ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου επιστολή 106 - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΙΣΙΔΩΡΟ. 

Ακούοντας ίσως βέβαια να μη πιστέψεις, όταν όμως σκεφθείς γνωρίζω καλά, ότι όχι μόνο θα θαυμάσεις, αλλά και θα το επικροτήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που αρχικά βέβαια θα φανεί απίστευτο, και μετά από αυτά, όχι μόνο θα φανεί αξιοθαύμαστο, αλλά και άξιο χειροκροτημάτων; Θα το πω σύντομα με λίγες λέξεις, φανερώνοντας νοήματα μεγαλύτερα από τα πελάγη.

Στους παλιούς ο Θεός δεν μιλούσε με γράμματα, αλλά απ’ ευθείας ο ίδιος, όταν εύρισκε τη διάθεση τους καθαρή και άξια να δεχθεί διδασκαλία χωρίς μεσίτη.

Και αυτό είναι φανερό από αυτά πού έλεγε προφορικά και στον Νώε, και στον Αβραάμ, και στους διακεκριμένους απογόνους του, ένας από τους οποίους ήταν και ο πιο κορυφαίος, αυτός πού κατέκοψε όλη τη δύναμη του διαβόλου, και κατέστρεψε τα βέλη του, και άδειασε τη φαρέτρα του, εννοώ ο αείμνηστος Ιώβ .

Όταν όμως το άθλιο πλήθος των Ιουδαίων κατέβηκε στον πυθμένα της κακίας, τότε λοιπόν θεωρήθηκε ότι ήταν απαραίτητα και τα γράμματα και η υπενθύμιση μέσω αυτών.

Αν όμως νομίζεις, ότι μόνο στην Παλαιά Διαθήκη έγινε αυτό, και στην Καινή δεν επικυρώθηκε, θα μπορούσα να σου πω, ότι αυτό φαίνεται περισσότερο σ’ αυτήν.

Γιατί ούτε στους θεόπνευστους αποστόλους δόθηκε κάτι γραπτό, αλλά αντί γραμμάτων δόθηκε η υπόσχεση της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Γιατί λέγει• «Εκείνος θα σας τα υπενθυμίσει όλα».

Εάν όμως νομίζεις ότι οι γραπτοί νόμοι είναι πιο έγκυροι από τους άγραφους, άκουσε τι λέγει ο ίδιος ο βασιλιάς• «Θα τους δώσω καινούργια διαθήκη, δίνοντας τους νόμους μου στη διάνοιά τους, και θα τους αναγράψω στις καρδιές τους» . - «Και θα γίνουν όλοι διδαγμένοι από τον Θεό».

Γι’ αυτό και ο Παύλος, ισχυριζόμενος ότι του εμπιστεύθηκε περισσότερα από ότι στον Μωυσή, έλεγε ότι έλαβε τον νόμο, όχι γραμμένο σε λίθινες πλάκες, αλλά τυπωμένον στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς, τον οποίο, αυτός που τον περιφρονεί, δεν θα λιθοβοληθεί, σύμφωνα με τον παλιό νόμο, αλλά θα παραδοθεί σε πολύ οδυνηρή κόλαση.

Επειδή όμως, καθώς ο χρόνος περνά σαν έφιππος και τρέχει σαν ταχύτατο άλογο, άλλοι λοξοδρόμησαν εξαιτίας δογματικών διδασκαλιών, και άλλοι εξαιτίας της ζωής τους, έγινε απαραίτητη η διόρθωσή τους με γράμματα. Γιατί, εφόσον παραβιάζονταν οι άγραφοι νόμοι, στράφηκε δικαιολογημένα στους γραπτούς, αυτός που με κάθε τρόπο ήθελε να επαναφέρει στην αρετή τους υπάκουους.

Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε πόσο μεγάλη είναι η κατηγορία, αφού αυτοί που έπρεπε να ζουν τόσο ειλικρινά, ώστε να μην έχουν ανάγκη γραφών,

αλλά αντί βιβλίων να παραχωρούν τις ψυχές τους στο θείο Πνεύμα,

επειδή χάσαμε αυτή την τιμή και φτάσαμε στην ανάγκη των γραπτών,

να μη χρησιμοποιούμε ούτε και το δεύτερο αυτό βοήθημα όσο πρέπει.

Γιατί, εάν είναι αμάρτημα το να χρειαζόμαστε γραπτά, και να μην προσελκύουμε τη διδασκαλία τού αγίου Πνεύματος με καθαρό βίο,

είναι σωστό να εξετάσουμε πόσο μεγάλο κακό είναι, το να μη θέλουμε να κερδήσουμε ούτε μετά από τόσο μεγάλη βοήθεια (γιατί λέγει, «έδωσε νόμο προς βοήθειά μας»), αλλά να περιφρονούμε τα γραπτά σαν είναι άσκοπα και ανώφελα, και να γινόμαστε αίτιοι μεγαλύτερης κόλασης.

(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 3, σελ. 131-135)

(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Ζ, σελ. 383-392). 

IV. Η ΣΦΑΓΗ. 

Αλλά θα συγκατετίθετο η μήτηρ του Ερρίκου ; Η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέτ ήτο Ουγενότη ψυχή τε και σώματι. Όταν ήλθεν εις την αυλήν το 1561, εδήλωσεν ότι

«δεν επρόκειτο να μεταβή εις την λειτουργίαν ακόμη και αν θα την εφόνευον, επροτίμα να ρίψη τον υιόν της και το βασίλειόν της εις την θάλασσαν παρά να ενδώση˙» αντιθέτως είχε τον Ουγενότον ιερέα της να κηρύττη προς αυτήν με όλας τας θύρας ανοικτάς˙ και ηγνόει προκλητικώς τας διαμαρτυρίας του όχλου των Παρισίων. Όταν ο σύζυγός της προσεχώρησεν εις τον καθολικισμόν, αύτη τον εγκατέλειψε καθώς και την αυλήν (1562), επανήλθεν εις το Μπεάρν και συνεκέντρωσε χρήματα και στρατιώτας δια τον Κονδέ. Μετά τον θάνατον του συζύγου της κατέστησε τον προτεσταντισμόν υποχρεωτικόν εις το Μπεάρν (το οποίον περιελάμβανε τας πόλεις Πω, Νεράκ, Τάρμπ, Ορθέζ και Λούρντ)˙ οι καθολικοί κληρικοί επαύθησαν από τας θέσεις των και αντικατεστάθησαν δι’ Ουγενότων ιερέων˙ επί πεντήκοντα έτη έκτοτε δεν ηκούσθη καθολική λειτουργία εις το Μπεάρν.

Ο πάπας Πίος ο IVος την αφώρισε και ήθελε να την καθαιρέση, αλλά η Αικατερίνη τον απέτρεψε. Όταν η Ιωάννα απεδέχθη την προσφοράν να συνδέση Βαλουά και Βουρβώνους δια του γάμου, πρέπει να ενεθυμήθη τούτο και τους μακρούς αγώνας της Αικατερίνης υπέρ της ειρήνης. Επί πλέον οι υιοί της Αικατερίνης ήσαν ασθενικοί˙ δεν ήτο δυνατόν ν’ αποθάνουν όλοι και ν’ αφήσουν τον θρόνον της Γαλλίας εις τον Ερρίκον της Ναβάρρας ; Ο αστρολόγος Νοστραδάμος δεν είχε προφητεύσει ότι η δυναστεία των Βαλουά θα ετελείωνε συντόμως ;
Ο ασθενικώτερος εκ των υιών, Κάρολος ο ΙΧος, θα ηδύνατο να είναι αξιαγάπητος νέος εάν δεν είχε κάτι αιφνιδίας εκρήξεις σκληρότητος και οργής, αι οποίαι έφθανον ενίοτε εις πάθος πλησιάζον την παραφροσύνην. Μεταξύ των θυελλών τούτων ήτο ως κάλαμος εις τον άνεμον έχων σπανίως ιδικήν του γνώμην. Ίσως να είχεν εξασθενήσει ο ίδιος τον εαυτόν του με σεξουαλικάς καταχρήσεις. Ήτο νυμφευμένος με την Ελισάβετ,, θυγατέρα του αυτοκράτορος Μαξιμιλιανού του ΙΙου˙ αλλά ο παράνομος και σταθερός έρως του ήτο δια την Ουγενότην ερωμένην του Μαρίαν Τουσέ. Ήτο ευαίσθητος εις την τέχνην, την ποίησιν, και την μουσικήν˙ ηρέσκετο ν’ απαγγέλη ποιήματα του Ρονσάρ, και ο ίδιος έγραψε προς τιμήν του Ρονσάρ στίχους εξ ίσου ωραίους με τους στίχους του Ρονσάρ :
Tous deux egalement nous portons des couronnes,
Mais roi je la recus; poete, tu la donnes;
Ta lvre, qui ravit par de si doux accords,
Te soumet, les esprits, dont je n’ai que les corps;
Εlle amollit les coeurs, et soumet la beaute;
Je puis donner la mort, toi l’immortalite.
Και οι δύο φορούμε στέμματα το ίδιο,
Αλλά εγώ ως βασιληάς το έλαβα˙ συ, ποιητής˙ το δινεις˙
Η λύρα σου, που γοητεύει με τους γλυκούς της τόνους,
Σου υποτάσσει τα πνεύματα, ενώ εγώ δεν έχω παρά τα σώματα˙
Μαλακώνει τις καρδιες˙ και υποτάσσει την ομορφιά˙
Εγώ μπορώ να δώσω το θάνατο, συ την αθανασία.
Όταν ο Κολινύ προσήλθεν εις την αυλήν εις το Μπλουά (Σεπτέμβριος 1571), ο Κάρολος προσεκολλήθη εις αυτόν όπως η αδυναμία υποδέχεται την δύναμιν. Ήτο ανήρ διαφέρων κατά παρασάγγας από τους τόσους άλλους που περιεστρέφοντο πέριξ του θρόνου: ευπατρίδης, αριστοκράτης, αλλά ήρεμος και σοβαρός, κρατών το ήμισυ της Γαλλίας με την δύναμιν του λόγου του. Ο νεαρός βασιλεύς απεκάλει τον γηραιόν ηγέτην «mon pere», τον διώρισεν αρχηγόν του στόλου, του έδωσεν από το βασιλικόν ταμείον 100.000 λίβρας δια να τον αποζημιώση δια τας ζημίας που είχεν υποστή κατά τους πολέμους. Ο Κολινύ έγινε μέλος του συμβουλίου και προήδρευεν αυτού οσάκις ο βασιλεύς απούσιαζε. Ο Κάρολος εζηλοτύπει πάντοτε και εφοβείτο τον Φίλιππον τον ΙΙον˙ ηγανάκτει δια την εξάρτησιν της καθολικής Γαλλίας από την Ισπανίαν. Ο Κολινύ του επρότεινεν ότι εις πόλεμος με την Ισπανίαν θα παρείχεν εις την Γαλλίαν μίαν αιτίαν δι’ ενοποίησιν και θα εβελτίωνε τα βορειονατολικά σύνορα, τα οποία η Ισπανία κατεπάτει. Τώρα ήτο ο κατάλληλος καιρός, διότι ο Γουλιέλμος της Οράγγης ηγείτο μιας εξεγέρσεως των Κάτω Χωρών εναντίον του Ισπανού επικυριάρχου των˙ μία καλή ώθησις και η Φλάνδρα θα εγίνετο γαλλική. Ο Κάρολος ήκουε μετά συμπάθειας. Την 27ην Απριλίου έγραψε προς τον δούκα Λουδοβίκον του Νασσάου, ο οποίος ηγείτο της προτεσταντικής εξεγέρσεως εις το Χαινώ, ότι

«ήτο αποφασισμένος …..να χρησιμοποιήση τας δυνάμεις που ο Θεός έθεσεν εις τας χείρας του δια την απελευθέρωσιν των Κάτω Χωρών από την καταπίεσιν υπό την οποίαν εστέναζον.»

