ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 14

Στίχ. 1-6. Η θεραπεία του υδρωπικού.
14.1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν
τινος τῶν ἀρχόντων(1) τῶν Φαρισαίων(2) σαββάτῳ(3)
φαγεῖν ἄρτον καὶ αὐτοὶ(4) ἦσαν παρατηρούμενοι(5) αὐτόν.
1 Ένα Σάββατο ο Ιησούς πήγε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου άρχοντα
για να φάει, και οι Φαρισαίοι τον παρακολουθούσαν.
(1) Δεν έχουμε ενδείξεις ότι υπήρχε κάποια ιεραρχία στη μερίδα των Φαρισαίων.
Διακρίνονταν όμως μεταξύ τους αυτοί που υπερείχαν στις γνώσεις,
τα τάλαντα και τον πλούτο (g).
(2) Μετά από αυτά που αναφέρθηκαν στο κεφ. ια (37-54), θα φαινόταν
ίσως εκπληκτικό πώς ο Κύριος δέχεται πάλι πρόσκληση Φαρισαίου για φαγητό (p).
Παρ’ όλα αυτά «υπήρχαν και στους φαρισαίους κάποιοι που ήταν
σε μισό βαθμό πονηροί και διαφορετικοί από τους άλλους.
Ακολουθούσε λοιπόν ο Χριστός, κάνοντας και εδώ το γεύμα αφορμή
για ωφέλεια του Φαρισαίου και όσων ήταν στο σπίτι του» (Ζ).
«Διότι φρόντιζε για την ωφέλεια των ψυχών
και για αυτό το λόγο έμπαινε στο σπίτι» (Θφ).
(3) Ήταν συνηθισμένο να γίνονται συμπόσια το Σάββατο και είχε αποβεί
παροιμιώδης η πολυτέλεια των συμποσίων κατά τα σάββατα (p).
(4) Οι οποίοι κατονομάζονται και στο σ. 3.
(5) «Οι υπόλοιποι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν εάν θα κάνει κάτι
σε αντίθεση με το νόμο την ημέρα του σαββάτου» (Ζ).
Πέρα από κάθε νόμο φιλοξενίας.
Είναι καθήκον αυτού που φιλοξενεί να αναλαμβάνει υπό την προστασία του
τον φιλοξενούμενο και να προλαβαίνει κάθε επιβουλή εναντίον του.
Οι Φαρισαίοι όμως και οι νομικοί, με την ανοχή αυτού που φιλοξενούσε,
παραμόνευαν όπως οι κυνηγοί πουλιών,
οι οποίοι περιμένουν για να παγιδέψουν πουλιά.

14.2 καὶ ἰδοὺ(1) ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς(2) ἔμπροσθεν αὐτοῦ(3).
2 Τότε στάθηκε μπροστά του ένας άνθρωπος που έπασχε από υδρωπικία.
(1) Το «ιδού» υποδηλώνει ότι η παρουσία του υδρωπικού ήταν απροσδόκητη
από τους καλεσμένους, ίσως μάλιστα και από αυτόν τον ίδιο που φιλοξενούσε.
Δεν ήταν πάντως από τους καλεσμένους, όπως φαίνεται και από το απέλυσε στο σ. 4 (p).
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά, συνηθισμένη όμως στους γιατρούς συγγραφείς (p).
Εδώ είναι επίθετο, οι γιατροί όμως, παρόλο που χρησιμοποιούν αυτό και ως επίθετο,
συχνότερα το παίρνουν ως ουσιαστικό (L).
(3) «Επειδή φοβήθηκε τους Φαρισαίους, δεν πλησίασε να ζητήσει να θεραπευτεί,
επειδή ήταν Σάββατο, αλλά μόνο στάθηκε μπροστά του, έτσι ώστε αφού τον δει
και τον σπλαχνιστεί, να τον θεραπεύσει» (Κ).

Έλεγε ο Γέροντας:

Η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι διδασκαλία.. μαλακώνει την ψυχή του ανθρώπου και σιγά – σιγά τη μεταρσιώνει σε άλλους κόσμους πνευματικούς, με τους φθόγγους αυτούς που σπέρνει ηδονή και τέρψη και ευχαρίστηση, ταξιδεύοντας σε άλλο κόσμο πνευματικό… Πράγματι έτσι είναι παιδιά, μην κοιτάζετε που τους ακούς να κάνουνε… Όταν κανείς σιγά – σιγά μπει σε μια τέτοια φόρμα πνευματική, έτσι αισθάνεται κι έτσι πρέπει να κάνει.

Μπορεί να γίνεις κι ένας εγωιστής ψάλτης και να κουνιέσαι και να αυτώνεσαι και να είσαι κούφιος· μπορεί να έχεις τη φωνή, να συγκινείς με τη φωνή σου, αλλά αυτός ο όντως άγιος που ψάλλει, αυτός έχει και κάτι άλλο, δεν έχει μόνο τη φωνή· μαζί με τη φωνή που εκπέμπεται με τα ηχητικά κύματα, εκπέμπεται και κάποια χάρη με άλλα κύματα, μυστικά, που αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων και τις συγκινούν βαθύτατα.

Ο κούφιος, ας πούμε, μουσικός, ο εγωιστής, έχει αυτό. Κι ευχαριστεί έτσι. Ο άγιος μουσικός στέλνει και κύματα κύματα μαζί με τη φωνή του. Γίνεται ένα πολύ μεγάλο μυστήριο. Γι’ αυτό, εάν θα πάτε στο Άγιον Όρος και ακούσετε τους μοναχούς που ψάλλουν, και παγωμένη και πέτρινη καρδιά να έχεις, άμα ακούσεις… Να! το παράδειγμα: Αυτός ο μουσικός μπορεί να συγκινεί…”

(από το βιβλίο ‘Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου’)

O Ιωάννης Πάλλιος, μονάκριβος γιος του Σπυρίδωνος και της Αικατερίνης Ζ. Βρίκου, ορθοδόξων Ελλήνων εγκατεστημένων από χρόνια στην πόλη της μεσημβρινής Ιταλίας Βαρλέττα, στις αρχές Νοεμβρίου του 1861 και σε ηλικία οκτώ χρόνων, προσεβλήθη από βαρύτατο τυφοειδή πυρετό και πήγαινε διαρκώς στο χειρότερο επί δεκαεπτά ήμερες παρ’ όλα τα μέσα της ιατρικής. Το πρωί της 17ης μέρας το παιδί ήταν πολύ βαριά.

Η όψη του έδειχνε «ιπποκρατική» σύμφωνα με την ιατρική ορολογία, οι σφυγμοί νηματώδεις και σχεδόν σβησμένοι, τα άκρα ακίνητα και παγωμένα, η φωνή ανύπαρκτη και η αναπνοή ρογχώδης. Γενικά η κατάσταση του παρουσίαζε όλα τα σημάδια του ετοιμοθάνατου.
Γι’ αυτό η μητέρα του, που σ’ όλο το διάστημα της αρρώστιας δεν έπαψε να κλαίει και να ικετεύει γονατιστή τον άγιο Σπυρίδωνα, την τρομερή εκείνη στιγμή πολλαπλασίασε τους θρήνους και τις δεήσεις της και ξαφνικά σαν να την παρακινούσε θεία έμπνευση φώναξε: «Θέλω να γίνει αμέσως τηλεγράφημα στους συγγενείς μου στην Κέρκυρα, ν’ ανοίξουν τον άγιο και να κάμουν παράκληση για το Γιαννάκη μου.
Ο άγιος βέβαια με τη μεσιτεία του προς το Θεό θα μου τον σώσει και θα μου τον χαρίσει, γιατί τον παρεκάλεσα και τον παρακαλώ μ’ όλη την ψυχή και την καρδιά μου». Το τηλεγράφημα έγινε αμέσως και -ω του θαύματος!- κατά τις 11 το πρωί, τότε που ανοίχθηκε η λάρνακα του αγίου και έγινε η παράκληση, ενώ το παιδί βρισκόταν στην ίδια και χειρότερη από το πρωί κατάσταση, ξαφνικά το έπιασε μια σπασμωδική κίνηση όλου του σώματος. Οι εκεί παρόντες γιατροί το θεώρησαν αυτό σαν την τελευταία απόπειρα ζωής. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν η αποτίναξη και το διώξιμο της θανατηφόρας αρρώστιας, χάρη στη μεσιτεία του αγίου προς το Θεό. Γιατί μετά από λίγο πέρασαν οι σπασμοί και ακολούθησαν άφθονοι ιδρώτες. Ο νέος άνοιξε αμέσως τα μάτια του, ανέλαβε και όψη και σφυγμούς και γενικά όλα τα σημεία της ζωής, ώστε όλοι, και οι γιατροί ακόμη, θαύμασαν και φώναξαν: «Πραγματικά έγινε θαύμα. Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού».
Μετά από αυτό άρχισε η ανάρρωση, που προχωρούσε όμως κάπως αργά. Το παιδί έμενε ακόμη άφωνο και αυτό προξενούσε κάποια λύπη στους γονείς του. Αλλά ολοκληρώθηκε και η ανάρρωση. Με τις πρεσβείες του αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος, στις 11 Δεκεμβρίου, την παραμονή της γιορτής του, λύθηκε και η γλώσσα του νέου και μίλησε. Έτσι αποκαταστάθηκε εντελώς η υγεία του, ώστε να δοξάζεται ο Θεός και ο πιστός του υπηρέτης και θαυματουργός Σπυρίδων.

Το επόμενο θαύμα διηγήθηκε ο μαθητής της Αστυνομικής Σχολής Κερκύρας Χρήστος Διαμαντούδης του Θεοχάρη, όπως το έζησε ο ίδιος. Το διηγήθηκε στην Ι. Μητρόπολη Κερκύρας και ήταν παρόντες ο Χαράλαμπος Κομνηνός του Βασιλείου, Αρχιφύλακας της Αστυνομίας Πόλεων, από τους Καββαδάδες Κερκύρας και ο Χρήστος Ι. Τσάτσαρης, μαθητής της Αστυνομικής Σχολής. Το επιβεβαίωσαν δε αυτόπτες μάρτυρες, μαθητές της Σχολής. Υπάρχει επίσης Πρακτικό της αφηγήσεως με τις υπογραφές των αυτόπτων μαρτύρων και του Χρ. Διαμαντούδη, με χρονολογία 14 Φεβρουαρίου 1935- Οι υπογραφές βεβαιώνονται με τη σφραγίδα της Σχολής και την υπογραφή του Διοικητού της Γ. Παπαδημητρίου.
Για το εκπληκτικό θαύμα που ακολουθεί έγραψε η εφημερίδα «Κέρκυρα» στις 14 Σεπτεμβρίου 1937, χωρίς να αναφέρει ημερομηνία κατά την οποία έγινε το θαύμα. Το καλοκαίρι του 1937 είχε πάει από την Τεργέστη στο Μάριεμπαντ της Αυστρίας, όπου και παραθέριζε, η οικογένεια Αφεντούλη, πρώην πολιτευτού της Θεσσαλίας. “Εμενε δε σ’ ένα από τα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης, περιφραγμένο με κάγκελα. Μια μέρα (τέλος Ιουλίου ίσως, ή τον Αύγουστο), ο μικρός γιος τους, δεκαετής περίπου, ζήτησε άδεια από τη μητέρα του να πάει σ’ ένα κοντινό ζαχαροπλαστείο μ’ ένα συνομήλικο του. Μόλις βγήκε τρέχοντας από την καγκελόπορτα, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Το αυτοκίνητο τον ανέτρεψε, πέρασε από πάνω του και χάθηκε. Ο μικρός έμεινε αναίσθητος στο δρόμο. “Ένας διαβάτης τον βρήκε και τον μετέφερε στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Σύμφωνα με τη διάγνωση των γιατρών είχε πάθει κάταγμα του μετωπιαίου οστού με έκχυση εγκεφαλικής ουσίας. Φώναξαν αμέσως τους γονείς και τους ανακοίνωσαν ότι το κάταγμα ήταν πάρα πολύ σοβαρό και η κατάσταση του παιδιού απελπιστική. Οι γονείς κάλεσαν αμέσως τους πιο διακεκριμένους κρανιολόγους του Βερολίνου, της Βιέννης και των Παρισίων, και ήρθαν αυθημερόν αεροπορικώς. Η διάγνωση τους όμως ήταν η ίδια, ότι η κατάσταση του παιδιού ήταν απελπιστική. Βρισκόταν τότε εκεί και η μητέρα της γυναίκας του Αφεντούλη Μαρία, σύζυγος του Κερκυραίου Σπυρίδωνος Μάρμορα. Μόλις άκουσε ότι η επιστήμη δεν μπορεί να θεραπεύσει το μικρό εγγονό της, λυπήθηκε υπερβολικά. Ξαφνικά θυμήθηκε τον άγιο Σπυρίδωνα και μάλιστα έλεγε πώς τη διαβεβαίωνε ότι θα θεραπευτεί το παιδί. Αμέσως μ’ αυτό το συναίσθημα τηλεγράφησε στην πεθερά της στην Κέρκυρα ν’ ανοιχτεί η λάρνακα του αγίου και να ψάλει δέηση. Έτσι κι έγινε. Το ίδιο απόγευμα και κατά την ώρα της παρακλήσεως -θαύμα παράδοξο!- ο μικρός Αφεντούλης, αν και ήταν σε αφασία και ετοιμοθάνατος, άνοιξε τα μάτια του, είδε τη μητέρα του, της ψιθύρισε λίγες λέξεις και της άπλωσε τα χέρια του. Οι γιατροί που τον παρακολουθούσαν έμειναν κατάπληκτοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Γιατί είχαν αναγνωρίσει την αδυναμία της επιστήμης να επέμβει και ότι μόνο με θαύμα θα ήταν δυνατή η θεραπεία του παιδιού. Πραγματικά. Η κατάσταση του από κείνη τη στιγμή διαρκώς καλυτέρευε και χωρίς επέμβαση της επιστήμης θεραπεύτηκε, χάρη στη θαυματουργική επέμβαση του αγίου Σπυρίδωνος.

Το θαύμα που ακολουθεί έγινε στις 11 Αύγουστου 1946, κατά το τέλος της λιτανείας του ιερού λειψάνου του αγίου.
Το μεταφέρουμε όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος».«Η αληθινή και γνήσια πίστις είναι προσόν και γνώρισμα καρδίας, η οποία απαραιτήτως σέβεται και ευλαβείται τον Θεόν, υπακούουσα δε εις τον Νόμον του αγωνίζεται εναντίον των πειρασμών και των δοκιμασιών δια να μη διαφθαρή και διαστραφή, δια να διατήρηση την ηθικήν της ελευθερίαν από την δουλείαν της αμαρτίας και να συμμορφώνεται με το θείον θέλημα. Τοιαύτη πίστις αληθινή και γνήσια, θερμή και σταθερά, ήτο εδραιωμένη και εις την καρδίαν της Αικατερίνης συζύγου Βασιλείου Υφαντή εξ Ιωαννίνων, οδός Καβάσιλα 16. Και η πίστις αυτή δια της χάριτος του αγίου Σπυρίδωνος εκ της παντοδυναμίας του Θεού εθαυματούργησε προχθές την 11ην Αυγούστου, κατά την Λιτανείαν του ιερού λειψάνου του αγίου, και απέδωσε εις την γυναίκα αυτήν την ομιλίαν και την κίνησιν εις το παράλυτο πόδι της, τας οποίας είχε χάσει προ πολλών ετών και τας οποίας οι ιατροί, εις τους οποίους κατέφυγε, δεν ημπόρεσαν έπι τόσα έτη να της αποδώσουν.

