Αλλά, λέει, αυτός που τελείωσε την ζωή του σαπίζει και καταστρέφεται και γίνεται σκόνη και στάχτη. Και τι σημασία έχει αυτό, αγαπητέ; Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να χαίρεται κανείς.
Διότι, και όταν κάποιος πρόκειται να οικοδομήση ένα σπίτι που χάλασε και έγινε παλιό, πρώτα βγάζει έξω τους ενοίκους, και μετά γκρεμίζει το σπίτι και χτίζει λαμπρότερο. Και εκείνους που τους έβγαλε έξω δεν τους λυπεί αυτό που έγινε, αλλά περισσότερο τους ευφραίνει• διότι δεν προσέχουν το γκρέμισμα που βλέπουν, αλλά φαντάζονται την μελλοντική οικοδομή, την οποία δεν βλέπουν.
Έτσι λοιπόν και ο Θεός, επειδή θέλει να κατασκευάση, διαλύει το σώμα μας, και την ψυχή που κατοικεί μέσα σ’ αυτό την βγάζει έξω πρώτα σαν από κάποιο σπίτι και, αφού κατασκευάση λαμπρότερη κατοικία, την βάζει πάλι μέσα με μεγαλύτερη δόξα. Ας μη προσέχουμε λοιπόν στο γκρέμισμα, αλλά στην μελλοντική λαμπρότητα.
Και εάν πάλι κάποιος έχη έναν ανδριάντα κατεστραμμένο από την σκουριά και τον χρόνο, και σε πολλά μέρη σπασμένο, αφού τον κομματιάση, τον βάζει μέσα στο καμίνι και λειώνοντάς τον εντελώς, τον παρουσιάζει έτσι πιο λαμπρό.
Όπως ακριβώς λοιπόν η διάλυσις στο καμίνι δεν είναι αφανισμός, αλλά κάποια ανακαίνισις του ανδριάντα εκείνου, έτσι και ο θάνατος των δικών μας σωμάτων, δεν είναι κάποια καταστροφή, αλλά ανανέωσις.
Όταν λοιπόν δης, όπως ακριβώς στο καμίνι, να διαλύεται η σάρκα μας και να σαπίζη, μη σταματήσης σ’ αυτό που βλέπεις, αλλά περίμενε την ανανέωσι• και να μην αρκεσθής ούτε στο μέτρο αυτού του παραδείγματος, αλλά γύρνα με την σκέψι σου στα προηγούμενα.
Διότι ο ανδριαντοποιός, όταν βάζη χάλκινο σώμα, δεν σου δίνει χρυσό και αθάνατο ανδριάντα, αλλά χάλκινο πάλι κατασκευάζει, ο Θεός όμως δεν κάνει το ίδιο, αλλά, ενώ βάζει μέσα πήλινο και θνητό σώμα, σου επιστρέφει χρυσό και αθάνατο τον ανδριάντα• διότι η γη, αφού δεχθή σώμα φθαρτό και θνητό σου το επιστρέφει άφθαρτο και αθάνατο.
(Ιωάννου Χρυσοστόμου,Εις τον πτωχόν Λάζαρον Ε΄,ΕΠΕ 25,552-576)
Το οικοδόμημα της ειρήνης
Όταν ήμουν νεαρός φοιτητής της ιατρικής, διδάχτηκα ότι η υγεία είναι μια πολύ ασταθής κατάσταση που καταλήγει στην ασθένεια. Κι όμως, η ασθένεια, όταν δεν καταλήγει στον θάνατο, είναι γεμάτη ελπίδα, γιατί θα καταλήξει στην επαναφορά της υγείας. Όμως αυτή η υγεία δεν είναι κάτι που μπορούμε να κατέχουμε με ασφάλεια. Είναι κάτι για το οποίο πρέπει συνεχώς να πασχίζουμε, να το κατακτούμε, να το συντηρούμε και να το διατηρούμε.
Νομίζω πως κάτι ανάλογο μπορεί να ειπωθεί και για την ειρήνη. Η ειρήνη δεν είναι μια σταθερή κατάσταση. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να κατέχουμε χωρίς να το προστατεύουμε, χωρίς να το ενδυναμώνουμε. Και δεν ξεκινά έτσι ξαφνικά.
Ο αγώνας υπέρ της ειρήνης δεν ξεκινά τη δεδομένη στιγμή που έχουμε πολιτικές εντάσεις μεταξύ κρατών, ή όταν επωάζονται εχθροπραξίες. Ξεκινά, πρώτα απ' όλα, μέσα μας.
Και θα ήθελα να πω κάτι γι' αυτή την όψη της ειρήνης, γιατί χωρίς αυτό δεν νομίζω πως μπορεί να γίνει κατανοητή η Ορθόδοξη προσέγγιση στην ειρήνη, στον πόλεμο, στις αντιπαραθέσεις εν γένει.
