Θαυμαστή θεραπεία
Το επόμενο περιστατικό μας το διηγείται ο ίδιος ο π. Δημήτριος Ντούντκο:
« Μια κυρία της ενορίας μας, γιατρός στο επάγγελμα, έπασχε εδώ και δώδεκα χρόνια από καρκίνο του στομάχου.
Έκανε αδιάκοπα εμετούς και μύριζε τόσο απαίσια, που πολύ δύσκολα μπορούσε να μείνει κάποιος κοντά της. Βρισκόταν στα τελευταία της».
« Της είχαν αφαιρέσει την κηδεμονία των παιδιών της, την είχαν διώξει από τη δουλειά της και ο σύζυγος της την είχε εγκαταλείψει.
Η ίδια όμως είχε αποδεχθεί την αρρώστια της με ταπείνωση και καρτερία, σαν αληθινή χριστιανή».
« Τις τελευταίες τις ώρες ζήτησε το άγιο Ευχέλαιο και τη θεία Κοινωνία. Και το θαύμα έγινε!
Αφού τελέσθηκε το Ευχέλαιο και η άρρωστη κοινώνησε, σταμάτησαν οι εμετοί και σιγά-σιγά χάθηκε η αφόρητη δυσοσμία.
Οι γιατροί βεβαίωσαν, με μεγάλη τους κατάπληξη πως είχε γίνει καλά».
Υπάρχουν χριστιανοί που φοβούνται να μεταλάβουν για να μην κολλήσουν μικρόβια! Αν ήταν έτσι, δεν θα ζούσε κανένας από τους ιερείς,
επειδή στο τέλος καταλύουν το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου, από το οποίο κοινωνούν συχνά εκατοντάδες πιστοί με χιλιάδες αρρώστιες.
Κι όμως, κανένας ιερέας δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι «πυρ καταναλίσκον».
Ένα από τα πολλά περιστατικά που αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια αυτή είναι και το ακόλουθο:
Όταν ο Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης (†1962) ήταν ιεροκήρυκας Αττικής, πήγε κάποτε να λειτουργήσει στο φθισιατρείο της «Σωτηρίας».
Εκεί του έφεραν οι νοσοκόμοι μια πιατέλα με πολλά κουταλάκια.
- Τι τα φέρατε αυτά; τους ρώτησε.
- Μας είπαν οι γιατροί να κοινωνήσετε μ’ αυτά τους ασθενείς, αρχίζοντας από τους πιο ελαφρά και προχωρώντας στους πιο βαριά.
- Δεν χρειάζονται αυτά, απάντησε με πίστη ο ιερέας. Έχω την αγία λαβίδα.
Πραγματικά, στη θεία λειτουργία κοινώνησε κανονικά τους ασθενείς και ύστερα πλησίασε στην ωραία πύλη για να καταλύσει.
Το έκανε αυτό για να τον βλέπουν όλοι, και να μάθουν οι γιατροί ότι η θεία Κοινωνία είναι φωτιά που καίει τα πάντα.
Ένα σχετικό περιστατικό συνέβη και το 1942 στα Ιωάννινα. Ο ιεροκήρυκας π. Βενέδικτος Πετράκης (†1961), μετά τη θεία λειτουργία στο εκκλησάκι του Κάστρου, πήγε στο εκεί νοσοκομείο, όπου στεγαζόταν και το φθισιατρείο, για να κοινωνήσει τους αρρώστους.
Ένας βαριά φυματικός, μόλις μετέλαβε, έκανε αιμόπτυση πάνω στο σεντόνι.
Αμέσως ο π. Βενέδικτος την πήρε με την αγία λαβίδα,
την έφαγε και είπε να κάψουν το σεντόνι.
Οι γιατροί το είδαν και τρόμαξαν. «Τι κάνει αυτός ο τρελός»; φώναξαν.
«Σε λίγο θα τον δείτε με καλπάζουσα φυματίωση»!
Μα ούτε σε λίγο ούτε σε πολύ τον είδαν με καλπάζουσα. Η χάρη του μυστηρίου δεν επέτρεψε να πάθει τίποτα.
Ο μακαριστός Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), ο θεοφώτιστος λαϊκός ιεροκήρυκας, κήρυσσε ακόμα και στο νοσοκομείο «Σωτηρία»,
όπου άλλοι δεν πλησίαζαν από το φόβο της φυματίωσης.
Εκεί τον ακολουθούσε ο ιερέας π. Δημήτριος Παπαντώνης, που εξομολογούσε τους φυματικούς και τελούσε τη θεία λειτουργία.
Μια μέρα ένας γιατρός, που παρακολουθούσε τις ομιλίες προβληματισμένος, πλησιάζει τον ιεροκήρυκα και του λέει:
- Κύριε Παναγόπουλε, ο ιερέας είναι αδύνατον να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Κοινωνούν τόσοι ασθενείς από αυτό,
κι όπως είναι γνωστό, το μικρόβιο της φυματιώσεως μεταδίδεται με το σάλιο. Τι κάνει λοιπόν ο ιερέας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που περισσεύει;
Το χύνει στο χωνευτήρι; Αυτό όμως δεν είναι μεγάλη αμαρτία;
- Τέτοιο πράγμα δεν γίνεται ποτέ, αντέτεινε ο ιεροκήρυκας. Ο Χριστός δεν μολύνεται από μικρόβια.
Κι από τα άχραντα Μυστήρια δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μολύνσεως.
Ο γιατρός όμως δεν μπορούσε να πιστέψει. Τότε εκείνος τον προέτρεψε να παρακολουθήσει την επόμενη θεία λειτουργία, και στο τέλος να σταθεί κάπου,
ώστε να βλέπει τις κινήσεις του ιερέα την ώρα της καταλύσεως.
Έτσι κι έγινε. Ο γιατρός είδε με τα μάτια του το λειτουργό να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Τον είδε μάλιστα να ρίχνει νάμα δυο-τρεις φορές, φροντίζοντας να μείνει ούτε ίχνος από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Από τότε ο γιατρός, όχι μόνο πίστευε, αλλά και εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μαζί με τους ασθενείς.
Πηγή: Μποτσούρη Γεωργ. Και Βας., Ο ιεροκήρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), Αθήναι 1993
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 153
Ο μακαριστός ηγούμενος του οσίου Δαβίδ, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (†1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ’ όλες τις ιερές ακολουθίες,
μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.
Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά, στην μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν να μην πατάει στο έδαφος,
αλλά να στέκεται και να βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους να κρατούν το Σώμα του Κυρίου.
«Οι άνθρωποι», έλεγε, «είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στο ναό, στη διάρκεια της θείας λειτουργίας».
« Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν να ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά που έβλεπαν τα μάτια μου.
Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε « Ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι» .
Ξαφνικά, νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην αγία πρόθεση. Νόμιζα πως ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πως τόλμησε ο ευλογημένος να κάνει τέτοια ασέβεια – να μπει από την ωραία πύλη και να με σπρώξει.
Γυρίζω, και τι να δω! Μια τεράστια φτερούγα, που είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε να προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο..
«Τι γίνεται στο ιερό την ώρα της λειτουργίας! Στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου..
Μερικές φορές δεν μπορώ να αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα. Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πως κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά που βλέπω και ακούω.
Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! Και μόλις ο ιερέας πει το «Δι’ ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις. Τότε μέσα στο ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!»
«Απόψε παιδί μου», αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, «συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται.
Σαν πεθάνω, να πεις πως κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και ζούσε με την Αγία Τριάδα.»
Όταν τελούσε την προσκομιδή ο π. Ιάκωβος, συχνά έβλεπε την πνευματική κατάσταση των κεκοιμημένων που μνημόνευε.
