“Καλώς την κ. Θεώνη”,
είπε ο παπάς βλέποντάς την...
Την ήξερε καλά τη Θεώνη ο πνευματικός. Ήταν από τις περιπτώσεις που υποκλίνεσαι μπροστά τους. Άνθρωπος του Θεού, με γνήσια αγάπη απέναντί Του, με καλή και ευσεβή πολύτεκνη οικογένεια, με διάθεση ελεήμονα, τόσο που δεν υπήρχε άνθρωπος να κτυπήσει τη θύρα της και να μη βρεί μια ανοιχτή αγκαλιά, ένα πιάτο φαΐ, την παρηγοριά και τη στοργή. Γι' αυτό και παραξενεύτηκε για την περασμένη ώρα, αλλά και από τη θέα του προσώπου της φαινόταν συντετριμμένη.
“Πάτερ, δεν θα σας απασχολήσω πολύ. Δεν ξέρω κάν αν είναι κανονική εξομολόγηση αυτό που θέλω. Νιώθω όμως την καρδιά μου πολύ βαριά από κάτι που συνέβη, και αισθάνομαι την ανάγκη να σας το πώ, για να με καθοδηγήσετε. Δεν ξέρω αν είναι αμαρτία αυτό που έκανα. Δημιουργήθηκε όμως μεγάλη ένταση στην οικογένεια”.
...
“Λοιπόν, πάτερ. Πριν λίγες ημέρες βρεθήκαμε στο εξοχικό που έχουμε στην Κόρινθο. Θα έχετε υπόψη σας – έχετε έλθει άλλωστε και το έχετε δεί – ότι πολύ κοντά στο σπίτι μας εκεί, υπάρχει ένα παλιό ξωκκλήσι. Αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο το μεγαλομάρτυρα – μεγάλη η χάρη Του! Κόντευε μεσημέρι, όταν φτάσαμε, κι ήμασταν όλοι μαζί. Ξέρετε την αγάπη που τρέφει όλη η οικογένεια για τον άγιο, και γι' αυτό θεώρησα υποχρέωση μου, πριν κάνω οτιδήποτε άλλο στο σπίτι, να πάω να προσκυνήσω. Τα παιδιά βέβαια ήταν πεινασμένα κι έπρεπε να μαγειρέψω. Πετάχτηκα λοιπόν στον άγιο, προσκύνησα, μα σαν είδα τη σκόνη, τις αράχνες, την εγκατάλειψη..., θέλησα λίγο να συγυρίσω. Μου φάνηκε ότι ήταν ιεροσυλία να αφήσω τον οίκο του Θεού και τον άγιο χωρίς φροντίδα. Πίστεψα ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Πρώτα δεν πάει η αγάπη στον Θεό και έπειτα στους ανθρώπους; Άρχισα λοιπόν το συγίρισμα και το καθάρισμα. Τα παιδιά ήλθαν να με βρούνε. Φωνάζανε γιατί πείναγαν. Τους εξήγησα ότι σε λίγο θα έλθω, αλλά προηγείται ο άγιος. Προηγείται ο Θεός. Συνέχισα να καθαρίζω, άναψα τα καντήλια, έκαψα και λίγο λιβάνι να μυρίσει ουρανό, και με ικανοποίηση στην καρδιά, έφτασα στο σπίτι”.
Ο ιερέας είχε σκύψει το κεφάλι και άκουγε. Ζούσε την όλη εικόνα που περιέγραφε η Θεώνη και είχε καταλάβει το τι είχε τελικά διαδραματιστεί.
“Κι όταν γυρίσατε, θα έγινε...χαμός, απ' ότι καταλαβαίνω, κ. Θεώνη”.
“Η λέξη χαμός δεν λέει τίποτε, πάτερ. Σαν να είχε έλθει ο εξαποδώ στο σπίτι μας. Φωνές, φασαρίες, χαλασμός. Πέσανε επάνω μου όλα τα παιδιά να με... φάνε. Με κατηγορούσαν ότι τους είχα παρατήσει, ότι δεν τους νοιάζομαι, ότι δεν τους αγαπώ. Ο σύζυγός μου προσπάθησε βέβαια να πάρει το μέρος μου, να καθησυχάσει τα παιδιά – κι είναι έφηβοι, πάτερ, τα ξέρετε – αλλά και αυτός φαινόταν ότι συμμερίζεται στο βάθος τις αντιδράσεις τους. Με πήρε κι εκείνος κάποια στιγμή παράμερα και τα 'κουσα κι από εκείνον. Ο πειρασμός με συνεπήρε. Αναψοκοκκίνησα, μάλωσα μαζί του, φώναξα έντονα και στα παιδιά.
-Ντροπή σας, τους είπα. Τον άγιο πήγα να καθαρίσω. Εκείνος είναι ο προστάτης μας. Έπρεπε κι εσείς κανονικά να έλθετε να βοηθήσετε.