Ας αφήσωμεν όμως να ομιλήση η ιδία η θεραπευθείσα Αικατερίνη Υφαντή την 11ην Αυγούστου, ότε έγινε το θαύμα. «Προ οκτώ ετών, -διηγείται η ίδια η γυναίκα που εθεραπεύθη, επιβεβαιούν δε ο άνδρας της και άλλοι γνωστοί της από τα Ιωάννινα- έπαθα συμφόρησιν, από την οποίαν έχασα την ομιλίαν μου και μου παρέλυσε το δεξί χέρι, έπειτα δε από τέσσαρα χρόνια έπαθα πάλιν και άλλην συμφόρησιν από την οποίαν μου παρέλυσεν και το δεξί πόδι. Επί οκτώ χρόνια δεν ημπορούσα να ομιλήσω. Με πολύν κόπον και μεγάλην αγωνίαν κατόρθωνα μερικές φορές να προφέρω καμμίαν λέξιν, που μόλις ηκούετο, και έπειτα από πολλήν ώραν πάλιν με μεγάλην στενοχώριαν κατώρθωνα να προφέρω καμμίαν άλλην, η οποία όμως δεν είχε καμμίαν σειράν με την πρώτην λέξιν, και δι’ αυτό δεν ημπορούσε κανείς να καταλάβη τίποτε. Συνεννοούμην μόνον με νεύματα.
Μετά την δευτέραν δε συμφόρησιν έμενα συνεχώς παράλυτος εις το κρεββάτι, ακόμη και δια τας σωματικάς μου ανάγκας, ή με μετέφεραν με την κουβέρταν. Επήγα εις τους ιατρούς, οι οποίοι όμως με απήλπισαν ότι δεν θεραπεύομαι. Και τότε πλέον βασανισμένη και απελπισμένη από τους ιατρούς εγύρισα εις τον Θεόν και εις αυτόν εστήριξα τας ελπίδας μου. Τον δοξάζω δε και τον προσκυνώ που μ’ ελυπήθηκε.
Μίαν ημέραν αναστέναξα δυνατά, σαν να εφώναξα, και με πολλήν στενοχώρια επρόφερα τας λέξεις ‘Άγιος Σπυρίδων’ έμεινα δε πάλιν αμίλητη όπως και πρώτα. Ο άνδρας μου που ήτο κοντά και με άκουσε, εκατάλαβε ότι του εζητούσα να με φέρη να προσκυνήσω το λείψανο του αγίου και, χωρίς να διστάση καθόλου, πρόθυμα μου υπεσχέθη να ικανοποίηση την επιθυμίαν μου. Πράγματι δε την 10ην Αυγούστου, παραμονήν της Λιτανείας, με έβαλαν με τον Υιόν μου εις μίαν κουβέρταν και με μετέφεραν εις το αυτοκίνητον με το οποίον κατεβήκαμε εις Ηγουμενίτσαν, εκεί δε πάλιν με την κουβέρταν με μετέφεραν εις την βενζίναν, και το ίδιο πάλιν εδώ εις την Κέρκυραν από κάτω από το λιμάνι μέχρι εδώ εις την εκκλησίαν, που με έφεραν χθες το απόγευμα. Από χθες το απόγευμα μέχρι σήμερα το πρωί έμεινα ξαπλωμένη κάτω εις τις πλάκες της Εκκλησίας, και απ’ αυτήν την θέσιν παρηκολούθησα τον εσπερινόν χθες το βράδυ και την Λειτουργίαν σήμερα το πρωί. Εις το Κοινωνικόν μάλιστα τους έκαμα νόημα και με επήραν βαστακτά και εκοινώνησα. Την Λιτανείαν την παρηκολούθησα εις την αρχήν όπως έβγαινε από την εκκλησίαν απ’ εδώ έξω που είναι τα κάγκελα, όπου με επήραν ο άνδρας μου με τον Υιόν μου. Από την στιγμήν δε που αντίκρυσα τον Άγιον έκλαια από συγκίνησιν και επροσπαθούσα να ομιλήσω και να τον παρακαλέσω να με λυπηθή, αλλά παρ’ όλην την προσπάθειαν δεν το κατόρθωνα. Όταν επλησίαζε να τελείωση η Λιτανεία και οι μουσικές ηκούοντο που εγύριζαν, έκαμα νόημα του ανδρός μου να με βάλη εμπρός εις τα σκαλιά του Πρεσβυτερίου απ’ όπου θα επερνούσε ο άγιος. Εκείνος ποτέ δεν μου αρνήθηκε τίποτε, και, μόλις εκατάλαβε από τα νοήματα τι του εζητούσα, υπήκουσε αμέσως και με μετέφερε εκεί που του έδειξα. Οι αστυφύλακες μόλις με είδαν εκεί εμπρός εις τα σκαλιά του Πρεσβυτερίου, άρχισαν να με φωνάζουν και υποχρέωναν τον άνδρα μου να με σήκωση. Βλέποντες όμως την επιμονή μου και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου συνεκινήθησαν και με άφησαν. Η συγκίνησης μου πλέον που θα με αξίωνε ο Θεός να πέραση ο άγιος απ’ επάνω μου ήταν μεγάλη. Αισθανόμουν μέσα μου ότι θα ανεκουφιζόμην. Αλήθεια! Μεγάλη η Χάρις του! Δοξασμένο το όνομα του! Σε λίγο ετελείωσεν η Λιτανεία. Εμβήκαν οι παπάδες εις την εκκλησίαν και συνέχεια εμβήκε και το λείψανο του αγίου, το οποίον επέρασε από επάνω μου. Αμέσως δε μόλις επέρασε το λείψανο έτρεξε ο άνδρας μου και βοηθούμενος από μίαν γυναίκα με εσήκωσαν δια να μη με πατήση ο κόσμος και μ’ επήραν εις το στασίδι. “Έπειτα από ένα τέταρτο όμως περίπου, αφού πλέον είχον τελειώσει όλα και είχον φύγει αρκετοί από την εκκλησίαν, αισθάνθηκα ότι ελύθηκε η γλώσσα μου και ότι έγινε το πόδι μου καλά. Εδοκίμασα αμέσως να ομιλήσω και χωρίς να στενοχωρηθώ καθόλου τα κατάφερα αμέσως. Εδοκίμασα και το πόδι μου και παραδόξως το εκίνησα. Αμέσως χαρούμενη επροσπάθησα να πατήσω και να σηκωθώ, στηριζομένη δε εις το στασίδι εσηκώθηκα ορθή και στηρίχθηκα εις το πόδι που είχα ακίνητο και παράλυτο τέσσαρα χρόνια. Ο άγιος με έγιανε. Τον προσκυνώ και τον δοξάζω’. Πράγματι ο άγιος Σπυρίδων, τον οποίον επροσκύνησε με ευλάβειαν και με κατάνυξιν ψυχικήν και συντριβήν εδοξολόγησε, την εθεράπευσε. Η επίμονος και σταθερά πίστις της εθαυματούργησε. Ο Θεός που δέχεται πάντοτε την δέησίν μας, όταν τον παρακαλούμεν με πίστιν, δια πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος εδέχθη και την δέησίν της ταπεινής δούλης του και της απέδωσε την ομιλίαν που είχε χάσει προ οκτώ ετών, και της εθεράπευσε ακόμη και το πόδι που είχε ακίνητον και παράλυτον επί τέσσερα έτη. Το θαύμα είχε συντελέσθη πλέον και είναι ήδη γεγονός. Εβεβαιώθησαν περί αυτού πολλοί άνθρωποι από όλας τας τάξεις και τα επαγγέλματα, απλοϊκοί και αγράμματοι, και συγχρόνως πολλοί εγγράμματοι και επιστήμονες και με μεγάλα αξιώματα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. “Ολοι σχεδόν οι προσκυνηταί που είχαν έλθει από τα περίχωρα, από τα χωριά, από την Ήπειρον και από άλλα μέρη, εκτός από τους κατοίκους της πόλεως, πληροφορούμενοι το γεγονός ήρχοντο καθ’ όλην την ημέραν εις τον ναόν του αγίου και περικυκλούντες την θεραπευθείσαν γυναίκα υπέβαλλον αυτήν και τον άνδρα της καθώς και άλλους γνωστούς της εις λεπτομερή ανάκρισιν. Κατάπληκτοι δε ήκουον την ιδίαν την γυναίκα να διηγείται την προηγουμένην θλίψιν της, θαυμάζοντες δε δια την θεραπείαν της εδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον, αποδίδοντες εις την Θείαν παντοδυναμίαν το θαύμα».

(αποσπάσματα από το βιβλίο: «Ο Άγιος Σπυρίδων Ο Θαυματουργός», Έκδοση Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού Κερκύρας)

δεν υποκύπτει σε βλάβη
Ονομάζει (ο Παύλος) ελευθερία το να μη υπόκηται κανείς σε περιορισμούς, να είναι ανεμπόδιστος. Ο Θεός με έπλασε ελεύθερο και ανώτερο από οποιαδήποτε βλάβη.
Ε.Π.Ε. 18α,112
παράβασις και υπέρβασις
Μας απάλλαξε ο Κύριος Ιησούς Χριστός από το ζυγό της δουλείας. Μας άφησε κυρίαρχους να ενεργούμε ό,τι θέλουμε. Όχι βέβαια για να γίνεται παράνομη η ζωή μας, αλλά για να επιλέγουμε την υπέρ τον νόμο ευσέβεια. Διότι και ο πορνεύων και ο παρθενεύων, και οι δυο ξεπερνούν τα όρια του νόμου. Ο ένας προς το χειρότερο, ο άλλος προς το καλύτερο. Ο ένας υπερβαίνει το νόμο, ο άλλος παραβαίνει το νόμο.
Ε.Π.Ε. 20,366-368
της ψυχής
Το ανώτερο, δηλαδή, η ψυχή σου, έχει ελευθερωθή. Επομένως προσωρινή είναι η δουλεία.
Ε.Π.Ε. 22,280
και δουλεία
Μη νομίσης, πως επειδή είσαι πιστός, είσαι και ελεύθερος. Ελευθερία αυτό στην πραγματικότητα είναι, το να γίνεσαι υπηρέτης και διάκονος.
Ε.Π.Ε. 23,410-412
από τα πάθη
Ελεύθερος αληθινά είναι μόνο εκείνος, που έχει από μέσα του την ελευθερία, όπως δούλος είναι εκείνος, που υποτάσσεται στα άλογα πάθη.
Ε.Π.Ε. 23,450
όποιος δίνει τα χρήματά του
Έτοιμοι να είμαστε στο να ευεργετούμε. Και αυτό θα γίνη, αν περιφρονήσουμε τα χρήματα και τη δόξα. Όποιος απαλλάχτηκε από αυτά τα πάθη, είναι πιο ελεύθερος από όλους τους ανθρώπους, πλουσιώτερος και από εκείνον, που φοράει πορφύρα.
Ε.Π.Ε. 25,86
στολίδι
Σας παρακαλώ, να αφήσουμε τα χρυσά για τις κοσμικές πομπές, για τα θέατρα, για τις βιτρίνες των εργαστηρίων. Την εικόνα του Θεού να μη την καλλωπίζουμε με τέτοια στολίδια. Η ελεύθερη γυναίκα να στολίζεται με την ελευθερία. Και ελευθερία είναι η ταπεινοφροσύνη.
Ε.Π.Ε. 25,266
και δουλεία
Το μόνο που ζητάμε, είναι να απαλλαγής από την καταραμένη δουλεία της αμαρτίας και να επανέλθης στην προηγούμενη ελευθερία σου, αφού καταλάβης πρώτα την τιμωρία που προέρχεται από την ακολασία, αλλά και την τιμή που επιφυλάσσει ο προηγούμενος καλός βίος.
Ε.Π.Ε. 27,822
και δουλεία
Τα ονόματα δούλος και ελεύθερος είναι απλά ονόματα, χωρίς να φανερώνουν κάτι ξεχωριστό. Η δουλεία όμως είναι καθωρισμένη· είναι η αμαρτία. Η ελευθερία είναι η αρετή.
Ε.Π.Ε. 33,242
επιλογή ή αναγκασμός;
Ο Θεός λέει: «Μπροστά σου έβαλα τη φωτιά και το νερό, τη ζωή και το θάνατο. Όπου θέλεις άπλωσε το χέρι σου». Ο δαίμονας λέει: «Δεν μπορείς να απλώσης το χέρι σου ελεύθερα, αλλά σύρεσαι από κάποια αναγκαιότητα και βία.
Ε.Π.Ε. 34,564

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 192-194)

 

Ελευθερία
φθείρεται από την αμαρτία
Όταν παρεισέφρυσε η αμαρτία, κατέστρεψε την ελευθερία και τη φυσική της αξία, και εισήγαγε τη δουλεία.
Ε.Π.Ε. 3,252
αληθινή
Ας απελευθερωθούμε και ας μη γινώμαστε δούλοι της αμαρτίας. Και όταν αποκτήσουμε την αληθινή ελευθερία, θα επιτύχουμε τα απερίγραπτα εκείνα αγαθά (της βασιλείας των ουρανών).
Ε.Π.Ε. 3,262
από την τυραννία της αμαρτίας
Η αμαρτία είναι πραγματικά τύραννος φοβερός. Προστάζει πονηρά παραγγέλματα. Ξευτελίζει όσους την υπακούουν. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, ας αποφεύγουμε με σκληρό αγώνα και επιμέλεια την τυραννία της. Ας την πολεμάμε. Ποτέ να μη συμφιλιωνώμαστε μαζί της. Κι αφού λευτερωθούμε από τη σκλαβιά της, ας μένουμε ελεύθεροι πνευματικά.
Ε.Π.Ε. 7,22
η προσήκουσα
Ας παρακαλέσουμε το Λυτρωτή των ψυχών μας, και να μας σπάση τα δεσμά και να μας απαλλάξη από το σκληρό φορτίο των σιδερένιων αλυσίδων της αμαρτίας, κάνοντας το φρόνημα να πετά προς τα πάνω. Παρακαλώντας δε, να προσφέρουμε συγχρόνως και μεις την προθυμία και τον αγώνα μας. Έτσι θα πετύχουμε σε λίγο χρόνο να απαλλαγούμε από τα βάρη που μας πιέζουν, να συνειδητοποιήσουμε που βρισκόμασταν και να κερδίσουμε την ελευθερία, που μας αρμόζει.
Ε.Π.Ε. 9,458
πως την σέβεται ο Κύριος!
Όποιος χρησιμοποιεί βία, πολλές φορές απομακρύνει, ενώ όποιος αφήνει ελεύθερο τον ακροατή να ενεργήση μόνος του, τον προσελκύει περισσότερο. Η φροντίδα για κάποιον έχει μεγαλύτερη δύναμι από τη βία. Δεν είναι δυνατόν να προσελκύση κάποιος με τη βία ούτε κι αν ακόμα προσφέρη χρυσάφι και βάζει θησαυρούς μπροστά στον άλλον. Πολύ περισσότερο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στα ουράνια αγαθά. Αν δε σε πείθη να προσέλθης η ποιότητα του πράγματος, τότε δεν είσαι άξιος να το πάρης. Και αν το πάρης, δεν θα καταλάβης την αξία του. Γι’ αυτό και ο Χριστός, επειδή σέβεται την ελευθερία μας, δεν αναγκάζει τους ανθρώπους, αλλά τους προτρέπει.
Ε.Π.Ε. 5,240
δεν την καταργεί ο Θεός
Μπορώ, λέει ο Χριστός, επειδή είμαι ο Υιός του Θεού, να μη σε αφήσω να συνάντησης δυσκολίες. Αλλά προς χάριν σου δεν το θέλω, για να συνεισφέρης και συ και να καταστής άξιος της τιμής. Και ο αγωνοθέτης, που έχει κάποιον αθλητή, δεν θέλει να τον στεφανώση μόνο χαριστικά, αλλά τότε τον στεφανώνει, όταν δείξη και τους δικούς του πόνους και κόπους.
Ε.Π.Ε. 11,210
αδούλωτη ψυχή
Δεν βλάπτει τόσο η σωματική δουλεία, όσο η όντως δουλεία, δηλαδή, η αμαρτία. Αν δεν είσαι δούλος της, να έχης θάρρος και να χαίρεσαι. Κανένας δεν θα μπορέση σε τίποτε να σε αδικήση, αν έχης αδούλωτο φρόνημα. Αν όμως είσαι δούλος της αμαρτίας, και όταν είσαι ελεύθερος, κανένα όφελος δεν έχεις από την εξωτερική ελευθερία σου. Πες μου· Ποιο το όφελος, όταν δεν είσαι μεν δούλος ανθρώπου, αλλά υποδουλώνης τον εαυτό σου στα πάθη;
Ε.Π.Ε. 18,540
και παθών δουλεία
Μένε κύριος του φαγητού. Πρόσεχε, μη γίνης δούλος αυτού του πάθους. Όποιος απλώς κάνει χρήσι αυτού του δικαιώματος (της τροφής), είναι κύριος. Όποιος όμως σύρεται σε άμετρη χρήσι (κατάχρησι), παύει να είναι κύριος. Γίνεται δούλος. Σκλάβος της τυραννίας, που λέγεται πολυφαγία.
Ε.Π.Ε. 18,474
και ειμαρμένη
Πού είναι όσοι υψώνουν στην ελευθερία της βουλήσεως τείχος την αναγκαστικότητα, την ειμαρμένη (τύχη); Όποιος θέλει να γίνη αγαθός, από τίποτε δεν εμποδίζεται, έστω κι αν βρίσκεται μπροστά στο χειρότερο εμπόδιο.
Ε.Π.Ε. 18α,28

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 189-192)

 

Έλεος
σε ποιους;
Αυτό που προσφέρει ο Θεός λέγεται δωρεά και χάρισμα. Παρά ταύτα επιζητεί τους άξιους της δωρεάς.
Ε.Π.Ε. 11,586
πλούσιος ο Θεός
Ο Θεός δεν είναι απλώς ελεήμων. Είναι πλούσιος στο έλεός Του.
Ε.Π.Ε. 20,500
να φανούμε άξιοι
Αν κάνουμε έργα άξια του ελέους και της φιλανθρωπίας του Θεού, τότε θα μας ελεήση ο Θεός. Αν όμως εμείς τους εαυτούς μας δεν ελεούμε, ποιος θα μας λυπηθή;
Ε.Π.Ε. 22,546
στους αμαρτωλούς
Θαύμασε την ταπεινοφροσύνη του μακαρίου Παύλου. Δεν είπε: «Για να δείξη σε μένα τη μακροθυμία». Αλλ’ «όλη τη μακροθυμία». Σαν να ‘λεγε: «Δεν υπάρχει άλλος, που να χρειάζεται ο Θεός να μακροθυμήση περισσότερο από όσο σε μένα. Ούτε θα βρεθή άλλος τόσο αμαρτωλός, που ν’ απαιτήται όλο το έλεός Του, όλη η μακροθυμία Του. Για τους άλλους φτάνει ένα μέρος της μακροθυμίας του Θεού, γιατί εν μέρει αμαρτάνουν.
Ε.Π.Ε. 23,184
στους ελεήμονες
Μπαίνεις στην εκκλησία για να ελεηθής. Προηγουμένως να ελεήσης. Κάνε με την ελεημοσύνη σου οφειλέτη σε σένα τον Θεό, και ύστερα ζήτησέ Του. Δάνεισέ Τον, και τότε ζήτα Του, ώστε οπωσδήποτε να πάρης το ζητούμενο. Αυτό το θέλει ο Θεός, δεν το αποστρέφεται. Αν παρακαλής, μαζί με την ελεημοσύνη, τότε θα πάρης τη χάρι. Αν μαζί με την ελεημοσύνη ζητάς, τότε δανείζεις τον Θεό και παίρνεις τους τόκους. Ναι, σε παρακαλώ. Δεν σε ακούει ο Θεός, όταν απλώς σηκώνης τα χέρια σου στην προσευχή. Άπλωσε τα χέρια όχι μόνο στον ουρανό (προσευχή), αλλά και στα χέρια των φτωχών (ελεημοσύνη). Αν απλώνης το χέρι σου στα χέρια των φτωχών, τότε ακουμπάς την κορυφή του ουρανού. Διότι ο καθήμενος στον ουρανό, δέχεται την ελεημοσύνη. Αν όμως σηκώνης τα χέρια στην προσευχή και είναι άκαρπα, τίποτε δεν ωφελήθηκες.
Ε.Π.Ε. 23,476

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 188-189)

 

Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης – Εορτάζει στις 11 Δεκεμβρίου

Η γυναίκα – πειρασμός

Κατόπιν ανέβηκε στο Στύλο του Γελανίου, που ήτο ψηλότερος και έκανε ζωή αυστηρότερη και θαυμαστότερη. Μα ο δαίμονας, βλέποντας το μεγαλείο του τον εφθόνησεν ώστε του έπλεξεν και άλλες παγίδες. Παρεκίνησε τους αιρετικούς, που ήσαν στο Βυζάντιο, να του δώσουν ενόχλησι και να τον πειράξουν. Βρήκαν, λοιπόν, εκείνοι μια γυναίκα, που ήταν άσεμνη και ξεδιάντροπη. Λεγόταν Βασιανή και καταγόταν από την Ασία.