«Κάθε φορά που προσκομίζω», έλεγε, « βλέπω τις ψυχές που περνούν από μπροστά μου και με παρακαλούν να τις μνημονεύσω. Και να θέλω να τις ξεχάσω δεν μπορώ.
Την ώρα που ο ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα στην αγία πρόθεση, κατεβαίνει άγγελος Κυρίου, παίρνει την μνημόνευση και την πηγαίνει στο θρόνο του Δεσπότη Χριστού σαν προσευχή γι’ αυτούς που μνημονεύθηκαν.
Σκεφτείτε λοιπόν πόσο αξίζει να σας μνημονεύουν στην αγία πρόθεση».
Κάποια φορά ο γέροντας λησμόνησε να μνημονεύσει στην προσκομιδή τη μητέρα του, κι εκείνη εμφανίστηκε και του είπε με παράπονο:
- Πάτερ Ιάκωβε, δεν με μνημόνευσες σήμερα!
- Πώς δεν σε μνημόνευσα μητέρα! Κάθε μέρα σε μνημονεύω, βγάζω μάλιστα για σένα την καλύτερη μερίδα.
- Όχι, παιδί μου, σήμερα με ξέχασες, και η ψυχή μου δεν αναπαύεται όσο τις άλλες μέρες.
Κάτι ανάλογο του συνέβη και με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο. Ο π. Ιάκωβος τελειώνοντας μια φορά την προσκομιδή, ξεκίνησε για την αγία τράπεζα.
Βλέπει τότε τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο να στέκει δεξιά του, με τις παλάμες τη μια μέσα στην άλλη, όπως συνηθίζουν οι ιερείς να μεταλαβαίνουν το δεσποτικό Σώμα, σαν να ζητούσε κι εκείνος τη δική του μερίδα.
Ο λόγος ο καλός κάνει τον κακό καλό, έλεγε ο όσιος Μακάριος, ενώ ο κακός λόγος και τον καλό ερεθίζει
Κάποτε ο υποτακτικός του Οσίου, συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλολάτρη ιερέα που περπατούσε βιαστικά.
- Αι, σατανά, πού τρέχεις; του φώναξε απερίσκεπτα.
Εκείνος τότε θύμωσε κι έσπασε το ραβδί του στις πλάτες του καλόγερου, ώσπου τον άφησε μισοπεθαμένο. Σε λίγο φάνηκε και ο όσιος στο δρόμο. Βλέποντας τον ειδωλολάτρη να τρέχει τώρα για να κρυφτεί, του φώναξε με καλωσύνη:
- Ο Θεός να σε ευλογεί, προκομμένε άνθρωπε.
Εκείνος στάθηκε σαστισμένος και ρώτησε:
- Τι καλό είδες σε μένα, αββά, και μου μιλάς έτσι;
- Σε βλέπω που τρέχεις, του είπε ο όσιος, λυπάμαι μόνο που δεν έχεις καταλάβει ακόμη πως μάταια κοπιάζεις.
- Η κουβέντα σου γλυκαίνει την ψυχή μου, είπε ήρεμος ο ειδωλολάτρης τώρα. Αυτό είναι σημάδι πως είσαι πραγματικά άνθρωπος του Θεού.Πριν από λίγο με βρήκε ένας κακός καλόγερος και χωρίς λόγο με έβρισε. Αλλά και εγώ τον πλήρωσα καλά. Τον άφησα αναίσθητο από το ξύλο.
Ο Γέροντας κατάλαβε πως αυτός ήταν ο υποτακτικός του. Ψάχνοντας λίγο πιο πέρα τον βρήκε σε κακή κατάσταση. Ζήτησε τότε από τον ειδωλολάτρη να τον βοηθήσει να τον μεταφέρουν στην καλύβα τους.
Σαν έφθασαν εκεί, εκείνος γύρεψε συγχώρεση από τον Όσιο Μακάριο γιατί είχε κακομεταχειριστεί το μαθητή του και τον παρακάλεσε να τον κάνει Χριστιανό.
(Γεροντικό, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 54)
Μεγάλου Βασίλείου
Οι «δικαιολογίες»: το κακό να νικιέται πρώτα μέσα μας
Καμία κακία – οργή, μνησικακία, φθόνος, φιλονικία – λέει ο Μέγας Βασίλειος, να μην προέρχεται από εμάς. Ίχνος κακίας, ούτε πράξη, ούτε λόγος, ούτε καν χειρονομία ή έκφραση του προσώπου. Οι νέοι άνθρωποι νιώθουν, συνήθως, πολύ περισσότερο διαθέσιμοι από τους ενήλικες να μπουν σε έναν τέτοιο αγώνα με τον εαυτό τους. Η ιδέα ότι μπορούν «να σταματούν το κακό» τους ενδιαφέρει, και δεν τους αρκεί φυσικά η δημιουργία μιας άψογης μάσκας κάτω από την οποία θα κρύβονται.
Τι γίνεται όμως με τους άλλους, όταν εμείς αρχίζουμε αυτόν τον αγώνα; Δεν είναι αρκετή δικαιολογία για τα λάθη μας, συνεχίζει ο Βασίλειος, ότι προηγουμένως κάποιος μας στενοχώρησε. Γιατί όμως να μην «πληρώνουμε τους άλλους με το ίδιο νόμισμα», όταν φταίνε; Η απάντηση είναι ότι έτσι, αντί να σταματάει, το κακό πολλαπλασιάζεται. Και συμμετέχουμε και εμείς πια σε αυτό, ανοίγοντας την πόρτα σε περισσότερη πικρία, ασυνεννοησία, εκδικητικότητα. Να κάτι που μοιάζει να ξεκαθαρίζει το τοπίο για όσους επιθυμούν πραγματικά να αγωνιστούν: δεν έχει σημασία γιατί κάνουμε το κακό, σημασία έχει ότι κάνουμε κακό.
Ας αντιστρέψουμε λίγο τα πράγματα: έχουμε σκεφτεί πόσο διδακτικοί μπορούν να μας φανούν οι άλλοι στον αγώνα κατά της κακίας; Μπορούμε να λειτουργήσουμε σαν τους αθλητές, που ξέρουν ότι τα εμπόδια δυναμώνουν τους μυς τους για το τρέξιμο. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε σε μια επιστολή που στέλνει ένας Ρώσος πνευματικός, ο στάρετς Μακάριος της μονής της Όπτινα σε κάποιον που δυσκολεύεται να ελέγξει το θυμό του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δάσκαλος και διαμαρτυρόταν για τις αταξίες των μαθητών του. «Γενναία πολέμησε τα ξεσπάσματα του θυμού σου», του γράφει ο στάρετς. «Ο θυμός είναι ένα από τα σοβαρότερα πάθη σου, αλλά δε θα μπορούσες ποτέ να γιατρευτείς από αυτό, αν δεν το συνειδητοποιούσες. Επομένως τα παιδιά, που με τις αταξίες τους σε νευριάζουν, είναι τα όργανα του Θεού για τη διόρθωσή σου. Ευχαρίστησέ τα γι’ αυτό από τα βάθη της καρδιάς σου. Είναι καλύτερα να μην τα μαλώνεις όταν βρίσκεσαι σ’ αυτή την ταραγμένη ψυχική κατάσταση. Και για σένα θα είναι πιο ωφέλιμο, αλλά και για τα παιδιά σου πιο αποτελεσματικό, αν αργότερα συζητήσεις ήρεμα μαζί τους και τα βοηθήσεις με τον πειστικό σου λόγο να κατανοήσουν το σφάλμα τους» ( Στάρετς Μακαρίου της Όπτινα, Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου,1998, σ.132-133). Οι άλλοι μπορεί να γίνουν η άσκησή μας και, ποιος ξέρει, ίσως στο μέτρο που εμείς διορθωνόμαστε, να μας φαίνονται και λιγότερο «κακοί».
