Αναδημοσίευση από: www.myriobiblos
Από Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.
1. Η δημιουργία της εορτής
(I) Εισαγωγική αναφορά στο θέμα των πηγών
(α) Οι πηγές μιας εορτής αποτελούν πάντοτε ζήτημα εισαγωγικό και, ταυτοχρόνως, νευραλγικό σχετικώς με τη δημιουργία της. Η έρευνα των εορτών, όμως, πριν από τη μελέτη του ημερολογιακού καθορισμού, ενδιαφέρεται για την προέλευση του περιεχομένου της εορτής. Με δεδομένη την παντελή απουσία καινοδιαθηκικών μαρτυριών περί των γεγονότων της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έορτολογικό περιεχόμενο αναζητείται σε εξωβιβλικές πηγές.
Αναφερόμεθα, ουσιαστικώς, σε ένα απόκρυφο κείμενο το οποίο φέρει τον τίτλο «De Transitu beatae Mariae virginis» (περί Μεταστάσεως της μακαρίας Παρθένου Μαρίας), χρονολογείται περί τον 5ο αι. και είναι λατινική μετάφραση παλαιοτέρου απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου(1). Ως «Liber transitus Mariae» παρατίθεται υπό του J.P. Migne(2), αποδιδόμενο λανθασμένα στον Μελίτωνα Σάρδεων(3). Περί τον 6ο αι. χρονολογείται η λατινική μετάφραση ενός άλλου περί την Κοίμηση απόκρυφου υπό τον τίτλο «Joannis liber de Dormitione Mariae» (βίβλος Ιωάννου περί της κοιμήσεως της Μαρίας)(4). Μετά την έκδοση του συριακού πρωτοτύπου του εν λόγω απόκρυφου υπό του Wright (5) έγινε αντιληπτό ότι η λατινική μετάφραση του «transitus» αποτελεί ελεύθερη απόδοση του συριακού «Joannis liber...».
Οι απόκρυφες διηγήσεις περί των σχετικών με την Κοίμηση της Θεοτόκου γεγονότων δεν μπορεί να περιορίζονται μόνο στο εν λόγω κείμενο, εφόσον η Κοίμησις δεν αποτελεί γεγονός ελάσσονος σημασίας για την χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση. Φαίνεται, εν προκειμένω, ότι ισχύει η θέση του P. Voulet, εκδότου των θεομητορικών Ομιλιών του Ιωάννου Δαμασκηνού, ο οποίος υπεστήριξε ότι το «Transitus Mariae» αποτελεί σύνοψη του συνόλου των περί της Κοιμήσεως απόκρυφων διηγήσεων, μη διασωθεισών στην εκκλησιαστική παράδοση εφόσον είχαν ενσωματωθεί στο εν λόγω κείμενο(6).
Τα φιλολογικά ερωτήματα περί του κειμένου αυτού δεν έχουν γνωρίσει την πλήρη διαλεύκανση. Είναι δύσκολο να αποδεχθούμε την απολυτότητα του Dom Cabrol ότι το πρωτότυπο είναι συριακό(7), εφόσον και το ελληνικό πρωτότυπο φαίνεται ότι διεκδικεί την αλήθεια(8). Συριακό ή ελληνικό,το πρωτότυπο κείμενο χρονολογείται περί τα τέλη του 4ου-αρχές του 5ου αι., έτυχε μεταφράσεως στην κοπτική, λατινική και αραβική γλώσσα, θεωρείται δε ως σύνοψη αρχαιοτέρων στοιχείων, ίσως και του 2ου αι.(9). Η μελέτη του περιεχομένου του, άλλωστε, ενισχύει τη διαίσθηση ότι στο εν λόγω κείμενο περιέχονται πρωτοχριστιανικές διηγήσεις περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου(10).
(β)Το κείμενο της «Transitus Mariae» υπήρξε πηγή της περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου παραδόσεως, η οποία χαρακτηρίζεται ως «Ευθυμιακή ιστορία» και η οποία διασώθηκε στον Β' Λόγο του Ιωάννου Δαμασκηνού στην Κοίμηση(11). Η απόκρυφη αυτή διήγηση έχει δανειστεί, μεν, στοιχεία εκ της «Transitus», περιέχει όμως και άλλα εξαιρετικώς άτοπα και ελεγχόμενα (όπως το αίτημα της Πουλχερίας -5ος αι.- περί μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη του λειψάνου της Θεοτόκου!), τα οποία την καθιστούν «διπλά απόκρυφη»(12). Η επιβίωση της «Ευθυμιακής ιστορίας» έως την εποχή του Δαμασκηνού επιβεβαιώνει την επισήμανση της προηγουμένης παραγράφου ότι, το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχε μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική παράδοση, με αποτέλεσμα την επεξεργασία του σε διάφορες απόκρυφες παραδόσεις.
(II) Η παράδοση περί της ταφής της Θεοτόκου
Οι απόκρυφες διηγήσεις παρέχουν μεν στοιχεία του εορτολογικού περιεχομένου (των γεγονότων της εορτής της Κοιμήσεως), δεν σχετίζονται όμως με τη διαδικασία εμφανίσεως της εορτής(13). Το ενδιαφέρον της περί του θέματος της εμφανίσεως μελέτης πρέπει να επικεντρωθεί στην παράδοση περί του τόπου της Κοιμήσεως και της ταφής της Θεοτόκου, εφόσον είναι εύλογο οι τοποθεσίες αυτές να απετέλεσαν το λίκνο εμφανίσεως της εορτής(14).