Ο Λουδοβίκος και ο αδελφός του Γουλιέλμος της Οράγγης προσεφέρθησαν να παραχωρήσουν την Φλάνδραν και το Αρτουά εις την Γαλλίαν ως αντάλλαγμα δι’ αποφασιστικήν βοήθειαν εναντίον της Ισπανίας. Το φθινόπωρον του ιδίου έτους ο Κάρολος διεπραγματεύθη με τον εκλέκτορα της Σαξωνίας Αύγουστον δια την σύναψιν αμυντικής συμμαχίας μεταξύ της Γαλλίας και της προτεσταντικής Γ ερμανίας.
Η Αικατερίνη κατεδίκασε τας προτάσεις του Κολινύ ως φανταστικάς και ανεφαρμόστους. Τώρα που είχε την ειρήνην την οποίαν η Γαλλία τόσον πολύ εχρειάζετο, θα ήτο παραφροσύνη να εξαπολύση και πάλιν τα δεινά του πολέμου τόσον συντόμως. Η Ισπανία ήτο χρεοκοπημένη εξ ίσου με την Γαλλίαν, αλλ’ εξηκολούθει να είναι η ισχυροτέρα δύναμις εις την Χριστιανοσύνην˙ μόλις προ ολίγου είχε καλυφθή από δόξαν με την ήτταν των Τούρκων εις την Ναύπακτον˙ θα είχε το πλείστον της καθολικής Ευρώπης — και το πλείστον της καθολικής Γαλλίας — παρά το πλευρόν της δια να βοηθήση εάν η Γαλλία θα μετείχεν εις μίαν προτεσταντικήν συμμαχίαν. Εις ένα τοιούτον πόλεμον ο Κολινύ θα ήτο αρχιστράτηγος και, δια της επιρροής του επί του ευκόλως επηρεαζομένου Καρόλου, θα ήτο κατ’ ουσίαν βασιλεύς˙ η Αικατερίνη θα περιωρίζετο εις το Σενονσώ εάν δεν απεστέλλετο εις την Ιταλίαν. Ο Ερρίκος ντε Γκύζ και ο Ερρίκος ντ’ Ανζού – αδελφός του βασιλέως – έμαθον με αγανάκτησιν ότι ο Κάρολος επέτρεψεν εις τον Κολινύ ν’ αποστείλη ουγενοτικά στρατεύματα να ενωθούν με τον Λουδοβίκον του Νασσάου. Ο Άλβα, ειδοποιηθείς από τους φίλους του εις την γαλλικήν αυλήν, κατενίκησεν αυτήν την δύναμιν (10 Ιουλίου 1572).

Το Συμβούλιον του βασιλέως εν ολομελεία ήκουσε τον Κολινύ να υποστηρίζη τας προτάσεις του δια πόλεμον με την Ισπανίαν ( 6-9 Αυγούστου 1572)˙ αύται απερρίφθησαν παμψηφεί˙ ο Κολινύ επέμεινε. «Υπεσχέθην δια λογαριασμόν μου», είπε, «να βοηθήσω τον πρίγκιπα της Οράγγης˙ ελπίζω ότι δεν θα κακοφανή εις τον βασιλέα εάν δια μέσου των φίλων μου, ή ίσως και αυτοπροσώπως, εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου.» Είπεν εις την βασιλομήτορα, «Κυρία, ο βασιλεύς σήμερον αποφεύγει ένα πόλεμον, ο οποίος θα του παρείχε πολλά πλεονεκτήματα˙ να μη δώση ο Θεός να εκραγή κανείς άλλος πόλεμος τον οποίον δεν θα δυνηθή ν’ αποφύγη.» Το Συμβούλιον διελύθη υπό το κράτος εξάψεως και αγανακτήσεως δι’ εκείνο που εφαίνετο ως απειλή ενός άλλου εμφυλίου πολέμου. «Η βασίλισσα ας φυλαχθή» συνέστησε ο στρατάρχης ντε Ταβάν, « από τας μυστικάς συμβουλάς του βασιλέως υιού της, τα σχέδια και τους λόγους του˙ εάν δεν προσέξη, οι Ουγενότοι θα τον παρασύρουν με το μέρος των.» Η Αικατερίνη εκάλεσε τον Κάρολον ιδιαιτέρως και τον κατηγόρησεν ότι είχε παραδώσει την σκέψιν του εις τον Κολινύ˙ εάν θα επέμενεν εις το σχέδιον του πολέμου με την Ισπανίαν, αύτη θα του εζήτει την άδειαν ν’ αποσυρθή με τον έτερον υιόν της εις την Φλωρεντίαν. Ο βασιλεύς της εζήτησε συγγνώμην και υπεσχέθη υιϊκήν υπακοήν, αλλά παρέμεινεν αφωσιωμένος φίλος του Κολινύ.
Αύτη ήτο η ατμόσφαιρα όταν η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέτ έφθασεν εις το Μπλουά δια τας προετοιμασίας του γάμου, ο οποίος θα ήνωνε την καθολικήν και την προτεσταντικήν Γαλλίαν. Επέμεινεν όπως ο καρδινάλιος ντε Μπουρμπόν τελέση την ιεροτελεστίαν όχι ως ιερεύς αλλά ως πρίγκιψ, όχι εντός μιας εκκλησίας αλλ’ έξωθι αυτής και ότι ο Ερρίκος δεν θα έπρεπε να συνοδεύση την σύζυγόν του εντός της εκκλησίας δια να παρακολουθήση την λειτουργίαν. Η Αικατερίνη συνεφώνησεν αν και τούτο θα επροκάλει πολλάς δυσχερείας με τον πάπαν, ο οποίος είχεν αρνηθή να επιτρέψη εις την Μαργαρίταν να νυμφευθή τον προτεστάντην υιόν μιας αφωρισμένης προτεστάντιδος. Κατόπιν η Ιωάννα μετέβη εις τους Παρισίους δια προμηθείας, ησθένησεν εκ πλευρίτιδος και απέθανε (9 Ιουνίου 1572). Οι Ουγενότοι υπώπτευσαν ότι εδηλητηριάσθη, αλλ’ η υπόθεσις αυτή δεν στηρίζεται πλέον.