Τελος πάντων, πάτερ, υπήρξε μεγάλη ένταση και πέρασε αρκετή ώρα μέχρις ότου τα πράγματα ησυχάσουν. Και το φαγητό που έφτιαξα, με πόνο και πίκρα το έφτιαξα. Και με μούτρα το έφαγαν. Φύγανε όλοι αμέσως μετά, ο καθένας στον χώρο του, και έμεινα μόνη, μ' ένα τεράστιο “γιατί;” στα χείλη, με καταχνιά και μ' ασήκωτο βάρος στο στήθος...”.
“Κι ήρθατε να με βρείτε”, είπε ο παπάς.
“Πάτερ, πείτε μου. Δεν είχα δίκιο που θέλησα να ετοιμάσω πρώτα τον άγιο; Δεν προηγείται ο ναός και έπειτα όλα τα άλλα;” Η Θεώνη έσκυψε το κεφάλι και τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
Ο ιερέας δεν απάντησε αμέσως. Έστρεψε το βλέμμα νοερά στον Κύριο, στην Κυρία Θεοτόκο, και επικαλέστηκε τη βοήθειά τους. Έπρεπε να προσέξει πώς θα απαντήσει. Η κ. Θεώνη ήταν μια ευαίσθητη καρδιά.
“Κυρία Θεώνη”, είπε στο τέλος αργά. “Καταλαβαίνω την αγάπη σας στον Θεό και στους αγίους μας. Και πράγματι η πρώτη και μεγάλη εντολή του Θεού είναι να αγαπάμε Εκείνον με όλη την καρδιά μας, την ψυχή μας, τη διάνοιά μας, τη δύναμή μας. Αλλά, δεν θα συμφωνήσω μαζί σας”.
Η κ. Θεώνη ανασήκωσε το κεφάλι της.
“Δεν θα συμφωνήσω, κ. Θεώνη, γιατί δεν είναι τυχαίο πώς η σπουδαιότερη αρετή για την Εκκλησία μας, εκείνη που δίνει τον τόνο σε όλες τις άλλες, είναι η διάκριση. Τη συγκεκριμένη ώρα δηλαδή, μεσημέρι, ώρα συνεπώς φαγητού, και έχοντας μάλιστα παιδιά μαζί σας, η προτεραιότητα είναι εκείνα. Το φαγητό έπρεπε πρώτα να ετοιμάσετε, να καθίσετε να φάτε, και έπειτα να πάτε να φροντίσετε το εκκλησάκι του αγίου. Έχω την εντύπωση ότι και τον άγιο να είχαμε τώρα μαζί μας, θα συμφωνούσε μ' αυτό που σας λέω. Και ξέρετε γιατί; Διότι ο Θεός και οι άγιοι ικανοποιούνται και χαίρονται, όταν βρισκόμαστε πρώτα από όλα στη διακονία και στην υπηρεσία των συνανθρώπων μας. Και πρώτοι συνάνθρωποί μας είναι οι δικοί μας, η οικογένειά μας. Δεν θυμάσαστε, κ. Θεώνη μου, αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ότι γνωρίζουμε πώς αγαπούμε τον Θεό από το πώς αγαπούμε τον συνάνθρωπό μας; Η αγάπη μας στον συνάνθρωπο φανερώνει την αγάπη μας στον Θεό. Αν ήσασταν μόνη σας, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Μα δεν ήσασταν... Λοιπόν κ. Θεώνη, στην προκειμένη περίπτωση πέσατε... “θύμα” της αγάπης σας στον Θεό, ας το πούμε έτσι. Που θα πεί: όταν θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη μας σ' Εκείνον, Εκείνος μας στρέφει στον συνάνθρωπό μας”.
Η κ. Θεώνη δεν μιλόυσε. Με σκυμμένο το κεφάλι τώρα άκουγε τον ιερέα. Μέσα της έκλαιγε για την αδιακρισία της.
“Πάτερ, αμάρτησα. Καταλαβαίνω ότι πρέπει αμέσως να σπεύσω και να ζητήσω συγγνώμη από όλους τους. Τους έκανα να εξοργιστούν και να βρεθούν σε πειρασμό. Τους έκανα να αμαρτήσουν...”
“Ναι, μα όλα τα σβήνει η μετάνοια, κ. Θεώνη. Η συγγνώμη που θα πείτε, στον Κύριο και στους δικούς σας, θα είναι το σφουγγάρι που θα σβήσει την όποια αμαρτία σας. Να πάτε στην ευχή του Θεού!”
π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ, …δι’εμού του αμαρτωλού…, εκδ. ακολουθείν, σελ. 85-92
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΝΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.
Η ζωή μου είναι κομματιασμένη, είναι μοιρασμένη σε κομμάτια.
Ο χρόνος τη δένει σφιχτά στην κυριαρχία του, τα γεγονότα στις συνεχείς επιδράσεις τους, οι άνθρωποι στις αλλεπάλληλες επιρροές τους. Ο χρόνος, τα γεγονότα, οι άνθρωποι κρατούν κι από ένα κομμάτι της ζωής μου.