Η παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην εν Ιεροσολύμοις οικία της(15) και ταφής της στην ίδια πόλη αναφαίνεται περί τον 5ο αι.(16) (περί τα τέλη του 4ου αι. ο Επιφάνιος Σαλαμίνος ουδεμία παρόμοια παράδοση γνωρίζει(17) και ενισχύεται από μαρτυρίες «Οδοιπορικών» του 6ου αι., τόσο του προσκυνητού Θεοδοσίου (530) περί υπάρξεως ναού προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(18), όσο και του Αντωνίου της Πλακεντίας (570), ο οποίος επισημαίνει ότι εντός του ναού αυτού υπήρχε και ο τάφος της Θεοτόκου(19). Μνεία του τάφου αυτού γίνεται τον 7ο αι. στην Ανακρεόντιο ποίηση του Σοφρωνίου Ιεροσολύμων (+638)(20), ο οποίος τιμά τη Θεοτόκο στη συγκεκριμένη τοποθεσία(21). Η παράδοση της «Dormitio hierosolymata» (Κοιμήσεως εν Ιεροσολύμοις), όπως αναφέρεται στο «Brevarius de Hierosolyma» του 6ου αι.(22), φαίνεται να κατέχει την αίγλη της ιστορικότητας(23), προς αυτήν δε προσανατολίζονται σημαντικές έρευνες περί του τάφου της Θεοτόκου(24).
Κατά συγκυρία περισσότερο «μυστικιστική» και ολιγότερο ερευνητική ανεφάνη η παράδοση περί Κοιμήσεως και ταφής της Θεοτόκου στην Έφεσο. Αναφερόμεθα στην περί του θέματος «δραματική αποκάλυψη», την οποία διετείνετο ότι είχε η Anna Vatherine Emmerich, αυγουστινιανή μοναχή του αβαείου Agnetenberg της Βεστφαλίας (+1824). Οι «αποκαλύψεις» της Emmerich σχετίζονται με το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την οποία (Κοίμηση) τοποθετούν στην Έφεσο και, μάλιστα, στην οικία την οποία είχε οικοδομήσει ο ευαγγελιστής Ιωάννης(25). Η περιοχή της Εφέσου «Παναγία-Καπούλη» (πόρτες της Παναγίας) εθεωρήθη ως η τοποθεσία Κοιμήσεως της Θεοτόκου(26). Οι απόψεις αυτές δεν είχαν μεν την απαιτούμενη τεκμηρίωση, συνεκίνησαν όμως τους διατεινόμενους ότι η Θεοτόκος δεν ετάφη στη Γεθσημανή(27). Η παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Έφεσο, άλλωστε, συντηρήθηκε από την απόκρυφη γραμματεία(28), αλλά κυρίως από το γεγονός συγκλίσεως της Γ' Οικουμενικής Συνόδου στο ναό της «αγίας Μαρίας» στην Έφεσο(29), αν και δεν υπάρχει βεβαιότητα περί αφιερώσεως του ναού αυτού στην παρθένο Μαρία ή σε ομώνυμη αγία(30).
Η «παράδοση της Εφέσου» αποτελεί μάλλον παρένθεση στο όλο θέμα του τόπου Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η μετακίνηση του ευαγγελιστού Ιωάννη στην Έφεσο πραγματοποιείται σε χρονική στιγμή μεταγενέστερη του ημίσεως του 1ου αι., γεγονός το οποίο αποδυναμώνει εξαιρετικά την περίπτωση μεταφοράς της Θεοτόκου στην Έφεσο. Η περί Θεοτόκου παράδοση στην πόλη αυτή δεν είναι αναγκαίο να σχετίζεται με την αυτοπρόσωπη παρουσία της Θεοτόκου, αλλά προφανώς με την παρουσία του Ιωάννη, ο οποίος στην εκκλησιαστική συνείδηση ευρίσκετο στενά συνδεδεμένος με τη Θεοτόκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων, άλλωστε, κατέχει μεγαλύτερες «περγαμηνές» -σε σχέση με την Έφεσο- ώστε να θεωρείται ως το λίκνο εμφανίσεως της εορτής της Κοιμήσεως.