Βιώνουμε εντάσεις μέσα μας, μιαν έλλειψη αρμονίας που οφείλεται στο ότι οι ρίζες μας στον Θεό δεν είναι αρκετά βαθιές. Μεταφορικά, μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός είναι ο κώδικας της αρμονίας, το κλειδί της αρμονίας, εκείνο που θα έκανε ένα κείμενο κατανοητό, θα του έδινε δομή.
Άμα δεν υπάρχει ο κώδικας, δεν μπορούμε να διαβάσουμε το κείμενο, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι εννοεί. Το ίδιο ισχύει και για τις ανθρώπινες σχέσεις. Θα θυμάστε το απόσπασμα του προφήτη που λέει:
“Μιλούν για ειρήνη, και ειρήνη δεν θα τους δοθεί”. Διότι δεν υπάρχει τρόπος να οικοδομήσουμε ειρήνη με βάση τα πλεονεκτήματα που περιμένουμε από αυτήν ή με βάση τους φόβους που προκαλεί η έλλειψή της.
Η ειρήνη, πρώτα απ' όλα, ξεκινά με το να είμαστε γερά αγκυροβολημένοι στον Θεό.
Θυμηθείτε ξανά τον χαιρετισμό των αγγέλων τη νύχτα των Χριστουγέννων: “Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία”. Αυτή είναι η σειρά των πραγμάτων. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να επιβιώσει η ειρήνη, γιατί τότε θα στηρίζεται στον φόβο, στη δειλία ή στα επιθυμητά οφέλη. Αλλά, από τη στιγμή που αρχίζουμε να μιλάμε για οφέλη και πλεονεκτήματα, δημιουργούμε αντικρουόμενες επιθυμίες, ελπίδες, ανάγκες.
“Illness – health; peace and war”, 1995
Metropolitan Anthony (after ab. 50 years of priesthood)
(Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ και Ο ΑΛΛΟΣ, στοχασμοί για τις ανθρώπινες σχέσεις, εκδ. Πορφύρα, σελ. 75-76)
«Όταν ζυμώνανε οι αδελφές, είχε πάρα πολύ μεγάλη χαρά να δίνη ως ευλογία ζυμωτό ψωμί.
Κάποτε στον Εσπερινό του Σαββάτου της Τυρινής είχε έρθει μια οικογένεια και η Γερόντισσα Μακρίνα, όταν την κατευόδωνε, είπε σε μια μοναχή να τους δώση ένα καρβέλι ψωμί, καίτοι η υπεύθυνη αδελφή την είχε ενημερώσει ότι ήταν το τελευταίο και δεν υπήρχε χρόνος να ζυμώσουν άλλο, διότι θα άρχιζε η Καθαρά Εβδομάδα.
Η Γερόντισσα είχε πλήρη εμπιστοσύνη ότι η Παναγία θα οικονομούσε το Μοναστήρι Της και έτσι το τελευταίο καρβέλι δόθηκε. Μετά το Απόδειπνο, και ενώ είχε κλείσει η πύλη της Μονής, κάποιος κτυπούσε το κουδούνι επιμόνως.
Ήταν ένας αρτοποιός, γνωστός της Μονής, ο οποίος είχε φέρει ένα αυτοκίνητο φρέσκα ψωμιά. Ήταν τόσο μεγάλη η ποσότητα, ώστε οι αδελφές το έκαναν παξιμάδι και πέρασαν με αυτό όλη τη Μ. Τεσσαρακοστή»(ΛΚ, 59).
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ. 119 όπου και η πηγή)
(το παρόν κείμενο φανερώνει την τεράστια εξάπλωση των αποκρύφων κειμένων από τα τέλη του 2ου αιώνα, αφού μία ολόκληρη τοπική Εκκλησία διάβαζε το κατά Πέτρον, και τον αγώνα που έκανε η Εκκλησία, κυρίως μεσω των επισκόπων που ήταν οι φορείς της αποστολικής Παράδοσης, να προστατεύσει το ποίμνιό της από την παραχάραξη της ορθής πίστης!).
Γράφει ο Ευσέβιος Καισαρείας.
«Επίσης μία άλλη πραγματεία του Σεραπίωνος (όγδοος επίσκοπος Αντιοχείας,192-212 μ.Χ.) περί του λεγομένου Κατά Πέτρον Ευαγγελίου, την οποία συνέταξε για να ανασκευάσει τα σε αυτό περιεχόμενα ψεύδη, εξ’ αιτίας του παρασυρμού ορισμένων πιστών της παροικίας Ρωσσού σε ετερόδοξες διδασκαλίες με αφορμή την εν λόγω γραφή. Από την πραγματεία αυτή είναι χρήσιμο να παραθέσουμε σύντομα χωρία, στα οποία εκθέτει την γνώμη την οποία είχε για το βιβλίο, γράφοντας έτσι.
