ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Οι τολμηροί.
Αλλ’ όχι. Μέσα από τα σκοτάδια της γενικής εγκαταλείψεως (την ώρα της Σταύρωσης), χαράζει μια αχτίδα και μια ελπίδα λάμπει.
Είναι η απόφασις ενός ευσχήμονος βουλευτού, που στα στήθη του αντηχεί αδυσώπητη η φωνή του καθήκοντος. Και «τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού».
Γνωρίζει καλά τις συνέπειες του διαβήματός του. Ξέρει, πως ο λυσσών όχλος είναι έτοιμος να του απαγγείλη δεινή κατηγορία και να κραυγάση «και συ εκ των μαθητών ει του ανθρώπου τούτου».
Ένα θεόρατο φράγμα δυσκολιών, φόβων, κινδύνων, συνεπειών υψώνεται μπροστά του. Αλλ’ η φωνή του καθήκοντος, που βοά στα στήθη του, είναι χείμαρρος ορμητικός, που συνεπαίρνει όλα τα εμπόδια και τον οδηγεί ικέτη μπροστά στον Πιλάτο κι έπειτα από λίγο αποκαθηλωτή μπροστά στο Σταυρό.
Δεν αρνείται σαν τον Πέτρο ούτε καιροσκοπεί σαν τον Πιλάτο, αλλά βρίσκει την τόλμη και το θάρρος να ζητήση, αυτός ο βουλευτής, το σώμα ενός λαομίσητου κατάδικου, που απέθανε σαν τον έσχατο των κακούργων επάνω στο ξύλο της τιμωρίας.
«Τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού», για να προσφέρη στον Διδάσκαλο όλες τις νεκρικές τιμές και το «λελατομημένον εκ πέτρας» ακόμη οικογενειακό του μνημείο.
Θα χρειάζεται πάντα τόλμη για να πλησιάση ο άνθρωπος το Σταυρό του Χριστού. Την τόλμη της ανασταυρώσεως του κόσμου, που θα του δίνη τη δύναμι για να υψώνεται σε αποκαθηλωτή του Χριστού και να επαναλαμβάνη τους αιωνίους λόγους του μεγάλου Σταυροφόρου των Εθνών. «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ ζή δε εν εμοί Χριστός». «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».
Από το βιβλίο «Σκηνές από το πάθος»
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο691)
Ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα της ανέγερσης ενός νέου ναού, αυτή τη φορά ενός παραδοσιακού ναού.
Είμαστε ευγνώμονες στον Θεό γι’ αυτό τον ναό του αγίου Σιλουανού, στον οποίο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, αλλά αυτό δεν είναι παρά ένα παρεκκλήσιο.
Πρέπει τώρα να κτίσουμε έναν πραγματικά ορθόδοξο ναό παραδοσιακού ρυθμού. Ρώτησα κάποιον:
«Τί λείπει από τον ναό μας αυτό;».
Μου απάντησε αμέσως:
«Γωνιές όπου μπορεί κανείς να κρυφτεί!».
Αυτό ακριβώς είναι! Μια συμβουλή πολύ συνετή: Θα πρέπει να κτίσουμε τον ναό με τέτοιον τρόπο, ώστε οι άνθρωποι που είναι συντετριμμένοι και έχουν κλάμα να μπορούν να κρύβονται. Μιλώντας γι’ αυτό το παρεκκλήσι, είπα κάποτε ότι ήταν «το μεγαλύτερο από τα μικρότερα»˙ μόνο ένα δωμάτιο, αλλά υπάρχουν όλα τα απαραίτητα για τη Λειτουργία.
Δεν λείπουν παρά οι γωνιές, για να μπορεί κάνεις να κρυφθεί».
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Γ, σελ. 275-276)
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου.
Ἦταν κάποτε ἕνας ἄνθρωπος εὐλαβής πού ὠνομαζόταν Ἀγαθόνικος. Αὐτός εἶχε διδαχθῆ, ἀκόμη ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, νά λέγη μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ὕμνο αὐτό: «Θεοτόκε, Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά σοῦ. Εὐλογημένη, σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Ὅτι Σωτῆρα ἔτεκες, τῶν ψυχῶν ἡμῶν».
Ἀργότερα ἔκανε μιά ζωή μέ πολλές φροντίδες καί ἔλεγε σπανιώτερα αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά ἔπαυσε νά τόν λέγη.
Ὁ Θεός ὅμως, ὁ Ὁποῖος δέν θέλει τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἔστειλε στό σπίτι του ἕναν ἐρημίτη ἀπό τήν Θηβαΐδα γιά νά τόν ἐλέγξη διότι ἐξέχασε αὐτόν τόν ὕμνο τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Ὁ Ἀγαθόνικος ἀπήντησε στόν ἐρημίτη μοναχό ὅτι ἔπαυσε νά τόν λέγη, διότι, παρότι τόν ἔλεγε γιά πολλά χρόνια, ὅμως δέν εὑρῆκε καμμία ὠφέλεια.
Τότε ὁ ἐρημίτης τοῦ εἶπε: «Φέρε στόν νοῦ σου τυφλέ καί ἀχάριστε, πόσες φορές σέ ἐβοήθησε αὐτή ἡ δοξολογική προσευχή καί σέ ἔσωσε ἀπό διάφορους πειρασμούς!
Θυμήσου, ὅταν ἤσουν ἀκόμη παιδί, πῶς λυτρώθηκες ἀπό πνιγμό κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο! Ἐνθυμήσου, ὅταν σέ ἐκτύπησαν πολλοί γείτονες σέ μία λακκούβα πού εἶχες πέσει κι ὅμως ἔμεινες ἀτραυμάτιστος! Θυμήσου ἀκόμη, ὅταν ταξίδευες κάποτε μέ κάποιον φίλον σου, ἐπέσατε καί οἱ δυό σας ἀπό τήν καρότσα!
Αὐτός ἔσπασε τό πόδι του καί σύ δέν ἔπαθες τίποτε. Δέν γνωρίζεις ὅτι ὁ φίλος σου εἶναι κάτω ἀδύνατος ἀπό μία ἀσθένεια, ἐνῶ ἐσύ εἶσαι ὑγιής καί δέν αἰσθάνεσαι κανένα πόνο;
Καί, ὅταν τοῦ ἔφερε στήν μνήμη ὅλα αὐτά τά θαυμαστά ἔργα, στό τέλος τοῦ εἶπε:
«Νά ξέρης ὅτι ὅλες αὐτές οἱ δυστυχίες καί ἀτυχίες πού ἦλθαν στήν ζωήν σου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν θεία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στήν μικρή σου αὐτή δοξολογική προσευχή, τήν ὁποίαν ἔλεγες κάθε ἡμέρα ἐνώπιόν της. Δώσε λοιπόν προσευχή καί συνέχιζε νά προσεύχεσαι καί στό μέλλον μέ τήν προσευχή αὐτή καί ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας δέν θά σέ ἐγκαταλείψη ποτέ».
Ἔτσι κατάλαβε ὁ Ἀγαθόνικος καί δέν ἄφησε πάλι αὐτή τήν προσευχή.
Οὔτε ἐμεῖς νά μήν ἀφήνουμε νά περνᾶ μία ἡμέρα χωρίς νά προσευχηθοῦμε μ᾿ αὐτή τήν προσευχή μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο κι ἔτσι θά φυλαγώμεθα ἀπό πολλές δοκιμασίες καί πειρασμούς στήν ζωή μας.
Στό σκίτσο τῆς σελίδος 22 τοῦ 5ου βιβλίου εἶναι τά ἑξῆς γραμμένα κάτω ἀπ᾿ αὐτό:
«Μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θα τρώγης τό ψωμί σου» (Γένεσις 3,19)
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Πηγή: http://anavaseis.blogspot.com/2013/10/blog-post_5268.html
Κάποιος από εσάς μου υπέβαλε πρόσφατα πολλές ερωτήσεις, στις οποίες δεν είμαι σε θέση να απαντήσω, διότι δεν περιπατούμε «διά είδους», αλλά «διά πίστεως» στη θεότητα του Χριστού(1).
Στη Γαλλία, κάποιο μικρό παιδί, που αργότερα έγινε ιερέας, με ρώτησε:
«Και γιατί αυτό είναι έτσι;».
Μη γνωρίζοντας τί να απαντήσω είπα σοβαρά:
«Διότι!».
Και το παιδάκι έμεινε ικανοποιημένο με την απάντηση.
Συχνά και εμείς συναντούμε την πολυπλοκότητα αυτή, όντας ήδη αντιμέτωποι με κάποιο τετελεσμένο γεγονός, ορατό και ψηλαφητό. Και αν κάποιος μας ρωτήσει: «Γιατί αυτό είναι έτσι;», τότε δεν είμαστε σε θέση να δώσουμε απάντηση, διότι βρισκόμαστε πάντοτε μπροστά σε θαύμα, μπροστά στην πράξη της δημιουργίας του κόσμου αυτού, που υπερβαίνει τον άνθρωπο.
Από τον άνθρωπο εξαρτάται να έρθει σε κοινωνία με τον Θεό για όλη την αιωνιότητα και να κληρονομήσει το πλήρωμα της Θεότητος. Συνεπώς, για την κάθε φορά που συντριβόμαστε από την άγνοια και την αδυναμία μας να κατανοήσουμε, υπάρχει πάντοτε η ίδια απάντηση: Ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο σύμφωνα με τις βουλές Του, οι οποίες μας είναι ανεξιχνίαστες.
Αν γνωρίζουμε τον τελικό σκοπό του Θεού, αν πιστεύουμε στον Χριστό ως τον Δημιουργό μας, ως τον Θεό που είναι Πνεύμα Απόλυτο, Άναρχο, τότε αισθανόμαστε τον εαυτό μας κατά κάποιον τρόπο μέσα στο φως, που μας βοηθά να μη σκοντάψουμε σε διάφορες πέτρες, τραχειές πέτρες κάθε είδους αμφιβολιών.
Ακολουθώντας τότε τις εντολές του Χριστού, βαδίζουμε ως ένα βαθμό συνετά την πορεία μας. Παρά ταύτα όμως, στην πραγματικότητα, το πάν παραμένει μυστηριώδες.
(1) .Βλ.Β 'Κορ. 5,7.
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Γ, σελ. 49-50)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
Ιωάννου 4,4 Ἔδει(1) δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας.
Ιω. 4,4 Επρεπε δε να περάση δια μέσου της Σαμαρείας (μετάφραση Κολιτσάρα Ι.).
(1) Εάν επρόκειτο να ακολουθήσει τον συντομότερο δρόμο προς τη Γαλιλαία, αναγκαστικά έπρεπε να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια. Είναι αλήθεια, ότι οι αυστηρότεροι των Ιουδαίων απέφευγαν τη δίοδο μέσα από τη Σαμάρεια, προτιμώντας το ταξίδι μέσω Περαίας, το οποίο ήταν μακρότερο. Ο Κύριος όμως απαλλαγμένος από το Ιουδαϊκό μίσος κατά των Σαμαρειτών, δεν θεωρεί αναγκαίο να προτιμήσει αυτόν το δρόμο (ο).
Με το «έπρεπε» «δείχνει ο Ευαγγελιστής ότι τα σχετικά με τη Σαμαρείτιδα τα έκανε σαν κάτι συμπτωματικό στο δρόμο του» (Ζ). «Διότι ασφαλώς δεν είχε κάνει για αυτό και μόνο τη μετάβαση στους Σαμαρείτες, για να κηρύξει σε αυτούς το λόγο… αλλά επειδή έπρεπε να περάσει από εκεί, για αυτό τους διδάσκει» (Κ). Παρήγγειλε στους μαθητές του να μην μπουν σε πόλη Σαμαρειτών (Ματθ. ι 5), ούτε να κηρύξουν το ευαγγέλιο ή να ενεργήσουν θαύματα σε αυτήν. Αλλά ούτε και αυτός έρχεται στη Σαμάρεια εξεπίτηδες, για να κηρύξει σε αυτήν. Η εύνοια την οποία δείχνει τώρα στους Σαμαρείτες, εκδηλώθηκε σαν κάποιο επεισόδιο που συνέβη συμπτωματικά. Είναι ένα ψίχουλο από το ψωμί των παιδιών, το οποίο κατά σύμπτωση έπεσε από το τραπέζι των κυρίων.
Ιω. 4,5 ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ(1), πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ(2) τῷ υἱῷ αὐτοῦ·
Ιω. 4,5 Ερχεται, λοιπόν, εις πόλιν της Σαμαρείας, η οποία ελέγετο Συχάρ, πλησίον στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στον υιόν του τον Ιωσήφ.
(1) Προκλήθηκε αμφισβήτηση για το όνομα αυτής της πόλης. Διότι η μόνη πόλη, η γνωστή στην τοποθεσία αυτή, ήταν η Συχέμ, που συχνά αναφέρεται στην Π.Δ. Έγινε υπόθεση λοιπόν από άλλους μεν, που καταπολέμησαν τη γνησιότητα του τετάρτου ευαγγελίου, ότι ο συγγραφέας του, ξένος με την Παλαιστίνη, έπεσε σε πλάνη· από άλλους πάλι, ότι η Συχάρ είναι η ίδια η Συχέμ και ότι το όνομα αυτό προήλθε από παραφθορά του ονόματος Συχέμ που έγινε είτε εξεπίτηδες λόγω της κακής έννοιάς του (Συχέμ=ψεύδος ή πόλη αυτών που πίνουν), είτε από την εύκολη μεταβολή ενός και μόνου γράμματος.
Η φυσικότερη εξήγηση είναι, ότι η Συχάρ είναι άλλη πόλη, η οποία ήδη από την εποχή του Ευσεβίου και του Ιερωνύμου διακρίνεται και καθορίζεται από τον Ευσέβιο ότι βρίσκεται πριν τη Νεάπολη, η οποία Νεάπολη είναι η ίδια η Συχέμ, όπως αργότερα αυτή ονομαζόταν. Ομοίως το Ταλμούδ μιλά για κάποια τοποθεσία που ονομαζόταν Σουκάρ, όπως και για πηγή Σουκάρ και πεδιάδα Σουκάρ. Σήμερα επίσης πολύ κοντά στο πηγάδι του Ιακώβ υπάρχει ένα χωριό που ονομάζεται Ελ-Ασκάρ (g).
(2) Κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές βρήκαν εδώ, ότι η πληροφορία αυτή του ευαγγελιστή βασίζεται σε ψευδή ιουδαϊκή παράδοση, η οποία προήλθε από παρανόηση, στην οποία και οι ίδιοι οι Ο΄ (μετάφραση της Π.Δ.των 70 μεταφραστών) παρασύρθηκαν. Σύμφωνα με το Γεν. μη 22 δηλαδή ο Ιακώβ είπε στον Ιωσήφ: «ἐγὼ δὲ δίδωμί σοι Σίκιμα ἐξαίρετον ὑπὲρ τοὺς ἀδελφούς σου, ἣν ἔλαβον ἐκ χειρὸς Ἀμοῤῥαίων ἐν μαχαίρᾳ μου καὶ τόξῳ.(=Εγώ δε παραχωρώ εις σε και τους απογόνους σου εκλεκτήν κληρονομίαν, ανωτέραν από το μερίδιον των άλλων αδελφών σου, την πόλιν Συχέμ, την οποίαν εγώ ανακατέλαβον από τους Αμορραίους με την μάχαιράν μου και το τόξον (μετ. Κολιτσάρα Ι))». Η λέξη, την οποία οι Ο΄ μεταφράζουν Σίκιμα, είναι αυτή η ίδια, η οποία στο εβραϊκό κείμενο σημαίνει και μερίδα. Ισχυρίζονται λοιπόν κάποιοι νεώτεροι, ότι οι Ο΄ πήραν τη λέξη με έννοια γεωγραφική, ενώ ο Ιακώβ μιλούσε για μερίδιο γης γενικά. Από εδώ σύμφωνα με αυτούς προήλθε η λαϊκή παράδοση, την οποία βρίσκουμε εδώ και σύμφωνα με την οποία ο Ιακώβ έδωσε τα Σίκιμα ή την Συχέμ στον Ιωσήφ.
Αλλά όπως φαίνεται από το παραπάνω χωρίο, ο Ιακώβ μιλά για τμήμα γης, το οποίο με μάχη έλαβε από τους Αμορραίους και υπαινίσσεται προφανώς την φονική επίθεση του Συμεών και Λευΐ κατά της πόλης Συχέμ, που αναφέρεται στο Γεν. λδ 25-27, εφόσον καμία άλλη πολεμική επιχείρηση δεν αναφέρεται κατά τη ζωή του Ιακώβ.
Οπότε κάθε απροκατάληπτος δεν μπορεί παρά να δεχτεί, ότι στο νου του Ιακώβ όταν έλεγε τα λόγια του Γεν. μη 22, υπήρχε και η Συχέμ, και μεταχειρίστηκε ο πατριάρχης εξεπίτηδες λέξη που σήμαινε συγχρόνως και ό,τι η λέξη μερίδα, εκφράζοντας με αυτήν και τα δύο. Και ότι η εκδοχή αυτή είναι ακριβής, φαίνεται και από την έννοια, την οποία οι ίδιοι οι γιοι του Ιακώβ, που άκουσαν τα λόγια αυτά, απέδωσαν σε αυτά. Αντιλήφθηκαν δηλαδή αυτοί, ότι ο πατέρας τους μιλούσε προς αυτούς και για τη Συχέμ. Οπότε λοιπόν, όταν οι απόγονοί τους έφεραν στη γη Χαναάν τα οστά του Ιωσήφ, η πρώτη τους φροντίδα υπήρξε να αποθέσουν αυτά «στο μερίδιο του αγρού τον οποίο απέκτησε ο Ιακώβ από τους Αμορραίους που κατοικούσαν στα Σίκιμα» (Ιησ.Ν. κδ 32). Όσον αφορά στους Ο΄, αυτοί επειδή βρέθηκαν μπροστά σε αληθινό λογοπαίγνιο και μη μπορώντας να μεταφράσουν αυτό επακριβώς στην Ελληνική γλώσσα, διατήρησαν τη λέξη με έννοια γεωγραφική (g).
Ιω. 4,6 ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ(1). ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς(2) ἐκ τῆς ὁδοιπορίας(3) ἐκαθέζετο οὕτως(4) ἐπὶ τῇ πηγῇ(5)· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη(6).
Ιω. 4,6 Υπήρχε δε εκεί το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήτο από την οδοιπορίαν, εκάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι. Η ώρα δε ήτο εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι.
(1) Υπάρχει ακόμα και ονομάζεται Βιρ-Ζακούμπ. Βρίσκεται γύρω στα 35 λεπτά ανατολικά της Νεάπολης (Ναπλούς, της παλαιάς Συχέμ), ακριβώς στο μέρος, όπου ο δρόμος από νότο προς βορρά ακολουθώντας την κοιλάδα Μοκχνά στρέφεται απότομα προς δυτικά για να εισχωρήσει στη στενή κοιλάδα της Συχέμ. Το πηγάδι σύμφωνα με τον Anderson, ο οποίος το 1866 κατέβηκε σε αυτό, είναι εσωτερικά επενδυμένο με παχύ τοίχο και έχει διάμετρο 9 ποδιών και βάθος 75 πόδια. Τέθηκε το ερώτημα, γιατί ανοίχτηκε από τον Ιακώβ αυτό το πηγάδι, που αποτελεί γιγάντιο έργο αφού στη χώρα εκείνη υπάρχει αφθονία πηγών (γύρω στις 80 μόνο στη Συχέμ και γύρω της).
Η πιθανή και ευλογοφανής απάντηση είναι, ότι το πηγάδι αυτό είναι έργο ανθρώπου ξένου στη γη εκείνη, όπως ήταν ο Ιακώβ, ο οποίος ήθελε να ζει ανεξάρτητα από τους κατοίκους, στους οποίους ανήκαν οι πηγές, και να χτίσει μνημείο κατοχής, που θα μαρτυρούσε τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας του στο τμήμα εκείνο της γης (g). «Ονομάζει το πηγάδι πηγή, επειδή πηγάζει από κάτω» (Ζ). Το πηγάδι αυτό μαζεύει νερό στον πυθμένα με στράγγισμα. Για αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμη η εδώ διπλή ονομασία του, δηλαδή της πηγής (σ. 6) και του πηγαδιού (σ. 11,12)(β),
(2) «Σύμφωνα με την ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης» (Ζ).
«Επειδή είχε πραγματικό σώμα που συμπληρωνόταν από όσα και όλα τα ανθρώπινα σώματα, αναγκαστικά είναι υποταγμένο και το δικό του σώμα στα κοινά πάθη… και στους κόπους που έρχονται ως επακόλουθο πολύ έντονης κίνησης» (Ω).
Όπως και στο α 14 τονίζεται η πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου. Υπήρξε αληθινός και πραγματικός άνθρωπος, υποκείμενος στις ασθένειες και τα αδιάβλητα (=ακατηγόρητα) πάθη της ανθρώπινης φύσης. Υπήρξε και φτωχός άνθρωπος, διότι αλλιώς θα ταξίδευε πάνω σε άλογο ή σε άμαξες και άρματα. Όταν μεταφερόμαστε άνετα και με τα μέσα της εύκολης και ταχείας συγκοινωνίας, ας θυμόμαστε τους κόπους των πεζοποριών, τους οποίους ο Κύριος υπέμεινε για εμάς. Ακόμα ο Κύριος φαίνεται να ήταν άτομο λεπτής ιδιοσυγκρασίας και οργανικής σύστασης. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από το ότι, όταν έφθασαν στο πηγάδι, οι μαθητές δεν ήταν όσο αυτός κουρασμένοι, αλλά χωρίς δυσκολία εξακολούθησαν το δρόμο τους προς την πόλη, «για να αγοράσουν τροφές».
(3) Είχε κάνει μακρά πορεία πεζός (b).
«Δείχνει σε εμάς ταυτόχρονα ότι ήταν χωρίς υπερηφάνεια και απέριττος, διότι δεν χρησιμοποιούσε μεταφορικό ζώο για οδοιπορία… συγχρόνως όμως δείχνει και το ότι περπατούσε με προθυμία και όχι ράθυμα» (Θφ).