Ένα ακόμα χαριτωμένο παράδειγμα αναφέρεται στο βίο ενός αγίου που θύμωνε πολύ με τους άλλους. Κάποτε ένιωσε πως δεν άντεχε άλλο (το συναξάρι δεν ξεκαθαρίζει αν δεν άντεχε τους θυμούς του ή τους αδελφούς του που τους προκαλούσαν) και πως έτρεξε στο ναό και προσευχήθηκε πολύ θερμά στο Χριστό, ζητώντας Του να τον απαλλάξει από το πάθος του θυμού. Όταν γεμάτος ελπίδα βγήκε έξω, συνάντησε κάποιον που ποτέ δεν είχε μαλώσει μαζί του. Ωστόσο, αυτή τη φορά, εκείνος ο αδελφός τον προσέβαλε και τον θύμωσε. Πήγε τότε να βρει κάποιον άλλο αδελφό του που πάντα τον παρηγορούσε. Αλλά και αυτός ακόμα του φέρθηκε άσχημα και τον θύμωσε. Τότε έτρεξε στο ναό και, πέφτοντας στα γόνατα, είπε: «Μα, Κύριε, δε σου ζήτησα να με απαλλάξεις από το θυμό;» Και ο Κύριος απάντησε: «Ναι, ακριβώς γι’ αυτό σου δίνω περισσότερες ευκαιρίες για να καταφέρεις να απαλλαγείς μόνος σου»( Αρχιεπ. Anthony Bloom, Μάθε να προσεύχεσαι, εκδ. Έλαφος, σ.72-73).
(Τα παραπάνω κείμενα προέρχονται από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2006α, σ.95 και σ.224-226)
- Γέροντα, τι βοηθάει να διώχνω τους λογισμούς υπόνοιας;
- Όλα είναι πάντα έτσι, όπως τα βλέπεις; Να βάζης πάντα ένα ερωτηματικό σε κάθε λογισμό σου, μια που όλα τα βλέπεις συνήθως αριστερά.
Αν βάζης δύο ερωτηματικά, είναι πιο καλά. Αν βάζης τρία, είναι ακόμη καλύτερα. Έτσι κι εσύ ειρηνεύεις και ωφελείσαι, αλλά και τον άλλον ωφελείς. Αλλιώς, με τον αριστερό λογισμό νευριάζεις, ταράζεσαι και στενοχωριέσαι, οπότε βλάπτεσαι πνευματικά.
Όταν αντιμετωπίζεις ό,τι βλέπεις με καλούς λογισμούς, μετά από λίγο καιρό θα δης ότι όλα ήταν πράγματι έτσι, όπως τα είδες με καλούς λογισμούς. Θα σου πω ένα περιστατικό, για να δης τι κάνει ο αριστερός λογισμός. Μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένας μοναχός και μου λέει: «Ο Γέρο- Χαράλαμπος είναι μάγος· έκανε μαγικά». «Τι λες, μωρέ χαμένε; Δεν ντρέπεσαι;», του λέω. «Ναι, μου λέει, τον είδα μια νύχτα με φεγγάρι που έκανε "μ, μ, μμμ..." και έχυνε με μία νταμιτζάνα κάτι μέσα στα κλαδιά».
Πάω μία μέρα και βρίσκω τον Γέρο-Χαράλαμπο. «Τι γίνεται, Γέρο-Χαράλαμπε; του λέω. Πώς τα περνάς; Τι κάνεις; Κάποιος σε είδε που έριχνες εκεί μέσα στα βάτα κάτι με μία νταμιτζάνα και έκανες "μ, μ, μμμ..."».
«Ήταν κάτι κρίνα μέσα στα ρουμάνια, μου λέει, και πήγα να τα ποτίσω. Έλεγα "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!" -και έριχνα λίγο νερό στο ένα κρίνο· "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!" και έριχνα λίγο νερό στο άλλο... Γέμιζα πάλι την νταμιτζάνα, ξαναέριχνα».
Βλέπεις; Και ο άλλος τον πέρασε για μάγο! Βλέπω, μερικοί κοσμικοί τι καλούς λογισμούς που έχουν! Ενώ άλλοι, οι καημένοι, πόσο βασανίζονται με πράγματα που ούτε καν υπάρχουν, αλλά ούτε και ο πειρασμός θα μπορούσε να τα σκεφθή! Μια φορά, όταν έβρεξε μετά από μεγάλη ανομβρία, ένιωσα τέτοια ευγνωμοσύνη στον Θεό, που καθόμουν μέσα στο Καλύβι και έλεγα συνέχεια: «Σ' ευχαριστώ εκατομμύρια-δισεκατομμύρια φορές, Θεέ μου».
Έξω, χωρίς να το ξέρω, ήταν ένας κοσμικός και με άκουσε. Όταν με είδε μετά, μου είπε: «Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Άκουσα να λες "εκατομμύρια-δισεκατομμύρια" και είπα "τι είναι αυτά που λέει ο πατήρ Παΐσιος;"». Τι να του έλεγα; Εγώ εννοούσα ευχαριστίες στον Θεό για την βροχή, και αυτός νόμιζε ότι μετρούσα χρήματα. Και αν ήταν κανένας άλλος, θα μπορούσε να έρθη να με ληστέψη το βράδυ, να μου δώση και ένα γερό ξύλο, και τελικά δεν θα έβρισκε τίποτε.
Μια άλλη φορά είχε έρθει κάποιος που είχε άρρωστο παιδί. Τον πήρα να τον δω μέσα στο εκκλησάκι. Όταν άκουσα το πρόβλημά του, του είπα, για να τον βοηθήσω: «Κάτι πρέπει να κάνης κι εσύ, για να βοηθηθή το παιδί σου. Μετάνοιες δεν κάνεις, νηστεία δεν κάνεις, χρήματα δεν έχεις, για να κάνης ελεημοσύνες, πες στον Θεό: "Θεέ μου, δεν έχω κανένα καλό να θυσιάσω για την υγεία του παιδιού μου, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να κόψω το τσιγάρο"».
Ο καημένος συγκινήθηκε και μου υποσχέθηκε πως θα το κάνη. Πήγα να του ανοίξω την πόρτα, για να φύγη, και εκείνος άφησε το τσακμάκι και τα τσιγάρα μέσα στο εκκλησάκι, κάτω από την εικόνα του Χριστού. Εγώ δεν το πρόσεξα. Μετά από αυτόν μπήκε ένας νεαρός στο εκκλησάκι, κάτι ήθελε να μου πη, και ύστερα βγήκε έξω και κάπνιζε.
Του λέω: «Παλληκάρι, δεν κάνει να καπνίζης εδώ. Πήγαινε λίγο πιο πέρα». «Μέσα στην εκκλησία επιτρέπεται να καπνίζης;», μου λέει. Αυτός είχε δει το πακέτο με το τσακμάκι που είχε αφήσει ο πατέρας του άρρωστου παιδιού και έβαλε λογισμό ότι καπνίζω. Τον άφησα να φύγη με τον λογισμό του. Καλά, και αν κάπνιζα, και μέσα στην εκκλησία θα κάπνιζα; Βλέπετε τι είναι ο λογισμός;
- Γέροντα, η υπόνοια, η καχυποψία, πόση ζημιά μπορεί να κάνη στην ψυχή;
- Ανάλογα με την υπόνοια είναι και η ζημιά. Η καχυποψία φέρνει καχεξία.
- Πώς θεραπεύεται;
- Με καλούς λογισμούς.