Η προσευχή είναι το χρυσό νήμα που συνδέει, ενοποιεί τη ζωή μου. Είναι η κολλητική ουσία της ζωής.
Η προσευχή απαλύνει την κυριαρχία του χρόνου, εξαγιάζει τις επιδράσεις των γεγονότων, δημιουργεί δεσμούς ενότητος και αγάπης με τους άλλους ανθρώπους.
Η προσευχή είναι ο χρυσός κρίκος, που ενώνει τα κομμάτια της ζωής μου με τη Ζωή, τον Κύριο.
Έτσι δικαιώνεται η πεποίθησις των πιστών, πως μόνο στο πλαίσιο της προσευχής αποκτούν νόημα και σκοπό ο χρόνος και τα γεγονότα της ζωής.
‘Αδιαλείπτως προσεύχεσθε’ [Α΄ Θεσσαλ. έ 17].
(Δευτερόλεπτα της ψυχής. Επισκόπου Αχελώου Ευθ. Στύλιου. Σελ. 25 Εκδ. Αποστολική Διακονία.)
Γέροντα, μου λέει ο λογισμός ότι ο διάβολος, ιδίως στις μέρες μας, έχει πολλή δύναμη.
Ο διάβολος έχει κακία και μίσος, όχι δύναμη. Η αγάπη του Θεού είναι παντοδύναμη. Ο σατανάς προσπαθεί να φανή παντοδύναμος, αλλά δεν τα καταφέρνει. Φαίνεται δυνατός, αλλά είναι τελείως αδύναμος. Πολλά καταστρεπτικά σχέδιά του χαλούν, πριν καν αρχίσουν να πραγματοποιούνται. Θα άφηνε ποτέ ένας πολύ καλός πατέρας μερικά αλητάκια να χτυπούν τα παιδιά του;
- Γέροντα, φοβάμαι τα ταγκαλάκια.
- Τι να φοβηθής; Τα ταγκαλάκια δεν έχουν καμμιά δύναμη. Ο Χριστός είναι παντοδύναμος. Ο πειρασμός είναι σάπιος. Σταυρό δεν φοράς; Τα όπλα του διαβόλου είναι αδύναμα. Ο Χριστός μας μας έχει οπλίσει με τον Σταυρό Του. Μόνον όταν αφήνουμε τα όπλα τα πνευματικά, τότε ο εχθρός έχει δύναμη. Ένα μικρό σταυρουδάκι έδειξε ένας ορθόδοξος ιερέας σε έναν μάγο και έκανε να τρέμη ο δαίμονας που είχε επικαλεσθή με τις μαγείες του.
- Γιατί φοβάται τόσο πολύ τον Σταυρό;
- Γιατί, όταν ο Χριστός δέχθηκε τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα και τα χτυπήματα, τότε συντρίφθηκε το βασίλειο και η εξουσία του διαβόλου. Με τι τρόπο νίκησε ο Χριστός!
“Με το καλάμι συντρίφθηκε το κράτος του διαβόλου”, λέει κάποιος Άγιος. Όταν δηλαδή Του έδωσαν το τελευταίο χτύπημα με το καλάμι στο κεφάλι, τότε συντρίφθηκε η εξουσία του διαβόλου. Δηλαδή η υπομονή είναι η πνευματική άμυνα και η ταπείνωση το μεγαλύτερο όπλο κατά του διαβόλου.
Το μεγαλύτερο βάλσαμο της σταυρικής θυσίας του Χριστού είναι που συντρίφθηκε ο διάβολος. Μετά την Σταύρωση του Χριστού, είναι πια όπως το φίδι που του έχει αφαιρεθή το δηλητήριο ή όπως το σκυλί που του έχουν αφαιρεθή τα δόντια. Αφαιρέθηκε το φαρμάκι από τον διάβολο, αφαιρέθηκαν τα δόντια από τα σκυλιά, τους δαίμονες, και είναι τώρα αφοπλισμένοι και εμείς με τον Σταυρό οπλισμένοι.
Τίποτε, τίποτε δεν μπορούν να κάνουν οι δαίμονες στο πλάσμα του Θεού, όταν δεν τους δώσουμε εμείς δικαιώματα. Μόνο φασαρία κάνουν, δεν έχουν εξουσία.
Μια φορά, όταν ήμουν στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού, πέρασα μια πολύ όμορφη αγρυπνία!
Είχαν μαζευθή την νύχτα πολλοί δαίμονες επάνω στο ταβάνι. Στην αρχή χτυπούσαν με βαριές δυνατά και μετά θορυβούσαν, σαν να κυλούσαν κούτσουρα μεγάλα, κορμούς δένδρων.
Σταύρωνα το ταβάνι και έψαλλα “Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα…”. Τελείωνα, άρχιζαν τα κούτσουρα πάλι. “Τώρα, είπα, θα κάνουμε δυο χορούς! Έναν εσείς με τα κούτσουρα από πάνω και έναν εγώ από κάτω!” Άρχιζα εγώ, σταματούσαν αυτοί.