(4) Ή «όχι σε θρόνο, όχι πάνω σε προσκέφαλο, αλλά απλά, όπως ήταν, πάνω στο έδαφος» (Χ). «Ο λόγος δηλαδή διδάσκει την έλλειψη υπερηφάνειας» (Ζ). Έτσι όπως παρείχε η ευκολία του εδάφους· έτσι όπως ήταν χωρίς πομπή, μόνος… ο λαϊκός χαρακτήρας της ζωής του Ιησού είναι άξιος κάθε θαυμασμού (b).
Ή, αναφέρεται στο «κουρασμένος από την οδοιπορία». «Κάθισε εξαιτίας του κόπου, λόγω του καύσωνα» (Χ). Κουρασμένος, καθώς ήταν, κάθισε.
Ή το οὕτως απλούστατα φανερώνει το: κατά συνέπειαν, το «για αυτό», όπως σήμερα λέμε. Παραδείγματα αυτής της χρήσης συναντιούνται και στους Σοφοκλή, Ξενοφώντα και Πλάτωνα (δ). Η δεύτερη εκδοχή είναι πιθανότερη.
(5) Ή, πάνω στο πηγάδι, στον τοίχο που περιβάλλει το στόμιό του· ή, δίπλα στο πηγάδι, κοντά στο πηγάδι.
(6) «Επομένως και λόγω της θερμότητας της ώρας χρειαζόταν ανάπαυση και δροσιά» (Θφ). «Ήταν ακριβώς μεσημέρι, την ώρα δηλαδή που ο ήλιος αγγίζει πιο έντονα τα σώματα των ανθρώπων» (Ζ). «Έκτη (12η) όχι ακριβώς, αλλά περίπου έκτη ώρα, λέει» (Κ).
Ιω. 4,7 ἔρχεται(1) γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας(2) ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν(3).
Ιω. 4,7 Την ώραν εκείνην έρχεται μία γυναίκα από την Σαμάρειαν, να βγάλη νερό. Της είπε ο Ιησούς• “δος μου να πιώ”.
(1) Πώς η γυναίκα αυτή σε τέτοια ώρα ήλθε τόσο μακριά, για να αντλήσει νερό, ενώ θα μπορούσε να βρει τέτοιο και μέσα στο χωριό, είναι άγνωστο. Ίσως εργαζόταν στους αγρούς και προκειμένου να επιστρέψει στο σπίτι της κατά την ώρα εκείνη του φαγητού (δες σ. 15) ήλθε στο πηγάδι (g).
(2) Το «από τη Σαμάρεια» πρέπει να το συνδέσουμε με το «γυναίκα» και όχι με το «έρχεται», διότι κατά τη δεύτερη περίπτωση θα έπρεπε να σημαίνει όνομα πόλης, η οποία βρισκόταν γύρω στις δύο ώρες μακριά (g). Όχι από την πόλη Σαμάρεια, αλλά από τη χώρα της Σαμάρειας. Δηλαδή ήταν αυτή ιθαγενής και όχι ξένη ή διαβάτης (κ). Σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση ήταν αυτή η αγία Φωτεινή που γιορτάζει στις 26 Φεβρουαρίου (β). Η ιστορία της γυναίκας αυτής είναι η ιστορία μίας αμαρτωλής που βρισκόταν σε άγνοια, την οποία ο Χριστός παίρνοντας σε τόσο άθλια κατάσταση, την απέδειξε μεγαλόκαρδη και αφοσιωμένη ιεραπόστολο.
(3) Η αίτηση αυτή δεν σημαίνει ότι ο Κύριος «υποκρίνεται ότι διψά» (Κ) και «δεν ζητούσε νερό διότι διψούσε» (Ζ).
«Είναι λόγος του Κυρίου που φροντίζει τη σωματική ανάγκη. Παρόλο που αυτός που ζητά, δεν ήταν σάρκα άψυχη, αλλά θεότητα που χρησιμοποιούσε σάρκα έμψυχη» (Β). Μετά τόσο μακρά οδοιπορία επόμενο ήταν ο κουρασμένος από αυτήν Κύριος να διψά. Αλλά το ότι πραγματικά διψούσε και ζητούσε να χορτάσει τη δίψα του, δεν αποκλείει, ότι ζήτησε νερό «συγκαταβαίνοντας, ώστε με μια καλή αφορμή να πιάσει συζήτηση με τη γυναίκα» (Ζ) και «απευθύνοντάς της αμέσως τον λόγο της διδασκαλίας, από τα πράγματα που είχε μπροστά του άρχισε να κάνει τη συνομιλία» (Κ).
Δες πώς η θεία Πρόνοια πραγματοποιεί ένδοξους σκοπούς με γεγονότα, τα οποία φαίνονται τελείως τυχαία. Η συνάντηση της γυναίκας αυτής στο πηγάδι, μάς υπενθυμίζει τις ιστορίες της Ρεβέκκας, της Ραχήλ και των θυγατέρων του Ιοθόρ, οι οποίες όλες πήραν συζύγους, καλούς συζύγους, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και ο Μωϋσής, με συναντήσεις κοντά σε πηγάδι. Πώς η χάρη, που προετοιμάζει τη σωτηρία του ανθρώπου οδηγεί τους καλεσμένους απροσδόκητα στα μέσα της σωτηρίας. Βρέθηκα σε αυτούς που δεν με ζητούσαν, λέει ο Κύριος. Άρχισε ο Κύριος με κάποιο κοινό και συνηθισμένο αίτημα και οδήγησε σιγά σιγά τη γυναίκα σε ανώτερη σφαίρα συζήτησης. Θεία μέθοδος και τέχνη, την οποία ο καθένας από τους ακόλουθους του Κυρίου πρέπει να μάθει από τα χείλη του Διδασκάλου να χρησιμοποιεί και αυτός. Ο Κύριος βάζει τον εαυτό του στη θέση αυτού που ζητά. Ήθελε να ανοίξει δίοδο προς την καρδιά της γυναίκας, για να την ελεήσει. Και για αυτό γνώριζε, ότι όσο χαμηλότερα αυτός συγκατέβαινε, τόσο βεβαιότερη ήταν η προσέγγισή του προς την ψυχή της.
Ιω. 4,8 οἱ γὰρ(1) μαθηταὶ(2) αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν(3) ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι(4).
Ιω. 4,8 Διότι οι μαθηταί του, που θα εφρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν υπάγει εις την πόλιν, δια να αγοράσουν τροφάς.
(1) Οι ομάδες που πεζοπορούσαν κουβαλούσαν μαζί τους αγγείο, ώστε στο δρόμο να αντλούν νερό. Φαίνεται λοιπόν, ότι τέτοιο κουβαλούσαν μαζί τους και οι μαθητές, το οποίο το πήραν τώρα μαζί τους κατά την είσοδό τους στην πόλη. Το «γαρ» λοιπόν παρέχει τον λόγο, για τον οποίο ο Κύριος βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει νερό από τη Σαμαρείτιδα. Ο λόγος όμως, που ως αιτιολογία παρουσιάζεται εδώ, αποδεικνύει και ότι πράγματι ο Ιησούς διψούσε και ότι αν ήταν εκεί οι μαθητές, θα ζητούσε το νερό από αυτούς (g).
(2) Αυτό δεν αποκλείει να έμεινε και κάποιος μαζί με τον Ιησού, ίσως ο Ιωάννης, ο οποίος και περιγράφει σε εμάς τον διάλογο. Μάλλον φαίνεται πιθανόν, ότι σε τέτοιο άγνωστο και δυσμενές περιβάλλον θα παρέμεινε και κάποιος να συντροφεύσει τον διδάσκαλο (g).
(3) Δηλαδή την Συχέμ.
(4) Αυτό υποδηλώνει, ότι ο φραγμός, που διαχώριζε τους Ιουδαίους από τους Σαμαρείτες, δεν ήταν ανυπέρβλητος. Οι ραββίνοι έλεγαν ότι «αυτός που τρώει το ψωμί Σαμαρείτου είναι όμοιος με αυτόν που τρώει το χοιρινό κρέας». Όμως η απαγόρευση αυτή δεν ήταν απόλυτη. Διότι δεν εκτεινόταν στα λαχανικά και τους καρπούς, ούτε στα άβραστα αυγά. Από την άλλη επίσης, διενεργούνταν συνεχές εμπόριο διαμέσου της Σαμαρείας από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ και το αντίθετο (β,g). Παίρνουμε εδώ μάθημα δικαιοσύνης και τιμιότητας. Το φαγητό, το οποίο θα έτρωγε ο Κύριος, αγοράστηκε και πληρώθηκε, όπως έπραττε αυτό και ο Παύλος (Β΄Θεσ. γ 8).
Ιω. 4,9 λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ(1) Ἰουδαῖος ὢν(2) παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ(3) συγχρῶνται(4) Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.
Ιω. 4,9 Λεγει τότε εις αυτόν η Σαμαρείτις• “πως συ, που είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιής από εμέ, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα;” Είπε δε αυτό, διότι οι Ιουδαίοι εμισούσαν και απεστρέφοντο τους Σαμαρείτας και δεν ήθελαν να έχουν καμμίαν επικοινωνίαν και σχέσιν με αυτούς.
(1) Η ολοφάνερη απλότητα της Σαμαρείτιδας λάμπει αμέσως από τα πρώτα της λόγια (b). Ήταν φυσικό να εκφράσει την έκπληξή της η γυναίκα. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, κρύβεται κάποια ειρωνεία στα λόγια αυτά και κατά κάποιο τρόπο κάποιο συναίσθημα χαιρεκακίας και θριάμβου, διότι ένας Ιουδαίος βρέθηκε στην ανάγκη να ζητήσει κάποια χάρη από μία γυναίκα που ανήκε σε λαό τόσο περιφρονούμενο από τους Ιουδαίους (β,Alford).
(2) «Αλλά από πού κατάλαβε, ότι είναι Ιουδαίος; Από την ενδυμασία ή από την ομιλία» (Ζ)· «και από τα ρούχα ίσως και από τις υπόλοιπες κινήσεις του σώματος» (Θφ). Σύμφωνα με τον Stier οι Ιουδαίοι πρόφεραν παχιά το σ (sch), ενώ οι Σαμαρείτες συριστικά (g).
(3) Ολόκληρη η φράση είναι παρένθεση του Ευαγγελιστή που εκφράζει την αιτία για την οποία φαινόταν αυτό παράδοξο στη Σαμαρείτιδα (b). Η παρατήρηση αυτή του ευαγγελιστή ήταν απαραίτητη για τους εθνικούς αναγνώστες του, τους Χριστιανούς από τα έθνη, οι οποίοι μπορούσαν να αγνοούν την καταγωγή του Σαμαρειτικού λαού, για την οποία δες Δ΄ Βασ. ιζ 24 και εξής.
«Από πού πήραν λοιπόν το όνομα; Το βουνό λεγόταν Σομόρ από το όνομα του ιδιοκτήτη του, όπως λέει και ο Ησαΐας· Και η κεφαλή των Σομόρων είναι Εφραΐμ (Ησ. ζ 9). Αλλά οι κάτοικοι δεν ονομάζονταν Σαμαρείτες, αλλά Ισραηλίτες» (Χ). «Αφού ήλθαν όμως σε σύγκρουση με το Θεό, παραδόθηκαν στους Ασσύριους σε διάφορους καιρούς. Στο τέλος ο Ασσύριος εκστράτευσε εναντίον τους επειδή σχεδίασαν αποστασία, τους κυρίευσε και δεν τους άφησε να μένουν στη χώρα» (Θφ), «αλλά αυτούς μεν μετέφερε στη Βαβυλώνα και στη Μηδεία και αφού πήρε από εκεί έθνη από διάφορα μέρη, τους έβαλε να κατοικήσουν στη Σαμάρεια» (Χ). Οι Σαμαρείτες δηλαδή ήταν μεγάλος λαός που προήλθε από 5 έθνη που μετανάστευσαν από την Ανατολή από το βασιλιά των Ασσυρίων και εγκαταστάθηκαν στη Σαμάρεια σε αντικατάσταση των αιχμαλωτισμένων κατοίκων της.
Ο λαός αυτός συνδύασε με τη λατρεία των εθνικών του θεών και τη λατρεία του Ιεχωβά και μετά την επιστροφή των Ισραηλιτών από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία, πρόσφεραν σε αυτούς τις υπηρεσίες τους για ανοικοδόμηση του ναού, αλλά απωθήθηκαν. Για αυτό, έχτισαν και αυτοί ναό στο όρος Γαριζείν, παίρνοντας ως πρώτο τους ιερέα κάποιον Ιουδαίο ιερέα με το όνομα Μανασσής, ο οποίος είχε παντρευτεί κάποια Περσίδα. Οι Σαμαρείτες μισούνταν από τους Ιουδαίους περισσότερο από ότι οι εθνικοί και είναι χαρακτηριστικό του μίσους αυτού, το ότι οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν ως προσήλυτους Σαμαρείτες (g).
«Οι Ιουδαίοι λοιπόν όταν γύρισαν από την αιχμαλωσία, πάντοτε τους ζήλευαν, επειδή ήταν Ασσύριοι στην καταγωγή και μαζί με όλους τους εθνικούς, μισούσαν και αυτούς» (Θφ). «Διότι δεν χρησιμοποιούσαν όλες τις Γραφές, αλλά δέχονταν μόνο τα βιβλία του Μωϋσή, ενώ στους προφήτες δεν έδιναν πολλή σημασία. Πάσχιζαν όμως οι Σαμαρείτες να αποδείξουν την ιουδαϊκή τους καταγωγή και υπερηφανεύονταν για τον Αβραάμ και τον θεωρούσαν γενάρχη τους» (Χ).
(4) «Δηλαδή δεν έχουν σχέσεις» (Ζ).
«Εσύ όμως παρατήρησε, σε παρακαλώ, πόσο οξυδερκής ήταν η γυναίκα· Διότι δεν είπε ότι οι Σαμαρείτες δεν συγχρωτίζονται με τους Ιουδαίους, αλλά οι Ιουδαίοι δεν πλησιάζουν τους Σαμαρείτες» (Χ).
Με αυτό αποκλείεται όχι κάθε συνομιλία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, αλλά η οικειότητα (b). Οι Ιουδαίοι διεξήγαγαν εμπόριο με τους Σαμαρείτες. Αλλά η σε αυτό συνομιλία τους με εκείνους, που γινόταν από ανάγκη, περιοριζόταν στο ελάχιστο (ο). Ολόκληρη η παρένθεση αποσιωπάται από τον σιναϊτικό και τον κώδικα Βέζα.
Ιω. 4,10 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ(1), καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι(2), δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας(3) αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν(4) σοι ὕδωρ ζῶν(5).
Ιω. 4,10 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε• “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ.
(1) Το «Θεού» είναι γενική υποκειμενική που φανερώνει τη δωρεά, την οποία ο Θεός και Πατέρας δίνει στους ανθρώπους (δ). «Δηλαδή αν ήξερες, τι δίνει ως δώρα ο Θεός» (Θφ). Η δωρεά είναι το τρεχούμενο νερό (b). Δωρεά, όχι χρέος και οφειλή, της οποίας την εξόφληση θα δικαιούμασταν να ζητήσουμε από το Θεό. Δωρεά και όχι δάνειο, του οποίου ο Θεός θα ζητήσει από εμάς την επιστροφή. Μολονότι όμως ο Χριστός με τις δωρεές του Πνεύματος προβάλλεται ολοφάνερος μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, πόσα πλήθη από αυτούς τον αγνοούν! Δεν γνωρίζουν, ποιος είναι εκείνος, ο οποίος μέσω του ευαγγελίου του λέει προς αυτούς: Δώσε μου να πιω. Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Κύριος τους καλεί.
(2) Με μετριοφροσύνη μιλά σε τρίτο πρόσωπο (b). «Έλεγε αυτό για τον εαυτό του, αποκαλύπτοντας σιγά σιγά τον εαυτό του σε αυτήν» (Ζ).
(3) Αντίθεση με έμφαση με το «αἰτεῖς» του σ. 9 (b). Όχι εκείνος πρώτος… αλλά εσύ πρώτη θα τον προλάβαινες και θα ζητούσες από αυτόν και θα σου έδινε… νερό τρεχούμενο (δ). Όσοι γνωρίζουν το Χριστό, ζητούν από αυτόν και καταφεύγουν με την προσευχή προς αυτόν. Εάν δεν ζητάς από το Χριστό, σημαίνει, ότι δεν γνώρισες το Χριστό και δεν αισθάνθηκες την αξία των δωρεών του.
(4) «Διατυπώνει το λόγο του απαλλαγμένο από καύχηση, λέγοντας ότι ο ίδιος είναι Θεός… Διότι πείθοντάς την να θαυμάσει τη δωρεά του Θεού, παρουσιάζει τον εαυτό του χορηγό αυτής… Σε ποιόν θα μπορούσε να ταιριάζει το να χαρίζει τα του Θεού; Όχι σε αυτόν που είναι από τη φύση του Θεός;» (Κ).
Πράγματι. Για να εκτιμήσει κάποιος δεόντως το βάθος των λόγων αυτών, πρέπει να έχει υπ’ όψη, ότι στην Π.Δ. ο ίδιος ο Ιεχωβά ονομάζεται πηγή ζωής (Ψαλμ. λε 8-9) και πηγή νερού ζωής (Ιερεμ. β 13,ιζ 13), ενώ σύμφωνα με την Αποκάλυψη ο ποταμός του νερού της ζωής πηγάζει από το θρόνο του Θεού και του αρνίου (β).
(5) Στην κυριολεξία λέγεται για το νερό που ρέει και είναι από πηγή, όχι αυτό που είναι ακίνητο σε δεξαμενή ή σε πηγάδι (δες Γεν. κστ 19,Λευϊτ. ιδ 5)(β). Λέγεται λοιπόν εδώ σε αντίθεση με το νερό του πηγαδιού που δεν ρέει (μ).
«Νερό όχι στάσιμο, όπως τα σαπισμένα και χαλασμένα στους λάκκους και τα πηγάδια, αλλά ζωντανό, δηλαδή που αναβλύζει, που ξεπηδά, που κινείται» (Θφ). Νερό ζωντανό είναι ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, η αιώνια ζωή, η σωτηρία ως πλήρης ικανοποίηση όλων των πόθων και των αναγκών της καρδιάς (g).
Ή, «το νερό της διδασκαλίας του· νερό μεν, διότι σαν νερό καθαρίζει τη βρωμιά της αμαρτίας και σβήνει τη φλόγα των παθών και θεραπεύει την ξηρότητα και ακαρπία της απιστίας· τρεχούμενο δε, διότι είναι ανεξάντλητο και αεικίνητο» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, σύμφωνα με το Ιω. ζ 38-39 «νερό ζωντανό ονομάζει την ζωοποιό χορηγία του Πνεύματος, με την οποία και μόνο η ανθρωπότητα… ήδη ξερή και άγονη από κάθε αρετή… πίνοντας την ζωοποιό χάρη, κοσμείται από παντού με διάφορες μορφές αγαθών» (Κ).
Ονομάζεται λοιπόν νερό τρεχούμενο. «Διότι η χάρη του Πνεύματος κάνει την ψυχή αεικίνητη προς το αγαθό, γεννώντας πάντοτε σε αυτήν αναβάσεις (πνευματικές)» (Θφ).
«Η χάρη του Πνεύματος άλλοτε ονομάζεται φωτιά, άλλοτε νερό· διότι τα ονόματα αυτά παρουσιάζουν όχι την ουσία, αλλά την ενέργεια… οπότε με το νερό φανερώνει τον καθαρισμό που το Πνεύμα παρέχει, και την πολλή παρηγοριά του νου που το υποδέχεται» (αμ). Οι χάρες του Πνεύματος και οι παρηγοριές του ικανοποιούν κάθε ψυχή, η οποία γνωρίζει τη δική της φύση και τις ανάγκες της.
Ιω. 4,11 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή(1)· Κύριε(2), οὔτε ἄντλημα(3) ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν(4);
Ιω. 4,11 Λεγει εις αυτόν η γυναίκα• “Κυριε, ούτε δοχείον έχεις, δια να βγάλης νερό, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από που λοιπόν έχεις, και μάλιστα την ώρα αυτήν, το δροσερό νερό;
(1) «Πρόσεξε με πόση επιείκεια απαντά… Μπορούσε να απαντήσει με αυθάδεια… ότι αν είχες το τρεχούμενο νερό, δεν θα ζητούσες από εμένα, αλλά θα το έδινες πρώτα στον εαυτό σου… Όμως τίποτα από αυτά δεν είπε, αλλά απαντά με πολλή επιείκεια» (Χ).
(2) «Δεν τον αποκαλεί εδώ απλώς Κύριο, αλλά του αποδίδει πολλή τιμή» (Χ). Πριν δεν τον ονόμασε Κύριο· τώρα τον ονομάζει έτσι (b). Αυτά που ειπώθηκαν από τον Κύριο και ο τρόπος, με τον οποίο ο Κύριος μιλούσε, της επέβαλαν το σεβασμό (ο).
(3) «Εννοεί το αγγείο» (Ζ).
(4) «Άλλο έλεγε σε αυτήν και άλλο υποπτεύθηκε εκείνη» (Χ).
Αυτή «νερό ζωντανό βεβαίως, ως προς το δικό του σκοπό, ονομάζει αυτό που αντλήθηκε πρόσφατα από τους πηγαίους μαστούς» (Κ), το «νερό που αναβλύζει και ξεπετάγεται» (Ζ). Η Σαμαρείτιδα μη μπορώντας να αντιληφθεί, ότι ο Κύριος μιλούσε πνευματικά και βλέποντας από την άλλη, ότι ήταν αδύνατον ο Κύριος να αντλήσει νερό από το βαθύ πηγάδι, ρωτά, εάν θα ήταν δυνατόν εκεί, όπου ο Ιακώβ άνοιξε πηγάδι βαθύ για ανεύρεση νερού, αυτός που συνομιλούσε μαζί της να πετύχει, ώστε να αναβλύσει νερό πηγαίο (g).