«Πράγματι εμείς, αδελφοί, αποδεχόμαστε και τον Πέτρο και τους άλλους αποστόλους σαν το Χριστό, τα επ’ ονόματι αυτών όμως ψευδεπίγραφα τα απορρίπτουμε λόγω της πείρας μας, επειδή γνωρίζουμε ότι δεν παραλάβαμε τέτοια βιβλία. Πράγματι εγώ, όταν βρισκόμουν κοντά σας, υπέθετα ότι όλοι είστε προσκολλημένοι στην ορθή πίστη και, χωρίς να διαβάσω το από αυτούς παρουσιαζόμενο ευαγγέλιο επ’ ονόματι του Πέτρου, είπα ότι αν αυτό μόνο είναι που προκαλεί ανάμεσά σας φιλονικίες, ας διαβάζεται.
Τώρα όμως οπόταν έμαθα ότι ο νους τους φώλευε σε κάποια αίρεση, τουλάχιστον όπως μου είπαν, θα φροντίσω να έλθω πάλι σε εσάς, ώστε αδελφοί, να με περιμένετε γρήγορα.
Εμείς λοιπόν, αδελφοί, αφού καταλάβαμε σε ποια αίρεση ανήκε ο Μαρκιανός, ο οποίος αντέφασκε στον εαυτό του, μη κατανοώντας τι έλεγε, τα οποία θα μάθετε από όσα σας γράφτηκαν… Διότι μπορέσαμε από άλλους οι οποίοι δέχονταν το ευαγγέλιο αυτό, δηλαδή από τους διαδόχους των εισηγητών του από την αρχή, τους οποίους ονομάζουμε Δοκητές -διότι οι περισσότερες αντιλήψεις είναι της διδασκαλίας εκείνων-, αφού επωφεληθήκαμε από αυτούς, να διεξέλθουμε το κείμενο και να βρούμε ότι τα μεν περισσότερα ανήκουν στον ορθό λόγο του Σωτήρα, μερικά όμως είναι παρέμβλητα, τα οποία και σημειώνουμε παρακάτω για χάρη σας»
(Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ, 12,2-6, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 249-251 υπογραμμίσεις δικές μας)
(Ο άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς ήδη γνωρίζει τα 4 Ευαγγέλια στα χρόνια του ως ολοκληρωμένη συλλογή. Αυτό ως απάντηση στο ότι η Εκκλησία πολύ αργότερα διάλεξε και επέβαλλε τα 4 μόνο Ευαγγέλια! Τα παρακάτω γράφτηκαν το 147 μ.Χ. ή γύρω στο 150 μ.Χ. Τόπος συγγραφής η Ρώμη κατά τον Π. Χρήστου, μεταξύ των ετών 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο)
1) «Διότι οι Απόστολοι στα γραμμένα από αυτούς απομνημονεύματα, τα οποία ονομάζονται ευαγγέλια, παρέδωσαν ότι έτσι διατάχτηκε σε αυτούς. Ο Ιησούς αφού πήρε άρτο και ευχαρίστησε, είπε, «αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου, αυτό είναι το σώμα μου, ομοίως αφού πήρε το ποτήρι και ευχαρίστησε είπε, αυτό είναι το αίμα μου (Λουκ. 22,19 ε.)» (Απολογία Α 66,3)
2) «Και κατά την ημέρα που λέγεται «του ηλίου»(=Κυριακή) γίνεται συνάθροιση στο ίδιο μέρος όλων των πιστών, που κατοικούν είτε σε πόλεις είτε στην ύπαιθρο, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, όσο επιτρέπει ο χρόνος». (ο.π. 67,3)
3) «Πράγματι στα απομνημονεύματα, τα οποία λέω ότι συντάχτηκαν από τους Αποστόλους του και τους μαθητές τους, έχει γραφτεί ότι «χυνόταν κάτω ιδρώτας σαν θρόμβοι» (Λουκ. 22,44)» (Διάλογος προς Τρύφωνα 103,8)
4) «Το ότι λέει ότι μετωνόμασε Πέτρο έναν από τους Αποστόλους και όπως γράφτηκε στα απομνημονεύματα αυτού ότι αυτό έγινε, μαζί με το ότι επωνόμασε και άλλους δύο αδελφούς, υιούς Ζεβεδαίου, με το όνομα «Βοανεργές, δηλαδή υιοί βροντής»(Μαρκ. 3,16)». (Διάλογος... 106,3)
5) «Και για το ότι επρόκειτο να αναστηθεί την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωση, έχει γραφτεί στα απομνημονεύματα ότι οι από το γένος σας συζητούντες με αυτόν έλεγαν ότι, «δείξε μας σημείο» (Ματθ. 12,38,)». (Διάλογος... 107,1)
(εκδόσεις ΕΠΕ, Απολογηται 1, Ιουστίνος, όπου και η μετάφραση παραλλαγμένη προς τα νέα ελληνικά, υπογραμμίσεις δικές μας)
(Η μαρτυρία του Παπία, επισκόπου Ιεραπόλεως είναι σπουδαία διότι υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και γράφει ενωρίτατα για τα Ευαγγέλια, γύρω στο 130 μ.Χ.)