Μια φορά έψαλλα “Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν…”, την άλλη “Κύριε, όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν σου ημίν δέδωκας…”. Πέρασα την πιο ευχάριστη νύχτα με ψαλμωδία και, όταν λίγο σταματούσα, συνέχιζαν αυτοί με την ψυχαγωγία! Την κάθε φορά όλο και διαφορετικό έργο θα παρουσιάσουν!…
- Όταν ψάλλατε την πρώτη φορά, δεν έφυγαν;
- Όχι. Μόλις τελείωνα εγώ, άρχιζαν εκείνοι. Ναι, έπρεπε να βγάλουμε αγρυπνία και οι δυο χοροί! Ήταν μια όμορφη αγρυπνία! Έψελνα με καημό! Πέρασα καλές μέρες!…
- Γέροντα, πώς είναι ο διάβολος;
- Ξέρεις τι “όμορφος” είναι; Άλλο πράγμα! Μόνο να τον δης!! Και πώς η αγάπη του Θεού δεν επιτρέπει να βλέπει ο άνθρωπος τον διάβολο! Ω, θα πέθαιναν οι περισσότεροι από τον φόβο τους! Σκέψου αν τον έβλεπαν πως ενεργεί, αν έβλεπαν την… “γλυκειά” του μορφή! Μερικοί πάλι θα είχαν την καλύτερη ψυχαγωγία! Ξέρεις τι ψυχαγωγία; Πώς το λένε; Σινεμά;… Για να δη κανείς όμως ένα τέτοιο έργο, πρέπει να πληρώση πολλά…, και πάλι αν θα μπορέση να το δη!
- Έχει κέρατα, ουρά;
- Ναι, όλα τα εξαρτήματα!!!
- Γέροντα, οι δαίμονες έγιναν τόσο άσχημοι, όταν έπεσαν και έγιναν από Άγγελοι δαίμονες;
- Εμ, βέβαια! Και είναι τώρα σαν να τους χτύπησε κεραυνός. Αν πέση κεραυνός και χτυπήση ένα δένδρο, δεν θα γίνη αμέσως το δένδρο ένα μαύρο κούτσουρο; Έτσι και αυτοί είναι σαν να τους χτύπησε κεραυνός. Ένα διάστημα έλεγα στο ταγκαλάκι: “Να έρχεσαι να σε βλέπω, για να μην πέσω στα χέρια σου. Τώρα και μόνον που σε βλέπω, φαίνεσαι πόσο κακός είσαι. Αν πέσω στα χέρια σου, τι κακό έχω να πάθω!”
Δικαιολογίες.
Λέγουν μερικοί γονείς: «Προσπαθώ ν’ αποκτήσω πολλά, γιατί έχω παιδιά». Και για να αποκτήση πολλά, αναγκάζεται να μην αφήση αργία, ούτε Κυριακή πολλές φορές, και πλεονέκτης να γίνεται και το χέρι του σφικτό να είναι. Βλέπει άλλους να έχουν ανάγκη και αυτός πραγματοποιεί περιττά έξοδα και επικαλείται σαν δικαιολογία τα παιδιά.
Λέγει ο Μ. Βασίλειος (παρόμοια λέγει και ο ιερός Χρυσόστομος) σ’ εκείνους που προφασίζονται ότι δεν κάνουν ελεημοσύνη, διότι πρέπει ν’ αποκαταστήσουν τα παιδιά τους:
«Αδελφέ μου, όταν ζητούσες από τον Θεό να σου στείλη μια καλή γυναίκα, να κάνης οικογένεια, και να σου δώση και παιδιά, πρόσθετες: “δος μου γυναίκα και παιδιά για να παραβώ τους νόμους Σου; Δος μου γυναίκα και παιδιά για να χάσω την Βασιλεία Σου;» . Έλεγες ποτέ: «δος μου παιδιά, για να μην κάνω ποτέ ελεημοσύνη στον διπλανό μου», έστω και αν εκείνος δεν έχη και εγώ έχω περίσσεια; Είπες ποτέ: «δος μου παιδιά και γυναίκα, για να μην πηγαίνω την Κυριακή στην Εκκλησία, για να δουλεύω και την Κυριακή;». Το πρόσθεσες ποτέ αυτό; Όχι. Απεναντίας έλεγες: «Θεέ μου, δος μου γυναίκα, για να με βοηθήση να είμαι καλύτερος χριστιανός από ό,τι είμαι τώρα. Δος μου γυναίκα για να μη κινδυνεύω να πέσω σε σαρκικές αμαρτίες» κ.ο.κ.. Τώρα γιατί προφασίζεσαι τις οικογενειακές ανάγκες για να αποφύγης την ελεημοσύνη;
Κάποιοι πάλι λέγουν: «Εγώ παίρνω τριακόσιες χιλιάδες, έχω τρία ή τέσσερα παιδιά, δεν μου φθάνουν, δεν μου αρκούν να ζήσω».