Η έννοια της όλης φράσης: Το νερό για το οποίο μιλάς δεν μπορεί να είναι αυτού του πηγαδιού, διότι από αυτό δεν έχεις τα μέσα να αντλήσεις. Από πού λοιπόν έχεις αυτό το νερό το οποίο είπες; (δ). Οι πηγές του ζωντανού αυτού νερού, το οποίο ο Χριστός έχει για εκείνους, οι οποίοι έρχονται σε αυτόν, είναι μυστικές. Η πηγή της ζωής «είναι κρυμμένη» μαζί με το Χριστό. Ο Χριστός έχει αφθονία ανεξάντλητη για εμάς, παρόλο που πολλοί από εμάς δεν βλέπουν, από πού έχουν αυτόν.
Ιω. 4,12 μὴ σὺ μείζων εἶ(1) τοῦ πατρὸς ἡμῶν(2) Ἰακώβ(3), ὃς ἔδωκεν ἡμῖν(4) τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε(5) καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ(6);
Ιω. 4,12 Μηπως συ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωκε το πηγάδι εις ημάς, και από το νερό του οποίου έπιε και αυτός και τα παιδιά του και όλα τα ζώα που έβοσκε;”
(1) Δες και η 53. «Ο Ιακώβ έδωσε σε εμάς αυτήν την πηγή… και αυτός και οι γιοι του έπιναν από αυτήν. Και δεν θα έπιναν, εάν βεβαίως είχε άλλη καλύτερη» (Χ). «Επομένως λοιπόν, εάν εσύ θα μπορούσες να δώσεις καλύτερο νερό, είσαι ανώτερος από τον Ιακώβ» (Ζ). Μήπως είσαι ανώτερος κατά την αξία και τη δύναμη, ώστε να μπορείς να κάνεις μεγαλύτερα και καλύτερα από εκείνον; (b).
(2) «Βλέπεις με ποιο τρόπο εισάγει τον εαυτό της στην ιουδαϊκή καταγωγή;» (Χ). Ονομάζει έτσι τον Ιακώβ, διότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ιώσηπου (Αρχ. θ 14,3) οι Σαμαρείτες αξίωναν ότι κατάγονταν από τον Εφραίμ και τον Μανασσή (g). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Θεωρούσαν πατέρα τους τον Ιακώβ διότι και αυτός είχε την καταγωγή από τους Χαλδαίους» (Ζ), αφού οι Σαμαρείτες ήταν «αλλογενείς, άποικοι Βαβυλωνίων» (Κ).
(3) Ο οποίος υπήρξε πολύ επιδέξιος όσον αφορά στην ποιμενική ζωή και την προμήθεια νερού (b).
(4) Στο πρόσωπο του Ιωσήφ (b). Σε εμάς, οι οποίοι είμαστε άμεσοι απόγονοί του και νόμιμοι κληρονόμοι του (ο).
(5) Η γυναίκα θέλει να πει, ότι ο ίδιος ο πατριάρχης υπήρξε ευχαριστημένος από το νερό αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο (b).
«Αυτό είναι έπαινος της γλυκύτητας του νερού. Διότι τόσο πολύ, λέει, του άρεσε η πηγή του πατριάρχη, ώστε και αυτός…» (Θφ). Το ότι ήταν έργο και απόκτημα του Ιακώβ δεν είναι απόδειξη της καλής του ποιότητας, διότι μπορούσε από τη στιγμή που το κατασκεύασε, αν έβλεπε την κακή του ποιότητα, να μην το χρησιμοποιήσει (δ).
(6) Κυρίως τα ζώα, τα οποία ο Ιακώβ έτρεφε· τα πρόβατα, οι κατσίκες και τα ερίφια μαζί με τα αρνιά. Εννοείται, ότι και οι δούλοι και οι δούλες, οι οποίες έτρεφαν τα ζώα, έπιναν επίσης από αυτό (b). «Το ότι έπιναν και τα ζώα του είναι ενδεικτικό της αφθονίας του νερού» (Θφ).
Ιω. 4,13 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ(1)· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου(2) διψήσει πάλιν·
Ιω. 4,13 Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε• “καθένας, που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάση πάλιν.
(1) «Δεν είπε· Ναι, είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ» (Χ), αλλά «πολύ έξυπνα πάλι ο Σωτήρας αρνείται την καύχηση στα λόγια, αφού δεν είπε με σαφήνεια ότι είναι ανώτερος» (Κ). «Και αυτό μεν το φυλάει στη σιωπή, αλλά με άλλα λόγια που μπορούν να πετύχουν εξίσου αυτό, παραπέμπει τη γυναίκα από αυτά που θα ειπωθούν να συλλογιστεί την υπερβολή της υπεροχής» (Ω).
(2) «Κάνει τη σύγκριση όχι από κατηγορία, αλλά από υπεροχή· διότι δεν λέει ότι το νερό αυτό δεν είναι τίποτα, ούτε ότι είναι ασήμαντο και ευκαταφρόνητο» (Χ), αλλά «παρουσιάζει ότι είναι ασύγκριτη η διαφορά των νοητών νερών σε σχέση με τα αισθητά και πιο γήινα» (Κ). Δεν υποτιμά ο Κύριος το νερό του πηγαδιού, ούτε την από τον Ιακώβ παρασχεθείσα στους απογόνους του υπηρεσία με το άνοιγμα αυτού, αλλά απλώς τονίζει την ασύγκριτη διαφορά μεταξύ του υλικού αυτού νερού και του πνευματικού (ο).
Σύμφωνα με τον Stier τα λόγια αυτά του Κυρίου: Καθένας που πίνει από το νερό αυτό θα διψάσει πάλι, αποτελούν «ωραία επιγραφή, για να τοποθετηθεί στις πηγές».
«Άκουσε νερό ζωντανό η γυναίκα προηγουμένως, αλλά δεν κατάλαβε. Επειδή δηλαδή λέγεται νερό ζωντανό και αυτό που δεν στερεύει και αναβλύζει συνεχώς… οπότε αυτό νόμισε η γυναίκα ότι εννοεί. Για αυτό λοιπόν, κάνοντας σαφέστερο σε αυτήν αυτό που έλεγε, πρόσθεσε λέγοντας…» (Χ).
Ιω. 4,14 ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ(1) δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ(2) εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος(3) ἁλλομένου(4) εἰς ζωὴν αἰώνιον(5).
Ιω. 4,14 Εκείνος όμως που θα πιή από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό, που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθή μέσα του εις αστείρευτον πηγήν πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζη πάντοτε και θα του χαρίζη αιωνίαν ζωήν”.
(1) Σε αντίθεση με τον Ιακώβ.
«Δεν είπε, Ναι, είμαι ανώτερος του Ιακώβ… αλλά από αυτά που είπε, αυτό απέδειξε. Διότι η διαφορά των νερών, διακηρύττει τη διαφορά αυτών που τα παρέχουν» (Ζ).
«Σχεδόν λέει το εξής· Αν ανεβάζεις τον Ιακώβ σε μεγαλύτερη τιμή… επειδή έδωσε σε εσάς νερό από το οποίο αυτός που πίνει, πάλι επιστρέφει στην ίδια δίψα, ποιός θα πρέπει να σκεφτείς ότι είναι αυτός, που μπορεί να δώσει νερό… το οποίο μπορεί να γίνει για αυτόν που πίνει πηγή ανεξάντλητου νερού και ο οποίος παρέχει νερά σωτηρίας;» (Ω).
Η δωρεά του Χριστού παρουσιάζεται ανεκτίμητη όταν συγκριθεί με τα πράγματα του κόσμου, διότι τότε διαπιστώνεται ότι ξεπερνά κάθε σύγκριση.
(2) Στο συμβολικό λόγο διψασμένοι λέγονται αυτοί που αισθάνονται πάρα πολύ την στέρηση και έλλειψη εκείνων με τα οποία η ψυχή συνέρχεται, ενισχύεται και στηρίζεται και οι οποίοι επιθυμούν αυτά άπληστα. Δες στ 35,ζ 37 (G). Η γλώσσα του Ιγνατίου στην επιστολή του προς Ρωμαίους (ζ 2,3) έχει πολλή συγγένεια με τα λόγια αυτά του Κυρίου (χ). Να τα λόγια αυτά του Ιγνατίου:
«Ο δικός μου έρωτας σταυρώθηκε και δεν υπάρχει μέσα μου φωτιά αγάπης για την ύλη· αλλά υπάρχει νερό ζωντανό, που αναπηδάει μέσα μου και μου λέει· Έλα προς τον Πατέρα. Δεν ευχαριστιέμαι με τροφή φθοράς, ούτε με τις ηδονές αυτής της ζωής. Άρτο Θεού θέλω, δηλαδή τη σάρκα του Ιησού Χριστού».
(3) «Εκείνο το νερό από τη φύση του εξαντλείται, ενώ αυτό πηγάζει παντοτινά» (Ζ). Στο σ. 10 προβάλλεται ο Θεός ως πηγή νερού. Στους Εβραίους όμως υπήρχε και η διδασκαλία, ότι ο άνθρωπος που εξομοιώνεται με τη θεία σοφία γίνεται και αυτός πηγή, από την οποία ξεπηδούν ρεύματα ζωντανού νερού. Έτσι στον Ησαΐα συναντιέται η υπόσχεση, ότι «… η ψυχή σου… θα είναι… σαν πηγή στην οποία δεν τελείωσε το νερό» (Ησ. νη 11). Παράλληλο χωρίο θα μπορούσε να θεωρηθεί και το Σοφίας Σειράχ κδ 21-31 (β).
Ο λόγος αυτός του Κυρίου δεν συνυπονοεί, ότι η ψυχή, η οποία δροσίστηκε από το θαυμάσιο αυτό νερό, έγινε ανεξάρτητη από τη συνεχή βοήθεια και επίσκεψη του Θεού. Η ιδέα που εκφράζεται είναι ότι η λήψη αυτού του νερού εξασφαλίζει στην ψυχή με τη χάρη του Θεού αιώνια ευλογία και ικανοποίηση των ευγενών πόθων της, απαλλάσσοντας αυτήν από τη δίψα και τον πνευματικό θάνατο (ο).
«Όπως ακριβώς δηλαδή αυτόν που έχει μία πηγή στο εσωτερικό του, δεν θα τον κυριεύσει ποτέ δίψα, έτσι ούτε και αυτόν που έχει αυτό το νερό» (Χ). «Με την πηγή φανέρωσε το ανεξάντλητο και ατελείωτο αυτού του νερού» (Ζ). Ο Χριστός ικανοποιεί την ψυχή όχι διώχνοντας τη δίψα της, η οποία ωθεί αυτήν στην τελειοποίησή της, αλλά παρέχοντας σε αυτήν με τη δωρεά του Πνεύματός του εσωτερική ανεξάντλητη πηγή, που ικανοποιεί συνεχώς και αυτόματα αυτήν τη δίψα (μ).
(4) «Θα αναβλύζει» (Ζ). Σημαίνεται η πλούσια καρποφορία των πιστών. Το ρήμα «άλλομαι» όταν λέγεται για το νερό, είναι θελκτική έκφραση (b)· «θα γίνει πηγή… όπου τα νερά πηδούν ψηλά και η διάνοια αναβλύζει και ταχύτατα πετά ακολουθώντας το ευκίνητο αυτό νερό που προκαλεί την ανάβλυση και το πήδημα στο ανώτερο, στην αιώνια ζωή» (Ω). Μία συνηθισμένη πηγή μπορεί να πηδά σε ύψος, αλλά η δύναμη της βαρύτητας έλκει αυτήν πάλι προς τη γη. Η πνευματική αυτή πηγή πηδά προχωρώντας ολοένα μπροστά, έως ότου οδηγήσει στην αιώνια ζωή. Οι σκέψεις των κοσμικών ανθρώπων πηγαίνουν πάντοτε προς τα κάτω αφού διευθύνονται από κάποιον ηθικό νόμο βαρύτητας. Ο Χριστός δίνει την εσωτερική δύναμη, με την οποία ο νόμος αυτός της βαρύτητας ξεπερνιέται (μ).
Όπου βρίσκεται ο Χριστός, καθισμένος στον ουρανό στα δεξιά του Πατέρα του, εκεί ωθεί και αυτό το νερό, που χύνεται από αυτόν σαν από πηγή, αυτόν που ποτίζεται από αυτό. Πουθενά αλλού στη Γραφή το ρήμα αυτό δεν χρησιμοποιείται για το νερό. Στους Ο΄ όμως χρησιμοποιείται για τη δραστική και δυναμική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος (Κριτ. ιδ 6,19, Α΄Βασ. ι 10,ιστ 13). Ίσως εδώ να γίνεται χρήση αυτού αναφορικά και με την ενέργεια του πνευματικού νερού, της θείας χάρης, η οποία είναι πολλές φορές ορμητική όπως τα ορμητικά νερά.
(5) Η πρόθεση ε ἰ ς εδώ δηλώνει μάλλον το σκοπό. «Για να παρέχει ζωή αιώνια» (Ζ). «Έχει τη δύναμη να τον τρέφει για ζωή αιώνια» (Κ). Όπως το ρεύμα του νερού δεν σταματά έως ότου καταλήξει στον ωκεανό, έτσι και το πνευματικό νερό της χάρης ως ουράνιο ρεύμα πηδά τείνοντας να επανέλθει στο ύψος, από όπου έχει την πηγή, παρέχοντας την πλήρη ικανοποίηση των εσωτερικών επιθυμιών της ψυχής με την παρουσία και την αγάπη του Θεού (ο). «Αναβλύζει για ζωή αιώνια και υψώνει και ανεβάζει προς την ζωή, αυτόν που το έχει, σαν πηγή μέσα του» (Ω).
Ιω. 4,15 λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε(1), δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ(2), ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι(3) ἐνθάδε ἀντλεῖν(4).
Ιω. 4,15 Λεγει προς αυτόν η γυναίκα• “Κυριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψώ και να μη έρχωμαι εδώ, να βγάζω νερό”.
(1) Η γυναίκα με σεβασμό και σοβαρότητα πολλή μιλά προς τον Κύριο, και κανένα ίχνος ειρωνείας δεν κρύβεται στα λόγια της. «Ήδη για δεύτερη φορά αποκαλεί Κύριο η Σαμαρείτιδα τον Σωτήρα» (Ω). Μόνο εξακολουθεί να παρανοεί τη φύση του νερού, για το οποίο της μιλά ο Κύριος, για αυτό και το αίτημά της παρουσιάζεται αρκετά αφελές και αστείο.
«Άκουσε νερό ζωντανό η γυναίκα, αλλά δεν κατάλαβε. Επειδή δηλαδή νερό ζωντανό λέγεται και το ανεξάντλητο και που αναβλύζει συνεχώς, χωρίς να διακόπτεται η ανάβλυση, αυτό νόμισε η γυναίκα… Πίστεψε όμως αμέσως και φάνηκε πολύ συνετότερη από τον Νικόδημο» και «εδώ επειδή είδε ακριβέστερα μεν, χωρίς όμως να κατανοήσει το παν… προτίμησε αυτόν από τον Ιακώβ. Διότι δεν χρειάζομαι, λέει, αυτήν την πηγή, εάν πάρω από εσένα εκείνο το νερό. Βλέπεις πώς τον προτιμά από τον πατριάρχη;» (Χ) και «πώς αρχίζει να περιφρονεί τώρα και την πηγή του Ιακώβ;» (Θφ).
(2) Η γυναίκα ζητά τώρα το νερό, όπως οι Ιουδαίοι ζητούσαν ψωμί στο στ 34… και λέει «δώσε μου» σε εκείνον ο οποίος πριν απηύθυνε τον ίδιο λόγο προς αυτήν (b).
(3) Ο σιναϊτικός και ο βατικανός γράφουν διέρχωμαι, διέρχομαι.
(4) Εξακολουθώντας να νομίζει, ότι πρόκειται για υλικό νερό, επιθυμεί να έχει την πηγή αυτήν του νερού στο σπίτι της (b). Εδώ τερματίζεται το πρώτο μέρος του διαλόγου (g). Η Σαμαρείτιδα έχει ήδη ζητήσει το νερό το ζωντανό αν και ελάχιστα ή καθόλου δεν έχει κατανοήσει τη φύση του. Ο Κύριος τώρα ζητά να προετοιμάσει αυτήν για κατανόηση και λήψη αυτής της δωρεάς (ο).
Ιω. 4,16 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου(1) καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.
Ιω. 4,16 Τοτε είπε προς αυτήν ο Ιησούς• “πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζή με αυτόν”.
(1) «Και ποια συμφωνία, θα πει κάποιος, υπάρχει με το να πει «Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου;». Ο λόγος ήταν για δωρεά και χάρη… Με επιμονή παρακαλούσε η γυναίκα ζητώντας να πάρει και λέει· φώναξε τον άνδρα σου, σαν να έδειχνε ότι πρέπει και εκείνος να συμμετέχει σε αυτά» (Χ).
Η απάντηση του Κυρίου, αν και φαίνεται απότομη και άσχετη με τα προηγούμενα, αν την εξετάσουμε προσεκτικότερα παρουσιάζεται τελείως φυσική. Η γυναίκα είπε «για να μην έρχομαι εδώ να αντλώ» και στα λόγια αυτά ανταποκρίνονται πλήρως τα λόγια του Κυρίου «και έλα εδώ» (b). Η γυναίκα λέγοντας αυτά αναφερόταν και στους ανθρώπους του σπιτιού της, για τους οποίους κόπιαζε ερχόμενη για να αντλήσει νερό. Και μαζί με εκείνους θα έπινε το νέο αυτό νερό. Εφόσον λοιπόν και εκείνοι θα συμμετείχαν σε αυτό, ο Κύριος φυσικότατα προσκαλεί αυτήν να φωνάξει τον άνδρα της (g).
Συγχρόνως όμως ο Κύριος αποβλέπει «στο να αρπάξει μία αφορμή και να προφητεύσει τα σχετικά με αυτήν και να την διορθώσει… Διότι το να πει από την αρχή, ότι έχεις κάνει πολλούς γάμους… θα φαινόταν άκαιρο και περιττό» (Ζ) και «ενοχλητικό, ενώ το να πάρει από αυτήν την αφορμή και να διορθώσει όλα αυτά, και πολύ φυσικό ήταν και αυτήν που άκουγε την έκανε πραότερη» (Χ).
Με την πρόσκληση αυτή ο Ιησούς ανοίγει τα βάθη της συνείδησης της γυναίκας και προκαλεί τη μετάνοιά της (b).
Δεν απομακρύνεται από τον λόγο για το ζωντανό νερό ο Κύριος ζητώντας από τη Σαμαρείτιδα να φωνάξει και τον άνδρα της. Ό,τι είχε πει στη γυναίκα για ζωντανό νερό, θα παρέμενε ακατανόητο σε αυτήν, διότι δεν είχε πειστεί αυτή για το ότι ήταν ένοχη. Ήταν λοιπόν ανάγκη να αφυπνιστεί η συνείδησή της, να ανοίξει το κρυμμένο απόστημα της αμαρτίας και τότε θα γινόταν ευκολότερα αντιληπτό στη γυναίκα το φάρμακο της χάρης. Όσοι ζητούν τα νερά της χάρης και της χαράς, πρέπει να έχουν υπ’ όψιν, ότι οι πρώτες σταγόνες των νερών αυτών είναι τα δάκρυα της μετανοίας. Η γυναίκα επιθυμούσε να πιει από την πηγή του Χριστού, αλλά για αυτό θα έπρεπε να πιει από την πηγή της συντριβής, την οποία ήταν απαραίτητο να αισθανθεί για τις αμαρτίες της.
Ιω. 4,17 ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα(1). λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω(2)·
Ιω. 4,17 Απεκρίθη η γυναίκα και είπε• “δεν έχω άνδρα”. Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς• “καλά είπες ότι, δεν έχω άνδρα.
(1) Ή, περιορίζεται στην όχι ψευδή, ατελή όμως ομολογία της για απόκρυψη του αίσχους της (δ). Δεν ομολογεί μεν ολόκληρη την αλήθεια, αλλά και δεν τολμά να πει ψέματα παρουσιάζοντας ως σύζυγο νόμιμο αυτόν με τον οποίον παράνομα συζούσε. Αυτό δηλώνει κάποιο βαθμό ευθύτητας εκ μέρους της.
Ή, «νομίζοντας ότι μιλά σε απλό άνθρωπο, επιχείρησε να διαφύγει την προσοχή κρύβοντας το αισχρό του πράγματος». «Σπεύδοντας και να κρυφτεί και να πάρει, λέει: δεν έχω άνδρα» (Θφ).
(2) Αληθινά. Κρύβεται στα λόγια του Κυρίου ύψιστη βαρύτητα συνδυασμένη με ύψιστη ευγένεια (b).
«Αφού άκουσε αυτά ο Χριστός, στην κατάλληλη ώρα λοιπόν κάνει τον έλεγχο, λέγοντας και τα δύο με ακρίβεια· διότι και τους προηγούμενους τους αρίθμησε όλους και αυτόν που τώρα κρυβόταν τον αποκάλυψε» (Χ).
Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα γράφουν: έχεις.
Ιω. 4,18 πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες(1), καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ(2)· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας(3).
Ιω. 4,18 Διότι πέντε συζύγους τον ένα κατόπιν του άλλου επήρες και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου• τούτο που είπες αληθινό είναι”.
(1) «Φανερά, διαδοχικά· αυτό δεν εμποδιζόταν· όταν όμως πέθανε ο πέμπτος, κανείς πλέον δεν ήθελε να την πάρει φανερά γυναίκα του. Αυτή όμως μην αντέχοντας την επιθυμία, είχε κρυφό αυτόν με τον οποίο συζούσε» (Ζ).
Η ευκολία, με την οποία ερχόταν σε νέο γάμο, ώστε πέντε τον ένα μετά τον άλλον να παντρευτεί, έδειχνε βιασύνη, που δεν άρμοζε σε σοβαρή γυναίκα. Ίσως εδώ κάποιοι από τους άνδρες αυτούς να μην πέθαναν αλλά να χώρισαν την γυναίκα αυτή, το οποίο επιβάρυνε τη θέση της. Αλλά και η με κρυφό άνδρα σχέση της μαρτυρεί ακράτεια, την οποία ούτε η επανειλημμένη χηρεία ή και ο χωρισμός μπόρεσαν να σβήσουν. Πάντως ο Κύριος αφυπνίζει τώρα τη συνείδηση αυτής, η οποία και θα μαρτυρούσε στη γυναίκα για το που συνίστατο η ενοχή της (ο).
