ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένου)
 
Α. Η περί των ιερών εικόνων παράδοση της εκκλησίας
Ο Χριστιανισμός υπό την επίδραση του Ιουδαϊσμού και των διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες απαγορεύουν την εξεικόνιση του θείου, δεν θεώρησε κατ’ αρχάς αναγκαία τη δημιουργία εικονικής ή γλυπτικής χριστιανικής τέχνης. Περιορίσθηκε μόνο σε απλά σύμβολα και συμβολικές παραστάσεις, τα οποία συνεδέοντο αναγωγικά με θεμελιώδεις διδασκαλίες της χριστιανικής πίστεως. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτές ακόμη οι απλές παραστάσεις από την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη είχαν διδακτικό και οπωσδήποτε συμβολικό χαρακτήρα. Οι πρώτοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν εικόνες του Χριστού, ήσαν οι Γνωστικοί και ειδικότερα οι Καρποκρατιανοί (Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων,I,25,6).Τη μαρτυρία αυτή επαναλαμβάνει και ο Επιφάνιος Κωνσταντίας,ο οποίος τις χαρακτηρίζει «εικόνας ενζωγράφους δια χρωμάτων»,αλλά και «εκ χρυσού και αργύρου και λοιπής ύλης». Οι γνωστικοί προέβαλλαν τις εικόνες αυτές ως αντικείμενο προσκυνήσεως μαζί με τις εικόνες των φιλοσόφων Πυθαγόρα,Πλάτωνα,Αριστοτέλη κ.α.(PG 41,373).

Eν τούτοις και παρά την πολεμική, η οποία ασκήθηκε από τους μοντανιστές εναντίον των γνωστικών εικόνων, η Εκκλησία είχε ήδη αρχίσει από τον Γ’ αιώνα να υιοθετεί την ιδέα της εξεικονίσεως του προσώπου του Χριστού. Η χριστιανική όμως εικονογραφία συνδέθηκε κατ’ αρχάς μόνο με τις ακμάζουσες μεγάλες τοπικές εκκλησίες και δεν επεκτάθηκε στις επαρχίες. Υπό το πνεύμα αυτό εξηγείται προφανώς και η απαγόρευση της εισαγωγής εικόνων στους ναούς από τη σύνοδο της Ελβίρας (305). Κατά τον Δ΄ αιώνα διαδόθηκε ευρέως η διακόσμηση των ναών με εικόνες, παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις.

Ο εκκλ. ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι υπήρχαν σε ορισμένες εκκλησίες εικόνες του Ιησού Χριστού και των αποστόλων «εθνική συνηθεία» (Εκκλ. Ιστορία,VII,18). Ο Καισαρείας Ευσέβιος υπήρξε βεβαίως πολέμιος της παραστάσεως του Ιησού Χριστού σε εικόνες, γιατί θεωρούσε αφ’ ενός μεν αδύνατη την εξεικόνιση της θείας δόξας με νεκρά και άψυχα σώματα, αφ’ ετέρου δε αξιολογούσε τις εικόνες του Ιησού Χριστού ως ξένες προς την εκκλησιαστική παράδοση (PG 20,1545-1548). H θέση του Ευσεβίου είναι σπουδαιότατη, αφού χρησιμοποιήθηκε από τους εικονομάχους για την ιστορική θεμελίωση της εχθρικής του διαθέσεως έναντι των εικόνων, γι’ αυτό και πολεμήθηκε με σφοδρότητα από τους εικονοφίλους.

Είναι όμως χαρακτηριστικό οτι ο πατριάρχης Κπόλεως Νικηφόρος προσπάθησε να εξουδετερώσει τη μαρτυρία αυτή με την ειδικότερη αναφορά στα αιρετικά φρονήματα του Ευσεβίου, τα οποία υποδηλώνονται ακόμη και στη διατύπωση της ανωτέρω θέσεως (PG 100,848). Άλλωστε, παρεμφερείς τάσεις αποδόθηκαν και στον Επιφάνιο Κωνσταντίας της Κύπρου.

Κατά τον Δ’ αιώνα οι ι. εικόνες εισήχθησαν όχι μόνο στους ναούς, αλλά και στις οικίες πολλών χριστιανών, επιβλήθηκαν δε τελικώς στην εκκλησιαστική συνείδηση.

Ο Μ. Βασίλειος ομολογεί στην επιστολή του προς τον Ιουλιανό τον Παραβάτη (361-363) ότι τις εικόνες («χαρακτήρες») των αποστόλων, των προφητών και των αγίων «τιμώ και προσκυνώ, κατ’ εξαίρετων τούτων παραδεδομένων εκ των αγίων αποστόλων και ούκ απηγορευμένων, αλλ’ εν πάσαις εκκλησίαις ημών τούτων ανιστορουμένων» (PG 32,1100). Είναι σαφές ότι εικόνες αγίων κοσμούσαν πλέον τους ναούς και τους αποδιδόταν ιδιαίτερη τιμή. Ο αναντίρρητος διδακτικός χαρακτήρας των εικόνων τονίσθηκε κατά τον Ε΄ αιώνα από τον άγιο Νείλο, ο οποίος θεωρούσε ως αναγκαία την εξεικόνιση σκηνών από την Π. Και την Κ. Διαθήκη στους ναούς, «όπως άν οι μη ειδότες γράμματα, μηδέ δυνάμενοι τας θείας αναγινώσκειν γραφάς, τη θεωρία της ζωγραφίας μνήμην τε λαμβάνωσι της των γνησίως τω αληθινώ Θεώ δεδουλευκότων ανδραγαθίας και προς άμιλλαν διεγείρωνται των ευκλέων και αοιδίμων αριστευμάτων, δι’ ών της γής τον ουρανόν αντηλλάξαντο, των βλεπομένων τα μη ορώμενα προτιμήσαντες» (PG 79,577).Την έναντι των ι. εικόνων θέση της Εκκλησίας ανέπτυξε και ο επίσκοπος Νεαπόλεως της Κύπρου Λεόντιος σε λόγο του «Υπέρ της χριστιανών απολογίας, κατά Ιουδαίων και περί των αγίων εικόνων» (PG 94,1597-1609).O Λεόντιος αντικρούει τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δηλαδή οι εικόνες απαγορεύονται από την Αγ.Γραφή και ότι οδηγούν τους χριστιανούς στη ειδωλολατρία. Τις θέσεις του Λεοντίου αξιοποίησε ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος αναδείχθηκε υπέρμαχος της τιμής των ι. εικόνων.

 

Με την επίλυση του δογματικού ζητήματος της ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων θεμελιώθηκε σαφέστερα η θεολογία των ι. εικόνων και η προβολή της δυνατότητας ακτινοβολίας του θείου επι των δημιουργημάτων.

Η ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού καθιστούσε δυνατή τη θεώρηση καθιερωμένων υλικών αντικειμένων ως συμβόλων, τα οποία ανακλούσαν τη θεία δύναμη. Τόσο η θεολογική, όσο και η παιδαγωγική ερμηνεία της ι. εικόνας ευνόησαν την πλήρη σύνδεση τους με τη χριστιανική ευσέβεια, παρά την εναντίον τους πολεμική των αιρετικών Παυλικιανών, των Ιουδαίων και των Αράβων. Η ευσέβεια αυτή των πιστών ενισχύετο συνήθως από τους μοναχούς, οι δε ι. εικόνες δεν περιορίσθηκαν μόνο στη διακόσμηση των ναών, αλλά συνδέθηκαν και με διάφορα μικρά φορητά αντικείμενα χρυσά, αργυρά, χάλκινα, μεταλλικά, ξύλινα κ.α. Τα χρησιμοποιούσαν οι πιστοί ώς φυλακτά, καίτοι πολλές φορές οδηγούντο σε απαράδεκτες υπερβολές.

Στη Δύση ο πάπας Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας (590-604) επέπληξε τον επίσκοπο Μασσαλίας Σηρήνο, ο οποίος διέταξε την καταστροφή εικόνων ένεκα της κακοτεχνίας ή και της αποδιδόμενης σε αυτές υπερβολικής τιμής από τους πιστούς. Υπήρχαν λοιπόν και στη Ν. Γαλλία εικονομαχικές τάσεις ήδη κατά τον ΣΤ’ αιώνα, οι οποίες δεν πρέπει να θεωρηθούν άσχετες και προς την απήχηση της αρειανικής αιρέσεως των Βησιγότθων της Ισπανίας. Ο πάπας Γρηγόριος υπεραμύνθηκε της τιμής των ι. εικόνων για παιδαγωγικούς κυρίως λόγους.

Η ορθή αξιολόγηση των προδρομικών αυτών εικονομαχικών τάσεων οδηγεί στο γενικότερο συμπέρασμα, ότι η οποιαδήποτε εκτροπή από την εκκλησιαστική ερμηνεία του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας, ειδικότερα δέ στο χριστολογικό δόγμα, συνεπαγόταν την αρνητική στάση και έναντι της τιμής των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή εικονομάχοι υπήρξαν εκπρόσωποι των μεγάλων αιρέσεων (Αρειανισμού,Απολιναρισμού,Νεστοριανισμού και Μονοφυσιτισμού).

Πράγματι, ο Αρειανισμός δεν δεχόταν την πληρότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού («άψυχον σώμα») και απέρριπτε τη δυνατότητα εξεικονίσεως του, όπως άλλωστε και ο Απολιναρισμός. Ο Νεστοριανισμός απέρριπτε την πραγματική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και απέκλειε την εξεικόνιση του, ενώ ο Μονοφυσιτισμός δεχόταν την απορρόφηση της ανθρώπινης από τη θεία φύση και αποσυνδέθηκε από την ισχυρή εικονογραφική παράδοση της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από τις εικονομαχικές ιδέες και των μετριοπαθών ακόμη εκπροσώπων του Μονοφυσιτισμού (Φιλόξενος Ιεραπόλεως, Σεβήρος Αντιοχείας κ.α).
 
Β΄. Αίτια της εικονομαχίας

Τα αίτια των εικονομαχικών ερίδων, οι οποίες συντάραξαν την εκκλησία και την αυτοκρατορία επί ένα και πλέον αιώνα (727-843), δεν είναι σαφή, γι’ αυτό και διατυπώθηκαν ποικίλες υποθέσεις, οι οποίες υποπίπτουν πολλές φορές σε μία σύγχυση αιτίων και συνεπειών. Η σύγχυση αυτή οφείλεται σαφώς στην πενιχρότητα των εικονομαχικών πηγών.

Ορισμένοι είδαν στην εικονομαχία τάσεις κοινωνικής μεταρρυθμίσεως και αποκάλεσαν τον εισηγητή της αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο (717-741) φιλελεύθερο και τολμηρό οραματιστή μιας θρησκευτικής και πολιτικής αναμορφώσεως ή και Λούθηρο του Η’ αιώνα.

Άλλοι υποστήριξαν τη γνώμη ότι η εικονομαχία αποτελούσε μία απλή αναζήτηση πνευματικότερης εκφράσεως της λατρευτικής ζωής των χριστιανών με την καταπολέμηση κάθε παγανιστικής τάσεως.

Άλλοι υποστήριξαν με προφανή ιδεολογικά κριτήρια ότι η εικονομαχία υποκρύπτει ταξικό αγώνα, ένεκα των τάσεων των ισχυρών της εποχής να σφετερισθούν την εκκλησιαστική περιουσία.

Άλλοι συνέδεσαν την εικονομαχία προς την τάση μιας ριζικής αναθεωρήσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας με κριτήριο τις θεοκρατικές αντιλήψεις του Λέοντα Γ’, οι οποίες διακηρύχθηκαν με την επίσημη δήλωση του προς τον πάπα Γρηγόριο Β’ ότι ήταν φορέας τόσο της βασιλικής, όσο και της ιερατικής εξουσίας («Βασιλεύς ειμί και ιερεύς»). Άλλοι περιορίζουν τις τάσεις αυτές σε μια απλή αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία έπληττε κυρίως τη μοναστηριακή περιουσία, χαρακτηρίζουν δε την εικονομαχία ώς μια μορφή «Μοναχομαχίας».

Άλλοι υποστήριξαν την άποψη ότι η σταθερή απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ για την αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού επεκτάθηκε απλώς και στην Εκκλησία.

Άλλοι διείδαν στην εικονομαχία  μια προσπάθεια περιορισμού των θρησκειακών αντιθέσεων ή μια τάση συνδιαλλαγής μεταξύ των τριών μεγάλων βιβλικών θρησκειών, ήτοι του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλαμισμού.

Άλλοι θεώρησαν την εικονομαχία ως μια προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού του ελληνοχριστιανικού Βυζαντίου με την υποβάθμιση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, η οποία είχε διαμορφωθεί κυρίως επί τη βάσει του ελληνικού πνεύματος.

Τέλος, άλλοι, για να περιορισθούμε στις κυριότερες μόνο απόψεις, τόνισαν τον ακραιφνή θεολογικό χαρακτήρα της εικονομαχικής ερίδας.

Όλες όμως οι υποθέσεις αυτές δεν δύνανται να εξηγήσουν επαρκώς την αιφνίδια κήρυξη της εικονομαχίας από τον Λέοντα Γ’, ούτε να ερμηνεύσουν μεμονωμένως τους επιθυμητούς στόχους, αφού όλες οι ανωτέρω τάσεις συνδέθηκαν πράγματι με την εικονομαχία, αλλά δεν υπήρξαν και τα πρωταρχικά ή τα γενεσιουργά αίτια της αιφνίδιας εκρήξεως της.

Νομίζουμε ότι στην αναζήτηση των αιτίων της εικονομαχίας πρέπει να απομονωθεί η προσωπικότητα του εισηγητή της εικονομαχίας αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ και να αναζητηθούν μόνο τα αίτια των πρώτων αποφάσεων του εναντίον των ι. εικόνων. Μετά τις διακρίσεις αυτές είναι δυνατόν να αναζητηθούν και τα αίτια, ένεκα των οποίων οι εικονομαχικές ιδέες βρήκαν ταχεία απήχηση σε σημαντικές εκκλησιαστικές και κοινωνικές ομάδες.