(III) Η πρώτη εορτή προς τιμή της Θεοτόκου στα Ιεροσόλυμα
Οι εορτές γεννώνται σ’ ένα τόπο δια της ισχύος των τοπικών παραδόσεων και αναμνήσεων. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη ικανότητα έρευνας της χριστιανικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ώστε να συμπεράνουμε ότι το γεγονός το οποίο κυριαρχούσε στις συνειδήσεις σχετικώς με τη Θεοτόκο ήταν η θεϊκή μητρότητα. Η υπό της Θεοτόκου Γέννηση του Κυρίου είναι εύλογο να αποτελούσε το εορτολογικό περιεχόμενο της όποιας πρωτογεννούς Θεομητορικής εορτής(31). Ας μην παραθεωρείται μία σημαντική παράμετρος της ιστορίας των εορτών, συμφώνως προς την οποία ή εμφάνιση κάποιας εορτής σε συγκεκριμέμη χρονική περίοδο δεν συμπίπτει με τη γένεση του εορτολογικού της περιεχομένου. Το γεγονός, δηλαδή, ότι υπήρχε αντικείμενο τιμής της Θεοτόκου (εν προκειμένω η Γέννηση του Κυρίου) είναι προγενέστερο από την ημερολογιακή διαμόρφωση αντίστοιχης εορτής. Τα δύο δεδομένα όχι μόνο δεν ταυτίζονται, αλλά χαρακτηρίζονται από επαγωγική σχέση εφόσον το πρώτο (ή πρωτοχριστιανική τιμή προς τη Θεοτόκο) προετοίμασε την εμφάνιση του δευτέρου (τον ημερολογιακό καθορισμό αντίστοιχης εορτής).
Η εκτίμηση περί υπάρξεως ενός «πρωτογεννούς Θεομητορικού έορτολογικού υλικού» συνδέεται με μία τοποθεσία τρία μίλια μετά τα Ιεροσόλυμα καθ' οδόν προς Βηθλεέμ, η οποία επονομάζεται «Κάθισμα»(32). Η εν λόγω τοποθεσία εκίνησε το ευρύτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον των ερευνητών(33), ειδικότερον
όμως ως προς τη Θεοτόκο απετέλεσε τόπο ιερό, εφόσον κατά την απόκρυφη παράδοση του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου (17, 2-3) η Θεοτόκος, καθ' οδόν προς τη Βηθλεέμ και ευρισκόμενη ολίγον προ της κυήσεως, εζήτησε από τον Ιωσήφ να κατέλθει εκ της όνου για να ξεκουρασθεί(34). Την παράδοση αυτή επιβεβαιώνει το 530 ο προσκυνητής Θεοδόσιος(35), φαίνεται δε ότι ήταν η κυρίαρχη σε σχέση με άλλη, περί παραμονής επ' ολίγον της Θεοτόκου στο συγκεκριμένο τόπο κατά τη φυγή προς την Αίγυπτο(36).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου, στο «Κάθισμα» ανοικοδομήθηκε ναός προς τιμή της Θεοτόκου από μία Ρωμαία, ευγενούς καταγωγής και μεγάλης πίστεως προσκυνήτρια, την Ικελία (ή Ικηλία), κατά τους χρόνους πατριαρχείας του Ιουβεναλίου Ιεροσολύμων (417-458)(37) Ο ναός αυτός δεν φαίνεται να αντικατέστησε κάποιον παλαιότερο, εφόσον αποκαλείται ως «Κάθισμα παλαιόν» από το Θεόδωρο Πέτρας, το βιογράφο Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ο οποίος βεβαιώνει και περί ανεγέρσεως ναού υπό της Ικελίας(38). Ως εκ τούτου, το εν λόγω «Κάθισμα» πρέπει να απετέλεσε τον πρώτο συγκεκριμένο τόπο τιμής προς τη Θεοτόκο στις αρχές του 5ου αι.(39) και, επομένως, τον πρώτο τόπο επιτελέσεως μιας εορτής, την οποία ο προαναφερθείς Θεόδωρος Πέτρας αποκαλεί «μνήμην Θεοτόκου» και επισημαίνει ότι τελείται «άπαξ του ενιαυτού»(40).
Ποια ήταν όμως, η ακριβής ημερομηνία της μίας αυτής εορτής κατ' έτος και ποιο ήταν το εορτολογικό της περιεχόμενο; Ο Baumstark διατείνεται ότι συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν αυτή της 13-15 Αυγούστου (την περί 13ης Αυγούστου άποψη υιοθετεί και ο καθ. Ι.Φουντούλης(41)), αλλά περιπλέκει το όλο θέμα υποστηρίζων ότι το περιεχόμενο της εορτής είχε σχέση με τα εγκαίνια του ναού της Ικελίας κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία(42). Είναι πιθανόν οι, εκτιμήσεις του Baumstark περί του εορτολογικού περιεχομένου να πηγάζουν από το γενικότερο κανόνα ότι, προ της διαμορφώσεως μιας εορτής, προηγείται η ανάμνηση εγκαινίων ενός αντιστοίχου ναού. Θεωρούμε, όμως, ότι η άποψη αυτή του μεγάλου Γερμανού λειτουργιολόγου στερείται συγκεκριμένης ιστορικής κατοχυρώσεως περί πιθανού εγκαινιασμού του ναού της Ικελίας στις 13 Αυγούστου κάποιου έτους, αλλά και παρακάμπτει τη συνάφεια του «Καθίσματος» με την τιμή της Θεοτόκου ως Μητέρας του Κυρίου.
