«(Το κείμενο δίνει μία γεύση του τι εστί θεοπνευστία). Γι’ αυτό γράφει (ο Συμεών) προς τον κατά σάρκα πατέρα του λόγους.... Σ’ αυτό το σημείο, όταν έγραφε, του εμφανίσθηκε πάλι άλλη θεοσημεία. Καθώς δηλαδή έγραψε στον πατέρα την παραίνεσί του, θέλοντας να τον διδάξη πώς πρέπει να γράφη σε αγίους άνδρες, πρόσθεσε και τούτο· «την δε επιστολή προς τον άγιό μου πατέρα (τον Πνευματικό του) θα επιγράψης έτσι»· και συγχρόνως με τον λόγο —οποία καινά μυστήρια, Χριστέ βασιλεύ— ξαφνικά έλαμψε επάνω του από τον ουρανό φως άπειρο, σαν να διέσχισε την στέγη του δώματος, και γέμισε πάλι την ψυχή του άφατη χαρά και ηδονή, ώστε από την αφθονία του φωτός εκείνου τόσο αυτός όσο και το αναμμένο λυχνάρι (διότι ήταν νύκτα) να αμαυρωθούν τελείως. Και ιδού από το θείο εκείνο φως εξέρχεται φωνή που λέγει αυτά, «στον απόστολο και μαθητή του Χριστού, στον μεσίτη και πρεσβευτή μας προς τον Θεό». Σαν άκουσε αυτά ο Συμεών, ήλθε κατά τρόπο παράδοξο σε έκστασι της διανοίας και έφριξε κατά τα αισθητήρια. Πραγματικά επικαλούνταν τον Θεό που του είχε εμφανισθή λέγοντας ότι, «αυγαζόμενος όλος από το θείο φως και χύνοντας πηγές δακρύων, αισθάνθηκα σαν να μου σήκωνε κάποιος άλλος το χέρι και να μου το ωθούσε και να το καθοδηγούσε· δεν μου επιτρεπόταν πραγματικά να βλέπω αισθητώς, όταν έγραφα την επιγραφή που ανέφερα προηγουμένως» (τ. 19Α, σελ. 73-5).
«Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ όποιο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (τ. 19Α, σ. 131).
«Έτσι και όποιος έλαβε ευσυνειδήτως μέσα του τον Θεό, επέρασε όλη την άγια Γραφή κι’ εκαρπώθηκε όλη την από την ανάγνωσι ωφέλεια· και δεν θα χρειασθή λοιπόν πλέον ανάγνωσι βιβλίων (για ποιον λόγο άλλωστε θα χρειαζόταν αυτός που έχει σύντροφο τον εμπνευστή αυτών που έχουν γράψει τις θείες Γραφές και μυείται από εκείνον τα απόρρητα των αποκρύφων μυστηρίων, αλλά θα είναι αυτός βίβλος θεόπνευστος στους άλλους, που φέρει νέα και παλαιά μυστήρια, γραμμένα σ’ αυτήν με τον δάκτυλο του Θεού, αφού εξετέλεσε και κατέπαυσε από όλα τα έργα του στον Θεό, που είναι η υψίστη τελειότης» (τ. 19Α, σ. 539).
«(Μιλά ο Συμεών στο Χριστό)· Ακόμη και αν, εγκύπτοντας στις θείες Γραφές που συνέταξαν οι άγιοί σου, είχα αναγνώσει κάποτε γι’ αυτά, ήταν σαν να άκουα να λέγονται για κάποιους άλλους ή προς κάποιους άλλους και φερόμουν προς όλα τα γραμμένα ασυναισθήτως, χωρίς να έχω μπορέσει ποτέ να λάβω κάποια ιδέα γι’ αυτά» (τ. 19Α, σ. 551).
«Διότι, παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα· «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούουν χωρίς να ακούουν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (τ. 19Β, σ. 47).
