ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους
-Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχωνται;
-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.
Όσοι βρίσκονται στον Αδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά,
για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι
δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια.
Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται
σε δαιμονική κατάσταση καί, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια,
αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται
από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του.
Έ, τί να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο,
αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν
και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία,
τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ’ αυτήν την ζωή,
αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο,
έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του
και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο»
σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε,
έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους.
Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία
που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση.
Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Ο Θεός θέλει να βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για την σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει,
γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώση δικαίωμα στον διάβολο να πή: «Πώς τον σώζεις αυτόν,
ενώ δεν κοπίασε;». Όταν όμως εμείς προσευχώμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνη.
Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος
για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή.
Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι.
«Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία», λέει η Γραφή. Στον κόσμο μερικοί βαριούνται
να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια,
για να τα διαβάσουν οι ιερείς.
Και βλέπεις, εκεί στο Αγιον Όρος κάτι γεροντάκια τα καημένα σε κάθε Θεία Λειτουργία κάνουν κόλλυβο
και για τους κεκοιμημένους και για τον Αγιο που γιορτάζει, για να έχουν την ευλογία του.
-Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;
-Έμ, όταν μπαίνη κάποιος στην φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή
για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνη κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός.
Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός - θέλω να πώ, ότι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε
ότι ήταν σκληρός, αλλά στην πραγματικότητα να μην ήταν - και είχε και αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή,
Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για την ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς
για την σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί «ν’ αγιάσουν τα κόκκαλά του», ώστε να καμφθή ο Θεός
και να τον ελεήση. Έτσι, ό,τι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη,
ακόμη και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.
Έχω υπ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων.
[...] -Όταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε
κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;
-Αμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάη μια αμαξοστοιχία στον προορισμό της
με έναν μόνον επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια
και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθή γι’ αυτούς! Μερικοί κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους.
Με αυτόν τον τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό.
Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.
-Γέροντα, με απασχολεί μερικές φορές η σωτηρία του πατέρα μου, γιατί δεν είχε καμμιά σχέση με την Εκκλησία.
-Δεν ξέρεις την κρίση του Θεού την τελευταία στιγμή. Πότε σε απασχολεί; κάθε Σάββατο;
-Δεν έχω παρακολουθήσει, αλλά γιατί το Σάββατο;
-Γιατί αυτήν την ημέρα την δικαιούνται οι κεκοιμημένοι.
-Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχωνται γι’ αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων
που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;
-Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχωμαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου,
γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο
για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ.
και στο τέλος λέω «καί υπέρ ών τα ονόματα ουκ εμνημονευθησαν». Αν καμμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους,
παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου.[...] Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να
μνημονευθούν μόνον ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 274-279)
Προτροπή για μετάνοια (Κατά Λουκάν κεφ.13, στιχ. 31-35)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Στίχ. 31-35. Απειλές του Ηρώδη. Θρήνος για την Ιερουσαλήμ.
13.31 ᾽Εν αὐτῇ τῇ ημέρα(1) προσῆλθον τινες Φαρισαῖοι(2) λέγοντες αὐτῷ,
῎Εξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν(3), ὅτι ῾Ηρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι(4).
31 Εκείνη την ημέρα πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι και του έλεγαν:
«Απομακρύνσου απ’ αυτή την περιοχή, γιατί ο Ηρώδης θέλει να σε σκοτώσει».
(1) Διαφορετική γραφή: ᾽Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.
(2) Όχι από ειλικρινές ενδιαφέρον για την ασφάλεια της ζωής του, λένε αυτά σε αυτόν οι Φαρισαίοι.
«Επειδή έλιωναν από το φθόνο… επιχειρούν να φοβίσουν τον Κύριο και του φέρνουν ως απειλή τον Ηρώδη» (Θφ).
«Και υποκρινόμενοι εύνοια, τον συμβουλεύουν να βγει και να αναχωρήσει· με πρόφαση μεν, να μην φονευτεί
από τον Ηρώδη, στην πραγματικότητα όμως για να μην δοξάζεται και ελκύει τον όχλο με το να είναι παρών
και να κάνει θαύματα» (Ζ). Η επιθυμία να διαταράξουν το έργο του Ιησού και να δημιουργήσουν πανικό
μεταξύ των ακολούθων του, ώθησε τους Φαρισαίους να ανακοινώσουν την απειλή του Ηρώδη στον Ιησού,
έστω και αν ακόμη δε είχαν την ελπίδα, ότι αυτός φεύγοντας από την περιοχή του Αντίπα
θα μετέβαινε στην Ιουδαία και θα περιερχόταν έτσι στη δικαιοδοσία του συνεδρίου και της ιουδαϊκής ιεραρχίας (p).
Ενδιαφέρονταν παρ’ όλα αυτά οι Φαρισαίοι και για τον τελευταίο αυτόν λόγο να καταφύγει ο Ιησούς στην Ιουδαία,
στην οποία εκτείνονταν τα δικαιώματα του συνεδρίου τους (g).