- Γέροντα, αν δη ο άνθρωπος ότι πέφτει έξω μια φορά, αυτό δεν τον βοηθάει;
- Αν πέση μια φορά έξω, τέλος πάντων· αν πέση όμως δυό φορές, θα σακατευθή. Θέλει προσοχή, γιατί και ένα τοις χιλίοις να μην είναι τα πράγματα έτσι όπως τα σκεφθήκαμε, κολαζόμαστε. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, μια φορά την Μεγάλη Σαρακοστή ένα γεροντάκι, ο Γέρο-Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τον είδε ένας αδελφός την ώρα που τα έβαζε στο τηγάνι και έρχεται και μου λέει: «Να δης, ο Γέρο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα!». «Μα, του λέω, ο Γέρο-Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, δεν είναι δυνατόν να τηγανίζη μπαρμπούνια». «Ναι, μου λέει, τα είδα με τα μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τόσα!».
Ο Γέρο- Δωρόθεος είχε έρθει δεκαπέντε χρόνων στο Άγιον Όρος και ήταν σαν μάνα. Αν έβλεπε κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, «έλα εδώ, του έλεγε, έχω ένα μυστικό να σου πω», και του έδινε λίγο ταχίνι με κοπανισμένα καρύδια ή κάτι άλλο. Και τα γεροντάκια τα οικονομούσε ανάλογα. Πάω μετά στον Γέρο-Δωρόθεο και τι να δω; Κολοκυθάκια τηγάνιζε για το νοσοκομείο!
- Και αν, Γέροντα, ένας λογισμός υπόνοιας για κάποιον βγη αληθινός;
- Και αν μια φορά βγη αληθινός ένας τέτοιος λογισμός, σημαίνει ότι κάθε φορά θα είναι αληθινοί τέτοιοι λογισμοί; Ύστερα που ξέρεις αν ο Θεός επέτρεψε να βγη αληθινός εκείνος ο λογισμός, για να δώση πνευματικές εξετάσεις ο άλλος στην ταπείνωση; Βέβαια χρειάζεται να προσέχη κανείς να μη δίνη και ο ίδιος αφορμές, ώστε ο άλλος να βγάζη λανθασμένα συμπεράσματα. Για να βάλη λ.χ. κάποιος έναν αριστερό λογισμό για σένα, μπορεί ο ίδιος να έχη εμπάθεια, αλλά κι εσύ μπορεί να έδωσες αφορμή. Αν, παρόλο που εσύ πρόσεξες, ο άλλος σκεφθή κάτι εις βάρος σου, τότε να δοξάσης τον Θεό και να ευχηθής για εκείνον.
«Συζήτηση με τους λογισμούς»
- Γέροντα, όταν έρχεται ένας λογισμός υπερήφανος, υποφέρω.
- Τον κρατάς μέσα σου;
- Ναι.
- Γιατί τον κρατάς; Να του κλεινής την πόρτα. Άμα τον κρατάς μέσα σου, ζημιά έχεις. Έρχεται ο λογισμός σαν τον κλέφτη, του ανοίγεις την πόρτα, τον βάζεις μέσα, πιάνεις κουβέντα μαζί του, και μετά εκείνος σε κλέβει. Με τον κλέφτη πιάνει κανείς κουβέντα; Όχι μόνον κουβέντα δεν πιάνει, αλλά κλειδώνει την πόρτα, για να μην μπη μέσα.
Μπορεί ακόμη και να μη συζήτησης μαζί του, αλλά γιατί να τον αφήσης να περάση; Ας πούμε ένα παράδειγμα· δεν λέω ότι έχεις τέτοιους λογισμούς, αλλά ας υποθέσουμε ότι σου έρχεται ένας λογισμός ότι μπορούσες να είσαι εσύ Γερόντισσα. Εντάξει, ήρθε ο λογισμός.
Μόλις έρθη, πες στον εαυτό σου: «πολύ καλά· θέλεις να είσαι Γερόντισσα; γίνε πρώτα στον εαυτό σου Γερόντισσα», οπότε αμέσως κόβεις την συζήτηση. Τι, με τον διάβολο θα συζητάμε; Βλέπεις, όταν ο διάβολος πήγε να πειράξη τον Χριστό, Εκείνος του είπε: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Αφού ο Χριστός είπε στον διάβολο: «άντε πήγαινε...», εμείς τι να συζητάμε;
- Γέροντα, είναι κακό να συζητάω έναν αριστερό λογισμό, για να δω από που προέρχεται;
- Το κακό είναι ότι δεν συζητάς με τον λογισμό, όπως νομίζεις, αλλά με το ταγκαλάκι. Περνάς ευχάριστα εκείνη την ώρα, μετά όμως παιδεύεσαι. Να μη συζητάς καθόλου τέτοιους λογισμούς. Να πιάνης την χειροβομβίδα και να την πετάς στον εχθρό, για να τον σκοτώσης. Η χειροβομβίδα έχει την ιδιότητα να μη σκάη αμέσως, αλλά μετά δύο-τρία λεπτά. Έτσι και ο αριστερός λογισμός, αν τον διώξης αμέσως, δεν μπορεί να σε βλάψη.
Αλλά εσύ μερικές φορές δεν έχεις εγρήγορση, δεν λες την ευχή, και δεν μπορείς να αμυνθής. Έρχεται το τηλεγράφημα του διαβόλου απ' έξω, το παίρνεις, το διαβάζεις, το ξαναδιαβάζεις, το πιστεύεις και το περνάς στο αρχείο. Αυτούς τους φακέλους θα τους παρουσίαση το ταγκαλάκι την ημέρα της Κρίσεως, για να σε κατηγορήση.
- Γέροντα, πότε η προσβολή ενός αριστερού λογισμού είναι πτώση;
- Έρχεται ο λογισμός και τον διώχνεις αμέσως. Αυτό δεν είναι πτώση. Έρχεται και τον συζητάς. Αυτό είναι πτώση. Έρχεται, τον δέχεσαι λίγο και μετά τον διώχνεις. Αυτό είναι μισή πτώση, γιατί και τότε έχεις πάθει ζημιά, επειδή μόλυνε ο διάβολος τον νου σου. Δηλαδή είναι σαν να ήρθε ο διάβολος και του είπες: «Καλημέρα, τι γίνεται; Καλά; Κάθησε να σε κεράσω. Α, ο διάβολος είσαι; Φύγε τώρα». Αφού είδες ότι είναι ο διάβολος, γιατί τον έβαλες μέσα; Τον κέρασες και θα ξανάρθη.
«Συγκατάθεση στον λογισμό»
- Γιατί, Γέροντα, μου περνούν στο μοναστήρι διάφοροι κακοί λογισμοί, ενώ στον κόσμο δεν γινόταν αυτό; Εγώ τους επιτρέπω;
- Όχι, ευλογημένη! Ας τους να έρχωνται και να φεύγουν. Μήπως τα αεροπλάνα που περνούν πάνω από το μοναστήρι και σου χαλούν την ησυχία σε ρωτούν; Έτσι και αυτοί οι λογισμοί. Μην απελπίζεσαι. Αυτοί οι λογισμοί είναι κανοναρχίσματα του διαβόλου. Είναι σαν τα διαβατάρικα πουλιά που, όταν πετούν στον ουρανό, είναι πολύ όμορφα να τα χαζεύης. Αν όμως κατεβούν και κάνουν φωλιά στο σπίτι σου, μετά κάνουν πουλάκια, και τα πουλάκια λερώνουν.