Παρ’ όλας τας ιδικάς του υποψίας και την λύπην του, ο Ερρίκος της Ναβάρρας∙ ήλθεν από το Μπλουά εις τους Παρισίους τον Αύγουστον συνοδευόμενος υπό του Κολινύ και οκτακοσίων Ουγενότων. Τέσσαρες χιλιάδες ένοπλοι Ουγενότοι τους ηκολούθησαν εντός της πρωτευούσης˙ εν μέρει δια να ίδουν τας εορτάς και εν μέρει δια να προστατεύσουν τον νεαρόν βασιλέα των. Οι καθολικοί Παρίσιοι, διεγερθέντες υπό την εισροήν ταύτην και πλείστα όσα εμπρηστικά κηρύγματα, κατήγγειλαν τον γάμον ως παράδοσιν της Κυβερνήσεως εις την προτεσταντικήν δύναμιν. Παρ’ όλα ταύτα, η τελετή έλαβε χώραν (18 Αυγούστου) χωρίς την παπικήν άδειαν. Η Αικατερίνη έλαβε τα μέτρα της ώστε να εμποδίση το ταχυδρομείον να φέρη μίαν παπικήν απαγόρευσιν. Ο Ερρίκος ωδήγησε την σύζυγόν του εις τας πύλας της Παναγίας των Παρισίων, αλλά δεν εισήλθε μετ’ αυτής εντός της εκκλησίας. Οι Παρίσιοι δεν ήσαν ακόμη άξιοι μιας λειτουργίας. Προσωρινώς εγκατεστάθη με την Μαργαρίταν εις το Λούβρον.
Σπανίως οι Παρίσιοι είχον συνταραχθή από τόσην έξαψιν. Ο Κολινύ, εξακολουθών να πιέζη δι’ απροκάλυπτον βοήθειαν εκ μέρους της Γαλλίας προς τας επαναστατημένας Κάτω Χώρας, επιστεύετο ότι ήτο έτοιμος ν’ αναχωρήση δια το μέτωπον. Μερικοί καθολικοί προειδοποίησαν την Αικατερίνην ότι οι Ουγενότοι εσχεδίαζον νέαν απόπειραν δια να την απαγάγουν μαζί με τον βασιλέα. Τα σφυροκοπήματα των ακμόνων εις όλην την πόλιν απεκάλυπτον την εσπευσμένην κατασκευήν όπλων. Εις το σημείον τούτο, κατά το λέγειν του υιού της Ερρίκου, η Αικατερίνη έδωσε την συγκατάθεσίν της δια την δολοφονίαν του ναυάρχου.
Την 22αν Αύγουστου, καθώς ο Κολινύ εβάδιζεν από το Λούβρον προς την οικίαν του, δύο πυροβολισμοί ριφθέντες εκ τίνος παραθύρου απέκοψαν τον δείκτην της αριστεράς του χειρός και έθραυσαν τον βραχίονά του εις τον αγκώνα. Οι σύντροφοί του εισώρμησαν εις το κτίριον, αλλ’ εύρον μόνον εν καπνίζον αρκεβούζιον˙ ο δολοφόνος είχε διαφύγει από την οπισθίαν θύραν. Ο Κολινύ μετεφέρθη εις την οικίαν του. Ο βασιλεύς όταν επληροφορήθη το γεγονός ανέκραξεν θυμωμένος «Δεν πρόκειται λοιπόν να έχω ποτέ ησυχίαν;» Απέστειλε τον προσωπικόν ιατρόν του, τον Ουγενότον Αμβρόσιον Παρέ, να περιποιηθή τα τραύματα, διέταξε την εγκατάστασιν βασιλικών φρουρών εις την οικίαν του Κολινύ, διέταξε τους καθολικούς να εκκενώσουν τα παραπλεύρως οικήματα και επέτρεψεν εις Ουγενότους να εγκατασταθούν εις αυτά. Η βασίλισσα, ο βασιλεύς και ο αδελφός του Ερρίκος ήλθον να παρηγορήσουν τον τραυματίαν, και ο Κάρολος ωρκίσθη «τρομερώτατον όρκον» να εκδικήση την επίθεσιν. Ο Κολινύ παρεκίνησε και πάλιν τον Κάρολον να εξέλθη εις πόλεμον δια την απόκτησιν της Φλάνδρας. Λαβών αυτόν ιδιαιτέρως, του εψιθύρισε κάποιο μυστικόν.
Όταν η βασιλική οικογένεια επέστρεφεν εις το Λούβρον, η Αικατερίνη επέμεινεν εις τον βασιλέα να της αποκαλύψη το μυστικόν. «Πολύ καλά, λοιπόν, Mort de Dieux» απήντησε, «αφού θέλετε να μάθετε, ο ναύαρχος μου είπε τα εξής: ότι όλη η εξουσία συνετρίβη εις τας χείρας σας και από αυτό θα προκύψη κακόν δι’ εμέ.» Εις κατάστασιν μανίας ο βασιλεύς εκλείσθη εις τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Η Αικατερίνη εμελέτα δεινά υπό το κράτος φοβέρας μνησικακίας.
Ο Ερρίκος της Ναβάρρας επεσκέφθη τον Κολινύ και συνεζήτησε μέτρα αμύνης. Μερικοί από την ακολουθίαν του ναυάρχου ήθελον να μεταβούν αμέσως και να δολοφονήσουν τους Γκύζ ηγέτας˙ ούτος το απηγόρευσε. «Εάν δεν θ’ απεδίδετο ευρεία δικαιοσύνη», είπον οι Ουγενότοι, «θα το έπραττον ασφαλώς οι ίδιοι.» Ολόκληρον την ημέραν εκείνην, Ουγενότοι περιεφέροντο πέριξ του Λούβρου˙ εις εξ αυτών είπεν εις την βασίλισσαν ότι αν δεν απεδίδετο συντόμως δικαιοσύνη θ’ ανελάμβανον τον νόμον εις τας χείρας των. Ομάδες ενόπλων Ουγενότων διήλθον επανειλημμένως προ του Μεγάρου της Λορραίνης, ένθα διέμενον οι Γκύζ, και εκραύγαζον απειλάς θανάτου. Οι Γκύζ απετάθησαν προς τον βασιλέα δια προστασίαν και ωχυρώθησαν εντός της κατοικίας των. Ο Κάρολος υποπτευόμενος ότι αυτοί είχον μισθώσει τον δολοφόνον, συνέλαβεν αρκετούς εκ των υπηρετών των και ηπείλησε τον δούκα ντε Γκύζ. Ο Ερρίκος και ο αδελφός του, ο δουξ ντ’ Ωμάλ, εζήτησαν άδειαν ν’ αναχωρήσουν εκ Παρισίων˙ αύτη εχορηγήθη˙ ούτοι επροχώρησαν μόνον μέχρι της πύλης του Αγίου Αντωνίου˙ κατόπιν εστράφησαν και επανήλθον κρυφίως εις το Μέγαρον της Λορραίνης.
Την 23ην Αύγουστου συνήλθε το Συμβούλιον δια να εξετάση σχετικώς προς το έγκλημα. Εκ της εξετάσεως προέκυψεν ότι η οικία εκ της οποίας προήλθον οι πυροβολισμοί ανήκεν (αν και δεν κατείχετο) εις την δούκισσαν μητέρα ντε Γκύζ, η οποία είχεν ορκισθή να εκδικήση τον θάνατον του συζύγου της Φραγκίσκου˙ ότι ο δολοφόνος είχε διαφύγει επί ίππου ληφθέντος από τους σταύλους των Γκύζ˙ ότι το όπλον ανήκεν εις ένα εκ των φρουρών του δουκός ντ’ Ανζού. Ο δολοφόνος δεν συνελήφθη ποτέ. Συμφώνως προς μεταγενεστέραν αφήγησιν του Ανζού, αυτός και ο Ερρίκος ντε Γκύζ απεφάσισαν τώρα ότι ο Κολινύ και μερικοί άλλοι Ουγενότοι έπρεπε να φονευθούν. Η Αικατερίνη και μερικά μέλη του Συμβουλίου είχον συγκεντρωθή εις τον Κεραμεικόν οπότε ο πράκτωρ του Ανζού Μπουσαβάν εισώρμησεν εντός της αιθούσης με την πληροφορίαν ότι οι Ουγενότοι εις την κατοικίαν του Κολινύ εσχεδίαζον βιαίαν εξέγερσιν, πιθανώς δια την εσπέραν της επομένης. Εις την αντιπάθειαν της Αικατερίνης δια τον ναύαρχον, εις την οργήν της δι’ εκείνο που της εφαίνετο ως εκμαυλισμός του βασιλέως να εκφύγη εκ της καθοδηγήσεώς της, εις την, πεποίθησίν της ότι η πολιτική του πολέμου με την Ισπανίαν θα ήτο ολεθρία δια την Γαλλίαν και την δυναστείαν της, προσετέθη τώρα ο φόβος ότι η ζωή της διέτρεχεν άμεσον κίνδυνον και ότι πάσα εξουσία επρόκειτο εντός ολίγου να περιέλθη εις χείρας του Κολινύ και των φίλων του. Συνεφώνησεν ότι οι ηγέται των Ουγενότων έπρεπε να φονευθούν.
Αλλά η συγκατάθεσις του βασιλέως ήτο επιθυμητή αν όχι αναγκαία˙ αυτός όμως εξηκολούθει ν’ απαιτή την δίωξιν όλων των ενεχομένων εις την απόπειραν κατά του Κολινύ. Περί την δεκάτην εσπερινήν εκείνης της ημέρας, της 23ης Αυγούστου, η βασιλομήτωρ απέστειλε τον κόμιτα ντε Ρέτς να ειδοποιήση τον Κάρολον περί της υποτιθεμένης ανταρσίας. Μετ’ ολίγον η Αικατερίνη και οι σύμβουλοί της περιεστοίχισαν τον νεαρόν μονάρχην, του οποίου η έξαψις τον είχε φέρει τώρα εγγύς της παραφροσύνης. Η Αικατερίνη τον διεβεβαίωσεν ότι τριάκοντα χιλιάδες Ουγενότοι εσχεδίαζον να τον συλλάβουν την επομένην και να τον απαγάγουν εις κάποιο προτεσταντικόν φρούριον, όπου θα ήτο αιχμάλωτος και ανίσχυρος˙ μήπως δεν είχον δις προηγουμένως αποπειραθή εν τοιούτον εγχείρημα; Εάν επετύγχανον θα τον εφόνευον υποπτευόμενοι ότι είχε διατάξει ή επιτρέψει την επίθεσιν εναντίον του ναυάρχου.

Προ του εικοσιτριετούς νέου ετέθη το δίλημμα να εκλέξη μεταξύ της ζωής μητρός του και της ζωής των Ουγενότων. Εάν ηρνείτο την συγκατάθεσίν του και οι καθολικοί Παρίσιοι κατέστελλον την στάσιν, θα παρεμερίζετο ως άνανδρος και ανόητος. Ο βασιλεύς αντέστη εις αυτά τα επιχειρήματα˙ ηρώτησε διατί δεν ήρκει να συλληφθούν οι Ουγενότοι ηγέται και να δικασθούν νομίμως˙ οι σύμβουλοι απήντησαν ότι ήτο πολύ αργά δια ν’ αποτρέψουν την στάσιν με τοιαύτην ενέργειαν. Η Αικατερίνη ηπείλησε ν’ αποσυρθή εις την Ιταλίαν και να τον αφήση εις την τύχην του. Τέλος, περί το μεσονύκτιον, εις μίαν κρίσιν νευρικής καταπτώσεως και μανίας, ο Κάρολος εκραύγασε,

Mort de Dieux, εφ’ όσον απεφασίσατε να φονεύσετε τον ναύαρχον, συγκατατίθεμαι! Αλλά τότε πρέπει να φονεύσετε όλους τους Ουγενότους εις την Γαλλίαν, ώστε να μη μείνη κανείς δια να με κατηγορήση……. Φονεύσατέ τους όλους! Φονεύσατέ τους όλους!»

Εκστομίζων βλασφημίας εγκατέλειψε τους συμβούλους και εκλείσθη εις το δωμάτιόν του.
Εάν οι συνωμόται είχον σχεδιάσει να φονεύσουν μόνον ολίγους, επωφελήθησαν τώρα από την τρελλήν διαταγήν του βασιλέως δια να κάμουν την σφαγήν των Ουγενότων όσον το δυνατόν πληρεστέραν. Η Αικατερίνη επέμεινε να προστατεύση τον Ερρίκον της Ναβάρρας˙ ο νεαρός πρίγκιψ Κονδέ-Ερρίκος ο Ιος - και οι Μονμορανσύ εξηρέθησαν ως πάρα πολύ ευγενείς δια να σφαγούν˙ ο χειρουργός Αμβρόσιος Παρέ διεσώθη από τον βασιλέα αλλ’ εστάλη διαταγή εις τους διαμερισματάρχας των Παρισίων να οπλίσουν τους ανθρώπους των και να είναι έτοιμοι προς δράσιν με την κρούσιν των κωδώνων της εκκλησίας την τρίτην πρωινήν της 24ης Αυγούστου, εορτής του Αγίου Βαρθολομαίου.

