«Το τμήμα αυτό της θείας λειτουργίας ονομάζεται «προσκομιδή» ή «μεγάλη είσοδος». Προσκομιδή, γιατί εδώ γινόταν αρχικά η προετοιμασία των δώρων, η γνωστή ακολουθία της προθέσεως, η οποία για λόγους πρακτικούς, για να υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη άνεση προκειμένου να μεταφερθούν τα δώρα στο θυσιαστήριο, μετατέθηκε πριν από τη θεία λειτουργία.
Μεγάλη είσοδος δε, σ' αντίθεση με τη μικρή λεγόμενη είσοδο μετά του Ευαγγελίου, για την οποία ήδη μιλήσαμε. Η είσοδος εδώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μεταφορά των δώρων από την πρόθεση στο θυσιαστήριο, την Αγία Τράπεζα. Η πράξη αυτή αρχικά ήταν απλή. Γινόταν μόνο από τους διακόνους, τους οποίους περίμενε στο θυσιαστήριο ο επίσκοπος. Από τον 6ο αιώνα η μεταφορά έγινε επισημότερη και μεγαλοπρεπέστερη, αφού συμμετείχαν οι ιερείς ακόμη και ο αυτοκράτορας. Η επισημότητα αυτή έδωσε το χαρακτηρισμό «μεγάλη», σ' αντίθεση με την «μικρή», που όπως είχαμε πει στο αντίστοιχο σχόλιο έχασε σιγά σιγά το αρχικό της νόημα. Από τον 14ο μάλιστα αιώνα φαίνεται για πρώτη φορά σε γραπτά κείμενα αυτή η διάκριση.
Σήμερα βλέπουμε να πλαισιώνουν τη «μεγάλη είσοδο» ορισμένα χαρακτηριστικά λειτουργικά στοιχεία. Ο χερουβικός ύμνος, η ευχή του χερουβικού, η λιτανευτική πομπή με τελική κατάληξη την απόθεση των δώρων στην αγία Τράπεζα. Ακολουθούν τα πληρωτικά και η ευχή της προσκομιδής. Ας τα δούμε όμως σύντομα ένα-ένα. Ο χερουβικός ύμνος μπήκε στη θεία λειτουργία τον 6ο αιώνα (573-4), για να καλύψει το χρόνο προετοιμασίας του ιερέα για την είσοδο (την ώρα της ψαλμωδίας του διαβάζεται η ευχή, γίνεται η θυμίαση, η νίψη των χεριών που είναι σύμβολο καθαρότητας, και γίνεται η αίτηση συγχώρησης από το λαό). Ο ύμνος αρχικά ψαλλόταν τρεις φορές και είναι εμπνευσμένος από τον 23ο ψαλμό «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής...), στον οποίο υπάρχει ο στίχος «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης» (στιχ. 7). Ο ψαλμός αυτός είναι το πιο παλιό χερουβικό. Ψαλλόταν αντιφωνικά την ώρα της μεγάλης εισόδου, σε εποχή που αυτή απέκτησε μεγαλοπρεπέστερο χαρακτήρα.
Ο χερουβικός ύμνος πέρα από την πρακτική του σημασία μας προετοιμάζει και για την υποδοχή του βασιλιά της δόξας. Η μεταφορά των δώρων από την αγία πρόθεση «και η τούτων προς το θυσιαστήριον είσοδος, κατά τον χερουβικόν, την από Βηθανίας προς την Ιερουσαλήμ δηλοί του Κυρίου εισέλευσιν», λέει ο Θεόδωρος Ανδίδων. Και ο Σωφρόνιος Ιεροσολύμων υπογραμμίζει πώς «τα άγια από της προθέσεως έως του θυσιαστηρίου προέρχονται, εις τύπον της του κόσμου διαγωγής του Χριστού έως της ταφής αυτού». Οι συμβολισμοί βέβαια είναι μεταγενέστεροι της πράξης, αλλά τονίζουν την ιδιαιτερότητα και την ιερότητα της συγκεκριμένης λειτουργικής στιγμής.