(2) «Επειδή είναι κρυφός» (Ζ). Ο νόμος δεν εμπόδιζε αυτήν να πάρει και έκτο σύζυγο. Όμως ο έκτος αυτός γάμος… δεν έγινε· είτε άρνηση, είτε κάποιο άλλο εμπόδιο, που δημιουργούνταν από το ένα ή από το άλλο μέρος, συντέλεσαν να παρεμποδίσουν αυτόν (b). Αυτός, με τον οποίο συζούσε, είτε δεν είχε ποτέ παντρευτεί αυτήν ή είχε ως νόμιμη άλλη γυναίκα ή και οι προηγούμενοι άνδρες της ή κάποιος από αυτούς ζούσε ακόμη, και συνεπώς αυτή με το να συνδεθεί με άλλον, ενώ ζούσε ακόμα ο προηγούμενος σύζυγός της, ήταν μοιχαλίδα. Παρατήρησε όμως με πόση λεπτότητα ο Κύριος υποδεικνύει την παρεκτροπή της σε αυτήν. Δεν της λέει: είσαι μοιχαλίδα. Αλλά της λέει: «Και αυτός που έχεις τώρα δεν είναι άνδρας σου» και αφήνει στη συνείδησή της να πει το υπόλοιπο. Οι έλεγχοι γίνονται ευπρόσδεκτοι και αποβαίνουν ωφέλιμοι, εφόσον είναι απαλλαγμένοι από κάθε προκλητικότητα και τραχύτητα.
(3) Καθορίζει αυτό που ειπώθηκε αληθινά=Δεν είπες ολόκληρη την αλήθεια, αλλά αυτό, δηλαδή το ότι δεν έχεις άνδρα, το είπες αλήθεια (ο).
Είναι εντελώς εσφαλμένο και πάρα πολύ άτοπο ότι η Σαμαρείτιδα με τους 5 άνδρες της σύμφωνα με κάποια θεία σύμπτωση, όπως ο Hengstenberg νομίζει, αλληγορικά παριστάνει τα 5 έθνη που κατοίκησαν τη Σαμάρεια (Δ΄ Βασ. ιζ 24), από τα οποία το καθένα έφερε τους δικούς του θεούς (Ιωσ. Ιουδ. Αρχ. 9. 14,3) ή ότι η κατοίκηση αυτή της Σαμάρειας από τα 5 έθνη είναι η ιστορική βάση από την οποία φτιάχτηκε η διήγηση αυτή (όπως ο Strauss φλυαρεί), διότι όπως σωστά παρατηρεί ο Meyer, σε αυτήν την περίπτωση ο γαμοκλόπος και μοιχός, τον οποίο η γυναίκα είχε, θα παρίστανε τον Ιαβέ, τον οποίο οι Σαμαρείτες τότε λάτρευαν, επομένως η αλληγορία θα ήταν άτοπη και βλάσφημη (δ).
Ιω. 4,19 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε(1), θεωρῶ(2) ὅτι προφήτης εἶ σύ(3).
Ιω. 4,19 Λεγει εις αυτόν η γυναίκα• “Κυριε, από όσα μου εφανέρωσες, βλέπω ότι συ είσαι προφήτης. Θα επωφεληθώ από αυτήν την ευκαιρίαν να σε ρωτήσω δι' ένα πολύ σοβαρόν θρησκευτικόν ζήτημα.
(1) «Δεν δυσανασχέτησε που ελέγχθηκε ολοφάνερα, ούτε θεώρησε προσβολή τον έλεγχο» (Ζ), «αλλά θαυμάζει μάλλον αυτόν και επιμένει περισσότερο» (Χ). Και «για τρίτη τώρα φορά αποκαλεί κύριο τον σωτήρα μας» (Ω).
Δεν αρνείται την αλήθεια της απευθυνόμενης κατηγορίας, αλλά με τη σιωπή της επιβεβαιώνει αυτήν. Ούτε οργίζεται, διότι της έγινε λόγος για την παρεκτροπή της, όπως συμβαίνει συνήθως σε πολλούς. Αντίθετα δεχόμενη τον έλεγχο, προχωρά περισσότερο αποκαλώντας αυτόν που ελέγχει, Κύριε. Δηλαδή χρησιμοποιεί προσφώνηση τιμητική, την οποία απευθύνουμε σε πρόσωπα που προσελκύουν την εμπιστοσύνη και το σεβασμό μας.
(2) «Δηλαδή αντιλαμβάνομαι» (Ζ) από τη γνώση σου για τα πιο απόκρυφα πράγματα (b), «μου φαίνεσαι ότι είσαι προφήτης» (Χ).
(3) «Δεν θεωρεί ακόμα ότι είναι αυτός ανώτερος από τους προφήτες ούτε ο προφητευμένος (Μεσσίας), αλλά ότι είναι κάποιος προφήτης» (Ω).
Μπαίνει μπροστά το «προφήτης» με έμφαση. Ο προφήτης είχε το ειδικό χάρισμα της ενόρασης και πρόγνωσης (β). Για τη λέξη προφήτης δες θ 17.
«Προφήτης αλήθειας είναι αυτός που πάντοτε γνωρίζει τα πάντα, αυτά μεν που έγιναν όπως έγιναν, αυτά δε που γίνονται όπως γίνονται, και αυτά που θα γίνουν όπως θα είναι» (Κ. Ομιλ. 2,6).
Η γυναίκα αισθάνεται έκπληξη, διότι αυτός που για πρώτη φορά συναντά και τελείως άγνωστος αποκάλυψε σε αυτήν λεπτομέρειες, τις οποίες ήταν αδύνατον να γνωρίζει με φυσικό τρόπο (ο). Η πρόθεσή της που ρωτά τώρα, είναι ευθεία και δεν αποβλέπει στο να μεταφέρει τη συζήτηση από θέμα, το οποίο την έθιγε προσωπικά, σε κάποιο γενικότερο θέμα.
«Δεν τον ρωτά τίποτα βιοτικό, ούτε για υγεία σώματος, ούτε για χρήματα, ούτε για πλούτο, αλλά αμέσως για δόγματα» (Χ).
Ιω. 4,20 οἱ πατέρες ἡμῶν(1) ἐν τῷ ὄρει τούτῳ(2) προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε(3) ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος(4) ὅπου δεῖ προσκυνεῖν(5).
Ιω. 4,20 Οι πατέρες μας ελάτρευσαν τον Θεόν στούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν. Σεις όμως οι Ιουδαίοι λέγετε ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύωμεν τον Θεόν”.
(1) «Εννοεί τον Αβραάμ και όσους ζούσαν τότε· διότι εκεί λένε ότι οδηγήθηκε ο γιος του για θυσία» (Χ). «Και ο Ιακώβ έστησε εκεί θυσιαστήριο» (Ζ).
Σύμφωνα με κάποια σαμαρειτική παράδοση στο Γαριζείν ο Αβραάμ ανήγειρε το θυσιαστήριο για προσφορά του Ισαάκ και στο όρος αυτό συναντήθηκε και με τον Μελχισεδέκ (μ). Και σύμφωνα με την σαμαρειτική μετάφραση της Πεντατεύχου στο Γαριζείν πρόσφεραν οι Ιουδαίοι την πρώτη θυσία, όταν πέρασαν τον Ιορδάνη και μπήκαν στην αγία γη (χ). Αλλά και σύμφωνα με την Γραφή ο Αβραάμ (Γεν. ιβ 7) και ο Ιακώβ (Γεν. λγ 20) ανήγειραν θυσιαστήρια στη Συχέμ. Πάντως και σύμφωνα με το Δευτ. ια 29, κζ 12 το Γαριζείν θεωρείται ως τόπος ευλογίας. Επιπλέον μετά την επιστροφή από τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία στα χρόνια του Νεεμίου γύρω στο 400 π.Χ. είχε χτιστεί και ναός στο Γαριζείν που καταστράφηκε από τον Ιωάννη τον Υρκανό γύρω στο 129 π.Χ. Και σήμερα ακόμα οι κάτοικοι του Ναπλούς (της παλαιάς Συχέμ) πηγαίνουν σε ορισμένες ημέρες στο Γαριζείν για τέλεση θρησκευτικών τελετών (g,β,F).
(2) Η γυναίκα έδειχνε το όρος Γαριζείν (b), διότι το πηγάδι του Ιακώβ βρίσκεται στους πρόποδές του.
(3) «Η γυναίκα έκανε την ερώτηση θεωρώντας, ότι είναι ανώτερο το δόγμα των Σαμαρειτών από αυτό των Ιουδαίων, και τον τόπο του όρους εκείνου πιο τίμιο από τον τόπο των Ιεροσολύμων» (Ζ).
(4) Για τον οποίο τόπο στο Δευτ. ιβ 5 λέγεται, ότι «ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός… ἐπονομάσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ καὶ ἐπικληθῆναι, καὶ ἐκζητήσετε καὶ εἰσελεύσεσθε ἐκεῖ (=θα ζητάτε να μεταβαίνετε εκεί, στον τόπον, τον οποίον θα εκλέξει Κύριος ο Θεός σας δια να τιμάται ιδιαιτέρως εκεί το όνομά του). Δες και Δευτ. ιστ 2,κστ 2. Όμως το όνομα αυτού του τόπου δεν δόθηκε στην Πεντάτευχο, αλλά στα μεταγενέστερα βιβλία του Νόμου, τα οποία δεν αναγνωρίζονταν από τους Σαμαρείτες. Ότι ο τόπος αυτός είναι η Ιερουσαλήμ συναντιέται στο Β΄ Παρ. στ 6,ζ 12,Ψαλμ. οζ 68 (β). Ο σιναϊτικός αποσιωπά το: ο τόπος.
(5) Στο στίχο αυτό το ρήμα βρίσκεται με απόλυτη έννοια για τη λατρεία του Θεού. Το σύνολο της θρησκείας μπορεί να συμπεριληφθεί στο «προσκυνώ» (b). Δεν συμπλήρωσε η γυναίκα τον λόγο της, αλλά αφού είπε «οι πατέρες… λέτε» άφησε να καταλάβει ο Σωτήρας την αναγκαστικά επόμενη ερώτηση: Εσύ λοιπόν ως προφήτης τι λες για αυτό; (δ). Από το παράδειγμα της Σαμαρείτιδας διδασκόμαστε, ότι αποτελεί απόδειξη, ότι είμαστε συνετοί και σοφοί, όταν αρπάζουμε κάθε παρουσιαζόμενη ευκαιρία για να διδαχτούμε τα του Θεού. Όταν βρισκόμαστε με πρόσωπα, τα οποία μπορούν να μας διδάξουν, ας είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε και ας έχουμε κατάλληλες ερωτήσεις για να προβάλλουμε σε αυτούς.
Ιω. 4,21 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι(1) ὅτι ἔρχεται ὥρα(2) ὅτε οὔτε(3) ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε(3) ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε(4) τῷ πατρί(5).
Ιω. 4,21 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς• “πίστευσέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα μόνον θα λατρεύσετε τον ουράνιον Πατέρα.
(1) Μόνο εδώ ο Κύριος λέει πίστεψέ με (b). Η φράση με την ίδια σημασία, που συνήθως χρησιμοποιείται σε αυτό το ευαγγέλιο, είναι το Αμήν αμήν λέγω (β).
Ο Κύριος με την απάντηση που δίνει «δε απάντησε σε αυτήν την ερώτηση. Διότι θεώρησε περιττό πλέον να πει και να αποδείξει γιατί οι μεν πατέρες της λάτρευαν το Θεό στο όρος, ενώ οι Ιουδαίοι στα Ιεροσόλυμα» (Χ).
Με την απάντησή του ως προφήτης «προαναγγέλλει την κατάργηση συγχρόνως και της σαμαρειτικής και της ιουδαϊκής λατρείας» (Ζ).
«Εσύ μεν, λέει, προσπαθείς να δείξεις ότι τα των Σαμαρειτών είναι πιο σεβαστά από των Ιουδαίων, εγώ όμως σου λέω ότι ούτε αυτά ούτε εκείνα έχουν το προνόμιο, αλλά θα υπάρξει μία άλλη κατάσταση καλύτερη και από τα δύο» (Θφ).
(2) «Ώρα και καιρό… εννοεί τον ερχομό του στον κόσμο με το σώμα του» (Κ).
(3) «Λέει ότι η μορφή της λατρείας και των δύο θα γίνει πιο αληθινή. Γιατί δεν θα ζητηθεί, λέει, τόπος πια στον οποίο κυρίως θα πιστεύουν ότι κατοικεί ο Θεός, αλλά επειδή γεμίζει και μπορεί να συγκρατεί τα πάντα «θα προσκυνήσουν τον Κύριο ο καθένας από τον τόπο του»(Σοφον. β 11) όπως λέει κάποιος από τους άγιους προφήτες» (Κ).
Δες και Μαλαχίου α 11. Τα λόγια του Κυρίου εδώ είναι σε πλήρη αρμονία με το β 19, όπου προανήγγειλε την καταστροφή του ναού (β).
Η ιδέα που εκφράζεται εδώ είναι ότι δεν θα υπάρχουν αποκλειστικοί τόποι λατρείας και με το νέο πνεύμα θα καταργηθούν οι τοπικές διακρίσεις. Οι Σαμαρείτες δεν θα εξαναγκάζονταν να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα για λατρεία του Θεού, αλλά ούτε και οι Ιουδαίοι να μεταβούν στο Γαριζείν (ο). Και οι μεν και οι δε θα συναντιούνταν στη μεγάλη οικογένεια του επουράνιου Πατέρα (g). Η λατρεία του Θεού τώρα με το ευαγγέλιο δεν είναι δεμένη σε κάποιο τόπο, όπως συνέβαινε στην εποχή του νόμου, αλλά το θέλημα του Θεού είναι οι άνθρωποι να προσεύχονται σε κάθε τόπο. Δες Α΄Τιμ. β 8.
(4) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, εσείς οι Σαμαρείτες και οι Ιουδαίοι (b), ή, εσείς οι Σαμαρείτες.
(5) Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη για να σημάνει το Θεό σε σχέση με την υιότητα του Χριστού. Εδώ όμως μάλλον θέλει να σημάνει το Θεό ως Πατέρα όλων. Αποτελεί ίσως αυτό απάντηση και στο «οι πατέρες μας», που είπε η Σαμαρείτιδα. Σαν να έλεγε: Μην καυχιέστε για τους προγόνους σας. Διότι κάθε τέτοια καύχηση θα επισκιαστεί και θα αντικατασταθεί από την πληροφορία του ότι όλοι οι πιστοί θα έχουν πατέρα το Θεό (β,ο).
Ιω. 4,22 ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ(1) οὐκ οἴδατε(2), ἡμεῖς(3) προσκυνοῦμεν(4) ὃ(1) οἴδαμεν(5)· ὅτι ἡ σωτηρία(6) ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν(7).
Ιω. 4,22 Σεις οι Σαμαρείται, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίον πολύ ολίγον γνωρίζετε. Ημείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμεν εκείνο που περισσότερον από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζομεν. Διότι ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώση την σωτηρίαν εις όλους τους λαούς, προέρχεται από τους Ιουδαίου.
(1) Είναι ουδέτερο γένος, για να εκφράσει γενικότερα αυτό που θέλει να σημάνει=όχι μόνο το Θεό ως αντικείμενο λατρείας, αλλά και τον τρόπο της λατρείας και γενικά τις θρησκευτικές εκδοχές (ο).
(2) Η υπεροχή της ιουδαϊκής λατρείας όχι για τον τόπο (το ναό στα Ιεροσόλυμα), αλλά για τις υψηλότερες θρησκευτικές ιδέες των Ιουδαίων (κ). «Διότι οι Σαμαρείτες προσκυνούν το Θεό με απλό και χωρίς εξέταση λόγο» (Κ). «Διότι αν και σέβονταν τον ίδιο Θεό… αλλά αγνοούσαν ότι είναι Κύριος όλων των εθνών… ενώ οι Ιουδαίοι γνώριζαν, ότι είναι παντοκράτωρ» (Ζ).
Επειδή περιορίστηκαν σε μόνη την Πεντάτευχο και απόρριψαν τα βιβλία των προφητών και τα άλλα βιβλία της Π.Δ., αποστερήθηκαν οι Σαμαρείτες από τη σαφέστερη διδασκαλία σχετικά με το Θεό και τον Μεσσία που έβγαινε από αυτά. Η αποστέρηση όμως αυτή σε συνδυασμό με τις δεισιδαιμονίες και τις ψεύτικες αντιλήψεις για το Θεό και τον τόπο της λατρείας του, τις οποίες είχαν κληρονομήσει από τους ειδωλολάτρες προγόνους τους, έκανε εξ’ ολοκλήρου ακριβή την διακήρυξη αυτή του Κυρίου για αυτούς (ο).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αν και από μόνη της είναι αληθινή, «Οι Σαμαρείτες επειδή νόμιζαν ότι το θείο περιέχεται σε κάποια τοπική περιγραφή, δέχτηκαν έλεγχο με τα λόγια που άκουσαν ότι: «Προσκυνείτε αυτό που δεν γνωρίζετε», και γίνεται σε εσάς ανώφελη η λατρεία που αποβλέπει στο Θεό· διότι Θεός που νομίζεται ότι είναι εγκατεστημένος σε κάποιο τόπο, δεν είναι Θεός» (Γν). Σημείωσε, ότι η άγνοια δεν μπορεί ποτέ να είναι μητέρα της αληθινής αφοσίωσης και λατρείας, αλλά τελείως αντίθετα καταστρέφει αυτήν.
(3) «Μιλά πάλι ως Ιουδαίος και ως άνθρωπος» (Κ), και «συγκαταλέγει τον εαυτό του με τους Ιουδαίους. Διότι μιλά σύμφωνα με την ιδέα της γυναίκας κατά την οποία είναι προφήτης των Ιουδαίων» (Χ).
«Διότι και από τους Ιουδαίους βλάστησε» (Ζ). Με αυτά που λέει εδώ «αποδίδει και κάποια μεγαλύτερη σύνεση στη λατρεία των Ιουδαίων» (Κ), «και απέδειξε ότι οι Ιουδαίοι ήταν ανώτεροι, όχι προτιμώντας έναν τόπο από άλλον τόπο, αλλά δίνει τα πρωτεία από εκείνη τη λογική των Ιουδαίων» (Χ).
(4) «Και κατατάσσει πάλι, ως άνθρωπος, τον εαυτό του μεταξύ εκείνων που προσκυνούν, αυτός που προσκυνείται μαζί με το Θεό και Πατέρα και από εμάς και από τους αγίους αγγέλους. Επειδή δηλαδή φόρεσε τη μορφή δούλου, εκπληρώνει τη διακονία που ταιριάζει σε υπηρέτη, χωρίς να έχει χάσει το να είναι Θεός και Κύριος και προσκυνητός» (Κ).
Ας μη νομίζει κάποιος ως κατώτερο του εαυτού του το να έρχεται στο ναό και να λατρεύει σε αυτόν το Θεό μαζί με τους ομοίους του, αφού ο υιός του Θεού έπραξε αυτό.
(5) «Οι Ιουδαίοι δέχονταν, όσο τους ήταν δυνατόν, τη γνώση του όντος μέσω του νόμου και των προφητών» (Κ). Εκείνοι οι οποίοι με τις Γραφές και την υπόλοιπη διδασκαλία, έλαβαν κάποια γνώση του Θεού, μπορούν να λατρεύουν το Θεό με τρόπο ικανοποιητικό για το εσωτερικό τους και αρεστό στο Θεό.
(6) Η μέσω του Μεσσία απολύτρωση, «η σωτηρία του κόσμου» (Ζ). Ή, συνεκδοχικά ο ίδιος ο Σωτήρας· «ισχυρίζεται ότι αυτός ο ίδιος δηλαδή είναι η σωτηρία» (Κ). «Όταν ακούσεις ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, για αυτόν που λέει αυτά να ακούς τα λόγια αυτά. Διότι αυτός ήταν η προσδοκία των εθνών» (Ω).
(7) Διότι ο Χριστός καταγόταν σωματικά από το σπέρμα του Δαβίδ, ο Δαβίδ όμως ήταν από τη φυλή του Ιούδα» (Κ).
«Από τους Ιουδαίους… ενανθρώπησε ο Χριστός» (Ζ). Στο σ. αυτόν εκφράζεται η υπεροχή της Ιουδαϊκής λατρείας και τα προνόμια της Ιουδαϊκής φυλής. Στον επόμενο σ. τονίζεται η απλότητα της ιδανικής λατρείας του Θεού και η καθολικότητα της αληθινής θρησκείας. Και οι δύο αυτές οπτικές περιλαμβάνονται στο δ΄ ευαγγέλιο. Ο Ιωάννης δεν λησμονεί το χρέος, το οποίο ο Χριστιανισμός οφείλει στον Ιουδαϊσμό, αλλά από την άλλη θεωρεί τον Χριστιανισμό ως τη θρησκεία όλων των ανθρώπων και κάθε εποχής (β). Από τους Ιουδαίους η σωτηρία, αλλά δεν περιορίστηκε και σε μόνους αυτούς. Διότι ο Θεός, τον οποίο αυτοί γνωρίζουν και προσκυνούν, είναι πατέρας όλων (τ).
Ιω. 4,23 ἀλλ᾿(1) ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν(2), ὅτε οἱ ἀληθινοὶ(3) προσκυνηταὶ(4) προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι(5) καὶ ἀληθείᾳ(6)· καὶ γὰρ(7) ὁ πατὴρ(8) τοιούτους(9) ζητεῖ(10) τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.
Ιω. 4,23 Αλλά έρχεται πλέον ώρα, και μάλιστα τώρα ήλθε, οπότε οι γνήσιοι και πραγματικοί προσκυνηταί θα τιμήσουν και θα λατρεύσουν τον ουράνιον Πατέρα με το φωτισμένον και καθαρόν πλέον πνεύμα των και με λατρείαν όχι τυπικήν και συμβολικήν, αλλά αληθινήν και σαφή. Διότι και ο Πατήρ ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι τον νουν και καθαροί κατά την καρδίαν, αυτοί που θα τον λατρεύουν.