Ο Λέων Γ΄ γεννήθηκε στη Γερμανίκεια της Συρίας, αλλά καταγόταν από την Ισαυρία και είχε χρηματίσει στρατηγός του θέματος των Ανατολικών. Τα σχετικά γεγονότα υποδηλώνουν ότι ο Λέων Γ΄ ήταν οπωσδήποτε γνώστης των οξυτάτων αντιπαραθέσεων μεταξύ της εκκλησίας και των αιρετικών Παυλικιανών στη Σύρια και στη Μ. Ασία για το ζήτημα  της τιμής των ι. εικόνων. Οι Παυλικιανοί, διασκορπισμένοι από την Αρμενία μέχρι την Αλβανία του Καυκάσου, όχι μόνο δεν απέκρυπταν τις εικονομαχικές ιδέες τους, αλλά και επιδίωκαν τις δημόσιες συζητήσεις. Η διαλεκτική αυτή για τις ι. εικόνες δεν προσέκρουε στην εκκλησιαστική παράδοση, οι δέ Παυλικιανοί θα χρησιμοποιούσαν αναμφιβόλως υπέρ των θέσεων τους και τις καινοτομίες, οι οποίες είχαν εισαχθή στην τιμή των ι. εικόνων. Θα επικαλούντο πιθανότατα και τις γνωστές μαρτυρίες της πράξεως των πρώτων αιώνων ,όπως του Ευσεβίου Καισαρείας, του Επιφανίου Κωνσταντίας κ.α. Βεβαίως, οι Παυλικιανοί δεν ήσαν κατ’ εξοχήν εικονομάχοι, αλλά οπωσδήποτε ηρνούντο την τιμή των ι. εικόνων και των αγίων. Παραλλήλως είχαν ταχθεί εναντίον των ι. εικόνων στις ανατολικές επαρχίες και οι πολυπληθείς αιρετικοί Νεστοριανοί και Μονοφυσίτες, οι οποίοι οπωσδήποτε θεμελίωναν τις θέσεις τους σε συγκεκριμένα στοιχεία της σχετικής εκκλησιαστικής παραδόσεως του Δ’ αιώνα.

Οι βυζαντινοί χρονογράφοι είχαν σαφή συνείδηση της αφετηριακής συνδέσεως της εικονομαχίας προς τα κηρύγματα των Παυλικιανών και των άλλων αιρετικών παραφυάδων των ανατολικών επαρχιών.

Ο Λέων Γ’ γνώριζε τις εικονομαχικές αυτές ιδέες από την περίοδο της διαμονής του στις επαρχίες της Ανατολής, όταν αγωνιζόταν με εξαιρετική επιτυχία εναντίον των Αράβων. Άλλωστε, δεν πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματικό το γεγονός, ότι όλοι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες προήρχοντο από τις ανατολικές επαρχίες, ενώ οι αυτοκράτειρες, οι οποίες αποκατέστησαν την τιμή των ι. εικόνων, κατήγοντο αντίστοιχα από την Αθήνα και την Παφλαγονία της Μ. Ασίας.
Η θέση όμως του Λέοντα Γ΄ είναι ιδιάζουσα έναντι των άλλων εικονομάχων αυτοκρατόρων, αφού αυτός υπήρξε ο πρώτος εισηγητής και ο θεμελιωτής της εικονομαχίας. Ο χρονογράφος Θεοφάνης κατηγόρησε τον Λέοντα Γ΄ ως «σαρακηνόφρονα»,υποστηρίζοντας την εξάρτηση του από την κατά των χριστιανικών εικόνων πολεμική του χαλίφη Ιζίδ (Υazid B’ 720-724). Οι μουσουλμάνοι υπό την επίδραση του Κορανίου θεωρούσαν τις εικόνες σατανική βδελυγμία και ειδωλολατρία, αλλά η θέση του Λέοντα έναντι των εικόνων δεν είναι δυνατόν να συνδεθή άμεσα ή έμμεσα προς τη θέση των άσπονδων εχθρών της αυτοκρατορίας.

Άλλωστε, ο ίδιος ο Λέων Γ’ κατά την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του ήταν εικονόφιλος και οπωσδήποτε δεν υπήρξε πολέμιος των ι. εικόνων. Στην Κπολη όμως του δόθηκε η ευκαιρία να αξιολογήσει με διαφορετικά κριτήρια τις γνωστές αντιθέσεις μεταξύ των αιρετικών και των ορθοδόξων των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Η τιμή των ι. εικόνων είχε εκτραπεί σε υπερβολές, οι οποίες εφαίνοντο πλέον οξύτερες στον γνώστη των αντιθέσεων της Ανατολής. Την κριτική αυτή διάθεση είχαν ή δέχθηκαν και οι συνεργάτες του στρατιωτικοί αξιωματούχοι, πολλοί από τους οποίους συνεδέοντο με τον Λέοντα Γ΄πρίν από την άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο και είχαν συνυπηρετήσει μαζί του στις ανατολικές επαρχίες. Αυτό προφανώς απηχεί και η πολεμική εναντίον των ι. εικόνων του πατρικίου Βίσηρα κ.α.

Πράγματι, οι υπερβολές των πιστών της Κπόλεως δημιουργούσαν ιδιαίτερη και αναμφιβόλως όχι θετική εντύπωση στον κύκλο αυτό των ισχυρών της αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει μια εντελώς άλλη εμπειρία στις ανατολικές επαρχίες, όπου η εκκλησία θα πρέπει να ήταν περισσότερο εφεκτική ή τουλάχιστον περισσότερο προσεκτική έναντι των τυχόν υπερβολικών εκδηλώσεων της λαϊκής ευσέβειας. Είναι προφανές στις πηγές ότι πολλές φορές η τιμή των ι. εικόνων από τους πιστούς δεν διέβαινε «επί το πρωτότυπον», αλλά γινόταν προσκύνηση ή και λατρεία της ίδιας εικόνας, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνων των εικόνων, οι οποίες εθεωρούντο από τη λαϊκή ευσέβεια ή την παράδοση ώς «αχειροποίητες». Είναι γνωστό ότι πολλοί πιστοί χρησιμοποιούσαν τις εικόνες ακόμη και ως αναδόχους κατά τη βάπτιση των τέκνων τους, ενώ άλλοι μετεχειρίζοντο τα χρώματα των εικόνων ως φάρμακα. Ορισμένοι μάλιστα τοποθετούσαν τον άρτο της θ. Ευχαριστίας στις ι. εικόνες και κοινωνούσαν, ενώ ακόμη και ορισμένοι πρεσβύτεροι αναμίγνυαν τα χρώματα της εικόνας με τα τίμια δώρα για να ενισχύσουν τη δύναμη της θ. ευχαριστίας.

Έτσι εξηγούνται οι συνήθεις υπερβολικές κατηγορίες των εικονομάχων εναντίον των εικονοφίλων για ειδωλολατρία.

Πράγματι, ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Β΄ (715-731) στην επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ αποκρούει τις επίσημες κατηγορίες του βυζαντινού αυτοκράτορα, ότι δηλαδή οι ι. εικόνες «ειδώλων τύπον αναπληρούσι και οτι οι προσκυνούντες αυτάς ειδωλολάτραι» (Μansi,XII,959)
Εν τούτοις, ο Λέων Γ΄ δεν αποφάσισε να επέμβη στο ζήτημα των ι. εικόνων χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, διεπίστωσε δέ ότι τις αντιρρήσεις του συνεμερίζοντο όχι μόνο οι έμπιστοι του αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, αλλά και ορισμένοι αρχιερείς και κληρικοί. Τρείς επίσκοποι της Μ. Ασίας, οι Νακωλείας της Φρυγίας Κωνσταντίνος, Εφέσου Θεοδόσιος και Κλαυδιουπόλεως Θωμάς, εκδηλώθηκαν ανεπιφυλάκτως υπέρ των εικονομαχικών θέσεων του Λέοντα Γ΄, τις ενίσχυσαν δε προφανώς και με θεολογικά επιχειρήματα. Οι τρείς αυτοί αρχιερείς εκπροσωπούσαν αναμφιβόλως μια μετριοπαθέστατη, αλλά οπωσδήποτε ευρύτερη εκκλησιαστική τάση.

Η ανάμιξη όμως πολιτειακών και εκκλησιαστικών κινήτρων καθιστά δυσχερή τη σαφή διάκριση των αντιστοίχων στόχων, γιατί ήταν πράγματι δυνατόν στο ζήτημα των καταχρήσεων των μοναχών να συνέπιπταν ορισμένες ετερογενείς δυσφορίες, επιφυλάξεις και ανησυχίες του Λέοντα Γ’ και πολλών των επισκόπων έναντι των υπερβολών του μοναχισμού, αλλά όχι και στη γενικότερη καταδίκη της τιμής των ι. εικόνων. Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο αυτή η ανάπτυξη της συνειδήσεως της αυτοτέλειας των διαφόρων μοναστικών κέντρων, ένεκα κυρίως της αυξήσεως του αριθμού των μοναχών και της μεγάλης επιρροής τους στη λαική ευσέβεια, συνοδευόταν από μία συνεχώς αύξουσα οικονομική ανθηρότητα ή και από μία προοδευτική χαλάρωση του μοναχικού ιδεώδους. Πολλοί επίσκοποι θεωρούσαν προκλητική την οικονομική δραστηριότητα των μοναχών, ο δέ αυτοκράτορας, ο οποίος αγωνιζόταν να διευθετήση την οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας με αντιδημοτικά φορολογικά μέτρα («δικέρατον»), δεν μπορούσε να παραθεωρήση το φαινόμενο αυτό.

Οπωσδήποτε όμως τα πολιτικά και τα κοινωνικά κίνητρα αναφάνηκαν μετά την κήρυξη της εικονομαχίας, η οποία κατ’ αρχήν υπήρξες μια απλή θρησκευτική έριδα, καίτοι εξελίχθηκε αργότερα σε θεολογική διαμάχη και τελικά συνδέθηκε με πολιτικές, κοινωνικές και γενικότερες εκκλησιαστικές τάσεις, ώστε να μεταβληθεί σε προσπάθεια ολοκληρωτικής κυριαρχίας του πνεύματος της Ανατολής στην ελληνοχριστιανική παράδοση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Είναι γεγονός ότι όλες οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των αιτιών της εικονομαχίας έχουν ορισμένα ισχυρά επιχειρήματα για τη θεμελίωση τους.

Τα κίνητρα όμως αυτά δεν υπήρχαν βεβαίως στη μονοσήμαντη αφετηριακή σκέψη του στρατιωτικού αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.

Νομίζουμε ότι ο αυτοκράτορας επιθυμούσε αρχικώς να περιορίση τις ακραίες εκδηλώσεις της λαϊκής ευσεβείας, η οποία μετέθετε τη λύση όλων των προβλημάτων στη θαυματουργική επέμβαση των ι. εικόνων. Υπό την έννοια αυτή ο Λέων επιχείρησε κατ’ αρχήν να απομακρύνει τους πιστούς από τις εικόνες και όχι να επιβάλλει μια γενική απαγόρευση της τιμής των ι. εικόνων. Η απογοήτευση από τη μαζική αντίδραση του λαού ερέθισε τη στρατιωτική του ευαισθησία και τον οδήγησε στην απόφαση να απομακρύνει πλέον τις εικόνες από τους πιστούς, δηλαδή να αφαιρέση τις εικόνες από τους ναούς.

Η πρώτη επιλογή του είχε πρακτικό κυρίως χαρακτήρα και ήταν κατά βάση ορθή, αλλά η δεύτερη επιλογή του ήταν θεολογικά εσφαλμένη, γιατί αφαιρούσε ουσιαστικό στοιχείο του λατρευτικού βίου της Εκκλησίας. Ο Λέων δεν κατανοούσε βεβαίως με την πρακτική σκέψη του την τεράστια διαφορά των δύο διαδοχικών επιλογών του, γι’ αυτό και δεν μπορούσε να ερμηνεύσει του λόγους της εκρηκτικής αντιδράσεως της Εκκλησίας ή του λαού. Η διαφορά όμως ήταν περισσότερο κατανοητή στην εκλησιαστική συνείδηση, η οποία ομόφωνα απέκρουσε τα εικονομαχικά μέτρα του Λέοντα. Υπό το πνεύμα αυτό χαρακτηρίσαμε ήδη την έκρηξη της εικονομαχίας ως ένα «ιστορικό ατύχημα», οι συνέπειες του οποίου δεν είχαν προβλεφθεί από τους εισηγητές της και οπωσδήποτε διαπιστώθηκαν στις ανεξέλεγκτες συνέπειες της έριδας. Πράγματι, κατά την εξέλιξη της ήταν αναπόφευκτες ορισμένες ευνόητες πολιτικές,κοινωνικές,θεσμικές,εκκλησιαστικές,θεολογικές και άλλες συνέπειες της εικονομαχίας, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν και ως αίτια για την κήρυξη της.