Μα, σου υπέγραψε κανείς συμβόλαιο ότι θα είναι τριακόσιες και όχι διακόσιες; Εάν, αντί τριακόσιες, ήταν διακόσιες; Να, ο άλλος παίρνει τριακόσιες πενήντα και λέγει το ίδιο. Και αν δεν ήταν 350, αλλά ήταν 330 ή 310, τι θα έκανες; Απλώς θα περιώριζες μερικές ανάγκες σου.
Ας καταλάβουμε ότι πρέπει ένα μέρος του εισοδήματός μας να το δίνουμε στους φτωχούς. Και να ξέρουμε πολύ καλά πως, ό,τι δίνουμε στα χέρια των ανθρώπων, θα το πάρουμε από τα χέρια του Θεού. Και όχι μόνον στην μέλλουσα ζωή, αλλά και στην παρούσα. Ένα δίνουμε; Εκατό στέλνει ο Θεός. Λέγει ο Κύριος ότι όποιος άφησε για Αυτόν τα πάντα, θα λάβη «εκατονταπλασίονα νυν εν τω καιρώ τούτω …και εν τω αιώνι τω ερχομένω ζωήν αιώνιον».
Και ο Θεός είναι «πιστός» , δηλαδή αξιόπιστος , και δεν θα διαψευσθή ποτέ. Όταν ανοίγουμε το χέρι μας, ο Θεός μας πιστώνει με πολλές ευλογίες και στην παρούσα και στην μέλλουσα ζωή.
(Αρχιμ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΡΑΘΩΜΕΘΑ, εκδόσεις Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΡΟΙΖΗΝΟΣ, σελ. 68-70)
Θυμάμαι κάποιο λαϊκό παραμυθάκι, πολύ διδακτικό!
Ένας ήταν πολύ πλούσιος και στο άκρο του κτήματός του, σε μια καλυβούλα μέσα, έμενε ένας φτωχός οικογενειάρχης. Με κόπο τάβγαζε πέρα. Μεροκαματιάρης, δουλευτής· και είχε και πολλά παιδιά. Αλλ’ η χαρά βασίλευε μέσα σ’ αυτό το σπίτι.
Κάποτε αποφάσισε ο πλούσιος να βοηθήση τον φτωχό. Παίρνει, λοιπόν, ένα πουγγί γεμάτο χρυσά φλουριά και του το πηγαίνει. Κάθε βράδυ στου φτωχού το σπίτι, μετά το φαγητό, τα παιδιά τραγουδούσαν, γελούσαν και έπαιζαν. Εκείνο το βράδυ άκρα σιγή. Σιγή νεκροταφείου στο σπίτι του φτωχού.
Ο πλούσιος συνηθισμένος ν’ ακούη τις φωνές των παιδιών και τα γέλια και τα τραγούδια, παραξενεύθηκε· δεν άκουγε τίποτε. Έβαλε αυτί, περίμενε, περίμενε, περίμενε…
Μετά από λίγο, αντί ν’ ακουσθούν τραγούδια, ακούσθηκαν φωνές, μαλώματα. Άρχισαν να γκρινιάζουν. Ο πατέρας έλεγε: «Μ’ αυτά ν’ αγοράσουμε ένα σπίτι μεγάλο, ευρύχωρο, δικό μας». Η μητέρα έλεγε: «Να τα φυλάξουμε για να παντρέψουμε τις κόρες».
Το μεγάλο απ’ τα παιδιά, που είχε μια βαρκούλα και ψάρευε, έλεγε: «Άστα να πάρω καΐκι, να βγάλω πολλά». Ο άλλος αδελφός, άλλα. Και μετά από λίγο ήλθαν στα χέρια. Οπότε λέγει ο πατέρας: «Σταθήτε … μια στιγμή και θα ησυχάσουμε».
Παίρνει το πουγγί, πηγαίνει στον πλούσιο και του λέγει: «Πάρτο, αδελφέ μου. Μούφερες τα λεφτά και έδιωξες την χαρά από το σπίτι μου. Μου αρκεί το μεροδούλι για να ζω την φαμίλια μου».
Και ξαναγύρισε ο φτωχός στο σπίτι του, και το άλλο βράδυ πάλι ακούσθηκαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών και τα τραγούδια.
Πολλές φορές, ο πλούτος, με τις μέριμνες και την αγωνία, παίρνει και αυτή την χαρά της ζωής, την οποία νομίζουν ότι έχουν οι πλούσιοι.
(Αρχιμ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΡΑΘΩΜΕΘΑ, εκδόσεις Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΡΟΙΖΗΝΟΣ, σελ. 43-44)
Παντού υπάρχει κάποιο στέκι για τον Γέροντα της Πάτμου (π. Αμφιλόχιο Μακρή), είτε σε σπίτι, είτε σε ίδρυμα που διακονούν δικά του πρόσωπα, είτε σε μονύδριο που έπηξαν οι καλογριές του.