(1) Σε αντίθεση με την κατά το παρελθόν Ισραηλιτική υπεροχή. «Αφού προτίμησε από τους Σαμαρείτες τους Ιουδαίους, τώρα προτιμά πάλι από τους Ιουδαίους τους Χριστιανούς» (Ζ). «Υπερέχουμε, γυναίκα, από εσάς, λέει, ως προς τον τρόπο της λατρείας, αλλά και αυτός θα τελειώσει πλέον» (Χ). «Θα ξεπεραστούν όχι τα σχετικά με τους τόπους μόνο, αλλά και τα σχετικά με τον τρόπο της λατρείας» (Θφ).
(2) «Δηλαδή έφτασε ήδη» (Ζ). Με αυτά τα λόγια αυξάνει ακόμα περισσότερο την ήδη αυξημένη προσοχή της γυναίκας. «Μη νομίσεις, λέει, ότι αυτή η προφητεία είναι τέτοια, σαν να πρόκειται δηλαδή να γίνει μετά από πολύ χρόνο· διότι τα πράγματα έφτασαν ήδη και είναι στην πόρτα» (Χ).
(3) Δες α 9.
(4) Αληθινοί προσκυνητές είναι οι γνήσιοι προσκυνητές (β)· οι ελεύθεροι από υποκρισία και νεκρή τυπικότητα (ο)· εκείνοι, των οποίων οι ιδέες της λατρείας ξεπερνούν τους περιορισμούς του χρόνου και τόπου όπως και τους συμβολικούς τύπους, τα οποία ανήκουν στη σφαίρα της σάρκας (μ).
«Λέγοντας «αληθινοί» απέκλεισε μαζί με τους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους· διότι παρόλο που αυτοί ήταν καλύτεροι από εκείνους, αλλά από τους μελλοντικούς θα είναι πολύ κατώτεροι» (Χ).
Είναι δυνατόν λοιπόν να είμαστε καλύτεροι σε σύγκριση με τους πλησίον μας, και όμως να μην είμαστε όσο πρέπει και όσο θέλει ο Θεός καλοί.
(5) «Με αυτό το οποίο μέσα μας είναι ασώματο… δηλαδή με την ψυχή και την καθαρότητα του νου» (Χ). Το πνεύμα είναι οι ανώτερες δυνάμεις της ψυχής, με τις οποίες αυτή επικοινωνεί με τον θείο κόσμο και οι οποίες αποτελούν κατά κάποιο τρόπο τον τόπο όπου συναντιούνται Θεός και άνθρωπος και το θυσιαστήριο, όπου η αληθινή λατρεία λατρεύεται. (Δες Ρωμ. α 9 «τον οποίο λατρεύω με το πνεύμα μου» και Εφεσ. στ 18 «προσευχόμενοι… με το πνεύμα»). Το ανθρώπινο αυτό πνεύμα διεισδυόμενο από το Άγιο Πνεύμα γίνεται ικανό για πνευματική και αληθινή λατρεία (g).
«Αυτός που δεν πήρε μέσα του το Πνεύμα που δίνει ζωή, και που δεν ακολουθεί τα πνευματικά προστάγματα του νόμου, αυτός θα ήταν… ο οποίος δεν προσκυνά τον Πατέρα με το πνεύμα» (Ω).
«Διότι δεν πρέπει κάποιος να προσκυνά το Θεό σαρκικά και με σαρκικές θυσίες, αλλά πνευματικά. Διότι πράγματι και ο Θεός θα μπορούσε να κατανοηθεί ως πνεύμα κατά αναλογία με αυτόν που τον λατρεύει πνευματικά και νοητά» (Ω).
Πρέπει να λατρεύουμε το Θεό με προσήλωση της διάνοιας και με θερμή διάθεση, με όλο το εσωτερικό μας. Η λατρεία την οποία ζητά από εμάς ο Θεός, είναι πράξη, στην οποία όλες οι δυνάμεις του εσωτερικού ανθρώπου με θερμότητα και κάθε προθυμία συνδυάζονται έτσι, ώστε και η διάνοια και η θέληση και η καρδιά να δεσμεύονται το ίδιο σε λατρεία και υπηρεσία του Θεού. Λατρεύω το Θεό πνευματικά και αληθινά σημαίνει η διάνοια να εγκολπώνεται την αλήθεια με όλες της τις δυνάμεις· και η θέληση με όλες τις ενέργειές της, όπως και τα συναισθήματα των καρδιών μας να είναι πάντα δεμένα ισχυρά στο έργο της γνώσης και προσοικείωσης του Παντοδύναμου Θεού και της ευλαβικής μας προσέγγισης σε αυτόν.
(6) Αυτή η πνευματική λατρεία είναι και αληθινή. Όχι με την έννοια του ειλικρινής, διότι με ειλικρινή διάθεση μπορούσε και ο Ιουδαίος και ο Σαμαρείτης να προσκυνά, αλλά με την έννοια του πραγματική (g). Αυτή η λατρεία «δεν είναι με σκιές και τύπους, αλλά με αλήθεια» (Ζ).
«Τα προηγούμενα ήταν τύπος, η περιτομή, τα ολοκαυτώματα, τα θύματα, τα θυμιάματα· τώρα όμως όχι πλέον, αλλά το παν είναι αλήθεια»(Χ).
Η πνευματική προσκύνηση είναι λατρεία που γίνεται με τον φωτιζόμενο από το Άγιο Πνεύμα λόγο μας και με συνείδηση του πνευματικού μας προορισμού, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να κανονίζουμε τις σχέσεις μας με το Θεό (δ). Αυτή η λατρεία λέγεται και «αληθινή», επειδή ανταποκρίνεται στον αληθινό και τέλειο τύπο της λατρείας, που έγινε δυνατός μόνο μετά την πλήρη εν Χριστώ αποκάλυψη του Θεού Πατέρα και την μέσω αυτού επίσης πνευματική και ηθική αναγέννηση του ανθρώπου (κ). Αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με την παραπάνω:
«Πολλοί φαίνονται μεν ότι προσκυνούν με την ψυχή, αλλά δεν έχουν ορθή αντίληψη για το Θεό. Για αυτό πρόσθεσε το «με αλήθεια». Πρέπει δηλαδή και με το νου να προσκυνούμε το Θεό και να έχουμε αληθινή αντίληψη για αυτόν» (Θφ).
(7) Συναντιέται και στο Ιω. δ 45=Διότι βεβαίως (β).
(8) Και προηγουμένως είπε «θα προσκυνήσουν τον πατέρα». Τονίζει την ιδιαίτερη σχέση των αληθινών προσκυνητών με τον ουράνιο Θεό. Αυτή θα είναι σχέση υιών προς Πατέρα (g).
(9) «Δηλαδή όχι τυπικούς αλλά αληθινούς, που τελούν θυσίες όχι με σωματικό αλλά με πνευματικό τρόπο» (Ζ).
(10) Ζητά να βρει αυτούς διότι σπάνια συναντιούνται (b). Αυτό δηλώνει, ότι η οδός της πνευματικής λατρείας είναι στενή και επιπλέον επίσης ότι η απαραίτητη και μόνη αρεστή στο Θεό λατρεία είναι η πνευματική.
Ιω. 4,24 πνεῦμα(1) ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ(2) δεῖ προσκυνεῖν.
Ιω. 4,24 Ο Θεός είναι Πνεύμα, πανυπερτέλειον και πανταχού παρόν και δεν κατοικεί εις ωρισμένους μόνον τόπους. Και εκείνοι, οι οποίοι τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με όλην των την ψυχήν, με αφωσιωμένην την καρδίαν και την διάνοιάν των εις αυτόν, με φωτισμένην και αληθινήν γνώσιν περί αυτού και της λατρείας, που του ταιριάζει”.
(1) Μπαίνει μπροστά αν και είναι κατηγορούμενο του υποκειμένου «Θεός», για έμφαση (δ). «Τίποτα άλλο δεν σημαίνει παρά μόνο το ασώματο» (Χ). Και όχι απλώς ένα Ον χωρισμένο από σώμα και τόπο, αλλά που έχει επίσης πνευματικές ιδιότητες, αλήθεια, σοφία, αγιότητα, δύναμη κλπ (b).
Ο Θεός είναι Πνεύμα, όχι απλώς ένα Πνεύμα, αλλά το όντως Ον. Πάντως εδώ πρόκειται για τη φύση και ουσία του Θεού και όχι για την προσωπικότητα (β). Ότι ο Θεός είναι Πνεύμα είναι αλήθεια που κηρύττεται και στην Π.Δ. (Γ΄ Βασ. η 27). Και οι Σαμαρείτες επίσης φαίνεται να δέχονταν αυτήν όπως και οι Ιουδαίοι. Το νέο στην παρούσα διδασκαλία του Κυρίου είναι η συνέπεια που βγαίνει από αυτήν την αλήθεια, δηλαδή το «με πνεύμα και αλήθεια πρέπει να προσκυνούν» (g). Ως Πνεύμα ο Θεός είναι πάνω από τους τοπικούς περιορισμούς και είναι πανταχού παρών. Κάθε τόπος λοιπόν είναι κατάλληλος για λατρεία του, αρκεί αυτή να γίνεται με πνεύμα και αλήθεια. To μάτι του που βλέπει τα πάντα, βλέπει τις καρδιές των ανθρώπων και διακρίνει τα απόκρυφα ελατήρια και σκέψεις και προθέσεις τους.
«Επειδή η Σαμαρείτιδα λέει προς τον Κύριο ότι στο βουνό πρέπει να προσκυνούν το Θεό, σαν να περικλείεται ο Θεός σε τόπο… για αυτό λέει ο Λόγος σε αυτήν που έχει πλανηθεί από την αλήθεια, ότι είναι Πνεύμα ο Θεός, δηλαδή ασώματος και αυτοί που τον προσκυνούν δεν μπορούν σωματικά να προσεγγίζουν τον ασώματο» (Γν).
«Δεν είναι λοιπόν δυνατόν, από τη στιγμή που άκουσες τη λέξη «Πνεύμα» να εντυπώσεις στη σκέψη σου μία περιορισμένη φύση, που υπόκειται σε μεταβολές και αλλοιώσεις ή ολοκληρωτικά όμοια με την κτίση, αλλά καθώς προχωράς με τις σκέψεις προς τα υψηλά, είναι ανάγκη να εννοήσεις κάποια ουσία νοερή, άπειρη στη δύναμη, απεριόριστη στο μέγεθος, αμέτρητη με αιώνες και χρόνους, άφθονη από τα αγαθά που έχει» (Β).
Ο Θεός είναι Πνεύμα, διότι είναι άπειρος και αιώνιος Νους· είναι λογικό, ασώματο, αόρατο και άφθαρτο Ον. Είναι ευκολότερο να πει κάποιος τι δεν είναι ο Θεός, παρά να καθορίσει τι είναι. Είναι Πνεύμα, που δεν έχει σάρκα και οστά. Αλλά ποιος ξέρει τους δρόμους του Πνεύματος;
(2) «Αυτού λοιπόν που είναι ασώματος, τέτοια πρέπει να είναι και η λατρεία και να προσφέρεται με αυτό που είναι μέσα μας ασώματο, δηλαδή με την ψυχή και την καθαρότητα του νου… Μη θυσιάζετε λοιπόν πρόβατα και μοσχάρια, αλλά αφιέρωσε όλο τον εαυτό σου στο Θεό και κάνε τον ολοκαύτωμα. Διότι αυτό σημαίνει το να παρουσιάσεις τον εαυτό σου θυσία ζωντανή… να σταυρώνεις τον εαυτό σου και να φονεύεις τις παράλογες επιθυμίες και να τις κατασφάζεις» (Χ).
Η λατρεία του Θεού, ο οποίος είναι πνεύμα, απαιτεί προ παντός την ενδότερη φύση του ανθρώπου, απαλλαγμένη από οποιοδήποτε εμπόδιο που περιορίζει είτε σε ορισμένη θέση τον τόπο της αποκάλυψης του Θεού είτε στην εξωτερική σάρκα τη λατρεία (C). Η εξωτερική λατρεία πρέπει να συνοδεύεται από την λατρεία στο εσωτερικό θυσιαστήριο της καρδιάς και αυτής να είναι εκδήλωση (μ).
Διότι η λατρεία είναι αυτή που οδηγεί την όλη φύση μας στο Θεό. Είναι η αφύπνιση της συνείδησής μας από την αγιότητά του, ο χορτασμός της διάνοιάς μας από την αλήθειά του, η κάθαρση της φαντασίας μας από την καλλονή του, το άνοιγμα της καρδιάς μας από την αγάπη του, η υποταγή της θέλησής μας στις βουλές του (τ). Αναμφίβολα ο Ιησούς δεν αποδοκιμάζει και την εξωτερική λατρεία, η οποία είναι επίσης αναγκαία, εφόσον η ανθρώπινη φύση και σύσταση είναι διπλή. Δείχνει όμως ποια πρέπει να είναι και η λατρεία που εκδηλώνεται εξωτερικά, για να γίνεται θεάρεστη. (Δες Ματθ. στ 5 και εξής, 16 και εξής)(F). Ο σιναϊτικός έχει την γραφή: Εν πνεύματι αληθείας.
Ιω. 4,25 λέγει αὐτῷ ἡ γυνή(1)· οἶδα(2) ὅτι Μεσσίας(3) ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός(4)· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος(5), ἀναγγελεῖ(6) ἡμῖν(7) πάντα(8).
Ιω. 4,25 Λεγει προς αυτόν η γυναίκα• “γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που ελληνικά λέγεται Χριστός. Οταν έλθη εκείνος, θα μας τα αναγγείλη όλα”.
(1) «Αυτά που λέχθηκαν προκάλεσαν ίλιγγο στη γυναίκα και δεν μπόρεσε να φτάσει στο ύψος αυτών που ειπώθηκαν και επειδή κουράστηκε, άκουσε τι λέει» (Χ).
(2) «Και από πού οι Σαμαρείτες περίμεναν την έλευση του Χριστού…; Από τα ίδια τα γραπτά του Μωϋσή» (Χ).
«Διότι έγραψε ο Μωϋσής. Θα εμφανίσει ο Κύριος ο Θεός προφήτη σαν εμένα, από τους αδελφούς σας» (Ζ), στο Δευτ. ιη 15. Ακριβή όμως ιδέα, όπως και το ότι πλησιάζει η έλευση του Μεσσία δεν μπορούσαν να έχουν παρά μόνο από τους Ιουδαίους και από την επαφή τους με αυτούς (δ).
(3) «Μεσσίας όμως ονομάζεται στα εβραϊκά, το οποίο οι μεν εβδομήντα (μεταφραστές) το μετέφρασαν Χριστός, ενώ ο Ακύλας Ηλειμμένος (= Χρισμένος)» (Ω).
(4) Η μετάφραση του ονόματος ανήκει μάλλον στον ευαγγελιστή, που θέλει να κάνει κατανοητή την έννοια της ονομασίας Μεσσίας στους αναγνώστες του, οι οποίοι είναι οι περισσότεροι εθνικοί (g).
(5) Συνήθως στον Ιωάννη έχει έννοια αποκλειστική, όπως και εδώ. Αντιθέτει αυτόν τον αποκαλυπτή με όλους τους άλλους, και με αυτόν ακόμα τον οποίο η γυναίκα έχει μπροστά της (g).
(6) Η πρόθεση στο ρήμα δηλώνει την τέλεια σαφήνεια (g). Θα μας φανερώσει ως έγκυρος ερμηνευτής του θείου θελήματος (ο).
(7) Η Σαμαρείτιδα κατέχεται από ειλικρινή πόθο και προσδοκία του Μεσσία (κ). Η προδιάθεσή της στην πίστη υπήρχε η μόνη, η οποία μπορούσε να προκαλέσει την ομολογία του Σωτήρα στον επόμενο στίχο (δ).
(8) Συνεπώς και το αντικείμενο και τη μορφή της θείας λατρείας (ο).
Ιω. 4,26 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι(1).
Ιω. 4,26 Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς• “εγώ είμαι ο Χριστός, ο οποίος αυτήν την στιγμήν σου ομιλώ”.
(1) Ο Ιησούς ομολογεί τον εαυτό του Μεσσία μπροστά στη Σαμαρείτιδα, μολονότι σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. η 4,ιστ 20,ιζ 9 κλπ) αποκρύπτει κατά τα πρώτα έτη της δημόσιας δράσης του την ιδιότητά του αυτήν από τους Ιουδαίους (g,β). Ο λόγος για αυτό είναι ίσως, ότι η γυναίκα είχε ατελή μεν, αλλά όχι και πλανημένη αντίληψη για τον Μεσσία όπως οι Ιουδαίοι.
«Και στους μεν Ιουδαίους που συνεχώς έλεγαν· Έως πότε θα κρατάς την ψυχή μας σε αμφιβολία; Πες μας εάν είσαι εσύ ο Χριστός, σε αυτούς δεν απαντούσε με σαφήνεια, ενώ σε αυτήν είπε φανερά ότι αυτός είναι· διότι η γυναίκα είχε καλύτερη διάθεση από τους Ιουδαίους… και με αδέκαστη κρίση και απλή διάνοια είπε όσα είπε… διότι πράγματι άκουσε και πίστεψε και προσείλκυσε και άλλους στην πίστη» (Χ).
Με παρόμοιο τρόπο εξηγείται και η διαφορετική γλώσσα του Κυρίου προς τον Ναθαναήλ και τον Νικόδημο.
«Στον μεν Νικόδημο έφερε ως παράδειγμα το φίδι και στον Ναθαναήλ υπενθύμισε προφητείες, ενώ σε αυτήν δεν είπε τίποτα παρόμοιο» «αλλά με το νερό και την προφητεία για το πρόσωπό της την προσελκύει και με αυτά την κάνει να θυμηθεί το Χριστό και αποκαλύπτει πλέον τον εαυτό του». Αυτό οφείλεται στο ότι «εκείνοι μεν ήταν άνδρες και ασχολούνταν με αυτά, ενώ αυτή ήταν γυναίκα απλή και αμαθής και άπειρη από τις Γραφές» (Χ).
«Και δεν είπε κάτι σε αυτήν από τον Μωϋσή, αποδεικνύοντας τα σχετικά με τον εαυτό του, αφού ήταν άπειρη στη Γραφή, αλλά την μετέπεισε από μόνη τη συνείδησή της» (αμ).
Η γυναίκα αυτή δεν είχε δει άλλοτε τον Κύριο και δεν είχε δοθεί σε αυτήν η ευκαιρία να παρακολουθήσει τα θαύματά του, τα οποία θα έπειθαν αυτήν για το ποιος ήταν αυτός που τα ενεργούσε. Σημείωσε λοιπόν, ότι σε εκείνους, οι οποίοι δεν έχουν το πλεονέκτημα των εξωτερικών μέσων της γνώσης και χάρης, ο Θεός έχει άλλες μυστικές οδούς για να αντικαταστήσει την έλλειψη αυτών. Σημείωσε ακόμα, πόσο κοντά ήταν ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα σε στιγμή που αυτή ζητούσε να τον βρει, αγνοώντας που είναι. Πολλοί κλαίνε για το ότι ο Χριστός είναι απών και επιθυμούν την παρουσία του, την ώρα που αυτός τους μιλά. Ασφαλώς όπου υπάρχει πόθος εγκάρδιος για το Χριστό, ο Χριστός δεν είναι μακριά από αυτόν τον πόθο. Μπορείτε να είστε βέβαιοι, όταν έχετε τον πόθο αυτόν, ότι ο Χριστός είναι πολύ πιο κοντά σε εσάς από όσο φαντάζεστε. Παρόλο που δεν τον βλέπετε, οι παρηγοριές του αντηχούν στα βάθη σας. Ο Κύριος μιλά σε εμάς με μύριες φωνές. Μιλά ειρηνικά, συζητώντας με μακροθυμία με μας. Αλλά είναι σπάνιες οι καρδιές, οι οποίες τον ακούνε. Ευτυχείς οι ψυχές, που ποθούν τον Κύριο όπως τα διψασμένα ελάφια τις πηγές των νερών, οι οποίες από τον πόθο αυτόν ωθούμενες βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία μαζί του.
Ιω. 4,27 καὶ ἐπὶ τούτῳ(1) ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς(2) ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι(3) εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς(4) μετ᾿ αὐτῆς;
Ιω. 4,27 Και αυτήν ακριβώς την ώρα ήλθαν οι μαθηταί του και ηπόρησαν, διότι ο διδάσκαλός των συνωμιλούσε με γυναίκα εις δημόσιον τόπον (πράγμα το οποίον απηγόρευαν οι ραββίνοι των Ιουδαίων). Αλλά κανείς δεν είπε• τι ζητείς από αυτήν η δια ποίον θέμα συζητείς μαζή της.
(1) Ο σιναϊτικός και ο κώδικας του Βέζα έχουν τη γραφή: ἐν τούτῳ. «Με την έννοια: ενώ λέγονταν αυτά» (Ζ). «Σε πάρα πολύ κατάλληλο καιρό ήλθαν, όταν είχε τελειώσει η διδασκαλία» (Χ). «Η παρουσία των μαθητών έδωσε τέλος στα λόγια προς τη γυναίκα» (Κ).
(2) Τα περισσότερα από τα χειρόγραφα έχουν τη γραφή: εθαύμαζον. Τι όμως θαύμαζαν;
«Την έλλειψη υπερηφάνειας, την ταπείνωση την υπερβολική, ότι ενώ ήταν τόσο ξακουστός, ανεχόταν… να συζητά με ασήμαντη γυναίκα και Σαμαρείτιδα» (Χ). Επικρατούσε μεγάλη περιφρόνηση προς τις γυναίκες. Μία από τις ευχαριστίες, οι οποίες αναπέμπονταν στην καθημερινή λατρεία της συναγωγής ήταν και αυτή: Ας είσαι ευλογητός, Κύριε… διότι δεν με έκανες γυναίκα (τ).