(Εκκλησιαστική Ιστορία τόμος Α΄, Βλασίου Φειδά σελ. 764-767 & 769-773 οι υπογραμμίσεις δικές μας όπως και μία ελαφρά μεταγλώττιση του κειμένο

"το αίμα αυτού (του Χριστού) ας έλθει πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας!" (Ματθ. 27,25)
 
(Ευσεβίου Καισαρείας,Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1 σελ.257-273,
το κείμενο της απόδοσης είναι μεταγλωττισμένο και οι υπογραμμίσεις δικές μας)
 
«Περί του λιμού ο οποίος κατεπίεσε τους Ιουδαίους»

Γι’αυτό, παραλείποντας τις λεπτομέρειες όσων συνέβησαν σ’αυτούς, όσων επιχειρήθηκαν δηλαδή δια του ξίφους ή κατ’ άλλον τρόπο, θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω μόνο τις δια του λιμού συμφορές, έτσι ώστε οι αναγιγνώσκοντες το παρόν σύγγραμμα να έχουν μερική γνώση περί του πώς η εκ Θεού τιμωρία για την παρανομία τους προς τον Χριστό του Θεού δεν άργησε να πέσει εναντίον τους.
Πάρε λοιπόν στα χέρια σου το πέμπτο βιβλίο των ιστοριών του Ιώσηπου και ανάγνωσε την τραγωδία των γεγονότων.
«Πράγματι για τους εύπορους», λέει, «και μόνο το γεγονός της παραμονής ισούταν  με θάνατο – διότι ο καθένας απ’ αυτούς  φονευόταν για την περιουσία του με την πρόφαση μελετουμένης αυτομολήσεως τους.
Συναυξανόταν δε με την πείνα η μανία των συμμοριτών και καθημερινά εξάπτονταν και τα δύο δεινά. Πουθενά πλέον δεν φαινόταν σίτος, εισορμώντες δε ερευνούσαν τις οικίες – έπειτα, εάν εύρισκαν κακοποιούσαν τους ενοίκους επειδή αρνήθηκαν την ύπαρξη του, εάν δεν εύρισκαν τούς βασάνιζαν επειδή τον απέκρυπταν πιο προσεκτικά. Απόδειξη δε της κατοχής ή μη σίτου ήταν η κατάσταση των σωμάτων των αθλίων – οι μεν εύρωστοι ακόμη απ’ αυτούς έδειχναν ότι διαθέτουν τρόφιμα, οι δε ήδη αφανισμένοι αφήνονταν ήσυχοι, γιατί τους φαινόταν παράλογο να φονεύσουν αυτούς οι οποίοι εντός ολίγου θα πέθαιναν από στέρηση.
Πολλοί δε αντάλλασαν κρυφά τα περιουσιακά τους στοιχεία με ένα μετρητή σίτου αν ήταν πλούσιοι, κριθαριού δε αν ήταν φτωχότεροι. Έπειτα αυτοεγκλειόμενοι στα εσώτερα των οικιών τους, μερικοί έτρωγαν ακατέργαστο το σίτο από την άκρα στέρηση, άλλοι τον έψηναν όπως υπαγόρευε η ανάγκη και ο φόβος. Πουθενά δεν παρατιθόταν τράπεζα, κατακομμάτιαζαν τις τροφές ανασύροντας αυτές ωμές ακόμα από τη φωτιά. Ήταν δε ελεεινή η τροφή και αξιοδάκρυτη η θέα, αφού οι μεν δυνατοί πλεονεκτούσαν, οι δε ασθενείς οδύρονταν.
Όλα μεν τα κακά υπερβάλλει η πείνα, αλλά δεν καταστρέφει τίποτα τόσο πολύ όσο την αιδώ. Διότι το άλλως άξιο σεβασμού, σε κατάσταση πείνας καταφρονείται. Άρπαζαν λοιπόν τις τροφές μέσα από τα στόματα οι γυναίκες των ανδρών, τα παιδιά των πατέρων και, το ελεεινότερο, οι μητέρες των νηπίων – ενώ δε τα φίλτατα πρόσωπα μαραίνονταν ενώπιον τους, δε δίσταζαν να τους αφαιρέσουν τους τελευταίους σταλαγμούς της ζωής. Και έτσι όμως τρώγοντας, δεν διέφευγαν της προσοχής, παντού δε επιτίθονταν οι συμμορίτες για να αρπάξουν και αυτά. Πράγματι όποτε αντιλαμβάνονταν οικία κατάκλειστη, αυτό ήταν σημείο ότι οι ένοικοι λάμβαναν τροφή, αμέσως δε, σπάζοντας τις πόρτες, εισορμούσαν και σχεδόν έβγαζαν τα κομμάτια τροφής από τους φάρυγγες. Γέροντες χτυπιόντουσαν επειδή συγκρατούσαν τις τροφές, γυναίκες συνταράζονταν από την κόμη επειδή τα απέκρυπταν στα χέρια τους, και δεν υπήρχε οίκτος για γηρατειά ή νήπια, αλλά οι συμμορίτες έσερναν τα παιδιά τα κρεμασμένα από τα ψωμιά και τα κατέρριπταν στο έδαφος. Σ’ αυτούς που πρόφθασαν να καταπιούν τα μέλλοντα να αρπαγούν  προ της εισβολής αυτών ήταν ωμότεροι σαν να είχαν αδικηθεί από αυτούς. Επινοούσαν δε τρομερούς τρόπους βασάνων για ανακάλυψη τροφής – έφρασσαν τους πόρους των αιδοίων των δύστυχων ανθρώπων με ορόβιο και διατρυπούσαν τα οπίσθια τους με μυτερές ράβδους.

Πάθαινε κανείς τα φρικτά και στο άκουσμα, για να ομολογήσει έναν άρτο, για να φανερώσει μια δράκα κρυμμένου κριθαριού. Οι βασανιστές όμως δεν έκαναν αυτά από πείνα – διότι αυτό που γινόταν  από ανάγκη θα ήταν λιγότερο σκληρό - , αλλά για να ασκούν τη μανία τους και να προμηθεύουν στους εαυτούς τους εφόδια για τις επόμενες μέρες. Συναντώντας δε όσους διολίσθαιναν προς τη ρωμαϊκή φρουρά τη νύχτα για συλλογή άγριων λάχανων και χόρτων, όταν αυτοί νόμιζαν ότι είχαν διαφύγει ήδη των εχθρών, τους άρπαζαν τα μεταφερόμενα και όταν αυτοί πολλάκις ικέτευαν, επικαλούμενοι το φρικτότατο όνομα του Θεού, να τους δώσουν μέρος από αυτά τα οποία  είχαν με κίνδυνο της ζωής τους, δεν έδιναν τίποτα, ήταν δε τυχερός ο ληστευμένος  αν δεν έχανε και τη ζωή του».
Έπειτα από άλλα προσθέτει σε αυτά  τα εξής.
«Για τους Ιουδαίους με τον αποκλεισμό των εξόδων της πόλης αποκόπηκε κάθε ελπίδα σωτηρίας, και ο λιμός επεκτεινόμενος από οίκο σε οίκο και από οικογένεια σε οικογένεια κατάτρωγε το λαό – οι οικίες ήταν γεμάτες νεκρές γυναίκες και βρέφη, τα στενά γεμάτα νεκρούς γέροντες, παιδιά δε και νέοι πρησμένοι περιφέρονταν στις αγορές σαν είδωλα και κατέπεφταν όπου τους κατελάμβανε το πάθος. Οι ασθενείς δεν είχαν δύναμη να θάβουν τους συγγενείς τους και οι υγιείς δίσταζαν εξαιτίας του πλήθους των νεκρών και για την αβεβαιότητα της δικής τους τύχης. Πράγματι πολλοί πέθαιναν πάνω σ’ εκείνους  τους οποίους έθαβαν, πολλοί δε έρχονταν στους τάφους πριν το επιβάλλει η ανάγκη. Δεν υπήρχε ούτε θρήνος στις συμφορές ούτε ολοφυρμός, αλλά ο λιμός κυριαρχούσε των συγκινήσεων – οι ψυχομαχούντες παρατηρούσαν με ξηρούς οφθαλμούς αυτούς που πρόφθασαν να αναπαυθούν, βαθειά δε σιγή συνείχε την πόλη και νύχτα γεμάτη θάνατο. Και οι ληστές ήταν χειρότεροι από αυτά. Πράγματι διαρρηγνύοντας τις οικίες σαν τάφους, απογύμνωναν τους νεκρούς και, αφού αποσπούσαν τα καλύμματα των πτωμάτων, έβγαιναν έξω με γέλια – δοκίμαζαν επίσης τις αιχμές των ξιφών στα πτώματα και τρυπούσαν μερικούς, πεσμένους μεν ζωντανούς δε ακόμη, για δοκιμή του σιδήρου, ενώ εκείνους, οι οποίοι τους ικέτευαν να χρησιμοποιήσουν το χέρι και το ξίφος τους, εγκατέλειπαν υπερήφανα  στο λιμό – και καθένας από αυτούς που εξέπνεε κοίταζε ατενώς προς το ναό, χωρίς να ασχολείται με τους ζωντανούς συμμορίτες. Αυτοί δε κατά πρώτον όρισαν να θάβονται οι νεκροί με έξοδα του δημόσιου ταμείου, μην υποφέροντας την οσμή – έπειτα, καθώς δεν επαρκούσαν, τους έριχναν από τα τείχη στα φαράγγια.
Περιερχόμενος δε αυτά ο Τίτος, όταν τα είδε γεμάτα νεκρούς και βαθύ ιχώρα  να ρέει από τα αποσυντιθέμενα πτώματα, στέναξε και αφού ύψωσε τα χέρια κάλεσε μάρτυρα το Θεό, ότι το έργο αυτό δεν ήταν δικό του».
Έπειτα από μερικά άλλα ενδιάμεσα προσθέτει.
«Δεν θα δίσταζα να πω όσα μου επιβάλλει ο πόνος – νομίζω ότι, εάν οι Ρωμαίοι καθυστερούσαν την επίθεση τους κατά των αλιτήριων η πόλη ή θα καταπινόταν από χάσμα της γης ή θα κατακλυζόταν από ύδατα ή θα δεχόταν τους κεραυνούς των Σοδόμων – διότι γέννησε γενεά πολύ πιο άθεη από αυτούς που έπαθαν εκείνα. Πράγματι λόγω της μανίας αυτών συγκαταστράφηκε όλος ο λαός».

Αν νιώθω φόβο, να προχωράω μπροστά

Να πονώ αλλά, να μην παραφέρομαι

Αν νιώθω άρρωστος, να διπλασιάσω τις δυνάμεις μου

Να πονώ αλλά, να μένω ολόρθος

Αν νιώθω θλιμμένος, να τραγουδάω

Να πονώ αλλά, να χαμογελώ υπομονετικά

Αν νιώθω μελαγχολία, να γελάω

Να πονώ αλλά, να προσφέρω χαρά στην ψυχή μου

Αν νιώθω φτωχός, να σκέφτομαι τα πλούτη της ψυχής

Να πονώ αλλά, να μπορώ να προσεύχομαι

Αν νιώθω πολύ ικανός να κοιτάξω τα άστρα

Να πονώ αλλά, να μη γίνομαι αντικοινωνικός

Αν νιώθω υπερήφανος, να θυμηθώ στιγμές ντροπής

Να πονώ αλλά, να έχω εφόδιο την καρτερικότητα

Αν νιώθω κατωτερότητα, να φορέσω καινούργια ρούχα

Να πονώ αλλά, τον Θεό να μπορώ να δοξολογώ

Αν νιώθω ότι έχω πλούτη, να θυμηθώ τους Φτωχούς

Να πονώ αλλά, να ελπίζω στην βελτίωση

Αν νιώθω δυστυχία, να προσμένω την Ευτυχία

Είναι στο χέρι μας να μπορούμε να ζούμε με την αλήθεια, με την Αρετή & με την Εγκράτεια, που είναι ο τρόπος που αρέσει στον Θεό, γιατί κανείς δεν μπορεί ποτέ να μας εξαναγκάσει να κάνουμε χωρίς την θέλησή μας όποιο κακό.

Αλλά να είμαστε Κύριοι των συναισθημάτων μας & να μπορέσουμε να δούμε τον καλό ΠΟΙΜΕΝΑ.

Αμήν !!!

Πριν από 520 χρόνια, ο διάσημος εξερευνητής Χριστόφορος Κολόμβος, μετά από 70 ημέρες ταξίδι και σκληρό αγώνα με τα άγρια κύματα και τον δύσκολο χαρακτήρα των υπόλοιπων ναυτικών, ανακάλυψε το νέο κόσμο, την Αμερική.

Το ίδιο και ο αγωνιζόμενος κατά των παθών του, χριστιανός, στις 70 ημέρες του πνευματικότατου Τριωδίου (από Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι Μ. Σάββατο βράδυ), κατορθώνει να ανακαλύψει τον πάμφωτο κόσμο της ανάστασης του Ιησού.

Η Σαρακοστή είναι περίπου το 1/10 του χρόνου (αν εκλάβουμε ότι αυτός αποτελείται χονδρικά από 400 ημέρες). Συνήθεια Ιουδαίων, και Χριστιανών αργότερα, ήταν να προσφέρουν τη Δεκάτη στους φτωχότερους. Αν όλοι εφάρμοζαν σήμερα τη χρυσή αυτή κοινωνική συνήθεια δεν θα υπήρχαν πλέον αναγκεμένοι άνθρωποι. Η Μ. Σαρακοστή λέγεται ‘Μεγάλη’ γιατί είναι κατά μια εβδομάδα μεγαλύτερη από εκείνη των Χριστουγέννων. Η τελευταία Εβδομάδα λέγεται ‘Μεγάλη’ γιατί αναπαριστά τα τελευταία κοσμοσωτήρια γεγονότα της ζωής του Ιησού. Η Μ. Σαρακοστή είναι μοναδική και ξεχωριστή περίοδος του εκκλησιαστικού έτους. Όαση μέσα στη σύγχρονη Σαχάρα. Στη Ρωσία, τη Μ. Σαρακοστή, τα δικαστήρια και τα θέατρα αργούσαν. Ακόμη και τα παιδιά περιόριζαν τα παιχνίδια τους στους δρόμους (Αλέξ. Σμέμαν, Μ. Σαρακοστή, σελ. 115).