Την κατάφεραν εξαγοράζοντάς την με πολλά χρήματα να δοκιμάση αν μπορέση να μολύνη τον Όσιον ή κανένα από τους μαθητάς του, ώστε να ξεσπάση σάλος και να δημιουργηθή σκάνδαλο. Έφυγεν, λοιπόν, η αδιάντροπη εκείνη γυναίκα, ντυμένη με ωραία φορέματα και κοσμήματα πολύτιμα και πήγε κοντά στο στύλο του Οσίου. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα χωράφι, ότι δήθεν έπασχε από ασθένεια. Με διάφορα δε σχήματα, και πονηριές, όπως ήταν επιτήδεια στην πορνεία, άρχισε η βρωμερή τις προσπάθειές της για να αιχμαλωτίση την καθαρή ψυχή του Οσίου. Μάταιος ο αμαρτωλός κόπος της όμως. Δεν μπόρεσε παρ’ όλες τις προσπάθειες, να νικήση ούτε τον Όσιον, ούτε κανέναν από τους μαθητάς του.

Επέστρεψε, λοιπόν, άπρακτος. Ήθελε, όμως, να πάρη τα χρήματα που της είχαν υποσχεθή. Και αυτό δεν ήταν εύκολο, αφού τίποτε δεν είχε επιτύχει. Για να τα κερδήσει όμως είπε ψέμματα, ότι δήθεν την επεθύμησεν ο Όσιος και είπε στους μαθητάς του, να βάλουν την σκάλα ν’ ανεβή, αλλά αυτή δεν καταδέχθηκε και έφυγε!

Τοιουτοτρόπως η ελεεινή, εδυσφήμησε τον Όσιον. Αλλ’ η θεία δίκη δεν υπέφερε την συκοφαντία. Εμπήκεν μέσα της δαίμονας, από τον οποίον χωρίς να θέλη, ωμολόγησε την αλήθεια, δηλ. το ψεύδος και τον δόλον των αιρετικών. Τότε οι άνθρωπο της πόλεως, την επήγαν στον Όσιον. Αυτός σαν δούλος του Χριστού αμνησίκακος, την εθεράπευσε και της εσυγχώρησε το φταίξιμό της. Εκείνη εθαύμαζε την καλωσύνη του Οσίου και καταφιλούσε με δάκρυα τον στύλον, ασταμάτητα. Τότε η θεία χάρις την αναβάπτισε και υποσχέθηκε να διορθώση τον βίο της. Πράγματι! Από τότε η άσωτη γυναίκα, έζησε τίμια και φρόνιμα όλη τη ζωή της.

Διαιτητής Βασιλέων

Ύστερα από καιρό, ήλθε στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου [δηλαδή τον Λέοντα Α΄, που βασίλευσε από το 457 μέχρι το 474] ο βασιλεύς των Λαζών, για να συνάψουν και οι δυο ειρήνη. Ο βασιλεύς του Βυζαντίου, επήρε τον βασιλέα των Λαζών και τον επήγε να γνωρίση τον Όσιον και να ιδή την καρτερίαν και υπομονή του. Τόσον δε συγκινήθηκε και εθαύμασεν ο ξένος βασιλεύς τον Όσιον, ώστε έπεσεν και προσεκύνησε, όχι μόνον τον όσιον, αλλά και τον στύλον με ευλάβειαν, λέγοντας: Σε ευχαριστώ, Επουράνιε Βασιλεύ, διότι με αξίωσες να απολαύσω ουράνιον άνθρωπον.

Και τόσον τον ετίμησαν οι δύο βασιλείς, ώστε τον έβαλαν κριτήν εις τας υποθέσεις των και τους συνεβίβαζεν. Όταν ο βασιλεύς των Λαζών επέστρεψεν εις το κράτος του, διηγείτο παντού τα θαύματα του Οσίου. Πάντοτε δε έγραφε τα προσκυνήματά του προς τον Όσιον. Όλος ο κόσμος, ιδιώται και βασιλείς, Έλληνες και βάρβαροι, με ευλάβειαν τιμούσαν τον Όσιον και τον θεωρούσαν ως άγγελον του Θεού.

(κείμενο: Γέροντα Χαραλάμπους Βασιλόπουλου, "Ο Άγιος Δανιήλ Ο Στυλίτης", Εκδ. Ορθόδοξου Τύπου, σελ. 23-25, 29-30)

    Γέροντα, στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού οι Χριστιανοί έκαναν δημόσια εξομολόγηση. Βοηθάει αυτό; – Άλλα τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού και άλλα τώρα. Σήμερα αυτό δεν βοηθάει. – Γιατί, Γέροντα; Τότε είχαν πιο πολύ ζήλο; – Και πιο πολύ ζήλο είχαν και δεν είχαν αυτά που έχουν σήμερα οι άνθρωποι. Τώρα, βλέπεις, τα ανδρόγυνα χωρίζουν στα καλά καθούμενα, δεν είναι όπως παλιά.
Έχουν απομακρυνθή οι άνθρωποι από το μυστήριο της εξομολογήσεως, γι'αυτό και πνίγονται από τους λογισμούς και τα πάθη. Πόσοι έρχονται και ζητούν να τους βοηθήσω σε κάποιο πρόβλημά τους, και ούτε εξομολογούνται ούτε εκκλησιάζονται! «Εκκλησιάζεσαι καθόλου;», τους ρωτάω. «Όχι», μου λένε. «Εξομολογήθηκες καμμιά φορά;». «Όχι. Ήρθα να με κάνης καλά». «Μα πώς; Πρέπει να μετανοήσης για τα σφάλματά σου, να εξομολογήσαι, να εκκλησιάζεσαι, να κοινωνάς, όταν έχης ευλογία από τον πνευματικό σου, και εγώ θα κάνω προσευχή να γίνης καλά….
    …Και βλέπεις, πολλοί, ενώ έχουν προβλήματα που τα προκάλεσαν οι αμαρτίες τους, δεν πηγαίνουν στον πνευματικό που μπορεί να τους βοηθήση θετικά, αλλά καταλήγουν να εξομολογούνται στους ψυχολόγους. Λένε το ιστορικό τους, τους συμβουλεύονται για τα προβλήματά τους και, αν έχουν να περάσουν ένα ποτάμι, τους ρίχνουν μέσα και ή πνίγονται ή βγαίνουν, αλλά που βγαίνουν... Ενώ, αν πάνε να εξομολογηθούν στον πνευματικό, θα περάσουν στην άλλη όχθη από την γέφυρα άνετα, γιατί με το μυστήριο της εξομολογήσεως ενεργεί η Χάρις του Θεού και λυτρώνονται.
  – Γέροντα, μερικοί λένε: «Δεν βρίσκουμε καλούς πνευματικούς, γι ̓ αυτό δεν πάμε να εξομολογηθούμε». – Αυτά είναι δικαιολογίες. Κάθε πνευματικός έχει θεία εξουσία, εφόσον φοράει πετραχήλι. Τελεί το μυστήριο, έχει την θεία Χάρη και, όταν διαβάση την συγχωρητική ευχή, ο Θεός σβήνει όλες τις αμαρτίες τις οποίες εξομολογηθήκαμε με ειλικρινή μετάνοια. Από μας εξαρτάται πόσο θα βοηθηθούμε από το μυστήριο της εξομολογήσεως. Ήρθε εκεί στο Καλύβι μια φορά κάποιος που είχε ψυχολογικά προβλήματα, με τον λογισμό ότι έχω διορατικό χάρισμα και θα μπορούσα να τον βοηθήσω. «Τι προβλέπεις, μου λέει, για μένα;». «Να βρής, του λέω, έναν πνευματικό να εξομολογήσαι, για να κοιμάσαι σαν το πουλάκι και να μην παίρνης χάπια». «Δεν υπάρχουν, μου λέει, σήμερα καλοί πνευματικοί. Παλιά υπήρχαν». Έρχονται με καλό λογισμό, ότι θα βοηθηθούν, αλλά δεν δέχονται αυτό που τους λες, και κρίμα στα ναύλα. Βλέπω όμως και μια καινούργια τέχνη του διαβόλου. Βάζει στους ανθρώπους τον λογισμό ότι, αν κάνουν κάποιο τάμα και το εκπληρώσουν, αν πάνε και κανένα προσκύνημα, είναι εντάξει πνευματικά. Και βλέπεις πολλούς να πηγαίνουν με λαμπάδες και με τάματα στα μοναστήρια, στα προσκυνήματα, να τα κρεμάνε εκεί, να κάνουν και μεγάλους σταυρούς, να κλαίνε και λιγάκι, και να αρκούνται σ ̓ αυτά. Δεν μετανοούν, δεν εξομολογούνται, δεν διορθώνονται, και χαίρεται το ταγκαλάκι…

Ο Θεός θέλει ο άνθρωπος να διορθώνεται δια του ανθρώπου
… – Γέροντα, όταν αντιμετωπίζω ένα θέμα και προσεύχωμαι γι' αυτό, πώς θα καταλάβω ποιο είναι το θέλημα του Θεού; – Το θέλημα του Θεού δεν βρίσκεται έτσι. Καλύτερα να ρωτάς για ένα πρόβλημά σου. Να μη ζητάς πληροφορία από τον Θεό, εφόσον μπορείς να συμβουλευθής κάποιον άνθρωπο, γιατί μπορεί να πλανηθής.
    …Πάντοτε, όταν υπάρχη άνθρωπος πνευματικός, τον οποίο μπορείς να ρωτήσης, πρέπει να ρωτήσης. Όταν δεν υπάρχη άνθρωπος να ρωτήσης –λ.χ. βρίσκεσαι στην έρημο –, αλλά υπάρχη μέσα σου η δίψα της υπακοής, τότε ο Καλός Θεός γίνεται ο Ίδιος Γέροντας και σε φωτίζει και σε πληροφορεί. Δεν μπορείς, ας υποθέσουμε, να βρης κάποιον, για να σου εξηγήση ένα χωρίο από την Αγία Γραφή; Τότε σε φωτίζει ο Θεός και το καταλαβαίνεις. – Γέροντα, πώς θα καταλάβη κανείς, αν κάτι που συμβαίνει στον αγώνα του είναι από τον πειρασμό ή από δική του απροσεξία; – Θα πάη να ρωτήση. – Δηλαδή μόνος του δεν μπορεί να το καταλάβη; – Και να καταλαβαίνη κάτι, δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Εδώ και ένας που έχει εμπειρία, πάει και ρωτάει κάποιον άλλον. Εγώ για ένα ατομικό μου θέμα πάντοτε θα ρωτήσω. Την δική μου λύση, και σοφώτερη να είναι, την θεωρώ την μεγαλύτερη βλακεία, όταν πρόκειται για προσωπικό μου θέμα. Ούτε πάω σε κάποιον που ξέρει τι με αναπαύει, αλλά σε κάποιον που δεν ξέρει. Βλέπεις, και ένας γιατρός, για να είναι σίγουρος ότι έκανε καλή διάγνωση σε μια δύσκολη περίπτωση, συμβουλεύεται και άλλον γιατρό, πόσο μάλλον ένας φοιτητής! Όσο πνευματικός άνθρωπος κι αν είναι κανείς, και όσο καλή τακτοποίηση κι αν κάνη μόνος του στα θέματά του, δεν μπορεί να αναπαυθή, γιατί ο Θεός θέλει ο άνθρωπος να βοηθιέται από τον άνθρωπο και να διορθώνεται δια του ανθρώπου. Τα οικονομάει έτσι ο Καλός Θεός, για να ταπεινώνεται ο άνθρωπος. Πρέπει να εκθέτη κανείς τους λογισμούς του και τις καταστάσεις που περνάει στον πνευματικό του, να τον συμβουλεύεται και να μην αποφασίζη μόνος του για τα δύσκολα θέματα ούτε να αντιμετωπίζη μόνος του τις δυσκολίες που συναντάει στον αγώνα του, κάνοντας πρόβες στον εαυτό του, γιατί ο πειρασμός θα τον μπερδέψη και θα του δημιουργήση προβλήματα. Μερικοί φθάνουν στο σημείο να βάζουν μόνοι τους κανόνα στον εαυτό τους. Είναι πολύ επικίνδυνα αυτά τα πράγματα.
Όποιος δεν έχει πνευματικό, για να τον συμβουλεύεται στην πνευματική του πορεία, μπερδεύεται, κουράζεται, καθυστερεί και δύσκολα θα φθάση στον προορισμό του. Αν δίνη μόνος του λύση στα προβλήματά του, όσο σοφός και αν είναι, επειδή κινείται με αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια, μένει σκοτισμένος. Ενώ, όποιος ταπεινώνεται και πηγαίνει με εμπιστοσύνη και αυταπάρνηση στον πνευματικό και ζητά την γνώμη του, βοηθιέται. Γιατί τότε ο Θεός οπωσδήποτε φωτίζει τον πνευματικό και του δίνει την σωστή απάντηση. Να, όταν έρχεται κάποιος με ευλάβεια, με τον λογισμό πώς είμαι άγιος, ενώ εγώ είμαι τενεκές, έχω προσέξει ότι νιώθω μέσα μου μια αλλοίωση και αυτά που του λέω δεν είναι δικά μου. Από αυτό καταλαβαίνω ξεκάθαρα ότι ο άνθρωπος αυτός έχει έρθει με ευλάβεια, και ο Θεός, για να μην τον αδικήση, δίνει σ ̓ εμένα αυτήν την καλή κατάσταση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν πρόκειται για ένα σοβαρό θέμα, ο Θεός σε πληροφορεί και μπορείς να του πης τι θα συμβή, πότε θα συμβή και πώς να το αντιμετωπίση.

Χρειάζεται πνευματικός οδηγός στην πνευματική ζωή
Σήμερα το πιο απαραίτητο είναι να βρουν οι άνθρωποι έναν πνευματικό, να εξομολογούνται, να του έχουν εμπιστοσύνη και να τον συμβουλεύωνται. Αν έχουν πνευματικό και βάλουν ένα πρόγραμμα με προσευχή και λίγη μελέτη, εκκλησιάζωνται, κοινωνούν, τότε δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν σ ̓ αυτήν την ζωή.
    Η ψυχή πρέπει να παρακολουθήται από τον πνευματικό, για να μη λαθέψη τον δρόμο της. Μπορεί να βοηθάη στον αγώνα λ.χ. και η πνευματική μελέτη, αλλά, αν κανείς δεν έχη πνευματικό οδηγό, μπορεί να δίνη δικές του ερμηνείες σ ̓ αυτά που διαβάζει, και να πλανηθή. Βλέπεις, και όταν κάποιος πάη κάπου με το αυτοκίνητό του και δεν γνωρίζη καλά τον δρόμο, μπορεί να συμβουλεύεται τον χάρτη, αλλά σταματάει κιόλας και ρωτάει, για να μην πάρη λάθος δρόμο. Ξεκινάει, ας υποθέσουμε, από την Αθήνα να πάη στην Φλώρινα. Έχει χάρτη και τον παρακολουθεί, αλλά ρωτάει και σε κανένα περίπτερο αν πηγαίνη καλά, αν ο δρόμος είναι καλός, γιατί σε καμμιά διασταύρωση υπάρχει κίνδυνος να πάρη άλλο δρόμο και να βρεθή στην Καβάλα ή σε κάποιον γκρεμό να κινδυνέψη να σκοτωθή. Φυσικά, μπορεί κάποιος να ρωτήση, αλλά να μην πάρη τον δρόμο που θα του πούν, και να βρεθή τελικά αλλού, ή να μην προσέξη τα επικίνδυνα σημεία, και να πάθη κακό. Όποιος όμως του δείξη τον δρόμο και συγχρόνως του πη: «πρόσεξε, στο τάδε σημείο έχει μια στροφή επικίνδυνη, εκεί έχει έναν γκρεμό...», εκείνος θα έχη τον μισθό του. Το ίδιο, θέλω να πω, πρέπει να γίνεται και στην πνευματική ζωή. Είναι απαραίτητο ο πιστός να έχη πνευματικό που θα τον καθοδηγή με τις συμβουλές του και θα τον βοηθάη δια του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Έτσι μόνον μπορεί να ζήση ορθόδοξη πνευματική ζωή και να είναι σίγουρος ότι βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Τον πνευματικό οδηγό φυσικά κανείς θα τον διαλέξη. Δεν θα εμπιστευθή στον οποιονδήποτε την ψυχή του. Όπως για την υγεία του σώματος ψάχνει να βρη καλό γιατρό, έτσι και για την υγεία της ψυχής του θα ψάξη να βρη κάποιον καλό πνευματικό και θα πηγαίνη σ ̓ αυτόν, τον γιατρό της ψυχής, τακτικά.