- Γιατί όμως, Γέροντα, να μου έρχονται τέτοιοι λογισμοί;
- Αυτήν την δουλειά την κάνει ο πειρασμός. Αλλά υπάρχει μέσα σου και κατακάθι· δεν έγινε ακόμη η κάθαρση. Εφόσον όμως εσύ δεν τους δέχεσαι, δεν έχεις ευθύνη. Άφησε τα σκυλιά να γαυγίζουν. Μην τους ρίχνης πολλές πέτρες. Γιατί, όσο τους ρίχνεις πέτρες, συνεχίζουν να γαυγίζουν και από τις πολλές πέτρες θα χτίσουν μοναστήρι ή σπίτι, ανάλογα..., και ύστερα δύσκολα να το γκρεμίσης.
- Δηλαδή, Γέροντα, πότε γίνεται συγκατάθεση στους λογισμούς;
- Όταν τους πιπιλίζης σαν καραμέλα. Να προσπαθήσης να μην πιπιλίζης τους λογισμούς αυτούς που είναι απ' έξω ζαχαρωμένοι και μέσα φαρμάκι, και ύστερα απελπίζεσαι. Το να περνούν λογισμοί κακοί από τον άνθρωπο δεν είναι ανησυχητικό, γιατί μόνο στους Αγγέλους και στους τελείους δεν περνούν λογισμοί κακοί. Ανησυχητικό είναι, όταν ο άνθρωπος ισοπεδώσει ένα κομμάτι της καρδιάς του και δέχεται τα λυκόφτερα - τα ταγκαλάκια. Εάν καμιά φορά συμβή και αυτό, αμέσως εξομολόγηση, καλλιέργεια του αεροδρομίου και φύτεμα καρποφόρων δένδρων, για να γίνη η καρδιά πάλι Παράδεισος.
Δώδεκα μοναχοί περνούσαν για πρώτη φορά μία άγνωστη έρημο. Οταν νύχτωσε παραπλανήθηκε ο οδηγός τους κι ετράβηξε τον αντίθετο δρόμο. Οι αδελφοί το κατάλαβαν γρήγορα, αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά αγωνίστηκε ολόκληρη τη νύχτα να μην το φανερώσει, για να μη λυπήσει τον οδηγό.
Όταν ξημέρωσε είδε πια το λάθος του εκείνος.
- Συγχωρήστε με αδελφοί, είπε σαστισμένος. Μου φαίνεται πως επήρα τον αντίθετο δρόμο.
- Το ξέρουμε του αποκρίθηκαν εκείνοι, αλλά μη στενοχωριέσαι, γυρίζουμε πίσω.
Και χωρίς να δείξουν καμμία απολύτως δυσαρέσκεια, που είχαν περπατήσει όλη τη νύχτα άσκοπα μία απόσταση δώδεκα μιλίων, άρχισαν καινούργια πορεία.
Ο οδηγός θαυμάζοντας την ευγένειά τους, έλεγε και ξανάλεγε:
Μέχρι θανάτου μπορούν να συγκρατηθούν οι άνθρωποι του Θεού,
για να μην λυπήσουν τον αδελφό τους.
Μια νέα οσιακή μορφή από τα Φάρασα της Καππαδοκίας, γνωστή στην πατρίδα του με την προσωνυμία «Χατζεφεντής», είναι ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924).
Οι Φαρασιώτες διηγούνται πολλά θαυμαστά γεγονότα, που σχετίζονται με τον όσιο.
Κάποτε στα Φάρασα, τη μέρα της Αναστάσεως, μπήκε ένας Τούρκος λήσταρχος στην εκκλησία, την ώρα που τελούσε ο όσιος της Θεία Λειτουργία. Μόλις είδε τον Τούρκο αρματωμένο και αδιάντροπο μέσα στο Ναό, τον ειδοποίησε να φύγει αμέσως. Εκείνος όμως δεν έδωσε σημασία. Ο όσιος συνέχισε ατάραχος τη θεία λειτουργία.
Όταν βγήκε για τη Μεγάλη Είσοδο, τον είδε ο Τούρκος να μην πατάει στη γη, αλλά να περπατάει στον αέρα. Βλέποντας αυτό το θαύμα άρχισε να τρέμει. Έκανε να φύγει, μα δεν μπορούσε, γιατί ένιωθε δεμένος με ένα αόρατο σχοινί.
Ο όσιος, αφού μπήκε με τα Αγια στο ιερό, έκανε νόημα στον Τούρκο να φύγει. Πραγματικά, την ώρα εκείνη ο λήσταρχος ένιωσε λυμένος. Τρέμοντας ολόκληρος, βγήκε έξω κι έπεσε κάτω σαν νεκρός.
Όταν τελείωσε η λειτουργία, βγήκε ο λειτουργός από το ναό, πλησίασε τον Τούρκο, τον σήκωσε, κι έτσι εκείνος μπόρεσε να στηριχτεί στα πόδια του. Ύστερα του έκανε αυστηρή παρατήρηση, του έδωσε πέντε γρόσια και τον άφησε να φύγει υγιή, αλλά κατατρομαγμένο.
(Παϊσίου μοναχού Αγιορείτου, Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, στο Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου σελ. 26-27)
Πρός τήν σύζυγον τοῦ Ἀρινθαίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατό… »
Πρός τήν σύζυγον τοῦ Νεκταρίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατο τοῦ παιδιοῦ της.
1. Ἐσκόπευα νά σιωπήσω ἀπέναντι τῆς κοσμιότητός σου μέ τήν σκέψη ὅτι, μέ τήν ψυχή συμβαίνει ὅτι καί μέ ἕνα μάτι πού πάσχει ἀπό φλεγμονή. Αὐτό, δηλαδή τό μάτι καί τό πιό ἁπαλό πράγμα νά τό ἐγγίσει ἐρεθίζεται. Ἔτσι αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή πού ἔχει τραυματιστεῖ ἀπό βαριά θλίψη, ὅταν πάει κανείς νά τῆς μιλήσει. Γιατί τά λόγια ὅσο καί ἄν εἶναι παρηγορητικά ὅταν λέγονται τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πάσχει καί ἀγωνιᾶ, τίς φαίνονται πολύ ἐνοχλητικά. Ἐπειδή ὅμως σκέφθηκα ὅτι τώρα ἔχω νά κάνω μέ Χριστιανή ἐκπαιδευμένη στά θεῖα ἀπό πολύ καιρό καί πεπειραμένη στά ἀνθρώπινα, ἐνόμισα ὅτι δέν θά ἦταν σωστό νά παραλείψω τό καθῆκον μου.
Γνωρίζω ποιά εἶναι τά σπλάγχνα τῶν μητέρων καί ἰδιαίτερα ὅταν θυμηθῶ τούς δικούς σου καλούς καί ἥμερους τρόπους πρός ὅλους, λογαριάζω πόσο μεγάλος πρέπει νά εἶναι ὁ πόνος γιά τή συμφορά πού σ᾽ ἔχει βρεῖ τώρα. Ἔχασες γιό, τόν ὁποῖο, ὅσον ζοῦσε, μακάριζαν ὅλες οἱ μητέρες καί εὔχονταν τέτοιοι νά εἶναι καί οἱ δικοί τους γιοί. Καί ὅταν πέθανε, ἔκλαψαν σάν νά εἶχε θάψει κάθε μία τόν δικό της. Ὁ θάνατος ἐκείνου ὑπῆρξε πλῆγμα στίς δύο πατρίδες (ἐννοεῖ καί τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας του), τήν δική μας καί τήν χώρα τῶν Κιλίκων. Μ᾽ ἐκεῖνον μαζί ἔπεσε καί τό μέγα καί ἔνδοξον γένος (σημ: Ἴσως τό πεθαμένο παιδί νά ἦταν μονάκριβο. Ἔτσι μέ τό θάνατό του ξεκληριζόταν ἡ γενιά τους), κατέρρευσε σάν νά μετακινήθηκε ἡ βάση του. Ὤ συναπάντημα πονηροῦ δαίμονος! Πόσο τρομερό κακό κατώρθωσες νά προκαλέσεις! Ὤ γῆ, πού ἀναγκάστηκες νά ὑποφέρεις ἕνα τέτοιο πάθος! Καί ὁ ἥλιος ἀσφαλῶς θά ἔφριττε, ἄν εἶχε αἴσθηση μπροστά σ᾽ ἐκεῖνο τό σκυθρωπό θέαμα. Καί τί μπορεῖ νά πεῖ κανείς ἄξιο νά ἐκφράζει ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἀπελπισία τῆς ψυχῆς.