Περιλαμβάνει ωραιότατες και θεολογικότατες Ακολουθίες, όπως του Εσπερινού των Κυριακών, του Μ. Αποδείπνου, τις Λειτουργίες των Προηγιασμένων Δώρων, τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, τους Εσπερινούς Σαββάτου και Όρθρου Κυριακής, τις Λειτουργίες του Μ. Βασιλείου, του Μ. Κανόνα:

Ο Εσπερινός των Κυριακών περιλαμβάνει τον γνωστό αρχαιότατο ύμνο ‘Φως Ιλαρόν’, θαυμάσιους ψαλμούς (103, 140, 141), κατανυκτικούς ύμνους κ.α. Ο Εσπερινός και ο Όρθρος δημιουργήθηκαν στη Μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα και από εκεί διαδόθηκαν σε όλη την Εκκλησία.

Το Μ. Απόδειπνο τελείται όλη τη Μ. Σαρακοστή και ακούγεται το ‘Κύριε των Δυνάμεων μεθ’ ημών γενού’, που προέρχεται από τον ψλμ. 45: «Κύριος των Δυνάμεων μεθ’ ημών». Ο ψλμ. αυτός ενέπνευσε το 1822 τον αγωνιστή Λυκούργο Λογοθέτη και εμψύχωσε τους Σάμιους ώστε απέτρεψαν την τουρκική επέλαση στο νησί(Κ. Καλλινίκου, ‘Ο ιερός Ψαλτήρ εν τη πράξει’, Θεσσαλ. 1927, σελ. 34-35).

Στις Λειτουργίες Προηγιασμένων (συνήθως Τετάρτη και Παρασκευή), επειδή είναι πένθιμη όλη αυτή η περίοδος και δεν τελείται Λειτουργία τις καθημερινές (πλην Σαββάτου), και για να κοινωνούν όσοι επιθυμούν, τα Άγια έχουν προσκομισθεί από προηγούμενη Κυριακάτικη Λειτουργία, τα οποία μεταφέρει ο ιερέας με σκεπασμένη κεφαλή, αργά και πολύ κατανυκτικά, από το πλαϊνό παραπόρτι μέσω της Ωραίας Πύλης στην Άγια Τράπεζα. Διαβάζονται 15 ψαλμοί (119-133) που λέγονται ‘Προς Κύριον’, Αναγνώσματα από Γένεση, Παροιμίες και Ιώβ και 10 τροπάρια της ημέρας. Ιδιαίτερη γλυκύτητα έχει το ‘Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου….’. Ο Σαιν Σαν, διάσημος μουσουργός, όταν άκουσε στην Αλεξάνδρεια για πρώτη φορά βυζαντινή μουσική, έμεινε έκπληκτος και δήλωσε ότι ευχαρίστως θα θυσίαζε τη μουσική του προκειμένου να γράψει βυζαντινά μέλη (βλ. Ν. Τσιγκούλη, ‘Η Βυζαντινή μουσική ως ελληνοχριστιανική παράδοσις’, Αθ. 1967, σελ. 34).

Οι Χαιρετισμοί προς την Θεοτόκο, που ψάλλονται κάθε Παρασκευή βράδυ (εξαίρετος ύμνος το ‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια’), ξεκίνησαν να συνθέτονται μετά τον Αύγουστο του 626, όταν οι Άβαροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη και σώθηκε η Πόλις θαυματουργικά. Η Θεοτόκος ονομάζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ‘Προφήτις’, ‘θεός μετά τον Θεό’, και ‘το πιο μεγάλο θαύμα του κόσμου’. Επαινέθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ονομάστηκε ‘Κεχαριτωμένη’, κατά τη θεία σύλληψη του Ιησού (Λουκ. 1,28). Κατά το τέλος, διαβάζονται οι θαυμάσιες ευχές του Αποδείπνου ‘και δος ημίν Δέσποτα προς ύπνον απιούσιν…’, καθώς και το ‘Άσπιλε, Αμόλυντε, Άφθορε, Άχραντε, Αγνή Παρθένε Θεόνυμφε, Δέσποινα….’, έργα του 11ου αι. Το τελευταίο τροπάριο ‘την ωραιότητα της Παρθενίας σου…’ αποδίδει τη σπουδαιότητα της εορτής.

Οι Εσπερινοί του Σαββάτου και Όρθρου Κυριακής είναι αφιερωμένοι στην Ανάσταση του Κυρίου. Ακούγεται το ‘Ότε κατήλθες …..’, το ‘Ευφραινέσθω τα ουράνια…’ και το ‘Εξ ύψους κατήλθες ο εύσπλαχνος….’. Η Εκκλησία, και ο Χριστιανισμός γενικότερα, στηρίζεται στον άδειο τάφο του Ιησού. Μεγαλύτερη απόδειξη της αναστάσεως, κατά τον Χρυσόστομο, αποτελεί ο μαρτυρικός θάνατος των 10 αποστόλων (αν εξαιρέσουμε τον Ιωάννη τον Θεολόγο που πέθανε σε βαθειά γεράματα και τον Ιούδα που απαγχονίστηκε) και πολλών άλλων μαθητών του Χριστού, οι οποίοι είδαν με τα μάτια τους τον αναστημένο Ιησού και δεν φοβήθηκαν να χάσουν περιουσίες, οικογένειες και αυτή τη ζωή τους γι’ Αυτόν.

Η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, τελείται 10 φορές το χρόνο (Αγ. Βασιλείου, Παραμονής Χριστουγέννων και Θεοφανείων, 5 Κυριακών Μ. Σαρακοστής, Μ. Πέμπτη και Μ. Σάββατο). Η Θεία Λειτουργία είναι το ωραιότερο ποίημα των αιώνων. Ο Νικόλαος Γκόγκολ, εξέχων ρώσος λογοτέχνης, έγραψε τα εξής: ‘αν ο κόσμος δεν έχει ακόμη καταστραφεί, αυτό οφείλεται στη Θ. Λειτουργία’ (στο βιβλίο του ‘Λειτουργία’). Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατήρησε τα εξής: ‘από τις επτά ημέρες της εβδομάδος, ο Θεός ζήτησε να του διαθέσουμε μόνο δύο ώρες Κυριακάτικης λειτουργίας και ούτε αυτό μπορούμε να του προσφέρουμε! (ΕΠ 49,363). Αυτό πραγματικά δείχνει αχαριστία.

Ο Μ. Κανόνας τελείται το απόγευμα της Τετάρτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών. Αποτελείται από 250 τροπάρια και άλλα προς τιμήν της αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας και του αγίου Ανδρέα (επισκόπου) Κρήτης (+740 μ.Χ.), εφευρέτη των Κανόνων (8 ομάδες κατανυκτικότατων ύμνων. Ο πρώτος ύμνος κάθε ομάδας λέγεται ‘ειρμός’ γιατί δίνει τη μελωδία του στα επόμενα τροπάρια). Είναι ύμνος μετανοίας. Δεκάδες μορφές από την Π.Δ. και την Κ.Δ. παρελαύνουν στο ποιητικό αυτό αριστούργημα. Καρδιά του Μ. Κανόνα είναι το ‘ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;’ Δύο λόγια παρακάτω για τους σταθμούς της εκκλησιαστικής μας υμνογραφίας: Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια μέχρι το 300 μ.Χ. ίσχυσαν τα Τροπάρια, απλοί ύμνοι που ονομάστηκαν έτσι γιατί εξαρτώνται από τον τρόπο που ψάλλονται (και το περιεχόμενό τους: Δοξαστικά, Θεοτοκία, Απολυτίκια κ.α.). Έξοχο δείγμα είναι το ‘Φως ιλαρόν’ του εσπερινού. Τη 2η περίοδο (3ος -8ος μ.Χ.: των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας) επικράτησαν τα Κοντάκια: ομάδα ύμνων αφιερωμένων σε κάποιο εορταζόμενο γεγονός. Ονομάστηκαν έτσι γιατί ήταν τυλιγμένα σε Κοντό (ξύλο). Από τον 8ο αι. κ.ε. επικρατούν οι Κανόνες, στα χρόνια του Ιω. Δαμασκηνού και Θεόδωρου Στουδίτη. Από τότε έχουμε και τους 8 ήχους (4 κανονικούς και 4 πλάγιους).

Τα ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ που εξάγονται από την πνευματικότατη αυτή περίοδο είναι τα ακόλουθα:

Η Εκκλησία είναι ένα συνεχές θαύμα, ο πολυτιμότερος θησαυρός, όπου βιώνουμε τον λειτουργικό ή συμπυκνωμένο χρόνο. Στον Ατλαντικό ωκεανό, πλοίαρχος μεγάλου πλοίου απέστειλε τον γιο του, έμπειρο ναυτικό, σε κινδυνεύον πλοίο. Ο πλοίαρχος όμως του κινδυνεύοντος πλοίου αρνήθηκε τη σωτηρία, με αποτέλεσμα να καταποντιστούν όλοι. Το γεγονός επισημαίνει τον Κυβερνήτη Θεό, τον απεσταλμένο Υιό του και την άρνηση πολλών ανθρώπων να σωθούν. Την εποχή του Αριστοτέλη, άγριοι ληστές έδεναν έναν ζωντανό με έναν πεθαμένο άνθρωπο, μέχρις ότου πέθαινε και ο ζωντανός. Ο Χριστός είναι ανώτερος ελευθερωτής από κάποιον που θα έλυνε και θα έσωζε τους δυστυχείς συλληφθέντες.

Συνεχές θαύμα είναι και η Θεία Ευχαριστία: Στην αρχαία Ρώμη, ο δωδεκάχρονος Ταρσίζιος έλαβε από τον ιερέα τα Τίμια Δώρα για να τα φέρει σε μια φυλακή. Πεθαίνει στο δρόμο από τα κτυπήματα άλλων παιδιών, προστατεύοντας τη Θ. Ευχαριστία στον κόρφο του. Προλαβαίνει και παραδίδει σε χριστιανό αξιωματικό τα Τίμια Δώρα και ο επίσκοπος στέλνει με διάκονο στη φυλακή τη Θεία Κοινωνία. Εκεί αλυσοδεμένος ιερέας τελεί τη Θ. Λειτουργία και μεταλαμβάνει τους φυλακισμένους, κάνοντας το στήθος του ο διάκονος Άγια Τράπεζα. Την άλλη μέρα μαρτύρησαν όλοι για το Χριστό με την ακατάβλητη δύναμη του Δεσποτικού αίματος. Κατά το Μυστικό Δείπνο, ο Χριστός είπε στους μαθητές του: ‘ό,τι αν ζητήσετε στο όνομά μου θα σας το πραγματοποιήσω’ (Ιω. 14,13). Ο Κυβερνήτης του πλοίου δεν φαίνεται, κυβερνιέται όμως το πλοίο. Ο χαρταετός των παιδιών χάνεται στα σύννεφα, αλλά με τον κραδασμό του σπάγκου γίνεται αντιληπτός. Έτσι συμβαίνει με τον αετό του Πνεύματος, που είναι ο Χριστός. Γίνεται αντιληπτός από την εσωτερική, πνευματική παρουσία στην καρδιά. Πράγματι, όταν ο Χριστός ανακοίνωσε ότι από δω και πέρα θα τρώνε και θα πίνουν το σώμα και το αίμα του, αρκετοί αναχώρησαν από κοντά του. Στρεφόμενος προς τους μαθητές του, ο Χριστός ρωτά: ‘μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;’ Τότε ο απ. Πέτρος του απαντά: ‘Κύριε, σε ποιον να πάμε; Εσύ, μόνο, έχεις λόγια ζωής αιωνίου’ (Ιω. 6,68).

Η προσευχή, είναι η αναπνοή της ψυχής. ‘Τι φωνάζεις προς εμένα;’ λέει ο Θεός στον Μωυσή (Εξ. 14,15), όταν εκείνος εσωτερικά προσευχόταν. Η δύναμη της προσευχής του ήταν μεγάλη, φώναζε η καρδιά του, η φωνή της ψυχής του έφτανε έως τα ουράνια (Χρυσόστομος). Ο τυφλός που φώναζε στο Χριστό, η αιμορροούσα γυναίκα, ο ληστής στο σταυρό, ο τελώνης, ο απ. Πέτρος και ο σεισμός στη φυλακή, ο σεισμός στη φυλακή του απ. Παύλου (Πράξεις 16) είναι μερικά δείγματα θαυματουργικής προσευχής. Ο μέγιστος ποιητής Θωμάς Έλιοτ από άπιστος έγινε χριστιανός, όταν παρατήρησε απλούς ανθρώπους να προσεύχονται γονατιστοί, γεμάτοι από ουράνια χαρά, σε μοναστήρι της Αγγλίας. Η Doreen Irvin, βασίλισσα άλλοτε της μαύρης μαγείας, ακούγοντας ένα βράδυ προσευχόμενους πιστούς και την αρμονική μελωδία, μεταστράφηκε και επέστρεψε στον Χριστιανισμό. Η προσευχή αποδυναμώνεται στην τυπολατρεία (εξωτερικές μόνο εκδηλώσεις πίστεως), τη συνήθεια (η προσευχή των ιερέων πρέπει να είναι το ‘κάνε Θεέ μου να μη σε συνηθίσω’), την ασέβεια (σχολιασμός και κατάκριση προσώπων) και στον σπάνιο εκκλησιασμό.

Η Αγία Γραφή είναι το γράμμα του Θεού: Ακόμα και μεγάλοι φιλόσοφοι αισθάνονταν μεγάλο σεισμό μέσα τους όταν διάβαζαν την Α.Γ. Π.χ. ο Βολταίρος όταν διάβαζε τον 50ο ψλμ. (ελέησόν με ο Θεός…). Ο Κάντ δεν βρήκε την ευτυχία στα χιλιάδες βιβλία που διάβασε, παρά μόνο στον 22ο ψλμ. (εάν και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ’ εμού ει Κύριε). Αν λαμβάνοντας κάρτες, γράμματα, μηνύματα κινητού ή e mail φίλων και συγγενών αισθανόμαστε συγκίνηση και αγάπη, πόση θερμότητα καρδιάς πρέπει να νιώθουμε για το ουράνιο βιβλίο του μεγάλου μας συγγενή Θεού; Τέλος, ο Ναπολέοντας και ο Ντοστογέφσκυ γνώρισαν τον Χριστό από την Καινή Διαθήκη, που ο μεν πρώτος διάβασε στο νησί της φυλακίσεώς του ‘Αγία Ελένη’, ο δε δεύτερος αφού του το χάρισε μια γερόντισσα, στο δρόμο του προς την εξορία της Σιβηρίας.