Στα ταξίδια του είναι πάντοτε ήρεμος, όσο και αν λυσσομανά το κύμα. Μου διηγείτο ο μακαριστός Θεσσαλονίκης Παντελεήμων:
- Το ’48 ταξιδεύαμε από την Ρόδο για την Πάτμο με ένα καΐκι. Ήρθε να με παραλάβη και συνοδεύση ως πατριαρχικό Έξαρχο. Τα κύματα εκάλυπταν σχεδόν το πλοίο. Η καρδιά μου πήγε να σπάση από τον φόβο και την ταραχή.
Ο πατήρ Αμφιλόχιος, σαν να μη συνέβαινε τίποτε, αμέριμνος με ξεναγούσε στα παράλια της Μικράς Ασίας, σαν να ταξιδεύαμε με γαλήνη μεγάλη. Οπότε σκέφθηκα: «Για να μη ταράζεται και αγωνιά, σίγουρα ξεύρει καλό κολύμβι ως νησιώτης». Δεν βάσταξα άλλο· τον ρώτησα:
- Πάτερ Αμφιλόχιε, ξεύρετε κολύμβι;
- Όχι, δεσπότη μου, ούτε έβρεξα ποτέ τα πόδια μου στην θάλασσα.
- Και δεν φοβάστε το κακό που γίνεται;
- Καθόλου. Ταξίδευσα και με χειρότερη θάλασσα και ο Θεός δεν επέτρεψε να απολεσθώ. Τώρα θα επιτρέψη, που μας περιμένουν ο Θεολόγος και ο Όσιος να εορτάσουμε την ελευθερία του τόπου τους;
Εθαύμασα –έλεγε ο δεσπότης αργότερα- την απάθεια του ανδρός, αλλά και την πίστη και εμπιστοσύνη του στον Θεό· ενώ εγώ ως ο Πέτρος χανόμουνα στην θέα των μεγάλων και δυνατών κυμάτων.
Αλλά, όπως φαίνεται, έτσι ήταν όλη του η ζωή: εκεί που νόμιζες πως χάνεται και δεν θα ξαναφανή, τον έβλεπες να περιπατή επί των νοητών κυμάτων και βασάνων της ζωής, γαλήνιος και ευθυτενής όπως και πρώτα.
(από το βιβλίο: Πνευματική συμπόρευσις, Γρηγορίου μοναχού Κουβαρίτου,Ιερά Μονή Δοχειαρίου,Άγιον Όρος, 2014, σελ.53)
Ο Γέροντας (ογέρων της Πάτμου π. Αμφιλόχιος Μακρής, 1889-1970) ήταν όντως δύσκολα στην υγεία του. Πολύ γρήγορα, όμως, κατάλαβα ότι δεν μεριμνούσε για το σαρκίο, ούτε τον ψυχοπλάκωναν τα άσχημα αποτελέσματα των εξετάσεων.
Ο σκοπός του στην Αθήνα ήταν άλλος: να αποχαιρετίση τα αγαπητά του πρόσωπα και να ζητήση απ’ όλους συγγνώμη. Όπου πηγαίναμε, στο τέλος έβαζε εδαφιαία μετάνοια, λέγοντας:
- Και αν σε κάτι σας λύπησα και δεν το κατάλαβα, να με συγχωρέσετε, γιατί εγώ πρέπει να ετοιμάζωμαι για το ουράνιο ταξίδι.
Επίμονα ζήτησε να πάμε στην Αίγινα την αγαπητή του. Σάββατο βράδυ μείναμε στον Άγιο Νεκτάριο και, μετά την θεία Λειτουργία της Κυριακής, ανεβήκαμε στον Άγιο Μηνά, το μοναστήρι του. Μπήκε μέσα σαν ξένος και σαν να εισήρχετο για πρώτη φορά. Ζήτησε την Γερόντισσα. Αφού πήραμε το συνηθισμένο κέρασμα, λέγει στην ηγουμένη:
- Εγώ, Γερόντισσα, ήλθα ωρισμένως να σας ιδώ ιδιαιτέρως· ήλθα με μια αποστολή.
Σηκώθηκαν και μπήκανε στο άλλο δωμάτιο.
Εγώ βγήκα προς τα έξω και από το παράθυρο, άθελά μου, είδα γονατιστό τον γέροντα Αμφιλόχιο να ζητά συγγνώμη.
Με πήρε το παράπονο: «Ώστε γι’ αυτό ζητούσες να έρθουμε στην Αίγινα, για να ζητήσης συγγνώμη από αυτήν που σου άρπαξε το μοναστήρι, σε πέταξε έξω, περιφρονητικά πάντοτε σου εφέρετο, ούτε ένα κομμάτι τοίχο δεν διέθεσε να αναρτήση την φωτογραφία την δική σου, που τόσο κοπίασες στο πρώτο ξεκίνημα αυτού του μοναστηριού;».
Γυρίσαμε στην πόλη του νησιού. Στην διαδρομή ήταν τόσο χαρούμενος σαν να γύριζε νικητής από Ολυμπιακούς αγώνες. Χάρηκε βαθιά μέσα του την νίκη που νιώθει αυτός που ζητά πρώτος συγγνώμη.