3. «Δεν θα διστάσω να καταχωρήσω στις ερμηνείες και όσα έμαθα κάποτε καλά από τους πρεσβυτέρους και τα θυμάμαι καλά, επιβεβαιώνοντας την αλήθεια τους. Διότι δεν αφοσιωνόμουν σ’ εκείνους που έλεγαν τα πολλά, όπως κάνουν πολλοί, αλλά σ’ εκείνους που δίδασκαν τα αληθινά, ούτε σ’ εκείνους που ανέφεραν τις εντολές των άλλων, αλλά σ’ εκείνους που έρχονταν να διδάξουν τις εντολές που δόθηκαν από τον Κύριο με την πίστη και προέρχονταν από την ίδια την αλήθεια.
4. Εάν ερχόταν και κανένας που είχε παρακολουθήσει τους πρεσβυτέρους, εξέταζα τους λόγους των πρεσβυτέρων˙ δηλαδή τι είπε ο Ανδρέας και τι ο Πέτρος, ή τι είπε ο Φίλιππος και ο Θωμάς και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ματθαίος, ή κάποιος άλλος από τους μαθητές του Κυρίου, και αυτά που λένε ο Αριστίων και ο πρεσβύτερος Ιωάννης, οι μαθητές του Κυρίου. Διότι δεν δεχόμουν ότι με ωφελούν τόσο πολύ όσα μάθαινα από τα βιβλία, όσο εκείνα που άκουα από τη ζωντανή φωνή που μένει»....
15. «Ο πρεσβύτερος έλεγε και το εξής˙
Ο Μάρκος, που έγινε ακόλουθος του Πέτρου, όσα θυμόταν τα έγραψε πιστά, όχι βέβαια με τη σειρά όπως τα είπε ή τα έκανε ο Χριστός. Άλλωστε δεν άκουσε τον Κύριο, ούτε τον ακολούθησε, ύστερα όμως, όπως είπα, ακολούθησε τον Πέτρο, ο οποίος έκανε τις διδασκαλίες του ανάλογα με τις περιστάσεις, και όχι σαν να έκανε σύνταξη των λόγων του Κυρίου, γι’ αυτό δεν έκανε λάθος ο Μάρκος γράφοντας έτσι μερικά όπως τα απομνημόνευσε.
Διότι για ένα μόνο πράγμα προνόησε˙ να μη παραλείψει τίποτε από αυτά που άκουσε ή να διαστρέψει κάτι από αυτά».
Αυτά λοιπόν εξιστορούνται από τον Παπία για τον Μάρκο.
Για τον Ματθαίο πάλι λέει τα εξής˙
«Ο Ματθαίος έγραψε τα λόγια στην εβραϊκή γλώσσα, και τα ερμήνευσε αυτά όπως μπορούσε ο καθένας».
(στο Ευσεβίου Εκκλησιαστική ιστορία 3,39 παραγρ. 3 και 15, εκδ ΕΠΕ,Αποστολικοι Πατέρες,τόμος 4, σελ. 597 & 603)
Αμαρτία – μια ευρύτερη προσέγγιση
...
Για την αμαρτία μόλις μίλησα. Η ηθική, πάλι, είναι μια εξωτερική πλευρά από κάτι που βρίσκουμε στην Αγία Γραφή. Ο Χριστός μάς δίνει εντολές, δίνει το παράδειγμα πώς να είμαστε, πώς να ζούμε. Και μπορούμε είτε να προσπαθήσουμε να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές αυτές, είτε να αναρωτηθούμε τι είδους άνθρωπος πρόκειται να γίνω έτσι ώστε αυτές οι εντολές, αυτό το παράδειγμα να είναι η φυσική μου συμπεριφορά, το είναι μου. Και τότε η ηθική παύει πλέον να είναι ένα σύστημα εντολών, καθηκόντων, υποχρεώσεων. Προχωρά ένα βήμα βαθύτερα, περιγράφοντας τι πρέπει να είμαι -και όχι τι πρέπει να κάνω- ώστε να είμαι ένα αληθινό ον και όχι ένας υπ-άνθρωπος όπως όλοι είμαστε – διότι το μόνο ανθρώπινο ον είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.