Υπήρχε προκατάληψη ραββινική και παράγγελμα ραββινικό, σύμφωνα με το οποίο: «Μην παρατείνεις την συνομιλία με γυναίκα· ας μη συζητά κάποιος στο δρόμο με γυναίκα, ούτε με τη δική του σύζυγο· ας κατακαίγονται τα λόγια του νόμου μάλλον παρά να διδάσκονται σε γυναίκες» (Pirke Aboth). Από αυτά εξηγείται η έκπληξη των μαθητών, οι οποίοι για πρώτη ίσως φορά θα έβλεπαν τον διδάσκαλο να μιλά σε δημόσιο τόπο με γυναίκα (g).
(3) Η έκπληξή τους όμως δεν έδωσε σε αυτούς το θάρρος να ρωτήσουν τον διδάσκαλο για το αντικείμενο και το σκοπό της συζήτησης (g). Αναμφίβολα η έκφραση του Κυρίου, που μιλούσε για τη Μεσσιακή του ιδιότητα, είχε μέσα της πολύ επιβλητικότητα και σοβαρότητα, τα οποία επέβαλαν σιγή στους μαθητές (ο). «Αλλά όμως, αν και ένιωσαν έκπληξη δεν ρώτησαν την αιτία… Τόσο πολύ ένιωθαν απέναντί του δέος και ντροπή» (Χ). «Σιώπησαν, τιμώντας τον» (Ζ). Διδάξου από την επιφυλακτικότητα και σιωπή αυτή των μαθητών, ότι όταν αντιμετωπίζεις δύσκολες περιστάσεις, οι οποίες σου φαίνονται ανεξήγητες σε σχέση με τη σοφή και αγαθή Πρόνοια, μένε πάντοτε αναπαυμένος με την πληροφορία, ότι καθετί που πράττει ο Κύριος και καθετί που επιτρέπει και για σένα είναι καλό, σοφό και ωφέλιμο.
(4) Ή, το μεν «ζητάς» αναφέρεται σε κάποια υπηρεσία, την οποία ο Κύριος ζήτησε από τη Σαμαρείτιδα, ενώ το «λαλείς» σε διδασκαλία που απευθύνθηκε σε αυτήν (g). Ή, το μεν «ζητάς» απευθύνεται προς τη γυναίκα (=Τι θέλεις από τον διδάσκαλο;), ενώ το «λαλείς» προς τον Κύριο (=Τι διδάσκεις αυτήν;)(β). Πιο επιτυχής ερμηνεία μάλλον η πρώτη.
Ιω. 4,28 Ἀφῆκεν οὖν(1) τὴν ὑδρίαν(2) αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις(3)·
Ιω. 4,28 Η δε γυναίκα αφήκε από την μεγάλην της συγκίνησιν την στάμνα της στο πηγάδι και έφυγε δια την πόλιν, όπου και είπεν στους ανθρώπους•
(1) Μετά την αποκάλυψη που έγινε σε αυτήν. Βαθιά συγκινημένη δεν μιλά, αλλά ενεργεί, όπως αυτοί που κυριαρχούνται από κάποια ισχυρή εντύπωση.
(2) «Είτε για να την γεμίσει επιστρέφοντας ύστερα από αυτά, είτε ξεχνώντας τα πιο ασήμαντα πράγματα, γεμάτη από χαρά· επίσης μπορούσε τώρα να τρέχει χωρίς να εμποδίζεται από κάποιο φορτίο. Συμπεριφέρεται η γυναίκα προς το νερό, όπως ο Ιησούς μετά από λίγο στο ψωμί σαν πράγμα δευτερεύουσας σημασίας» (b).
«Τόσο άναψε φλόγα μέσα της από όσα ειπώθηκαν ώστε και το αγγείο να αφήσει και την ανάγκη για την οποία είχε πάει εκεί» (Χ).
«Τόσο γρήγορα λοιπόν προτίμησε το νερό του Χριστού από την πηγή του Ιακώβ» (Θφ).
«Ήλθε να αντλήσει νερό και επειδή πέτυχε την αληθινή πηγή, περιφρόνησε την αισθητή, διδάσκοντάς μας… όταν ακούμε να γίνεται λόγος για τα πνευματικά, να παραβλέπουμε όλα τα βιοτικά και καθόλου να μην τα λογαριάζουμε» (Χ). Πρακτικές παρατηρήσεις πάνω στην ενέργεια αυτή της γυναίκας: Όταν ήλθαν οι μαθητές, αποχώρησε ευγενικά, για να αφήσει τον Κύριο ελεύθερο να φάει. Τα λόγια του Κυρίου έθελγαν αυτήν, δεν έπρεπε όμως αυτή να αποδειχτεί άξεστη και αγενής. Υπάρχει καιρός για το κάθε πράγμα. Και καθετί είναι ωραίο στον καιρό του. Έσπευσε η γυναίκα. Υπέθετε ότι ο Κύριος όταν θα προγευμάτιζε, θα εξακολουθούσε την πορεία του και θα απομακρυνόταν από την πόλη της. Έτρεξε λοιπόν για να αναγγείλει τα συμβάντα και στους συμπολίτες της. Για λίγο είναι ακόμα το φως μαζί σας. Σημείωσε, πώς η γυναίκα αυτή χρησιμοποίησε το χρόνο. Όταν διακόπηκε η συνομιλία της με τον Ιησού, έσπευσε να ανακοινώσει τα σχετικά με αυτήν και στους άλλους. Όταν ακούσαμε το λόγο του Θεού, τότε είναι καιρός να μιλήσουμε για αυτόν και στους άλλους. Άφησε τη στάμνα της. Όσοι γνώρισαν το Χριστό, αποδεικνύουν αυτό με άγια περιφρόνηση προς τα μάταια αγαθά του κόσμου.
(3) Με αυτό σημαίνονται οι πρώτοι τυχόντες, τους οποίους η γυναίκα συνάντησε μπαίνοντας στην πόλη (g).
Ιω. 4,29 δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον(1) ὃς εἶπέ μοι πάντα(2) ὅσα ἐποίησα(3)· μήτι(4) οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;
Ιω. 4,29 “ελάτε να ιδήτε ένα άνθρωπον, ο οποίος μου είπε όλα όσα έχω κάμει. Μηπως αυτός είναι ο Χριστός;”
(1) «Πρόσεξε με πόση σύνεση μιλάει. Διότι δεν είπε· Ελάτε να δείτε το Χριστό, αλλά και αυτή προσελκύει τους άνδρες με την ίδια συγκατάβαση με την οποία και ο Χριστός την προσείλκυσε» (Χ).
«Ελάτε και δείτε, λέει συνετά, φωνάζοντας κατά κάποιο τρόπο με θερμότερες φωνές· Θα είναι αρκετή και μόνο η θέα για να πιστέψετε» (Κ).
Δες με πόσο ενδιαφέρον επιζητά να γνωρίσει στους συγγενείς και συμπολίτες της το Χριστό. Όταν βρήκε το θησαυρό εκείνον, συγκάλεσε τους φίλους και τους γείτονες, όχι μόνο για να χαρούν μαζί της αλλά και για να συμμετάσχουν σε αυτόν το θησαυρό. Η γυναίκα αυτή έγινε απόστολος διδάσκοντας όλους εκείνους, οι οποίοι γνώρισαν τον Ιησού και απόλαυσαν τις δωρεές του, ότι πρέπει και αυτοί να πράττουν ό,τι εξαρτάται από αυτούς, ώστε και άλλοι να έρθουν σε αυτόν. Η γυναίκα απευθύνθηκε προς τους συμπολίτες της. Αν και κοντά μας είναι κάθε άνθρωπος, τον οποίο μας δίνεται ευκαιρία να ευεργετήσουμε, όμως πολλές τέτοιες ευκαιρίες για ευεργεσία παρέχονται σε εμάς απέναντι σε εκείνους μαζί με τους οποίους συζούμε και για αυτό έχουμε προς αυτούς τις μεγαλύτερες υποχρεώσεις.
(2) Με υπερβολή λέει αυτό, στην ουσία όμως είναι αλήθεια. Από τα συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής της, τα οποία ο Ιησούς σε αυτήν αποκάλυψε, σχημάτισε αυτή την εδραία πεποίθηση, ότι και όλα τα απόκρυφά της ήταν γνωστά σε αυτόν και μπορούσε αν το έφερνε η περίσταση να φανερώσει σε αυτήν αυτά (ο). «Παρόλο που δεν της αποκάλυψε όλη τη ζωή της, αλλά από αυτά που ειπώθηκαν πείστηκε και για τα άλλα» (Χ).
(3) «Δεν ντράπηκε να πει ότι μου είπε όλα όσα έκανα, αν και βεβαίως μπορούσε να πει με άλλο τρόπο· Ελάτε να δείτε κάποιον που προφητεύει» (Χ). «Αλλά δεν κάνει έτσι, αλλά περιφρονεί τη δική της υπόληψη και αποβλέπει μόνο στο να κηρύξει την αλήθεια» (Θφ).
«Διότι όταν θερμανθεί η ψυχή με τη θεία φωτιά, δεν βλέπει πλέον σε τίποτα από τα γήινα, ούτε τη δόξα, ούτε την ντροπή, αλλά για ένα μόνο νοιάζεται, για την φλόγα που την έχει κυριεύσει» (Χ). Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτ. και βατικανού: ἅ εποίησα.
(4) Ο τρόπος αυτός της ερώτησης φανερώνει δισταγμό, υπάρχει όμως μέσα του και κάποια ελπίδα, ότι η απάντηση μπορεί να είναι θετική. Η πεποίθηση όμως της Σαμαρείτιδας ήταν, ότι αυτός που συζήτησε μαζί της ήταν ο Χριστός. Γιατί λοιπόν εκφράζεται έτσι;
«Για να μη φανεί ότι κρίνει από μόνη της για τόσο σοβαρή υπόθεση· διότι θεωρούνταν μέγιστο πράγμα το να αναγνωρίσει κάποιος τον προσδοκώμενο (Μεσσία)… Υποκρίνεται λοιπόν ότι διστάζει κατά κάποιο τρόπο, ώστε οι ίδιοι να βγάλουν την απόφαση» (Ζ),
«και έτσι κάνει πιο εύκολα αποδεκτό τον λόγο» (Θφ). Μία τέτοια για τον Μεσσία είδηση ήταν τόσο σοβαρή και καταπληκτική ώστε θα φαινόταν μάλλον απίθανη. Προσαρμόζεται λοιπόν η γυναίκα συνετά στη διάθεση των ακροατών της και εκφράζεται με κάποιο δισταγμό (ο).
Για αυτό «ούτε μίλησε με σαφήνεια, ούτε σιώπησε· διότι δεν ήθελε να τους παρασύρει με τη δική της γνώμη, αλλά αφού ακούσουν το Χριστό, να γίνουν κοινωνοί αυτής της απόφασης… Διότι ήξερε, ήξερε καλά ότι, εάν δοκίμαζαν μόνο από εκείνη την πηγή, θα πάθαιναν τα ίδια, τα οποία έπαθε και αυτή» (Χ).
Ιω. 4,30 ἐξῆλθον(1) οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο(2) πρὸς αὐτόν.
Ιω. 4,30 Εβγήκαν, λοιπόν, από την πόλιν οι άνθρωποι και ήρχοντο προς αυτόν.
(1) Αφού μαζεύτηκαν από την Σαμαρείτιδα σε μεγάλο αριθμό, βγήκαν (g).
«Οι Σαμαρείτες παρουσιάζονται ανώτεροι από την παραφροσύνη των Ιουδαίων και… ακούγοντας ένα και μόνο θαύμα, σπεύδουν τρέχοντας προς τον Ιησού, έχοντας πιστέψει όχι με τα λόγια των αγίων προφητών… ούτε με τον Ιωάννη που τον έδειχνε με το δάχτυλό του, αλλά με τη διήγηση μιας γυναίκας, και μάλιστα αμαρτωλής» (Κ).
Παρόλο που θα φαινόταν σε οποιονδήποτε από τους Σαμαρείτες εκείνους απίθανο, ότι σε μία τόσο άσημη αλλά και τόσο κακού χαρακτήρα γυναίκα θα παρεχόταν η τιμή να κηρύξει πρώτη στην πατρίδα της την έλευση του Μεσσία, όμως ο Θεός ενέπνευσε στις καρδιές τους την διάθεση και κλίση, ώστε να προσέξουν στα λόγια της και να μην θεωρήσουν αυτά σαν κάποιο ανόητο μύθο. Μην ξεχνάμε, ότι «ούτε αυτός που φυτεύει είναι κάτι, ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά ο Θεός που αυξάνει» (Α΄ Κορ. γ 7)
(2) Ο παρατατικός λέγεται σε σχέση με την ακόλουθη αφήγηση του διαλόγου του Ιησού με τους μαθητές (β)= Την ώρα που οι Σαμαρείτες ήταν στο δρόμο, ρωτούσαν οι μαθητές λέγοντας…
Ιω. 4,31 Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ(1) ἠρώτων(2) αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε(3).
Ιω. 4,31 Εν τω μεταξύ οι μαθηταί παρακαλούσαν τον διδάσκαλον και έλεγαν• “ραββί, φάγε”.
(1) Στο διάστημα μεταξύ της αναχώρησης της Σαμαρείτιδας και της άφιξης των Σαμαρειτών (b).
(2) Όπως συχνά στη Γραφή, έχει και εδώ την έννοια του «παρακαλώ», χωρίς να χάνει και την άλλη έννοιά του, του «ρωτώ» (μήπως ήθελε να φάει)(g).
«Δηλαδή τον παρακαλούσαν να φάει» (Ζ).
«Επειδή τον έβλεπαν κουρασμένο από την οδοιπορία και από τον καύσωνα που υπήρχε, τον παρακαλούσαν· το ότι τον παρακαλούσαν να φάει, δεν ήταν ένδειξη αυθάδειας, αλλά φιλοστοργίας για τον διδάσκαλο» (Χ).
Όταν ο Κύριος κάθισε στο πηγάδι ήταν κουρασμένος και είχε ανάγκη ξεκούρασης. Αλλά η ευκαιρία για σωτηρία ψυχών, η οποία παρουσιάστηκε σε αυτόν, τον έκανε να λησμονήσει τον κόπο του και την πείνα του. Και τόσο λίγο θυμόταν τη σωματική τροφή, ώστε οι μαθητές τον προσκαλούσαν να φάει. Και η πρόσκληση αυτή δείχνει όχι μόνο την αγάπη, την οποία οι μαθητές είχαν προς τον διδάσκαλο, αλλά και την αγάπη του διδασκάλου για σωτηρία ψυχών. Ας μάθουμε από εδώ την άγια αδιαφορία και προς αυτές ακόμα τις αναγκαίες ενισχύσεις της ζωής σε σύγκριση με τα πνευματικά και ουράνια.
(3) Σωστά παρατηρήθηκε, ότι η παράκληση αυτή των μαθητών αποτελούσε τώρα άκαιρη παρεμβολή (Stier) και ότι οι μαθητές δείχνουν στην περίπτωση αυτή την ίδια αδυναμία να υψωθούν από τα υλικά στα πνευματικά, την οποία προηγουμένως και η Σαμαρείτιδα, η οποία δεν αντιλήφθηκε την πνευματική έννοια των λόγων του Κυρίου για ζωντανό νερό (Tholuck).
Ιω. 4,32 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς(1)· ἐγὼ(2) βρῶσιν(3) ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς(2) οὐκ οἴδατε(4).
Ιω. 4,32 Αυτός δε απορροφημένος από το υψηλόν πνευματικόν έργον του και αδιάφορος δια το υλικόν φάγητον, τους είπε• “εγώ έχω φάγητον να φάγω, που σεις δεν το ξέρετε”.
(1) «Όταν άρχισε λοιπόν η επιστροφή των Σαμαρειτών, που εντός ολίγου αναμενόταν αυτή… όλος εξολοκλήρου στρέφεται στη σωτηρία αυτών που είχαν κληθεί, και δεν νοιάζεται καθόλου για την τροφή του σώματος… ώστε με αυτό πάλι να ωφελήσει τους διδασκάλους των εκκλησιών και να τους πείσει να παραβλέπουν κάθε κόπωση, και να θεωρούν ανώτερη από τη φροντίδα του σώματος τη φροντίδα για αυτούς που σώζονται» (Κ).
Από την έναρξη της δημόσιας δράσης του ο Κύριος δεν δοκίμασε ίσως παρόμοια χαρά με εκείνην την οποία αισθάνεται τώρα. Η χαρά αυτή είχε χορτάσει αυτόν ακόμα και φυσικά (g). Η επιστροφή της Σαμαρείτιδας και η προσδοκόμενη έλευση των Σαμαρειτών συνδυαζόμενες μαζί με το ζωηρότατο ενδιαφέρον του Ιησού να σώσει αυτούς, εξουδετέρωσαν φυσικά και αυτό το αίσθημα της πείνας.
«Ο Κύριος ξέρει, ότι η Σαμαρείτιδα πρόκειται να προσελκύσει όλη σχεδόν την πόλη προς αυτόν, και ότι θα πιστέψουν σε αυτόν οι Σαμαρείτες» (Θφ).
Ο πνευματικός του ζήλος έδιωξε την πείνα (b).
(2) Ισχυρή αντίθεση και με πολλή έμφαση.=Εγώ έχω το δικό μου φαγητό. Εσείς έχετε το δικό σας (g). Αντιθέτει την ειδική αποστολή του, η οποία ξεπερνούσε κάθε υλικό, με ό,τι απασχολούσε τη στιγμή εκείνη τους μαθητές. Αυτή βρισκόταν πάνω από καθετί, το οποίο οι μαθητές μπορούσαν τότε να κατανοήσουν. Όμως δεν μέμφεται αυτούς, αλλά διακηρύσσει γενική αρχή μεγάλης σπουδαιότητας· ότι δηλαδή παρόλο που η φυσική τροφή αποτελεί ανάγκη για το σώμα, πρέπει όμως να θεωρείται κατώτερη και υποταγμένη στην υψηλότερη πνευματική τροφή, η οποία συνίσταται στην υπακοή προς το Θεό και στην υπηρεσία του θελήματός του για σωτηρία των ανθρώπων (ο).
(3) Εννοεί κυρίως εδώ όχι την πράξη του να τρώει κάποιος όπως στο Α΄ Κορ. η 4, αλλά την ίδια την τροφή (σ. 34) δηλαδή αυτό που χρησιμοποιείται στην πράξη της τροφής, δηλαδή το φαγητό (β).
«Τη σωτηρία των ανθρώπων την ονόμασε εδώ φαγητό, δείχνοντας πόση επιθυμία έχει για τη δική μας φροντίδα· όπως ακριβώς δηλαδή σε εμάς είναι ποθητό το να τρώμε, έτσι σε αυτόν το να σωθούμε» (Χ).
«Τόσο πολύ επιθυμώ αυτήν, λέει, όσο κανείς από εσάς την αισθητή τροφή» (Θφ). Προτιμά τη λέξη βρώση από την πιο σωστή βρώμα, διότι αυτή αρμόζει περισσότερο στην πνευματική έννοια του λόγου αυτού, παρά το συγκεκριμένο βρώμα (φαγητό)(g).
(4) «Γιατί δεν είπε αμέσως· Δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα του Πατέρα μου;… Διότι ήθελε πρώτα με την ερώτηση να τους κάνει προσεκτικότερους και να τους συνηθίσει με τέτοιου είδους αινίγματα, να ακούνε τα λόγια του» (Χ). Πολύ ευχάριστο αίνιγμα! (b).
Ιω. 4,33 ἔλεγον οὖν(1) οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους(2)· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν(3);
Ιω. 4,33 Ελεγαν τότε μεταξύ των οι μαθηταί• “μήπως του έφερε κανείς να φάγη;”
(1) Δηλώνει την συνέπεια της προηγουμένης άρνησης του Κυρίου να φάει και της διακήρυξής του, ότι έχει φαγητό (ο).
(2) «Ντρέπονταν να ρωτήσουν εκείνον» (Ζ). Η σοβαρότητα και επιβολή του Κυρίου απέτρεπε την ανάρμοστη οικειότητα και συγκρατούσε αυτούς που ζούσαν μαζί του να απευθύνουν σε αυτόν ερωτήσεις.
(3) Για την έννοια του «μη τις» δες σ. 29.
«Οι μαθητές θεωρώντας ότι μιλά για αισθητή τροφή, απορούν μεταξύ τους» (Ζ). «Γιατί λοιπόν θαυμάζεις, αν η γυναίκα, ακούγοντας νερό, φανταζόταν ακόμα νερό, τη στιγμή βεβαίως που και οι μαθητές ακόμα παθαίνουν τα ίδια και δεν καταλαβαίνουν μέχρι στιγμής τίποτα πνευματικό; Αλλά απορούν μεν, πάλι όμως αποδίδουν στον διδάσκαλο την οφειλομένη τιμή και τον σεβασμό, αφού μεταξύ τους μεν συζητούν, αλλά αυτόν δεν τολμούν να τον ρωτήσουν» (Χ).
Είχε τόση ανορεξία για τις τροφές που έφεραν, ώστε οι μαθητές νόμισαν, ότι είχε ήδη φάει. Όσοι έχουν ως ειδικό έργο τους την πνευματική διακονία, όταν παρουσιάζεται σε αυτούς κάποια επείγουσα περίπτωση για αυτήν, ας προτιμούν και από αυτήν την σωματική τροφή, το να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του πνευματικού έργου. Αυτό έπραξε και ο δούλος του Αβραάμ, ο οποίος, όταν του πρόσφεραν «άρτους να φάει, είπε· Δεν θα φάω, μέχρι να πω τα λόγια που έχω να πω» (Γεν. κδ 33). Ομοίως και ο Σαμουήλ, ο οποίος δεν δέχτηκε να ξαπλώσει για ανάπαυση πριν χρίσει τον Δαβίδ βασιλιά (Α΄ Βασ. ιστ 13).
Ιω. 4,34 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐμὸν βρῶμά(2) ἐστιν ἵνα ποιῶ(3) τὸ θέλημα(4) τοῦ πέμψαντός με(5) καὶ τελειώσω(6) αὐτοῦ τὸ ἔργον(7).