Στείλτε τους ανθρώπους στον πνευματικό
    – Γέροντα, πολλές φορές οι άνθρωποι βλέποντας ράσο μας λένε τον πόνο τους, το πρόβλημά τους, ακόμη και εξομολόγηση. Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντί τους; –Εξ αρχής, όταν απευθύνωνται σ ̓ εσάς για κάποιο πρόβλημά τους, να τους ρωτήσετε: «Έχετε πνευματικό;». Κι εγώ στους ανθρώπους που έρχονται εκεί στο Καλύβι να με ρωτήσουν για κάποιο θέμα λέω: «Εγώ δεν είμαι πνευματικός· να πάτε στον πνευματικό σας και να κάνετε ό,τι σας πη εκείνος ». Πρέπει να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να έχουν έναν πνευματικό να εξομολογούνται, για να κοπούν τα δικαιώματα του διαβόλου. Να ακούση η μοναχή μια φορά κάποια πονεμένη γυναίκα που έχει ένα πρόβλημα και μετά να την στείλη στον πνευματικό, αυτό το καταλαβαίνω. Όχι όμως να συνεχίζη να συζητάη μαζί της. Ή, αν μία γυναίκα δεν αναπαύεται στον πνευματικό της ή δεν έχη πάει ποτέ για εξομολόγηση ή βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας, ας την ακούση μια φορά και πάλι να την στείλη στον πνευματικό και να της πη ότι εκείνη θα εύχεται. Εκτός που δεν έχει υποχρέωση η μοναχή να τους βοηθήση κατ ̓ αυτόν τον τρόπο, ακούγοντας δηλαδή συνεχώς τα προβλήματά τους, δεν βοηθιούνται κιόλας έτσι οι άνθρωποι. Γιατί ο άνθρωπος παθαίνει τριών ειδών αλλοιώσεις: από τον εαυτό του, από τους άλλους και από τον διάβολο. Έρχονται εδώ, βρίσκουν μια παρηγοριά ανθρώπινη, αλλά, μόλις φύγουν από το Μοναστήρι και πάνε σπίτι, γυρίζουν πάλι στο δικό τους και αρχίζουν τα ίδια. Και οι γυναίκες και οι άνδρες να πάνε στον πνευματικό τους. Δεν είναι σωστό να λένε τα θέματά τους στην καλόγρια. Γιατί μετά λένε: «τα είπα· είμαι εντάξει», αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους και δεν πάνε στον πνευματικό. Αυτό είναι τέχνασμα του διαβόλου, για να μην εξομολογούνται. Πρέπει να καταλάβετε ποια είναι η αποστολή σας ως μοναχές και να μην πάτε να κάνετε δήθεν ιεραποστολή, επειδή δεν έχετε καταλάβει την καλογερική αποστολή. Ως μοναχοί έχουμε υποχρέωση να κάνουμε προσευχή για τα προβλήματα των άλλων· δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να ασχοληθούμε με τα προβλήματά τους. Ο πνευματικός έχει υποχρέωση να το κάνη αυτό, έχει και ευθύνη. Αν συζητούν μ ̓ εσάς, φορτώνουν σ ̓ εσάς την ευθύνη. Εκείνος μπορεί να τους παρακολουθή από κοντά και να δίνη λύση στα προβλήματά τους. Χρειάζεται δηλαδή δουλειά. Αυτή η δουλειά δεν είναι των μοναχών. Από μας μόνον προσευχή να ζητάνε. Ας στέλνουν κανένα γράμμα με ονόματα, να κάνουμε κανένα κομποσχοίνι.

Πνευματικός από κοντά
    Όπως κανείς φροντίζει ο οικογενειακός γιατρός να βρίσκεται, όσο το δυνατόν, κοντά του, έτσι πρέπει να φροντίση και ο πνευματικός να βρίσκεται κοντά του. Ένας γιατρός, όταν είναι κοντά στον άρρωστο, μπορεί να τον βοηθήση καλύτερα από καθηγητές πανεπιστημίου – έστω και αν δεν έχη τόση πείρα –, γιατί μπορεί να τον παρακολουθή συστηματικά καιί, αν χρειασθή, θα τον στείλη στον ειδικό γιατρό. Μου έκανε εντύπωση το εξής, όταν ήμουν στο Σανατόριο: Πολλοί πλούσιοι που είχαν φυματίωση έμεναν στο σπίτι τους και πήγαιναν εκεί καθηγητές πανεπιστημίου, για να τους κάνουν θεραπεία. Αποδείχθηκε όμως ότι η θεραπεία δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, γιατί δεν μπορούσαν να τους παρακολουθούν συστηματικά. Γι ̓ αυτό αναγκάσθηκαν να δημιουργήσουν στο Σανατόριο ξεχωριστά τμήματα, για να νοσηλεύωνται εκεί, ώστε να παρακολουθούνται συστηματικά. Θέλω να πω ότι, όπως ο γιατρός από κοντά παρακολουθεί τον άρρωστο, όταν του δίνη κάποια θεραπεία, βλέπει αν τα φάρμακα που του έδωσε τον βοηθούν ή έχουν παρενέργειες κ.λπ., και ανάλογα αυξάνει ή ελαττώνει την δόση και, αν χρειασθή, μπορεί ακόμη και να αλλάξη την θεραπεία, έτσι και ο πνευματικός πρέπει από κοντά να παρακολουθή την ψυχή, γιατί κατά καιρούς παρουσιάζει διάφορες αλλαγές και αντιδράσεις, τις οποίες από μακριά δεν μπορεί να παρακολουθήση, για να την βοηθήση αποτελεσματικά. Μια φορά είχα πει σε μια ψυχή που είχε έναν πειρασμό: «Θα κάνης αυτό και θα δης ότι θα το ξεπεράσης». Πράγματι μ ̓ άκουσε και το ξεπέρασε. Μετά από λίγο καιρό είχε έναν τελείως αντίθετο πειρασμό, τον αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο και ταλαιπωρήθηκε! Μπορούσε η ευλογημένη να στείλη έναν άνθρωπο ή να γράψη ένα γράμμα, για να με ρωτήση τι έπρεπε να κάνη, αφού αντιμετώπιζε άλλη δυσκολία. Θα της έδινα άλλο φάρμακο, δηλαδή άλλη συμβουλή. Δυσκολεύτηκε να με ρωτήση, επειδή ήμουν μακριά. Γι ̓ αυτό εγώ από μακριά δεν συνηθίζω να δίνω συμβουλές, αν δεν γνωρίζω καλά τον άνθρωπο και δεν έχω στενή επικοινωνία μαζί του…

Ο Πνευματικός στην οικογένεια
    …Το καλύτερο είναι να έχουν τα ανδρόγυνα τον ίδιο πνευματικό. Όχι άλλον πνευματικό ο άνδρας και άλλον η γυναίκα. Δύο ξύλα, αν τα πελεκήσουν δύο μαραγκοί, όπως νομίζει ο καθένας, δεν θα μπορέσουν ποτέ να εφαρμόσουν. Ενώ, όταν έχουν τον ίδιο πνευματικό, ο πνευματικός πελεκάει τα εξογκώματα –τα ελαττώματα –του ενός, πελεκάει και τα εξογκώματα του άλλου, και έτσι εξομαλύνονται οι δυσκολίες. Αλλά σήμερα, ακόμη και ανδρόγυνα που ζουν πνευματικά, έχουν διαφορετικό πνευματικό. Σπάνια έχουν και οι δυο τον ίδιο πνευματικό, γι ̓ αυτό και δεν βοηθιούνται. Έχω υπ ̓ όψιν μου ανδρόγυνα που ταίριαζαν, αλλά δεν είχαν τον ίδιο πνευματικό, για να τους βοηθήση, και χώρισαν. Και άλλα που, ενώ δεν ταίριαζαν, επειδή είχαν τον ίδιο πνευματικό, έζησαν αρμονικά. Βέβαια, όταν έχη όλη η οικογένεια τον ίδιο πνευματικό, αυτό είναι ακόμη καλύτερο. Ο πνευματικός θα τους ακούση όλους και θα χειρισθή ανάλογα ένα θέμα. Άλλοτε θα ζορίση τον πατέρα ή την μητέρα, άλλοτε θα καλέση τα παιδιά, αν δεν μπορή να βγάλη συμπέρασμα από αυτά που του λένε οι γονείς. Ή, αν το ανδρόγυνο έχη προβλήματα και φταίη λ.χ. η γυναίκα, μπορεί να καλέση τον άνδρα, για να τον συμβουλέψη πώς πρέπει να φερθή, ή να ζητήση από κάποιον συγγενή τους ή γνωστό τους να βοηθήση διακριτικά.

Αλλαγή πνευματικού
    …– Γέροντα, όταν κάποιος θέλη να αλλάξη πνευματικό και μας ρωτάη αν είναι σωστό, τι πρέπει να πούμε; – Να πάρη ευλογία από τον πνευματικό του. Δεν είναι καλό να αλλάζη κανείς εύκολα πνευματικό. Μια οικοδομή δεν θα γίνη ποτέ σωστή, αν αλλάζουν συνέχεια οι μηχανικοί και οι οικοδόμοι. Παλιά πήγαιναν οι άνθρωποι σε Γέροντες, για να ζητήσουν συμβουλή για ένα θέμα που τους απασχολούσε και να βοηθηθούν. Σήμερα πολλοί δεν πάνε για συμβουλή, αλλά για να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους ή για να πουν ότι συμβουλεύτηκαν και τον τάδε Γέροντα. «Πήγα στον τάδε και στον τάδε, ρώτησα και τον πατέρα Παΐσιο γι ̓ αυτό το θέμα», λέει ο άλλος, και εγώ μπορεί να τον μάλωσα ή να ήρθε μέχρι την πόρτα και να μη χτύπησε! Έτσι καταλήγουν να γυρίζουν από τον έναν πατέρα στον άλλον, χωρίς να έχουν κάποιον μόνιμο πνευματικό, με αποτέλεσμα να μπερδεύωνται. Άλλοι πάλι κάνουν ένα σφάλμα και δεν πάνε να το πουν στον πνευματικό τους, αλλά πάνε και το λένε σε άλλον πνευματικό, για να μη χάσουν την αξιοπρέπειά τους. Μετά από λίγο καιρό κάνουν το ίδιο σφάλμα και το λένε σε άλλον, ύστερα σε άλλον, και τελικά παρουσιάζονται στον έναν πνευματικό ότι το έκαναν μια φορά, στον άλλον μια φορά, και έτσι συνεχίζουν να σφάλλουν και μένουν αδιόρθωτοι.
    … – Γέροντα, μπορεί ένας λαϊκός να ρωτήση για ένα πρόβλημά του ή για έναν πειρασμό του κάποιον πνευματικό αδελφό του, αν ο πνευματικός του απουσιάζη; – Δεν μπορεί να τηλεφωνήση στον πνευματικό του; Ο αδελφός άλλοτε μπορεί να βοηθήση και άλλοτε δεν μπορεί να βοηθήση ή, παρά την καλή του διάθεση, μπορεί ακόμη και να τον βλάψη. Σε μια ανάγκη με ένα τηλεφώνημα στον πνευματικό βολεύονται τα πράγματα. Και αν δεν μπορή να επικοινωνήση με τον πνευματικό του και είναι κάτι σοβαρό και επείγον, ας ρωτήση έναν άλλον πνευματικό. Καλά είναι να τον έχη ρωτήσει εκ των προτέρων ποιον πνευματικό μπορεί να συμβουλευθή σε τέτοια περίπτωση, ώστε να πάη σε κάποιον που έχει το ίδιο πνεύμα. Γιατί κάθε μηχανικός έχει δικό του σχέδιο. Μπορεί να είναι καλό και το ένα σχέδιο και το άλλο, αλλά είναι διαφορετικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2- Για μια σωστή εξομολόγηση Να δένουμε το τραύμα μας

  –Γέροντα, όταν στον αγώνα μου έχω πτώσεις, πανικοβάλλομαι. – Μη φοβάσαι. Αγώνας είναι και θα έχουμε και τραύματα. Με την εξομολόγηση αυτά θεραπεύονται. Βλέπεις, οι στρατιώτες στον πόλεμο, όταν τραυματίζωνται επάνω στην μάχη, τρέχουν αμέσως στον γιατρό, δένουν το τραύμα τους και συνεχίζουν να πολεμούν φιλότιμα. Εν τω μεταξύ αποκτούν και πείρα από τον τραυματισμό και προφυλάγονται καλύτερα, ώστε να μην ξανατραυματισθούν. Έτσι και εμείς, όταν τραυματιζώμαστε πάνω στον αγώνα μας, δεν πρέπει να δειλιάζουμε, αλλά να τρέχουμε στον γιατρό –στον πνευματικό–, να του δείχνουμε το τραύμα μας, να θεραπευώμαστε πνευματικά, και πάλι να συνεχίζουμε «τόν καλόν αγώνα». Κακό είναι, όταν δεν ψάχνουμε να βρούμε τους φοβερούς εχθρούς της ψυχής, τα πάθη, και δεν αγωνιζώμαστε, για να τους εξοντώσουμε.