Η Μετάνοια-Εξομολόγηση σημαίνει αλλαγή πορείας: το 1966 βυθίστηκε το ΗΡΑΚΛΕΙΟ, στη Φαλκονέρα (πάνω από την Κρήτη). Χάθηκαν 220 επιβάτες. Το Λιμεναρχείο Πειραιά είχε δώσει έκτακτο σήμα κακοκαιρίας, που δεν το έλαβε υπόψη του ο καπετάνιος, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες του σκάφους. Ένα άλλο όμως πλοίο, το ΦΑΙΣΤΟΣ (από Χανιά προς Πειραιά) άλλαξε εγκαίρως πορεία και σώθηκε στον Πειραιά. Ο ωκεανός είναι η σύγχρονη Κοινωνία. Εμείς είμαστε τα καράβια παντός καιρού. Το Λιμεναρχείο (ο Θεός) στέλνει κατεπείγοντα μηνύματα – σήματα και υποδεικνύει την αλλαγή πορείας. Τρομερή τρικυμία είναι τα πάθη της ψυχής, οι κακίες μας, οι αδυναμίες μας. Σωζόμαστε μόνο αν κυβερνά ο Χριστός και μέσα στην Εκκλησία Του. Ο Χριστός είναι το άκακο αρνάκι των Ευαγγελίων, που σφαγιάστηκε για μας. Ποια θα είναι η απολογία μας, αν όταν εμείς τρώμε το αρνάκι, γινόμαστε λύκοι; Ένας ρώσος εγκληματίας τον περασμένο αιώνα, όταν του δόθηκε χάρη, εξομολογήθηκε στον άγιο ηγούμενο ενός απόμακρου μοναστηριού. Ο ηγούμενος είπε αργότερα ότι ήταν ο πιο ανώτερος επισκέπτης, αφού μετάνιωσε ειλικρινά και εξομολογήθηκε με πόνο ψυχής. Η Εξομολόγηση είναι το καλύτερο φάρμακο για τα ψυχικά νοσήματα, σύμφωνα και με τον Ελβετό ψυχίατρο Γιούγκ. Η βασίλισσα των Ασσυρίων Σεμίραμη, φόνευσε τον άντρα της, αφού της επέτρεψε να βασιλέψει για μια μέρα μόνο. Έτσι κάνει και η αμαρτία. Σε σαγηνεύει προσωρινά, για να σε αποκαρδιώσει αμέσως μετά. Εργάτες σε εργοστάσιο κατεργασίας μετάλλων στην Ευρώπη υποβλήθηκαν σε επίπονη θεραπεία, όταν στα μάτια τους μπήκαν ρινίσματα σιδήρου. Η επέμβαση των γιατρών έφερε θετικό αποτέλεσμα, αν και πόνεσαν κατά την θεραπεία. Το ίδιο συμβαίνει με την Εξομολόγηση, διότι καθαρίζει η ψυχή, έστω και με πόνο και ντροπή.

Τέλος, τα καλά έργα θα μας συνοδεύουν αιώνια: Η παραβολή των 10 παρθένων μάς το δείχνει ωραιότατα (Ματθ. 25). Εκεί οι 5 μωρές παρθένες κοιμήθηκαν, έσβησαν αφού δεν είχαν λάδι τα φανάρια τους, και δεν πρόλαβαν να εισέλθουν στον γάμο. Αντίθετα, οι 5 φρόνιμες αγνές κοπέλες, είχαν φροντίσει έγκαιρα ώστε να έχουν αρκετό λάδι και έτσι υποδέχτηκαν τον Νυμφίο και εισήλθαν στο τραπέζι του γάμου. Ο αριθμός 10 συμβολίζει όλους τους ανθρώπους. Οι 5 φρόνιμες κοπέλες παριστούν τους ενάρετους ανθρώπους. Οι λαμπάδες συμβολίζουν την πίστη και το λάδι τα καλά έργα. Οι 5 μωρές κοπέλες σημαίνουν όσους δεν έχουν καλά έργα. Ο ύπνος σημαίνει τον θάνατο και ο γάμος την αιώνια βασιλεία του Θεού. Από τη σύγχρονη ζωή, ο καθ. Ιατρικής Ρήγας Νικολαϊδης έγινε χριστιανός από το παράδειγμα της υπηρέτριάς του, που ένοιωθε μεγάλη ευτυχία από την πίστη της, μολονότι αγράμματη και πτωχή, και ζούσε πολύ ενάρετα. Ο Παπουλάκος, λαϊκός ιεροκήρυκας του περασμένου αιώνα, έλεγε την εξής ιστορία: Κάποτε κινδύνευε ένας άνθρωπος να καταδικαστεί. Από τους 3 φίλους του, την ημέρα της δίκης, ο 1ος έμεινε ψυχρός, ο 2ος τον συνόδευσε μέχρι την πόρτα του δικαστηρίου, ενώ ο 3ος αγόρευσε και μάλιστα τον γλύτωσε από την φυλακή. Ο υπόδικος είναι ο κάθε άνθρωπος μπροστά στην τελική κρίση του Θεού. Ο πρώτος φίλος είναι τα χρήματα, που μένουν αδιάφορα. Ο δεύτερος, οι φίλοι και συγγενείς που συνοδεύουν μέχρι τον τάφο. Δεν μπορούν να προχωρήσουν παραπέρα. Ο τρίτος φίλος είναι τα καλά έργα, η αγάπη και η αγιότητα που τον οδηγούν στην αιώνια ζωή.
Ο δρόμος λοιπόν για την Βασιλεία των Ουρανών περνά μέσα από την ευσέβεια, την αγάπη, την μυστηριακή ζωή και την ταπείνωση. Με αυτά θα είμαστε χαρούμενοι και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή.

(Πνευματικά Σταχυολογήματα από το εξαίρετο βιβλίο του εκλεκτού θεολόγου (δ.θ.) Νικόλαου Γ. Νευράκη: ΤΟ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟ ΤΡΙΩΔΙΟ, Αθήνα 1995)

Τι είναι ο Αντίχριστος;

Αντίχριστος είναι κάθε ένας που μάχεται το Χριστό· που αρνείται τη σάρκωση και το λυτρωτικό έργο του. Ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής αναφέρει, ότι στις ημέρες του, την αποστολική δηλαδή εποχή, «αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν». Έκαναν την εμφάνιση τους πολλοί αντίχριστοι. Παράλληλα κάνει λόγο και για τον Αντίχριστο, ειδικά ανθρώπινο πρόσωπο, του οποίου η έλευση ήταν πολύ κοντά: «Και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται». Από ό,τι μαρτυρεί ο Άγιος, η έλευση του Αντιχρίστου αποτελούσε αρχαιότατη παράδοση στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητος της αποστολικής εποχής (Και καθώς ηκούσατε ότι έρχεται»), η οποία (έλευση) ήταν σημάδι «ότι έσχατη ώρα εστίν», δηλαδή το τέλος του κόσμου, και η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ήσαν πλησίον.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο άγιος Ευαγγελιστής, μιλώντας για τον Αντίχριστο, κάνει διαστολή μεταξύ της αντίχριστης ιδέας γενικά, του πνεύματος της αποστασίας που μάχεται το Χριστό και την Εκκλησία του και ενσαρκώνεται σε πολλούς επί μέρους αντίχριστους, και του κυρίως Αντίχριστου, ιστορικής μορφής της περιόδου των εσχάτων, της οποίας οι πρώτοι αποτελούν ιστορικά πρότυπα και ιστορικούς πρόδρομους.

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 196

Ποια θα είναι η φύση του Αντίχριστου;

Ο Αντίχριστος θα είναι άνθρωπος. Θα έχει σάρκα και οστά όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Θα έχει φυσικούς γονείς, πατέρα και μητέρα. Θα γεννηθεί από γαμικό δεσμό. Θα ζήσει και θα εξελιχθεί στην ιστορία. Θα είναι και αυτός πλάσμα Θεού. Μέχρι που όμως βαθμού θα φέρει μέσα του την «εικόνα» του Θεού; Και ποια θα είναι η «ψυχή» που θα του δώσει ο Θεός;
Με αυτά που λέμε, δεν πρέπει να στραφεί αλλού η σκέψη μας. Ειπώθηκε ότι ο Αντίχριστος θα είναι η προσωπική ενσάρκωση του Σατανά επί της γης και μάλιστα κατά το πρότυπο της θείας σαρκώσεως του Λόγου. Όπως δηλαδή ο Λόγος δεν κατοίκησε απλώς σε ανθρώπινη φύση, αλλά έγινε πραγματικός άνθρωπος, έτσι και ο Σατανάς θα ενανθρωπήσει με μια βαθιά προσωπική ένωση του με άνθρωπο. Μερικοί μάλιστα περίεργοι λέγουν, ότι ο φυσικός πατέρας του Αντίχριστου θα είναι ο ίδιος ο διάβολος, περιγράφοντας μάλιστα και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει το αποτρόπαιο γεγονός!
Αυτά τα πράγματα δεν είναι σωστά. Και πιθανόν μεν ο διάβολος, στην επιθυμία του να μιμηθεί σε όλα το Χριστό, να θέλει το είδος αυτό της προσωπικής σαρκώσεως του· ο Θεός όμως σε καμιά περίπτωση δε θα επιτρέψει στο αποστατικό πνεύμα να προβεί σ’ ένα τόσο φοβερό και αποτρόπαιο ανοσιούργημα, αφού, όπως είπαμε, ο Αντίχριστος θα είναι και αυτός έτσι και αλλιώς πλάσμα Θεού.
Ο Αντίχριστος θα είναι άνθρωπος στον οποίο θα κατοικήσει ηθικά ο Σατανάς και στο πιο τέλειο μέτρο που είναι δυνατό να συμβεί αυτό. Θα είναι ο πληρέστερος και τελειότερος εκπρόσωπος του στη γη. Σ’ αυτόν ο Σατανάς θα χορηγήσει όλη τη δύναμη και την εξουσία του και στο πρόσωπο του θα εκδηλώσει όλη τη δαιμονική κακουργία του. Θα είναι ο τελειότερος εντολοδόχος, η ηθική ενσωμάτωση του διαβόλου πάνω στη γη.

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 197


Ποιο θα είναι το έργο του Αντίχριστου;

Μα φυσικά να πολεμήσει το Χριστό. Θα του παραχωρηθεί λίγο πριν από την τελική του συντριβή η ευκαιρία να πολεμήσει με όλο το πάθος και τη δαιμονική μανία της σατανικής του ενέργειας και για μια ύστατη φορά τις δυνάμεις της Βασιλείας του Θεού, που ενεργούν στην ιστορική Εκκλησία του Χριστού, ώστε να μην έχει καμιά αφορμή αιτιάσεως το κακό πριν από την τελειωτική συντριβή του από το Θεό. Το κακό φυσικά είναι πάντοτε παρόν και δρα στην ιστορία. Στους έσχατους όμως καιρούς θα αποκορυφωθεί η ενέργεια του στο πρόσωπο του Σατανά – Αντίχριστου. Θα γίνει υπερβολικά κακό το κακό, ώστε να είναι δίκαιη η άμεση παρέμβαση και πάταξη του από το Θεό. Άρα ανεβαίνοντας προς τα έσχατα το κακό θα αυξάνει και θα γιγαντώνεται. Μήπως η σημερινή υπερβολικότητα της αμαρτίας να είναι απαρχή και σημείο της υπερβολικής κακότητας των εσχάτων; Ποιος ξέρει…
Ο Αντίχριστος θα έχει διπλό έργο να επιτελέσει, θρησκευτικό και πολιτικό. Θα φανεί ως θρησκευτικό πρόσωπο, διεκδικώντας για τον εαυτό του το έργο του Θεού. Θα φανεί ως μεσσίας του κόσμου. Κατά μια άποψη θα τον αποδεχθούν οι Εβραίοι. Θα μιμηθεί το πρόσωπο και το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Φυσικά το έργο του θα είναι τραγική απομίμηση και ειδεχθές κακέκτυπο του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Στην αρχή θα υποδυθεί υποκριτικά προσωπείο καλό. Θα κάνει έργα καλά και ευεργεσίες. Φέροντας όμως μέσα του και ευεργούμενος από τη δύναμη του Σατανά, θα κάνει ψευτοθαύματα, σημεία και τέρατα εκπληκτικά, ώστε να κινεί το θαυμασμό και να κερδίζει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων. Αφού το επιτύχει, θα αποβάλει το καλό προσωπείο και θα δείξει το αληθινό του πρόσωπο. Θα βασανίσει αφόρητα αυτούς που θα τον αποδεχθούν. Κυρίως όμως θα πολεμήσει την Εκκλησία των εσχάτων. Θα ερημώσει τις Εκκλησίες (με την εγκατάλειψη τους από τους πιστούς) και θα βεβηλώσει τα ιερά και τα όσια της πίστεως. Με ιδιαίτερη μανία θα διώξει και θα θανατώσει τους πιστούς, οι οποίοι θα απορρίψουν το έργο του. Η Εκκλησία των εσχάτων θα αναδείξει τους λαμπρότερους της μάρτυρες. Θα θανατώσει ομοίως τον Ενώχ και τον Ηλία, μάρτυρες του Θεού, τους οποίους θα στείλει ο Κύριος στον κόσμο, για να ετοιμάσουν τους ανθρώπους να μη δεχθούν το πρόσωπο και το έργο του Αντιχρίστου. Τα πτώματα τους θα διαπομπεύσει επί τρείς ημέρες στην αγία Πόλη. Την τρίτη ημέρα θα τους αναστήσει πανηγυρικά ο Θεός εκ νεκρών.
Παράλληλα όμως ο Αντίχριστος θα φανεί και ως πολιτικό πρόσωπο. Θα συγκεντρώσει στα χέρια του πολιτική δύναμη και εξουσία μεγάλη. Θα γίνει πολιτικός ηγέτης σε παγκόσμια κλίμακα ενός κόσμου ιδεολογικά, πολιτικά και εμπορικά ενωμένου και πνευματικά διεφθαρμένου. Θα είναι αμείλικτος δυνάστης. Θα χαράσσει τους υπηκόους του με το στίγμα του ονόματος και της δυνάμεως του. Ο αριθμός του με τον οποίο θα σφραγίζει το μέτωπο και τα χέρια των υπηκόντων του, θα είναι χξς΄(666). Τι σημαίνει ο αριθμός αυτός δε γνωρίζουμε, και είναι επικίνδυνο να προσπαθούμε να τον αποκρυπτογραφήσουμε. Η πολιτική οικονομική και ιδεολογική συνένωση των ανθρώπων που άρχισε να συντελείται στους καιρούς μας, είναι άραγε προοίμιο των γεγονότων των εσχάτων;