Όσο για την αποδεκτή ή μη συμπεριφορά από κοινωνικής πλευράς, αυτή εξαρτάται από το γενικότερο πλαίσιο. Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι κατά τις οποίες οι κοινωνικές πιέσεις μάς καλούν ή μας αναγκάζουν να ακολουθήσουμε τον Χριστό. Υπάρχουν άλλες που μας απομακρύνουν. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κράταμε τη θέση μας και να δείχνουμε τη διαφορά μας χωρίς όμως να απορρίπτουμε τους γύρω μας, να δεχόμαστε να είμαστε διαφορετικοί, να έχουμε διαφορετικές αρχές και να υποστηρίζουμε ότι αυτές είναι οι ανθρώπινες αρχές κaαι οι άλλες όχι.
Είναι ξεκάθαρο ότι, αν ο καθένας μας αναρωτιόταν, “Είμαι ως άτομο αυτό που αισθάνομαι πως θα ήθελα να είμαι;”, θα βρίσκαμε μια σειρά από πράγματα με τα οποία δεν θα είμαστε ευχαριστημένοι, μικρά ή μεγάλα. Ο όρος “μικρά ή μεγάλα” είναι ανακριβής, γιατί μερικές φορές κάνουμε κάτι που φαίνεται πολύ δραματικό, αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει και πολύ κακό, ενώ άλλοτε κάνουμε κάτι πολύ μικρό που είναι πολύ καταστρεπτικό και δηλητηριώδες. Ξέρετε, μπορεί κανείς να μαλώσει πολύ, με κάποιον που αγαπά, και ο καβγάς τελειώνει σαν καλοκαιρινή καταιγίδα. Ή πάλι μπορεί με όλο το δηλητήριο που έχει μέσα του να πει σε κάποιον που θέλει να τον βοηθήσει “Όχι, ευχαριστώ”, κι αυτό να περιέχει πολύ περισσότερη κακία από τον προηγούμενο “καβγά”. Επομένως τα αμαρτήματα, θανάσιμα και συγχωρητέα, δεν πρέπει να μπαίνουν σε κατηγορίες. Είναι πολύ επικίνδυνο.
...
Θυμάμαι κάποτε μια ενορίτισσά μας που μου είπε: “Πάτερ Αντώνιε, γιατί δεν μου φανερώνεις ποιά είναι τα λάθη μου; Δεν θέλω να είμαι κακός άνθρωπος”. Της απάντησα: “Μη σε νοιάζει, δεν θα καταδικαστείς για τα λάθη σου, ο Θεός θα στα συγχωρήσει. Θα καταδικαστείς για τις αρετές σου, γιατί πληρώνουμε γι'αυτές”. Αυτή ήταν μια γυναίκα που αποκάλυπτε ανελέητα στον καθένα ό,τι σκεφόταν για 'κείνον. Και ήταν εξίσου ανελέητη στις πράξεις της όπως και στα λόγια της. Κόστιζε σε όλους μας ακριβά το να υπάρχει ένα τόσο αδίστακτα άγιο άτομο στον περίγυρό μας. Όλους μας μάς βάραινε η αγιοσύνη της, ενώ αναπνέαμε τη στιγμή του αμαρτήματος. Κατά κάποιον τρόπο οι αρετές ήσαν διαβολικές. Αυτή, λοιπόν, είναι μια άλλη άποψη που μπορούμε να διεργαστούμε. Ποιά, δηλαδή, είναι τα θετικά μας στοιχεία που βασανίζουν τους γύρω μας και ποιά είναι τα αρνητικά μας στοιχεία που πληγώνουν και βλάπτουν τους γύρω μας; Αυτή είναι μια δυσάρεστη άσκηση, γιατί το να ανακαλύπτεις τα αρνητικά στοιχεία σου εσύ ο ίδιος είναι αρκετά δυσάρεστο, όμως το να σου τα φανερώνουν οι άλλοι είναι πέρα για πέρα δυσάρεστο.
...
Έχω ακόμη κάτι να πω: Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν μερικές αμαρτίες που είναι καλύτερες από άλλες, όμως αυτό που γνωρίζω είναι ότι μερικές φορές δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε κάτι απλά και μόνο κόβοντάς το. Συχνά πρέπει να υπάρξει κάτι σαν ενδιάμεση κατάσταση, η οποία αυτή καθαυτή δεν είναι καλή, αλλά που θα καταστήσει τη νίκη εφικτή. Έχω συχνά αναφερθεί, π.χ., σε μια παράγραφο από τη ζωή του Γκάντι, στην οποία μας διηγείται ότι κατά το τέλος της καριέρας του είχε κατηγορηθεί ότι έλεγε ψέμματα, ότι δηλαδή στην αρχή είχε κηρύξει να κάνουν απεργία στα λιμάνια και μόνο όταν ύπηρξε θετική έκβαση, τότε μόνο μίλησε για μη-βία.
Αλλά ο Γκάντι είπε: “Όχι, δεν το καταλάβατε καθόλου. Είδα αυτούς τους ανθρώπους και κατάλαβα ότι ήταν δειλοί. Το να τους παροτρύνω να είναι ταπεινοί και πράοι θα ήταν σα να έκτιζα ένα ευγενές οικοδόμημα πάνω στη δειλία τους. Τους δίδαξα τη βία για να ξεπεράσουν τη δειλία τους, και τους δίδαξα τη μη-βία για να ξεπεράσουν τη βία”.