Η μεγάλη είσοδος είναι τύπος, σύμβολο της πορείας του Χριστού προς το πάθος. Επομένως και η δική μας στάση πρέπει να είναι ανάλογη. Εισέρχεται ο βασιλιάς της δόξας. Ο Χριστός έρχεται για να θυσιαστεί, συνοδευόμενος από τα αγγελικά τάγματα. Κι εμείς εικονίζουμε τους αγγέλους και πρέπει να αφήσουμε «εδώ και τώρα» κάθε βιοτική μέριμνα για να τον υποδεχτούμε.
Η ευχή «Ουδείς άξιος...» είναι κι αυτή μεταγενέστερη στη βυζαντινή λειτουργία. Αφορά μόνο τον ιερέα (γι' αυτό λέγεται και μυστικά) και τον προετοιμάζει για το μυστήριο της ευχαριστίας. Απευθύνεται στο Χριστό και όχι στο Θεό Πατέρα, όπως συμβαίνει με τις πιο πολλές ευχές της λειτουργίας. Προήλθε από την αλεξανδρινή λειτουργία του Αγίου Γρηγορίου (γύρω στον 8ο αιώνα.). Η θέση της εκεί ήταν μετά την απόθεση των τιμίων δώρων στην αγία Τράπεζα. Χαρακτηριστική σε νόημα είναι η εκφώνησή της, «Σύ γαρ εί ο προσφέρων και προσφερόμενος...». Σ' αυτή «κλείνεται όλη η θεολογία για την ιερωσύνη του Χριστού, που είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας. Ο Ιησούς Χριστός στη θεία λειτουργία είναι και ο ιερέας που λειτουργεί και ο αμνός που προσφέρεται»(46).
Στη λιτανευτική πομπή που γίνεται στο «ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι...», κατά την ψαλμωδία δηλαδή του χερουβικού ύμνου, οι λειτουργοί κρατούν τα δώρα κατά τον εξής τρόπο, ο διάκονος το δίσκο με τον αμνό στο ύψος της κεφαλής του και ο ιερέας το άγιο ποτήριο με τον οίνο σε κανονικό ύψος.
Η πομπή παλιά γινόταν σιωπηλά. Αργότερα οι λειτουργοί έλεγαν διάφορα τροπάρια και ψαλμούς (τον 50ο και τον 23ο) και από τον 12ο αιώνα μπήκε η φράση που ακούγεται και σήμερα «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός...». Λεγόταν μεγαλόφωνα από τον ιερέα και από τον διάκονο και μάλιστα πολλές φορές και όχι μία. Η πομπή, αφού περάσει ανάμεσα από τον λαό καταλήγει στην αγία Τράπεζα, χωρίς να γίνει καμία μνημόνευση ονομάτων στην ωραία πύλη. Τα δώρα σκεπάζονται με το κάλυμμα που λέγεται «αέρας».
Η απόθεση των αγίων στην αγία Τράπεζα αποτελεί μίμηση τη στιγμή εκείνη του στρωμένου ανωγείου, μετά από λίγο και της υψώσεως πάνω στο σταυρό, και στο τέλος εικονίζει την ταφή και την ανάσταση και την ανάληψη του Κυρίου.(48)
Ο χερουβικός ύμνος τελειώνει με το «ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν». Μετά τη μεγάλη είσοδο συνηθιζόταν παλιά το κλείσιμο της ωραίας πύλης (καταπέτασμα). Είναι η πράξη που συμβολίζει το σφράγισμα του τάφου του Χριστού. Στο Άγιον Όρος κλείνει μέχρι το «Μετά φόβου...». Στις ενορίες δεν κλείνει παρά μόνο στο κοινωνικό, για να μπορούν οι πιστοί να συμμετέχουν καλύτερα, βλέποντας τι γίνεται την ώρα αυτή στη θεία λειτουργία».
Παραπομπές
(46) Διονυσίου Λ. Ψαριανού. Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης, Η Θεία Λειτουργια…, σελ. 263
(47) Ι.Μ. Φουντούλη. Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας. τ. Γ σελ. 99-102
(48) Θεοδώρου Ανδίδων, προθεωρία… PG 140, 441C
(Η Θεία Λειτουργία, Ιωάννη Κογκούλη, Χρήστου Οικονόμου, Παναγιώτης Σκαλτσή , εκδ. Ο.Χ.Α «Λυδία» σλ. 155-159)