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 198

Ποιο θα είναι το τέλος του Αντίχριστου;

Ο Θεός θα επιτρέψει την εμφάνιση του Αντίχριστου, μεταξύ των άλλων, και για δύο ακόμη λόγους, να τιμωρήσει τους αποστάτες από το νόμο του, τους κακούς και δόλιους και διεφθαρμένους μέσω του αρχιαποστάτη, ο οποίος, αφού τους κάνει δικούς του, θα τους βασανίσει αφάνταστα, τρώγοντας τις σάρκες τις δικής του σκοτεινής επικράτειας· και να δοκιμάσει την πίστη των δικαίων και των αγίων του, οι οποίοι θα αρνηθούν τον Αντίχριστο και θα μαρτυρήσουν για την πίστη τους, αναδεικνυόμενοι οι ευκλεέστεροι μάρτυρες από καταβολής Εκκλησίας.
Κατά τον απόστολο Παύλο, αφού αποκαλυφθεί ο άνθρωπος της αμαρτίας (ο Αντίχριστος), ο υιός της απώλειας, ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενο Θεό ή σέβασμα, έτσι που να καθίσει στο ναό του Θεού σαν θεός, αποδεικνύοντας τον εαυτό του ότι είναι θεός· και αφού παραπλανήσει τους ανθρώπους με ενέργεια του Σατανά, κάνοντας ψεύτικα σημεία και τέρατα και γινόμενος δεκτός από τους απολλυμένους, οι οποίοι αρνήθηκαν την αλήθεια ώστε να σωθούν, ευδοκήσαντες στην αδικία· αφού γίνουν όλα αυτά, θα έλθει ο Κύριος, ο οποίος με ένα του φύσημα θα καταργήσει τον άνομον «τη επιφάνεια της παρουσίας αυτού».
Η αναίρεση του ανόμου από το Χριστό θα είναι ανηλεής και πομπώδης. Σε μάχη των στρατευμάτων του ουρανού με επικεφαλής τον Κύριο εναντίων των σκοτεινών δυνάμεων του Αντιχρίστου, ο δόλιος θα συντριβεί και, αφού αιχμαλωτισθεί, θα ριφθεί ζων στη λίμνη του πυρός την καιόμενη. Η εκδίκηση του Θεού θα είναι τελειωτική και οριστική. Μετά τα γεγονότα αυτά, θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία και η κρίση. Η παρένθεση του κακού θα κλείσει οριστικά για τον κόσμο. Η κάθαρση της ιστορίας θα είναι γεγονός εσχατολογικό. Μαζί της θα καταργηθεί και η ίδια η ιστορία. Για τους ανθρώπους θα αρχίσει μια άλλη «μυστηριακή» ιστορία στον άφθαρτο αιώνα του Θεού, που θα εγκαινιασθεί για τα πλάσματα μετά την κρίση και την ανταπόδοση.

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 200

 

Από το βιβλίο της μοναχής Γαβριηλίας "Γερόντισσα Γαβριηλία: Η Ασκητική της Αγάπης",

1. Κάθε τόπος μπορεί να γίνει τόπος Ανάστασης. Φτάνει να ζείς την Ταπείνωση τού Χριστού.

2. Να κοιμάσαι. Φτάνει να είσαι σέ εγρήγορση.

3. Υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για μερικούς, και υπάρχουν άνθρωποι που αγρυπνούν για όλους.

4. Όχι μιά γνώση που μαθαίνεις, αλλά μιά γνώση που παθαίνεις. Αυτή είναι η Ορθόδοξη Πνευματικότητα.

5. Μη θέλεις τα πολλά, τα παραδίπλα σου, ή τα πέρα μακρυά. Αντίθετα φρόντισε αυτό το λίγο που έχεις να το Αγιάσεις.

6. Μία είναι η Μόρφωση: το να μάθουμε πώς να αγαπάμε τον Θεό.

7. Δεν υπάρχει τίποτε πιο φθηνό από το χρήμα.

8. Καλύτερα η Κόλαση εδώ, παρά στον Άλλο Κόσμο.

9. Δεν είναι αυτό που λέμε, αλλά αυτό που ζούμε. Δεν είναι αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό που είμαστε.

10. Φόρεσα το Ράσο, και δέν μιλώ πια αν δεν με ρωτήσουν. Το Ράσο μιλά.

11. Άν έχεις αγάπη για όλο τόν κόσμο, όλος ο κόσμος είναι όμορφος.

12. Κάποιος είπε ότι Χριστιανός είναι αυτός που εξαγνίζει την αγάπη και αγιάζει την εργασία .

15. Ο σκοπός είναι ακόμα κι όταν στο κεφάλι έχουμε τόν... Παράσιτο, στην καρδιά μας να έχουμε τόν Παράκλητο.

16. Γινόμαστε το αντικατόπτρισμα του Ουρανού με το Γενηθήτω το Θέλημά Σου ως εν Ουρανώ και επί της Γης.

17. Όποιος αγαπά δεν το νοιώθει. Όπως δέν νοιώθει ότι αναπνέει.

18. Όταν είναι ανοιχτές οι πόρτες του Ουρανού, είναι ανοιχτές και στη Γη.

19. Όταν δεν περισπάται ο νους στα κοσμικά και είναι ενωμένος με τον Θεό, τότε και η καλημέρα που θα πούμε, είναι σαν να δίνει ευλογία.

20. Το όχι και κάθε άρνηση καταστρέφει την ενέργειά μας.

21. Δεν πρέπει να υπάρχουμε μπροστά στο κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Άλλου.

 

22. Στη ζωή μας, στην αρχή έχουμε ανάγκη από την παρουσία κάποιου άλλου προσώπου αγαπητού ή φιλικού. Όσο προχωρούμε, ο Ένας, ο Θεός, μάς γεμίζει με την Αγάπη και την Χαρά Του τόσο ώστε Κανένας να μην χρειάζεται πιά. Όλα αυτά τα κάνει στην αρχή η ψυχή γιατί ακόμα δεν ξέρει Ποιον αγαπά και θαρρεί πως είναι εκείνος ο άνθρωπος...

23. Ο Θεός πολλές φορές δεν θέλει την πράξη, αλλά την διάθεση. Του αρκεί να σε δει πρόθυμο να κάνεις την Εντολή Του.

24. Ο Ιησούς Χριστός έδωσε την χρυσή τομή: και μόνος και μαζί με τους άλλους.

25. Ο Θεός όταν μας έκανε, μάς έδωσε την Ζωή και μας εμφύσησε το Πνεύμα Του. Αυτό το Πνεύμα είναι η Αγάπη. Όταν μάς εγκαταλείψει η αγάπη, τότε γινόμαστε πτώματα. Είμαστε νεκροί πιά.

26. Ο Χριστιανός πρέπει να σέβεται το Μυστήριο της Υπάρξεως στον Καθένα και στο Κάθε τι.

27. Για να φτάσεις στο δεν υπάρχω, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς κι έτσι ταυτίζεσαι απόλυτα με τόν Άλλο, τον εκάστοτε Άλλο, και τότε στο τέλος της ημέρας αναρωτιέσαι: Θέλω τίποτε; Όχι. Επιθυμώ τίποτε; Όχι. Μου λείπει τίποτε; Όχι... Αυτό είναι!

28. Ο πνευματικά προχωρημένος άνθρωπος είναι αυτός που έφτασε να μην έχει «υπόσταση» και που έχει κατανοήσει βαθύτατα ότι ό,τι του συμβαίνει είναι είτε Θέλημα του Θεού, είτε Παραχώρηση του Θεού.

29. Μόνο όταν σταματήσει ο άνθρωπος τα διαβάσματα τα εκτός Ευαγγελίου, αρχίζει η πραγματική εσωτερική του πρόοδος. Τότε μόνο, ενωμένος με τόν Θεό διά της Ευχής, μπορεί να ακούσει το Θείο Θέλημα.

30. Να μην θέλεις ποτέ τίποτε, παρά μόνο το Θέλημά Του και να δέχεσαι με αγάπη τα κακά που σού έρχονται.

31. Μη συσχετίσεις ποτέ τον άνθρωπο με τον κακό τρόπο που σου φέρεται. Νά βλέπεις μέσα στην καρδιά του τον Χριστό.

32. Ποτέ να μην λές «γιατί περνώ αυτό»; Ή όταν βλέπεις τόν άλλο με τη γάγγραινα, τον καρκίνο ή την τύφλωση, να μην λές «γιατί το περνά αυτό»; Αλλά να παρακαλείς τον Θεό να σου χαρίσει το όραμα της άλλης όχθης... Τότε θα βλέπεις όπως οι Άγγελοι τα γινόμενα εδώ όπως πραγματικά είναι: ΟΛΑ στο σχέδιο τού Θεού. ΟΛΑ.

33. Κάποιος σοφός είπε. Άν είναι να ζεις για τον εαυτό σου, καλύτερα να μην γεννιέσαι.

36. Η Αχίλλειος πτέρνα των ανθρώπων βρίσκεται στις πολλές κουβέντες και στις συζητήσεις.

37. Το να είσαι ταπεινός ισοδυναμεί με το να μη θέλεις ποτέ να έχεις τύψεις συνειδήσεως.

38. Όταν έχεις λογισμό κατάκρισης, να παρακαλάς τόν Θεό να σού τον πάρει εκείνη την ώρα για να μπορέσεις να αγαπήσεις αυτό το πρόσωπο όπως το αγαπά Εκείνος. Τότε, ο Θεός θα σε βοηθήσει και θα δεις τα δικά σου παραπτώματα. Άν ο Χριστός ήταν ορατός, θα μπορούσες να έχεις κατάκριση;

39. Άν κάποιος δεν σου αρέσει, σκέψου ότι στο πρόσωπό του βλέπεις τον Χριστό. Τότε, δεν θα τολμήσεις ούτε να σκεφτείς να πεις λόγο κατάκρισης.

40. Πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους και να τους αγκαλιάζουμε όπως μας τους φέρνει ο Θεός. Έτσι ορίζει ο Ίδιος ο Κύριος και η Ορθόδοξη Παράδοση.

41. Κανένας δεν πρέπει να γίνεται δούλος ανθρώπου. Είμαστε δούλοι μονάχα του Θεού. Ηγοράσθητε γαρ τιμής, λέει ο Απόστολος. H δουλοπρέπεια δεν πρέπει να υπάρχει.

42. Αυτά που λέμε μένουν στην Αιωνιότητα.

43. Μόνο όταν τελειοποιηθείς στην Αγάπη μπορείς να φτάσεις στην Απάθεια.

44. Αντιξοότητες έχουν μόνον όσοι δεν κάνουν κάτι με πραγματική αγάπη.

45. Η κρίση είναι φυσικό να έρχεται στον άνθρωπο. Η κατάκριση και η επίκριση, γίνονται από κακία. Η Διάκριση είναι δώρο Θεού και πρέπει να προσευχόμαστε για να την δεχτούμε. Είναι απαραίτητη για την προστασία μας και την πρόοδο μας.

46. Η ζωή της Εκκλησίας βρίσκεται πέρα από κάθε ηθική πειθαρχία ή θρησκευτικά καθήκοντα. Είναι υπέρβαση της Ηθικότητας στην Πνευματικότητα.

47. Ο αναποφάσιστος άνθρωπος δεν συμμετέχει στην ζωή.

48. Ο Θεός, όταν πρέπει, στέλνει κάποιον κοντά μας. Όλοι είμαστε συνοδοιπόροι.

49. Η γλώσσα του Θεού είναι η σιωπή.

50. Όποιος ζει στο Παρελθόν, είναι σαν τον πεθαμένο. Όποιος ζει στο Μέλλον με την φαντασία του, είναι αφελής, γιατί το Μέλλον είναι μόνον του Θεού. Η Χαρά του Χριστού βρίσκεται μόνο στο Παρόν. Στο Αιώνιο Παρόν του Θεού.

51. Προορισμός μας είναι να λατρεύουμε τον Θεό και ν' αγαπάμε τους συνανθρώπους μας.

52. Η ευτυχία και η γαλήνη είναι στην εκτέλεση των Εντολών Του.

53. Η σπουδαιότερη Φιλανθρωπία είναι να μιλάς καλά για τους ανθρώπους.
54. Και να θέλω, δεν μπορώ να στεναχωρηθώ. Όταν στεναχωριόμαστε, είναι σαν να λέμε στον Θεό: «Δεν συμφωνώ. Δεν τα κάνεις καλά». Ύστερα, είναι και αχαριστία...

55. Η ομιλία μπρος και μέσα στην Ομορφιά είναι περιττή. Ταράζει την αρμονία.