(3) Ο Κύριος πιθανώς βρισκόταν τώρα στην Περαία. Δεν μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι για αυτό.
Και οι δύο όμως επαρχίες, η Περαία δηλαδή και η Γαλιλαία, βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του Αντίπα (p).
(4) Από την απάντηση την οποία ο Κύριος δίνει στους Φαρισαίους βγαίνει ως συμπέρασμα φανερά, ό
τι η απειλή αυτή δεν ήταν επινόησή τους. Διότι διαφορετικά ο Κύριος θα έλεγχε την ψευδολογία τους
και δεν θα αποκαλούσε τον Ηρώδη αλεπού. Παρόλο που ο τετράρχης αυτός επιθυμούσε να δει τον Ιησού
να επιτελεί κάποιο θαύμα (Λουκ. κγ 8), πιθανότατα όμως τον θεωρούσε επικίνδυνο (p).
Αφενός μεν η από τα κηρύγματα και την παρουσία του Ιησού προκαλούμενη ζύμωση στο λαό ανησυχούσε τον Ηρώδη·
αφετέρου όμως δεν ήθελε στον θάνατο του Βαπτιστή που προηγήθηκε να προσθέσει και άλλον,
και για αυτό ενδιαφερόταν να δει τον Ιησού να αφήνει τα εδάφη της δικαιοδοσίας του (g)
13.32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς, Πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι(1) ταύτῃ, ᾽Ιδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια(2)
αὶ ἰάσεις(3) επιτελώ(4) σήμερον καὶ αὔριον(5), καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι(6).
32 Εκείνος τους είπε: «Πηγαίνετε να πείτε σ’ αυτήν την αλεπού πως σήμερα κι αύριο θεραπεύω δαιμονισμένους
και γιατρεύω ασθενείς· και την τρίτη μέρα θα φτάσει το έργο μου στο τέλος.
(1) «Παρομοιάζει τον άνθρωπο με την αλεπού· διότι αυτό το ζώο είναι πάντα κάπως πανούργο και δύστροπο» (Κ).
Η αλεπού εξεικονίζει την πανουργία σε όλες τις γλώσσες και μάλιστα στην ελληνική, όπου σχηματίστηκε
και το ρήμα αλωπεκίζω. Είναι σαν να έλεγε στον Ηρώδη: Επειδή δεν τολμάς να δείξεις τα δόντια του λιονταριού,
καταφεύγεις στις πανουργίες της αλεπούς. Κάποιοι από τους νεότερους επέκριναν τον ελάχιστα ευλαβή τρόπο,
με τον οποίο ο Κύριος επέκρινε τον άρχοντα του λαού του! Λησμόνησαν όμως, ότι ο Ηρώδης ήταν δημιούργημα
του Καίσαρα και δεν ήταν νόμιμος κληρονόμος του θρόνου του Δαβίδ. Εάν επίσης οι προφήτες της Π.Δ.
ως εντολοδόχοι του Θεού, έπαιρναν το θάρρος να μιλήσουν στους νόμιμους άρχοντες του λαού με τη γνωστή γλώσσα,
πόσο μάλλον ο Ιησούς, ο οποίος είχε συνείδηση ότι και ως άνθρωπος ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας,
ο αληθινός βασιλιάς του Ισραήλ, είχε το δικαίωμα να χαρακτηρίσει την διαγωγή ενός βασιλιά που ήταν παρείσακτος
και παράνομα ανέβηκε στο θρόνο (g).
(2) Δεν προσθέτει «κηρύττω το ευαγγέλιο» διότι αυτό δεν θα κατανοούνταν από τον Ηρώδη.
Από τον ευεργετικό χαρακτήρα των πράξεων αυτών του Ιησού, γινόταν προφανές το αδικαιολόγητο και η κακεντρέχεια
των προθέσεων του Ηρώδη (b).
(3) Η λέξη υπάρχει μόνο εδώ και στο Πραξ. δ 22,30. Προφανώς είναι λέξη ιατρική, που δεν συναντιέται
όμως μαζί με το ρήμα αποτελώ (άλλη γραφή, αντί για επιτελώ) (L).
(4) Υπάρχει και η γραφή αποτελώ. Εφόσον όμως το αποτελώ είναι σπανιότερο από το επιτελώ, πιθανώς το τελευταίο
αυτό αντικατέστησε κατά την αντιγραφή το αποτελώ, το οποίο συναντιέται στα παλαιότερα χειρόγραφα (g)=φέρνω κάτι σε πλήρες τέλος.