Πιστεύω ότι έτσι έχουν τα πράγματα για περισσότερους από ένα λόγους. Πιστεύω, π.χ., ότι όταν ο μόνος σκοπός στη ζωή κάποιου είναι η φιλοδοξία, το να σκοτώσεις τη φιλοδοξία του μπορεί να ισοδυναμεί με το να σκοτώσεις το μόνο πράγμα που του δίνει δύναμη. Άφησέ τον να πετύχει κάτι και μετά κάνε τον να ξεπεράσει τη φιλοδοξία του, τότε που θα έχει ανακαλύψει κάτι καλύτερο από την προσωπική φιλοδοξία, κάτι που θα είναι μεγαλύτερο και ευγενές από μόνο του. Δεν μπορείς πάντα να σκοτώνεις ό,τι είναι κακό, γιατί μερικές φορές δε μένει τίποτε ή μένει πολύ λίγο, με το οποίο πρέπει να ζήσει.
Θυμάμαι τις Ιστορίες του Χασιντίμ, του Μάρτιν Μπούμπερ. Αναφέρονται σε κάποιον που πηγαίνει σε έναν Ραβίνο και τον ρωτά: “Πώς μπορώ να σταματήσω τις άσκοπες σκέψεις μου;”. Και ο Ραβίνος του απαντά: “Μην προσπαθείς, διότι δεν έχεις άλλες. Προσπάθησε όμως να βάλεις μια-μια τις πραγματικές σκέψεις στη σειρά και τότε αυτές θα κάνουν πέρα τις άλλες, τις άσκοπες”. Διότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να καλύψει ένα κενό χώρο. Στην Αγία Γραφή διαβάζουμε γι'αυτόν που έδιωξε ένα διάβολο από το δωμάτιό του, αλλά το άφησε αφύλακτο. Μετά ο διάβολος επέστρεψε, έριξε μια ματιά, βρήκε το δωμάτιο καθαρό και τακτικό, και γύρισε για να ζήσει εκεί μαζί με ολόκληρη παρέα από διαβόλους. Επομένως δεν είναι απλή υπόθεση, δεν μπορείς να πεις σε κάποιον, “Είσαι περήφανος, γίνε ταπεινός”, ή “Είσαι ανυπόμονος, γίνε υπομονετικός”. Υπάρχουν τρόποι που μπορούμε να εξασκούμαστε.
“On sin”
Metropolitan Anthony: contributions to panel discussion, 23.2.1984
(Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ και Ο ΑΛΛΟΣ, στοχασμοί για τις ανθρώπινες σχέσεις, εκδ. Πορφύρα, σελ. 67-71)
«Όλο το 1919 η Μονή Αγίου Σεργίου δοκιμάσθηκε. Από στέρησι και πείνα. Δεν είχε ούτε ψωμί.
Στις 16 του Νοεμβρίου 1919 μια γερόντισσα απ’ τα γύρω χωριά, η Νίνα Στεφάνοβνα Αριστόβα, ζήτησε να δη τον ηγούμενο. Ο αρχιμανδρίτης Κρονίδης τη δέχτηκε αμέσως. Κι εκείνη του εξήγησε, ότι έμαθε τη στέρησί τους, και τους έφερε ότι μπορούσε: ψωμί, ζάχαρη, καφέ!
Ταράχθηκε ο π. Κρονίδης βλέποντας τη γνωστή του πτωχή γυναίκα, να γεμίζη ένα τραπέζι πράγματα! Και της είπε:
- Συγχώρεσέ με, Νίνα Στεφάνοβνα. Δεν μπορώ να τα δεχθώ από σένα. Γιατί ξέρω την πτώχεια σου και τις ανάγκες σου.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά η γριούλα πικράθηκε, τόσο βαθειά, που το κατάλαβε ο ηγούμενος· και μετάνοιωσε για τα λόγια, τα οποία της είχε πει και δήλωσε:
- Μη πικραίνεσαι! Θα τα πάρω!
Κατευχαριστημένη η Νίνα, του απάντησε:
- Ευχαριστώ, πατέρα μου. Έχω μάθει στη ζωή μου να μη φοβάμαι την ευσπλαχνία. Την ασπλαχνία φοβάμαι. Κι άκουσε γιατί:
Και του διηγήθηκε:
Το 1848 είχαμε πάλι στη Μόσχα πείνα. Και θέριζε η χολέρα. Οι άνθρωποι πέθαιναν σωρηδόν. Και στη Μόσχα. Και στα περίχωρα. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή πήγε σ’ ένα πτωχό, τον Ιβάν Ιλαριόνοβιτς Ουκραΐντσεφ, μια πτωχή· και του ζήτησε με λυγμούς λίγο ψωμί. Για τα παιδιά της. Να μην πεθάνουν από πείνα.