    –Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν. «Αφού μπορεί να ξανακάνω το ίδιο σφάλμα, λένε, για ποιο λόγο να πάω να το εξομολογηθώ; για να κοροϊδεύω τον παπά;». – Αυτό δεν είναι σωστό! Είναι σαν να λέη ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται: «Αφού ο πόλεμος δεν τέλειωσε και μπορεί πάλι να τραυματισθώ, γιατί να δέσω το τραύμα μου;». Αλλά, αν δεν το δέση, θα πάθη αιμορραγία και θα πεθάνη. Μπορεί από φιλότιμο να μην πηγαίνουν να εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται. Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται και τα χαρίσματα. Αν δεν καθαρίζουμε με την εξομολόγηση την ψυχή μας, όταν πέφτουμε και λερωνόμαστε, με τον λογισμό ότι πάλι θα πέσουμε και θα λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στις παλιές λάσπες και είναι δύσκολο μετά να καθαρίσουν.
    …– Την πρώτη φορά θα κάνη μια γενική εξομολόγηση. Όπως ο ασθενής, όταν μπη στο νοσοκομείο, δίνει το ιστορικό του, π.χ. λέει: «είχα μια πάθηση στους πνεύμονες, αλλά τώρα έχει περάσει, έχω κάνει μια εγχείρηση με ολική ή τοπική νάρκωση κ.λπ.», έτσι και στην πρώτη εξομολόγηση, ας προσπαθήση κανείς να πη στον πνευματικό λεπτομέρειες από την ζωή του, και εκείνος θα βρη την πληγή, για να την θεραπεύση. Πολλές φορές ένα χτύπημα, που δεν του δίνεις σημασία, έχει ύστερα συνέπειες. Βέβαια, την πρώτη φορά που θα πάη στον πνευματικό, θα έχη να πη, ας υποθέσουμε, εκατό αμαρτίες. Την δεύτερη θα έχη να πη εκατόν δέκα, γιατί θα τον πολεμήση περισσότερο ο διάβολος, επειδή εξομολογήθηκε και του χάλασε την δουλειά. Την τρίτη φορά μπορεί να πη εκατόν πενήντα, αλλά ύστερα θα ελαττώνεται συνέχεια ο αριθμός, μέχρι που θα πηγαίνη για εξομολόγηση και θα έχη να πη ελάχιστες αμαρτίες.
    …– Γέροντα, όταν δεν αισθάνωμαι την ανάγκη για εξομολόγηση, τι φταίει;–Μήπως δεν παρακολουθείς τον εαυτό σου; Η εξομολόγηση είναι μυστήριο. Να πηγαίνης και απλά να λες τις αμαρτίες σου. Γιατί, τι νομίζεις; Πείσμα δεν έχεις; Εγωισμό δεν έχεις; Δεν πληγώνεις την αδελφή; Δεν κατακρίνεις; Μήπως εγώ τι πηγαίνω και λέω; «Θύμωσα, κατέκρινα...» και μου διαβάζει ο πνευματικός την συγχωρητική ευχή. Αλλά και οι μικρές αμαρτίες έχουν και αυτές βάρος. Όταν πήγαινα στον Παπα-Τύχωνα να εξομολογηθώ, δεν είχα τίποτε σοβαρό να πω και μου έλεγε: «Αμμούδα, παιδάκι μου, αμμούδα»! Οι μικρές αμαρτίες μαζεύονται και κάνουν έναν σωρό αμμούδα, που είναι όμως βαρύτερη από μια μεγάλη πέτρα. Ο άλλος που έχει κάνει ένα αμάρτημα μεγάλο, το σκέφτεται συνέχεια, μετανοεί και ταπεινώνεται. Εσύ έχεις πολλά μικρά. Εάν όμως εξετάσης τις συνθήκες με τις οποίες εσύ μεγάλωσες και τις συνθήκες με τις οποίες μεγάλωσε ο άλλος, θα δης ότι είσαι χειρότερη από εκείνον. Να προσπαθής επίσης να είσαι συγκεκριμένη στην εξομολόγησή σου. Δεν φθάνει να πη κανείς λ.χ. «ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ.», αλλά πρέπει να πη τις συγκεκριμένες πτώσεις του, για να βοηθηθή. Και, όταν πρόκειται για κάτι βαρύ, όπως η πονηριά, πρέπει να πη και πώς σκέφθηκε και πώς ενήργησε· αλλιώς κοροϊδεύει τον Χριστό. Αν ο άνθρωπος δεν ομολογή την αλήθεια στον πνευματικό, δεν του αποκαλύπτη το σφάλμα του, για να μπορέση να τον βοηθήση, παθαίνει ζημιά, όπως και ο άρρωστος κάνει μεγάλο κακό στην υγεία του, όταν κρύβη την πάθησή του από τον γιατρό. Ενώ, όταν εκθέτη τον εαυτό του όπως ακριβώς είναι, τότε ο πνευματικός μπορεί να τον γνωρίση καλύτερα και να τον βοηθήση πιο θετικά. Ύστερα, όταν κανείς αδικήση ή πληγώση με την συμπεριφορά του έναν άνθρωπο, πρέπει πρώτα να πάη να του ζητήση ταπεινά συγχώρηση, να συμφιλιωθή μαζί του, και έπειτα να εξομολογηθή την πτώση του στον πνευματικό, για να λάβη την άφεση. Έτσι έρχεται η Χάρις του Θεού. Αν πη το σφάλμα του στον πνευματικό, χωρίς προηγουμένως να ζητήση συγχώρηση από τον άνθρωπο που πλήγωσε, δεν είναι δυνατόν να ειρηνεύση η ψυχή του, γιατί δεν ταπεινώνεται. Εκτός αν ο άνθρωπος που πλήγωσε έχη πεθάνει ή δεν μπορή να τον βρη, γιατί άλλαξε κατοικία και δεν έχει την διεύθυνσή του, για να του ζητήση, έστω και γραπτώς, συγγνώμην, αλλά έχη διάθεση να το κάνη, τότε ο Θεός τον συγχωρεί, γιατί βλέπει την διάθεσή του. –Αν, Γέροντα, ζητήσουμε συγχώρεση και δεν μας συγχωρήση; –Τότε να κάνουμε προσευχή να μαλακώση ο Θεός την καρδιά του. Υπάρχει όμως περίπτωση να μη βοηθάη ο Θεός να μαλακώση η καρδιά του, γιατί, αν μας συγχωρήση, μπορεί να ξαναπέσουμε στο ίδιο σφάλμα. –Γέροντα, όταν κανείς κάνη ένα σοβαρό σφάλμα, υπάρχει περίπτωση να μην μπορή να το εξομολογηθή αμέσως; –Γιατί να το αφήση; Για να ξινίση; Όσο κρατάς ένα χαλασμένο πράγμα, τόσο χαλάει. Γιατί να αφήση να περάσουν ένας-δύο μήνες, για να πάη στον πνευματικό να το εξομολογηθή; Να πάη το συντομώτερο. Αν έχη μια πληγή ανοιχτή, θα αφήση να περάση ένας μήνας, για να την θεραπεύση; Ούτε να περιμένη να πάη, όταν θα έχη πολύ χρόνο ο πνευματικός, για να έχη πιο πολλή άνεση. Αυτό το ένα σφάλμα, τάκ–τάκ να το λέη αμέσως και μετά, όταν ο πνευματικός θα έχη χρόνο, να πηγαίνη για πιο πολύ, για μια συζήτηση κ.λπ. Δεν χρειάζεται ώρα πολλή, για να δώσω εικόνα του εαυτού μου. Όταν η συνείδηση δουλεύη σωστά, δίνει ο άνθρωπος με δυο λόγια εικόνα της καταστάσεώς του. Όταν όμως υπάρχη μέσα του σύγχυση, μπορεί να λέη πολλά και να μη δίνη εικόνα. Να, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ολόκληρα τετράδια, είκοσι-τριάντα σελίδες αναφοράς με μικρά γράμματα, και μερικές σελίδες υστερόγραφο... Όλα αυτά που γράφουν, μπορούσαν να τα βάλουν σε μια σελίδα.
     …Αυτό που πρέπει να προσέξη, είναι να μη δικαιολογή τον εαυτό του κατά την εξομολόγηση. Εγώ, όταν πάω να εξομολογηθώ και πω λ.χ. «θύμωσα» –άσχετα αν χρειαζόταν να δώσω και σκαμπίλι –,δεν αναφέρω το θέμα, για να μη μου δώση ελαφρυντικά ο πνευματικός. Όποιος εξομολογείται και δικαιολογεί τον εαυτό του, δεν έχει ανάπαυση εσωτερική, όσο ασυνείδητος και αν είναι. Τα ελαφρυντικά που χρησιμοποιεί στην εξομολόγησή του γίνονται επιβαρυντικά για την συνείδησή του. Ενώ, όποιος υπερβάλλει τα σφάλματά του, γιατί έχει λεπτή συνείδηση, και δέχεται και μεγάλο κανόνα από τον πνευματικό, αυτός νιώθει ανέκφραστη αγαλλίαση. Υπάρχουν άνθρωποι που, αν κλέψουν λ.χ. μια ρώγα, νιώθουν σαν να πήραν πολλά καλάθια σταφύλια και σκέφτονται συνέχεια το σφάλμα τους. Δεν κοιμούνται όλη την νύχτα, μέχρι να το εξομολογηθούν. Και άλλοι, ενώ έχουν κλέψει ολόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογούν τον εαυτό τους και λένε πως πήραν ένα τσαμπί. Αυτοί όμως που όχι μόνο δεν δικαιολογούν τον εαυτό τους, αλλά μεγαλοποιούν το παραμικρό σφάλμα τους και στενοχωριούνται και υποφέρουν πολύ για μια μικρή τους αταξία, ξέρετε τι θεία παρηγοριά νιώθουν; Εδώ βλέπεις την θεία δικαιοσύνη, πώς ο Καλός Θεός ανταμείβει.
     … Έχω παρατηρήσει ότι όσοι εκθέτουν τα σφάλματά τους ταπεινά στον πνευματικό και εξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται την Χάρη του Θεού. Ένας απόστρατος με πόση συντριβή μου διηγήθηκε ό,τι είχε κάνει από οκτώ χρόνων παιδάκι. Ένα τόπι είχε πάρει από ένα παιδάκι για μια μόνο νύχτα –την άλλη μέρα του το έδωσε –και έκλαιγε, γιατί το στενοχώρησε. Όταν αποστρατεύθηκε, έψαξε και βρήκε όσους είχε λυπήσει, όταν υπηρετούσε –άσχετα αν εκτελούσε καθήκον της υπηρεσίας του –,και τους ζήτησε συγγνώμη! Μου έκανε εντύπωση! Όλα τα έπαιρνε επάνω του. Μένει τώρα σε ένα χωριό και τα χρήματά του τα δίνει ελεημοσύνη. Υπηρετεί και την ηλικιωμένη μάνα του, ενενήντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη με ημιπληγία και, επειδή βλέπει το σώμα της, όταν την φροντίζη, τον πειράζει ο λογισμός. «Αν ο Χάμ που είδε την γύμνωση του πατέρα του τιμωρήθηκε, λέει, τότε εγώ...». Συνέχεια έκλαιγε. Το πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα από την συντριβή του!
– Μπορεί, Γέροντα, να μεγαλοποιή κανείς τα σφάλματά του, για να δείξη ότι κάνει λεπτή εργασία; – Εκείνο είναι άλλο· τότε υπερηφανεύεται από την ταπείνωση.

Μετά την εξομολόγηση
    – Γέροντα, μετά την εξομολόγηση δικαιολογείται να νιώθης βάρος; –Γιατί να νιώθης βάρος; Με μια σωστή εξομολόγηση σβήνουν όλα τα παλιά. Ανοίγονται νέα δεφτέρια. Έρχεται η Χάρις του Θεού και αλλάζει τελείως ο άνθρωπος.
- Χάνονται η ταραχή, η αγριάδα, το άγχος και έρχονται η γαλήνη, η ηρεμία. Τόσο αισθητό είναι αυτό ακόμη και εξωτερικά, που λέω σε μερικούς να φωτογραφηθούν πριν από την εξομολόγηση και μετά την εξομολόγηση, για να διαπιστώσουν και οι ίδιοι την καλή αλλοίωση, γιατί στο πρόσωπο ζωγραφίζεται η εσωτερική πνευματική κατάσταση. Τα μυστήρια της Εκκλησίας κάνουν θαύματα. Όσο πλησιάζει κανείς στον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, θεώνεται, και επόμενο είναι να ακτινοβολή και να προδίδεται από την θεία Χάρη. –Δηλαδή, Γέροντα, μετά από μια ειλικρινή εξομολόγηση νιώθεις αμέσως χαρά; –Όχι πάντοτε. Μπορεί και να μη χαρής αμέσως, αλλά σιγά-σιγά γεννιέται μέσα σου η χαρά. Μετά την εξομολόγηση χρειάζεται η φιλότιμη αναγνώριση. Να νιώθης όπως αυτός που του χαρίζεται ένα χρέος που έχει, και από φιλότιμο αισθάνεται ευγνωμοσύνη και υποχρέωση προς τον ευεργέτη του. Να ευχαριστής τον Θεό, αλλά συγχρόνως να ζής και το ψαλμικό: «την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός»,για να μην ξεθαρρεύης και επαναλαμβάνης τα ίδια σφάλματα. –Γέροντα, διάβασα κάπου ότι οι δαίμονες θα μας βασανίσουν στην άλλη ζωή ακόμη και για έναν κακό λογισμό που δεν εξομολογηθήκαμε. –Κοίταξε, όταν ο άνθρωπος μετανοήση και πη στον πνευματικό ό,τι θυμόταν, χωρίς να έχη την πρόθεση να κρύψη κάτι, τελείωσε· τα ταγκαλάκια δεν έχουν καμμία εξουσία επάνω του. Όταν όμως δεν εξομολογηθή εν γνώσει του μερικές αμαρτίες του, θα βασανίζεται στην άλλη ζωή γι ̓ αυτές.

Η εμπιστοσύνη στον πνευματικό
     - Γέροντα, αν στενοχωρεθή κάποιος πολύ, γιατί τον μάλωσε για κάποιο σφάλμα του ο πνευματικός, και πέση σε λύπη, αυτό έχει μέσα εγωισμό;
- Έμ βέβαια, έχει μέσα και εγωισμό. Αν στενοχωρεθή κατά Θεόν, θα έχη παρηγοριά, θα έχη και πρόοδο, γιατί θα προσπαθήση να μην το ξανακάνη. Πρέπει να λέη τις δυσκολίες, τους λογισμούς του, τις πτώσεις του στον πνευματικό και να δέχεται με χαρά και την ήπια και την αυστηρή συμπεριφορά του, γιατί όλα από αγάπη και ενδιαφέρον γίνονται για την πρόοδο της ψυχής του.
- Και αν, Γέροντα, δεν δέχωμαι το μάλωμα ή την παρατήρηση;
- Αν δεν δέχεσαι, θα μείνης αδιόρθωτη. Όσοι δεν δέχονται παρατηρήσεις ούτε και από τους ανθρώπους που τους αγαπούν, τελικά παραμένουν στραβόξυλα και αχρηστεύονται μόνοι τους πνευματικά. Όπως οι σανίδες που δεν δέχονται το πλάνισμα του μαραγκού, για να γίνουν έπιπλα, καταλήγουν στα μπετά ή στις σκαλωσιές και πατιούνται και λασπώνονται, μέχρι που καταλήγουν στην φωτιά, έτσι και αυτοί στο τέλος καταστρέφονται.
- Γέροντα, όταν κάποιος διαφωνή σε ένα θέμα με τον πνευματικό του, τι πρέπει να κάνη;
- Να πη απλά και ταπεινά τον λογισμό του. Βέβαια χρειάζεται πολλή προσοχή στην εκλογή του πνευματικού, ώστε να μπορή κανείς να τον εμπιστεύεται και να αναπαύεται με την καθοδήγησή του.
- Συμφέρει, Γέροντα, όταν κανείς βλέπη κάτι διαφορετικά από τον πνευματικό, να επιμένη στην γνώμη του;
- Όχι, γιατί δεν ξέρει τι κρύβεται πίσω από αυτό που ο ίδιος δεν θεωρεί σωστό. Για να καταλάβη π.χ. κάποιος τι κρύβεται πίσω από μια ενέργεια του πνευματικού του, ίσως ο πνευματικός να πρέπη να του πη την εξομολόγηση ενός άλλου. Επιτρέπεται να πη την εξομολόγηση του άλλου; Ασφαλώς όχι. Ας πούμε ότι έχει συνεννοηθή με τον πνευματικό να τον δη την τάδε ώρα, αλλά την ώρα εκείνη πηγαίνει και κάποιος άλλος που είχε λογισμούς να αυτοκτονήση και ο πνευματικός παίρνει πρώτα εκείνον. Οπότε σκέφτεται: «Πήρε πρώτα αυτόν, εμένα με περιφρονεί». Πώς να του πη όμως ο πνευματικός ότι αυτός είχε φθάσει στο σημείο να κάνη απόπειρα αυτοκτονίας; Αν του εξηγήση, καταστρέφει, χαντακώνει τον άλλον. Ενώ, αν σκανδαλισθή αυτός ή αν κατεβάση τα μούτρα, δεν θα γίνη και μεγάλο κακό. Μια φορά έτσι σκανδαλίσθηκαν μερικοί που ήρθαν εκεί στο Καλύβι. Ήταν κάποιος που τον κατάφεραν με πολλή δυσκολία οι δικοί του να έρθη να συζητήσουμε και τον δέχθηκα με πολλή χαρά. Τον ασπάσθηκα, του έδωσα κομποσχοίνι, εικονάκια. Οι άλλοι παρεξηγήθηκαν. «Εμάς ο Γέροντας, είπαν, ούτε μας έδωσε σημασία». Αυτός ο καημένος ήταν άσωτος· εγώ ήξερα λεπτομέρειες για την ζωή του. Έφυγε μετά άλλος άνθρωπος. Χίλιες φορές να σκανδαλισθούν οι άλλοι. Δεν μπορείς, για να αναπαύσης τον έναν με μια εξήγηση, να καταστρέψης τον άλλον.

Η σωστή επικοινωνία με τον πνευματικό
Ένας πνευματικός άνθρωπος, όταν θέλη να βοηθήση κάποιον, προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό και όχι να τον δέση με τον εαυτό του. Στην συνέχεια χαίρεται, όταν καταφέρη να τον συνδέση με τον Χριστό, και ο άλλος αγωνίζεται προσβλέποντας στον Χριστό. Τότε και ο ένας και ο άλλος έχει τον μισθό του και τα πράγματα πάνε κανονικά. Όταν όμως ο άνθρωπος αγωνίζεται και κοιτάζη πώς να ευχαριστήση αυτόν που προσπαθεί να τον συνδέση με τον Χριστό, αν δηλαδή μια ενέργειά του θα στενοχωρήση ή θα χαροποιήση εκείνον, και δεν κοιτάζη πώς ο Χριστός βλέπει αυτήν την ενέργειά του, τότε ούτε τον άνθρωπο που τον βοηθάει ευχαριστεί, ούτε τον Χριστό, αλλά ούτε ο ίδιος ωφελείται, γιατί δεν δέχεται θεϊκή βοήθεια. Δηλαδή ούτε ο Χριστός ούτε ο πνευματικός χαίρεται γι’ αυτό το οποίο κάνει, αλλά ούτε ο ίδιος βοηθιέται, για να ξεπεράση μια δυσκολία. Ας υποθέσουμε ότι ψάλλει μια αδελφή και σκέφτεται: «Άραγε ψάλλω καλά; Θα χαρή η Γερόντισσα;». Έ, αυτή δεν βοηθιέται. Ενώ, αν ψάλλη για τον Χριστό, τα πράγματα πάνε κανονικά· και καλά θα ψάλη και την Γερόντισσα θα ευχαριστήση.
- Γέροντα, όταν κανείς δεν καταλάβη σωστά αυτό που του είπε ο πνευματικός, φταίει;
- Κοίταξε, αν δεν κατάλαβε, επειδή είχε μια επιθυμία και ο νους του ήταν εκεί, πάλι φταίει. Μερικοί το θέλημα το δικό τους το κάνουν θέλημα του Θεού. Ρωτάει λ.χ. κάποιος τον πνευματικό του για ένα πρόβλημά του και έχει στον λογισμό του την λύση που θέλει, που τον αναπαύει. Ο πνευματικός του λέει τι πρέπει να κάνη και αυτός καταλαβαίνει ότι του είπε να κάνη αυτό που ήθελε, και το κάνει με χαρά, νομίζοντας κιόλας ότι κάνει υπακοή. Και αν του πη μετά ο πνευματικός «γιατί ενήργησες έτσι;», του λέει: «Έτσι δεν μου είπες να κάνω;».
Αλλά και μερικές φορές, αυτό που λέει ο πνευματικός, δεν είναι να το πάρη κανείς κατά γράμμα. Μπορεί να είναι τρόπος του λέγειν. Θα σας πω μια περίπτωση, για να καταλάβετε. Μια σαρανταπεντάρα καθηγήτρια, που είχε και παιδιά, είχε μπλέξει έναν δεκαεξάχρονο μαθητή της. Το παιδί έφυγε από το σπίτι και συζούσε με την καθηγήτρια. Όταν ο πατέρας του ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του, του είπα να κάνη για το θέμα αυτό ό,τι του πη ο πνευματικός του. Πήγε λοιπόν ο καημένος στον πνευματικό και μετά ήρθε πάλι σ’ εμένα. Εγώ είχα εκείνη την ημέρα την Εξαρχία του Πατριαρχείου, δεν μπορούσα να συζητήσω μαζί του και του είπα: «Να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός σου». Αυτός δεν έφευγε - και ευτυχώς που δεν έφυγε και επέμενε. Κάποια στιγμή που ευκαίρησα, τον είδα λίγο και μου είπε: «Γέροντα, αποφάσισα να την σκοτώσω αυτήν την γυναίκα, γιατί έτσι μου είπε ο πνευματικός μου». «Για στάσου, καλέ μου άνθρωπε, του λέω, τι ακριβώς σου είπε ο πνευματικός;». «Μου είπε: "Αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα"». Καταλάβατε; Ο πνευματικός είπε, τρόπος του λέγειν, «αυτή η γυναίκα είναι για σκότωμα», όχι να την σκοτώση! Από τότε δεν λέω σε κανέναν: «να κάνης ό,τι σου είπε ο πνευματικός», αλλά ρωτάω τι του είπε ο πνευματικός...
- Μπορεί, Γέροντα, να ζητάη κάποιος βοήθεια από τον πνευματικό του και συγχρόνως να προτείνη και την λύση;
- Έμ τότε, τι βοήθεια ζητάει; Άλλο είναι να πη ταπεινά σαν λογισμό στον πνευματικό του τι νομίζει ότι θα τον βοηθήση - αυτό επιβάλλεται - και άλλο είναι να επιμένη ότι ο λογισμός του αυτός είναι σωστός. Τότε είναι που δεν κάνει ο άνθρωπος προκοπή. Είναι σαν να πηγαίνη στον γιατρό και να του λέη: «Αυτό το φάρμακο να μου δώσης». Ο άρρωστος οφείλει να κάνη υπακοή στον γιατρό· δεν θα του υποδείξη τι είδους φάρμακα θα του δώση. Δεν είναι εδώ θέμα ορέξεως, όπως με τα φαγητά και τα γλυκά, για να πη κανείς: «Θέλω μπακλαβά ή θέλω κανταΐφι». Ανάλογα με την πάθηση ο γιατρός δίνει και το φάρμακο.