(5) «Κάποιοι λένε ότι το «σήμερα και αύριο» το λέει για δύο ημέρες, κατά τις οποίες επρόκειτο εκεί να θαυματουργεί·
ενώ «τρίτη» εννοεί την μετά από αυτές, κατά την οποία λέει ότι θα τελειώσει, δηλαδή θα αρχίσει την πορεία
προς το θάνατο και θα βαδίσει προς τα Ιεροσόλυμα» (Ζ). Πιο σωστή ερμηνεία: «Το σήμερα και αύριο,
έστω και αν φαίνονται ότι δείχνουν μετρημένες ημέρες, φανερώνουν όμως στην πραγματικότητα συντομία καιρού.
Διότι συνηθίζουμε, όταν θέλουμε να δείξουμε τον λίγο καιρό, να λέμε «σήμερα και αύριο»» (Ζ).
(6) «Με το να πει «φθάνω στο τέλος», διαμηνύει τον θάνατό του και ότι πεθαίνει με τη θέλησή του
και ούτε ο Ηρώδης ούτε αυτοί θα μπορούσαν να κάνουν κάτι πριν τον κατάλληλο καιρό» (σχ.).
«Οπωσδήποτε δεν έδειξε αυτό, ότι δηλαδή αναγκαστικά την τρίτη ημέρα θα έφτανε στο τέλος, α
λλά δείχνει ότι ο θάνατός του θα γίνει σύντομα» (Θφ). «Υποδηλώνει ότι δεν θα πεθάνει μετά από πολύ καιρό» (Ζ).
Ή, είμαι στο τέλος τόσο της δράσης μου όσο και της ζωής μου. Ας μην ανησυχεί λοιπόν ο Ηρώδης (g).
("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σσ. 228-229)
Η Αγάπη δεν πηγάζει από τη γη, αλλά από τον ουρανό. Ο όσιος Κασσιανός λέει: «Η Αγάπη είναι χαρακτηριστικό του Θεού και χαρακτηριστικό εκείνων των ανθρώπων που πραγματικά υπηρετούν τον Θεό».
Για να κατανοήσουμε τον Θεό ως Αγάπη, πρέπει να κατανοήσουμε τον Θεό ως Αγία Τριάδα. Στην Τριαδικότητα του Θεού βρίσκεται το κλειδί του μυστηρίου του Θεού ως Αγάπη, κόρη μου. Φύλαγε αυτό το μυστικό διαρκώς στην καρδιά σου και πίστευε στα λόγια του μεγάλου Ισαάκ του Σύριου: «Η Αγάπη είναι πιο γλυκιά και από την ζωή». Και εγώ συμπληρώνω: «πως η Αγάπη είναι πιο δυνατή και από τον θάνατο».
Όταν μιλάμε για την Αγάπη που ενώνει την Αγία Τριάδα, πρέπει διαρκώς να έχουμε στο νου μας, ότι ο Θεός είναι πνεύμα και πως η θεϊκή Αγάπη είναι πνευματική.
(«Διδάγματα για την Χριστιανική αγάπη», Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη)
ισχυρότερη παρθενίας, ασκήσεως
Παρ’ όλο που η παρθενία και η νηστεία και το να κοιμάσαι στο χώμα είναι πιο κοπιαστικά και δύσκολα, εν τούτοις δεν είναι τόσο ισχυρά και δυνατά στο να σβήνη η φωτιά των αμαρτημάτων μας, όσο η ελεημοσύνη. Αυτή είναι ανώτερη από όλα. Οδηγεί τους φίλους της κοντά στον ουράνιο βασιλιά.
Ε.Π.Ε. 24,126
μητέρα της αγάπης
Η ελεημοσύνη είναι μητέρα της αγάπης· της αγάπης, που χαρακτηρίζει τους χριστιανούς· της αγάπης, που είναι ανώτερη από όλα τα θαύματα· της αγάπης, από την οποία διακρίνονται οι μαθητές του Χριστού. Η ελεημοσύνη είναι το φάρμακο για τις αμαρτίες μας· είναι εξάλειψις της βρώμας της δικής μας ψυχής· είναι η σκάλα, που στηρίζεται στον ουρανό. Η ελεημοσύνη συνενώνει όλους εκείνους, που συναποτελούν το σώμα του Χριστού.
Ε.Π.Ε. 24,128
και ταπείνωσις
Αν συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων, θα συγχωρηθούν και τα δικά μας. Αν κάνουμε ελεημοσύνες και αν είμαστε ταπεινοί, πάλι συγχωρούνται οι αμαρτίες μας. Αν είμαστε ταπεινοί και συντετριμμένοι, θα μπορέσουμε να ‘χουμε πολύ το έλεος του Θεού. Αν ομολογούμε τα αμαρτήματα μας και κατηγορούμε τους εαυτούς μας, θα ξεπλύνουμε το πλεόνασμα της βρωμιάς.
Ε.Π.Ε. 24,158
και στους ενόχους!
Αυτό είναι ελεημοσύνη, το να ελεής και τους αμαρτωλούς και τους ενόχους. Διότι ελεημοσύνη σημαίνει το να ελεή κανείς όχι μόνο τους ενάρετους, αλλά και τους αμαρτωλούς.