Εδόθη ελευθερία ενεργείας εις τους Γκύζ να πραγματοποιήσουν την επί μακρόν αναβληθείσαν εκδίκησίν των κατά του ναυάρχου. Ο Ερρίκος ντε Γκύζ έδωσε διαταγήν εις τους αξιωματικούς της πολιτοφυλακής όπως με την κρούσιν των κωδώνων οι άνδρες των φονεύουν οιονδήποτε Ουγενότον που θα εύρισκον. Αι πύλαι της πόλεως θα εκλείοντο δια να εμποδίσουν πάσαν διαφυγήν.
Ενώ ήτο ακόμη νυξ ο Γκύζ ωδήγησεν αυτοπροσώπως τριακοσίους στρατιώτας εις το κτίριον όπου εκοιμάτο ο Κολινύ. Πλησίον του ήσαν ο ιατρός του Παρέ, ο γραμματεύς του Μερλέν και ο υπηρέτης του Νικόλας. Ούτοι εξύπνησαν από τον θόρυβον των βημάτων των στρατιωτών που επλησίαζον˙ ήκουσαν κραυγάς και πυροβολισμούς — οι φρουροί του Κολινύ εφονεύοντο. Εις φίλος ώρμησεν εντός του δωματίου κραυγάζων, «είμεθα χαμένοι!»

Ο ναύαρχος απήντησε, «Έχω προ πολλού προπαρασκευασθή δια τον θάνατον. Σωθήτε. Δεν θέλω εκείνοι που σας αγαπούν να δυνηθούν ποτέ να με κατηγορήσουν δια τον θάνατόν σας. Εμπιστεύομαι την ψυχήν μου εις το έλεος του Θεού.»

Εκείνοι έφυγον. Οι στρατιώται του Γκύζ έθραυσαν την θύραν. Εύρον τον Κολινύ γονυκλινή και προσευχόμενον. Εις στρατιώτης τον διεπέρασεν με το ξίφος του, άλλοι τον εκάρφωσαν με τα εγχειρίδιά των˙ ενώ ήτο ακόμη ζωντανός τον έρριψαν από το παράθυρον εις τον δρόμον εις τους πόδας του Γκύζ. Όταν εβεβαιώθη ότι ο Κολινύ ήτο νεκρός, ο δούξ διέταξε τους άνδρας του να διασκορπισθούν εις τους Παρισίους και να μεταδώσουν το σύνθημα

«Tuez! Tuez!» Φονεύετε! φονεύετε! Ο βασιλεύς το διατάσσει.»

Η κεφαλή του ναυάρχου απεκόπη και εστάλη εις το Λούβρον — μερικοί είπον εις την Ρώμην. Το σώμα παρεδόθη εις τον όχλον, ο οποίος το ηκρωτηρίασεν αγρίως, απέκοψαν τας χείρας και τα γεννητικά του όργανα και τα προσέφερον προς πώλησιν, το υπόλοιπον σώμα το εκρέμασαν από τας πτέρνας.
Εν τω μεταξύ η βασίλισσα, αισθανομένη κάποιαν τύψιν ή φόβον, απέστειλε διαταγήν προς τους Γκύζ να σταματήσουν την σφαγήν˙ ούτοι απήντησαν ότι ήτο πολύ αργά˙ εφ’ όσον εφονεύθη ο Κολινύ, οι Ουγενότοι πρέπει να θανατωθούν, άλλως θα επαναστατήσουν ασφαλώς. Η Αικατερίνη ενέδωσε και διέταξε να κρούσουν οι κώδωνες. Επηκολούθησε τοιαύτη σφαγή, ομοίαν της οποίας αι πόλεις σπανίως εγνώρισαν ακόμη και εις την φρενίτιδα των πολέμων. Ο όχλος εχάρη δια την ελευθερίαν που εδόθη εις τα κατεσταλμένα ένστικτά του να κτυπήση, να προκαλέση πόνον, να φονεύση. Εκυνήγησε και εφόνευσεν από δύο έως πέντε χιλιάδας Ουγενότους και άλλους˙ φόνοι προηγουμένως μελετηθέντες ηδύναντο τώρα να εκτελεσθούν ατιμωρητί. Ταλαιπωρημένοι ή φιλόδοξοι σύζυγοι αμφοτέρων των φύλων εύρον την ευκαιρίαν ν’ απαλλαγούν από ανεπιθυμήτους συντρόφους˙ έμποροι εφονεύθησαν από ανταγωνιστάς˙ συγγενείς βραδύνοντες ν’ αποθάνουν υπεδείχθησαν ως Ουγενότοι από πιθανούς κληρονόμους των. Ο φιλόσοφος Ραμύς εφονεύθη καθ’ υπόδειξιν ενός ζηλοτύπου καθηγητού. Κάθε οικία δια την οποίαν υπήρχε υποψία ότι εστέγαζον Ουγενότους, υπέστη βιαίαν εισβολήν και έρευναν. Ουγενότοι και τα τέκνα των εσύροντο εις τας οδούς και εσφάζοντο˙ έμβρυα εξήχθησαν από τας κοιλίας των νεκρών μητέρων των και συνεθλίβησαν επί των τοίχων. Εντός ολίγου τα καταστρώματα των οδών εγέμισαν πτώματα˙ παιδία έπαιζον επ’ αυτών.

Οι καθολικοί Ελβετοί φρουροί του βασιλέως μετέσχον εις το ανθρωποκυνήγιον και εφόνευον αδιακρίτως από την ευχαρίστησιν και μόνον της σφαγής. Ο δούξ ντε-λα Ροσεφουκώ, ο οποίος είχε παίξει τέννις με τον βασιλέα την προηγουμένην, εφονεύθη από προσωπιδοφόρους, οι οποίοι, όπως υπέθεσεν, είχον έλθει δια να τον προσκαλέσουν δια κάποιαν βασιλικήν διασκέδασιν. Ουγενότοι ευγενείς και αξιωματικοί, οι οποίοι είχον εγκατασταθή εις το Λούβρον ως ακολουθία του βασιλέως της Ναβάρρας, εκλήθησαν εις την αυλήν και εφονεύθησαν ανά εις καθώς προσήρχοντο. Ο ίδιος ο Ερρίκος αφυπνισθείς την αυγήν, εξήλθε δια να παίξη τέννις. Ο Κάρολος τον εκάλεσε μαζί με τον Κονδέ και τους έθεσε το ερώτημα «λειτουργία ή θάνατος;» Ο Κονδέ επροτίμησε τον θάνατον, αλλά εσώθη υπό της βασιλίσσης. Ο βασιλεύς της Ναβάρρας υπεσχέθη συμμόρφωσιν και του επετράπη να ζήση. Η σύζυγός του Μαργαρίτα, κοιμωμένη ανήσυχον ύπνον, αφυπνίσθη από ένα τραυματισμένον Ουγενότον, ο οποίος εισώρμησεν εις το δωμάτιόν της και την κλίνην της. Έπεισε τους διώκτας του να μη τον φονεύσουν.

«Τώρα που γράφω», ανέφερεν ο Ισπανός πρέσβυς «τους φονεύουν όλους, τους γυμνώνουν... μη φειδόμενοι ούτε των παιδίων. Δόξαν να έχη ο Θεός!»

Τώρα που και ο ίδιος ο νόμος έγινεν εκτός νόμου, η λεηλασία ωργίασε και ο βασιλεύς επληροφορήθη ότι μέλη της αυλής του μετέσχον εις την λεηλασίαν της πόλεως. Περί την μεσημβρίαν, μερικοί κατατρομαγμένοι πολίται τον παρεκάλεσαν να σταματήση την σφαγήν και εν μέρος της αστυνομίας της πόλεως προσεφέρθη να βοηθήση δια την αποκατάστασιν της τάξεως. Εξέδωσε διαταγάς να σταματήση η σφαγή˙ έδωσεν εντολήν εις την αστυνομίαν να φυλακίζη Προτεστάντας δια να τους προστατεύση˙ μερικούς εξ αυτών έσωσε˙ άλλοι, κατά διαταγήν του, ερρίφθησαν εις τον Σηκουάναν και επνίγησαν. Επί τι διάστημα η σφαγή εκόπασε. Αλλά την Δευτέραν, εικοστήν πέμπτην του μηνός, μία λευκάκανθα ήνθισεν, εντελώς εκτός εποχής, εις το Κοιμητήριον των Αθώων˙ ο κλήρος εχαρακτήρισε τούτο ως θαύμα˙ οι κώδωνες των εκκλησιών των Παρισίων ήχησαν δια να πανηγυρίσουν το γεγονός˙ ο όχλος εξέλαβε την κωδωνοκρουσίαν ως πρόσκλησιν να επαναλάβη την σφαγήν˙ ο φόνος ανέζησε και πάλιν.
Την εικοστήν έκτην ο βασιλεύς μετέβη επισήμως μετά της αυλής του εις το Ανάκτορον της Δικαιοσύνης, διασχίσας τους πλήρεις πτωμάτων δρόμους, και εβεβαίωσεν υπερηφάνως το Παρλαμέντον των Παρισίων ότι αυτός είχε διατάξει την σφαγήν. Ο πρόεδρος απήντησε με ένα μακρόν συγχαρητήριον λόγον. Το Παρλαμέντον εψήφισεν οι κληρονόμοι του Κολινύ να τεθούν εκτός νόμου, η οικία του εις το Σαντιγιόν να κατεδαφισθή, τα υπολείμματα της περιουσίας του να δημευθούν υπό του δουκός του Ανζού. Την εικοστήν ογδόην ο βασιλεύς, η βασιλομήτωρ και η αυλή επεσκέφθησαν πολλάς εκκλησίας εις ένα θρησκευτικόν εορτασμόν ευχαριστιών δια την λύτρωσιν της Γαλλίας από την αίρεσιν και την διαφυγήν της βασιλικής οικογένειας από τον θάνατον.
Αι επαρχίαι εμιμήθησαν τους Παρισίους κατά τον ερασιτεχνικόν των τρόπον. Εμπνευσθείσαι από ειδήσεις εκ της πρωτευούσης η Λυών, η Ντιζόν, η Ορλεάνη, το Μλπουά, η Τούρ, η Τρουά, το Μω, η Μπούρζ, το Ανζέ, η Ρουένη, η Τουλούζ ωργάνωσαν εξάλλους σφαγάς (24 - 26 Αυγούστου). Ο Ζακ ντε Θου υπελόγισεν 800 θύματα εις την Λυών, 1000 εις την Ορλεάνην. Ο βασιλεύς ενεθάρρυνε και κατόπιν απεθάρρυνεν αυτά τα ολοκαυτώματα. Την εικοστήν έκτην απέστειλε προφορικάς οδηγίας προς διοικητάς επαρχιών να φονεύσουν όλους τους εξέχοντας Ουγενότους˙ την εικοστήν εβδόμην απέστειλε προς αυτούς εγγράφους διαταγάς να προστατεύσουν τους φιλησύχους και νομοταγείς Προτεστάντας. Συγχρόνως έγραψεν εις τον εν Βρυξέλλαις αντιπρόσωπόν του να ζητήση την συνεργασίαν του Άλβα:

Ο δούξ έχει πολλούς από τους στασιαστάς υπηκόους μου εις τας χείρας του και τα μέσα να καταλάβη την Μόνς και να τιμωρήση τους πολιορκημένους εντός αυτής. Εάν σας απαντήση ότι αυτό σημαίνει σιωπηρώς ότι ζητείται από αυτόν να φονεύση αυτούς τους αιχμαλώτους και να σφάξη τους εις Μόνς ευρισκομένους, να του είπετε ότι αυτό πρέπει να κάμη.