(IV) Η εορτολογική εξέλιξη προς τη 15η Αυγούστου
Τα παραπάνω στοιχεία πιστοποιούν ότι, η εορτή του «Καθίσματος» της Θεοτόκου προετοιμάζει μεν ημερολογιακώς την εορτή της Κοιμήσεως, αλλά το εορτολογικό περιεχόμενό της είναι παντελώς διαφορετικό από το γεγονός της Κοιμήσεως(43). Εάν λάβουμε υπόψη το «αρμενικό λεκτσιονάριο» ή «εκλογάδιο», το oποίο εξέδωσε σε παράρτημα ο Conybeare(44) και περί του οποίου o εκδότης ισχυρίζεται ότι καταγράφει τη λειτουργική πράξη των Ιεροσολύμων κατά τον 6ο αι.(45), συμπεραίνουμε ότι την εποχή εκείνη ισχύει ακόμα η εορτή με το γενικό θεομητορικό περιεχόμενο (η εορτή του «Καθίσματος»)(46). Στο χρονικό αυτό σημείο φαίνεται ότι επαληθεύεται η άποψη του Cabrol περί δημιουργίας της εορτής της Κοιμήσεως υπό το βάρος του κύρους, το οποίο ακτινοβολούσε ο τάφος της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(47).
Οι εορτολογικές εξελίξεις εμφανίζονται καταιγιστικές από τα μέσα του 5ου αι, όταν ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457) έκτισε ναό προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(48). Τρία έτη μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, το 460, εμφανίζεται για πρώτη φορά εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου και στον συγκεκριμένο ναό(49), εκτοπιζομένης τοιουτοτρόπως της παλαιάς θεομητορικής εορτής του «Καθίσματος»(50). Στο σημείο αυτό πολύτιμη εμφανίζεται η μαρτυρία του «Γεωργιανού Κανοναρίου», ενός κειμένου το οποίο αντικατοπτρίζει την ιεροσολυμιτική λατρεία μεταξύ 450 και 750(51), το οποιο φαίνεται ότι γνωρίζει ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (645-646)(52) και το οποίο αποτελεί γεωργιανή μετάφραση απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου, η ύπαρξη του οποίου ήταν άγνωστη έως τις αρχές του 20ου αι,(53).
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «Κανοναρίου», στις 15 Αυγούστου «τιμάται η μνήμη της Θεοτόκου στη Γεθσημανή στο ναό του αυτοκράτορα Μαρκιανού («Μαυρικίου» κατά γεωργιανή παραλλαγή(54)»(55). Η επιβεβαίωση των εξελίξεων είναι σαφής: η παλαιά θεομητορική εορτή του ναού της Ικελίας έχει εκτοπισθεί (οι δύο εκδότες του «Κανοναρίου» αναφέρουν ότι η εορτή αυτή μετατοπίσθηκε στις 13 Αυγούστου και εξαφανίσθηκε σταδιακώς(56)), στη θέση της δε κατά τις 15 Αυγούστου τοποθετήθηκε η εορτή της Κοιμήσεως(57). Ουδείς, βεβαίως, δύναται να συμπεράνει ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων επανέφερε στην ιστορική της μνήμη το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 460 (!). Η εορτολογική έρευνα θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ της τιμής ενός θεομητορικού γεγονότος στη συνείδηση της Εκκλησίας (αυτή η τιμή είναι πρωτοχριστιανική) και του ημερολογιακού καθορισμού εορτασμού του (αυτός ο καθορισμός επισυμβαίνει πάντοτε κατόπιν μακρών χρονικών εξελίξεων).
Ευνόητο είναι ότι η περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εορτολογική εξέλιξη δεν μπορεί να εννοηθεί ανεξαρτήτως της διατυπώσεως του ορθοδόξου Μαριολογικού δόγματος κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο(58). Η από τα μέσα του 5ου αι. εορτολογική παράδοση περί της Κοιμήσεως συμπορεύεται με την εδραίωση του περί της Θεοτόκου ορθοδόξου δόγματος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση, διάδοση και καθολική επισημοποίηση της εορτής της Κοιμήσεως. Η επισημοποίηση αυτή επισυμβαίνει περί τα τέλη του 6ου αι., όταν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), σύμφωνα με τη μαρτυρία Νικηφόρου του Καλλίστου(59), καθορίζει δια διατάγματος την επιτέλεση της εορτής στις 15 Αυγούστου.
Πρόκειται περί αποκρυσταλλώσεως μιας μακραίωνης θεομητορικής παραδόσεως, ενόσω η εορτή της Κοιμήσεως περιβάλλεται πλέον με νομική ισχύ(60). Είναι σαφές ότι με το διάταγμα του Μαυρικίου δεν επιτελείται σύσταση νέας εορτής, εφόσον αναφέρεται ότι η σύστασή της έχει συντελεσθεί κατά το παρελθόν(61). Ο Μαυρίκιος υιοθέτησε επισήμως και καθολικώς την ιεροσολυμιτική ημερομηνία περί της «Μνήμης της Θεοτόκου», συνειδητοποιήσας προφανώς την καθολική ευλάβεια προς το μνήμα της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(62) και υπό την αύξουσα ακτινοβολία του εν λόγω προσκυνήματος, όπου συνέρρεε πλήθος προσκυνητών(63). Δεν φαίνεται, όμως, ότι η κατά τον 6ο αι. αποκρυσταλλωθείσα εορτή της Κοιμήσεως επεβλήθη αυτομάτως σε όλο το εύρος του χριστιανικού κόσμου. Όπως τονίζει τον 7ο αι. ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης, «υπήρχαν κάποιοι τόποι, οι οποίοι δεν εόρταζαν ακόμα την ετήσια μνήμη της Κοιμήσεως», μεταξύ δε αυτών ο Ιωάννης συγκαταλέγει και τη Θεσσαλονίκη(64).