«Από που λοιπόν θα γνωρίσουμε αν ο Χριστός είναι μέσα μας και πώς θα εξετάσουμε τους εαυτούς μας για να το μάθουμε; Επιλέγοντας τα λόγια από τις θείες Γραφές και αντιπαραθέτοντάς τα σαν καθρέφτες στις ψυχές μας, θα δούμε μέσα σ’ αυτά ολόκληρους τους εαυτούς μας» (τ. 19Γ, σ. 137).
«Τίποτε από όλα τ’ άλλα δεν είναι τόσο ωφέλιμο για την ψυχή, η οποία επιλέγει νύχτα και ημέρα να μελετά τον νόμο του Θεού, όσο η έρευνα των θείων Γραφών. Διότι μέσα σ’ αυτές ευρίσκεται κρυμμένο το νόημα της χάριτος του Πνεύματος, η οποία πληρεί την νοερή αίσθηση της ψυχής με κάθε ηδονή, την υψώνει ολόκληρη από τα γήινα και την ταπείνωση των ορατών, και την καθιστά αγγελική και ομοδίαιτη με τους ίδιους τους αγγέλους» (τ. 19Γ, σ. 229).
«Απόκτησε το Θεό και δεν θα έχεις ανάγκη από βιβλία (λόγος του Πνευματικού του οσίου Συμεών του Ευλαβούς)» (τ. 19Γ, σ. 503).
«Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των αγίων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (τ. 19Δ, σ. 85).
«Όπως οι άπειροι γραμμάτων δεν μπορούν ν’ αναγνώσουν τα βιβλία εξ’ ίσου με τους έμπειρους, έτσι ούτε εκείνοι που δεν θέλησαν να εκπληρώσουν έμπρακτα τις εντολές του Χριστού δεν θα μπορέσουν να αξιωθούν ποτέ της αποκαλύψεως του αγίου Πνεύματος, όπως εκείνοι που επαγρύπνησαν σ’ αυτές και τις εκπλήρωσαν και έχυσαν γι’ αυτές το ίδιο τους το αίμα. Όπως ακριβώς δηλαδή ο άνθρωπος εκείνος που έλαβε σφραγισμένο και κλεισμένο βιβλίο και δεν μπορεί να δει τα γραμμένα σ’ αυτό ή να εννοήσει ποια είναι, όσο είναι σφραγισμένο το βιβλίο, κι αν ακόμη έμαθε όλη τη σοφία του κόσμου, έτσι ούτε εκείνος που, όπως είπαμε, έχει στο στόμα του όλες τις θείες Γραφές δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει και να δει την κρυμμένη μέσα σ’ αυτές μυστική και θεία δόξα και δύναμη, εάν δεν διέλθει όλες τις εντολές του Θεού και δεν λάβει μαζί του τον Παράκλητο, που του διανοίγει τους λόγους ως βιβλίο και του φανερώνει με τρόπο μυστικό την μέσα σ’ αυτούς δόξα και όχι μόνον αυτά, αλλά του αποκαλύπτει και τα μέσα σ’ αυτούς κρυμμένα αγαθά του Θεού μαζί με την ίδια την αιώνια ζωή που τα αναβλύζει, και τα οποία βρίσκονται καλυμμένα και τελείως αφανή σ’ όλους τους καταφρονητές και αμελείς» (τ. 19Δ, σ. 297).
«Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. … Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις… Να προσέχεις στην ανάγνωση, τρεφόμενος, όπως στο σώμα, έτσι και στην ψυχή από τα θεόπνευστα λόγια του Πνεύματος. Διότι πρέπει, αφού είσαι διπλός, από ψυχή δηλαδή και σώμα, να έχεις στην τράπεζα διπλή και κατάλληλη τροφή· το σώμα, που το έχεις αισθητό και γήινο, να το τρέφεις με αισθητές και γήινες τροφές, ενώ την ψυχή, που την φέρεις νοερή και θεία, να την τρέφεις με τα νοητά και θεία εδέσματα των λόγων» (τ. 19Δ, σελ. 317, 323).