Ο Άλβα απέρριψε την αίτησιν. Όταν κατέλαβε την Μόνς, επέτρεψεν εις την γαλλικήν φρουράν ν’ αναχωρήση άθικτος. Ιδιωτικώς κατέκρινε την Σφαγήν του Αγίου Βαρθολομαίου ως ευτελές μέσον διεξαγωγής πολέμου˙ δημοσία, διέταξε πανηγυρισμόν της σφαγής ως θρίαμβον της μόνης αληθούς Χριστιανοσύνης.
Μερικοί εκ των επαρχιακών διοικητών ετήρησαν τους όχλους των υπό πολιτικόν έλεγχον. Δεν έλαβον χώραν φόνοι εις την Καμπανίαν, την Πικαρδίαν ή την Βρεττάνην και πολύ ολίγοι εις την Ωβέρνην, το Λαγκεντόκ, την Βουργουνδίαν ή το Ντωφινέ. Εις την Λυών, πολλοί καθολικοί κατήγγειλαν την σφαγήν, οι δε στρατιώται ηρνήθησαν να λάβουν μέρος εις αυτήν˙ εις την Βιέννην ο επίσκοπος έλαβε τους Προτεστάντας υπό την προστασίαν του και πολλαί καθολικαί οικογένειαι απέκρυψαν κινδυνεύοντας Ουγενότους. Αλλά εις την Τρουά και την Ορλεάνην, οι επίσκοποι έδωσαν πλήρη ελευθερίαν δια την σφαγήν˙ εις το Βορδώ, εις Ιησουίτης ανήγγειλεν ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είχε διατάξει τας σφαγάς και κατεδίκασε την αργοπορίαν των αρχόντων να διατάξουν τας εκτελέσεις. Πιθανώς αι επαρχίαι συνεισέφεραν 5000 θύματα και οι Παρίσιοι περί τας 2000˙ αλλά διάφοροι εκτιμήσεις περί του συνολικού αριθμού κυμαίνονται από 5000 μέχρι 30.000.
Οι καθολικοί εδικαιολόγησαν γενικώς την σφαγήν ως μίαν έκρηξιν αγανακτήσεως και εκδικήσεως μετά πολλά έτη διώξεων των καθολικών εκ μέρους των Ουγενότων. Ο Φίλιππος ο IΙος εγέλασε όταν ήκουσε την είδησιν˙ τώρα δεν θα υφίστατο κίνδυνος παρεμβάσεως της Γαλλίας εις τας Κάτω Χώρας. Ο εν Παρισίοις παπικός νούντσιος έγραψεν εις την Ρώμην˙

«Συγχαίρω την Αγιότητά του εκ βάθους καρδίας διότι ηυδόκησεν η Θεία Μεγαλειότης, κατά την έναρξιν της αρχιερωσύνης του, να κατευθύνη τας υποθέσεις του βασιλείου τούτου τόσον ευτυχώς και τόσον εντίμως και να έχη προστατεύσει τον βασιλέα και την βασίλισσαν μητέρα, ώστε να εξοντώσουν την μολυσμένην ρίζαν με τόσην σύνεσιν και εις τόσον επίκαιρον στιγμήν όταν όλοι οι στατιασταί ήσαν κλεισμένοι εις τον κλωβόν».

Όταν αι ειδήσεις έφθασαν εις την Ρώμην, ο Καρδινάλιος της Λορραίνης, από ασυγκράτητον ευτυχίαν, έδωσεν εις τον κομίσαντα την αγγελίαν χιλίας κορώνας. Μετ’ ολίγον ολόκληρος η Ρώμη είχε φωταγωγηθή˙ κανονιοβολισμοί ερρίφθησαν από τον Πύργον του Αγγέλου˙ οι κώδωνες ήχησαν χαρμοσύνως˙ ο Γρηγόριος ο XIIΙος και οι καρδινάλιοί του παρέστησαν εις επίσημον λειτουργίαν ευχαριστιών προς τον Θεόν δια «την σημαντικήν εύνοιαν που επέδειξε προς τον χριστιανικόν λαόν», η οποία έσωσε την Γαλλίαν και την Αγίαν Έδραν από μέγαν κίνδυνον. Ο πάπας διέταξε να κοπή ειδικόν μετάλλιον εις ανάμνησιν της Ugonotornm strages — της ήττης και της σφαγής των Ουγενότων — και ανέθεσεν εις τον Βαζάρι να ζωγραφίση εις την Σκάλα Ρέγκια του Βατικανού, μίαν εικόνα της σφαγής, φέρουσαν τας λέξεις

Pontifex Colignii necem probat —«Ο Ποντίφηξ εγκρίνει τον φόνον του Κολινύ.
Η Προτεσταντική Ευρώπη εχαρακτήρισε την σφαγήν ως άνανδρον βαρβαρότητα. Ο Γουλιέλμος της Οράγγης είπεν εις τον Γάλλον πρεσβευτην ότι ο Κάρολος ο ΙΧος δεν θα ηδύνατο ποτέ να εκπλύνη το αίμα από τας χείρας του. Εις την Αγγλίαν η Ελισάβετ κατεκλύσθη από αιτήσεις δια εκδίκησιν, επίσκοποι δε τινές την συνεβούλευσαν ότι ο μόνος τρόπος δια να κατευνάση την μανίαν του πλήθους ήτο να θανατώση αμέσως όλους τους καθολικούς που ευρίσκοντο εις τας φυλακάς ως αρνηθέντες να δώσουν τον όρκον της πίστεως˙ τουλάχιστον η βασίλισσα των Σκώτων έπρεπε να εκτελεσθή αμέσως. Η Ελισάβετ συνεκρατήθη. Ενεδύθη με βαρύ πένθος δια να δεχθή τον Γάλλον πρέσβυν και ήκουσε με προφανή δυσπιστίαν τας διαμαρτυρίας του ότι η σφαγή είχεν επιβληθή ένεκα αμέσου συνωμοσίας των Ουγενότων. Αλλ’ εξηκολούθησε να παίζη την Γαλλίαν εναντίον της Ισπανίας και να χρονοτριβή με την υπόθεσιν του γάμου της με τον Αλανσόν, τον δε Νοέμβριον συγκατετέθη να γίνη ανάδοχος της θυγατρός του Καρόλου του ΙΧου.
Η Αικατερίνη εξήλθεν από το σφαγείον εύθυμος και ανανεωμένη˙ ο βασιλεύς ήτο τώρα και πάλιν υποτελής της, το δε ουγενοτικόν πρόβλημα εφαίνετο ότι είχε λυθή. Είχεν απατηθή. Παρ’ όλον ότι πολλοί Γάλλοι προτεστάνται είχον δεχθή την εξωμοσίαν ως εναλλακτικήν λύσιν αντί του θανάτου, αι αλλαξοπιστίαι αυταί απεδείχθησαν παροδικαί˙ εντός δύο μηνών από της σφαγής οι Ουγενότοι ήρχισαν τον Τέταρτον Θρησκευτικόν Πόλεμον. Η Ροσέλ και πολλαί άλλαι πόλεις έκλεισαν τας πύλας των εις τα βασιλικά στρατεύματα και αντέστησαν επιτυχώς εις την πολιορκίαν. Την 6ην Ιουλίου 1573, ο Κάρολος υπέγραψε την Ειρήνην της Ροσέλ, εγγυώμενος εις τους Ουγενότους θρησκευτικήν ελευθερίαν. Πολιτικώς η σφαγή δεν επέτυχε τίποτε.
Και τώρα οι Ουγενότοι διανοούμενοι οι οποίοι μέχρι τούδε εδήλουν πίστιν εις τον βασιλέα, απεστράφησαν με φρίκην από τον Κάρολον τον ΙΧον και ημφισβήτουν όχι μόνον το θείον δικαίωμα των βασιλέων, αλλά και αυτόν τούτον τον θεσμόν της μοναρχίας. Ο Φραγκίσκος Χότμαν, Ουγενότος νομομαθής, είχε καταφύγει εις την Ελβετίαν μετά την σφαγήν˙ μετά εν έτος εδημοσίευσε μίαν εμπαθή επίθεσιν κατά του Καρόλου, De furoribus Gallicis: τα εγκλήματα του βασιλέως τούτου είχον απαλλάξει τον λαόν του από τον όρκον πίστεως˙ ήτο εγκληματίας και έπρεπε να καθαιρεθή. Πριν παρέλθη το έτος, ο Χότμαν εξέπεμψεν εκ Γενεύης το έργον του Franco - Gallia, την πρώτην απόπειραν συνταγματικής ιστορίας κατά τους νεωτέρους χρόνους. Η Γάλλο - Φραγκική μοναρχία, υπεστήριζεν ούτος, ήτο αιρετή˙ ο βασιλεύς ήτο υποκείμενος, μέχρι του Λουδοβίκου του Χίου, εις μίαν εθνικήν συνέλευσιν του ενός είδους ή του άλλου˙ τα ήδη αηδή Παρλαμέντα και αι από μακρού παρημελημέναι Γενικαί Συνελεύσεις ήσαν τα ασθενή κατάλοιπα της εκλογικής αυτής δυνάμεως˙ η δε δύναμις αύτη είχε παραχωρηθή εις αυτά τα σώματα υπό του λαού. «Μόνον εις τον λαόν ανήκει το δικαίωμα να εκλέγη και να καθαιρή βασιλείς.» Εζήτει την περιοδικήν σύγκλησιν της Γενικής Συνελεύσεως˙ μόνον αυτό το σώμα έπρεπε να έχη την εξουσίαν να εκδίδη νόμους και να κηρύττη πόλεμον ή να συνάπτη ειρήνην, να διορίζη εις τα ανώτερα αξιώματα, να κανονίζη την διαδοχήν και να καθαιρή κακούς βασιλείς. Εδώ ευρίσκετο ήδη ο κεραυνός του 1789.
Η ιδία η ζωή καθήρεσε μετ’ ολίγον τον Κάρολον τον ΙΧον. Το αγαθόν και το κακόν εντός αυτού είχον παλαίσει μέχρι του σημείου που εις οργανισμός απ’ αρχής υπονομευμένος, συνετρίβη από την έντασιν. Ενίοτε εκαμάρωνε δια την σκληρότητα και το μέγεθος του εγκλήματος του˙ άλλοτε κατηγορεί τον εαυτόν του διότι είχε συγκατατεθή εις την σφαγήν, αι δε κραυγαί των σφαζομένων Ουγενότων αντήχουν εις τα ώτα του, αφαιρούσαι τον ύπνον του. Ήρχισε να κατηγορή την μητέρα του:

«Ποιος άλλος από σας είναι η αιτία όλων αυτών; Jang de Dieu, σεις είσθε η αιτία όλων αυτών!»