Ανάγκη καλών πνευματικών
Οι άνθρωποι σήμερα είναι κουρασμένοι, ζαλισμένοι και σκοτισμένοι από την αμαρτία και τον εγωισμό. Γι’ αυτό υπάρχει ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, από καλούς και έμπειρους πνευματικούς, που θα πλησιάζουν τους ανθρώπους απλά και με πραγματική αγάπη και θα τους καθοδηγούν με διάκριση, για να ειρηνεύουν. Χωρίς καλούς πνευματικούς αδειάζουν οι εκκλησίες και γεμίζουν τα ψυχιατρεία, οι φυλακές και τα νοσοκομεία. Πρέπει να συναισθανθούν οι άνθρωποι ότι ταλαιπωρούνται, γιατί είναι μακριά από τον Θεό, να μετανοήσουν και να εξομολογηθούν ταπεινά τις αμαρτίες τους.
Η εργασία του πνευματικού είναι εσωτερική θεραπεία. Δεν υπάρχει ανώτερος γιατρός από τον έμπειρο πνευματικό, που εμπνέει εμπιστοσύνη με την αγιότητά του, πετάει από τα ευαίσθητα πλάσματα του Θεού τους λογισμούς που φέρνει το ταγκαλάκι και θεραπεύει ψυχές και σώματα δίχως φάρμακα, με την Χάρη του Θεού.
Ο πνευματικός, όταν έχη θείο φωτισμό, πνεύμα Θεού, καταλαβαίνει και διακρίνει καταστάσεις, και μπορεί να δίνη σωστές κατευθύνσεις στις ψυχές. Καλά είναι να μην έχη πολλές απασχολήσεις, για να μπορή να διαθέτη τον απαιτούμενο χρόνο για την κάθε ψυχή και να κάνη σωστά την δουλειά του. Διαφορετικά, παθαίνει ό,τι και ένας καλός χειρουργός που, όταν κάθε μέρα έχη να κάνη πολλές εγχειρήσεις, κουράζεται και είναι φυσικό να μην αποδίδη όσο μπορεί. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να αναμειγνύεται σε όλα τα οικογενειακά θέματα, αλλά να περιορίζεται σε ό,τι σχετίζεται με την συγκεκριμένη κάθε φορά ψυχή, ώστε να έχη τον χρόνο να την βοηθήση αποτελεσματικά. Ούτε όμως ο εξομολογούμενος πρέπει να απασχολή τον πνευματικό με θέματα για τα οποία μπορεί να ρωτήση άλλους πιο αρμόδιους, να τον ρωτάη π.χ. ποιο σπίτι να νοικιάση ή σε ποιο φροντιστήριο να στείλη το παιδί του κ.λπ.
Στην εξομολόγηση κρίνεται και ο εξομολογούμενος και ο πνευματικός. Πολύ βοηθάει για την καθοδήγηση της ψυχής η ελευθερία η πνευματική. Να μην ακολουθή δηλαδή ο πνευματικός κάποια γραμμή που του βάζουν άλλοι, αλλά να βλέπη τι λένε οι Πατέρες και να ενεργή με διάκριση ανάλογα με τον άνθρωπο, με την πτώση, με την μετάνοια. Βλέπω όμως μερικές φορές ότι δεν υπάρχει ειλικρίνεια. Μερικοί που έχουν ευθύνη για τις ψυχές δεν κάθονται να πουν στον άλλον, που είναι λ.χ. μπλεγμένος με μάγους, με πλανεμένους κ.λπ., μια κουβέντα, να τον προβληματίσουν λίγο, να πάρουν μια θέση, για να μην έχουν φασαρίες μαζί τους. Δηλαδή, για να μην τα χαλάσουμε με τον έναν και με τον άλλον και για να λένε καλά λόγια για μας, να αφήσουμε τον άνθρωπο να καταστραφή και να χαίρεται ο διάβολος;

Η διάκριση και η πείρα του πνευματικού
- Γέροντα, στην εποχή μας, με την τόση αμαρτία που υπάρχει στον κόσμο, δεν είναι δύσκολη μερικές φορές η θέση του πνευματικού;
- Ναι, είναι δύσκολη. Γι’ αυτό στην αρχή καλά είναι ο πνευματικός να προσπαθή να διορθώνη τα πολύ σοβαρά αμαρτήματα, μέχρι να φύγη η πολλή αμαρτία από τα πλάσματα του Θεού και να γίνουν πιο δεκτικά. Να φέρεται με επιείκεια, αλλά συγχρόνως με τρόπο να καθοδηγή τον άνθρωπο έτσι, ώστε να καταλάβη τα σφάλματά του και να ζητήση από τον Θεό συγχώρηση. Είναι απαραίτητο να τονίζη στον εξομολογούμενο ότι χρειάζεται μετάνοια, αλλαγή ζωής, για να λάβη το έλεος του Θεού. Επίσης πολύ βοηθάει να μιλάη στους ανθρώπους με αγάπη για την μεγάλη αγάπη του Θεού, ώστε μόνοι τους να φιλοτιμηθούν, να αισθανθούν τα λάθη τους και να αλλάξουν συνήθειες.
Ένας νέος πνευματικός, μέχρι να αποκτήση πείρα, είναι καλύτερα να βοηθάη σε εύκολες περιπτώσεις. Μπορεί λ.χ. μια δύσκολη ψυχή να καθυστερή την πνευματική του πρόοδο με τα σαμποτάζ που θα του κάνη και να του τρώη όλον τον χρόνο. Αν δεν προσέξη, με την καλή του διάθεση θα δίνη πάντοτε σημασία στις σκηνές που θα κάνη μια τέτοια ψυχή, θα ξοδεύη άσκοπα τις δυνάμεις του και θα ταλαιπωρήται. Όταν αποκτήση πείρα, θα ξέρη πότε πρέπει να δώση σημασία και πότε να αδιαφορήση. Να, τώρα εγώ στα γράμματα που μου στέλνουν ρίχνω μια ματιά και, αν είναι κάτι σοβαρό, σ’ εκείνο θα δώσω προσοχή. Είναι και του πειρασμού πολλές φορές. Άλλος σου λέει: «δυο λεπτά, κάτι θα σου πω εδώ στην πόρτα» και σε κρατάει μια ώρα. Να είσαι ιδρωμένος, να σε χτυπάη εν τω μεταξύ το ρεύμα, να τρέμης, και να σου λέη ιστορίες, σαν να μη συμβαίνη τίποτε. Έ, από τον Θεό είναι αυτό; Μετά αρρωσταίνεις, δεν μπορείς να κάνης προσευχή ούτε για τον κόσμο ούτε για τον εαυτό σου, και αχρηστεύεσαι για μέρες. Έρχεται ύστερα κάποιος που ο καημένος έχει πραγματική ανάγκη, και δεν μπορείς να τον βοηθήσης.
Αυτούς πάλι που έχουν κάποιο σοβαρό πρόβλημα, δεν φθάνει να τους ακούσης, να δης ότι έχουν έναν πόνο και να τους πής: «Πάρε μια ασπιρίνη». «Ένα λεπτό να σε απασχολήσω, λένε μερικοί, γιατί φεύγει το αυτοκίνητο», και σου λένε ένα σοβαρό θέμα. Σαν να έχη κάποιος καρκίνο και να λέη στον γιατρό: «Κάνε μια εγχείρηση, γιατί φεύγω σε λίγο με το αεροπλάνο!». Κάθε πάθηση θέλει τον ανάλογο χρόνο. Να δης από που ξεκινάει, τι συμπτώματα έχει κ.λπ. Σε ένα σοβαρό θέμα δεν μπορείς να δώσης πρόχειρες λύσεις. Ένας δόκιμος μοναχός με πλησίασε στην λιτανεία που κάνουν στο Άγιον Όρος την Διακαινήσιμο εβδομάδα, ακριβώς μόλις πήραμε μια ανηφόρα, και ήθελε να του πω περί νοεράς προσευχής. Τόσες φορές είχε έρθει στο Καλύβι και ποτέ δεν ρώτησε γι’ αυτό το θέμα, και εκεί, πάνω στην ανηφόρα, είχε την έμπνευση να ρωτήση για ένα τόσο λεπτό θέμα! Ένα λεπτό και σοβαρό θέμα δεν συζητιέται ούτε στο πόδι ούτε στον ανήφορο...

Ο πνευματικός καθορίζει κάθε πότε θα κοινωνάη ο πιστός
- Γέροντα, ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» . Πότε κοινωνάει κανείς «αναξίως»;
- Βασικά πρέπει να προσερχώμαστε στην θεία Κοινωνία έχοντας συναίσθηση της αναξιότητός μας. Ο Χριστός ζητά από μας την συντριβή και την ταπείνωση. Όταν υπάρχη κάτι που ενοχλεί την συνείδησή μας, πρέπει να το τακτοποιούμε. Αν π.χ. μαλώσαμε με κάποιον, πρέπει να συμφιλιωθούμε μαζί του και ύστερα να κοινωνήσουμε.
- Γέροντα, μερικοί, ενώ έχουν ευλογία από τον πνευματικό να κοινωνήσουν, διστάζουν.
- Δεν θα ρυθμίση κανείς μόνος του, αν θα κοινωνήση ή όχι. Αν μόνος του αποφασίζη να κοινωνηση ή να μην κοινωνήση, θα το εκμεταλλευτή ο διάβολος και θα του ανοίξη δουλειά. Πολλές φορές νομίζουμε ότι είμαστε άξιοι, ενώ δεν είμαστε, ή άλλοτε σύμφωνα με τον νόμο πράγματι δεν είμαστε άξιοι, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα των Αγίων Πατέρων χρειάζεται η θεία μετάγγιση για νοσηλεία και η θεία παρηγοριά, γιατί από την πολλή συντριβη της μετανοίας μπορεί να έρθη από τα δεξιά ο εχθρός και να μας ρίξη σε απόγνωση.
- Δηλαδή, Γέροντα, κάθε πότε πρέπει να κοινωνάη κανείς;
- Το κάθε πότε πρέπει να κοινωνάη κανείς και το πόσο πρέπει να νηστεύη πριν από την θεία Κοινωνία δεν μπαίνουν σε καλούπι. Ο πνευματικός θα καθορίζη με διάκριση κάθε πότε θα κοινωνάη και πόσο θα νηστεύη, ανάλογα με την αντοχή που έχει. Παράλληλα θα τον οδηγή και στην πνευματική νηστεία, την αποχή από τα πάθη, ρυθμίζοντάς την και αυτην ανάλογα με την πνευματική του ευαισθησία, ανάλογα δηλαδή με το πόσο συναισθάνεται το σφάλμα του, και έχοντας υπ’ όψιν του το κακό που μπορεί να κάνη ο εχθρός πολεμώντας μια ευαίσθητη ψυχή, για να την φέρη σε απόγνωση. Σε πτώσεις λ.χ. σαρκικές, για τις οποίες δίνεται κανόνας σαράντα ημερών αποχής από την θεία Κοινωνία, μπορεί ο διάβολος να ρίξη πάλι την ψυχή στις τριάντα πέντε ημέρες και, αν δοθή νέος κανόνας σαράντα ημερών, ο διάβολος θα πάρη φαλάγγι την ψυχή, οπότε ζαλίζεται και απελπίζεται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί ο πνευματικός, μετά τον πρώτο κανόνα, να πη: «κοίταξε, πρόσεξε μια εβδομάδα και να κοινωνήσης», και ύστερα να κοινωνάη συνέχεια σε κάθε θεία Λειτουργία, για να μπορέση να πάρη επάνω της η ψυχή και να πάη ο διάβολος πέρα. Ένας πάλι που ζη πνευματική και προσεκτική ζωη θα προσέρχεται στο μυστήριο, όποτε αισθάνεται την θεία Κοινωνία ως ανάγκη και όχι από συνήθεια, αλλά και αυτό θα γίνεται με την ευλογία του πνευματικού του.

Η χρήση των επιτιμίων
- Γέροντα, η ακριβής τήρηση των εντολών βοηθάει να έχουμε την αίσθηση του Θεού;
- Ποιών εντολών; του Μωσαϊκού Νόμου;
- Όχι, του Ευαγγελίου.
- Η τήρηση των εντολών βοηθάει, αλλά η σωστή τήρηση, γιατί μπορεί κανείς να τηρή τις εντολές και λανθασμένα. Στην πνευματική ζωη χρειάζεται η θεία δικαιοσύνη και όχι η ξερή εφαρμογή του νόμου. Βλέπουμε και οι Αγιοι Πατέρες με πόση διάκριση έλεγαν να εφαρμόζωνται οι ιεροί κανόνες! Ο Μέγας Βασίλειος, ο πιο αυστηρός Πατέρας της Εκκλησίας, που έχει γράψει τους πιο αυστηρούς κανόνες, αναφέρει τον κανόνα που ισχύει για μια αμαρτία, αλλά μετά ο ίδιος προσθέτει: «Μην εξετάζης χρόνο αλλά τρόπο μετανοίας». Δηλαδή, αν δύο άνθρωποι κάνουν την ίδια αμαρτία, ο πνευματικός, ανάλογα με την μετάνοια του καθενός, μπορεί στον έναν να βάλη κανόνα να μην κοινωνήση δύο χρόνια και στον άλλον δύο μήνες. Τόση διαφορά δηλαδή!
- Γέροντα, το επιτίμιο βοηθάει να κοπή ένα πάθος;
- Πρέπει να καταλάβη ότι το επιτίμιο θα τον βοηθήση. Αλλιώς, τι να πη κανείς; Αν προσπαθής να διορθώσης έναν άνθρωπο με το ξύλο, δεν κάνεις τίποτε. Την ημέρα της Κρίσεως ο Χριστός σ’ εσένα, που πήγες να τον διορθώσης δια της βίας, θα πη: «Διοκλητιανός ήσουν;» και σ’ εκείνον θα πη: «Ό,τι έκανες, το έκανες δια της βίας». Δεν θα τον πνίξουμε τον άλλο, για να τον στείλουμε στον Παράδεισο, αλλά θα τον βοηθήσουμε να ζητήση μόνος του να κάνη κάποια άσκηση. Να φθάση να χαίρεται γιατί ζη, να χαίρεται γιατί πεθαίνει.
Τα επιτίμια είναι στην διάκριση του πνευματικού. Στους εν ψυχρώ αμαρτάνοντας ο πνευματικός πρέπει να είναι ανυποχώρητα αυστηρός. Αυτόν που νικιέται, αλλά μετανοεί, ταπεινώνεται, ζητάει με συστολή συγχώρεση, θα τον βοηθάη με διάκριση να πλησιάση πάλι στον Θεό. Έτσι έκαναν και τόσοι Άγιοι. Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης λ.χ. ως πνευματικός συνήθως δεν έβαζε κανόνα στους ανθρώπους. Προσπαθούσε να τους φέρη σε συναίσθηση, ώστε από φιλότιμο να ζητήσουν μόνοι τους να κάνουν άσκηση ή ελεημοσύνες ή άλλου είδους καλωσύνες. Όταν έβλεπε κανένα παιδάκι δαιμονισμένο ή παράλυτο και καταλάβαινε ότι οι γονείς ήταν αιτία που ταλαιπωρείται το καημένο, θεράπευε πρώτα το παιδί και έδινε κανόνα στους γονείς, για να προσέχουν στην συνέχεια.
Μερικοί λένε: «Α, ο τάδε πνευματικός είναι πολύ πατερικός. Πολύ αυστηρός! Είναι έξυπνος, έχει μνήμη, ξέρει το Πηδάλιο απ’ έξω». Ένας πνευματικός όμως που εφαρμόζει κατά γράμμα τους κανόνες που αναφέρει το Πηδάλιο μπορεί να κάνη κακό στην Εκκλησία. Δεν βοηθάει να πάρη ο πνευματικός το Πηδάλιο και να αρχίση: «Τι αμαρτία έκανες εσύ; Αυτή. Τι γράφει εδώ γι’ αυτήν την περίπτωση; Τόσα χρόνια αποχή από την θεία Κοινωνία! Εσύ τι έκανες; Αυτό. Τι γράφει εδώ; Αυτόν τον κανόνα!».
- Πρέπει, Γέροντα, κανείς να λαμβάνη υπ’ όψιν του δεκάδες πράγματα.
- Ναι, ιδίως στην σημερινή εποχή δεν είναι να πάη κανείς να εφαρμόση όλον τον νόμο της Εκκλησίας με μια αδιάκριτη αυστηρότητα, αλλά πρέπει να καλλιεργήση το φιλότιμο στους ανθρώπους. Να κάνη πρώτα δουλειά στον εαυτό του, για να μπορή να βοηθάη τις ψυχές, αλλιώς θα σπάζη κεφάλια.
Το Πηδάλιο λέγεται πηδάλιο, γιατί οδηγεί προς την σωτηρία τον άνθρωπο πότε με τον έναν τρόπο και πότε με τον άλλον, όπως ο καραβοκύρης πάει το πηδάλιο πότε αριστερά και πότε δεξιά, για να βγάλη το καράβι στην ακτή. Αν το πάη ολόισια, χωρίς να στρίψη όπου χρειάζεται, θα ρίξη το καράβι πάνω στα βράχια, θα το βουλιάξη και θα πνιγούν οι άνθρωποι. Αν ο πνευματικός χρησιμοποιή τους κανόνες σαν... κανόνια, και όχι με διάκριση, ανάλογα με τον άνθρωπο, με την μετάνοια που έχει κ.λπ., αντί να θεραπεύη ψυχές, θα εγκληματή....
   ...Χρειάζεται διάκριση και ξανά διάκριση, όταν έχη κανείς να κάνη με ψυχές. Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχει μία συνταγή, ένας κανόνας. Η κάθε ψυχή έχει την δική της ποιότητα και χωρητικότητα. Υπάρχουν δοχεία με μεγάλη χωρητικότητα και δοχεία με μικρή χωρητικότητα. Αλλα είναι πλαστικά και δεν αντέχουν πολύ και άλλα είναι μεταλλικά και αντέχουν. Όταν ο πνευματικός γνωρίση την ποιότητα και την χωρητικότητα της ψυχής, θα ενεργή ανάλογα με τις δυνατότητες και με την κληρονομικότητα που έχει, και με την πρόοδο που έχει κάνει. Η συμπεριφορά του θα είναι ανάλογη με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εξομολογούμενος, με την αμαρτία που έκανε, και με ένα σωρό άλλα. Στον αναιδή θα προσέξη να μη δίνη δικαίωμα για αναίδεια. Την ευαίσθητη ψυχή θα κοιτάξη πώς να την βοηθήση να αντιμετωπίση με ανδρισμό τα προβλήματά της.