«Πρέπει βέβαια να προσέχουμε και τις θείες Γραφές, και όταν αναγινώσκονται οφείλει ο άνθρωπος να βλέπει τον εαυτό του, και να εξετάζει με το νου και να μαθαίνει σαν σε καθρέπτη την ψυχή του, σε ποια δηλαδή κατάσταση βρίσκεται» (τ. 19Δ, σ. 41).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Αγία Γραφή»)
«Πολλοί αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, άλλοι τις ακούουν ν’ αναγινώσκωνται, ολίγοι όμως είναι αυτοί που μπορούν να συλλάβουν ορθώς την σημασία και την έννοια των αναγινωσκομένων. Οι πολλοί άλλοτε μεν αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, άλλοτε δε τα θεωρούν εντελώς απίστευτα ή και τα αλληγορούν (ερμηνεύουν αλληγορικά) κακώς, και κρίνουν ότι τα μεν λεγάμενα κατά τον ενεστώτα χρόνο πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, τα δε αναφερόμενα για τα μέλλοντα εκλαμβάνουν ως γενόμενα ήδη και γινόμενα καθημερινώς. Και έτσι δεν παρουσιάζουν ορθή κρίσι ούτε αληθινή διάγνωσι σε θεία και ανθρώπινα πράγματα» (τ. 19Α, σ. 469).
«Πόσοι ερμηνεύουν τις Γραφές κι αγνοούν τελείως εκείνον που λαλεί μέσα στις Γραφές;» (τ. 19Γ, σ. 293).
«Επί πλέον όμως μας χρειάζονται πολλά δάκρυα, πολύς φόβος, πολλή υπομονή και επίμονη προσευχή, για να μας αποκαλυφθεί η δύναμη έστω και ενός δεσποτικού λόγου, με σκοπό να γνωρίσουμε το μέγα μυστήριο, που είναι κρυμμένο σε μικρές φράσεις, και να παραδώσομε μέχρι και σε θάνατο τις ζωές μας και για μια κεραία από τις εντολές του Θεού» (τ. 19Γ, σ. 359).
«Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί στρεβλώνουν όλη τη Γραφή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και διαφθείρουν τους εαυτούς τους μέσα στα πάθη τους, αν και βέβαια δεν το πάσχει αυτό η θεία Γραφή, αλλά όσοι την παραχαράσσουν. Πες μου λοιπόν, εσύ που επιφέρεις σωστή κρίση των πραγμάτων, πώς θα αναγνώσουν ποτέ ορθώς από μόνοι τους οι τυφλοί τα νοήματα του φωτός, μη καταδεχόμενοι, εξ αιτίας της αλαζονείας τους, να διδαχθούν; Όποιος είναι τυφλός στα μάτια και δεν βλέπει το φως, πώς θα αναγνώσει τα γράμματα που είναι στο φως; Και όποιος είναι τυφλός στον νου και δεν έχει μέσα του τον νου του Χριστού, πώς μπορεί ν’ αναλογισθεί τα νοήματα που βρίσκονται στο φως του Χριστού; Και αν ακόμη μύριες φορές αναγνώσει με τους σωματικούς οφθαλμούς αυτά που είναι γραμμένα αισθητώς, νομίζω, ότι ποτέ δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος αυτός να δει τα πνευματικά και άυλα και φωτοειδή» (τ. 19Δ, σ. 139).
«Σαν γίνω ταπεινός λοιπόν εκείνην (τη θεία λάμψη) αποχτώντας τότε κι εκείνη αχώριστη μένει μαζί μ’ εμένα, με καταλάμπει, μου μιλά, με βλέπει και τη βλέπω. Μες στην καρδιά μου βρίσκεται, απ’ τον ουρανό δε λείπει, μου ερμηνεύει τις γραφές και μου προσθέτει γνώση, μου εξηγεί τ’ απόκρυφα μα πώς να σας τα εκφράσω, μου δείχνει πώς με τράβηξε μέσ’ απ’ τον κόσμο εκείνη» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 95-101).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)