Χωρίς, ούτε καν να κάτση να το σκεφθή, ο Ιβάν άρπαξε ένα καρβέλι και της το έδωσε.
Σε λίγο γύρισε η γυναίκα του· και μαθαίνοντας τι είχε γίνει, θύμωσε! Θύμωσε τόσο, που δεν ήξερε, τι και πόσα του έσουρε.
Ο Ιβάν τα υπέμεινε όλα με υπομονή και πραότητα.
Σε λίγες μέρες, όμως, το ψωμί στο σπίτι τους σώθηκε. Και τώρα, τα παιδιά του, με δάκρυα στα μάτια, του ζητούσαν ψωμί. Εκείνος, μη μπορώντας να το αντέξη, βγήκε. Και πήγε κατ’ ευθείαν στην εκκλησία της Παναγίας των Ιβήρων. Κι εκεί, γονατίζοντας μπροστά στην αγία Εικόνα της Παναγίας, την παρακάλεσε θερμά, χύνοντας δάκρυα πολλά, να τον βοηθήση στο πρόβλημά του.
Την ίδια ώρα, ένας άλλος άνθρωπος, ο άρχοντας Βατμπόλσκι έκανε την προσευχή του στο σπίτι του. Ζούσαν και οι δύο στη Μόσχα. Όμως, ούτε ο Ιβάν γνώριζε τον άρχοντα· ούτε εκείνος τον Ιβάν.
Και, ενώ προσευχόταν γονατιστός, ακούει ο Βατμπόλσκι, να βγαίνη απ’ την εικόνα της Παναγίας, την οποία είχε στο δωμάτιό του, μια φωνή:
- Τρέξε, τώρα αμέσως, στο δούλο μου Ιβάν Ουκραΐντσεφ. Να πας τρόφιμα. Για την οικογένειά του. Γιατί τα παιδιά του πεθαίνουν· από πείνα!
Η Παναγία του έδωσε και τη διεύθυνσι. Κι ο άρχοντας, αφού πρώτα με άνθρωπό του διεπίστωσε ότι το όραμά του ήταν αληθινό, έστειλε στον Ουκραΐντσεφ, χωρίς καθυστέρησι, απ’ όλα όσα χρειάζονταν· και με αφθονία. Και ψωμί. Και κρέας. Κι από εκείνη τη μέρα ο άρχοντας Βατμπόλσκι πήρε τον Ουκραΐντσεφ στη φροντίδα του. Και στην προστασία του.
Αυτά είχα, πάτερ, να σου πω. Έτσι σώθηκε η οικογένεια του Ιβάν Ουκραΐντσεφ.
Στάθηκε για λίγο σιωπηλή. Και μετά πρόσθεσε η Νίνα Στεφάνοβνα με συγκίνησι κι ευλάβεια.
- Έτσι σώθηκε τότε η οικογένειά μας. Η φροντίδα της Παναγίας μας έζησε. Και δεν το ξεχνάμε ποτέ. Και ήταν αμοιβή στον πατέρα μας. Για την ευσπλαχνία την οποία είχε»(ΑΚ, 26).
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ. 107-110 όπου και η πηγή)
«Η παραμονή του Ευαγγελισμού στο Κάθισμα της Πάτμου είχε προετοιμασίες στην εκκλησία για την αγρυπνία και στην κουζίνα για την επίσημη τράπεζα με ψάρια και σκορδαλιά. Εκείνη τη χρονιά δεν γινόταν καμμιά προετοιμασία για το φαγητό.
Η θάλασσα μέρες πολλές έβραζε απ’ τα έγκατά της, κτυπούσε μανιακά τα κύματα στα βράχια.
Ούτε βάρκα φάνηκε στο γιαλό ούτε οι μοναχοί μπόρεσαν να πλησιάσουν στη θάλασσα για ψάρεμα. Ο μοναχός Θεόκτιστος μπαινόβαινε σκασμένος και μονολογούσε:
- Ευαγγελισμού χωρίς ψάρι πρώτη φορά θα κάνω.
Ο Γέροντας του έλεγε:
- Έχει ο Θεός.
- Γέροντά μου, ο Θεός έχει στη θάλασσα ψάρια, αλλά όχι στο πιάτο μας.
Άρχισαν την αγρυπνία. Ο Γέροντας έκανε τον εφημέριο και ο Απολλώ με το Θεόκτιστο έψαλλαν. Ο Θεόκτιστος όλη νύκτα δεν έβαλε γλώσσα μέσα, μοιρολογώντας :
“Τι γιορτή θα κάνουμε χωρίς ψάρι;”.