(V) Περαιτέρω εξέλιξη της εορτής στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο
Στις αρχές του 6ου αι. η εορτή της Κοιμήσεως υιοθετείται από την Εκκλησία της Συρίας(65). Είναι χαρακτηριστική η ποίηση περί του θανάτου και του τάφου της Θεοτόκου, την οποία κατέλειπε ο Ιάκωβος του Sarug(66) (Σύρος επίσκοπος περί το 518). Στην ποίηση αυτή είναι σαφής η ιδιαιτερότητα της εορτής της Κοιμήσεως, αλλά δεν είναι σαφής η ημερομηνία παρά την περί της 15ης Αυγούστου επιχειρηματολογία του Faller(67). Η ασάφεια της ημερομηνίας έγκειται στην παράδοση της Συριακής Εκκλησίας να υιοθετήσει μεν την ιεροσολυμιτική εορτή της Κοιμήσεως, αλλά να την τοποθετήσει στις 26 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου την ίδια ημέρα Γεννήσεως του Κυρίου, μετατεθείσης της εορτής κατά μία ημέρα ώστε να μην συμπέσουν οι δύο εορτές(68).
Από τη Συρία η εορτή της Κοιμήσεως μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρώμη.
Διαρκούντος, ήδη, του 6ου αι.,ο Γρηγόριος Τουρώνης (573-593) αναφέρεται σε εορτή υπό τον γενικό τίτλο «Festivitas S. Mariae»(69). Στη συγκεκριμένη μαρτυρία ουδεμία αναφορά γίνεται στο γεγονός της Κοιμήσεως, συμπεραίνουμε δε ότι πρόκειται προφανώς περί κάποιας θεομητορικής εορτής γενικού χαρακτήρος(70). Ο πάπας Θεόδωρος Α' (647-649) είναι ο πρώτος, ο οποίος επεχείρησε εισαγωγή της εορτής στη Ρώμη, φαίνεται όμως ότι η προσπάθειά του δεν στέφθηκε από επιτυχία(71). Η παραπάνω επισήμανση ότι η Συρία επέδρασε επί της Ρώμης στην υιοθέτηση της εορτής της Κοιμήσεως αφορά στην εδραίωση της εορτής στη Ρώμη από το Σύρο πάπα Σέργιο Α' (687-701), ο οποίος μετέφερε στη Ρώμη την τελετουργική λαμπρότητα της Συρίας κατά τον εορτασμό της Κοιμήσεως(72). Η ορολογία της εορτής φαίνεται ότι αποκρυσταλλώθηκε σταδιακώς: το «ευαγγελιστάριο» του 740 αναγγέλει την εορτή ως «Sollemnitas de pausatione sanctae Mariae»(73), ενώ το «Aνδριανό ευχολόγιο» (περί το 770) καταχωρίζει ακολουθία εορτής της «Μεταστάσεως» (Transitus)(74). Γνωρίζουμε ότι o πάπας Αδριανός εγκαινίασε την εορτή στο ναό της «Αγίας Μαρίας της Μείζονος» στη Ρώμη(75).
Στην αιγυπτιακή Εκκλησία φαίνεται ότι κατά τον 5ο αι. εμφανίζεται εορτή της Κοιμήσεως εξ επιδράσεως των Ιεροσολύμων. Ο κατά την εποχή αυτή, όμως, χρονολογούμενος Ψευδο-Διοσκορικός πανηγυρικός του Μακαρίου αναφέρει ότι, οι πιστοί συνάζονται στην Εκκλησία της Παρθένου στη Γεθσημανή στις 21 του αιγυπτιακού μηνός «Τομπί», ημερομηνία αντίστοιχη με την 16η Ιανουαρίου του Ιουλιανού ημερολογίου(76). Από τον Ψευδο-πανηγυρικό συμπεραίνουμε, επίσης, ότι η συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν εορτασμός της Κοιμήσεως, ενώ διετηρείτο και η ημερομηνία της 15ης Αυγούστου ως εορτασμός της Μεταστάσεως. Η εορτολογική ερμηνεία των αιγυπτιακών μαρτυριών φαίνεται ότι μπορεί να διατυπωθεί μόνο σε υποθετικό επίπεδο: εφόσον δηλαδή η 6η Ιανουαρίου ήταν -κατά την αρχαία αιγυπτιακή παράδοση- η ημερομηνία εορτασμού της Γεννήσεως του Κυρίου (ταυτοχρόνως με τον εορτασμό της Βαπτίσεως)(77) η 16η εντάσσεται στον χριστουγεννιάτικο εορτολογικό κύκλο της αιγυπτιακής Εκκλησίας, σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου την ιδία εποχή ή και ημερομηνία με τη Γέννηση του Κυρίου. Εύλογο ήταν η ίδια εορτολογική διάκριση (16 Ιανουαρίου η εορτή της Κοιμήσεως/15 Αυγούστου ή της Μεταστάσεως) να παραληφθεί και από την Εκκλησία της Αιθιοπίας(78).
Υποσημειώσεις
1. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, Β', σ. 673.