2. Ἀλλά, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τά ὅσα μᾶς συμβαίνουν δέν εἶναι ἔξω ἀπό τή θεία Πρόνοια, γιατί οὔτε σπουργίτης δέν πέφτει χωρίς τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας. Ὥστε ὅ,τι ἔχει συμβεῖ ἔγινε μέ τό θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ μας. Καί ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἄς δεχτοῦμε λοιπόν τό συμβάν. Διότι μέ τήν δυσανασχέτηση οὔτε αὐτό πού ἔχει γίνει διορθώνουμε καί ἐπί πλέον καταστρέφουμε τούς ἑαυτούς μας. Ἄς μή κατηγορήσουμε τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, διότι εἴμαστε πολύ ἀμαθεῖς, γιά νά ἐλέγχουμε τίς ἀνέκφραστες κρίσεις Του. Τώρα ὁ Κύριος δοκιμάζει τήν ἀγάπη σου σ᾽ Ἐκεῖνον. Τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά κερδίσεις μέ τήν ὑπομονή σου τήν μερίδα τῶν Μαρτύρων. Ἡ μητέρα τῶν Μακκαβαίων εἶδε τό θάνατο ἑπτά παιδιῶν της καί δέν ἐστέναξε, οὔτε ἔχυσε ἄσκοπα δάκρυα, ἀλλά ἐνῶ ἔβλεπε τά παιδιά της νά φεύγουν ἀπό αὐτή τή ζωή μέ σκληρά βασανιστήρια, εἶχε εὐχαριστιακά βιώματα πρός τό Θεό. Γι᾽ αὐτό καί κρίθηκε καί ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους τέλεια καί καταξιωμένη Χριστιανή. Μεγάλη ἡ συμφορά, τό ὁμολογῶ καί ἐγώ. Μεγάλοι ὅμως καί οἱ μισθοί πού ὁ Κύριος ἔχει ἑτοιμάσει γιά ὅσους κάνουν ὑπομονή.
Ὅταν ἔγινες μητέρα καί εἶδες τό παιδί σου καί εὐχαριστοῦσες τό Θεό, γνώριζες ὁπωσδήποτε ὅτι εἶσαι θνητή καί ὅτι θά γέννησες θνητό. Τί τό παράδοξον λοιπόν, πού ὁ θνητός πέθανε; Μήπως σέ στενοχωρεῖ πού πέθανε πρόωρα; Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε ἐάν δέν ἦταν τώρα ὁ κατάλληλος καιρός νά φύγει. Γιατί ἐμεῖς δέν ξέρουμε τί συμφέρει τήν ψυχή μας οὔτε ὁρίζουμε προθεσμίες στήν ἀνθρωπίνη ζωή. Στρέψε τά μάτια σου γύρω σ᾽ ὅλο τόν κόσμο ὅπου κατοικεῖς, καί θά κατανοήσεις ὅτι ὅλα ὅσα βλέπουμε εἶναι θνητά καί ὅτι ὑπόκεινται ὅλα στή φθορά. Κύτταξε ἐπάνω στόν οὐρανό. Κάποτε καί αὐτός θά διαλυθεῖ. Κύτταξε τόν ἥλιο. Oὔτε καί αὐτός θά παραμείνει. Τά ἀστέρια ὅλα, τά ζῶα τῆς ξηρᾶς καί τῶν ὑδάτων, αἱ ὡραιότητες τῆς γῆς, ἡ ἴδια ἡ γῆ, ὅλα εἶναι φθαρτά, ὅλα μετά ἀπό λίγο δέν θά ὑπάρχουν.
Ἄς εἶναι λοιπόν ἡ σκέψις ὅλων αὐτῶν παρηγοριά γιά ὅτι σοῦ ἔχει τώρα συμβεῖ. Μή μετρᾶς τή συμφορά στό βάθος της, γιατί τότε θά σοῦ φανεῖ ἀφόρητη. Ἄν ὅμως τό συγκρίνεις μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα, τότε θά βρεῖς παρηγοριά. Ἐπάνω δέ ἀπό ὅλα ἔχω νά σοῦ πῶ ἐκεῖνο τό σπουδαῖο: Λυπήσου τόν σύζυγόν σου. Νά παρηγορεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μή κάμεις σκληρότερη τή συμφορά μέ τό νά σέ βλέπει νά καταστρέφεις ἀπό τή στενοχώρια τόν ἑαυτό σου. Καί μέ λίγα λόγια ἔχω τή γνώμη ὅτι δέν ὑπάρχουν λόγια τέτοια πού νά μποροῦν νά χαρίσουν σ᾽ αὐτό τόν πόνο σας παρηγοριά. Πιστεύω ὅτι αὐτή τή δοκιμασία θά τήν ξεπεράσετε μονάχα μέ τήν προσευχή.
Εὔχομαι λοιπόν ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος νά ἀγγίξει τήν καρδιά σου μέ τήν ἀνέκφραστη δύναμή Του καί νά ἀνάψει μέ ἀγαθούς λογισμούς τό φῶς στή ψυχή σου, ὥστε νά βρεῖς μέσα σου τήν παρηγοριά.
(από το βιβλίο: Τι είναι ο Χριστός, μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου(+))
α. Ο Προβληματισμός
1. Όταν ήμουν έφηβος, ήθελα να είμαι πάντοτε χαρούμενος. Ήθελα να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο! Ακόμη ήθελα η ζωή μου να έχη νοήμα! Έψαχνα να βρω απάντηση στα ερωτήματα:
• Ποιός είμαι;
• Γιατί γεννήθηκα;
• Γιατί ζω;
• Πού με οδηγεί η πορεία της ζωής μου;
Παράλληλα ήθελα να είμαι πάντοτε ελεύθερος. Και μάλιστα ο πιο ελεύθερος άνθρωπος στον κόσμο! Για μένα ελευθερία δεν ήταν, να μπορούσα να έκανα ό,τι ήθελα∙ (αυτό όλοι το μπορούν∙ και οι πιο πολλοί αυτό κάνουν!) Εγώ ήθελα, να είχα την δύναμη να κάνω αυτό που είχα χρέος να κάνω. Γιατί πολλοί ξέρουν, τι οφείλουν να κάνουν, μα δεν έχουν την δύναμη να το κάνουν∙ δηλαδή δεν έχουν δύναμη θελήσεως, να πουν όχι σε μερικές άλογες τάσεις τους, που τους σπρώχνουν σε «άλλα». Να. Ένας ναρκομανής ξέρει πόσο είναι τραγική η κατάστασή Του! Θέλει να διορθωθή! Μα μια εσωτερική τάση τον κάνει κουρέλι! Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα άλλα «σαρκικά» πάθη!
2. Τί φοβερό πράγμα, να θέλη ο νέος να είναι εντελώς ελεύθερος, να έχη φιλοσοφία του την απόλυτη ελευθερία του, και τελικά να διαπιστώνη, πως είναι δούλος∙ και μάλιστα σιδηροδέσμιος!
β. Η στραβή πορεία.