Αύτη παρεπονείτο ότι είχον ένα παράφρονα ως υιόν. Κατέστη μελαγχολικός και σύνοφρυς, αδύνατος και ωχρός. Είχε πάντοτε τάσιν προς την φυματίωσιν˙ τώρα, με την εξασθένησιν της αντιστάσεως του οργανισμού του, αύτη τον κατέστρεψε. Το 1574 έπτυεν αίμα. Την άνοιξιν, αι αιμορραγίαι του έγιναν ισχυρότεραι και είχε πάλιν οράματα των θυμάτων του.

«Τί αιματοχυσία! Τί δολοφονίαι!» εκραύγαζεν εις την νοσοκόμον του. «Ποιαν κακήν συμβουλήν ηκολούθησα! Ω, Θεέ μου, συγχώρησέ με!» «Είμαι χαμένος!».

Κατά την ημέραν του θανάτου του, την 30ην Μαΐου 1574, εκάλεσε τον Ερρίκον της Ναβάρρας, τον οποίον ενηγκαλίσθη με αγάπην. «Αδελφέ», του είπε, «χάνεις ένα καλόν φίλον. Εάν είχον πιστεύσει όλα όσα μου είχον είπει, δεν θα ήσο ζωντανός. Αλλά εγώ πάντοτε σε ηγάπων… Μόνον εις σε έχω εμπιστοσύνην ότι θα φροντίσης δια την σύζυγον και την κόρην μου. Ικέτευε τον Θεόν δι’ εμέ. Χαίρε» Ολίγον κατόπιν απέθανε˙ Δεν ήτο ακόμη είκοσι τεσσάρων ετών.


Κάθε ιερός ναός είναι και ένα κομμάτι του ουρανού επάνω στην γη.

Και όταν είσαι μέσα στον ναό, ή­δη βρίσκεσαι στον ουρανό.

Έτσι, όταν ή γη σε συν­θλίβει με την κόλαση της, τρέξε στον ναό, μπες μέσα και να, είσαι μέσα στον παράδεισο.

Αν οι άνθρωποι σε ενοχλούν με την κακία τους, να προσφεύγεις στον ναό,

να γονατίζεις μπροστά στον Θεό και Εκείνος θα σε προσλάβει κάτω από την γλυκιά και παντοδύναμη προστασία Του.

Αν πάλι συμβεί να πέσουν επάνω σου ολόκληρες λεγεώνες δαιμόνων, εσύ τρέξε στον ναό,

ανάμεσα στους Αγγέλους, επειδή ό ναός είναι πάντοτε γεμάτος από Αγγέλους και οι Άγγελοι του Θεού θα σε προστατεύσουν από όλα τα δαιμόνια του κόσμου αυτοί και τίποτα δεν μπορούν να σου κάμουν.

ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (1894-1979) ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ

Επιστολή 390 οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΛΑΜΠΕΤΙΟ. 


Αν και μερικοί νομίζουν ότι έχει λεχθεί με τρόπο υπερβολικό αυτό πού θα λεχθεί

(γιατί ξέρω ότι πολλοί διάκεινται με αγένεια και ανανδρία),

εγώ θα πω τη δική μου γνώμη.

Γιατί υπάρχουν, νομίζω, μερικοί που το αποδέχθηκαν,

αλλά και κανένας να μη το αποδεχόταν, πρέπει να προτιμάται η αλήθεια.

Τι είναι λοιπόν αυτό πού θέλω να πω;

Πρέπει να ειπωθεί με συντομία.

Με ευχαρίστηση, έχοντας ευεργετήσει όλους, θα δεχόμουν να τιμωρηθώ σα να τους αδίκησα όλους,

παρά,

αδικώντας έναν, να στεφανωθώ και να ανακηρυχθώ, σα να τους ευεργέτησα όλους.

(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 3, σελ. 439)


Σ’ ένα ευσεβή κύκλο, γινόταν μια μέρα συζήτησις σχετικά με το μεγαλείο του χριστιανικού γάμου και μ’ εκείνο της παρθενίας.

Ένας από τους συζητητάς θέλοντας να εξάρη το μεγαλείο της παρθενίας, ανέφερε το όνομα ενός συγχρόνου ιερομονάχου, ξακουστού για την εκθαμβωτική του αγιότητα.
-   Αν ο άνθρωπος αυτός, είπε, είναι τόσο ανώτερος από τον πατέρα που τον έφερε στον κόσμο, αυτό οφείλεται στο ότι ακολούθησε τον δρόμο της παρθενίας.
-   Δεν έχεις απόλυτα δίκιο, του παρετήρησε τότε ένας άλλος συζητητής. Ο πατέρας του υπήρξε και θα μείνη ανώτερος σ ένα πράγμα πολύ σπουδαίο.
-   Σε ποιό; ρώτησαν όλοι με περιέργεια.
-   Στο ότι, απάντησε εκείνος, ο άγιος για τον οποίο μιλάμε δεν θα μπορέση ποτέ να δώση στην Εκκλησία ό,τι της έδωσε ο πατέρας του: δηλαδή άλλον ένα τέτοιο γυιό.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο878)

Ο ιδεώδης άνθρωπος
Ανέκαθεν το ανθρώπινο πνεύμα ζήτησε εναγώνια τον ιδεώδη τύπο του ανθρώπου, το κλασσικό πρότυπο, που θάπρεπε ν’ αντιγράψη στη ζωή.
Κι’ έτσι η Αρχαιότης εδόξασε τον Ήρωα. Ο Μεσαίων τραγούδησε τον Ιππότη. Η Χθες εθεοποίησε την Υπεράνθρωπο. Η Σήμερον αναζητεί μέσα στους καπνούς και τα χαλάσματα τον ιδεώδη τύπο του ανθρώπου.
Τον ιδεώδη όμως τύπο του ανθρώπου δεν θα τον βρούμε ούτε στη δάφνη της Ολυμπίας, μήτε στους ρεμβασμούς υποθετικών μυθιστορημάτων, ούτε στις παρακρούσεις του Νίτσε. Θα τον βρούμε στο πραιτώριο του υποδίκου, που τον έφερε η άρνησίς μας. Εκεί θα δούμε τον πράο και ανεξίκακο Ιησού προπηλακιζόμενον και θ’ ακούσουμε τη φωνή της Ιστορίας να κραυγάζη: «Ίδε ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
Από το βιβλίο «Κογχύλια από την Τιβεριάδα»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο708)

Παραδόξων έργων ποιητής»
«Είδε... καταρτίζοντας τα δίκτυα και εκάλεσεν αυτούς». (Ματθ. δ’ 21)
Ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος, ονομάζει στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία του» τον Κύριον «παραδόξων έργων ποιητήν». Δεν είχε και άδικο. Θαυμαστή και παράδοξη ήταν άκόμη και η κλήσις που έκανε στους μοιθητάς του.
Παράδοξος ο τόπος. Όχι στα ανώτατα πνευματικά ιδρύματα, αλλά στα φτωχικά ακρογιάλια της Τιβεριάδος ανεζήτησε ο Ιησούς τους επιτελείς του. Παράδοξος ο τρόπος. Δεν τους αναπτύσσει μεγαλεπήβολα προγράμματα. Θα σας κάμω, τους λέγει, ψαράδες ανθρώπων. Τι παράδοξα λόγια! Εν τούτοις και εδώ φαίνεται το θείον του Χριστού μεγαλείον. Θαυμαστό υπήρξε και το αποτέλεσμα της προσκλήσεως. Η φωνή Του έγινε η πύρινη ρομφαία, που λύτρωσε τις ψυχές τους από της γης τον Γόρδιο δεσμό και τους έκανε θείους.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο215)

7. Επιστολή οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη στη βασίλισσα Ειρήνη.
«Φωνή», λέγει ο θεόπτης Ιερεμίας «ακούστηκε στη Ραμά, θρήνος και κλάμα πολύ. Ήταν η Ραχήλ τότε που έκλαιε τα παιδιά της».

Τα τωρινά όμως τί είδους και πόσο μεγάλα είναι; Από που χθες, πανάγαθή μας δέσποινα, εμφανίστηκαν αγγελιοφόροι του ιερού παλατιού σου και μας ανακοίνωσαν όλα τα αξιέπαινα έργα σου που συνέβησαν τώρα; Αληθινά αντήχησαν και τα δύο αυτιά μας. Και γιατί; Επειδή προκάλεσες στα πέρατα ισχυρό σεισμό τόσο μεγάλης ευσέβειας.

Και να, ήρθαν γύρω σου, σαν σύννεφα που πετούν, πολυάριθμες λιτανείες δοξάζοντας τον Θεό για τις ευνοϊκές πράξεις σου. Εξήγησε μας, δέσποινα, ποιός είναι αυτός που ανέβασε τον καθαρώτατο νου σου στα ύψη των νοημάτων της αλήθειας, ώστε, σαν από κάποια σκοπιά ψηλή και μετέωρη να δεις καθαρά αυτά τα αρεστά στον Θεό και άγια; Δίδαξε μας από που σου προέκυψε ο τόσο μεγάλος έρωτας της ευσέβειας, ώστε να είσαι ακόρεστη στα θεάρεστα και να ανεβάσεις ψηλά τη μέριμνα της τόσο πολύ ωφέλιμης ψυχικής και σωματικής πρόνοιας υπέρ των Χριστιανών, Η μήπως, επειδή πιστεύεις και ποθείς μητρικά πολύ τα θεία, δεν θεώρησες αρκετό να σώσεις, σαν από κάποια αιγυπτιακή δουλεία, μόνο τον λαό σου με τη βοήθεια του Θεού από την ασεβή πίστη, αν μαζί με τις προηγούμενες αγαθοεργίες σου, που έλαμψαν με ποικίλους τρόπους σαν αστέρια, δεν προσθέσεις και την παρούσα χάρη, σαν επιστέγασμα των αρετών σου; Άγιος, άγιος, άγιος.