2. PG 5,1231-1240.
3. Το γεγονός ότι πρόκειται περί ψευδο-Μελίτωνος υποστηρίζεται επαρκώς υπό του M.Jugie, «Homélies mariales Byzantines», εν Ρ.Graffin, Patrologia Orientalis19 (2), 1926,σ.370.
4. Το εξέδωσε ο Tischendorf, Apocrypha,σς. 95-112.
5. Apocrypha Literature, σσ. 42-51.
6. S. Jean Damascéne, Homélies sur la Nativité et la Dormition, SC 80, 1961, σ.26.
7. «Assomption», στ. 2998.
8. Βλ. σχετικώς εν P.Voulet, ό.π., σ. 27.
9. Είναι αξιοσημείωτο ότι μια παραλλαγή του κειμένου αποδίδεται στον Μελίτωνα Σάρδεων (+180), στο έργο του «Κοίμησις Θεοτόκου», το οποίο, όμως, είναι νόθο και μεταγενέστερο του 4ου αι. (Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Α', σ. 263).
10. Πρβλ. Leclercq, «Assomption», στ.2993.
11. Το περιεχόμενό της θα εκτεθεί σε επόμενη παράγραφο των σχετικών με το Λόγο του Δαμασκηνού.
12. Πρβλ. Jugie, mort et assumption, σ.92.
13. Νέλλα, Θεομήτωρ,σ. 27, σημ. 1.
14. Πρβλ. Cabrol, «Assomption», στ.2996.
15. H οικία αυτή είναι διαφορετική από το «υπερώο» των Πράξεων των Αποστόλων (1,13). Βλ. περισσότερα εν Lagrange, «Dormition», σσ. 599-600.
16. Βλ. σχετικώς εν Καλογήρου, «Μαρία», στ. 663/Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 14.
17. Κατά αιρέσεων, 78,11, PG 42, 716Β-C. Βλ. και τίς παρατηρήσεις του Kellner, Heortologie, σ. 172.
18. Ibi est vallis Iosaphat, ibi Dominum Iudas traditit. Ibi est ecclesia Domnae Mariae matris Domini (De situ terrae sanctae, έκδ. Geyer, CCL 175, σ. 119). Ο Capelle επιχειρεί να αξιολογήσει περισσότερο τη μαρτυρία αυτή («Fete de la Vierge», σ.29, σημ. 61).
19. In qua valle Gethsemanae est Basilica sanctae Mariae, in qua monstratur sepulcrum de quo dicunt sanctam Mariam ad caelos fuisse sublatam (εκδ. J. Tobler, Itinera et descriptiones Terrae sanctae, t. I,Iena1877, σ.100). Ο Raes, όμως, θεωρεί ότι ο μαρτυρούμενος ναός και ο τάφος δεν ευρίσκοντο στον ίδιο τόπο («Assomption», σ.264).
20. PG 83(3), 3789Α• 3821Β- 3824Β.
21. H εν λόγω μαρτυρία του Σοφρωνίου παρατίθεται στην παρούσα ενότητα επειδή δεν συνεξετάζουμε την ποίησή του με τους εγκωμιαστικούς προς την Κοίμηση λόγους των λοιπών εκκλησιαστικών συγγραφέων.
22. Πρόκειται περί της ιεροσολυμιτικής λειτουργικής τάξεως, όπως εξάγεται από τα «Oδοιπορικά» των εκ της Δύσεως προερχομένων προσκυνητών των Αγίων Τόπων. Στο εν λόγω breviarium επαναλαμβάνεται η μαρτυρία των «Οδοιπορικών» ότι ibi (στη Γεθσημανή) est basilica sanctae Ariae, et ibi est sepulchrum eius (έκδ. Geyer, εν CCL 175, σ. 155).
23. Σωστές οι επισημάνσεις των Abel (Jerusalem, σσ. 816-817) και Σιώτη (Λατρεία Θεοτόκου,σ. 13).
24. Σύνοψη των ερευνών αυτών στις μελέτες των Nirsche (Das Grab) και Bagatti («tomba delle Vergine», σσ. 236-290). Τις θέσεις του Nirsche σχολιάζει και o Kellner (Heortologie, σ.172, σημ. 2).
25. Οι επί του θέματος αυτού «δραματικές αποκαλύψεις» της Emmerich εξεδόθησαν από το αβαείο της στο έργο Vie de Saint Vierge d’ après les meditations d’A,C. Emmerich, γαλλική μετάφραση υπό Η. Cazalès Paris 1931, ιδιαιτέρως σσ. 380-381.
26. Τα αναλυτικότερα συμπεράσματα της Emmerich δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό της (βλ. Panagia-Capouli). Σχετική αναφορά γίνεται και στην τότε νεοσύστατη Revue Biblique [1 (1892), σ. 463], γεγονός το oποίο μαρτυρεί το ερευνητικό ενδιαφέρον περί των απόψεων της Emmerich.
27. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της απόψεως αυτής είναι ο (βλ. στη μελέτη του Grab der Maria)
28. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, όταν o ευαγγελιστής Ιωάννης ήλθε στην Έφεσο, έφερε μαζύ του τη Θεοτόκο (βλ.σχετικώς εν Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 12).
29. Βλ. Cabrol, «Assomption», στ. 2995.
30. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 316. Είναι χαρακτηριστικό της επί του θέματος ασαφείας ότι, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας προσφωνών τα μέλη της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται σε ναό προς τιμή της Θεοτόκου [Χαίροις τύνοιν παρ’ ημών αγία μυστική Τριάς, η τούτους ημάς πάντας συγκαλεσαμένη επί τήνδε την Εκκλησίαν της Θεοτόκου Μαρίας, PG 77, 992Α-Β], ενώ ο τίτλος της προσφωνήσεώς του αναφέρεται σε ναό της αγίας Μαρίας [Όμιλία Δ', Εν Εφέσω λεχθείσα προς Νεστόριον, ηνίκα κατήλθον οι επτά προς την αγίαν Μαρίαν, 992Α].
31. Βλ. Jugie, «fetes ίείεδ ηΐ3Π3ΐε8», σ. 130. Το γεγονός υπάρξεως παλαιοχριστιανικής εορτής στα Ιεροσόλυμα προς τιμή της Θεοτόκου επισημαίνει και o Kellner (Heortologie, σ.172).
32. Βλ. Φουντούλη, «Κοίμησις», στ.705/Milik, «topographie palestinienne», σσ. 571-572/Aubineau, Hesychius, σσ. 137-138.
33. Ενδεικτικώς αναφέρουμε τις μελέτες των Von Riess, “Kathisma”, σσ. 17-23/Klameth, Lokaltraditionen, σσ. 60-71/Abel, Bethleem, σ.3.
34. Πρβλ. Strycher, Protévangile, σσ.142-145. Βλ. επίσης Capelle, «Fete de la Vierge», σ. 21/ Martimort, Eglise en Prière IV, σ. 147.
35. Est locus tertio miliario de Hierusalem civitate. Dum domna Maria mater Domini iret in Bethleem, descendit de asina et sedit super petram et benedixit eam (De situ terrae sanctae, 28, έκδ. Geyer, CCL 175, σ. 124).
36. Βλ. σχετικώς εν Klameth, Localtraditiones, σσ. 60-71. Αξιοσημείωτη είναι και η πληροφορία του Raes ότι, στο εν λόγω «Κάθισμα» η Ραχήλ εγένησε το Βενιαμίν και απέθανε εκεί («Assomption», σ. 262).
37. Πρβλ. Schwartz, Kyrillos σ. 236 (20).
38. Βίος Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, εκδ. Usener, Thedosios, σσ. 3 και 14.
39. Βλ. Capelle, «Fete de la Vierge», σ. 22.
40. Πρβλ. Usener, Theodosios. σ.58.
41. «Κοίμησις», στ. 705.
42. Πρβλ. Baumstark, Liturgie, σ. 202/Του ιδίου, Festbrevier, σσ. 216 εξ.
43. Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι, ο Faller θεωρεί την εορτή του «Καθίσματος» ως εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (silentio circa Assumptionem, σσ. 18-20).
44. Rituale Armenorum, Oxford, Clarendon Press,1905, σσ. 507-527. H έκδοση έγινε με βάση δύο χειρόγραφα, εκ των οποίων το αρχαιότερο ανάγεται στον 9ο αι. (Paris fonds arménien, 20). Περί της μαρτυρίας του «αρμενικού λεκτσιοναρίου» περί εορτασμού της «Μαρίας Θεοτόκου» στο «Κάθισμα» κατά τις 15 Αυγούστου, βλ. και Renoux, Codex arménien,σ. 357.
45. Ο καθ. Ι. Φουντούλης θεωρεί ότι η καταγραφόμενη λειτουργική πράξη είναι του 5ου αι. («Κοίμησις», στ. 507). Την ίδια χρονολόγηση παρέχει ο Raes, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το «λεκτσιονάριο» συνετάγει σε μοναστήρι της Ιερουσαλήμ περί το 460 («Assomption», σ. 262).
46. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τα υπό του «λεκτσιοναρίου» αναφερόμενα περί εορτής της Θεοτόκου στη μονή του αγ.Ευθυμίου προ του 479 (βλ. σχετικώς εν Capelle, «fete de la Vierge», σσ. 19-20). Το γεγονός ότι κατά τον 5ο αι. υφίσταται η παλαιά εορτή του «Καθίσματος» επισημαίνεται και από τον C.Andrinicof (Sens des fetes σ. 279).
47. «Assomption», στ. 2997.
48. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 317.
49. Βλ. Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 11/Martimort, Eglise en Prière, IV, σ. 147.
50. Πρβλ. Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ. 64.
51. Πρβλ. Wenger, Assomption,σσ. 102-103/Esbroek,«Dormition», σσ. 363-369.
52. Στην οικεία παράγραφο θα γίνει αναφορά στις πληροφορίες του Μόδεστου περί της εορτής της Κοιμήσεως, μέσα από την Ομιλία του στην Κοίμηση. Επί του παρόντος αρκούμεθα στην επισήμανση της ενότητας των δύο πηγών, δηλαδή του «Κανοναρίου» και της Ομιλίας του Μοδέστου (βλ. περισσότερα εν Raes, «Assomptionη», σ. 264).