Ιω. 4,34 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς• “ιδικόν μου πολυτιμότατον φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου, ο οποίος με έστειλε και να αποπερατώσω στον τέλειον βαθμόν και με τον τέλειον τρόπον το έργον του, δηλαδή την σωτηρία των ανθρώπων.
(1) Ο Κύριος «ερμηνεύει τον λόγο» (Ζ) και «αφαιρώντας όλο το κάλυμμα του λόγου, παρουσίασε ολοφάνερη σε αυτούς την αλήθεια» (Κ).
(2) Με το οποίο η όρεξή μου ικανοποιείται (b). Ο Κύριος υπονοεί, ότι μόνη η πνευματική ζωή είναι αληθινή ζωή, πραγματική ζωή, και το να τρέφει κάποιος την ζωή αυτή είναι ασυγκρίτως σπουδαιότερο από το να ενισχύει την σωματική του ύπαρξη (μ).
(3) Ενεστώτας, που σημαίνει ότι η συμμόρφωση προς το θείο θέλημα πρέπει να είναι μόνιμη και συνεχής πράξη, που γίνεται σε κάθε στιγμή. Τελείως διαφορετικά το «τελειώσω» που ακολουθεί σε χρόνο μέλλοντα, αναφέρεται στη στιγμή, όταν το όλο έργο θα είναι πλέον συντελεσμένο και ο Ιησούς θα φωνάξει τετέλεσται (Ιω. ιθ 30)(g).
Το έργο, το οποίο είχε πράξει διδάσκοντας τη Σαμαρείτιδα, το έργο, το οποίο επρόκειτο να πράξει προς τους Σαμαρείτες, αυτό ήταν φαγητό και πιοτό για αυτόν. Αποτελούσε αυτό την μεγαλύτερη απόλαυση και ικανοποίηση από όσες μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Ουδέποτε πεινασμένος άνθρωπος ή κάποιος Επικούρειος θα ανέμενε με τόσο σφοδρό πόθο πλούσιο γεύμα, ούτε θα απολάμβανε με τόση αγαλλίαση τα σε αυτό παρατιθέμενα ορεκτικά και φαγητά, με όση ο Κύριος επιδιδόταν στο έργο της σωτηρίας ψυχών. Τίποτα άλλο δεν μπορούσε να τον ευχαριστήσει περισσότερο, όσο το να ευεργετεί ψυχές. Όταν προσκαλούνταν να φάει, δεχόταν την πρόσκληση, επειδή πάντοτε επιζητούσε ευκαιρίες για να κάνει το καλό και να ωφελήσει πνευματικά τους καλεσμένους στο γεύμα· αυτό ήταν πάντοτε η τροφή που του έδινε ευφροσύνη.
(4) Η σχέση μεταξύ των δύο ουσιαστικών θέλημα… έργο, ανταποκρίνεται στη σχέση των δύο ρημάτων. Για να έλθει σε πέρας το έργο, πρέπει να εκτελείται πιστά και συνεχώς το θέλημα (g).
(5) «Λέει ότι στάλθηκε… από τον Θεό Πατέρα σύμφωνα με τον τρόπο της ενανθρώπησης, κατά τον οποίο έλαμψε στον κόσμο με σάρκα» (Κ).
(6) =Να φέρω σε πλήρες τέλος, να συντελέσω. Ο Ιησούς δεν είχε ακόμη φτάσει ούτε στο μέσο του χρόνου της δημόσιας δράσης του. Και όμως ήδη σκέφτεται για το τέλος. Με τόσο ζήλο δρούσε σε όλο αυτό το διάστημα (b). Από την αρχή της δημόσιας δράσης του είχε συγκεντρώσει τη σκέψη του ολόκληρη στο πώς θα έφερνε σε πέρας το έργο για το οποίο στάλθηκε (ο). Ο Κύριος έγινε σε εμάς τέλειο παράδειγμα, διδάσκοντάς μας να πράττουμε το θέλημα του Θεού (α) με επιμέλεια και πλήρη αφοσίωση σαν να ήταν αυτό το μόνο και κύριο έργο μας, (β) με χαρά και απόλαυση, σαν να ήμασταν σε αυτό στο στοιχείο μας, (γ) με σταθερότητα και επιμονή, όχι μόνο σκεπτόμενοι να το πράξουμε, αλλά και αποσκοπώντας να το φέρουμε σε αίσιο πέρας.
(7) «Αποπερατώνει το έργο του, με το να γίνεται ο ίδιος σωτηρία σε αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν» (Κ). Η φράση «αὐτοῦ τὸ ἔργον» αναφέρεται όχι μόνο στην επιστροφή των Σαμαρειτών, για την οποία επρόκειτο τη στιγμή εκείνη, αλλά και στην όλη κλήση του Κυρίου (μ). Έργο ένα, μέγα, που περιλάμβανε Ισραηλίτες, Σαμαρείτες και όλα τα έθνη (b).
Ιω. 4,35 οὐχ ὑμεῖς λέγετε(1) ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται(2); ἰδοὺ λέγω ὑμῖν(3), ἐπάρατε(4) τοὺς ὀφθαλμοὺς(5) ὑμῶν καὶ θεάσασθε(4) τὰς χώρας(6), ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν(6) ἤδη(7).
Ιω. 4,35 Δεν λέγετε σεις, ότι τετράμηνος είναι ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Εκτός όμως από τον υλικόν θερισμόν, υπάρχει και ο πνευματικός. Ιδού σας λέγω, σηκώσατε τα μάτια σας και κυττάξατε τους Σαμαρείτας, που έρχονται, και τας άλλας χώρας και θα ιδήτε ότι είναι έτοιμοι πλέον δια τον θερισμόν, όπως, όταν από πράσινα σιτηρά ωριμάσουν και φαίνωνται λευκά τα στάχυα, είναι έτοιμα προς θερισμόν.
(1) Ο Κύριος κάνει αισθητή την στην προκειμένη περίπτωση ανάγκη δραστηριότητας και ζήλου στην εκτέλεση του θελήματος του επουράνιου Πατέρα, με παράδειγμα από αυτά που συμβαίνουν στην υλική σπορά, όπου το σιτάρι που σπέρνεται φυτρώνει και ωριμάζει για θερισμό αφού περάσει ορισμένο χρονικό διάστημα, όταν όμως ωριμάσει, πρέπει να θεριστεί (ο). Οι μαθητές, την ώρα που ετοίμαζαν το γεύμα και θεωρούσαν ότι αυτό ήταν η επείγουσα για τη στιγμή εκείνη ανάγκη, δεν υποπτεύονταν ότι πλησίαζε κάποιος θερισμός πνευματικός (g).
(2) Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές θεώρησαν, ότι ειπώθηκε αυτό άσχετα με τους αγρούς της Συχέμ, οι οποίοι απλώνονταν μπροστά στα μάτια του Κυρίου και των μαθητών του σπαρμένοι ήδη. Το «δεν λέτε εσείς», θεωρήθηκε ότι αναφέρεται σε παροιμιακό λόγο που συνηθιζόταν στους Ιουδαίους και γνωστό από τους μαθητές= Δεν ξέρετε και δεν λέτε εσείς την γνωστή παροιμία για τα χωράφια ότι… Πιθανότερη όμως παρουσιάζεται η ερμηνεία ότι ο λόγος αυτός του Κυρίου λέγεται σε σχέση με τους αγρούς που απλώνονταν δίπλα από το πηγάδι του Ιακώβ και ήταν ήδη σπαρμένοι και σε σχέση με την εποχή κατά την οποία ο Κύριος επιχειρώντας το ταξίδι προς Ιουδαία βρέθηκε τώρα στη Συχέμ.
«Γιατί εκείνο τον καιρό ήταν εποχή του χειμώνα και το καλάμι των σπόρων που μόλις είχε φυτρώσει και ήταν νέο άρχιζε πια να ανεβαίνει από τη γη, και μετά από τέσσερις μήνες αναμενόταν να πέσει στα χέρια του θεριστή» (Κ).
Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι ο θερισμός στην Παλαιστίνη γίνεται γύρω στα μέσα Απριλίου, («Ο θερισμός λοιπόν στην Ιουδαία αρχίζει να γίνεται γύρω στο μήνα… Νισάν, όταν γιορτάζεται το πάσχα, ώστε μερικές φορές έκαναν τα άζυμα από νέο σιτάρι. Αλλά έστω ότι δεν γινόταν εκείνο τον μήνα ο θερισμός, αλλά κατά τον επόμενο από αυτόν… Και σε αυτήν την περίπτωση, ο πριν το τετράμηνο καιρός… είναι ακμαίος χειμώνας» (Ω) τα συμβάντα στο πηγάδι του Ιακώβ σημειώθηκαν γύρω στα μέσα Δεκεμβρίου. Οποιαδήποτε παρ’ όλα αυτά από τις δύο αυτές εκδοχές και να προτιμήσουμε, με τα λόγια αυτά ο Κύριος θέλησε να τονίσει, ότι στη φυσική σπορά είναι ανάγκη να αναμείνει κάποιος με υπομονή την πάροδο αρκετού χρονικού διαστήματος, ώστε σε αυτό να φυτρώσει και να ωριμάσει το στάρι που σπάρθηκε.
(3) «Εγώ όμως σας λέω, ότι έφτασε ο νοητός θερισμός» (Θφ). Αντιτίθεται με το «δεν λέτε εσείς»· αυτό που συμβαίνει στη φύση (δεν λέτε εσείς…) αντιτίθεται με αυτά που γίνονται στη σφαίρα του Πνεύματος (να, εγώ σας λέω). Σε αυτήν μπορεί ο πνευματικός σπόρος να ωριμάσει αμέσως, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, να περάσει χρόνος μακρός. Και η απόδειξη βρισκόταν μπροστά στη θέα των μαθητών (σηκώστε τα μάτια σας)(g). Πριν λίγα μόλις λεπτά είχε σπείρει ο Κύριος τα πρώτα σπέρματα στην καρδιά της γυναίκας, και όμως δημιουργήθηκε ρεύμα Σαμαρειτών που έσπευδαν από την πόλη προς αυτόν, και αυτό αποτελούσε αγρό έτοιμο ήδη για θερισμό (μ).
Η εποχή του ευαγγελίου είναι εποχή θέρους και το έργο του ευαγγελίου είναι έργο θερισμού. Ο καιρός του θερισμού είναι καιρός εργασίας. Όλων τα χέρια πρέπει να είναι στο έργο. Ο καθένας πρέπει να εργάζεται για τον εαυτό του, για να ωριμάσει κάτω από την επίδραση της χάρης και των δωρεών του ευαγγελίου. Οι διάκονοι λοιπόν του Κυρίου πρέπει να εργάζονται, για να ελκύσουν ψυχές στον Κύριο. Η εποχή του θερισμού ακόμα είναι ευκαιρία, σύντομη και περιορισμένη περίοδος, η οποία δεν διαρκεί για πολύ. Έτσι και ο χρόνος, στον οποίο μπορούμε να επωφεληθούμε από το ευαγγέλιο είναι χρόνος ειδικής ευκαιρίας, η οποία όταν περάσει, δεν επιστρέφει πλέον.
(4) Με αυτά ο Κύριος εφιστά την προσοχή των μαθητών σε θέαμα απροσδόκητο, το οποίο αυτοί δεν μπορούσαν να εξηγήσουν (g).
«Διότι πράγματι έβλεπαν λοιπόν το πλήθος των Σαμαρειτών να έρχεται» (Χ) «και τις ψυχές τους που ήταν πρόθυμες και έτοιμες στην πίστη, οι οποίες σαν λευκά χωράφια χρειάζονται θερισμό» (Θφ).
(5) «Μάτια εδώ λέει τα μάτια και του νου και του σώματος» (Χ). Έβλεπαν με τα σωματικά μάτια το πλήθος να έρχεται, το οποίο για καθέναν που βλέπει και αντιλαμβάνεται πνευματικά, ήταν αγρός πνευματικός, έτοιμος για θερισμό.
(6) «Το χωράφι και ο θερισμός, δηλώνουν το ίδιο, το πλήθος των ψυχών που είναι έτοιμες για την υποδοχή του κηρύγματος… και την ετοιμότητα της θέλησής τους, την ονομάζει λευκά χωράφια. Διότι όπως ακριβώς τα στάχυα, όταν γίνουν λευκά, είναι έτοιμα για θερισμό, έτσι και αυτοί τώρα είναι έτοιμοι για σωτηρία» (Χ). «Χωράφια μεν ονομάζει τα πλήθη των Σαμαρειτών που έρχονται ήδη προς αυτόν· λευκά δε τα ονομάζει, διότι είναι έτοιμοι για να πιστέψουν» (Ζ).
Ή, και γενικότερα, χωράφια είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα, η οποία μέσω διαφόρων δρόμων είχε προετοιμαστεί για υποδοχή του Σωτήρα. Δείγμα λοιπόν και απόδειξη αυτής της κατάστασης είναι οι Σαμαρείτες που έρχονται (δ). Αυτοί ήταν μέρος του όλου. Ο κόσμος όλος αποδεχόταν το σωτήριο κήρυγμα. Ήταν επίσης λευκός, ώριμος για υποδοχή του (κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(7) Αντιτίθεται με το προηγούμενο «ἔτι τετράμηνος»= Στην υλική σπορά χρειάζεται να περάσει τετράμηνο. Εδώ όμως ετοιμάστηκε το παν σε λίγες στιγμές (ο). Μπαίνει στο τέλος της όλης πρότασης για την έμφαση (g).
Ιω. 4,36 καὶ ὁ θερίζων(1) μισθὸν(2) λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν(3) εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ(4) καὶ ὁ θερίζων.
Ιω. 4,36 Και εκείνος, που θερίζει στον πνευματικόν αυτόν αγρόν, παίρνει τον μισθόν του και χαίρει, διότι προσκαλεί και συγκεντρώνει τους ανθρώπους δια την αιώνιον ζωήν. Ετσι και εις την πνευματικήν καλλιέργειαν και εκείνος που σπείρει, δηλαδή εγώ, χαίρει, όπως επίσης χαίρετε και σεις που θα θερίσετε.
(1) «Θέρισαν οι απόστολοι» (Χ). Δες σ. 38 και ιε 16. Μπορεί να είναι ο λόγος γενικός. «Μιλάει εδώ γενικότερα για όλους όσους πρόκειται να πιστέψουν, Σαμαρείτες και Ιουδαίους» (Ζ). Σε αυτήν την εκδοχή, σποριάς εκτός από τον Κύριο είναι δυνατόν «και οι προφήτες είναι αυτοί που έσπειραν» (Χ). Και το ακόλουθο «ώστε να χαίρεται μαζί και αυτός που σπέρνει και αυτός που θερίζει», θα το ερμηνεύσουμε:
«Επειδή επρόκειτο να πει ότι άλλος έσπειρε και άλλος θερίζει, για να μην νομίσει κάποιος ότι οι προφήτες στερούνται του μισθού, λέει κάτι παράξενο και παράδοξο και το οποίο δεν συμβαίνει στα αισθητά πράγματα… Διότι στα μεν αισθητά πράγματα εάν συμβεί άλλος να σπείρει και άλλος να θερίσει, δεν χαίρονται μαζί, αλλά λυπούνται αυτοί που έσπειραν, διότι ενώ άλλοι κουράστηκαν, χαίρονται όμως μόνοι αυτοί που θερίζουν· εδώ όμως δεν είναι έτσι, αλλά και αυτοί που δεν θερίζουν αυτά που έσπειραν, χαίρονται το ίδιο με αυτούς που θερίζουν» (Χ).
«Οι προφήτες έσπειραν, αλλά δεν θέρισαν. Δεν έχουν όμως στερηθεί εξαιτίας αυτού από την ευχαρίστηση, αλλά χαίρονται μαζί μας, έστω και αν δεν θερίζουν μαζί μας» (Θφ).
Πολύ αξιόλογη όμως και η ερμηνεία των νεωτέρων, σύμφωνα με την οποία τα λόγια αυτά του Κυρίου δεν ειπώθηκαν με έννοια γενική, αλλά αναφέρονται στην περίπτωση αυτή της επικείμενης επιστροφής των Σαμαρειτών. Η έννοιά τους λοιπόν είναι η εξής: Στα υλικά οι άνθρωποι σπέρνουν με δάκρυα και κόπους, ώστε μετά από αρκετό χρόνο να θερίσουν με αγαλλίαση (Ψαλμ. ρκε 5). Σε αυτήν εδώ όμως την πνευματική σπορά, εγώ ο σποριάς χαίρομαι ταυτόχρονα με εσάς τους θεριστές, διότι σπορά και θερισμός συμπίπτουν κατά τον ίδιο χρόνο (g,β).
(2) Ή, μισθός είναι η ίδια η αιώνια ζωή, στην οποία ο θεριστής εισάγει με το κήρυγμά του αυτούς που πιστεύουν σε αυτό (κ).
Ή, είναι η χαρά που συνοδεύει την διακονία, που αποβλέπει σε σωτηρία ψυχών και την συγκομιδή καρπών πνευματικών, οι οποίοι θα μείνουν αιώνια (ο,g). Χωρίς να αποκλείεται και η έννοια της αμοιβής, την οποία θα πάρουν από τον Κύριο και στη μέλλουσα ζωή αυτοί που υπηρετούν καλά στον αγρό του. Ο Χριστός υποσχέθηκε ότι θα πληρώσει καλά όσους χρησιμοποιεί στο έργο του. Διότι δεν θα κάνει ό,τι και ο Ιωακείμ, ο γιος του βασιλιά Ιωσία, ο οποίος έχτισε «σπίτι όχι με δικαιοσύνη και τον μισθό του διπλανού του δεν θα του τον πληρώσει» (Ιερεμ. κβ 13), ούτε ό,τι πράττουν εκείνοι για τους οποίους ειπώθηκε «να, ο μισθός αυτών που θέρισαν τα χωράφια σας που τους τον στερήσατε, κράζει» (Ιακ. ε 4). Οι θεριστές του Κυρίου κράζουν βεβαίως προς αυτόν νύχτα και ημέρα, αλλ’ όμως δεν κράζουν και εναντίον του διότι δεν έχουν κανένα παράπονο εναντίον του, αλλά τελείως αντιθέτως ευλογούν την δικαιοσύνη του και την αγαθότητά του.
(3) Καρπός είναι οι ψυχές που σώζονται, οι οποίες ελευθερωμένες από την αμαρτία και το θάνατο, εισάγονται στην αιώνια ζωή (ο,β).
(4) Μπορούμε να το πάρουμε ότι λέγεται και για τη χαρά στη μέλλουσα ζωή στην ουράνια Ιερουσαλήμ, όταν με χαρά θα βλέπουν όλοι οι εργάτες του Θεού τους καρπούς των κόπων τους (δ).
Ιω. 4,37 ἐν γὰρ τούτῳ(1) ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός(2), ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
Ιω. 4,37 Και εις την περίστασιν αυτήν εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, που λέγει ότι άλλος έχει σπείρει και άλλος θερίζει. Εγώ έσπειρα, σεις και οι διάδοχοί σας θα θερίσετε.
(1) Στο ότι θα θερίσετε εσείς σήμερα (g).
(2) «Λόγο αληθινό εννοεί κάποια παροιμία που κυκλοφορούσε στο πλήθος» (Θφ). Το να σπείρει ένας για να θερίσει άλλος, είναι άδικο και δυσάρεστο (Ιώβ λα 8), και έρχεται ως ποινή και κατάρα για τις αμαρτίες αυτού που έσπειρε (Δευτ. κη 30,Μιχ. στ 15). Και κάθε ημέρα στον ανθρώπινο βίο βρίσκει εφαρμογή και αποδεικνύεται ακριβής και αληθινή η παροιμία: Άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει. Στον πνευματικό όμως θερισμό η παροιμία αυτή βρίσκει κατεξοχήν την επαλήθευσή της, όχι λόγω αμαρτιών του σποριά, αλλά από ανιδιοτέλεια αυτού ή από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται το πνευματικό έργο (β).
Και έχει μεν υπ’ όψη ο Κύριος την συγκομιδή της τωρινής περίστασης, κατά την οποία οι μαθητές θα δοκιμάσουν τώρα τη χαρά, από την επιστροφή των Σαμαρειτών, μολονότι δεν έσπειραν αυτοί και δεν κοπίασαν για αυτήν. Προδιαγράφει όμως συγχρόνως σε αυτούς και την φύση του αποστολικού τους έργου, σαν να προλέγει σε αυτούς, ότι και αυτοί εν καιρώ θα γίνουν σποριάδες, για να αφήσουν σε άλλους την αποστολή του θερισμού (ο).
Ιω. 4,38 ἐγὼ(1) ἀπέστειλα(2) ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι(3), καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε(4).
Ιω. 4,38 Εγώ σας έστειλα δια να θερίσετε εκείνο, δια το οποίον σεις δεν έχετε κοπιάσει. Αλλοι, εγώ και οι προ εμού προφήται, εκοπίασαν, και σεις έχετε εισέλθει στους κόπους των, δια να θερίσετε.
(1) Ο Κύριος του θερισμού σύμφωνα με τα Ματθ. θ 38,Λουκ. ι 2. Εφαρμόζει τώρα την γενικώς ισχύουσα παροιμία και στους μαθητές του (ο,F). «Δες πώς όλα τα λέει σαν δεσπότης και εξουσιαστής» (Θφ).
(2) Το ρήμα λέγεται σε πολλά σημεία στον Ιωάννη, για τους μαθητές όμως ότι στάλθηκαν από τον Κύριο, μόνο εδώ και στο ιζ 18 (β). Ο αόριστος μάλλον μπαίνει προληπτικά για αυτά που πρόκειται να συμβούν, σαν αυτά να συνέβησαν. Μιλά λοιπόν ο Κύριος για την μετά το θάνατό του αποστολή των μαθητών και την γενικότερη αποστολική διακονία τους.
(3) «Διαβεβαιώνει ότι οι απόστολοι εισχώρησαν στους κόπους των αγίων προφητών» (Κ). Οι άλλοι αυτοί είναι τα πρόσωπα που διακρίθηκαν στην Π.Δ., ο Πρόδρομος, και ειδικότερα ο ίδιος ο Κύριος. Μιλά για κόπο.