56. Με την επίκληση του Ονόματος του Χριστού σφυροκοπάμε το Εγώ μας.

57. Το Καντήλι της ψυχής μας είναι που πρέπει να είναι πάντα αναμμένο. Ακοίμητο.

58. Δίνοντας χαρά στους άλλους, εσύ την νοιώθεις πρώτα.

59. Καλύτερα να κάνεις Προσευχή με το στόμα παρά να μην κάνεις καθόλου.

60. Ο Θεός να παρεμβάλλεται μεταξύ εσού και του σκοπού σου. Όχι ο σκοπός σου μεταξύ εσού και του Θεού.

61. Η επιθανάτια αγωνία είναι η προσπάθεια που κάνει η ψυχή να ελευθερωθεί και να τρέξει να απαντήσει τον Κύριο.

62. Η αλληλογραφία είναι ο μόνος τρόπος που συνδυάζει μοναξιά και συντροφιά.

63. Θαύμα είναι η κανονική πορεία των πραγμάτων, όπως την θέλει ο Θεός. Αυτό που λέμε Θαύμα, για τον Θεό είναι το φυσικό.

65. Αν κάτι ανάποδο μας συμβεί, να μη ρωτήσουμε ποίος φταίει. Γιατί μόνο εμείς φταίμε. Στην προσευχή μας, αν το ζητήσουμε, θα ανακαλύψουμε τον λόγο. Ή δεν αγαπήσαμε όσο έπρεπε, ή παραβήκαμε κάποιαν άλλην Εντολή, ή λάθος χειρισμό κάναμε, ή προηγηθήκαμε εκεί που δεν έπρεπε, ή βασιστήκαμε εκεί που δεν έπρεπε.

66. Όταν χάσουμε κάτι, να λέμε: «Απάλλαξε με έτσι Κύριε κι από κάθε κακή σκέψη που κάνω για τον Πλησίον μου».

67. Η μέριμνα είναι γι' αυτούς που δεν έχουν Πίστη.

68. Η αγάπη είναι μόνο πάνω στον Σταυρό.

69. Δυσκολεύουν οι σχέσεις όταν το Εγώ στέκεται πάνω από το Εσύ.

70. Ο Θεός όπως αγαπάει εσένα, έτσι αγαπά και τους εχθρούς σου.

71. Θέλεις να προσευχηθείς; Ετοιμάσου να απαντήσεις μυστικά τον Κύριο.

72. Μερικοί άνθρωποι γίνονται δοχεία της Δυνάμεως του Σκότους κατά Παραχώρηση Θεού για ατομική μας δοκιμασία και πρόοδο.

73. Δεν πρέπει να ταράζεσαι, γιατί η ταραχή απομακρύνει κάθε Βοήθεια.

74. Αν κατορθώσει κανείς να συζή με τον κόσμο, όπως το λάδι και το νερό στο καντήλι που δεν ανακατεύονται, τότε είναι εν Θεώ. Εν τω κόσμω αλλ΄ ουκ εκ του κόσμου.

75. Όλοι είμαστε δοχεία. Πότε του Φωτός και πότε του Σκότους.

76. Την ώρα της κρίσεως και του προβλήματος, μην ανοίξεις το στόμα σου. Μην πεις τίποτε γιατί θα το μετανιώσεις χίλιες φορές. Πες το στους Αγγέλους να το πάνε στα Πόδια του Κυρίου και ζήτησέ Του Άγγελον Ειρήνης για να ειρηνεύσεις.

77. Οι άνθρωποι καμμιά φορά μας ζητούν οδηγίες ή συμβουλές για να κρυφτούν πίσω τους. Μετά θα «φταίς» εσύ... Αλλά είναι πολύ πιθανό να μην τα εφαρμόσουν, οπότε είναι κόπος χαμένος.

78. Όταν το εγώ σπάσει και γίνει εσύ, κι όταν και το εσύ σπάσει και γίνουν και τα δυό μαζυ Εκείνος, τότε όλοι μας γινόμαστε δικοί Του.

79. Αν ποτέ νοιώσεις φόβο, κλείσε τ' αυτιά και λέγε την Ευχή.

80. Μόνο όταν σχολάμε δίνουμε την ευκαιρία στους Αγγέλους να κάνουν κάτι.

81. Κάνε εσύ αυτό που πρέπει να κάνεις, κι ο Θεός θα κάνει κι Εκείνος αυτό που πρέπει να κάνει.

82. Όταν για κάτι νοιώθεις ένα ξεσήκωμα, μία λαχτάρα, ένα «αχ», τότε, μετά από ένα χρονικό διάστημα που ο Θεός καθορίζει θα γίνει.

83. Εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε ν΄ απαλλαγούμε από κανένα μας ελάττωμα. Εκείνος μας τα βγάζει· ένα-ένα.

84. Πρέπει κάθε μέρα να Του ζητάμε να μας σπάσει το Θέλημα και να το κάνει Δικό Του για να γίνουμε όπως Εκείνος θέλει.

85. Δεν πρέπει να παραδοθούμε στο Θέλημά Του. Αυτό το κάνουν οι στρατιώτες. Εμείς τα Παιδιά Του, πρέπει να Του το προσφέρωμε το θέλημά μας μαζύ με όλον τον εαυτό μας. Στο χάλι του. και να Του πούμε: «Σου προσφέρω όλα μου τα στραβά και τα ατελή. Κάνε τα ίσια».

86. Η Χάρις του Θεού έρχεται όταν σηκώσουμε το χέρι μας. Αυτό, είναι η Πίστη που έλκει την Χάρη του Θεού. Γιατί ο Θεός είναι έτοιμος να δώσει την Χάρη Του, αλλά πού είναι το χέρι; Ο Θεός «βρέχει» την Χάρη Του, κι εμείς ή φοράμε καπέλλο ή κρατάμε ομπρέλα...

87. Αν βρεθεί ξένος που θα κατακρίνει την Ελλάδα ή την Ορθοδοξία, δεν θα ταυτίζεις τα λεγόμενα με τον άνθρωπο, αλλά και δεν θα του αναφέρεις ποτέ τα χαρμόσυνα, όπως είναι η ανεύρεσις τιμίων Λειψάνων ή άλλα θαυμαστά που συμβαίνουν εδώ.

88. Δεν πρέπει να συζητάς για απόντες.

89. Ζούμε στην Ματαιότητα και νομίζουμε ότι κάπου ζούμε. Κακόμοιροι άνθρωποι...
90. Αχ Κύριε! Συγχώρεσέ μας που καμμιά φορά περπατάμε καμαρωτά σαν τα πετειναράκια με το λοφίο τους που νομίζουν ότι κάποια είναι.

91. Κακόμοιροι άνθρωποι! Εκλαμβάνουμε το φθαρτό για Αθάνατο και το Αθάνατο για ανύπαρκτο.

92. Το κακόμοιρο το κρεμμύδι! κι αυτό την προσφορά του δίνει το κατά δύναμιν...

93. Τι ωραίο που είναι το Μυστήριο του Αύριο!

94. Ο Άνθρωπος μία φορά παίρνει το μάθημά του. Άμα δεν το πάρει την πρώτη, θα πει ότι κάτι τρέχει στο υποσυνείδητό του που τον εμποδίζει.

95. Ο Κύριος είπε: όποιος θέλει κάτι, πιστεύοντας θα το λάβει. Φθάνει να είναι σύμφωνο το αίτημα με τις Εντολές του Θεού, δηλαδή με την Αγάπη.

96. Μη στερείς τους άλλους από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι, από τον Άρτο της Ζωής που σου προσφέρει Ολόκληρο ο Κύριος. Όλοι πεινούν και διψούν για Αγάπη, σαν τον Λάζαρο που τρεφόταν από τα ψιχία που πέφταν από το τραπέζι του Πλουσίου.

97. Δεν έχουμε δικαίωμα να μη λάμπουμε εξ αντανακλάσεως το Φως του Κυρίου. Δεν πρέπει να είναι τίποτα υπό το μόδιον...

98. Όλα έχουν δύο όψεις, σαν δίκοπο μαχαίρι. Εκείνο που σήμερα δημιουργεί, αύριο καταστρέφει. Ο νοών νοείτω.

99. Σ' ένα καράβι, μπορεί μερικοί ναύτες να σκοτώνονται και να τρώγονται. Το καράβι όμως πάει το ταξείδι του και φτάνει στον προορισμό του. Έτσι και η Εκκλησία. Γιατί στο τιμόνι είναι ο Χριστός.

100. Αν ήξερες ότι δεν είσαι Εδώ, θα ήσουν Εκεί.

101. Για να γίνει το θαύμα αρκεί να αγαπάμε. Ούτε η προσευχή, ούτε το καμποσχοίνι έχουν τέτοια δύναμη.

102. Η πείρα μου με δίδαξε ότι κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει κανέναν, παρ΄ όλη τη θέληση και την αγάπη, η βοήθεια έρχεται μόνον όταν έρθει η Ώρα του Θεού, από τον Έναν.

105. Είμαστε χρήσιμοι μόνο όταν δεν υπάρχουμε για τον εαυτό μας. Και το αντίθετο.

106. Δεν πρέπει να παίρνουμε αποφάσεις για τους άλλους. Να το αφήνουμε στους Αγγέλους, κι αυτοί βρίσκουν πάντα την καλύτερη λύση.

108. Σαν τον Σίμωνα τον Κυρηναίο πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να τρέξουμε εις βοήθειαν του συνανθρώπου.

Και ναι και όχι. Και εξηγούμαστε. Τα δόγματα της πίστεως μας τα φανέρωσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τα κήρυξε στους Αποστόλους και αυτοί τα παρέδωσαν στην Εκκλησία, η οποία αυθεντικώς τα ερμηνεύει και τα διδάσκει. Οι δογματικές αλήθειες απευθύνονται σε ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται να τις ακούσουν και να τις αποδεχθούν. Ληπτικό όργανο των θείων αληθειών είναι πρωταρχικά ο νους του ανθρώπου, ο οποίος αποτελεί τον ουσιώδη πυρήνα της θείας «εικόνος», η οποία υπάρχει στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος, ως λογικά σκεπτόμενο ον, θα ακούσει τα δόγματα και δεν θα τα αποδεχθεί παθητικά, αλλά θα αντιδράσει προς αυτά, σύμφωνα με τη νοητική φύση του. Θα τα βάλει στο μυαλό του και θα τα δουλέψει. Θα τα ερευνήσει και θα τα εξετάσει σε όλες τις πτυχές και σ’ όλες τις σχέσεις και τις αναφορές τους. Αυτό το έργο κάνει κυρίως η Θεολογία με εργαλείο τον ανθρώπινο λόγο. Το έργο αυτό, η έρευνα δηλαδή, είναι κατά πάντα νόμιμο και εξυπηρετεί την ευχερέστερη κατανόηση των δογμάτων από την πιστεύουσα συνείδηση της Εκκλησίας.

Ερωτάται όμως· η έρευνα αυτή, που θα κάνει ο άνθρωπος με το μυαλό του, είναι απροϋπόθετη και απεριόριστη; Ασφαλώς όχι. Τα δόγματα σε οποιαδήποτε μορφή τους είναι αλήθειες υπερβατικές, στις οποίες δεν μπορεί να αναχθεί από μόνος του ο κτιστός ανθρώπινος λόγος. Είναι αλήθειες μεταφυσικές, απρόσιτες στην ανθρώπινη διάνοια.

Ο άνθρωπος μπορεί μεν και οφείλει να τις εξερευνήσει, όμως μέχρις ενός ορίου, και ανάλογα με τη φυσική αντοχή που διαθέτει. Όταν δε εξαντλήσει τα όρια του, οφείλει να σταματήσει την έρευνα, διότι η περαιτέρω αναζήτηση, και άσκοπη είναι και επικίνδυνη. Στο σημείο ακριβώς αυτό, θα παραλάβει σκυτάλη η πίστη, η οποία μπορεί έμμεσα να εισχωρήσει στο αδιάγνωστο και απερίληπτο, να λάβει εσωτερική αίσθηση της αλήθειας, στην οποία αδυνατεί να εμβατεύσει γυμνός ο ανθρώπινος λόγος. Η αξίωση να ερευνώνται τα πάντα με τον ανθρώπινο λόγο, οδήγησε (και οδηγεί) τους αιρετικούς στη διαστρέβλωση των αληθειών της πίστεως, με κατάληξη την απώλεια της ψυχής τους.

Από όσα ειπώθηκαν, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι τόσο η έρευνα όσο και η μη έρευνα είναι επιτρεπόμενες στη χριστιανική πίστη, όταν φυσικά κάθε μια από αυτές κινείται μέσα στα ενδεδειγμένα και φυσιολογικά της όρια.   

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 17

Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".

Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!".
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.

Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.

Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.

Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.

Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".

Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".

Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;

Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.

- Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
- Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
- Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
- Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
- Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
- Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
- Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
- Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
- Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
- Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
- Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
- Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
- Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
- Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
- Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
- Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
- Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
- Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
- Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
- Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.

 

Υπάρχει σωτηρία έξω από την ορατή Εκκλησία;

Ερώτηση στην οποία δύσκολα μπορεί να δοθεί απάντηση. Το ζήτημα μπορούμε να το πλησιάσουμε καλύτερα, αν χωρίσουμε τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη σωτηρίας στους χριστιανούς ετερόδοξους και στους μη χριστιανούς απίστους.