53. Πρώτος γνωστοποίησε την ύπαρξή του ο C. Kékedidzé», ο οποίος και το εξέδωσε το 1912 (Kanonar. Κριτική παρουσίαση υπό Peeters, «Kékedidzé», σσ.349-350). Το 1923 o H.Goussen πραγματοποίησε διορθωτική επανεξέταση της αρχικής εκδόσεως (georgische Drucke. Κριτική παρουσίαση υπό Peeters «Goussen», σσ. 137-140), ενώ την ίδια εποχή ο Α. Chanidzé ολοκλήρωσε την παλαιογραφική έρευνα του κειμένου («histoire de la langue géorgienne». Κριτική παρουσίαση υπό Peeters, «Chanidzέ», σσ. 384-386). H χρονολόγηση του «Κανοναρίου» υπό του Capelle κατά τον 8ο αι. δεν δημιουργεί προβλήματα στα συμπεράσματα της έρευνας («Fetes de la Vierge», σ. 2).
54. Από την παραλλαγή αυτή προφανώς πηγάζει ο χαρακτηρισμός του ναού στη Γεθσημανή ως «ευκτηρίου του Μαυρικίου» (Φουντούλη, «Κοίμησις», στ. 705). Ο Kékedidzé διορθώνει το γεωργιανό πρωτότυπο περί «Μαυρικίου» σε «Μαρκιανό», επειδή προφανώς εγνώριζε ότι δύο προσκυνητές των αγίων Τόπων (ο Θεοδόσιος περί το 530 και ο Αντώνιος της Πλακεντίας περί το 570) μαρτυρούν περί υπάρξεως του ναού, ο οποίος επομένως υπήρχε προ του Μαυρικίου (582-602). Είναι πιθανόν η μετατροπή του «Μαρκιανός» σε «Μαυρίκιος» υπό του γεωργιανού) πρωτοτύπου να οφείλεται στην επωνυμία του Μαρκιανοΰ ως «Μαυρικιανοϋ» (βλ.Raes, «Assomption» σ. 264).
55. Kékedidzé, Kanonar, σ. 123. Ο Dalmais συγκρίνει τη μαρτυρία με μεταγενέστερες γεωργιανές πηγές και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο συγκεκριμένος εορτασμός δεν περιορίζετο κατά τη 15η Αυγούστου, αλλά εξετείνετο μεταξύ 13ης και 17ης Αυγούστου («Apocryphes de la Dormition», σσ. 13-14).
56. Πρβλ. Kékedidzé, Kanonar, σ. 123/Goussen, georgische Drucke σ. 29.
57. Νέλλα, Θεομήτωρ, σ. 27, σημ. I/P.Voulet, όπ.π., σ. 9. Περί των θεωριών αιτιολογήσεως της 15ης Αυγούστου ως ημέρας Κοιμήσεως της Θεοτόκου επί τη βάσει ειδωλολατρικών δεδομένων-θεωρίες καταδικασμένες από την Εκκλησία, βλ. εν Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ.12.
58. Πρβλ., Jugie, «tete mariale», σσ. 130-131/Kellner, Heortologie, σσ. 172-173.
59. Τάττει δε και Μαυρίκιος την της πανάγνου και θεομήτορος κοίμησιν, κατά την πεντεκαιδεκάτην του Αυγούστου μηνός (Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική ιστορία,17.28, ΡG 147, 292Α-Β).
60. Βλ. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 317/Martimort , Eglise en Prière ; IV, σ. 147/Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ. 64/Καλογήρου, «Μαρία», στ. 663/Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου,σ.11.
61. Βλ. και, Cabrol, «Assomption», στ. 2997.
62. Πρβλ. Capelle, «Fete de la Vierge», σσ.28-29.
63. Φουντούλη, «Κοίμησις», στ.705.
64. Κοίμησις της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, 1, έκδ. Μ. Jugie, «Homélies mariales byzantines», εν Ρ. Graffin, Patrolologia Orientalis 19 (2),1926, σ.376.
65. Βλ.Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 11.
66. Λατινική μετάφραση υπό A. Baumstark, Or. Chr.(1905), σσ. 91-99.
67. Silentio circa Assumptionem, σσ. 20-22.
68. Βλ. περισσότερα εν Wallis Budge, Blessed Virgin,σσ. 125/Raes, «Assumption» σ. 270.
69. Πρβλ. De gloria martyrum, Ι,4, PL 71, 713.
70. Την άποψη αυτή αποδέχεται και o Cabrol, «Assomption», στ. 2998.
71. Πρβλ. Andronikof, Sens des fetes, σ. 280.
72. Βλ. Φουντούλη,«Κοίμησις», στ. 706.
73. Πρβλ. Klauser, Capitulare, σ.81.
74. Βλ. στο Γρηγοριανό ευχολόγιο (η έκδοση περιλαμβάνει και επιμέρους ευχολόγια), έκδ. J. Deshusses, Fribourg 1971, σ. 262 (Spicilegium Friburgense, 12).
75. Βλ. περισσότερα εν Duchesne, Liber Pontificalis, Ι, σ. 500.
76. Έκδ. Amélineau, «Panégyrique de Macaire», σ.125.
77. Βλ. Mossay, Νοel-Epiphanie, σ.57.
78. Βλ. σχετικώς εν Nollet, «culte de marie», σσ. 376-379/Martimort, Eglise en Prière IV, σ. 148.
Αναδημοσίευση από: www.myriobiblos