Ε.Π.Ε. 24,464
απλόχερα και ευχάριστα
Ο απ. Παύλος ονομάζει την προσφορά απλότητα, που ετοιμάζει ευχαριστία στο Θεό. Διότι δεν αρκεί μόνο να γίνεται η ελεημοσύνη, αλλά πρέπει να γίνεται και υπόθεσις πολλής ευχαριστίας.
Ε.Π.Ε. 24,464
χωρίς εξέτασι
Αν δης κάποιον να υποφέρη, να μη περιεργάζεσαι να μάθης το ποιος είναι. Δικαιούται τη βοήθειά σου, αφού υποφέρει. Αν ένα γαϊδούρι, που κινδυνεύει, το σηκώνης χωρίς να εξετάζης τίνος είναι, πολύ περισσότερο έναν άνθρωπο· μην έρευνας το που ανήκει. Στο Θεό ανήκει, είτε είναι ειδωλολάτρης είτε είναι Ιουδαίος. Και αν ακόμα είναι άπιστος, έχει ανάγκη βοήθειας.
Ε.Π.Ε. 24,466
θυσία που ανεβαίνει στον ουρανό
Η ελεημοσύνη είναι καλή θυσία, που δεν έχει ανάγκη την παρουσία ιερέως, αλλά μόνο εκείνου που την προσφέρει. Είναι καλή θυσία, που τελείται μεν κάτω στη γη, αλλ’ αμέσως ανεβαίνει στον ουρανό.
Ε.Π.Ε. 24,482
σε ποιους;
Τι λες, άνθρωπέ μου; Για λίγο ψωμί και ένα ρούχο, που ο άλλος σου ζητάει, τον αποκαλείς απατεώνα; «Ναι, γιατί αμέσως το πουλάει αυτό που του έδωσα». Σε ερωτώ: Εσύ όλα τα δικά σου τα χειρίζεσαι σωστά; Για πες μου: Όσοι είναι φτωχοί, το οφείλουν στην τεμπελιά τους; Κανένας δεν είναι φτωχός από κάποιο ναυάγιο της ζωής; Κανένας από ποικίλες συμφορές; Κανένας από δικαστήρια που τά χασαν όλα; Κανένας από κλοπή που του έκαναν; Κανένας από αρρώστιες; Κανένας από άλλη περίστασι;
Ε.Π.Ε. 24,484
όχι εξεταστές
Δεν μας έχει καταστήσει ο Θεός ανακριτές της ζωής των άλλων. Γιατί έτσι κανένα δεν θα ελεήσουμε. Γιατί εσύ, όταν παρακαλής τον Θεό, λες: «Κύριε, να μη θυμηθής τις αμαρτίες μου»;
Ε.Π.Ε. 24,488
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 181-183)
«Γι’ αυτό σαν δέντρο γίνεται (ο ευσεβής) που είναι φυτεμένο εκεί που τρέχουν τα νερά. Δίνει τους καρπούς του στον καιρό του, το φύλλωμά του δε μαραίνεται ποτέ και πετυχαίνει το καθετί που κάνει» (Ψαλμ. 1:3)
«Ένα δέντρο είναι κι ο χριστιανός», έλεγε ένας πιστός, «όπως όλα τ’ άλλα, με μια μόνο βασική διαφορά. Ενώ όλα τα δέντρα έχουν τις ρίζες τους βαθιά μέσα στη γη, ο χριστιανός τις έχει βαθιά πάνω στον ουρανό. Είναι ένα δέντρο δηλαδή αναποδογυρισμένο, που παίρνει ζωή από το Θεό και δίνει τα φύλλα του και τον καρπό του σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο».
Ίσως σ’ αυτή ακριβώς τη στάση οφείλεται και η τόση αντίθεση του χριστιανού με το περιβάλλον του. Αυτό κάνει τη διαφορά, μια διαφορά που δεν μπορεί να καταλάβει ο φυσικός άνθρωπος που ζει έξω από το Θεό. «Έγιναν όλ’ αυτά σ’ αυτόν;», αναρωτιέται. «Πώς άλλαξε έτσι; Πώς τα κατάφερε να νικήσει τον εγωϊσμό, το κρασί, το τσιγάρο, τη βλαστήμια, την κακία, τα πάθη; Πώς μπορεί να ‘ναι πάντα ήρεμος και ατάραχος;».
Αν είναι ειλικρινής θα βρει το πώς. Θα διαπιστώσει στην περίπτωσή του ένα δέντρο ανάποδο, με τις ρίζες του ψηλά, ριζωμένες βαθιά στο Θεό, το Δημιουργό και Σωτήρα του.
«Εγώ η Σοφία, κατοικώ με τη φρόνηση, του στοχασμού τη γνώση την κατέχω» (Παροιμίες 8:12)
- Αν ζεις για τον εαυτό σου, τότε κατάλαβέ το, δεν άρχισες ακόμη να ζεις.
- Μην ξεχνάς πως υπάρχει πάντα κάποιος πιο δυστυχισμένος από σένα.