1. Έτσι άρχισα να ψάχνω για μια απάντηση στο θέμα αυτό της εσωτερικής ελευθερίας. Και τί λέτε, διαπίστωσα; Διαπίστωσα, ότι όλοι (ή... σχεδόν όλοι!) εκείνοι που είχαν κάποια εσωτερική ελευθερία, είχαν και κάποια θρησκευτικότητα. Επήρα λοιπόν μια μεγάλη απόφαση. Έκαμα και εγώ ένα ανάλογο βήμα: Επήγα στην Εκκλησία! Μα δεν μου άρεσε! Δεν ευρήκα εκεί καμμιά ψυχική άνεση. Αντίθετα. Αισθάνθηκα πολύ στενόχωρα!
Είμαι άνθρωπος πολύ πρακτικός. Όταν λοιπόν βλέπω, πως κάτι δεν μου ταιριάζει, βάζω τελεία και παύλα! Στο θέμα «θρησκεία» έκαμα κάτι περισσότερο. Έβαλα όχι απλώς τελεία και παύλα, αλλά κάτι περισσότερο. Έβαλα και σταυρό (. - +)!
2. Τότε έκαμα την σκέψη, πως το πιο ουσιαστικό είναι να επιτύχω στην ζωή. Να αγωνισθώ. Να γίνω διάσημος. Να γίνω ηγέτης...
Στο πανεπιστήμιο διαπίστωσα, πως τα προεδρεία των διαφόρων ετών διέθεταν πολλά μέσα∙ και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ζωή των πανεπιστημίων, των φοιτητών και του τόπου. Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να θέσω υποψηφιότητα. Και έτσι έγινα πρόεδρος του πρώτου έτους! Και έγινα έτσι παράγων! Με ήξεραν όλοι! Ερρύθμιζα ομιλίες! Διαλέξεις. Αγώνες. Καταλήψεις. Απεργίες. Μετείχα σε συμβούλια. Και τί το όφελος; Μετά από λίγο άρχισα να πλήττω.
Μια Δευτέρα ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο. Είχα την Κυριακή πέσει στο κρεβάτι πολύ αργά. Σκέφθηκα: Πέντε ημέρες στο μαγγανοπήγαδο! Περιμένοντας να ρθή η Παρασκευή! Γιατί η «απόλαυση» ήταν τα τρία «ελεύθερα» βράδυα: Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής! Και «φτου» από την αρχή!...
3. Μέχρι τότε όλοι οι νεαροί με θεωρούσαν σαν την «προσωποποίηση» της αποφασιστικότητας και της χαράς! Μα τα πράγματα δεν ήσαν έτσι. Εγώ ήξερα ότι ήμουν σαν μια βαρκούλα στα κύματα του ωκεανού! Περιστάσεις, καταστάσεις και συναισθήματα, που δεν τα έλεγχα καθόλου, με επήγαιναν, όπου ήθελαν! Και η ζωή μου ήταν κόλαση! Και το χειρότερο; Δεν ήξερα τότε κανέναν, που να μπορούσε να μου ειπή δυο ωφέλιμα λόγια. Μα και αν βρισκόταν, τα λόγια του δεν θα με ωφελούσαν! Δεν θα αρκούσαν! Γιατί πάνω από τα καλά λόγια εχρειαζόμουν την δύναμη (που χρειάζεται!), για να τα κάμω πράξη. Και αυτήν την δύναμη δεν την εύρισκα πουθενά!
Μέσα στην κατάσταση αυτή άρχισα να συλλογίζωμαι:
Άραγε υπάρχει άνθρωπος πιο ειλικρινής από εμένα στην προσπάθεια του να βρη το σωστό, να βρη την αλήθεια;
γ. Μια νέα διαπίστωση
1. Κάποτε έπεσε στην αντίληψή μου, ότι το Πανεπιστήμιό μας υπάρχει και ένας άλλος «κύκλος»: Λίγοι φοιτητές και δύο καθηγητές. Ήταν ένας «χριστιανικός κύκλος». Που ξεχώριζε από τους άλλους. Γιατί τα μέλη του εφαίνονταν, πως ήξεραν: και τι πιστεύουν∙ και γιατί το πιστεύουν. Είχαν ειρήνη. Και συνέπεια.
Αποφάσισα να τους πλησιάσω. Δεν με απασχολούσε, αν θα συμφωνήσουν μαζί μου. Είχα μάθει να έχω «κατανόηση». Να βλέπω ήρεμα τις πεποιθήσεις των άλλων. Και να τις σέβωμαι. Είχα φιλία και συνεργαζόμουν αρμονικά: με αριστερούς∙ με αναρχικούς∙ με δεξιούς∙ και άλλους.
2. Μα – όπως είπα – η ομάδα αυτή ήταν κάπως διαφορετική. Αυτό με έκαμε να απασχοληθώ μαζί τους στα σοβαρά. Και τι διαπίστωσα! Ότι έλεγαν λιγώτερα από όσα έπρατταν. Δεν μιλούσαν απλώς για αγάπη. Είχαν αγάπη. Και, σε αντίθετη με όλους τους άλλους, δεν άφηναν να επηρεάζωνται από τις περιστάσεις. Δεν εθυσίαζαν τις αρχές τους. Δεν ήσαν βαρκούλες, που τις πηγαίνουν όπου θέλουν τα κύματα! Έδειχναν, πως είχαν μια βαθειά χαρά. Που δεν προερχόταν από εξωτερικές ευχάριστες περιστάσεις: παιχνίδι, γλέντι, έρωτα... κλπ. Είχαν την χαρά μέσα τους. Μια βαθειά χαρά. Ήσαν χαρούμενοι σε βαθμό, που με έκανε να νευριάζω. Είχαν κάτι, που εγώ δεν το είχα.
Όλοι να ζηλεύομε αυτό που δεν έχομε. Έτσι και εγώ εζήλευα αυτή την εσωτερική χαρά τους. Και επήρα την απόφαση να συνδεθώ μαζί τους.
Ωφέλεια θα έχω! σκέφθηκα.
3. Και να, μετά από λίγες ημέρες, βρίσκομαι και εγώ στην συντροφιά τους. Είμαστε έξι φοιτητές και δυο καθηγητές. Και αρχίζει η συζήτηση. Για το Θεό.
Μέχρι τότε, κάθε φορά που άκουγα κουβέντα για τον Θεό, έβαζα τις φωνές! Για να δείξω πως τάχα είμαι «έξυπνος»! Όπως ξέρετε σε τέτοιες περιπτώσεις ο «έξυπνος» φωνάζει, όσο πιο δυνατά μπορεί.
- Για σκέψου, παιδί μου! Είναι χριστιανός! Χα-χα-χα... Και τρέχει πίσω από τους παπάδες!... Χα-χα-χα... Σαν γριούλα!... Νέος άνθρωπος!... Φοιτητής σχολής θετικών επιστημών!...
Και χρειάστηκε πολύς καιρός ακόμη, μέχρι που κατάλαβα, ότι όσο πιο πού φωνάζει κανείς, τόσο πιο κουφιοκέφαλος είναι!
Η συζήτηση αυτή δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Έτσι αφοσιώθηκα να κοιτάζω μια όμορφη κοπέλλα, που ήταν στην ομάδά τους. Μέχρι τότε είχα την ιδέα, πώς οι χριστιανοί είναι όλοι τους αποκρουστικοί. Διαπίστωσα, ότι είχα και σ’ αυτό λάθος. Και θέλοντας να κρύψω τον λογισμό μου, άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα μου. Και μετά ερώτησα, σαν τάχα να είχαν τα λόγια τους τραβήξει το ολόψυχο ενδιαφέρον μου.