Η καλή διάθεση του Γέροντα μου διέλυσε κάθε θλίψη και είπα τελικά:
«Άγιος είναι αυτός, που, όχι μόνον δίνει άφεση, αλλά διασχίζει πελάγη και διανύει μακρούς δρόμους, για να ζητήση συγγνώμη και όταν μάλιστα δεν φταίει».
(από το βιβλίο: Πνευματική συμπόρευσις, Γρηγορίου μοναχού Κουβαρίτου,Ιερά Μονή Δοχειαρίου,Άγιον Όρος, 2014, σελ. 77-78)
Τάλαντα-χαρίσματα.
-Ένας γνωστός μου, μετά από μια δοκιμασία, ευρισκόμενος σε κατάστασι εντόνων αισθημάτων μειονεξίας και μελαγχολίας, μου έλεγε:
«Μα εγώ δεν έχω τίποτε, κανένα τάλαντο. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Τι είμαι;».
Προσπάθησα να του πω μερικά πράγματα, αλλά δεν καταλάβαινε. Σκέπτομαι ότι ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να πη: «Θεέ μου, εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε μόνος μου. Δώσε μου την χάρι Σου να πετύχω και εγώ κάτι». Τι λέτε;
- Βεβαίως. Κι αν έκανε υπομονή στις δοκιμασίες που είχε, αυτό δεν είναι τάλαντο; Είναι μικρό το τάλαντο της υπομονής; Το να υπομείνη κανείς τις αντιξοότητες της ζωής χωρίς γογγυσμό, αλλ’ ευχαριστώντας και δοξολογώντας τον Θεό, είναι μικρό χάρισμα αυτό; Ας ζητούσε, λοιπόν, την χάρι του Θεού, για να μπορεί να υπομένη.
Γνωρίζω κάποιον, που είναι τελείως ανάπηρος και έχει σάκχαρο. Κάνει δυο ινσουλίνες την ημέρα. Βρίσκεται διαρκώς στο κρεββάτι ή στο καροτσάκι. Τρίτη λύσις δεν υπάρχει.
Οι δικοί του τον έχουν εγκαταλείψει όλοι. Χριστιανές κυρίες τον διακονούν. Υπάρχουν δε και νέοι, οι οποίοι τον παίρνουν και τον πηγαίνουν εκδρομές με τ’ αυτοκίνητά τους. Ακόμη και στο Άγιο Όρος. Όλα οι άλλοι του τα προσφέρουν. Θα τον σηκώσουν, θα τον βάλουν στο κρεββάτι, θα τον κατεβάσουν, θα του φορέσουν τα ρούχα του, όλα. Δεν μπορεί να κάνη τίποτε μόνος. Αϊ, λοιπόν, στην κατάστασι αυτή ο αδελφός μας αυτός είναι πάντοτε χαρούμενος και χαμογελαστός.
Μικρό τάλαντο είναι αυτό; Μας διδάσκει όλους. Μας εμπνέει, αλλά και μας ελέγχει!
Καμμιά φορά πέφτουμε λίγες ημέρες στο κρεββάτι από γρίππη ή από κάτι άλλο και δυσανασχετούμε, γογγύζουμε: «Μείναν οι δουλειές… Κουράσθηκα, ταλαιπωρήθηκα τόσες μέρες στο κρεββάτι».
Αυτό το παιδί, σ’ αυτή την κατάστασι, δεν παραπονείται ποτέ. Λέγει πάντοτε: «Δόξα τω Θεώ»! «Τι κάνεις;», τον ρωτάς, και σου απαντά: «Δόξα τω Θεώ, καλά». Είναι μικρό χάρισμα αυτό; Μικρό τάλαντο αυτό; Αυτός είναι ιεροκήρυκας. Δεν χρειάζεται να κάνη κηρύγματα. Μόνο να τον βλέπη κανείς, διδάσκεται, ελέγχεται, εμπνέεται.
Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, που, από πλευράς κοσμικής κρινόμενος, είναι ένας εξωφλημένος, είναι ένα τίποτε, αξιοποιεί στο έπακρο τα χαρίσματα που έχει.
(Αρχιμ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΡΙΣΤΩ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΡΑΘΩΜΕΘΑ, εκδόσεις Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΡΟΙΖΗΝΟΣ, σελ. 27-29)
“Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι' ής κατέβη ο Θεός”.
Η κλίμαξ του Ιακώβ είναι η πιό παλαιά και πιό χαρακτηριστική προφητική προεικόνησις της Θεοτόκου. Σ'αυτή ο προφήτης βλέπει μια υπερφυσική σκάλα που πατούσε στη γή κι έφθανε μέχρι τον ουρανό, ο δε Θεός στηριζόταν επάνω της, προφανώς για να κατέβη στη γή (Γεν. κη' 12-13).
