«Κάποιο δειλινό, έφτασε ένας νέος σε μια μεγάλη, ήσυχη, ερημική και πανέμορφη παραλία. Μαγεμένος από την ομορφιά της, κάθισε για να αγναντεύσει το πέλαγος.
Την προσοχή του τράβηξε ένας γέροντας που βημάτιζε αργά, πάνω κάτω στην παραλία, ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα. Κάθε τόσο έσκυβε, μάζευε έναν από τους πολλούς αστερίες που είχε ξεβράσει στην ακτή η απογευματινή παλίρροια και τον πετούσε ξανά στη θάλασσα. Η ώρα περνούσε, ο ήλιος έδυε και αυτός συνέχιζε να περπατά και να σκύβει κάθε τόσο, να παίρνει έναν αστερία και να τον πετά πίσω στο πέλαγος.
Ο νέος που τον παρακολουθούσε για πολλή ώρα, σηκώθηκε, και γεμάτος περιέργεια τον πλησίασε και του είπε: «Καλησπέρα γέροντα… Σε παρακολουθώ εδώ και ώρα κι αναρωτιέμαι: Γιατί μαζεύεις τους αστερίες και τους πετάς ξανά στη θάλασσα; Τι σημασία έχει αυτό που κάνεις; Είναι τόσοι πολλοί οι αστερίες, που μου φαίνεται άδικος ο κόπος σου. Αύριο πάλι η παλίρροια θα ξεβράσει άλλους τόσους στην ακτή. Τι σημασία έχει να τους σώσεις, αφού οι περισσότεροι από αυτούς θα πεθάνουν έξω από το νερό;».
Εκείνος τον κοίταξε ήρεμα, του χαμογέλασε και μετά απάντησε: «Έχεις δίκιο φίλε μου. Τι σημασία έχει, αφού είναι τόσοι πολλοί αυτοί που δεν θα ζήσουν;» Έπειτα έσκυψε, μάζεψε έναν άλλον αστερία και πετώντας τον στη θάλασσα, είπε: «Αυτό που κάνω όμως, τώρα, έχει τεράστια σημασία για αυτόν εδώ τον αστερία!».
Η έμπρακτη αγάπη προς αυτούς που δοκιμάζονται ιδιαίτερα, τους ανθρώπους που είναι βυθισμένοι στον πόνο, σωματικό και ψυχικό, έχει μοναδική αξία. (Ντέμη Σταυροπούλου, Αγκαλιά με τον εαυτό μας, σελ. 195-196)