Να μην αναπαύουμε τον άλλον στα πάθη του
- Γέροντα, όταν κάποια γυναίκα μας πη: «δεν με κατάλαβε ο πνευματικός», τι πρέπει να της πούμε;
- Πέστε της: «Μήπως εσύ δεν του έδωσες να καταλάβη; Μήπως το σφάλμα είναι δικό σου;». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις να προβληματίζετε τον άλλον, να μην τον δικαιολογήτε εύκολα. Τα πράγματα είναι πολύ λεπτά. Εδώ, βλέπεις, και τους πνευματικούς ακόμη τους μπερδεύουν.
- Και αν μας πη ότι δεν αναπαύεται στον πνευματικό της;
- Για να μην αναπαύεται, μήπως φταίει και αυτή, μήπως ζητά να την αναπαύη ο πνευματικός στο θέλημά της. Κάποιος, ας υποθέσουμε, αδιαφορεί για την οικογένειά του και έχουν συνέχεια φασαρίες με την γυναίκα του. Θέλει να την χωρίση και έρχεται και μου κάνει παράπονα, με την απαίτηση να πάρω το μέρος του, για να διαλύσω την οικογένειά του! Αν του πω: «εσύ είσαι ένοχος για όλη την ιστορία», αν δεν συναισθανθή την ενοχή του, θα πη ότι δεν τον ανέπαυσα. Λένε δηλαδή μερικοί: «δεν με ανέπαυσε ο πνευματικός», γιατί δεν τους λέει να κάνουν αυτό που θέλουν.
Αν ο πνευματικός δικαιολογή τα πάθη του καθενός, μπορεί να τους αναπαύση όλους, αλλά δεν βοηθιούνται έτσι οι άνθρωποι. Αν είναι να αναπαύουμε τον καθέναν στα πάθη του, τότε ας αναπαύσουμε και τον διάβολο. Έρχεσαι λ.χ. εσύ και μου λες: «Η τάδε αδελφή μου μίλησε άσχημα». «Έ, σου λέω, μη δίνης σημασία σ’ αυτήν», και σε αναπαύω. Έρχεται μετά από λίγο αυτή η αδελφή και μου λέει για σένα: «Η τάδε αδελφή έτσι και έτσι έκανε». «Έ, τώρα, της λέω, καλά, δεν την ξέρεις αυτήν; Μην την παίρνης και στα σοβαρά». Την ανέπαυσα και αυτήν. Έτσι όλους τους αναπαύω, αλλά και όλους τους πεδικλώνω! Ενώ πρέπει να σου πω: «έλα εδώ· για να σου μιληση έτσι η αδελφή, κάτι της έκανες», οπότε θα αισθανθής την ενοχή σου και θα διορθωθής. Γιατί, από την στιγμή που θα αισθανθής την ενοχή σου, όλα θα πάνε καλά. Η πραγματική ανάπαυση έρχεται, όταν τοποθετηθή ο άνθρωπος σωστά.
Σκοπός είναι πώς θα αναπαυθούμε στον Παράδεισο, όχι πώς θα αναπαυθούμε στην γη. Είναι μερικοί πνευματικοί που αναπαύουν τον λογισμό του άλλου, και μετά εκείνος λέει: «πολύ με ανέπαυσε ο πνευματικός», αλλά μένει αδιόρθωτος. Ενώ πρέπει να βοηθήσουν τον άνθρωπο να βρη τα κουσούρια του, να διορθωθή και στην συνέχεια να τον κατευθύνουν. Τότε μόνον έρχεται η πραγματική ανάπαυση. Το να αναπαύσης τον άλλον στα πάθη του, δεν είναι βοηθεια· αυτό για μένα είναι έγκλημα.
Για να μπορέση να βοηθήση ο πνευματικός δύο ανθρώπους που έχουν σχέση, πρέπει να έχη επικοινωνία και με τους δύο. Όταν ακούη λ.χ. λογισμούς δύο ανθρώπων που έχουν διαφορές, πρέπει να γνωρίζη και τις δύο ψυχές, γιατί ο καθένας μπορεί να παρουσιάζη το θέμα, όπως το καταλαβαίνει. Και να δεχθη να λύση τις διαφορές τους, μόνον αν δεχθούν να τις λύση σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, γιατί όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος και χρειάζονται συνέχεια ασπιρίνες. Ύστερα να βάλη τον καθέναν στην θέση του· να μη δικαιώση κανέναν. Να πη στον καθέναν τα κουσούρια του, οπότε πελεκιέται το ένα στραβό, πελεκιέται και το άλλο, και έτσι συμφωνούν και συνεννοούνται.
Το μόνο καλό που έχω είναι αυτό: ποτέ δεν δικαιώνω κανέναν, έστω και αν δεν φταίη. Όταν λ.χ. έρχωνται οι γυναίκες και μου λένε ότι έχουν προβληματα στην οικογένεια και φταίει ο άνδρας, κατσαδιάζω τις γυναίκες. Όταν έρχωνται οι άνδρες και κάνουν παράπονα για τις γυναίκες, κατσαδιάζω τους άνδρες. Δεν αναπαύω τον λογισμό τους, αλλά λέω τα στραβά του καθενός· λέω στον καθέναν αυτό που του χρειάζεται, για να βοηθηθή. Αλλιώς φεύγει αναπαυμένος ο ένας, φεύγει αναπαυμένος και ο άλλος, και στο σπίτι πιάνονται μεταξύ τους. «Είχε δίκιο που μου είπε για σένα έτσι!». «Και σ’ εμένα ξέρεις τι είπε για σένα;». Θέλω να πω, κανέναν δεν αναπαύω στα πάθη του. Πολλούς μάλιστα τους μαλώνω πολύ - φυσικά για το καλό τους -, αλλά φεύγουν πραγματικά αναπαυμένοι. Μπορεί να φεύγουν πικραμένοι, αλλά μέσα τους καταλαβαίνουν ότι εγώ πικράθηκα πιο πολύ από αυτούς, και αυτό τους πληροφορεί.
- Μερικοί, Γέροντα, νιώθουν σιγουριά, όταν τους μαλώνετε.
- Ναι, γιατί δεν τον μαλώνω τον άλλον ξερά. Θα του πω ότι έχει αυτά τα καλά, για να τα αξιοποιήση, και αυτά τα κουσούρια, για να τα διορθώση. Όταν δεν του πης την αλήθεια, τότε, σε μια στιγμή που δεν κολακεύεται, παλαβώνει.

Αντιμετώπιση περιπτώσεων απελπισίας
Καλά είναι ο πνευματικός να μη φθάνη μέχρι του σημείου να ανάβη κόκκινο φως· να ανέχεται λίγο μία κατάσταση, αλλά φυσικά πρέπει και ο άλλος να δουλεύη σωστά, για να βοηθηθή. Ένας νεαρός ζόρισε κάποια φορά την αρραβωνιαστικιά του - ποιος ξέρει τι της έλεγε; - και εκείνη από την αγανάκτησή της πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε και στον δρόμο σκοτώθηκε. Μετά ο νεαρός ήθελε να αυτοκτονήση, γιατί ένιωθε ότι αυτός έγινε αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα. Όταν ήρθε και μου το είπε, αν και στην ουσία είχε κάνει έγκλημα, τον παρηγόρησα και τον έφερα σε λογαριασμό. Έπειτα όμως το έρριξε τελείως έξω, έγινε τελείως αδιάφορος, βρήκε εν τω μεταξύ και μια άλλη. Όταν ξαναήρθε μετά από δύο-τρία χρόνια, του έδωσα ένα τράνταγμα γερό, γιατί τότε δεν υπήρχε κίνδυνος να αυτοκτονήση. Χρειαζόταν το τράνταγμα, αφού δεν υπήρχε αναγνώριση. «Δεν καταλαβαίνεις, του είπα, ότι έκανες φόνο, ότι έγινες αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα;». Αν δούλευε σωστά, θα συνέχιζε να υποφέρη, αλλά θα ανταμειβόταν με θεϊκή παρηγοριά· δεν θα έφθανε σ’ αυτήν την κατάσταση την αλήτικη της αδιαφορίας.
Θέλει δηλαδή πολλή προσοχή. Κάνει κάποιος ένα σφάλμα και πέφτει στην απελπισία. Εκείνη την στιγμή μπορεί να τον παρηγορήσης, αλλά, για να μη βλαφθή, χρειάζεται και το δικό του φιλότιμο. Μια φορά είχε έρθει στο Καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγή από
αυτό το πάθος. Είχε πάει σε δυο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβη ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει. Το παιδί απελπίσθηκε. «Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό». Όταν άκουσα το πρόβλημά του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: «Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου από αυτά που δεν μπορείς να κάνης, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνης. Για να δούμε τι μπορείς να κάνης, και να αρχίσης από αυτά. Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορώ», μου λέει. «Μπορείς να νηστεύης κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς να δίνης ελεημοσύνη το ένα δέκατο από τον μισθό σου ή να επισκέπτεσαι αρρώστους και να τους βοηθάς;». «Μπορώ». «Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω κι αν αμάρτησες, και να λές "Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου";». «Θα το κάνω, Γέροντα», μου λέει. «Αρχισε λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνης όλα αυτά που μπορείς, και ο παντοδύναμος Θεός θα κάνη το ένα που δεν μπορείς». Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, πάτερ». Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.

Αυστηρότητα στους αναιδείς, επιείκεια στους φιλότιμους
Αν ένας άνθρωπος έχη αγαθή προαίρεση, αλλά δεν βοηθήθηκε από μικρός, δεν είναι κολακεία να του πης τα καλά που βλέπεις σ’ αυτόν, γιατί κατ’ αυτόν τον τρόπο βοηθιέται και αλλοιώνεται, επειδή δικαιούται και την θεία βοήθεια. Είπα σε κάποιον: «Εσύ είσαι καλός. Δεν ταιριάζουν σ’ εσένα αυτά που κάνεις». Του το είπα αυτό, γιατί είδα το καλό του χωράφι και τον κακό σπόρο που είχε ρίξει. Είδα ότι εσωτερικά ήταν καλός και, ό,τι κακό έκανε, ήταν εξωτερικό. Δεν του είπα: «είσαι καλός», για να τον κολακέψω, αλλά για να τον βοηθήσω, να του κινήσω το φιλότιμο.
Μερικοί έχουν το εξής τυπικό: Έχει, δεν έχει ο άλλος κάποιο χάρισμα, του λένε: «δεν έχεις χάρισμα», δήθεν για να μην υπερηφανευθή και βλαφθή. Ένα ισοπέδωμα δηλαδή. Όταν όμως απελπίζεται ο άλλος για το κακό που κάνει, απελπίζεται και για το καλό που έχει, τότε πώς θα ξεθαρρέψη, για να αγωνισθή με προθυμία; Ενώ, αν του πης τα καλά που έχει και του καλλιεργήσης το φιλότιμο και την αρχοντιά, βοηθιέται, αναπτύσσεται και προχωράει.
Εγώ έχω τυπικό, όταν βλέπω ότι κάποιος έχει ένα χάρισμα ή ότι πάει καλά στον αγώνα του, να του το λέω και, όταν βλέπω κάτι στραβό, να παίρνω βρεγμένη σανίδα... Δεν σκέφτομαι μήπως βλαφτή η ψυχή με τον πρώτο ή τον δεύτερο τρόπο, επειδή και οι δύο τρόποι έχουν αγάπη. Αν βλαφθή από την συμπεριφορά μου, αυτό σημαίνει ότι θα έχη βλάβη. Αν π.χ. η εικόνα που έκανε μια αδελφή είναι καλή, θα της πω ότι είναι καλή. Αν δω ότι υπερηφανεύθηκε και αρχίζει να αποκτάη αναίδεια, θα της δώσω μια και θα την κάνω πέρα. Φυσικά, αν υπερηφανευθή, θα κάνη μετά καρικατούρες, οπότε θα φάη άλλο μάλωμα. Αν ταπεινωθή ξανά, θα κάνη πάλι καλή δουλειά. Εμένα αρρωστημένα πράγματα δεν με αναπαύουν. Στραμπουλιγμένα πράγματα δεν τα μπορώ. Θα τα κάνω έτσι από δω, έτσι από κεί, ώστε να βρουν την θέση τους. Τι; θα οικονομάω αρρωστημένες καταστάσεις;

Η καλωσύνη βλάπτει τον αμετανόητο
- Γέροντα, θυμάμαι, μια φορά με είχατε μαλώσει πολύ.
- Αν χρειασθή, πάλι θα σε μαλώσω, για να πάμε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τώρα θα λάβω δρακόντεια μέτρα!... Κοίταξε, έχω τυπικό πρώτα να δώσω στον άλλον να καταλάβη ότι χρειάζεται το μάλωμα και ύστερα να τον μαλώσω. Καλά δεν κάνω; Εγώ, επειδή μαλώνω τον άλλον, όταν βλέπω να κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός. Αλλά τι να κάνω; να αναπαύω καθέναν στο πάθος του, για να είμαι τάχα καλός μαζί του, και μετά να πάμε όλοι μαζί στην κόλαση; Ποτέ δεν με πειράζει η συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή του κάνω παρατήρηση κι εκείνος στενοχωριέται, γιατί από αγάπη το κάνω, για το καλό του. Βλέπω ότι δεν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τον Χριστό με αυτό που έκανε, γι’ αυτό τον μαλώνω. Εγώ πονάω, λειώνω εκείνη την ώρα, αλλά δεν με πειράζει η συνείδηση, γιατί τον μάλωσα. Μπορώ να πάω να κοινωνήσω ήσυχος, χωρίς να εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου μια παρηγοριά, μια χαρά. Γιατί για μένα παρηγοριά και χαρά είναι η σωτηρία της ψυχής.
- Γέροντα, μου περνά ο λογισμός ότι μου μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δεν σηκώνω την αυστηρότητα ή γιατί μου έχετε πει πολλές φορές να κάνω κάτι και δεν το έκανα, οπότε με αφήνετε.
- Ευλογημένη ψυχή, με την σωτηρία της ψυχής σου θα παίζω; Ο νέος κάνει πρόβες. Ο μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Να νιώθης σιγουριά. Αν δω κάτι στραβό, είτε από μακριά είτε από κοντά, θα σου το πω. Εσύ έχε εμπιστοσύνη και ειρήνευε. Ά, δεν μ’ έχετε καταλάβει εμένα! Έτσι εύκολα θα αναπαύω λογισμούς; Όταν βλέπω ότι η ψυχή είναι ευαίσθητη ή συγκλονίζεται ολόκληρη από την συναίσθηση του σφάλματός της, τι να πω; Τότε την παρηγορώ, για να μην πέση στην απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα την καρδιά, τότε μιλώ αυστηρά, για να την ταρακουνήσω. Αν ένας προχωράη προς τον γκρεμό και του λέω: «προχώρα, πολύ καλά πας», δεν εγκληματώ; Το κακό με μερικούς είναι που δεν πιστεύουν, όταν τους λες να μην ανησυχούν, και βασανίζονται. Αν δω κάτι κακό, πώς δεν θα το πω; Πώς να αφήσης τον άλλον να πάη στην κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θα βάλης και τις φωνές, όταν χρειάζεται. Για μένα πιο καλά είναι να μη μιλάω, αλλά δεν μπορώ, όταν έχω ευθύνη.
Ύστερα να προσέξη κανείς το εξής: Μου κάνεις λ.χ. ένα κακό· εγώ σε συγχωρώ. Μου ξανακάνεις κάποιο άλλο κακό· πάλι σε συγχωρώ. Εγώ είμαι εντάξει, αλλά, εάν εσύ δεν διορθώνεσαι, επειδή σε συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ. Άλλο εάν δεν μπορής τελείως να διορθωθής. Να προσπαθήσης όμως να διορθωθής, όσο μπορείς. Όχι να αναπαύης τον λογισμό σου και να λες: «Αφού με συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα και δεν βαριέσαι, δεν χρειάζεται στενοχώρια». Μπορεί κάποιος να σφάλλη, αλλά αν μετανοή, κλαίη, ζητάη με συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται να διορθωθή, τότε υπάρχει η αναγνώριση και πρέπει και ο πνευματικός να συγχωράη. Αν όμως δεν μετανοή και συνεχίζη την τακτική του, δεν μπορεί αυτός που έχει την ευθύνη της ψυχής του να γελάη. Η καλωσύνη τον αμετανόητο τον βλάπτει.

