«Κάποιο δειλινό, έφτασε ένας νέος σε μια μεγάλη, ήσυχη, ερημική και πανέμορφη παραλία. Μαγεμένος από την ομορφιά της, κάθισε για να αγναντεύσει το πέλαγος.Την προσοχή του τράβηξε ένας γέροντας που βημάτιζε αργά, πάνω κάτω στην παραλία, ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα. Κάθε τόσο έσκυβε, μάζευε έναν από τους πολλούς αστερίες που είχε ξεβράσει στην ακτή η απογευματινή παλίρροια και τον πετούσε ξανά στη θάλασσα. Η ώρα περνούσε, ο ήλιος έδυε και αυτός συνέχιζε να περπατά και να σκύβει κάθε τόσο, να παίρνει έναν αστερία και να τον πετά πίσω στο πέλαγος.Ο νέος που τον παρακολουθούσε για πολλή ώρα, σηκώθηκε,…