Ευφράνθηκε ο ουρανός από ψηλά, ας βροντοφωνάξουμε μαζί με τον προφήτη Ησαΐα, αν και είναι τολμηρό, γιατί ο Θεός ελέησε με σένα τον λαό του. Γέμισε λοιπόν χαρά και αγαλλίαση όλο το βασίλειό σου, γιατί καταργήθηκε ο παράνομος ζυγός που βρισκόταν επάνω του, και η ράβδος πάνω στον τράχηλο της τέτοιου είδους επικράτειας. Ποιός άκουσε τέτοια; Εμπρός, πείτε μας, άνδρες. Και ποιός είδε κατά τη διάρκεια άλλης βασιλείας τέτοιο και τόσο μεγάλο κατόρθωμα;
Επαινέστε αυτήν όλοι οι λαοί. Δοξάστε την μαζί μας, άρχοντες και αρχόμενοι, ιερείς και μοναχοί και ολόκληρη η χριστιανική φυλή. Γιατί δεν είναι θαυμαστό μόνο επειδή έγινε η παραγραφή των τόσο πολλών ταλάντων του χρυσού, αν και βέβαια είναι ανυπέρβλητο, αλλά και το ότι μαζί με αυτά κόπηκε και ο πολλαπλάσιος δρόμος της αδικίας στην υπόθεση αυτή είναι έργο αγιώτατο. Έφυγε από τη μέση η αγχόνη των βίαιων και ψυχοφθόρων απαιτήσεων, η οποία διέφυγε όλους αυτούς που βασίλευσαν πριν από σένα, αν και μερικοί βασίλευσαν με ευσέβεια, γιατί αυτό επιφυλασσόταν για σένα.

Έπαυσε η επιορκία, η πολυορκία, ή καλύτερα η ψευδορκία και σ’ αυτούς που απαιτούσαν και σε εκείνους από τους οποίους απαιτούσαν, με αποτέλεσμα και οι δύο εξαιτίας αυτού να χάνονται, ο ένας επειδή προσπαθούσε να κρύψει κάτι, και ο άλλος πολεμώντας να πάρει κάτι περισσότερο. Σταμάτησε η καταπίεση εκείνων που καταπιέζονταν και τα ιδρύματα που φρόντιζαν για τους φτωχούς, τα οποία δεν ζητούσαν να βρουν φάρμακο που θεραπεύει τη φτώχεια (γιατί το κακό θα ήταν μικρότερο), αλλά για να πληρώσουν στους πράκτορες εκείνο που εισχώρησε χωρίς συμφωνία, και κατά κάποιον τρόπο από ψηλά, ως προϊόν αμαρτίας.

Οι δρόμοι τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα δεν φορολογούνται, και είναι αντίθετα αυτά από εκείνα που έχει πει ο μεγάλος και ιερός Χρυσόστομος. Οι κάτοικοι της στεριάς δεν ληστεύονται άδικα στις στενές διόδους από εκείνους που παραφυλάγουν σαν κάποιος άγριος δαίμονας, ή ατίθασου θηρίο, που οπωσδήποτε γευματίζουν από το φορτίο του φτωχού οδοιπόρου. Ούτε πάλι, από φόβο αυτών των αισχρών αρπαγών, όσοι στερούνται μένουν στο σπίτι, χωρίς να καταλαμβάνουν ούτε τους αστικούς ούτε τους παραθαλάσσιους χώρους. Γιατί παντού εποπτεύουν τα εμπόδια της αδικίας. Ούτε αυτοί που πλέουν ξεκινώντας από την ανατολή, τη δύση και τον βορρά, και επιστρέφουν, καταπιέζονται στα στενά στόμια, σαν να πιάνονται από τον λαιμό, για να πληρώσουν τον τελωνιακό δασμό. Αυτοί που ασκούν το επάγγελμα του ψαρά αφέθηκαν να το ασκούν ελεύθερα. Ειρήνη ιερόψυχη.

Ο ψαράς που έτυχε να πιάσει τρία ταίρια, και αυτά οπωσδήποτε με πολύν κόπο όλη την ημέρα, δεν δίνει το ένα ως φόρο. Ο τοξότης ή αυτός που στήνει ξόβεργες, τα λίγα πουλιά που ενδεχομένως έπιασε, και τα οποία αποτελούν την απαραίτητη τροφή του, μπορεί να καλοπεράσει χωρίς να δώσει, λόγο γι’ αυτό. Οι γυναίκες των στρατιωτών που φέρουν το πένθος του χαμοί του άνδρα τους, δεν θα θρηνούν πικρά για την ελεεινή και απάνθρωπη απαίτησή τους γι’ αυτόν που πέθανε.

Και αντιπαρέρχομαι τους βοσκούς, τους εμπόρους των προβάτων, τους οινοπώλες. Δεν αναφέρω τους κρεοπώλες, τους υφάντες, τους χαλκουργούς, τους μπαλωματήδες, τους βαφείς, τους αρωματοπώλες και τους αρχιτέκτονες, και γενικά κάθε τέχνη σχετική με την χρυσοχοΐα, την ξυλουργία, και κάθε άλλη ύλη, για να μη μακρηγορώ μ’ αυτόν τον κατακερματισμό, πάγκαλη δέσποινα, που χειροκρότησαν όλοι αυτοί και δοκίμασαν μεγάλη χαρά, λέγοντας το εξής˙ «Σε δοξολογώ, Κύριε, γιατί με ελέησες και μου χάρισες τη σωτηρία μου».

Γι’ αυτό και υπακούω στη δοσμένη από τον Θεό βασιλεία σου.
Όλα αυτά είναι γεμάτα δοξολογία και εξύμνηση, φίλη του Χριστού Ειρήνη, το γλυκό όνομα και πράγμα. Αυτά δεν θα διαδοθούν μόνο στην επικράτεια της βασιλείας σου, αλλά και μέχρι τα πέρατα της οικουμένης. Θα μας ακούσουν οι αλλοεθνείς και θα μας θαυμάσουν και θα φοβηθούν από τον καλά έργα των σοφών σου ενεργειών. Γιατί την αρετή των ανδρών τη σέβονται και οι εχθροί, λέγει ο διαπρύσιος θεολόγος. Έτσι το βασίλειό σου φυλάγεται στερεό, έτσι υπακούουν και πείθονται σε σένα με ευχαρίστηση οι υπήκοοί σου. Με τον τρόπο αυτόν υπηρετείς τον Θεό, έτσι ευφραίνεις τους εκλεκτούς αγγέλους του Θεού, αλλά και όσους πολιτεύονται άγια και δίκαια, Ειρήνη, που φέρεις το όνομα του Θεού.

Με αυτά λάμπει η εισέβειά σου, με αυτά κάθε στόμα και κάθε γλώσσα ανοίγεται διάπλατα για να σε υμνήσει. Αυτή είναι πραγματικά η δόξα της Εκκλησίας, αύτη είναι η σφραγίδα της διαφυλαχθείσης από σένα πατρικής και θεόπνευστης ορθοδοξίας των Χριστιανών, υπερασπιστή του δίκαιου του Θεού και υπέρμαχε της αλήθειας. Πόσο πολύ μεγάλες είναι οι επιδόσεις των αρετών σου, πόσο μεγάλοι, και αξιέπαινοι οι μισθοί σου, πόσο πολλή και υπερβολική η ανταπόδοση από τον Θεό των όλων!

Είναι βέβαια μεγάλο και το να σώσει κανείς μόνο έναν. Πώς δηλαδή όχι, αφού, όπως λέγει η αγία Γραφή, «αυτός που κάμνει κάποιον άξιο από ανάξιο, θα είναι σαν το στόμα μου»; Το να σώσεις λοιπόν τόσες ψυχές και το σύνολο του λαού, πώς δεν είναι μεγάλο και σεβάσμιο και άξιο πραγματικά της μεγάλης ουράνιας δωρεάς; Συ λοιπόν το αληθινά μεγάλο και πραγματικό όνομα, μπήκες στα ανάκτορα με το καλό του παντός, και συ θα αφήσεις αιώνια τα κατάλοιπα της δικαιοσύνης.

(Θεοδωρου Στουδιτη, εκδ. ΕΠΕ Φιλοκαλια τομος 18Β σελ. 45-51)

Ο Κύριος μάς έδωσε την εντολή ν' αγαπούμε αλλήλους. Σ' αυτό έγκειται η ελευθερία: Στην αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον.

Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα.

Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα - αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή.

Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς η άρχοντας, πατριάρχης η ηγούμενος η διοικητής.

Μπορείς όμως σε κάθε τάξη ν' αγαπάς τον Θεό και να είσαι ευάρεστος σ' Αυτόν - κι αυτό είναι το σπουδαίο.

Κι όσοι αγαπούν περισσότερο τον Θεό επί γης, θα έχουν μεγαλύτερη δόξα στη Βασιλεία και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο.

Ο καθένας θα δοξασθει κατά το μέτρο της αγάπης του.

Έμαθα πως η αγάπη ποικίλλει ως προς την ένταση της.

Όποιος φοβάται τον Θεό, φοβάται να Τον λυπήσει με κάτι, αυτός είναι ο πρώτος βαθμός.

Όποιος έχει το νου καθαρό από εμπαθείς λογισμούς, αυτό είναι ο δεύτερος βαθμός, μεγαλύτερος από τον πρώτο.

Όποιος αισθητά έχει τη χάρη στην ψυχή του, αυτός είναι ο τρίτος βαθμός της αγάπης, ο ακόμα μεγαλύτερος.

Η τέταρτη βαθμίδα, η τέλεια αγάπη για τον Θεό είναι όταν έχει κανείς τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος και στην ψυχή και στο σώμα.

Αυτών των ανθρώπων αγιάζουν τα σώματα και μετά τον θάνατο τους γίνονται άγια λείψανα. Έτσι γίνεται με τα σώματα των αγίων μαρτύρων, των προφητών, των οσίων ανδρών....

ΕΚΦΡΑΣΗ
ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΚΡΗ
τεύχος 128 - ΜΑΙΟΣ 2011

"Αν ένας λαός ή μία πολιτεία υποφέρουν, τότε πρέπει να μετανοήσουν οι πάντες κι ο Θεός θα τα εξομαλύνει όλα προς το καλό".

"Όποιος δεν αγαπά τους εχθρούς, σ' αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμη η χάρις του Θεού".

"Αφόρητη είναι η ζωή χωρίς αγάπη για τον Θεό. Σκότος και ανία για την ψυχή. Όταν όμως έλθει η αγάπη, τότε είναι αδύνατο να περιγραφεί η χαρά της ψυχής".

"Όποιος γνώρισε την αγάπη του Θεού, αυτός αγαπά όλον τον κόσμο και ποτέ δεν μεμψιμοιρεί, γιατί η πρόσκαιρη θλίψη για τον Θεό προκαλεί αιώνια χαρά".

"Ας ταπεινώσουμε τον εαυτό μας, και ο Κύριος θα δώσει να γνωρίσουμε την δύναμη της προσευχής του Ιησού".

"Ψυχή που αγαπά τον Κύριο δεν μπορεί να μην προσεύχεται, γιατί την έλκει προς Αυτόν η χάρη που εδοκίμασε στην προσευχή".

"Αν κανείς προσεύχεται στον Κύριο και σκέφτεται άλλα πράγματα, τότε ο Κύριος δεν εισακούει αυτού του είδους την προσευχή".

"Ή αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξ αιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας".

"Τέτοιος είναι ο παράδεισος του Κυρίου. Όλοι θα βρίσκονται μέσα στην αγάπη και από την κατά Χριστόν ταπείνωση όλοι θα χαίρονται να βλέπουν τους άλλους ανώτερούς τους. Η ταπείνωση του Χριστού κατοικεί στους μικρότερους κι αυτοί χαίρονται που είναι μικροί".

"Για να σωθείς είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Για τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρει ανάπαυση, γιατί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέγει: «Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;»".

"Η ψυχή του ταπεινού μοιάζει με πέλαγος. Ρίξε μια πέτρα στο πέλαγος. Θα ταράξει για λίγο την επιφάνεια και μετά καταδύεται αμέσως στα βάθη. Έτσι καταβυθίζονται στην καρδιά του ταπεινού οι θλίψεις, γιατί η δύναμη του Κυρίου είναι μαζί του".

"Ή υπερηφάνεια καίει σαν την φωτιά κάθε καλό, ενώ η κατά Χριστόν ταπείνωση είναι γλυκεία και δεν περιγράφεται. Κι αν το ήξεραν αυτό οι άνθρωποι, τότε όλη η οικουμένη θα σπούδαζε αυτήν την επιστήμη".

"Ψυχή αμαρτωλή, αιχμάλωτη στα πάθη, δεν μπορεί να έχει ειρήνη και χαρά εν Κυρίω, έστω κι αν έχει όλα τα πλούτη της γης, έστω κι αν βασιλεύει σ' όλον τον κόσμο".

"Αν οι άρχοντες τηρούσαν τις εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υπήκοοι υπάκουαν με ταπείνωση, θα υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση πάνω στη γη. Εξαιτίας όμως της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερήφανων υποφέρει όλη η οικουμένη".

"Το μέτρο της εγκράτειας πρέπει να είναι τέτοιο που να παραμένει η καρδιά στην προσευχή μετά το γεύμα".

"Να η πιο σύντομη και εύκολη οδός για την σωτηρία: Να είσαι υπάκουος, εγκρατής, να μην κατακρίνεις και να φυλάγεις το νου και την καρδιά σου απ’ τους κακούς λογισμούς".

"Το καλύτερο έργο είναι να παραδοθούμε στο θέλημα του Θεού και να βαστάζουμε τις θλίψεις με ελπίδα".

"Για να γνωρίσει κανείς τον Κύριο δεν χρειάζεται να είναι πλούσιος ή επιστήμονας, αλλά χρειάζεται να είναι εγκρατής, να έχει πνεύμα ταπεινό και ν' αγαπά τον πλησίον".

"Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται ότι θα γνωρίσει τα πάντα με τον νου του και την επιστήμη, αλλά η γνώσι του Θεού παραμένει ανέφικτη γι’ αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνον με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ’ αυτές δείχνει ο Κύριος τα Έργα Του, που είναι ακατάληπτα για τον νου μας".

"Καλότυχη η ψυχή που αγαπά τον αδελφό της, γιατί ο αδελφός μας είναι η ζωή μας".

"Η ψυχή δεν μπορεί να έχει ειρήνη, αν δεν προσεύχεται για τους εχθρούς".

"Μεγάλο πρόσωπο είναι ο Ιερέας, ο λειτουργός του αγίου Θυσιαστηρίου του Θεού. Όποιος τον προσβάλλει, προσβάλλει το Άγιο Πνεύμα που ζει σ’ αυτόν".

"Αν ο άνθρωπος δεν τα λέει όλα στον πνευματικό, τότε είναι ο δρόμος του στραβός και δεν οδηγεί στην σωτηρία".

"Είναι απαραίτητο να έχουμε υπακοή, ταπείνωση και αγάπη, αλλιώς όλες οι μεγάλες ασκήσεις και αγρυπνίες μας αποβαίνουν μάταιες".

"Ο Κύριος αγαπά την υπάκουη ψυχή και της δίνει την ειρήνη Του, και τότε όλα είναι καλά κι η ψυχή αισθάνεται αγάπη για όλους".

"Ο αληθινός υποτακτικός μισεί το θέλημα του κι αγαπά τον πνευματικό πατέρα και γι' αυτό λαμβάνει την ελευθερία να προσεύχεται στον Θεό με καθαρό νου κι η ψυχή του θεωρεί τον Θεό χωρίς λογισμούς και αναπαύεται κοντά Του".

"Αν ένας λαός ή μία πολιτεία υποφέρουν, τότε πρέπει να μετανοήσουν οι πάντες κι ο Θεός θα τα εξομαλύνει όλα προς το καλό".

"Ο άγιος Απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος λέει πως οι εντολές του Θεού δεν είναι βαρείες, αλλά ελαφρές. Ναι, είναι ελαφρές, αλλά μόνον εξ αιτίας της αγάπης, χωρίς την αγάπη όμως όλα είναι δύσκολα".

("ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ", ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13)

... Τη στιγμή αυτή το πρώτο ζητούμενο, δηλαδή το ταξίδι του ηγουμένου που είναι τόσο απαραίτητος για το μοναστήρι μας, ήταν να λάβουμε την υπόσχεση από τον Θεό ότι θα τον κρατήσει σώο και αβλαβή.

Ο Παναγιώτατος Πατριάρχης μας έστειλε στον πατέρα Κύριλλο ένα αίτημα, σχεδόν παράκληση, με την οποία τον προσκαλούσε να πάει στην Αυστραλία. Την εποχή εκείνη δεν είχε αρχίσει ακόμη ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή. Παρ’ όλη τη διάθεσή μας να κάνουμε αυτό που ζητούσε ο Πατριάρχης, ρωτήσαμε εντούτοις με την προσευχή τον Θεό ποιές επιπτώσεις θα είχε αυτό το ταξίδι για τον πατέρα Κύριλλο. αν θα τον εξέθετε ενδεχομένως σε κινδύνους... η απάντηση ήρθε στην καρδιά, ήρεμα, ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος.

Και έτσι, με προσευχή και με την ελπίδα μας στον Θεό, ετοιμαστήκαμε να αφήσουμε τον ηγούμενό μας να πάει στην Αυστραλία. Αυτό το ταξίδι γινόταν όλο και πιο επικίνδυνο εξαιτίας της απειλής του πολέμου στη Μέση Ανατολή. Προσευχηθήκαμε, λοιπόν, περισσότερο για την προστασία του ηγουμένου μας και πάλι η απάντηση ήρθε στην καρδιά: «δεν υπάρχει κίνδυνος. Θα κουραστεί, θα έχει κάποιες ψυχολογικές και φυσικές δυσκολίες, αλλά θα επανέλθει σώος».

Κάνουμε το ίδιο κάθε φορά για τον καθένα από σας. Και ασφαλώς, ο πρώτος που προσεύχεται είναι ο ίδιος ο ηγούμενος.
Όλη η ζωή μας βασίζεται στην προσευχή. Γι’ αυτό σας συνέστησα να καλλιεργείτε την καρδιά σας. Η καλλιέργεια αυτή επιτρέπει στην καρδιά να γίνει πιο ικανή να δέχεται με συναίσθηση τις αποκαλύψεις των εννοιών, επιτρέπει να γνωρίζουμε αν ένας κίνδυνος ή κάτι παρόμοιο πλησιάζει.

Στο άρθρο μου Περί των βάσεων της ορθοδόξου ασκήσεως μιλώ για τη σπουδαιότητα της υπακοής στη ζωή μας. Σας επαναλαμβάνω σήμερα κάποιες αρχές σχετικά με την υπακοή. Είναι απολύτως απαραίτητο να έχετε πάντοτε αυτή τη φροντίδα, αν θέλετε πραγματικά να προοδεύσετε στην πνευματική οδό προς τη σωτηρία.
Όταν προσευχόμαστε με τον τρόπο αυτό, είναι πολύ πιθανόν στην αρχή να μη λαμβάνουμε απάντηση. Ακόμη και όταν δεν έχουμε απάντηση, η προσευχή πρέπει να ενεργεί μέσα στην καρδιά. Αν έχουμε θετική απάντηση από το Άγιο Πνεύμα, μπορούμε να οδηγηθούμε από αυτή την καρδιακή αίσθηση, αλλά όσο δεν είμαστε ελεύθεροι από τα αμαρτωλά πάθη, πρέπει να είμαστε πολύ συνετοί.

Αν είμαστε ακόμη υπό την επήρεια των παθών, η εμπιστοσύνη μας στην διαίσθηση αυτή οφείλει να είναι μετρημένη, ταπεινή.

Μπορεί να συμβεί η απάντηση του Θεού να είναι πολύ θετική, σε τέτοιο σημείο που να μην αμφιβάλλουμε. Αλλά μόνο αυτοί που έχουν καθαρθεί από τα πάθη μπορούν να «καυχώνται» γι' αυτό.

Εμείς πρέπει να μάθουμε τα πρώτα βασικά στοιχεία, τις εντολές. Και έπειτα θα μπορέσουμε να πλησιάσουμε σε αυτό που αρμόζει στους τελείους.

(Σωφρονίου Σαχάρωφ, "Οικοδομώντας το ναό του Θεού", τόμος Β, σ. 250-251)

katafigioti

lifecoaching