Οι μη χριστιανοί βρίσκονται έξω από το σωστικό περίβολο της Εκκλησίας. Δεν έχουν επικοινωνία με τη λυτρωτική θεία αλήθεια. Επιπλέον φέρουν μέσα τους το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο, και στα νήπια ακόμη, εμποδίζει την είσοδο στην Βασιλεία των ουρανών. Μαζί με αυτό έχουν και πολλές άλλες προσωπικές αμαρτίες, που μένουν ασυγχώρητες, μια που δεν λειτουργεί σε αυτούς η χάρη της αφέσεως που χορηγείται στο ιερό μυστήριο της μετάνοιας, το οποίο αγνοούν. Πώς, λοιπόν, μπορούν να σωθούν, αφού βρίσκονται έξω από το λυτρωτικό μυστήριο του Χριστού; Αν υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα σωτηρίας, δεν θα μειωνόταν η απολυτότητα και η δραστικότητα του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως; Όλοι οι ανωτέρω συλλογισμοί αποτελούν επιχειρήματα βάσιμα, ώστε να μην δεχθεί κανείς το δυνατό της σωτηρίας των απίστων.

Υπάρχουν όμως και άλλοι συλλογισμοί. Ο Θεός είναι πανάγαθος Πατέρας, ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις στα τέκνα του σε σχέση με το ζήτημα της σωτηρίας τους. Θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» ως Πατέρας αγαθός και φιλάνθρωπος «υπέρ πάντων απέθανε». Δε θυσιάστηκε επιλεκτικά για μια μερίδα ανθρώπων. Τέτοιες επιλεκτικές ενέργειες είναι ανάξιες της άπειρης αγάπης του Θεού, που σταυρώθηκε για το παραπλανημένο πλάσμα του. Μήπως οι άπιστοι δεν είναι «εικόνες» Θεού, παιδιά του αγαπητά, ώστε να έχουν και αυτοί μερίδιο, λίγα ψίχουλα έστω της λυτρωτικής του θείας ενέργειας; Στο κάτω κάτω φταίνε αυτοί γιατί βρίσκονται έξω από το σωστικό περίβολο της Εκκλησίας; Οι πλείστοι από αυτούς δεν ξέρουν καν το όνομα του Χριστού. Κανείς δεν τους το φανέρωσε. Δεν άκουσαν περί πίστεως της Εκκλησίας, περί ενανθρωπήσεως κλπ. Βρίσκονται παρά τη θέληση τους σε παχυλή άγνοια. Πως θα τους καταδικάσει en bloc ο Θεός, επειδή δεν τον γνώρισαν, αφού δεν είχαν την δυνατότητα να τον γνωρίσουν; Η άγνοια μήπως δεν υπεραπολογείται ενώπιον του Θεού; Πως θα με καταδικάσεις, Κύριε, αφού δεν έχω την αίσθηση ότι έδωσες την ευκαιρία να σε γνωρίσω και να λάβω προσωπικά υπεύθυνη θέση στο λυτρωτικό σου μυστήριο;  Αυτό θέλει η άκρα δικαιοσύνη σου, να καταδικαστώ για κάτι, για το οποίο δεν φέρω προσωπική ενοχή;     

Άσχετα όμως με όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι extra ecclesiam nulla salus (έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία), δεν μπορεί η ακατάσχετη χάρη του Θεού να λειτουργήσει και έξω από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας, κατά τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει, στις ψυχές των απίστων, φωτίζοντας τη συνείδηση τους (σπερματικός λόγος) και διεγείροντας την ψυχή τους ώστε να θέλουν, αμυδρά έστω, τη σωτηρία; Και δεν υπάρχουν έξω του Χριστιανισμού άνθρωποι καλοπροαίρετοι και ενάρετοι, που έχουν και κρατούν τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην συνείδηση των οποίων είναι έμφυτα χαραγμένος ο νόμος του Θεού, στη βάση του οποίου οικοδομούν της δικής τους προσωπική ζωή; Όλα αυτά σε μια θετική προοπτική δεν αποτελούν λόγους, ώστε ο πανάγαθος Θεός, εκτάκτως και κατ’ οικονομία, να χαρίσει, όπου και όπως αυτός γνωρίζει, στα «κυνάρια» της αγάπης του, λίγα ψίχουλα ελέους που πέφτουν από το τραπέζι των αληθινών τέκνων του; Ποιος μπορεί να πάρει τη θέση του Θεού και να κρίνει αυτά τα πράγματα;

Το αυτό περίπου πρέπει να λεχθεί και για τους ετερόδοξους χριστιανούς. Εδώ φυσικά υπάρχει αίρεση. Υπάρχει όμως και το μεγάλο ποσοστό της φανερωμένη θείας αλήθειας. Οι αιρετικοί βέβαια δεν ανήκουν στην Εκκλησία και εξυπακούεται, ότι η θεία χάρη δεν μπορεί να λειτουργήσει σε αυτούς λυτρωτικά. Δεν μπορεί όμως εκτάκτως ο Θεός να χορηγήσει και σ’ αυτούς τη σωτηρία με βάση όλα τα σημεία εκείνα στα οποία ορθοδοξούν, και επί των οποίων οικοδομούν τον χριστιανικό τους βίο; Πολύ περισσότερο αφού πολλοί από αυτούς βρίσκονται αναίτια στην πλάνη και δεν έχουν τη δύναμη να υπερπηδήσουν τους ομολογιακούς φραγμούς και να δουν το λυτρωτικό φως της Ορθοδοξίας; Άλλωστε η Ορθοδοξία δεν κάνει προσηλυτισμό στους ετερόδοξους λαούς. Το δυνατό της σωτηρίας σε όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν αντικαθιστά και πολύ λιγότερο δεν καταργεί τη μοναδικότητα του λυτρωτικού αξιώματος της Εκκλησίας, έξω από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία· είναι ενέργεια έκτακτη της χάριτος του Θεού, σαν ένα θαύμα της άπειρης του χρηστότητος, που ως εξαίρεση επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα.

 

Ο ορθόδοξος χριστιανός είναι απόλυτα βέβαιος – εάν συντρέχουν φυσικά οι προς τούτο προϋποθέσεις – περί της σωτηρίας του. Είναι φυτεμένος στην αληθινή Εκκλησία, που είναι ταμειούχος της σώζουσας χάριτος του Θεού. Πέρα όμως από αυτά δεν πρέπει μικρόψυχα να λεπτολογεί και να προσπαθεί να εξιχνιάσει τις λυτρωτικές ενέργειες του Θεού, ο οποίος «φωτίζει και αγιάζει πάνταν άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμο» και θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν».

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 145

Έξω από την Εκκλησία υπάρχει σωτηρία;

Κατά σταθερή διδασκαλία της Εκκλησίας έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει σωτηρία. Extra ecclesiam nulla salus. Αυτός είναι ο καθιερωμένος τύπος προς έκφραση της μεγάλης αυτής αλήθειας. Στην Εκκλησία υπάρχει ο Σωτήρας και λειτουργεί η λυτρωτική χάρη του. Σ’ αυτήν ο άνθρωπος, όταν φυσικά λειτουργεί σωστά, είναι βέβαιο ότι θα σωθεί.

Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που δεν πιστεύουν στον Χριστό, όσοι δεν ανήκουν και δεν έχουν καμία σχέση με την ορατή ιστορική Εκκλησία του, θα καταδικαστούν στον αιώνιο θάνατο; Πως μπορούμε να ξέρουμε εμείς οι φτωχοί κι αδύνατοι άνθρωποι τις μυστηριώδεις βουλές του Υψίστου; Μόνον ορισμένες αρχές μπορούμε να διατυπώσουμε. Τα άλλα ανήκουν στο έλεος και την αγάπη του πανάγαθου Πατέρα.

Όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του Θεού, στα οποία υπάρχει χαραγμένη η εικόνα του δημιουργού. Είναι έμψυχες εικόνες του Θεού, άσχετα πόσο τις αμαυρώνει η απιστία και η ζωή μακριά από τον αληθινό Θεό. Όλα τα πλάσματα του τα αγαπά ο Θεός. Κι αυτούς ακόμα που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη και την αλήθεια του. Έτσι χωρίς να κάνει διακρίσεις, θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων (Β΄ Τιμ.3,7). Όλοι είναι παιδιά του αγαπητά. Για να τα σώσει πέθανε πάνω στο σταυρό και ίδρυσε την Εκκλησία του.

   Η Εκκλησία όμως που ίδρυσε ο Χριστός δεν έχει ακόμα εξαπλωθεί σε όλα τα μέρη της γης. Υπάρχουν συμπαγείς μάζες ανθρώπων που ούτε καν άκουσαν το όνομα του Χριστού, πολύ δε λιγότερο την ύπαρξη της Εκκλησίας του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν την αλήθεια, γιατί κανένας δεν τους μίλησε ποτέ γι’ αυτήν, ο Χριστός έδωσε εντολή στους μαθητές του να κηρύξουν το ευαγγέλιο σ’ όλα τα μέρη της γης (Ματθ. 28,19). Πέρασαν όμως είκοσι αιώνες από τότε και τα δυο τρίτα των ανθρώπων δεν είναι χριστιανοί. Και το άλλο τρίτο είναι μεταξύ τους διαιρεμένοι και χωρισμένοι. Οι Ορθόδοξοι είναι συντριπτική μειονότητα.

Πού οφείλεται τόσο μεγάλη καθυστέρηση στη διάδοση της λυτρωτικής θείας αλήθειας στον κόσμο; Να είναι άραγε στο σχέδιο του Θεού, ή αυτό οφείλεται στη δική μας αβελτηρία και νωθρότητα; Ποιος μπορεί να δώσει απάντηση στα ερωτήματα αυτά ή να γνωρίσει την απερινόητη θεία βουλή;

Η θεολογική δυσκολία είναι μεγάλη. Ως γνωστόν κάθε ποινή επιβάλλεται εκεί όπου υπάρχει ενοχή· κάθε δε ενοχή στοιχειοθετείται εκεί όπου υπάρχει αμαρτία, παράβαση προσωπική και ελεύθερη του νόμου του Θεού. Στην περίπτωση των απίστων δεν συντρέχει η κατάσταση αυτή. Δεν είναι ένοχοι γιατί δεν πίστεψαν στον Χριστό, αφού κανένας δεν τους δίδαξε. Πως θα τους τιμωρήσει ο Θεός για την αναίτια αυτή πλάνη τους; Είναι κάτι τέτοιο άξιο της δικαιοσύνης και την αγάπης του; Δεν απολογείται η αναίτια άγνοια ενώπιον του θείου κριτηρίου;

Είναι όμως και κάτι άλλο· η εξωτερική ιστορική Εκκλησία που δρα στην ιστορία και στον κόσμο, εξαντλεί τα όρια της σωστικής ενέργειας του Θεού; Δεν μπορεί να σώσει ο Θεός μερικούς και έξω από την ορατή Εκκλησία του; Το Πνεύμα το άγιο, του οποίου η χάρη είναι απροσδιόριστη και ακατάσχετη («όπου θέλει πνει»· Ιωαν. 3,9) δεν μπορεί να χαρίσει σε μερικούς την σωτηρία έξω από τα γεωγραφικά όρια της Εκκλησίας; Είναι ανάρμοστο αυτό προς την αγάπη του Θεού, που πέθανε για όλους και θέλει την σωτηρία όλων; Ποιος παίρνει το βάρος για μια απάντηση αρνητική;       

Σε περίπτωση όμως που μπορεί να υπάρχει σωτηρία δια τους απίστους, τότε που πάει το αξίωμα της Εκκλησίας ως της μόνης σώζουσας της χάριτος κιβωτού; Δεν έχουμε εδώ αντίφαση και αυταναίρεση; Για να προσεγγίσουμε το δύσκολο αυτό ερώτημα, πρέπει να κάνουμε μια απαραίτητη διευκρίνιση. Άλλο είναι το αξίωμα της σώζουσας Εκκλησίας και άλλη η περίπτωση σωτηρίας των απίστων. Η Εκκλησία είναι όντως το μοναδικό βέβαιο και αναντίρρητο κατάστημα της σωτηρίας.

Όποιος είναι άξιος στους κόλπους της σώζεται. Στην περίπτωση όμως της σωτηρίας των απίστων, αυτή είναι κάτι το πολύ σκοτεινό και αβέβαιο. Αν δε γίνεται, είναι γεγονός έκτακτο, ένα θαύμα της χάριτος του Θεού, το οποίο δεν καταλύει το λυτρωτικό αξίωμα της Εκκλησίας.

Σώζει αναντίρρητα τους ανθρώπους στην Εκκλησία του ο Χριστός· εκτάκτως δε και έξω από αυτήν, τους σώζει όπου συντρέχουν κάποιοι λόγοι, τους οποίους γνωρίζει μονάχα ο Θεός, κυρίως η ηθική ποιότητα της ζωής των ανθρώπων (γιατί υπάρχουν και καλοί άνθρωποι μεταξύ των απίστων) και τα ψήγματα αλήθειας των φυσικών θρησκευμάτων στα οποία ανήκουν οι άνθρωποι αυτοί, επί τη βάση των οποίων ρυθμίζουν τη ζωή τους. Ας αναφέρουμε κάποιο παράδειγμα. Η δυνατότητα σωτηρίας των καλών χριστιανών μοιάζει με ένα καράβι ολοκαίνουργιο και γερό στα σκαριά του, το οποίο είναι ακατάβλητο από τις θύελλες και τους ανέμους, και το οποίο θα προσορμιστεί με ασφάλεια στο λιμάνι του ουρανού. Αντίθετα, το καράβι στο οποίο πλέουν οι άπιστοι είναι κατερειπωμένο και παμπάλαιο, το οποίο παρουσιάζει ρήγματα και μπάζει από παντού ανήμπορο ν’ αντέξει στις κακοκαιρίες και το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να φτάσει στο λιμάνι του προορισμού του.

Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, και για τους αιρετικούς. Δεν παραγνωρίζουμε φυσικά τους πολλούς θεολογικούς λόγους, για τους οποίους η σωτηρία δεν είναι δυνατή έξω από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, οι δε πιστοί δεν πρέπει να προσπαθούν σχολαστικά να εξιχνιάσουν τις βουλές του Υψίστου, ο οποίος «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν» (Α’ Τιμ. 2,4).    

 
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Σωτηριολογικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 166

katafigioti

lifecoaching