Την ωραία αυτή προτύπωσι ο ιερός Δαμασκηνός σχολιάζει ως εξής: “Ο γιός του μαραγκού, ο παντεχνίτης Λόγος του Θεού,... έχοντας με το Άγιο Πνεύμα σα δάχτυλο του ακονίσει το στομωμένο σκεπάρνι της φύσεως, έφτιαξε για τον εαυτό του έμψυχη σκάλα, που η βάσι της στηρίζεται πάνω στη γη και το κεφάλι της ακουμπάει στον ουρανό, που πάνω της αναπαύεται ο Θεός, που τον τύπο της αντίκρυσε ο Ιακώβ.
Απ'αυτή αφού κατέβηκε , χωρίς να μετακινηθή από τη θέση του ο Θεός,... “φανερώθηκε πάνω στη γη και συναναστράφηκε τους ανθρώπους... πάνω στη γη στηρίχθηκε η νοητή σκάλα, η Παρθένος. γιατί γεννήθηκε από τη γή. και η κεφαλή της φθάνει στον ουρανό. Η κεφαλή βέβαια κάθε γυναίκας είναι ο άνδρας. Για την Παρθένο όμως, μια και δεν γνώρισε άνδρα, έγινε κεφαλή της ο Θεός και Πατέρας” (Δ, 71-73).
Η “σκάλα” όμως που κατασκεύασε ο “υιός του τέκτονος” (Ματθ. ιγ' 55) στήθηκε στη γη όχι μόνο για να κατέβη ο Θεός στους ανθρώπους, αλλά και για ν' ανέβουν οι άνθρωποι στον ουρανό.
Η γη όπου στηρίζεται η ουράνια αυτή σκάλα είναι η Εκκλησία. Μέσα απ' το χώρο της Εκκλησίας μπορεί κανείς εύκολα ν' αρχίσει ν' ανεβαίνη στον Ουρανό. Η Θεοτόκος και οι άγιοι Άγγελοι που “ανεβαίνουν και κατεβαίνουν” στον ιερό χώρο της Εκκλησίας βοηθούν τους πιστούς στο ανέβασμα τους προς τον Ουράνιο Πατέρα.
Αρκεί κανείς να βρή τη “σκάλα” και να πατήση το πρώτο σκαλί της...
(ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ-ΕΥΘΥΜΙΟΥ Κ. ΣΤΥΛΙΟΥ, “Η ΠΡΩΤΗ-ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ”, εκδόσεις ΓΡΗΓΟΡΗ, σελ. 34)
Στα νεανικά του χρόνια (ο γέρων της Πάτμου Αμφιλόχιος Μακρής, 1889-1970) η άσκηση και κάποιο κρυολόγημα τον κάμπτουν.
Ο Αμφιλόχιος αρρώστησε, έκαμε αιμοπτύσεις από τις υπερβολές (λέγουν οι άλλοι χίλιες μετάνοιες στο εικοσιτετράωρο και με ελάχιστο φαγητό). Μοναχός τον αποκαλεί «χαρτένιο».
Του συνιστούν να επισκεφθή την Σμύρνη για καλύτερες εξετάσεις (αυτό ήταν το κέντρο της εποχής του, αφού ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενα τα Δωδεκάνησα). Μου διηγείτο αργότερα ο ίδιος:
- Το πλοίο έφθασε στην Σμύρνη σούρουπο. Η ψυχή μου ήταν γεμάτη χαρά και νοσταλγία που θα έβλεπα από κοντά μια από τις Εκκλησίες της Αποκαλύψεως.
Δυστυχώς, οι παραλίες ήταν γεμάτες ανθρώπους άσεμνα ενδεδυμένους, που απροκάλυπτα ασελγούσαν. Ρώτησα αν είναι Τούρκοι ή Ρωμιοί και μου απάντησαν: «Έλληνες και μάλιστα χριστιανοί».
Με καρδιά βεβαρημένη κατέβηκα από το πλοίο και άρχισα να περιφέρωμαι στην πόλη. Καθ’ εαυτόν διερωτώμουνα:
«Αυτή είναι η Εκκλησία του Πολυκάρπου του ιερομάρτυρος και τόσων άλλων Μαρτύρων και Αγίων;», οπότε ξάφνου παρουσιάστηκε μπροστά μου ένας γέροντας κληρικός και μου λέγει: «Αμφιλόχιε, μη λυπήσαι. Θα έρθη εποχή, που η φωτιά θα κάψη όλα όσα βλέπεις· θα μπη από την μια μεριά της πόλης και θα βγη στην άλλη».
Το γεροντάκι έγινε άφαντο.
Πράγματι, παιδιά μου, δεν πέρασαν πολλά χρόνια και παντού ακούστηκε: «Οι Τούρκοι έκαψαν την όμορφη και ξακουστή πόλη της Σμύρνης».
(από το βιβλίο: Πνευματική συμπόρευσις, Γρηγορίου μοναχού Κουβαρίτου,Ιερά Μονή Δοχειαρίου,Άγιον Όρος, 2014, σελ. 26)