- Έχετε την καλωσύνη να μου ειπήτε, τί είναι εκείνο που άσκησε την πιο μεγάλη επίδραση στην ζωή σας; Γιατί η ζωή σας δεν είναι σαν των άλλων φοιτητών και καθηγητών;
Η φοιτήτρια για την οποία σας μίλησα, πρέπει να ήξερε, τι επίστευε! Με κύτταξε στα μάτια με μια ήρεμη σοβαρότητα και είπε μόνο δυο λέξεις, που δεν περίμενα να τις ακούσω!
- Ο Ιησούς Χριστός!
Απάντησα κάπως νευριασμένος:
- Ω, για το Θεό! Άφησέ τα αυτά. Την βαρέθηκα πια την θρησκεία! Την βαρέθηκα την Εκκλησία! Τα μπούχτισα τα θρησκευτικά βιβλία! Γιατί όλα, όσα έχουν σχέση με την θρησκεία, προκαλούν μαρασμό!...
- Μα εγώ δεν σας μίλησα για θρησκεία! Εγώ είπα: Ιησούς Χριστός!...
Αυτήν την διάκριση δεν την είχα ξανακούσει!
Και η κοπέλλα συνέχισε:
- Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι η προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να βρη το δρόμο προς το Θεό! Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία! Ο Χριστιανισμός μας μιλάει για κάτι το αντίθετο: Για την προσπάθεια που κάνει ο Θεός να βρη τον άνθρωπο.
Αυτό δεν το είχα ακούσει ποτέ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι τραγικά απλές. Και συνήθως με ωρισμένες απλοϊκής μορφής απλοποιήσεις φαντάζονται πως λύνουν τα προβλήματα επιστημονικά!
Τελευταία είχα γνωρίσει έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που έλεγε στα σοβαρά:
- Ο κάθε άνθρωπος που πάει στην Εκκλησία είναι Χριστιανός!
Δεν κρατήθηκα και είπα:
- Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, κάθε άνθρωπος, που πηγαίνει στο γκαράζι, γίνεται αυτοκίνητο! Τί σχέση έχει η σωματική παρουσία σε μια Εκκλησία με την χριστιανική πίστη; Χριστιανός είναι εκείνος, που πιστεύει στον Χριστό σωστά!
δ. Μεγάλη η αλήθεια!
1. Κάποτε στον κύκλο αυτό μου ανέθεσαν να τους ειπώ δυο λόγια για τον Χριστό. Και συγκεκριμένα: Πως έγινε άνθρωπος. Πως εσταυρώθη. Γιατί εσταυρώθη. Πως ετάφη. Πως αναστήθηκε. Και τι μπορεί να προσφέρη σε έναν νέο του εικοστού αιώνα.
Εγώ τότε όλα αυτά τα θεωρούσα βλακείες. Είχα την ιδέα, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά είναι όλοι παλαβοί, κρετίνοι. Στις φοιτητικές συνάξεις μέχρι τότε καραδοκούσα με μανία να ακούσω κανέναν να ειπή κάτι για θρησκεία και Χριστό, για να ορμήσω επάνω του... να τον κονιορτοποιήσω... να τον ξετινάξω! Η γνώμη μου ήταν: Για να είναι κανείς Χριστιανός πιστός, πρέπει να μην έχη όχι ένα κουκούτσι, αλλά ούτε ένα ελάχιστο μόριο φαιά ουσία. Μα ήρθε η ώρα και κατάλαβα, ότι αυτό ίσχυε για μένα!
Προσπάθησα να το αποφύγω. Τί δουλειά έχω εγώ με τέτοια θέματα; έλεγα μέσα μου. Μα δεν μπόρεσα. Οι νεαροί του χριστιανικού κύκλου δεν με άφησαν! Και έτσι το επήρα το θέμα. Μα με εγωϊστική διάθεση. Με την σκέψη: Θα τους ξετινάξω! Θα τα βροντήξω! Και θα φύγω!
Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.
2. Όταν καταπιάστηκα με το θέμα, είδα να γίνεται λόγος για κάτι αποδείξεις, που χρειάστηκε να τις ερευνήσωμε, για να εκτιμήσω την σοβαρότητά τους. Γιατί διαφορετικά κινδύνευα να γίνω περίγελως στα μάτια τους, αφού αμέσως μετά οι νεαροί εκείνοι θα με έκαναν εμένα σκόνη! Έτσι ρίχτηκα να μελετώ αυτές τις «αποδείξεις» με μόνο στόχο να ιδώ, πως θα τις αποκρούσω. Μα δεν τα κατάφερα. Κατέληξα στο συμπέρασμα, ό,τι τα βιβλία, που χρησιμοποιούν οι πιστοί, δίνουν την πιο σωστή εικόνα για το πρόσωπο του Χριστού. Η διαπίστωση αυτή εντυπωσίασε φοβερά.
Κατάλαβα, πως το ζήτημα της σχέσης μας με τον Χριστό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα της ζωής μας. Θυσίασα τα πάντα. Και στρώθηκα στην μελέτη. Διάβασα κάθε είδους αθεϊστικό και κάθε είδους χριστιανικό απολογητικό βιβλίο, που μπόρεσα να βρω. Και το συμπέρασμα μου ήταν πάντοτε το ίδιο:
Η αλήθεια βρίσκεται στα βιβλία της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι αυτός που μας λέγει η Εκκλησία: Θεός και Σωτήρας μας.
3. Και έγινα Χριστιανός.
του Φώτη Κόντογλου
Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας το σκοτεινό ουρανό με τ' άστρα.
Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σα να ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποποδίο των ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντάς μου είχε πει μία φορά πως κατά τούτες τις ώρες ανοίγουνε τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου».
Θα στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι' αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ' έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπό του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο 'να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ' άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ' έκανε ν' ανατριχιάσω. Το κοίταζα, και με...κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σα να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ' αλήθεια, μ' όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σα να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να 'βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μία μεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου' κανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω.
Άρχισε να βογκά, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει: «δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τον Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δε μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, να 'χει τέτοιο μυαλό, και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη μέρα, σου είχα πει όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρε Φ., μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δεις πόσο χρόνο θα πάγω! Τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ' έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε.
Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά που λεν οι παπάδες Χριστιανικά τα τέλη της ζωής ημών. Τι Θα βγάλεις από τα Χριστιανικά τα τέλη;. Παρά να 'χεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; για να τους θρέφω εγώ; Αμ, βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στο Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις πως είμαι γιος παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις και στο λαιμό σου την οικογένειά σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός, που είμαι, πως θα ζήσω εκατό δέκα χρόνια».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κει, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ουχ! Ου! Ου! Ου! Χου!».
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα!
Σαστισμένος, μία βούλιαζα και μία ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! μα κανένας δεν μ' άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σα να 'μουν κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή!
Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ, τότε που βρισκόμουνα στο κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ' ακούνε, να κοροϊδεύω τη θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκουμε. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!».
Απάνω σ' αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογκητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μία στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ' ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε από δω κι από κει.
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα έρθουνε να με πάρουνε εκείνοι που με στείλανε!». Του λέω:
« Ποιοι σε στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δε μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για να 'ρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα της αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ’ ό,τι τον βλέπαμε!
Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
Εσείς που έχετε στην καρδιά σας το Χριστό, και που για σας ο λόγος Του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους απίστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δε βρίσκω ησυχία. Αληθινά, στον Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλίμονο σ' όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τα πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.
Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκότανε, οι δυστυχείς στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ό,τι κάνουνε. Θέλω να φανερωθώ σ' αυτούς και να τους πω ν' αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει το φτωχό το Λάζαρο. Μα και εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού.
«Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι».
Μ' αυτά τα λόγια, τον έχασα από μπροστά μου.
(βιβλιογραφία, «ΤΑ Μυστικά Άνθη», εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973,
«Απίστευτα και όμως άληθινά», εκδ. Oρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη)