ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Η ύπαρξη της κολάσεως δεν αναιρεί την αγαθότητα του Θεού;
Πολλοί συλλογίζονται: αφού ο Θεός είναι αγαθός, πως θα ανεχθεί να βασανίζονται τα πλάσματα του επ’ άπειρον; Συμβιβάζεται η άπειρη αγαθότητα του με την πραγματικότητα της κολάσεως; Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα είναι βάσιμο· εξετάζει όμως τα πράγματα από μια περιορισμένη οπτική και μονομερώς.
Ο Θεός είναι βέβαια αγαθός. Είναι αγάπη, στοργή, φιλανθρωπία. Από αγάπη έπλασε τα όντα, τους παρέχει στα αγαθά και τις δωρεές του, προνοεί για την συντήρηση τους και τα κατευθύνει, ώστε να πετύχουν τον στόχο της υπάρξεως τους. Και όταν το λογικό πλάσμα έπεσε στην αμαρτία, ο Θεός έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία του. Αυτό είναι βασικό και αναμφισβήτητο άρθρο της πίστεως μας. « Ο Θεός αγάπη εστί», λέγει ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής. Είναι όμως μόνο αγάπη; Και φυσικά είναι, όταν πρόκειται για την εσωτερική ζωή της θεότητας. Τα θεία πρόσωπα της Τριάδος κοινωνούν μεταξύ τους και εμπεριχωρεί το ένα το άλλο, εν αγάπη. Ο πλούτος όμως της θείας αγάπης, ξεχειλίζοντας από την άπειρη φύση της θεότητας, δημιουργεί και άλλα όντα έξω από αυτή, για να είναι μέτοχα της δικής της μακαριότητας και ζωής. Στο σημείο ακριβώς αυτό, στη σχέση δηλαδή της θεότητας με τα εξωτερικά όντα, και κυρίως τα λογικά, κάνουν την εμφάνιση τους άλλες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το Θεό ως πρόσωπο τέλειο και απόλυτο. Για το ζήτημα που συζητάμε, οι ιδιότητες αυτές είναι κυρίως δύο, η αγιότητα και η δικαιοσύνη. Είναι φανερό ότι οι ιδιότητες αυτές αφορούν στην πραγματικότητα της αμαρτίας, που είναι πλάσμα της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων. Ως προς την αμαρτία, ο Θεός είναι άγιος και δίκαιος. Είναι άγιος γιατί είναι καθαρός και αμέτοχος από κάθε ιδέα αμαρτίας και κακού, απ’ αυτόν εξ άλλου προέρχεται ο ηθικός νόμος, ο οποίος είναι διάχυτος στη λογική κτίση. Όσες όμως φορές ο νόμος αυτός παραβαίνεται και καταπατείται από τον άνθρωπο, ο άγιος Θεός τιμωρεί τον παραβάτη, ως δίκαιος πλέον κριτής.
Η αγιότητα και η δικαιοσύνη (κυρίως η δεύτερη), αν και ιδιότητες που έχουν εφαρμογή στο κτιστό πεδίο των λογικών όντων, δεν είναι ιδιότητες επουσιώδεις και δευτερεύουσες, οι οποίες μπορούν να ανασταλούν στη θεότητα και να μείνουν ανενέργητες. Αυτό θα ανέτρεπε την ισόρροπη έννοια του Θεού, στη ουσία του οποίου οι ιδιότητες αποτελούν σύνολο ενιαίο και αδιαχώριστο, χωρίς η μια να παρεμβαίνει στο έργο και την εκδήλωση της άλλης, η μια να καταργεί ή να αναστέλλει την άλλη. Ο Θεός είναι στο αυτό μέτρο και αγαθός και άγιος και δίκαιος. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, αν θέλουμε να έχουμε σωστή πρόσβαση στο ζήτημα που μας απασχολεί.
Και αυτά από τη μεριά του θεού. Ας πάρουμε τώρα και τη μεριά του ανθρώπου. Όπως επανειλημμένα τονίσαμε, ο άνθρωπος είναι ον λογικό και ελεύθερο. Τον έπλασε ο Θεός « κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» αυτού. Αυτό σημαίνει, ότι παράλληλα με τη σωματική φύση του, έχει και ουσία πνευματική, όπως πνευματική είναι και η ουσία του Θεού. Την πνευματική ουσία του ανθρώπου συνιστά η νοερά και αθάνατη ψυχή, η οποία είναι λογική, θελητική και ελεύθερη. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να θέλει και να ενεργεί και να κάνει τις οποιεσδήποτε επιλογές του. Η λογική ελευθερία είναι το πολύτιμο δώρο που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο, που τον ανεβάζει πολύ πιο πάνω από όλη την υπόλοιπη άλογη ζωική κτίση. Το προνόμιο αυτό του δημιουργεί την υποχρέωση να δουλεύει την προσωπικότητα και την ζωή του, σύμφωνα με το θέλημα εκείνου που τον έπλασε και του έδωσε τόσα χαρίσματα και τόσες δωρεές. Αυτό αποτελεί το νομοτελειακό στόχο της υπάρξεως του και το νόημα γενικά της ζωής του.
Στην ελευθερία το λογικού πλάσματος έγκειται όμως και η δυνατότητα μιας άλλης επιλογής, που είναι αντίθετη προς τη φυσική του νομοτέλεια· να λέγει όχι στο θέλημα του Πλάστη του, να τραβά το δικό του δρόμο, να ξεστρατίζει από το αγαθό στη βάση του οποίου είναι κτισμένη η φύση του. Τότε ο άνθρωπος αμαρτάνει. Αυτό συνέβη σε μέρος των πρώτων λογικών κτισμάτων, των αγγέλων, οι οποίοι αποστάτησαν ελεύθερα από τη φυσική τάξη τους, έπεσαν στο κακό και αμαυρώθηκε η φύση τους μέχρι σημείου ώστε να παγιωθούν στο κακό, να νεκρωθούν πνευματικά και να παραμείνουν ξένοι προς κάθε ιδέα αγαθού. Το αυτό, με παραλλαγές φυσικά, συνέβη και στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο που έπλασε ο Θεός. Και αυτός, παρασυρόμενος όμως από το διάβολο, έπεσε στην αμαρτία αποστατήσας από το δημιουργό και πλάστη του. Ο Θεός φυσικά δεν αδιαφόρησε για το πεσμένο πλάσμα του. Η αλόγιστη συμπεριφορά του ανθρώπου του κόστισε μια σάρκωση και ένα επονείδιστο θάνατο. Με αυτά συνέτριψε τα έργα του διαβόλου και την αμαρτία, για να ελευθερώσει τον πεσμένο άνθρωπο από τη φθορά και την πνευματική νέκρωση. Η αμαρτία, λοιπόν, αν και ουσιαστικά είναι κάτι ανύπαρκτο, έχει όμως ένα τεράστιο και αιώνιο βάρος ηθικής δυνάμεως, ώστε γι’ αυτή να πεθάνει ο Θεός, ο δε άνθρωπος, που πεισματικά αρνείται το λυτρωτικό έργο του Χριστού να εξακοντίζεται στην κόλαση, στον αιώνιο πνευματικό θάνατο.
Την κόλαση ουσιαστικά τη δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Όταν αρνείται το σωτήριο έργο του Χριστού, αγνοεί τη σωτήρια κλήση της χάριτος του Θεού και διαπράττει πεισμόνως την αμαρτία, θα φθάσει στο όριο της πνευματικής νεκρώσεως και σαν κλαδί ξερό θα κοπεί από το δέντρο της ζωής και θα παραδοθεί στη φωτιά να καεί. Οι αλήθειες αυτές είναι ξεκάθαρες. Ο Θεός δεν υποτιμά την αμαρτία όμως εμείς οι ασυλλόγιστοι και επιπόλαιοι άνθρωποι. Η αγιότητα και η δικαιοσύνη του δεν είναι ιδιότητες χαλαρές, αλλά φέρουν στο απόλυτο μέτρο το άπειρο βάρος της θείας ενέργειας. Ο Θεός δεν γνωρίζει μεταπτώσεις και χλιαρότητες. Πεθαίνει μεν για τον αμαρτωλό άνθρωπο, εκφράζοντας την απειρία της αγαθότητας και της αγάπης του· όταν όμως το πλάσμα δειχθεί ανάξιο της υπέρτατης δωρεάς· όταν ποδοπατεί την ευλογία του Θεού· όταν εξαντληθεί όλη η προσπάθεια του Θεού να το συνετίσει και να το οδηγήσει σε μετάνοια, τότε η δικαιοσύνη του Θεού πέφτει σαν αστροπελέκι στην κεφαλή του υβριστή και αποστάτη. «Φοβερόν το εμπέσειν εις χείρας Θεού ζώντος», λέγει η Γραφή. Όντως φοβερό που εξαργυρώνεται με φωτιά στην αιώνια κόλαση! Ανάγλυφο παράδειγμα έχουμε τον Ιούδα, το δούλο του διαβόλου και δόλιο.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ.
Η κόλαση θα είναι και αδιεξόδευτη;
Ναι, είναι και το ένα και το άλλο.
Είναι κατάσταση αιώνια, χωρίς πέρας και σταματημό.
Εμείς από τη γη αυτή, στην οποία η ζωή εξελίσσεται στο ροώδη εβδοματικό χρόνο με τις πολλές εναλλαγές και εξελίξεις του, δεν έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε μια ζωή που να εξελίσσεται επ’ άπειρον. Έτσι έχουμε την αξίωση – μια και δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώτικα – να κρίνουμε τις καταστάσεις της αιωνιότητος με τα δικά μας χρονικά και πεπερασμένα κριτήρια. Θέλουμε να κρίνουμε τον αιώνα του Θεού, την άφθιτη ογδοατική ημέρα, στην οποία η κίνηση είναι ευθύγραμμη (όχι κυκλική, ώστε να γίνονται και να απογίνονται τα πράγματα, επαναλαμβανόμενα ομοιοτρόπως) χωρίς ανασχέσεις και πέρατα, με τις δικές μας χρονικές εμπειρίες, στις οποίες κάθε πράγμα έχει τέλος και αρχή. Και σκανδαλιζόμαστε, όχι βέβαια για την κατάσταση της Βασιλείας των ουρανών, που είναι τερπνή και ευχάριστη, αλλά για την κατάσταση της κολάσεως, που είναι κατάσταση οδύνης και βασάνων. Γιατί όμως να κάνουμε τη διάκριση αυτή; Γιατί η αιωνιότητα στη Βασιλεία των ουρανών να μη μας ενοχλεί – τουναντίον να μας αρέσει και να την επιδοκιμάζουμε – η δε αιωνιότητα της κολάσεως να μας ενοχλεί και να μας σκανδαλίζει; Και γιατί η Βασιλεία του Θεού πρέπει να είναι αδιεξόδευτη, να μην έχει πέρας και σταματημό, η δε κόλαση να έχει τέλος, να μπορεί κανείς να τη διεξέλθει και να λυτρωθεί απ’ αυτή; Που στηρίζεται η συλλογιστική αυτή, στη μεν Βασιλεία του Θεού να μην εφαρμόζουμε το δικό μας επίκηρο χρόνο (ο οποίος ούτως ή άλλως θα καταργηθεί), στη δε κόλαση να μετράμε με τις χρονικές κατηγορίες της γης; Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου ο πλούσιος, στην άγρια και απελπιστική μόνωση του στον τόπο της βασάνου, νόμισε ότι μπορούσε να έχει κάποια εξέλιξη η κατάσταση του. Γι’ αυτό ζήτησε να τον επισκεφθεί ο Λάζαρος σε μια φιλική χειρονομία συμπαθείας. Και μετά ζήτησε να μετακινηθεί ο άγιος από τη μακάρια του κατάσταση στους κόλπους του Αβραάμ, όπου ζούσε τον αιώνα του Θεού, και να κατέβει στη γη να νουθετήσει τους αδελφούς του. Για να ακούσει αποστομωτική την απάντηση του Αβραάμ, ότι υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο και αιώνιο στις δύο διαμετρικά αντίθετες καταστάσεις, στις οποίες ελλείπουν πλήρως όποιας φύσεως μετακινήσεις, εξελίξεις και προσδιορισμοί.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 227
Μπορούν κάποτε ν’ αποκατασταθούν όλα τα όντα πλησίον του αγαθού Θεού;
Η θεωρία της αποκαταστάσεως των πάντων απαντά θετικά στο ερώτημα. Κατ’ αυτήν η αμαρτία δεν έχει ουσία, η οποία βγήκε από τα χέρια του Θεού. Δεν έχει ρίζες οντολογικές. Είναι άρριζη, μοιάζοντας με το χορτάρι που φυτρώνει στα δώματα, το οποίο μη έχοντας ρίζες βαθιές φυτρώνει μεν, ξηραίνεται όμως πολύ γρήγορα (Γρηγόριος Νύσσης). Υπάρχουν μόνο αμαρτωλοί άνθρωποι, στη φύση των οποίων η αμαρτία κάθεται όχι σαν ουσία, αλλά ως ποιότητα, συμβεβηκός. Όταν αφανισθεί η ποιότητα αυτή, ο άνθρωπος γίνεται και πάλι καλός και αποκαθίσταται σαν παιδί αγαπητό στους κόλπους του ουράνιου Πατέρα. Η θεωρία επίσης συλλογίζεται ως εξής· το τέλος των όντως πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή τους (ιδέα πλατωνική). Αφού τα όντα ξεκίνησαν από το Θεό, πρέπει στο τέλος να γυρίσουν και πάλι σ’αυτόν. Το κακό δεν μπορεί να νικήσει το αγαθό. Έτσι θα αφανισθεί και ο ηθικός δυισμός των όντων (δίκαιοι – αμαρτωλοί) και θα επικρατήσει η θεία παναρχία.
Η θεωρία της αποκαταστάσεως προσπαθεί να εξισορροπήσει στο Θεό τις ιδιότητες της αγαθότητας και της δικαιοσύνης, που φαινομενικά είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η αγαθότητα δεν θέλει την αιώνια τιμωρία του πλάσματος, ενώ η δικαιοσύνη τη θέλει. Ακολουθεί όμως μέση οδό. Θα τιμωρηθεί μεν το πλάσμα για τις αμαρτίες του (ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης), προσωρινά όμως και όχι αιώνια (ικανοποίηση της θείας αγαθότητας). Ο Θεός, λέγουν οι υποστηρικτές της θεωρίας, δεν είναι Θεός εκδικητικός. Θα τιμωρήσει βέβαια το αμαρτωλό πλάσμα του, όχι για να το εκδικηθεί, αλλά για να το ευεργετήσει. Θα του επιβάλλει ποινές για τις αμαρτίες που διέπραξε. Οι ποινές όμως αυτές θα είναι παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικά, δια των οποίων θα επιδιώκεται η κάθαρση των αμαρτωλών από το στοιχείο της αμαρτίας, που κάθεται στη φύση τους. Η κάθαρση δεν θα είναι για όλα τα καθαιρόμενα πνεύματα η ίδια. Σε άλλα θα διαρκέσει λίγο και σε άλλα περισσότερο, σε διαδρομή μακρών αιώνων, και ανάλογα με την ποσότητα της αμαρτίας που πρέπει να καθαρθεί, όπως και η διάρκεια του πυρετού των σωμάτων εξαρτάται από την ποσότητα των δηλητηρίων, που υπάρχουν στο σωματικό οργανισμό. Όταν δε η κάθαρση αυτή φθάσει αργά ή γρήγορα στο τέλος της, όλα τα όντα – συμπεριλαμβανομένου και του Σατανά – καθαρά πλέον θα επιστρέψουν στους κόλπους της θείας παναρχίας, ώστε ο Θεός να είναι «τα πάντα εν πάσιν».
Η θεωρία αυτή που διατυπώθηκε στην αρχαιότητα (Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης, τελευταίος με πολλές διαφοροποιήσεις από τον πρώτο), είναι θεωρία ευφυής και πολύ ελκυστική, διότι ικανοποιεί το πρακτικό θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, για το λόγο δε αυτό γίνεται αποδεκτή από πολλούς ανθρώπους.
Δεν είναι όμως δογματικώς ορθή. Προσκρούει αδυσώπητα στο δόγμα περί αιωνίου κολάσεως, που δίδαξε ο Κύριος, και το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του ορθόδοξου δόγματος, της λατρείας και της πνευματικότητας της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και καταδικάστηκε από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία.
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 22
Μην πάψετε ποτέ να πιστεύετε στα θαύματα ...Μπορεί κάποια στιγμή να πραγματοποιηθούν, όσο απίθανα και να είναι.
Μία μικρούλα,
Πήρε τα κέρματα και πήγε στο φαρμακείο της γειτονιάς. Ο φαρμακοποιός, εκείνη την στιγμή, μιλούσε με ένα καλοντυμένο κύριο και δεν πρόσεξε την μικρή. Το κοριτσάκι έκανε κάποιο θόρυβο με τα πόδια του, αλλά τίποτε. Τότε πήρε ένα από τα κέρματα της και το χτύπησε πάνω στο γραφείο του.
- Τι θέλεις; την ρωτά κάπως εκνευρισμένος εκείνος. Δεν βλέπεις, ότι μιλώ με τον αδελφό μου, που έχω χρόνια να τον δω: Τότε η μικρή του είπε:
- Θέλω να σου μιλήσω για τον αδελφό μου, που είναι πολύ άρρωστος, και θέλω να αγοράσω ένα θαύμα!
- Συγγνώμη, της απάντησε αυτός, αλλά δεν πουλάμε θαύματα.
- Ξέρετε, είπε το κοριτσάκι, ο αδελφός μου έχει κάτι στο κεφάλι του, που μεγαλώνει, κι ο μπαμπάς μου λέει, ότι μόνο ένα θαύμα θα μας σώσει. Λοιπόν, ποσό κάνει ένα θαύμα για να το αγοράσω. Έχω χρήματα... . Ο αδελφός του φαρμακοποιού, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την συζήτηση, ρώτησε την μικρή τι είδους θαύμα χρειαζόταν ο αδελφός της.
- Δεν ξέρω. του απάντησε με μάτια βουρκωμένα. Εκείνο που ξέρω είναι, ότι χρειάζεται εγχείρηση και ο μπαμπάς δεν έχει τα χρήματα. Γι' αυτό, θέλω να πληρώσω εγώ, με τα δικά μου χρήματα. Στην ερώτηση του καλοντυμένου κυρίου, πόσα λεπτά έχει. Η μικρή του απάντησε «Ένα δολάριο και 11 σέντς, κι αν χρειασθούν και άλλα θα τα βρω».
- Τι σύμπτωση, χαμογέλασε ο καλοντυμένος κύριος. Είναι το ακριβές αντίτιμο για ένα θαύμα, για ένα μικρό αδελφό: Ένα δολάριο και 11 σεντς! Πήρε τα λεπτά, έπιασε την μικρή απ' το χεράκι, και της είπε: «Πάμε μαζί στο σπίτι σου για να δω τον αδελφό σου και τους γονείς σου και να κάνουμε το θαύμα». Ο καλοντυμένος κύριος ήταν ο Κάρτον Άρσμποργκ, ο γνωστός νευροχειρουργός. Η εγχείρηση έγινε με επιτυχία και ο μικρός αδελφός επέστρεψε στο σπίτι του υγιής.
- Η εγχείρηση ήταν ένα αληθινό θαύμα, ψιθύρισε η μαμά. Απορώ πόσο θα κόστισε. Η μικρούλα χαμογέλασε. Ήξερε ακριβώς πόσο κοστίζει ένα θαύμα: «ένα δολάριο και 11 σέντς, συν την πίστη ενός μικρού παιδιού...».
Γέροντος Εφραίμ, προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου
Το μονοπάτι της ζωής είναι όλο πόνος και δάκρυ όλο αγκάθια και καρφιά· παντού φυτρωμένοι σταυροί παντού αγωνία και θλίψη. Κάθε βήμα και μία Γεθσημανή. Κάθε ανηφοριά και ένας Γολγοθάς. Κάθε στιγμή και μία λόγχη. «Αν μπορούσαμε να στίψουμε την γη σαν το σφουγγάρι θα έσταζε αίμα και δάκρυα».
«Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει», λέγει ο ψαλμωδός.
Το τριαντάφυλλο βγάζει αγκάθι και το αγκάθι τριαντάφυλλο. Τα ωραία συνοδεύονται με πόνο, αλλά κι ο πόνος βγάζει στη χαρά. Συνήθως το ουράνιο τόξο υψώνεται ύστερα από την μπόρα. Πρέπει να προηγηθούν οι καταιγίδες για να ξαστερώσει ο ουρανός.
Η διάκριση - φωτισμένη από την χριστιανική πίστη και φιλοσοφία - βλέπει. Έχει την ικανότητα με την ενόραση να βλέπει πολύ βαθιά απ' τα φαινόμενα. Μέσα από τον πόνο βλέπει την χαρά και την ελπίδα, όπως ο θρίαμβος του Χριστού βγήκε μέσα από τον πόνο του Πάθους και του Σταυρού.
Τα πιο θαυμάσια αγάλματα έχουν τα περισσότερα κτυπήματα... Οι μεγάλες ψυχές οφείλουν την μεγαλοσύνη τους στα κτυπήματα του πόνου. Τα χρυσά και βαρύτιμα κοσμήματα περνούν πρώτα απ' την φωτιά.
Συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ο πόνος. Είναι φωτιά καμίνι που καίει και κατακαίει. Είναι καταιγίδα και τρικυμία. «Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν», λέει ο Σολωμός. Είναι στιγμές που οι δοκιμασίες έρχονται απανωτές, η μία μετά την άλλην ή και όλες μαζί. Πολύ βαρύς τότε ο σταυρός. Η αγωνία κορυφώνεται. Η ψυχή φορτίζεται τόσο, ώστε είναι έτοιμη να λυγίσει. Όλα φαίνονται μαύρα. Παντού σκοτεινά. Παντού αδιέξοδα. Λέει ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τα καλά φύγανε, τα δεινά είναι γυμνά και προκλητικά, το ταξίδι γίνεται μέσα στη νύχτα, φάρος δεν φαίνεται πουθενά και ο Χριστός φαίνεται να κοιμάται».
Καρφιά και μαχαίρια είναι της ζωής οι θλίψεις. Μαχαίρια και καρφιά που σκίζουν ανελέητα και τρυπούν τις καρδιές. Τις πυρακτώνουν και τις παραλύουν εξουθενωτικά.
Το μόνο που απομένει σε τούτες τις στιγμές είναι η κραυγή που σαν παράπονο ικεσίας απευθύνεται στο Θεό. «Ελέησον με Κύριε.... Η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα...εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου...εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος... Ελέησόν με Κύριε ότι θλίβομαι...εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου και τα έτη μου εν στεναγμοίς...επελήσθην ωσεί νεκρός...εγενήθην τα δάκρυά μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός...ινά τι περίλυπος ει η ψυχή μου, και ίνα τι συνταράσσεις με;».
Ο άνθρωπος είναι ο βασιλιάς της δημιουργίας, αλλά το στεφάνι του είναι από αγκάθια. Η πορεία του είναι άλλοτε τραγούδι και συμφωνία χαράς, τις περισσότερες όμως, φορές είναι ένα θλιβερό και ασταμάτητο πένθιμο εμβατήριο.
Μεγάλο και αιώνιο το πρόβλημα του πόνου. Το μελέτησαν φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι και άλλοι πολλοί. Την αυθεντικότερη ωστόσο απάντηση τη δίνει ο χριστιανισμός, η πίστη, ο νόμος του Θεού. Και η απάντηση είναι διπλή. Θεολογικά είναι συνέπεια της πτώσεως, όπως όλα τα κακά... Είναι αποτέλεσμα της κακής χρήσεως της ελευθερίας. Είναι καρπός της παρακοής. Ηθικά είναι ευκαιρία και μέσον αρετής και τελειώσεως.
Θα σέβομαι πάντα τον Θεό- λέγει ο Θεολόγος. Γρηγόριος - όσα ενάντια και αν επιτρέπη να με βρουν. Ο πόνος για μέσα είναι φάρμακο σωτηρία. Ο δε μέγας Βασίλειος λέγει: «Εφ' όσον μας ετοιμάζει ο Θεός το στεφάνι της βασιλείας Του, αφορμή για αρετή ας γίνει η ασθένεια». Οι θλίψεις θα πει και ο ιερός Χρυσόστομος μας φέρνουν πιο κοντά στο Θεό. Και όταν σκεφτόμαστε το αιώνιο κέρδος των θλίψεων δεν θα στεναχωριόμαστε.
Ο άγιος Απόστολος Παύλος, ο όσο διωγμένος και πονεμένος και κατάστικτος από τα «στίγματα του Κυρίου», διδάσκει ότι, ο Θεός αφήνει τον άνθρωπο να πονέσει με τις θλίψεις, «επί το συμφέρον, εις το μεταλαβείν της αγιότητος αυτού».
Χιλιάδες τρόπους έχει ο Θεός για να σε κάμει να ιδείς την αγάπη Του. Ο Χριστός μπορεί να μετατρέψει την δυστυχία, σε μελωδικό δοξολογητικό τραγούδι. «Η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» είπε ο Κύριος.
Τέτοια μάχη, τέτοια νίκη. «Στην αγορά τ' ουρανού δεν υπάρχουν φτηνά πράγματα». Οι στιγμές του πόνου και της θυσίας είναι στιγμές ευλογίας. Κοντά σε κάθε σταυρό, είναι και μια ανάσταση. Τι κι' αν τώρα πονάμε και κλαίμε ασταμάτητα; «Το γαρ παραυτίκα ελαφρόν της θλίψεως ημών καθ' υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ημίν», λέει ο Παύλος.
Ο άνθρωπος του πόνου είναι ο άριστος αθλητής της ζωής με τις ένδοξες νίκες. Θ' ακριβοπληρωθεί με τα αιώνια βραβεία, «α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», λέει προς Κορινθίους ο Παύλος.
Όποιος ατενίζει και αντιμετωπίζει τον πόνο με το πρίσμα της αιωνιότητος, είναι ήδη από τώρα νικητής. Είναι ο εκλεκτός που με την ακατάβλητη πίστη στο Θεό έφθασε στην χαρά. Γεύτηκε την χρηστότητα του Κυρίου και είναι υποψήφιος στεφανηφόρος. Μπορεί να επαναλάβει του Απ. Παύλου την νικηφόρα κραυγή: «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τη ημέρα».
Με τέτοιες μεταφυσικές διαστάσεις η υπέρβαση του πόνου και η μεταμόρφωση του σε χαρά λυτρωτική, είναι πραγματικότητα, Είναι αλλοίωση που οφείλεται στη δύναμη του Θεού. Είναι μετακαίνωση - παράλογο για τον άνθρωπο του ορθού λόγου - φυσική συνέπεια της χριστιανικής πίστεως. Είναι για τον άνθρωποι της πίστεως, το μέγα θαύμα της αλλοίωσης του Θεού. Η μεταφυσική βίωση του πόνου οδηγεί στη λύση του μεγάλου προβλήματος. Οδηγεί από το σκοτάδι στο φως.
Οφείλουμε λοιπόν, ν' αποδεχόμαστε τον πόνο που μας επισκέπτεται, σαν μια ευλογία του Θεού. Το σιτάρι συμπιέζεται και λιώνει μέσα στη γη, αλλά τότε καρποφορεί την ζωή. Πλούσια και ευλογημένη του πόνου η συγκομιδή. Μεγάλη η ευλογία του Θεού στον αγρό των δακρύων. Ευλογία που την βιώνουν όσοι με το χάρισμα της διακρίσεως αληθινά πιστεύουν.
Ευλογία Θεού και έλεος όσοι διήλθαν το καμίνι του ποικίλου πόνου με θεϊκή δύναμη και επίγνωση. Τους περιμένει η αιώνια, η αθάνατη, η πανευτυχής ανάπαυσις εν τω Θεώ. Αμήν.
“Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε’ δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα είπε στα παιδιά ένα ψέμα.
Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμά του ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας.
Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά.
Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Στο σχολείο που δούλευε η κυρία Τζοβάννα έπρεπε να επιθεωρήσει του κάθε μαθητού το ιστορικό.
Άφησε του Μάνου το ιστορικό να το διαβάσει τελευταίο. Όταν όμως διάβασε το ιστορικό που έγραφαν οι προηγούμενες δασκάλες έμεινε έκπληκτη!
Η δασκάλα της Α’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι ένα φωτεινό παιδί με έτοιμο πάντα το χαμόγελο. Κάνει τις εργασίες του σωστά και προσεγμένα, και έχει καλούς τρόπους. είναι χαρά να τον έχουμε κοντά μας».
Η δασκάλα της Β’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος είναι άριστος μαθητής. Αγαπητός από τους συμμαθητές του, αλλά φαίνεται προβληματισμένος εξ αιτίας της μητέρας του που έχει μια ανίατη ασθένεια, η ζωή στο σπίτι θα είναι δύσκολη».
Η δασκάλα της Γ’ δημοτικού έγραφε: «Ο θάνατος της μητέρας του ήταν πολύ σκληρός και οδυνηρός για αυτόν.
Προσπαθεί να κάνει καλά τις εργασίες του, αλλά ο πατέρας του δε δείχνει πολύ ενδιαφέρον.
Η ζωή του σπιτιού σύντομα θα τον επηρεάσει εάν δε παρθούν ορισμένα μέτρα».
Η δασκάλα της Δ’ δημοτικού έγραφε: «Ο Μάνος έχει αποσυρθεί και δεν δείχνει ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στην τάξη».
Διαβάζοντας όλα αυτά η κυρία Τζοβάννα κατάλαβε το πρόβλημα και ντράπηκε πολύ για τον εαυτό της.
Αισθάνθηκε ακόμη χειρότερα, όταν οι μαθητές της της έφεραν χριστουγεννιάτικα δώρα. Όλα ήταν διπλωμένα σε πολύχρωμα χαρτιά με ωραίους φιόγκους, εκτός από του Μάνου.
Το δώρο του ήταν άγαρμπα διπλωμένο σε μια καφετιά χοντρή σακούλα του μανάβη. Η κυρία Τζοβάννα δυσκολεύτηκε να το ανοίξει εν μέσω των άλλων δώρων.
Μερικά παιδιά άρχισαν να γελάνε όταν έβγαλε από τη σακούλα ένα βραχιόλι που λείπανε μερικές από τις ψεύτικες αδαμάντινες χάντρες και ένα μπουκάλι ένα τέταρτο γεμάτο άρωμα.
Αλλά έπνιξε τα γέλια των μαθητών καθώς είπε θαυμαστικά πόσο όμορφο ήταν το βραχιόλι φορώντας το στο χέρι της και βάζοντας μερικές σταγόνες στον καρπό του χεριού της.
Ο Μάνος έμεινε λίγο παραπάνω στο σχολείο στο σχόλασμα για να πει «κυρία Τζοβάννα σήμερα μυρίζατε όπως ακριβώς μύριζε η μαμά μου».
Όταν έφυγαν τα παιδιά έκλαιγε για περίπου μισή ώρα. Από εκείνη την ημέρα η κυρία σταμάτησε να διδάσκει ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.
Έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στο Μάνο. Καθώς δούλευε μαζί του το μυαλό του ζωντάνευε. Όσο πιο πολύ τον ενθάρρυνε τόσο πιο γρήγορα ανταποκρινόταν.
Έως το τέλος του χρόνου ο Μάνος είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά της τάξης του, και παρόλο το ψέμα ότι θα αγαπούσε όλα τα παιδιά το ίδιο η κυρία Τζοβάννα ευνοούσε τον Μάνο ιδιαίτερα.
Μετά από ένα χρόνο βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα της. Ήταν από τον Μάνο. Της έλεγε ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Πέρασαν έξι χρόνια πριν πάρει άλλο σημείωμα από τον Μάνο.
Της έγραφε ότι τελείωσε το Λύκειο και ήταν τρίτος στην τάξη του, και ότι ακόμη ήταν η καλύτερη δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μετά τέσσερα χρόνια πήρε άλλο ένα σημείωμα που της έλεγε ότι παρόλο που τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα κατάφερε να επιμείνει και να συνεχίσει τις σπουδές του, και ότι σύντομα θα αποφοιτούσε από το πανεπιστήμιο με τις μεγαλύτερες διακρίσεις.
Την διαβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η πιο αγαπητή δασκάλα που είχε σε όλη του την ζωή.
Πέρασαν ακόμη τέσσερα χρόνια και έφτασε ακόμα άλλο ένα γράμμα.
Αυτή τη φορά εξηγούσε ότι αφού πήρε το δίπλωμά του αποφάσισε να προχωρήσει πιο πολύ και να κάνει διδακτορικό.
Στο γράμμα εξηγούσε ότι αυτή παρέμεινε η πιο καλή και αγαπητή δασκάλα που είχε ποτέ στη ζωή του.
Μα τώρα το όνομά του ήταν πιο μακρύ Dr. Εμμανουήλ Σ. Μανούσος.
Η ιστορία δεν τελείωνε εκεί. Υπήρξε ακόμη ένα γράμμα εκείνη την άνοιξη. Ο Μάνος της ανακοίνωνε ότι είχε γνωρίσει μια υπέροχη κοπέλα την οποία θα παντρευόταν.
Της εξηγούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν μερικά χρόνια και αναρωτιόταν αν θα συμφωνούσε να παραβρεθεί στο γάμο και να καθόταν στη θέση της μητέρας του γαμπρού.
Βεβαίως η κυρία Τζοβάννα δέχτηκε. Στο γάμο φορούσε εκείνο το βραχιόλι που της είχε δωρίσει κάποια Χριστούγεννα -χρόνια πίσω. Ναι, εκείνο το βραχιόλι που έλειπαν οι αδαμάντινες πέτρες.
Και βεβαιώθηκε ότι φορούσε το ίδιο άρωμα που θυμόταν ότι φορούσε η μητέρα του Μάνου στα τελευταία τους Χριστούγεννα μαζί.
Όταν συναντήθηκαν αγκαλιάστηκαν με στοργή. Ο κ. Μανούσος ψιθύρισε στο αυτί της κυρίας Τζοβάννας «Σας ευχαριστώ κυρία Τζοβάννα που πιστεύατε σε μένα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με κάνατε να νιώθω σπουδαίος και μου δείξατε πως εγώ μπορούσα να διαφέρω».
Η κυρία Τζοβάννα με δάκρυα στα μάτια ψιθύρισε: «Μάνο μου λάθος κατάλαβες. Εσύ ήσουν που δίδαξες σε εμένα πώς να διαφέρω. Δεν ήξερα πώς να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα». ”
"Δεν είναι ωραίο πράγμα η φήμη
Δεν σε ψηλώνει η προβολή.
Βραβεία, αυτόγραφα κι’ ενθύμια
Μη τα τιμάς τόσο πολύ.
[…]
Τυλίξου μέσα στην αφάνεια
Και κρύψε τον άθλο σου σ’ αυτή,
[…]"
ΒΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ
"Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις".
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ (Χαράλαμπος Μπαρακλής, Ανθολόγιο Παγκόσμιας Σοφίας)
"Όλα τα πάθη ατονούν και μαραίνονται, όταν κυριαρχήσουν πάνω τους και χάνουν ημέρα με την ημέρα τη δυναμή τους. Ο χώρος της διαμονής και η πάροδος του χρόνου ελαττώνουν τη βιαιότητά τους. Μπορεί κανείς τουλάχιστον να προφυλαχθεί ευκολότερα από αυτά και να αποφύγει πιο ανώδυνα επειδή μπορεί να τα πολεμήσει με τις αντίστοιχες προς αυτά αρετές.
Αν χτυπήσει όμως κανείς τη κενοδοξία, αυτή θεριεύει περισσότερο και ανορθώνεται για να πολεμήσει πιο άγρια και πιο βίαια. Και ενώ νομίζει κανείς ότι την έχει εξαφανίσει, εκείνη αντλεί μέσα από τη νέκρωσή της επιπρόσθετη δύναμη. Τα άλλα πάθη, γενικά, κυριεύουν όσους νικηθούν από αυτά. Η κενοδοξία όμως καταδιώκει πιο σκληρά αυτούς που τη νίκησαν. Και όσο πιο άμεσα και πιο δυναμικά την καταπνίγει κανείς, τόσο πιο πολύ αυτή εκμεταλλεύεται την υπερηφάνεια του κατακτητή της, για να τον χτυπήσει ορμητικότερα.
Είναι τέτοια η πανουργία του κρυφού και αδιόρατου αυτού πάθους, ώστε καταφέρνει να θανατώνει τον στρατιώτη του Χριστού με τα ίδια τα βέλη που ο αγωνιστής ρίχνει εναντίον του. Επειδή ο Εχθρός δεν έχει καταφέρει να αναδειχθεί νικητής με τα δικά του όπλα, αρπάζει τα βέλη που του ρίχνει ο αγωνιστής του πνεύματος και τα στρέφει εναντίον του".
(αββάς Κασσιανός, εκδ. Ετοιμασία τομ. Β σελ 519)
"Όλα τα άλλα πάθη που μας κυβερνούν εμφανίζονται σε μια συγκεκριμένη μορφή και έτσι είναι πολύ ευδιάκριτα. Το πάθος όμως της κενοδοξίας παίρνει πολλές διαφορετικές μορφές και επιτίθεται απ’ όλες τις κατευθύνσεις σ’ εκείνον που αντιστέκεται.
Αυτό το πάθος είναι ένας επικίνδυνος ύφαλος, ο οποίος, σκεπασμένος καθώς είναι από κύματα, εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά μας και προξενεί το ναυάγιο σ’ αυτούς που πλέουν με ούριο άνεμο και, κατά συνέπεια, δεν βρίσκονται σε επιφυλακή, ούτε είναι προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Οι Γέροντες έχουν παρομοιάσει με πολύ χαριτωμένο τρόπο τη φύση αυτού του πάθους. Παρομοίασαν την κενοδοξία με το κρεμμύδι.
Όταν βγάζουμε από το κρεμμύδι μια φλούδα, βρίσκουμε αμέσως από κάτω μια άλλη. Και όσο βγάζουμε φλούδες, τόσο βρίσκουμε άλλες από κάτω".
(αββάς Κασσιανός, εκδ. Ετοιμασία, τομ. Β σελ 516-517)
Να τα προσέχεις τα μεγάλα κομποσχοίνια!
Όλα τα μεγάλα να τα προσέχεις!
Τα μεγάλα λόγια,
τα μεγάλα δώρα,
τις μεγάλες ευχές,
τις μεγάλες μετάνοιες,
τους μεγάλους κανόνες,
-πλην του ενός εκείνου, του Ανδρέα Κρήτης-
τις μεγάλες ευλάβειες,
τις μεγάλες αρετές.
Και πριν απ’ όλα,
και πάνω απ’ όλα,
τις μεγάλες σιγουριές!
Από το βιβλίο Μετά βαθύτατης υποκλίσεως. Ποιητικά τολμήματα, του μητροπολίτου Προικοννήσου κ. Ιωσήφ,
(έκδ. Επτάλοφος, Αθήνα 2010, σελίδες 144)
«Ποια ντροπή θα με κυριεύσει, όταν με δουν να καταδικασθώ, όσοι ισχυρίζονται τώρα ότι είμαι άψογος. Εγκαταλείποντας τη πνευματική εργασία, υποτάχθηκα στα πάθη. Να διδαχθώ δε θέλω, και όμως θέλω να διδάξω. Να υποταχθώ δε θέλω, να έχω υποτακτικούς θέλω. Να κοπιάσω δε θέλω, όμως θέλω να βάλω άλλους σε κόπο. Να εργασθώ δε θέλω, όμως θέλω να είμαι επιστάτης σε έργα. Να τιμήσω δε θέλω, όμως θέλω να με τιμούν. Να υπομείνω ονειδισμούς δε θέλω, όμως θέλω να ονειδίζω. Να εξευτελισθώ δε θέλω, όμως θέλω να εξευτελίζω. Να υπερηφανευθούν άλλοι δε θέλω, όμως θέλω να υπερηφανεύομαι. Να ελεγχθώ δε θέλω, όμως θέλω να ελέγχω. Να ελεώ δε θέλω, όμως θέλω να με ελεήσουν. Να με επιπλήξουν δε θέλω, όμως θέλω να επιπλήττω. Να αδικηθώ δε θέλω, όμως θέλω να αδικώ. Να με βλάψουν δε θέλω, όμως επιδιώκω να βλάψω. Να με κακολογούν δε θέλω, όμως θέλω να κακολογώ. Να ακούω δε θέλω, όμως αξιώνω να με ακούσουν. Να δοξάζω δε θέλω, όμως επιδιώκω να με δοξάσουν. Να με εξουσιάζουν δε θέλω, όμως θέλω να εξουσιάζω. Στο να συμβουλεύω είμαι σοφός, αλλά όχι στο να εκτελώ.
Αυτά που πρέπει να κάνει κανείς, τα λέω, και αυτά που δεν πρέπει να λέγονται, τα κάνω. Ποιος δε θα κλάψει για μένα;
Κλάψτε, όσιοι και δίκαιοι, εμένα που μέσα σε παραβάσεις του νόμου με συνέλαβε η μητέρα μου˙
κλάψτε εσείς που αγαπήσατε το φως και τιμήσατε το σκοτάδι, εμένα που αγάπησα τα έργα του σκότους και όχι τα έργα του φωτός»
(οσίου Εφραίμ Σύρου Έργα, τομ. Α σελ 77-8)
«Γιατί ο ταπεινός ποτέ δεν πέφτει. Από πού να πέσει, αφού βρίσκεται κάτω από όλους; Ταπεινώνει πολύ τον άνθρωπο η υψηλοφροσύνη, ενώ η ταπεινοφροσύνη γίνεται ύψωση και τιμιότητα και αξίωμα».
(Όσιος Μακάριος, εκδ. ΕΠΕ σελ 353)
«Ας είναι παρούσα μαζί σου η ταπείνωση σε κάθε τόπο και σε όλα τα έργα που κάνεις˙ διότι, όπως το σώμα χρειάζεται το ένδυμα, είτε υπάρχει καύσωνας είτε παρουσιάστηκε υπερβολικό κρύο, έτσι η ψυχή χρειάζεται διαρκώς την ενδυμασία της ταπεινοφροσύνης.
Η ταπεινοφροσύνη είναι απόκτημα καλό και εκλεκτό˙ και αυτό το ξέρουν όλοι όσοι έσυραν ανεπαίσχυντα τον ζυγό της. Προτίμησε, καλύτερα, να βαδίζεις γυμνός και ξυπόλητος, παρά να είσαι απογυμνωμένος από αυτή˙ διότι αυτούς που την αγαπούν τους σκεπάζει με την προστασία τους ο Κύριος.
Ανώφελη όλη η άσκηση, όλη η εγκράτεια, όλη η υπακοή, όλη η ακτημοσύνη και όλη η πολυμάθεια, όταν στερείται από την ταπεινοφροσύνη. Διότι, όπως είναι η ταπεινοφροσύνη αρχή και τέλος των αγαθών, έτσι είναι η υψηλοφροσύνη αρχή και τέλος των κακών. Είναι μάλιστα πανούργο και πολύμορφο αυτό το ακάθαρτο πνεύμα.
Για αυτό και αγωνίζεται να εξουσιάζει όλους, και στον καθένα χωριστά, στον τρόπο με τον οποίο εργάζεται, στον ίδιο τρόπο στήνει την παγίδα. Τον σοφό παγιδεύει με τη σοφία, τον δυνατό με τη δύναμη, τον πλούσιο με τον πλούτο, τον όμορφο με την ομορφιά, τον γλυκόλογο με την ομιλία, τον καλλίφωνο με την καλλιφωνία, τον καλλιτέχνη με την καλλιτεχνία, τον έξυπνο με την εξυπνάδα».
(Εφραίμ Σύρου Έργα, τομ. Β σελ 240-1, τομ. Α σελ 83)
«Μη θεωρείς σπουδαίο τον εαυτό σου προτού να ενοχληθείς από πειρασμό, διότι συνήθως, όταν έρθει ο πειρασμός, νικά και αυτούς ακόμη που νομίζουν ότι είναι σταθεροί.
Νομίζω ότι προτού να ενοχληθείς από πειρασμό, δε γνωρίζεις διόλου τον εαυτό σου, ποιος είσαι ως προς τη δύναμη. Πρέπει λοιπόν να ασφαλίζεις το νου σου και να είσαι άγρυπνος στις επιθέσεις του Εχθρού.
Όπως η φωτιά, στο χυτήριο, δοκιμάζει το χρυσάφι και το ασήμι ως προς τη γνησιότητα, έτσι στους πειρασμούς δοκιμάζονται οι ψυχές των ανθρώπων, έχοντας βοηθό τον Κύριο».
(Οσίου Εφραίμ Σύρου, Έργα, τομ. Β σελ 242-3)
«Η φιλοδοξία.
Εάν ανάψεις όλας τας αρετάς εντός σου ως μεγάλα κηρία, καλώς θα πράξεις˙ αν όμως παραλλήλως διατηρήσεις την φιλοδοξίαν, εκείνη ως ισχυρός άνεμος ταχέως θα σβήσει όλα τα αναμμένα κηρία. Ίσως συ εκ νέου να τα ανάψεις, όμως ο άνεμος εκ νέου θα τα σβήσει.
Δια τούτο, σταμάτησε πρώτον τον άνεμον».
(αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Μπότση σελ. 252)
«Όσον σοφώτεροι εμφανιζόμεθα ενώπιον των ανθρώπων, τόσον μωρότεροι αισθανόμεθα ενώπιον του εαυτού μας. Όσον περισσότερον προβάλλομεν τας αρετάς μας ενώπιον των ανθρώπων, τόσον εντονώτερα εμφανίζονται ενώπιον μας αι συγκεκριμέναι αδυναμίαι και τα ελαττώματα μας. Ένας στρατιώτης εξομολογήθει εις τον φίλον του ότι όποτε εξεδήλωνε εις τον κόσμον και περιέγραφε τον ηρωισμόν του εις τον πόλεμον, εις την συνείδησή του τότε ήρχοντο αι εικόνες όλων των ηττών του και της δειλίας της ζωής του».
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Μπότση σελ 49)
«Ας προσπαθούμε να μένουν έναυλα μέσα μας τα λόγια του Σωτήρος: « Εάν μη στραφητε και γενήσθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» ( Ματθ. Ιη΄ 3, 4 ), καθώς και τα λόγια του Αποστόλου: « Ως αρτιγέννητα βράφη το λογικόν γάλα επιποθήσατε, ίνα εν αυτώ αυξηθήτε εις σωτηρίαν» ( Α΄ Πέτρ. β΄ 2 ). Δηλαδή να είμαστε απλοί και καθαροί στην καρδιά.
Έχε νηπιακή απλότητα στις σχέσεις σου με τους ανθρώπους και με τον Θεό. Η απλότης της καρδιάς είναι το ύψιστο και πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου. Ο ίδιος ο Θεός είναι τελείως απλός, γιατί είναι τελείως πνευματικός και τελείως αγαθός. Μην αφήνεις λοιπόν την καρδιά σου μοιρασμένη ανάμεσα στο καλό και στο κακό».
(αγ. Ιωάννου της Κρονστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου, εκδ. Αστήρ, σελ 242)
«Μην λέγεις πως είσαι ταπεινός, μέσα είναι το γουρουνόπουλο της υπερηφάνειας. Με βλέπεις και εμέ με τούτα τα γένια; Όλο υπερηφάνεια είναι γεμάτα, και ο Θεός να μας την ξεριζώσει από την καρδίαν μας. Ο χριστιανός χρειάζεται δυο πτερύγες δια να πετάξει, να πηγαίνει εις τον Παράδεισον, με την αγάπην και με την ταπείνωσιν»
(Πάσχου Π, Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, εκδ. Ακρίτας σελ 80)
«Όσο περισσότερο κανείς κόβει και ταπεινώνει το θέλημά του, τόσο περισσότερο οδηγείται στην προκοπή. Ενώ αντίθετα, όσο περισσότερο επιμένει στο δικό του θέλημα, τόσο περισσότερο προκαλεί στον εαυτό του προσβολή και ζημία. Μη θέλεις λοιπόν να είσαι δούλος στο δικό σου θέλημα, αλλά προτίμησε να γίνεις υπάκουος στο θέλημα του Θεού».
(Οσίου Εφραίμ Σύρου, Έργα, τομ. Β σελ 214)
«Αν και η ναρκισσιστική παθολογία, μαζί και η χαρακτηρισμένη Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας (ΝΔΠ), δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης εδώ, ωστόσο παραθέτω, για κάθε νόμιμη χρήση, μια χρηστική περιγραφή αυτής της προσωπικότητας σύμφωνα με το Διαγνωστικό Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης. Η ΝΔΠ, λοιπόν, εμφανίζει τουλάχιστον πέντε από τα ακόλουθα γνωρίσματα:
Υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του που δεν βασίζεται στην πραγματικότητα (μεγαλομανία)
Ενασχόληση με φαντασιώσεις απεριόριστης επιτυχίας, δύναμης, ομορφιάς ή έρωτα.
Πεποίθηση ότι είναι ιδιαίτερος και μοναδικός και μόνο άλλοι ιδιαίτεροι άνθρωποι μπορούν να τον καταλάβουν.
Έντονη ανάγκη για θαυμασμό.
Αίσθηση ότι έχει ιδιαίτερα δικαιώματα και προνόμια.
Τάση να εκμεταλλεύεται τους άλλους δίχως τύψεις ή ενοχές.
Απουσία άξιας λόγου ενσυναίσθησης.
Τάση να φθονεί ή να θεωρεί ότι οι άλλοι τον φθονούν.
Αλαζονική στάση».
(ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙΣ ΜΟΝΟ ΕΣΥ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ!, Νίκου Σιδέρη, σελ 150)
«Όταν μου εξομολογήθηκε η φίλη μου το σχέδιό της με συνωμοτικό ύφος και με λαμπερά μάτια, έμεινα ακίνητη. Προσπαθούσα να καταλάβω πού υπήρχε το σφάλμα. Τι συμβαίνει; Η γυναίκα μου εμπιστεύτηκε ότι είναι ερωτευμένη τρελά με το διευθυντή της στη δουλειά της και ότι τώρα τελευταία το ανακάλυψε. Πως εκείνος μεν δεν της έχει εξομολογηθεί καθαρά τίποτε ακόμα, όμως στο βλέμμα του, στους τρόπους του, στις κινήσεις και στον τόνο της φωνής του, όπως απευθύνεται σ’ εκείνη, καταλάβαινε την αδυναμία που της έχει. Είναι σίγουρη πως, αν δεν ήταν παντρεμένος, θα είχε από καιρό εκδηλώσει έρωτα για το πρόσωπό της. Εκείνη όμως είναι αποφασισμένη!...
Έτσι όπως τη δυνάμωσε η ψυχανάλυση, έτσι όπως πείστηκε για την αξία της και για όσα η ζωή της χρωστάει, είναι σίγουρη πως θα τα καταφέρει. Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να ξελογιάσει αυτόν τον διευθυντή, να τον χωρίσει απ’ τη γυναίκα του, να τον απομακρύνει από τα μικρά παιδιά του, να τον κάνει ολοκληρωτικά δικό της. Ήδη έχει θέσει σε εφαρμογή κάποια στρατηγική. Τηλεφωνεί αργά τη νύχτα στο σπίτι του και όταν σηκώσει το ακουστικό η σύζυγός του, εκείνη το κλείνει. Σίγουρα θα αρχίσει να τον υποψιάζεται και θα ξεκινήσουν οι διαπληκτισμοί μεταξύ τους.
«Στον έρωτα και στον πόλεμο επιτρέπονται όλα! Ο Νίτσε, νομίζω, δεν το είπε αυτό;» με ρώτησε με νάζι. Ευχαριστούσε από καρδιάς την ψυχανάλυση που επιτέλους της άνοιξε τα μάτια. Που της τόνωσε την αυτοπεποίθηση. Που της δίνει πίστη στον εαυτό της. Είναι σίγουρη πως θα καταφέρει να κερδίσει τον άντρα των ονείρων της. «Η πίστη κινεί βουνά!» κατέληξε.
Και με κοίταξε με σκληρά, αδίστακτα μάτια που λαμπύριζαν από παράξενο πυρετό, περιμένοντας την επιβεβαίωσή μου».
(Μάρω Βαμβουνάκη, Ο παλιάτσος και η Άνιμα, εκδ. Ψυχογιός σελ 27-8)
Συνέντευξη Μάρκ Τουαίν στον συγγραφέα Κίπλινγκ το 1889: «Για μένα η συνείδηση είναι ένας μπελάς. Είναι σαν ένα κακομαθημένο παιδί. Όσο του δίνεις σημασία και του κάνεις τα χατίρια, τόσο σε παιδεύει και δεν σε αφήνει να ησυχάσεις. Έτσι και η συνείδηση: όσο την ακούς και συμμορφώνεσαι με τις υποδείξεις της, τόσο «χώνεται μες στα πόδια σου» και δεν σε αφήνει να χαρείς τη ζωή…
Για αυτό σε συμβουλεύω: Κάθε φορά που η συνείδησή σου ξεσηκώνεται,… μην την λυπάσαι! Δείρε την! Σκότωσε την στο ξύλο! Και μην την αφήνεις να σου καταστρέφει τις χαρές της ζωής…
Εγώ έτσι έκανα˙ την σκότωσα και βρήκα την ελευθερία και την ησυχία μου. Πάει καιρός, που δεν με έχει ενοχλήσει πια… Μάλλον είναι καλύτερα όταν είναι… νεκρή»!
(Αναζητώντας Ελευθερία, αρχ. Βαρνάβα Λαμπρόπουλου σελ 28-29)
«Από την διάσπασιν και την κατάτμησιν της αισθήσεως και της συνειδήσεως σώζεται ο άνθρωπος μόνον δια της θεανθρωπίνης ζωής. Τοιουτοτρόπως σώζεται και από την εγωιστικήν απομόνωσιν, η οποία δεν είναι άλλο τι παρά ιδιότυπος σατανισμός. Διότι ο Σατανάς είναι το πλέον απομεμονωμένον ον εις όλους τους κόσμους. Αυτός έχει χάσει τελείως το αίσθημα της πανενότητος του μακροκόσμου. Πράγματι ο Σατανάς είναι Μόνος εν απολύτω εννοία. Δι’ αυτό ο εγωισμός των ανθρώπων, η εγωιστική απομόνωσις των, η αποκοπή των από την πανενότητα του μακροκόσμου δεν είναι άλλοτι παρά μια ορμή προς τον σατανισμόν. Διότι ο Σατανάς είναι Σατανάς, επειδή η αυτοσυνειδησία του και η αυτοαίσθησίς του είναι τελείως αποκεκομμέναι από τον Θεόν και από όλα τα άλλα όντα και κτίσματα.
(αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ 27-28)
«Μόνο ένα ξεχνούσε εντελώς ο γιατρός (ο ρώσος Haas 1780-1857): τον εαυτό του. Ήταν βέβαια πάντα καθαρά ντυμένος, αλλά με τελείως τριμμένα ρούχα - που ωστόσο στόλιζε ο σταυρός του αγίου Βλαδιμήρου – με κάλτσες μανταρισμένες και παπούτσια πολύ παλιά. Μια μέρα είχε πάει επίσκεψη στο σπίτι της κυρίας Eropkine, που βοηθούσε συχνά με χρηματικές προσφορές τα μεγάλα του έργα.
Κατά τη συνήθειά του ο Haas άρχισε να μιλάει για το ξεκίνημα της τελευταίας αμαξοστοιχίας κρατουμένων. Σε μια στιγμή τραβάει από τη τσέπη του ένα ξεσκισμένο πανί που του χρησίμευε για μαντήλι. Η κυρία Eropkine του το παίρνει σιγά-σιγά απ’ το χέρι και του βάζει ένα καινούργιο μαντήλι από βατίστα. Εκείνος χαμογέλασε. «Ένα μόνο μαντήλι δε φθάνει» σκέφτηκε αμέσως η οικοδέσποινα. Και φέρνει μια δωδεκάδα και προσπαθεί με τρόπο να την βάλει κρυφά στη τσέπη του γιατρού.
Αλλά ο Haas την κατάλαβε. Γυρίζει, της πιάνει τα δυο χέρια και με δάκρυα στα μάτια της λέει: «Ω, ευχαριστώ, ευχαριστώ. Είναι τόσο δυστυχισμένοι…».
Η σκέψη του ήταν τόσο πού γεμάτοι απ’ τους φτωχούς κρατούμενους, που ούτε στιγμή δεν του πέρασε η ιδέα ότι κάτι που του προσέφεραν ανήκε σ’ αυτόν τον ίδιο.
(Αθανασίου Αβραμίδη, Η Ιατρική της ανθρωπιάς σελ 101-2)
(επιστολές αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Στον φοιτητή, ο οποίος ρωτά για την επιρροή του άλλου κόσμου σ’ αυτόν εδώ.
[….]
Στις «Εξομολογήσεις» του ο μακάριος Αυγουστίνος διηγείται περί του θαύματος της στροφής του από την πολυθεΐα στην ορθή πίστη. Σαν εθνικός κατοικούσε την πόλη του Μιλάνου, σε έντονη αμφιταλάντευση, να βαπτιστεί ή όχι, δηλαδή, να παραδοθεί στον Χριστό ή να παραμείνει στην στείρα ρωμαϊκή φιλοσοφία. Σε τούτες τις έντονες αμφιταλαντεύσεις του συμβουλευόταν τον φίλο του Αλύπιο. Όμως, όλες οι συμβουλές και ο σκεπτικισμός δεν οδήγησαν πουθενά. Απελπισμένος ο Αυγουστίνος απομονώθηκε από τον φίλο του σε ένα δωμάτιο και άρχισε να κλαίε επάνω στην αδυναμία του. Έμεινε πολύ χρόνο έτσι σιγοκλαίοντας, και με προσευχή στον Θεό να του δείξει τον δρόμο.
Ξαφνικά άκουσε μια φωνή, σαν τραγούδισμα κάποιας παρθένας από μακριά, με επωδό: « Πάρε και διάβαζε, πάρε και διάβαζε»! ο Αυγουστίνος γύρισε να δει, τίνος είναι και από πού ήταν αυτή η φωνή, αλλά δεν μπορούσε να μάθει τίποτα. Να είναι τούτη η φωνή απάντηση στην προσευχή του; Σαστισμένος επέστρεψε στον φίλο του, στου οποίου το τραπέζι υπήρχε το βιβλίο «Απόστολος». Αυτός γρήγορα άνοιξε το βιβλίο, και στάθηκε με το βλέμμα του σε ένα χωρίο. Τότε διάβασε σ’ αυτό το χωρίο «Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Ρωμ. 13,12),
Τούτα τα λόγια έλυσαν την μοίρα του Αυγουστίνου, και τον μεταμόρφωσαν από παγανιστή φιλόσοφο σε κήρυκα του χριστιανισμού. Άραγε, δεν είναι αυτή άγια επιρροή εκείνου του κόσμου σ’ αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού;
Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα: Ο μεγάλος ζηλωτής και απολογητής της ορθοδοξίας στη Ρωσία, ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγο του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού.
Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε: «Μην απελπίζεσαι»! Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν.
Άραγε, δεν είναι κι αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σ’ αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; Και που βρίσκεται το τέλος στον ανεξάντλητο πλούτο τέτοιων παραδειγμάτων, από τα οποία δεν γίνεται να μην βρείτε κι εσείς τουλάχιστον ένα στην δική σας ζωή;
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ 52
Σε διάφορα πρόσωπα για διάφορα πράγματα.
[…..]
Στην κυρία Ο. από του Γκούτσε.
Προειδοποιήσεις για τον θάνατο κάποιου προσώπου αναμφισβήτητα υπάρχουν. Και μάλιστα είναι τόσο συχνές και πολυάριθμες που θα μπορούσαμε να τις εκλάβουμε ως κανόνα. Οπωσδήποτε θα έχετε ακούσει για ότι ραγίζουν ποτήρια ή τζάμια του παραθύρου ή ότι η φωτογραφία κάποιου νεκρού πέφτει σε άλλο σημείο. Και το δικό σας όνειρο για το θάνατο κάποιου πολύ σημαντικού ανθρώπου είναι ξεκάθαρη προειδοποίηση. Ανάψτε κερί και μοιράστε ελεημοσύνη για την ψυχή του.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 304
(επιστολές Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Στον νεαρό κληρονόμο για την τελευταία επιθυμία
Γράφεις για τον θάνατο του πατέρα σου. Ως διακεκριμένος και ευκατάστατος άνθρωπος είχε πολλούς φίλους με εξουσία και πλούτο. Όμως προ του θανάτου δεν ενδιαφέρονταν να δει κανέναν. Μόνο συχνά παράγγελνε, να του έρθει ο Σταύρος ο υποδηματοποιός.
Και αυτός ο Σταύρος τίποτα δεν έχει εκτός από την πίστη και την καλοσύνη. Και όταν ερχόταν ο Σταύρος, ο μελλοθάνατος δεν του έλεγε τίποτα, αλλά έπαιρνε μόνο το χέρι του και το κρατούσε έτσι και σώπαινε. Ενώ όταν ερχόταν κάποιος από τους ισχυρούς φίλους του και συνεταίρους, αυτός μόνο κούναγε το χέρι, για να απομακρυνθούν. Ρωτάς, τι σημαίνουν αυτά;
Αυτό σημαίνει, παιδί μου, ότι ο άνθρωπος που πεθαίνει είναι ειλικρινής άνθρωπος. Δεν θέλει να τον αγγίξει η προσποίηση. Κατά τον αποχωρισμό από τον κόσμο η ψυχή ζητά μόνο εκείνο που είναι το κάλλιστο σ’ αυτόν τον κόσμο. Και αυτό είναι η πίστη και η καλοσύνη. «΄Ότι κρείσσον το έλεος σου υπέρ ζωάς», λέει ο προφήτης (Ψαλμ. 62,4). Αυτός το λέει στον Θεό. Αλλά η καλοσύνη του Θεού λάμπει μέσω του καλού ανθρώπου.
Σκύψε πάνω από την κλίνη του μελλοθανάτου και ανέφερε τα ονόματα των μεγάλων βασιλιάδων της γης, των κατακτητών, των εξουσιαστών, των πλουσίων, των επιστημόνων, των καλλιτεχνών…Τίποτα! Αυτά τα ονόματα δεν του λένε απολύτως τίποτα. Όλα αυτά είναι μακριά από την ψυχή του σαν ξεχασμένο όνειρο.
Όταν σ’ έναν εξουσιαστή που πέθαινε μιλούσαν περί μεγάλων ανδρών, όμοιων του, αυτός με αναστεναγμό είπε: «Μη μου μιλάτε περί εκείνων που αφήνω, αλλά μιλήστε μου περί εκείνων που πηγαίνω».
Όταν πάλι έναν Ρώσο ηγεμόνα κολάκευαν οι κόλακες και την ώρα του θανάτου του, αυτός θυμωμένα φώναξε: «Πέρασε ο καιρός γι’ αυτά! Μιλήστε μου τώρα για τον καλύτερο από μένα!».
Ο μελλοθάνατος, λοιπόν, είναι ειλικρινής, και ζητά πάνω από όλα την φλόγα της καλοσύνης, για να τον ζεστάνει, να τον φωτίσει και να τον ενθαρρύνει.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,«Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 139
Στον οινοποιό Σ.: Περί αδελφού χωρίς αδελφοσύνη.
[….]
Πρόσφατα κρέμασαν έναν άνθρωπο στον τόπο μας για ένα έγκλημα. Εκείνος, πριν πεθάνει, μετάνιωσε βαθιά και ειλικρινά! Έκλαιγε και οδυρόταν για την κακή του πράξη. Τόσο πολύ προσευχόταν στον Θεό κατά την διαδρομή προς την κρεμάλα, υποκλινόταν στους ανθρώπους γύρω του φωνάζοντας: «Συγχωρέστε με, αδέλφια συγχωρέστε με»!
Όλοι δάκρυσαν. Φίλησε πολλές φορές το χέρι του ιερέα και τον σταυρό και τρεμάμενος ολόκληρος παρακαλούσε: «Πάτερ, προσευχηθείτε στον Θεό να με συγχωρήσει»!
Κάποιος από τους παριστάμενους μας διηγιόταν μετά ότι αισθανόταν, σαν να αποχαιρετούσαν προς τον άλλο κόσμο όχι έναν εγκληματία αλλά έναν άγιο! Τόσο εύκολα μπορεί να αλλάξει ολόκληρος ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου μέσω της μετάνοιας!
[…..]
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 166
Στον μαθητή του σχολείου για το ποιος είναι ο Νέος Άνθρωπος.
[….]
Υπάρχουν ακόμα πολλά χωρία παρόμοια με αυτά, όμως είναι αρκετά και τόσα. Και όλα αυτά τα αποστολικά λόγια συμφωνούν με τα λόγια του Χριστού: «’Εάν μη τις γεννηθή άνωθεν, ού δύναται ιδείν την βασιλεία του Θεού» (‘Ιωαν. 3,3).
Όταν το βασιλόπουλο της Ινδίας Ιωάσαφ ρώτησε τον δάσκαλο του, τον γέροντα Βαρλαάμ, την ηλικία του, έλαβε την απάντηση «σαράντα πέντε ετών». Έκπληκτο το βασιλόπουλο δήλωσε, ότι εκείνο υπολόγιζε γεμάτα εβδομήντα χρόνια . Σ’ αυτό του απάντησε ο γέροντας, ότι και οι δυο τους ορθά μίλησαν: «Αλλά εγώ δεν υπολογίζω καθόλου εκείνον τον χρόνο, που έζησα στην κοσμική ματαιοδοξία! Διότι δεν μπορώ τα χρόνια που ήμουν «νεκρός» να τα υπολογίζω στα χρόνια της ζωής μου.
Ιδού τι είναι αυτός ο νέος άνθρωπος, και τι θα έπρεπε να κηρύττει ο Νέος Άνθρωπος σας.
[…..]
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη… Ιεραποστολικές Επιστολές Β’» σελ. 170
Στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν στη βαθιά χριστιανική αρχαιότητα πολλά μεγάλα μοναστήρια, ζούσε ένας μοναχός που ήταν φίλος με έναν αγράμματο απονήρευτο αγρότη-φελάχο. Μια μέρα ο φελάχος είπε στο μοναχό:
«Κι εγώ λατρεύω το Θεό που δημιούργησε αυτό τον κόσμο! Κάθε απόγευμα χύνω σε μια γαβάθα κατσικίσιο γάλα και το βάζω κάτω από ένα φοίνικα. Το βράδυ ο Θεός έρχεται και πίνει το γαλατάκι μου. Του αρέσει πάρα πολύ! Ούτε μια φορά δεν έμεινε κάτι στη γαβάθα».
Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο μοναχός, δε μπόρεσε να μη γελάσει. Καλόψυχα και κατανοητά εξήγησε στο φίλο του ότι ο Θεός δε χρειάζεται κατσικίσιο γάλα. Όμως ο αγρότης επέμενε με πείσμα στο δικό του. Τότε ο μοναχός πρότεινε την επόμενη νύχτα να παρακολουθήσουν κρυφά τι συμβαίνει, όταν αφήσουν τη γαβάθα με το γάλα κάτω από τον φοίνικα.
Το είπαν και το έκαναν: τη νύχτα ο μοναχός κι ο αγρότης κρύφτηκαν κοντά και στο φως του φεγγαριού σύντομα είδαν ότι μια αλεπουδίτσα είχε πλησιάσει κρυφά τη γαβάθα κι έγλειφε όλο το γάλα ώσπου να την αφήσει πεντακάθαρη.
Αυτή η αποκάλυψη χτύπησε τον αγρότη σαν κεραυνός! «Ναι», παραδέχτηκε συντετριμμένος, «τώρα το βλέπω, δεν ήταν ο Θεός!».
Ο μοναχός προσπάθησε να καθησυχάσει τον αγρότη κι άρχισε να εξηγεί ότι ο Θεός είναι Πνεύμα, ότι είναι απόλυτα διαφορετικός σε σχέση με τον κόσμο μας, ότι οι άνθρωποι Τον γνωρίζουν με ιδιαίτερο τρόπο… Όμως ο αγρότης στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι κάτω και μετά άρχισε να κλαίει κι έφυγε για την καλύβα του.
Ο μοναχός πήγε κι αυτός στο κελί του. Όμως όταν πλησίασε είδε με κατάπληξη έναν άγγελο στην πόρτα να του φράζει το δρόμο. Ο μοναχός τρομαγμένος έπεσε στα γόνατα κι ο άγγελος είπε:
«Αυτός ο απλός άνθρωπος δεν είχε ούτε παιδεία ούτε σοφία ούτε μόρφωση για να λατρέψει το Θεό διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε. Κι εσύ με τη σοφία και τη μόρφωσή σου του πήρες αυτή τη δυνατότητα. Θα πεις ότι χωρίς αμφιβολία έκρινες σωστά; Όμως ένα πράμα δεν ξέρεις, ω σοφέ: ο Θεός βλέποντας την ειλικρινή καρδιά αυτού του αγρότη, κάθε βράδυ έστελνε στο φοίνικα την αλεπουδίτσα για να τον καθησυχάσει και να δεχτεί τη θυσία του».
Απόσπασμα από το βιβλίο “Σχεδόν Άγιοι”
του Αρχιμ. Τύχων Σεβκούνωβ