Ο σεβασμός της ελευθερίας του άλλου
- Γέροντα, είναι δυνατόν κανείς συνειδητά να κρύβη μια πτώση του από τον πνευματικό του;
- Ναι, αλλά, και αν ξέρη ο πνευματικός την πτώση του ή κάτι καταλαβαίνη, δεν συμφέρει, ούτε θα τον ωφελήση, να του το πη. Πολλές φορές βλέπω στον αγώνα του άλλου κάτι, καταλαβαίνω ή ξέρω τι έχει κάνει, όμως από σεβασμό δεν του λέω τίποτε, αν δεν μου το πη ο ίδιος. Το θεωρώ εκβιασμό, ατιμία, να του το πω, την στιγμή που εκείνος δεν θέλει μόνος του να το φανερώση. Είναι λεπτό το θέμα, γιατί θα τον ρεζιλέψης. Πώς να βιάσης τον άλλον; Υπάρχει ελευθερία. Εκτός αν δω ότι κινδυνεύει και δεν πρόκειται να βοηθηθή από αλλού ή ότι έχει άγνοια και θα σπάση τα μούτρα του, θα καταστραφή, τότε θα κοιτάξω με τρόπο να του πω κάτι.
Είναι καλύτερα να δίνης στον άλλον να καταλαβαίνη που φταίει, εφόσον το ζητήση, και να χτυπά μόνος του τον παλαιό του άνθρωπο, γιατί έτσι πονά λιγώτερο. Βλέπεις, κι ένα παιδάκι, όταν πέση μόνο του και χτυπήση, κλαίει λιγώτερο απ’ ό,τι κλαίει, αν πέση, γιατί το έσπρωξε ένα άλλο παιδί. Για να πη κανείς στον άλλον να κάνη κάτι, πρέπει αυτός που θα το ακούση να είναι ταπεινός και αυτός που θα το πη να είναι δέκα φορές πιο ταπεινός και να προσπαθή να το εφαρμόζη αυτό που θα πη. Θα κάνω ενάμισι εγώ, για να πω στον άλλον να κάνη ένα, και πάλι θα σκεφθώ αν το πω.
Βέβαια, ο έλεγχος γίνεται πάντοτε σε άνθρωπο που είναι δικός σου ή γνωστός. Ο πνευματικός θα δη τι δικαιώματα του έδωσε ο άλλος και τι ευθύνη έχει γι’ αυτόν και ανάλογα θα φερθή. Όταν έχη αναλάβει την ευθύνη της ψυχής, τότε επιβάλλεται ο έλεγχος, φυσικά με διάκριση. Δεν βοηθάει όμως να κάνης στον άλλον τον δάσκαλο και να τον ελέγχης για τις συνήθειές του, αν εκείνος δεν σου δώση το δικαίωμα. Είναι σαν να μπη κάποιος στο κελλί μου και να μου αλλάξη τα πράγματα, να μου βάλη το κανδήλι εδώ, το κρεββάτι εκεί, να κρεμάση το κομποσχοίνι αλλού, χωρίς να με ρωτήση.

Αγάπη πνευματικού προς τον εξομολογούμενο
Ο χαριτωμένος πνευματικός αγαπάει και πονάει την ψυχή, γιατί γνωρίζει την μεγάλη αξία της. Την βοηθάει στην μετάνοια, την ξαλαφρώνει με την εξομολόγηση, την ελευθερώνει από το άγχος και την οδηγεί στον Παράδεισο. Ο πνευματικός ονομάζεται «πατήρ», γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήση να είναι αληθινός πατέρας· να νουθετή με θεϊκή αγάπη και στοργή. Να έρχεται στην θέση του κάθε εξομολογουμένου και να ζη τον πόνο του, ώστε ο εξομολογούμενος να βλέπη στο πρόσωπό του ζωγραφισμένο τον δικό του πόνο. Αυτό χρειάζεται ιδιαίτερα στην εποχή μας, που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από λίγο δροσερό νερό, και όχι από δυνατό ξίδι. Οι περισσότεροι, επειδή δέχονται επιδράσεις δαιμονικές, δύσκολα δέχονται μια πνευματική συμβουλή ή μια παρατήρηση. Γι’ αυτό και το μάλωμα πρέπει να γίνεται με αγάπη· η υπόδειξη του σφάλματος με λεπτό τρόπο, με γέλιο ή με ένα αστείο.
Η αγάπη πληροφορεί, ενώ τα ψυχικά πάθη προδίδουν τον άνθρωπο. Όταν δεν υπάρχη αγάπη, η παρατήρηση μπορεί να γίνεται με όμορφο τρόπο, αλλά ο άλλος κλωτσάει, γιατί αισθάνεται το ανθρώπινο στοιχείο στην συμπεριφορά μας. Ενώ, όταν το μάλωμα γίνεται με πόνο και αγάπη, ο άλλος μπορεί να στενοχωριέται, αλλά στο βάθος δεν πληγώνεται, γιατί νιώθει την αγάπη. Γνωρίζω έναν πνευματικό που είναι αρκετά παχύς - φυσικά είναι και η κράση του, αλλά μπορεί και στο φαγητό λίγο να μην προσέχη -, ξέρετε όμως πόσο πονάει για τον άλλον, πόσο ενδιαφέρεται για τους πονεμένους; Αυτός έχει ταπείνωση, γιατί λέει ότι δεν κάνει άσκηση, αλλά παράλληλα έχει πολλή καλωσύνη, και έτσι πολλοί αναπαύονται περισσότερο σ’ αυτόν παρά σε έναν ασκητικό πνευματικό.
Ένας πνευματικός, που δεν είναι αποφασισμένος να πάη ακόμη και στην κόλαση για την αγάπη των πνευματικών παιδιών του, δεν είναι πνευματικός (Τόμος Γ΄, επιλογή).

 

159. «ηδονής πάρεξ... συνειληφυίαν» (Δ, 154).
 
Η σύλληψις του Ιησού από την Παρθένο Μαρία έγινε επίσης «ηδονής πάρεξ», χωρίς δηλαδή την μεσολάβησι της γενετησίου ηδονής. Η σύλληψις του Ιησού δεν έγινε κάτω από την πίεσι και την ώθησι της γενετησίου επιθυμίας, αλλά ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης θελήσεως του Θεού και της ελεύθερης συγκαταθέσεως της Θεοτόκου. Για να κατανοήσωμε το θέμα αυτό, πρέπει να επιμείνωμε κάπως περισσότερο. 
Οι Πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν από τον Θεό σε μια κατάστασι «απαθείας», δηλαδή σε μια κατάστασι ελευθερίας από κάθε επιθυμία, ακόμα και από τη γενετήσια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι οι Πρωτόπλαστοι δεν είχαν φυσικές και σωματικές επιθυμίες, ή, ειδικώτερα, ότι δεν είχαν γενετήσιο επιθυμία, αλλ’ ότι όλες οι φυσικές και σωματικές επιθυμίες, επομένως και η γενετήσια λειτουργία, βρίσκονταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του λογικού και εχαλιναγωγούντο από το ανώτερο και κύριο συστατικό του ανθρώπου, το πνεύμα του.
Στην κατάστασι αυτή (της «απαθείας») και για τον πολλαπλασιασμό τους οι άνθρωποι θα χρησιμοποιούσαν τη γεννητική λειτουργία εντελώς ελεύθερα και χωρίς κανένα καταναγκασμό, όπως ακριβώς χρησιμοποιούν σήμερα τις άλλες λειτουργίες και τα όργανα του σώματός των, τα χέρια, τα πόδια κλπ,, για την πραγμάτωσι άλλων σκοπών (άποψις ι. Αυγουστίνου).
Τελικά όμως οι Πρωτόπλαστοι δεν δέχθηκαν τον τρόπο ζωής που σχεδίασε γι’ αυτούς ο Θεός Δημιουργός και ακολούθησαν δικό τους δρόμο. Η «ανυπακοή» αυτή —που συνιστά κυρίως το Προπατορικό αμάρτημα— είχε πολλές αρνητικές συνέπειες πάνω στην ανθρώπινη φύσι και ειδικώτερα στη γενετήσια λειτουργία του ανθρωπίνου οργανισμού, η οποία στη μεταπτωτική πια κατάστασι παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:
α) Το στοιχείο της «ηδονής». Είδαμε, ότι στον Παράδεισο η γενετήσια επιθυμία βρισκόταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του ανθρώπου και γενικώτερα η σάρκα του εκυριαρχείτο από το πνεύμα. Μετά όμως από την Πτώσι, οι φυσικές επιθυμίες (και η γενετήσια) αποχαλινώθηκαν και υπόταξαν το πνεύμα στη σάρκα. Έγινε δηλαδή μια ανταρσία και μία επανάστασις, η οποία είχε σαν συνέπεια την ανατροπή της ιεραρχίας ανάμεσα στα δύο συστατικά του ανθρώπου: η σάρκα πήρε τα πρωτεία και το πνεύμα δουλώθηκε στη σάρκα. Έκτοτε, άρχισε να επικρατεί μια δυσαρμονία στην ανθρώπινη ύπαρξι, την οποία περιγράφει χαρακτηριστικά η Αγία Γραφή: «Η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, ταύτα δε αντίκεινται αλλήλοις» (Ιακ. α’ 14. Γαλ. ε' 17). . .
Ειδικώτερα, στη γενετήσια λειτουργία κυριάρχησε το στοιχείο της «ηδονής», της εμπαθούς δηλαδή φιληδονίας (βλ. «και είδεν η γυνή, ότι καλόν το ξύλον εις βρώσιν και ότι αρεστόν τοις οφθαλμοίς ιδείν και ωραίον εστί του κατανοήσαι», Γεν. γ' 6) . Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο πολλαπλασιασμός των ανθρώπων έπαυσε πια να είναι ζήτημα της ελεύθερης θελήσεως των συζύγων και άρχισε να γίνεται κάτω από την ώθησι και την πίεσι της ηδονής. Έτσι, στη σύλληψι των ανθρώπων «υπεισήλθε» το στοιχείο της ηδονής, του «πάθους».
β) Το στοιχείο του «πόνου». Η γέννησις των ανθρώπων στην προπτωτική κατάστασι θα ήταν ανώδυνη (χωρίς μητρικές ώδινες). Η επανάστασις όμως της «ανυπακοής» είχε και άλλη συνέπεια: την είσοδο του πόνου και της οδύνης στη διαδικασία της γεννήσεως των ανθρώπων (πρβλ. «εν λύπαις τέξη τέκνα»!) . «Η ηδονή και ο πόνος έχουν μίαν αιτιολογικήν αλληλεξάρτησιν. Η ηδονή, "η ψευδής και απατηλή ηδονή”, έφερε... τον αναπόφευκτον πόνον και αυτόν τούτον τον θάνατον. Η εμπαθής φιληδονία... είναι "αιτία πόσης κακίας”, κατά τους Πατέρας. Ο πόνος, αντιθέτως, κατά την πρόνοιαν και οικονομίαν του Θεού, είναι αναίρεσις της ηδονής, ο θάνατός της. "Της ηδονής δε θάνατος εστίν ο πόνος” (Δ, 254). «Κατά την ασκητικήν εμπειρίαν των Αγίων... η "ηδονή” και η "οδύνη” τη φύσει της σαρκός ου συνεκτίσθησαν, αλλά τας επενόησεν η παράβασις» (Δ, 266).
Η φυσική επομένως αναπαραγωγή των ανθρώπων είναι πια εμπαθής, «ενήδονος» και «ενώδυνος» (Θεοδώρου, 159). Όλοι δε οι απόγονοι του Αδάμ συλλαμβάνονται και γεννιούνται κάτω από τις αμαρτωλές αυτές συνθήκες (ηδονή, πόνος) της Πτώσεως. Έτσι, μπορούμε να κατανοήσωμε και τον βαθυστόχαστο λόγο του Δαβίδ: «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με (=με εκυοφόρησε) η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7) .
Η σύλληψις όμως του Ιησού από την Παρθένο έγινε «ηδονής πάρεξ», γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στον Θεάνθρωπο να σπάση το φαύλο κύκλο (ηδονή - πόνος - θάνατος - άδης), μέσα στον οποίο είχε περικλεισθή η ανθρώπινη φύσις και να ελευθερώση τον Άνθρωπο από το κύκλωμα αυτό της αμαρτίας (βλ. και Δ, 266).
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
158. «εβλάστησας άνευ σπέρματος, ον εγέννησε Πατήρ αρρεύστως» (II).
 
Η «υπέρ φύσιν» σύλληψις του Ιησού από την Παρθένο αναφέρεται, ειδικώτερα, στο γεγονός ότι έγινε «άνευ σπέρματος» (ανδρός) ή, όπως λέγει ο ι. Δαμασκηνός «ουκ εκ συναφείας ανδρός» (Έκδοσις Όρθ. Πίστεως, III,1) .
Η «άνευ σπέρματος» σύλληψις του Ιησού δεν αποτελεί καταδίκη του ανθρωπίνου «σπέρματος» ούτε συνεπάγεται οποιαδήποτε μορφή εναντίον της γενετησίου λειτουργίας του ανθρώπου. Στην περίπτωσι της «ασπόρου» συλλήψεως του Ιησού εξαίρεται το γεγονός της υγιούς και καινής φύσεως του δεύτερου Αδάμ, του Χριστού.
Με την πτώσι του πρώτου Αδάμ, η αμαρτία, σαν θανατηφόρο μικρόβιο, μπήκε μέσα στην ανθρώπινη φύσι, γεγονός που προκάλεσε την εξασθένησί της και το θάνατο: «η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος (Ρωμ. ε' 12) . Η κατάστασις αυτή ήταν φυσικό να μεταδοθή κληρονομικά και στους απογόνους των Πρωτοπλάστων. Έτσι, η αμαρτία και ο θάνατος έγιναν κοινός κλήρος ολόκληρης της ανθρωπότητος, (Ρωμ. ε' 12) , που μεταδίδεται κληρονομικά δια της φυσιολογικής γεννήσεως.
Όμως, με την «άνευ σπέρματος» σύλληψι του Ιησού τερματίσθηκε η διαιώνισις του πταίσματος του Αδάμ, στο πρόσωπο δε του Ιησού εμφανίσθηκε ο νέος τύπος της «καινής» και αναμάρτητης ανθρωπίνης φύσεως. Ο Ιησούς, ελεύθερος από τις συνέπειες της πτώσεως του πρώτου Ανθρώπου αποτελεί τον καινούργιο γενάρχη της Ανθρωπότητος. Είναι ο νέος Αδάμ, από τον Οποίο θα πηγάση η ανακαίνισις και αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου. Ο άγιος  Γρηγόριος ο Παλαμάς (PG 151, 169) τονίζει σχετικά: «Δια τούτο ο Κύριος δεν γεννάται εκ του γάμου, διότι είπερ εκ σπέρματος συνελήφθη, ουκ αν ην καινός άνθρωπος, ουδ’ αναμάρτητος ην και των αμαρτανόντων σωτήρ»!
Για ν’ ανακαινίσης τους άλλους πρέπει να είσαι καινούργιος άνθρωπος! Το δράμα της ανθρωπίνης ιστορίας είναι ότι οι διάφοροι «σωτήρες» και «ανακαινισταί» των ανθρώπων έχουν οι ίδιοι ανάγκη σωτηρίας και ανακαινίσεως. Οι δούλοι των παθών, οι ένοχοι και διεφθαρμένοι δεν μπορούν ν’ απελευθερώσουν τους ανθρώπους και ν’ ανακαινίσουν την κοινωνία!
Ωστόσο, η «άνευ σπέρματος» σύλληψις του Ιησού αποτελεί και μια υπέρβασι της γενετησίου λειτουργίας. Με τον Ιησού άρχισε η «καινή» βασιλεία του Θεού όπου «ούτε οι άνδρες έρχονται εις γάμον, ούτε αι γυναίκες δίδονται εις γάμον, αλλ’ είναι όλοι σαν άγγελοι Θεού εις τον ουρανόν» (Ματθ. κβ’ 30) . Η «καινή» αυτή κατάστασις θα πραγματοποιηθή βέβαια μετά την κοινή Ανάστασι. Ο Κύριος όμως την καθιέρωσε «από τώρα» σαν θεσμό, για όσους έχουν το σχετικό χάρισμα, την Παρθενία. Η Θεοτόκος ήταν η πρώτη που εβίωσε την «καινή» αυτή κατάστασι. Όσοι έχουν το χάρισμά της Παρθενίας βιώνουν από τώρα, μαζί με τον Ιησού και τη Θεοτόκο, την «καινή» κατάστασι της Αιωνιότητος.
Η «άνευ σπέρματος» σύλληψις του Ιησού συμβολίζει, τέλος, την «καινή» λειτουργία της πνευματικής αναγεννήσεως και αναπλάσεως των ανθρώπων. Η αναγέννησις αυτή γίνεται «ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ του Θεού» (Ιωάν. α' 13) . Έτσι, με την άσπορο σύλληψι του Ιησού, η Θεοτόκος αναδείχθηκε εργαστήριο της πνευματικής αναγεννήσεως των ανθρώπων.
 
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
 

katafigioti

lifecoaching