- Κράτα το πρόσωπό σου πάντα στραμμένο στον ήλιο και οι σκιές θα πέφτουν πάντα πίσω σου.
- Οι άνθρωποι απορρίπτουν συνήθως την Αγία Γραφή, όχι γιατί δεν είναι ο αληθινός Λόγος του Θεού, αλλά γιατί φανερώνει τα σκοτεινά τους έργα.
- Ο άδειος τάφος αποδεικνύει την αλήθεια του Χριστού. Η άδεια εκκλησία την αρνείται.
- Μπορείς να δίνεις χωρίς ν’ αγαπάς. Δεν μπορείς όμως ν’ αγαπάς χωρίς να δίνεις.
Κύριε, δώσε μου απ’ τη σοφία Σου και κάνε με να τη ζω.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
450. Δόξα στην ακατανίκητο δύναμι του Τιμίου και Ζωοποιού σου Σταυρού, Κύριε! Όταν ο εχθρός με θλίβη με αμαρτωλές σκέψεις και αισθήματα και εγώ, έχοντας χάσει την ελευθερία της καρδιάς μου, κάνω πολλές φορές, με πίστι, το σημείο του Σταυρού, τότε η αμαρτία φεύγει προτροπάδην από μέσα μου, η ειρήνη επανέρχεται στην καρδιά μου και νοιώθω ξανά ελεύθερος. Δόξα σοι, Κύριε! Ας μη με απομακρύνη από σένα τιποτε το σαρκικό, το υλικό. Ας μείνω πάντοτε ενωμένος μαζί σου.
451. Ώ Κύριε! Μη με στερήσης των ουρανίων σου δωρεών, γιατί είσαι ο Κύριος και όλα τα μπορείς. ΄Ω Κύριε! Σώσε με από τις αιώνιες βασάνους, γιατί είσαι ο Κύριος και όλα τα μπορείς. ΄Ω Κύριε! Είτε «εν διανοία» είτε «εν έργω» αμάρτησα, συγχώρησέ με, λαμβάνοντας υπόψι την αδυναμία της ψυχής μου. Όλα μπορείς να τα κάμης για μένα, που προσπέφτω στα πόδια σου μετανοημένος και ζητώντας το έλεός σου.
Και συ, ώ βασίλισσα των Αγγέλων και των ανθρώπων, Παντάνασσα του κόσμου και φοβερά Προστασία των πιστών, σώσε μας από κάθε αμαρτία και στερέωσέ μας σε κάθε αρετή. Κάμε μας συμμόρφους με τον Υιό σου και Θεό μας. Ας μη μείνει το όνομά μας ως «χριστιανών» κενή λέξις, αλλά ας γίνουμε γνήσιοι μιμηταί του Χριστού, «του αρχηγού της πίστεώς μας» (Εβρ. ιβ’ 2). Ας είμαστε όλοι «λίθοι ζώντες… οίκος πνευματικός, ιεράτευμα άγιον, ανενέγκαι πνευματικάς θυσίας ευπροσδέκτους τω Θεώ» (Α’ Πετρ. β’ 5)
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 192-193)
447. Το αμάρτημα, στο οποίο δεν συγκατατίθεσαι, δεν θα σου το καταλογίσει ο Θεός, όπως λ.χ. μία ακουσία αφαίρεσι της σκέψεως κατά την προσευχή, ακαθάρτους και βλασφήμους λογισμούς, σκίρτημα επιθυμίας κ.λ.π. Όλα αυτά βρίσκονται έξω από τη θέλησί μας και δεν μας κάνουν ενόχους μπροστά στη θεία δικαιοσύνη. Προέρχονται ή υποκινούνται από το πονηρό πνεύμα. Εμείς πρέπει να κρατούμε σταθερά τη θέλησί μας προς το αγαθό, να προσευχώμαστε, να ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και να αγαπάμε.
448. Ώ γλυκύτατο όνομα, ώ αγιώτατο όνομα, ώ παντοδύναμο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού! Θεέ μου, είσαι η νίκη μου, δόξα σοι! Κύριε, είμαστε τα μέλη σου, είμαστε ένα σώμα και συ η Κεφαλή μας. Κάμε, Κύριε, να φύγουν από μας όλα τα πάθη, όλοι οι δαίμονες. Δός μας τη χάρι της «ουδέποτε εκπιπτούσης» αγάπης. Κάμε μας, Κύριε, να δείχνουμε σεβασμό ο ένας στον άλλο, όπως και σε σένα, γιατί μας χαρίζεις το προνόμιο της θεώσεως.
449. Τι αγαθά θα απολαύσουν οι εκλεκτοί σου στους ουρανούς μαζί σου, Κύριε! Και τι καταστρεπτική για την καρδιά είναι κάθε, στιγμιαία έστω, προσκόλλησις στα γήινα! Όλη η ειρήνη, όλη η χαρά, όλο το φώς μας είσαι συ.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 191-192)
139. «Τέκνον, τί εποίησας ημίν ούτως;» (Λουκ. β' 48).