Στο “Ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην” της Λειτουργίας ο γάτος επίμονα κτυπούσε το παράθυρο του αναλογίου. Ο ανυπόμονος Θεόκτιστος άφησε την ψαλμωδία στη μέση και βγήκε να δη το γάτο.
Είχε ένα μεγάλο ψάρι στο στόμα του· δεν το άφηνε, όμως, στο Θεόκτιστο. Όταν μοίραζε το αντίδωρο ο Γέροντας, του λέει:
- Ο γάτος μας έφερε ψάρι.
Έξω απ’ τη θύρα της εκκλησίας φώναξε το γάτο:
- Έλα, δώσ’ το μου· για μας δεν το έφερες;
Και το άφησε στα χέρια του Γέροντα!» (ΓΔ, 232).
(στο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σελ.121-122 όπου η πηγή)
(ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος περιγράφει τη μύηση του Ιουλιανού του Παραβάτη στα ειδωλολατρικά μυστήρια μέσα σε σπήλαιο).
Κατέβαινε μεν σε ένα από τα άδυτα (σπήλαια) που στους πολλούς είναι άβατα και φοβερά (πόσο θα ευχόμουν να κατέβαινε και την οδό που φέρνει στον άδη πριν προβεί στα τέτοιου είδους κακά), συνοδευόμενος και από τον πολλών αδύτων άξιο, τον σοφό γύρω από αυτού του είδους τα πράγματα, δηλαδή τον σοφιστή.
Διότι και αυτό είναι ένα είδος μαντείας σε αυτούς, να μαθητεύουν για τα μέλλοντα σε κάποιον ζωντανό και σε υποχθόνιους δαίμονες, είτε επειδή χαίρονται στο σκοτάδι περισσότερο, αφού και είναι σκοτάδι και δημιουργοί του σκότους της κακίας, είτε επειδή αποφεύγουν τις επαφές με τους ευσεβείς πάνω στη γη και εξαιτίας αυτών είναι ασθενέστεροι.
Καθώς λοιπόν ο θρασύς προχωρούσε, τον προσβάλλουν τα φόβητρα που γίνονται ολοένα περισσότερα και φοβερότερα, αφήνοντας μερικούς ήχους ασυνήθιστους και αηδιαστικές οσμές και φωτεινά φαντάσματα και δεν γνωρίζω ποιες άλλες ανοητολογίες και φλυαρίες· αφού κυριεύτηκε από αυτό το απροσδόκητο, διότι ήταν οψιμαθής σχετικά με αυτά, καταφεύγει στο σταυρό και στο παλαιό φάρμακο και με αυτό σημειώνεται εναντίον των φοβήτρων και κάνει βοηθό αυτόν που δίωκε. Και τα επόμενα είναι περισσότερο φρικώδη.
Κατίσχυσε η σφραγίδα του σταυρού, ηττώνται οι δαίμονες, λύνονται οι φόβοι. Έπειτα τι; Αναπνέει το κακό, αποθρασύνεται, πάλι ορμή και οι ίδιοι φόβοι, και πάλι το σημείο του σταυρού και οι δαίμονες ηρεμούν.
Και ο μυούμενος μένει σε απορία, ο δε μυσταγωγός από κοντά του παρερμηνεύει την αλήθεια· σιχαθήκαμε, λέει, δεν φοβηθήκαμε το σταυρό· νικά το χειρότερο.
Αυτά λέει και λέγοντας πείθει και αφού έπεισε οδηγεί τον μαθητή στο βάραθρο της απώλειας. Και τίποτα το αξιοπερίεργο· διότι η πονηρία είναι έτοιμη να ακολουθήσει το κακό μάλλον παρά να αναχαιτιστεί από το καλύτερο.
Εκείνα μεν λοιπόν τα οποία είπε ή έκανε ή ανέπεμψε εξαπατημένος μπορούν να τα γνωρίζουν εκείνοι που μυούν και εκείνοι που μυούνται.
Ανεβαίνει λοιπόν (από το σπήλαιο) δαιμονισμένος και στην ψυχή και στα πράγματα και με τα γεμάτα μανία μάτια μαρτυρώντας ποιους λάτρευσε· και μολονότι δεν γέμισε από δαίμονες από εκείνη την ημέρα, κατά την οποία τόσο πονηρά τέλεσε, οπωσδήποτε τότε κατέστη η δαιμονοπληξία του περισσότερο εμφανής, για να μην αποδειχτεί μάταιη η κάθοδός του και η μετάληψη των δαιμόνων, την οποία εκείνοι ονομάζουν ενθουσιασμό, αλλάζοντας ευπρεπώς τα ονόματα.
(Γρηγορίου Θεολόγου έργα,Κατά Ιουλιανού Βασιλέως στηλιτευτικός Β΄55-56,ΕΠΕ τόμος 3, σελ. 77-79 μετάφραση παραλλαγμένη προς τη νεοελληνική και υπογραμμίσεις δικές μας)