιού φάνηκε αστεία στον Επίσκοπο. Για αυτό με το χαμόγελο της καλοσύνης του και με τη σύνεση του ωρίμου το βεβαίωσε:
«Παιδάκι μου, αυτό είναι αδύνατον να γίνει. Μην κουράζεσαι. Δεν μπορεί ποτέ η μεγάλη θάλασσα να χωρέσει στον μικρό αυτόν λάκκο σου».

Και ο μικρός, με τη σύνεση πλέον σοφού, απάντησε στον φιλόσοφο Επίσκοπο:
«Εάν η θάλασσα είναι αδύνατον να χωρέσει στον μικρό αυτόν λάκκο, πώς εσύ προσπαθείς να χωρέσεις στο μικρό ανθρώπινο μυαλό σου τον απέραντο ωκεανό των Μυστηρίων του Θεού;».

Και πήρε τότε ο ιερός Πατήρ την απάντηση, που του χρειαζόταν, από τον μικρό διδάσκαλο, που δεν ήταν άλλος, παρά Άγγελος απεσταλμένος του Θεού.
(αρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη, Ο υιός των δακρύων, σελ. 185, εκδ. ο Σωτήρ)

katafigioti

lifecoaching