Όταν η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ βρήκαν τον Δωδεκαετή Ιησού, του ζήτησαν εξηγήσεις για την εξαφάνισι του. Είναι το πρώτο «γιατί» που ακούει ο Ιησούς από τους ανθρώπους. Είναι η πρώτη περίπτωσις «θεοδικίας» στην Κ. Διαθήκη.
Η Θεομήτωρ είναι ο πρώτος άνθρωπος που ρωτάει τον Ιησού για ζήτημα που ανάγεται στη σφαίρα των δικαιωμάτων του, της ελεύθερης θελήσεως και ενεργείας του. Και η απάντησις που της έδωσε ο Κύριος (στ. 49) την αποστόμωσε.
Η θεοδικία συνεχίζεται μέσα στην ιστορία. Όλοι μας, κάθε τόσο απευθύνομε στον Ιησού ένα «γιατί»; Ολόκληρη άλλωστε η ιστορία είναι ένα σύνολο από αναρίθμητα «γιατί» που απευθύνουν οι άνθρωποι στον Θεό: Η μητέρα που έχασε το μονάκριβο παιδί της, ρωτάει: «Θεέ μου, γιατί»; Το παιδί που μένει ορφανό, ρωτάει «γιατί»; Το παλληκάρι που πεθαίνει, ρωτάει «γιατί»; Ο αθώος που καταδικάζεται, ρωτάει «γιατί»; Ο Κύριος είναι ο μεγαλύτερος κρινόμενος της ιστορίας.
Και τώρα μεν που τον ρωτούμε, λέγοντάς του: «ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι», Εκείνος συνήθως σιωπά (Ματθ. κζ' 13 - 14). Όταν όμως έλθη η ώρα να μιλήση, θα μας αποστομώση με τις απαντήσεις του. Έτσι θα πραγματοποιηθή ο προφητικός λόγος του Δαβίδ: «όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε» (Ψαλμ. 50,6).
Η τελική Κρίσις θα είναι διπλή. Ο Θεός θα κρίνη τους ανθρώπους αλλά και οι άνθρωποι θα «κρίνουν» τον Θεό. Τότε οι άνθρωποι θα ζητήσουν από τον Κύριο εξηγήσεις για τον τρόπο με τον όποιο χειρίσθηκε τα προσωπικά και τα πανανθρώπινα θέματα. Και όταν Εκείνος θα αποκαλύψη τα σχέδια και τους χειρισμούς του τότε οι άνθρωποι θα τον δικαιώσουν τότε ο Θεός θα νικήση τους επικριτές του: τότε «πάν στόμα φραγήσεται και υπόδικος γένηται πάς ο κόσμος τω Θεώ» (Ρωμ. γ' 19). Έτσι, στο τέλος, ο Θεός, από κρινόμενος και κατηγορούμενος θα γίνη κατήγορος και Κριτής...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
«(Το κείμενο δίνει μία γεύση του τι εστί θεοπνευστία). Γι’ αυτό γράφει (ο Συμεών) προς τον κατά σάρκα πατέρα του λόγους.... Σ’ αυτό το σημείο, όταν έγραφε, του εμφανίσθηκε πάλι άλλη θεοσημεία. Καθώς δηλαδή έγραψε στον πατέρα την παραίνεσί του, θέλοντας να τον διδάξη πώς πρέπει να γράφη σε αγίους άνδρες, πρόσθεσε και τούτο· «την δε επιστολή προς τον άγιό μου πατέρα (τον Πνευματικό του) θα επιγράψης έτσι»· και συγχρόνως με τον λόγο —οποία καινά μυστήρια, Χριστέ βασιλεύ— ξαφνικά έλαμψε επάνω του από τον ουρανό φως άπειρο, σαν να διέσχισε την στέγη του δώματος, και γέμισε πάλι την ψυχή του άφατη χαρά και ηδονή, ώστε από την αφθονία του φωτός εκείνου τόσο αυτός όσο και το αναμμένο λυχνάρι (διότι ήταν νύκτα) να αμαυρωθούν τελείως. Και ιδού από το θείο εκείνο φως εξέρχεται φωνή που λέγει αυτά, «στον απόστολο και μαθητή του Χριστού, στον μεσίτη και πρεσβευτή μας προς τον Θεό». Σαν άκουσε αυτά ο Συμεών, ήλθε κατά τρόπο παράδοξο σε έκστασι της διανοίας και έφριξε κατά τα αισθητήρια. Πραγματικά επικαλούνταν τον Θεό που του είχε εμφανισθή λέγοντας ότι, «αυγαζόμενος όλος από το θείο φως και χύνοντας πηγές δακρύων, αισθάνθηκα σαν να μου σήκωνε κάποιος άλλος το χέρι και να μου το ωθούσε και να το καθοδηγούσε· δεν μου επιτρεπόταν πραγματικά να βλέπω αισθητώς, όταν έγραφα την επιγραφή που ανέφερα προηγουμένως» (τ. 19Α, σελ. 73-5).
«Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ όποιο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (τ. 19Α, σ. 131).
«Έτσι και όποιος έλαβε ευσυνειδήτως μέσα του τον Θεό, επέρασε όλη την άγια Γραφή κι’ εκαρπώθηκε όλη την από την ανάγνωσι ωφέλεια· και δεν θα χρειασθή λοιπόν πλέον ανάγνωσι βιβλίων (για ποιον λόγο άλλωστε θα χρειαζόταν αυτός που έχει σύντροφο τον εμπνευστή αυτών που έχουν γράψει τις θείες Γραφές και μυείται από εκείνον τα απόρρητα των αποκρύφων μυστηρίων, αλλά θα είναι αυτός βίβλος θεόπνευστος στους άλλους, που φέρει νέα και παλαιά μυστήρια, γραμμένα σ’ αυτήν με τον δάκτυλο του Θεού, αφού εξετέλεσε και κατέπαυσε από όλα τα έργα του στον Θεό, που είναι η υψίστη τελειότης» (τ. 19Α, σ. 539).
«(Μιλά ο Συμεών στο Χριστό)· Ακόμη και αν, εγκύπτοντας στις θείες Γραφές που συνέταξαν οι άγιοί σου, είχα αναγνώσει κάποτε γι’ αυτά, ήταν σαν να άκουα να λέγονται για κάποιους άλλους ή προς κάποιους άλλους και φερόμουν προς όλα τα γραμμένα ασυναισθήτως, χωρίς να έχω μπορέσει ποτέ να λάβω κάποια ιδέα γι’ αυτά» (τ. 19Α, σ. 551).
«Διότι, παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα· «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούουν χωρίς να ακούουν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (τ. 19Β, σ. 47).
«Από που λοιπόν θα γνωρίσουμε αν ο Χριστός είναι μέσα μας και πώς θα εξετάσουμε τους εαυτούς μας για να το μάθουμε; Επιλέγοντας τα λόγια από τις θείες Γραφές και αντιπαραθέτοντάς τα σαν καθρέφτες στις ψυχές μας, θα δούμε μέσα σ’ αυτά ολόκληρους τους εαυτούς μας» (τ. 19Γ, σ. 137).
«Τίποτε από όλα τ’ άλλα δεν είναι τόσο ωφέλιμο για την ψυχή, η οποία επιλέγει νύχτα και ημέρα να μελετά τον νόμο του Θεού, όσο η έρευνα των θείων Γραφών. Διότι μέσα σ’ αυτές ευρίσκεται κρυμμένο το νόημα της χάριτος του Πνεύματος, η οποία πληρεί την νοερή αίσθηση της ψυχής με κάθε ηδονή, την υψώνει ολόκληρη από τα γήινα και την ταπείνωση των ορατών, και την καθιστά αγγελική και ομοδίαιτη με τους ίδιους τους αγγέλους» (τ. 19Γ, σ. 229).
«Απόκτησε το Θεό και δεν θα έχεις ανάγκη από βιβλία (λόγος του Πνευματικού του οσίου Συμεών του Ευλαβούς)» (τ. 19Γ, σ. 503).
«Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των αγίων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (τ. 19Δ, σ. 85).
«Όπως οι άπειροι γραμμάτων δεν μπορούν ν’ αναγνώσουν τα βιβλία εξ’ ίσου με τους έμπειρους, έτσι ούτε εκείνοι που δεν θέλησαν να εκπληρώσουν έμπρακτα τις εντολές του Χριστού δεν θα μπορέσουν να αξιωθούν ποτέ της αποκαλύψεως του αγίου Πνεύματος, όπως εκείνοι που επαγρύπνησαν σ’ αυτές και τις εκπλήρωσαν και έχυσαν γι’ αυτές το ίδιο τους το αίμα. Όπως ακριβώς δηλαδή ο άνθρωπος εκείνος που έλαβε σφραγισμένο και κλεισμένο βιβλίο και δεν μπορεί να δει τα γραμμένα σ’ αυτό ή να εννοήσει ποια είναι, όσο είναι σφραγισμένο το βιβλίο, κι αν ακόμη έμαθε όλη τη σοφία του κόσμου, έτσι ούτε εκείνος που, όπως είπαμε, έχει στο στόμα του όλες τις θείες Γραφές δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει και να δει την κρυμμένη μέσα σ’ αυτές μυστική και θεία δόξα και δύναμη, εάν δεν διέλθει όλες τις εντολές του Θεού και δεν λάβει μαζί του τον Παράκλητο, που του διανοίγει τους λόγους ως βιβλίο και του φανερώνει με τρόπο μυστικό την μέσα σ’ αυτούς δόξα και όχι μόνον αυτά, αλλά του αποκαλύπτει και τα μέσα σ’ αυτούς κρυμμένα αγαθά του Θεού μαζί με την ίδια την αιώνια ζωή που τα αναβλύζει, και τα οποία βρίσκονται καλυμμένα και τελείως αφανή σ’ όλους τους καταφρονητές και αμελείς» (τ. 19Δ, σ. 297).
«Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. … Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις… Να προσέχεις στην ανάγνωση, τρεφόμενος, όπως στο σώμα, έτσι και στην ψυχή από τα θεόπνευστα λόγια του Πνεύματος. Διότι πρέπει, αφού είσαι διπλός, από ψυχή δηλαδή και σώμα, να έχεις στην τράπεζα διπλή και κατάλληλη τροφή· το σώμα, που το έχεις αισθητό και γήινο, να το τρέφεις με αισθητές και γήινες τροφές, ενώ την ψυχή, που την φέρεις νοερή και θεία, να την τρέφεις με τα νοητά και θεία εδέσματα των λόγων» (τ. 19Δ, σελ. 317, 323).
«Πρέπει βέβαια να προσέχουμε και τις θείες Γραφές, και όταν αναγινώσκονται οφείλει ο άνθρωπος να βλέπει τον εαυτό του, και να εξετάζει με το νου και να μαθαίνει σαν σε καθρέπτη την ψυχή του, σε ποια δηλαδή κατάσταση βρίσκεται» (τ. 19Δ, σ. 41).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Αγία Γραφή»)
«Πολλοί αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, άλλοι τις ακούουν ν’ αναγινώσκωνται, ολίγοι όμως είναι αυτοί που μπορούν να συλλάβουν ορθώς την σημασία και την έννοια των αναγινωσκομένων. Οι πολλοί άλλοτε μεν αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, άλλοτε δε τα θεωρούν εντελώς απίστευτα ή και τα αλληγορούν (ερμηνεύουν αλληγορικά) κακώς, και κρίνουν ότι τα μεν λεγάμενα κατά τον ενεστώτα χρόνο πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, τα δε αναφερόμενα για τα μέλλοντα εκλαμβάνουν ως γενόμενα ήδη και γινόμενα καθημερινώς. Και έτσι δεν παρουσιάζουν ορθή κρίσι ούτε αληθινή διάγνωσι σε θεία και ανθρώπινα πράγματα» (τ. 19Α, σ. 469).
«Πόσοι ερμηνεύουν τις Γραφές κι αγνοούν τελείως εκείνον που λαλεί μέσα στις Γραφές;» (τ. 19Γ, σ. 293).
«Επί πλέον όμως μας χρειάζονται πολλά δάκρυα, πολύς φόβος, πολλή υπομονή και επίμονη προσευχή, για να μας αποκαλυφθεί η δύναμη έστω και ενός δεσποτικού λόγου, με σκοπό να γνωρίσουμε το μέγα μυστήριο, που είναι κρυμμένο σε μικρές φράσεις, και να παραδώσομε μέχρι και σε θάνατο τις ζωές μας και για μια κεραία από τις εντολές του Θεού» (τ. 19Γ, σ. 359).
«Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί στρεβλώνουν όλη τη Γραφή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και διαφθείρουν τους εαυτούς τους μέσα στα πάθη τους, αν και βέβαια δεν το πάσχει αυτό η θεία Γραφή, αλλά όσοι την παραχαράσσουν. Πες μου λοιπόν, εσύ που επιφέρεις σωστή κρίση των πραγμάτων, πώς θα αναγνώσουν ποτέ ορθώς από μόνοι τους οι τυφλοί τα νοήματα του φωτός, μη καταδεχόμενοι, εξ αιτίας της αλαζονείας τους, να διδαχθούν; Όποιος είναι τυφλός στα μάτια και δεν βλέπει το φως, πώς θα αναγνώσει τα γράμματα που είναι στο φως; Και όποιος είναι τυφλός στον νου και δεν έχει μέσα του τον νου του Χριστού, πώς μπορεί ν’ αναλογισθεί τα νοήματα που βρίσκονται στο φως του Χριστού; Και αν ακόμη μύριες φορές αναγνώσει με τους σωματικούς οφθαλμούς αυτά που είναι γραμμένα αισθητώς, νομίζω, ότι ποτέ δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος αυτός να δει τα πνευματικά και άυλα και φωτοειδή» (τ. 19Δ, σ. 139).
«Σαν γίνω ταπεινός λοιπόν εκείνην (τη θεία λάμψη) αποχτώντας τότε κι εκείνη αχώριστη μένει μαζί μ’ εμένα, με καταλάμπει, μου μιλά, με βλέπει και τη βλέπω. Μες στην καρδιά μου βρίσκεται, απ’ τον ουρανό δε λείπει, μου ερμηνεύει τις γραφές και μου προσθέτει γνώση, μου εξηγεί τ’ απόκρυφα μα πώς να σας τα εκφράσω, μου δείχνει πώς με τράβηξε μέσ’ απ’ τον κόσμο εκείνη» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 95-101).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)