«Διότι το πάρα πολύ επίπονο ήταν το εξής, το οποίο χρειαζόταν πολύ κόπο, το να ρίξει δηλαδή τα σπέρματα και να εισάγει μία ψυχή αμύητη στη θεογνωσία» (Χ). «Σποριάδες είναι ο Μωϋσής και οι προφήτες που έγραψαν τα σχετικά με τη νουθεσία μας, στους οποίους κατέληξαν οι έσχατοι χρόνοι, και κήρυξαν τον ερχομό του Χριστού· θεριστές είναι οι απόστολοι που αποδέχτηκαν το Χριστό… σπόρος είναι όλος ο λόγος που έγινε με αποκάλυψη μυστηρίου που τηρούνταν σε σιωπή από αιώνες» (Ω).
Στην παρούσα περίπτωση της επιστροφής των Σαμαρειτών, «άλλοι» ήταν πρωτίστως ο Κύριος, ο οποίος παρά τον κόπο της οδοιπορίας, με τον λόγο του είλκυσε την Σαμαρείτιδα, και έπειτα σε κάποιο βαθμό και η Σαμαρείτιδα (β,ο,g). Στο Ματθ. ιγ 37 ονομάζεται ο Κύριος σποριάς του αγαθού σπέρματος, και αναντίλεκτα είναι ο Μέγας Σποριάς.
(4) «Εσείς ήλθατε στα εύκολα· διότι όπως στο θερισμό ο καρπός μαζεύεται με ευκολία και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα το αλώνι γεμίζει από δεμάτια, που δεν περιμένουν τις καιρικές μεταβολές… έτσι γίνεται και τώρα» (Χ).
«Οι απόστολοι εισχώρησαν στον κόπο του Μωϋσή και των προφητών αφού τους μύησε ο Ιησούς» (Ω). Εννοείται όμως, ότι αυτό ακριβώς θα δοκίμαζαν εκ πείρας και οι ίδιοι οι απόστολοι στο δικό τους έργο, του οποίου μεγάλο μέρος θα έμενε, για να θερίσουν άλλοι αυτό (g). Τα λόγια «άλλοι κοπίασαν και εσείς μπήκατε στον κόπο τους» εφαρμόζονται σε κάθε περίοδο της εκκλησιαστικής ζωής (β).
Από τους κόπους των εργατών του ευαγγελίου, οι οποίοι πέθαναν και έφυγαν, πολύς αγαθός καρπός είναι δυνατόν να συγκομίζεται από τους επιζώντες και τους διαδόχους τους. Έχουμε λοιπόν λόγους να ευλογούμε το Θεό για εκείνους, οι οποίοι έζησαν ως εργάτες του αγρού του πριν από εμάς· διότι εμείς μπήκαμε στον κόπο τους. Οι σπουδές τους, οι κόποι τους, τα κηρύγματά τους, οι συγγραφές τους έκαναν ευκολότερο το έργο μας.
Ιω. 4,39 Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν(1) τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός(2), μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.
Ιω. 4,39 Από δε την πόλιν εκείνην πολλοί Σαμαρείται επίστευσαν εις αυτόν από τα λόγια της γυναικός εκείνης, που επεβεβαίωνε ότι μου είπε όλα όσα έκανα.
(1) Πίστεψαν ως τον Μεσσία τον οποίο είχε υποσχεθεί ο Θεός. Να και ο θερισμός που ανάγγειλε ο Κύριος στο σ. 35 στους μαθητές. Αναμφίβολα η πίστη των Σαμαρειτών είναι αόριστη και γενική, είναι όμως ικανή να φέρει αυτούς στο Χριστό, για να γίνει κοντά του φωτεινότερη και ισχυρότερη.
(2) Η υπερφυσική γνώση την οποία επέδειξε ο Ιησούς, ήταν αρκετή χωρίς κάποιο άλλο θαύμα να προσελκύσει στην πίστη.
«Οι Ιουδαίοι αν και γνώριζαν πολύ περισσότερα από τους Σαμαρείτες και είχαν ανατραφεί με τους Προφήτες, φάνηκαν στην προκειμένη περίπτωση κατώτεροι από αυτούς. Διότι αυτοί μεν και από τη γυναίκα και χωρίς να δουν κανένα θαύμα, βγήκαν και παρακαλούσαν το Χριστό να μείνει κοντά τους· ενώ οι Ιουδαίοι παρόλο που είδαν και θαύματα όχι μόνο δεν τον κρατούσαν κοντά τους, αλλά και τον έδιωχναν» (Χ).
Για το λόγο της γυναίκας. Δες πώς ο Θεός ευαρεστείται μερικές φορές να χρησιμοποιεί ασθενέστατα όργανα για έναρξη και ολοκλήρωση αγαθού έργου. Δες επίσης, ότι «λίγη φωτιά πόση ύλη ανάβει». Ο Κύριος διδάσκοντας μία φτωχή γυναίκα, διέδωσε τη γνώση της αλήθειας σε ολόκληρη πόλη. Ας μη γίνονται απρόθυμοι και ας μην αποθαρρύνονται οι κήρυκες του ευαγγελίου, εάν έχουν λίγους ή και άσημους ακροατές. Οι λίγοι αυτοί θα διαδώσουν ό,τι ακούνε και σε περισσότερους. Τέλος δες, πόσο αποτελεσματικό είναι να μιλά κάποιος για το Χριστό από την πείρα του, όπως μίλησε στους συμπολίτες της η Σαμαρείτιδα.
Ιω. 4,40 ὡς οὖν(1) ἦλθον πρὸς αὐτὸν(2) οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς(3)· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας(4).
Ιω. 4,40 Οταν, λοιπόν, ήλθον εις αυτόν οι Σαμαρείται, τον παρακαλούσαν να μείνη μαζή τους• και έμεινε εκεί δύο ημέρας.
(1) Το ὡς οὖν υπάρχει μόνο στον Ιωάννη (ια 6, ιη 6, κ 12, κα 9), όχι όμως και στους συνοπτικούς (β). Με αυτό περιλαμβάνει την αφήγηση από το σ. 30 (ο).
(2) Πρώτο αποτέλεσμα της πίστης τους ήταν να έλθουν προς αυτόν (g). Ο ευαγγελιστής ούτε αφηγείται ούτε υπαινίσσεται ότι έγινε κάποιο θαύμα από τον Ιησού σε αυτήν την ευκαιρία (ο). Αυτό κάνει πιο αξιόλογη την προθυμία των Σαμαρειτών στην πίστη.
«Αν και δεν ήταν λογικό αυτοί να πιστέψουν και λόγω του ότι δεν είδαν κανένα θαύμα και λόγω του ότι ένιωθαν απέχθεια για τους Ιουδαίους· αλλά όμως, επειδή έκριναν τα λόγια του σύμφωνα με την αλήθεια… σχημάτισαν ιδέα υψηλότερη από αυτά τα εμπόδια και φιλοτιμούνταν να τον θαυμάζουν περισσότερο» (Χ).
Οι Σαμαρείτες όταν για πρώτη φορά συναντήθηκαν στο πηγάδι με τον Ιησού, τίποτα το κατά κόσμον έκτακτο δεν θα είδαν σε αυτόν. Αντιθέτως θα έκανε σε αυτούς εντύπωση το άσημο της εξωτερικής του εμφάνισης και η ολοφάνερη φτώχεια του. Αλλά αυτά δεν μείωσαν την εκτίμησή τους προς αυτόν και τις ελπίδες με τις οποίες ήλθαν προς αυτόν. Μακάριοι είναι εκείνοι οι οποίοι δεν σκανδαλίζονται με το Χριστό εκ πρώτης όψεως.
(3) «Ήθελαν να τον κρατήσουν για πάντα» (Χ). Να μείνει πάντοτε ή τουλάχιστον μακρό χρόνο (b), «και να τους προσφέρει πλούσια τον σωτήριο λόγο» (Κ). «Διότι αυτό το να μείνει, σημαίνει το να κατοικήσει τελείως μαζί τους» (Θφ).
(4) Επαναλαμβάνει και στο σ. 43 την ίδια φράση. Η επανάληψη αυτή, προδίδει πόσο γλυκιά παρέμεινε η ανάμνηση της διαμονής αυτής στον ευαγγελιστή (g).
Ιω. 4,41 καὶ πολλῷ πλείους(1) ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ(2),
Ιω. 4,41 Και από την διδασκαλίαν, που τους έκαμε, επίστευσαν πολύ περισσότεροι εις αυτόν.
(1) Περισσότεροι από εκείνους, οι οποίοι πίστεψαν στον Ιησού από τον λόγο της γυναίκας. Σε αυτούς όμως περιλαμβάνονται και αυτοί που πίστεψαν προηγουμένως με το λόγο της γυναίκας, διότι αυτοί σύμφωνα με το σ. 42 λένε στη γυναίκα· δεν πιστεύουμε πλέον για τα όσα μας είπες εσύ (ο).
(2) Αντιτίθεται με το λόγο με τον οποίο έδωσε μαρτυρία η γυναίκα (ο). Με τον ίδιο τον δικό του λόγο, τον οποίο άμεσα αυτοί από το στόμα του άκουσαν.
«Ο ευαγγελιστής δεν εξηγεί τα επί μέρους θαυμαστά λόγια της διδασκαλίας του, αλλά δίνει βεβαίως σε εμάς να καταλάβουμε από την κατάληξη των πραγμάτων, τη δύναμη της θείας του διδασκαλίας. Διότι πολλά βεβαίως και από τα μεγάλα προσπερνούν οι ευαγγελιστές» (Θφ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι για μεν τα λεγόμενα από τον Κύριο χρησιμοποιείται εδώ η λέξη λόγος, ενώ μετά από λίγο για τα λόγια της γυναίκας χρησιμοποιείται η λέξη λαλιά, η οποία τίποτα το περιφρονητικό δεν κρύβει αλλά σημαίνει μάλλον κάτι εξωτερικό, τον τρόπο ομιλίας, κάποια αναγγελία (g).
Ιω. 4,42 τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι(1) διὰ τὴν σὴν λαλιὰν(2) πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν(3), καὶ οἴδαμεν(4) ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου(5) ὁ Χριστός.
Ιω. 4,42 Και εις την γυναίκα έλεγαν ότι “στον Ιησούν δεν πιστεύομεν πλέον από όσα συ μας είπες περί αυτού, αλλά διότι ημείς, οι ίδιοι τον έχομεν ακούσει και γνωρίζομεν καλά ότι πράγματι αυτός είναι ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός”.
(1) Η αληθινή πρόοδος της πίστης γίνεται εδώ ολοφάνερη (b). Το πρώτο στάδιο της μύησης στην πίστη συντελείται με όσα οι άλλοι λένε σε αυτόν που πιστεύει· η πλήρης όμως και βέβαιη πίστη εξαρτάται από την προσωπική επικοινωνία με το Χριστό (β). Η πίστη γεννιέται από την ακοή, από το μήνυμα, το οποίο μας γνωστοποιείται από τους κήρυκες του ευαγγελίου. Οι Σαμαρείτες από το μήνυμα της γυναίκας πήραν την πρώτη ώθηση στο να γνωρίσουν τον Κύριο και να λάβουν άμεση γνώση και πείρα του. Έτσι η από τους γονείς και κήρυκες διδασκαλία και η μαρτυρία της εκκλησίας, όπως και αυτών που έλαβαν πείρα του Ιησού κοντά μας συνιστούν σε εμάς το ύψος και την σωτηριώδη ιδιότητα του λόγου του Κυρίου και λαμβάνουμε από αυτούς την πρώτη γνωριμία με το Σωτήρα.
Αλλά η πίστη που με αυτόν τον τρόπο γεννήθηκε μέσα μας πρέπει να αυξηθεί, να ισχυροποιηθεί και να ωριμάσει με το ίδιο μέσο, με το οποίο έγινε τέτοια και στους Σαμαρείτες. Με την άμεση δηλαδή γνωριμία μας με τον Ιησού και με την μαρτυρία αυτού του ιδίου. Από την πρώτη ώθηση πληροφορηθήκαμε από τους άλλους ότι οι Γραφές περιέχουν τον λόγο της αιώνιας ζωής. Αλλά όταν και εμείς οι ίδιοι εγκύψουμε σε αυτές και με τη δική μας πείρα δοκιμάσουμε τον φωτισμό, την αναγέννηση, τον αγιασμό, την παρηγοριά των λόγων του Ιησού, τότε πιστεύουμε όχι για τον λόγο, τον οποίο μας είπαν οι άλλοι, αλλά διότι εμείς οι ίδιοι ερευνήσαμε και με άμεση πείρα βεβαιωθήκαμε.
(2) Ο σιναϊτικός και ο του Βέζα γράφουν: μαρτυρίαν.
(3) Χωρίς αντικείμενο, διότι η έννοια συγκεντρώνεται στο «αυτοί». «Θαυμάζουν όχι πλέον από όσα μαθαίνουν από άλλους, αλλά από αυτά που οι ίδιοι άκουσαν» (Κ).=Εμείς οι ίδιοι ακούσαμε με τα αυτιά μας. «Αρνούνται την πίστη που προήλθε από τον λόγο της γυναίκας, επειδή βρήκαν καλύτερο από εκείνη, το ότι άκουσαν τον ίδιο τον σωτήρα» (Ω).
(4) Και γνωρίζουμε αφού σχηματίσαμε πεποίθηση.
«Παρόλο που άκουσαν τη γυναίκα να λέει με αμφιβολία· Μήπως αυτός είναι ο Χριστός; Δεν είπαν και αυτοί ότι και εμείς υποπτευόμαστε, ούτε ότι νομίζουμε, αλλά ότι γνωρίζουμε» (Χ).
(5) «Δεν ομολογούν το Χριστό σαν έναν από τους πολλούς, αλλά τον όντως Σωτήρα» (Χ). Και όχι Σωτήρα μόνο των Ιουδαίων, αλλά «επειδή η οικουμένη ήταν χαμένη, ήλθε αυτός να την σώσει» (Ζ).
«Σωτήρα του κόσμου και μαζί με το άρθρο. Αυτός είναι ο Σωτήρας, αυτός που κυριολεκτικά και στην πραγματικότητα έσωσε όλους» (Θφ).
Προφανής νέα πρόοδος στην πίστη των Σαμαρειτών. Δεν θεωρούν αυτόν μόνο διδάσκαλο έγκυρο, αλλά και Σωτήρα του κόσμου. Οι Σαμαρείτες αφού πίστεψαν τον Ιησού, ο οποίος ήταν Ιουδαίος, ως τον αληθινό Μεσσία, κατά φυσική συνέπεια θεώρησαν αυτόν ως Μεσσία, όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και δικό τους και όχι κλεισμένο στα εθνικά όρια ενός μόνου λαού. Επιπλέον η επικοινωνία με το Χριστό που παρατάθηκε για διήμερο, επόμενο ήταν να συντελέσει στην αποσαφήνιση των αντιλήψεών τους σχετικά με το Μεσσία και στην πλήρη από αυτούς κατανόηση των λόγων της θείας υπόσχεσης, τους οποίους διάβαζαν στην Πεντάτευχο «θα ευλογηθούν με εσένα όλες οι φυλές της γης» (Γεν. ιβ 3)(g).
Η περιγραφή αυτή του πρώτου στη Σαμάρεια κηρύγματος του Σωτήρα… καθόλου δεν αντιφάσκει με την μετά από αυτό πρόσκαιρη εντολή που δόθηκε στους μαθητές του να κηρύξουν στους Ιουδαίους και όχι στους Σαμαρείτες και τα έθνη (Ματθ. ι 5). Η εντολή αυτή καθόλου δεν δέσμευε αυτόν, αλλά μόνο τους αποστόλους. Επιπλέον η αναφερόμενη στο Λουκ. θ 52-53 απιστία των κατοίκων μιας κωμόπολης των Σαμαρειτών… καθόλου δεν αναιρεί ότι ήταν δυνατόν να πιστέψουν οι κάτοικοι αυτής εδώ της κωμόπολης (δ).
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 136-163 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Κάθε σκέψη, αρνητική ή θετική -ακόμη και όταν είμαστε μόνοι στο κελί μας-, είναι ενέργεια και δύναμη που αντανακλάται στη ζωή όλου του μοναστηριού.
Όταν ο λογισμός είναι θετικός, όταν είναι θερμή η προσευχή του ενός για τον άλλο και του καθενός για όλους και όλων για τον καθένα, τότε ενισχύονται τα τείχη της Μονής.
Αλλά και αντιθέτως, όταν οι λογισμοί μας παίρνουν αρνητική πορεία και αντί να αγαπάμε κατακρίνουμε τον αδελφό μας, τότε προκαλούνται ρωγμές στα τείχη της Μονής και όλα γκρεμίζονται.
Έτσι προσευχόμαστε «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς», δηλαδή να μην έχουμε ούτε έναν αμαρτωλό λογισμό ....
Αγωνισθείτε εναντίον κάθε πάθους που υπαγορεύει στον νου αρνητικές κριτικές για τον οποιονδήποτε. Αγωνισθείτε εναντίον αυτού.
Μη δέχεσθε την ιδέα που σας υποβάλλει ο εχθρός, ότι ο αδελφός σας ή η αδελφή σας είναι άδικη απέναντί σας. Μη δέχεσθε την ιδέα αυτή.
Να γνωρίζετε καλά ότι οποιαδήποτε αρνητική σκέψη που έχετε μέσα σας, ακόμη και όταν είστε μόνοι σας στο κελί ή όταν είστε όλοι μαζί με τους άλλους, κάθε αρνητική κριτική προκαλεί μια ρωγμή στον τοίχο του πνευματικού οχυρού μας. Το αναφέραμε και άλλοτε.
Δεν υπάρχουν λογισμοί που περνούν αδιάφορα. Όταν έχετε καλούς λογισμούς, θα συναντάτε το κάθε μέλος της αδελφότητος ως ένα πρόσωπο αγαπητό σε σας, αλλά αν σκέφτεσθε αρνητικά για κάποιον, το πρόσωπό σας, η ψυχική οσμή σας θα μολύνουν την ατμόσφαιρα και όλα θα άλλάξουν.
Όταν είναι η χάρη μαζί μας, δεν βλέπουμε τα λάθη των άλλων, βλέπουμε μόνο τις θλίψεις και την αγάπη των αδελφών μας και δεν έχουμε αυτή τη διάθεση να κρίνουμε αρνητικά
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 313 και 151)
Θα μπορούσα να σας μιλήσω εκτενέστερα για το εξής παράδοξο φαινόμενο: οι άνθρωποι δεν προσέχουν τα δικά τους λάθη και κρίνουν τους άλλους.
Με τον τρόπο αυτό καταστρέφεται η ενότητα. Φυλαχθείτε από κάθε λογισμό εναντίον των αδελφών, γιατί κάθε τέτοιος λογισμός προκαλεί ρωγμή στον τοίχο της Μονής μας.
Το είπαμε αρκετές φορές. Αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα! Επειδή, όταν σκεφτόμαστε το κακό για κάποιον και ύστερα βγαίνουμε από το κελί μας και τον συναντούμε, τα ίχνη της κακής αυτής σκέψεως ενεργούν.
Και τότε ο άλλος, εξαιτίας αυτού του φαινομένου, ανταποκρίνεται με αντίστοιχο τρόπο. Και ποτέ δεν είναι δυνατόν να γνωρίσουμε ποιός «άρχισε» πρώτος.
Γι’ αυτό και προσευχόμαστε: «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα». Η Απουσία της θεωρίας αυτής κάνει τον κάθε άνθρωπο να σκέφτεται ότι έχει δίκαιο και να μη διακρίνει τα δικά του λάθη. Αυτό το κάνουν ακόμη και οι αρχιερείς και όλοι εμείς.
Γι’ αυτό φυλαχθείτε από κάθε κακή σκέψη όταν είστε στο κελί σας, και τότε το «σπίτι μας» θα μένει άκλόνητο και θα κερδίσουμε τη σωτηρία μας.
Αν όμως συγχωρούμε τις δικές μας αμαρτίες χωρίς να κατανοούμε τον αδελφό, τότε όλα θα καταστραφούν.
Πρόσφατα με επισκέφτηκε κάποιος νέος άνθρωπος που ήρθε σε σύγκρουση με τη γυναίκα του. Αυτοί έχουν δύο παιδιά. Του είπα:
«Ταπεινώσου, και τότε θα αποφύγουμε την τραγική διάλυση της οικογένειας. Και τα μικρά παιδιά θα σωθούν από την τραγική μορφή ζωής που υφίστανται τα παιδιά των οποίων οι γονείς είναι χωρισμένοι».
Το ίδιο ισχύει και στη δική μας οικογένεια: θα αποφεύγουμε σαν φωτιά, σαν δηλητηριώδες φίδι, κάθε ίχνος διασπάσεως.
Θα οικοδομήσουμε τη ζωή μας έτσι, ώστε πραγματικά να σωζόμαστε και να αφομοιώσουμε εκείνο το δώρο του Θεού που έχουμε με την πνευματική μας ελευθερία, να συναχθούμε δηλαδή και να ζήσουμε ως μία οίκογένεια.
Μιλώ ενώ πονά η καρδιά μου και πολλά από τα λόγια μου ίσως είναι αδέξια. Ωστόσο όμως, ακούτε ό,τι σας λέω και θα δείτε αγαθούς καρπούς στη ζωή σας.
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 230-231)
Επειδή μονάχα η κατάνυξη και τα δάκρυα δεν είναι αρκετά για να πείσουν τον Θεό να μας δώσει αυτά που του ζητούμε στις προσευχές μας, πρέπει να προσθέσουμε και κάποια άλλα στοιχεία που χρειάζονται ακόμη, για να έχουν θετικό αποτέλεσμα οι προσευχές μας. Ιδού μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις στη συνέχεια, έξι τον αριθμό.
α) Όποιος θέλει να πάρει θετική απάντηση στο πρώτο του αίτημα, που είναι η συγχώρηση των αμαρτημάτων του, πρέπει κι αυτός ο ίδιος, όταν προσεύχεται, να συγχωρεί τ’ αμαρτήματα που διέπραξαν εις βάρος του οι άλλοι, καθώς μας δίδαξε ο Κύριος: «όταν στέκεστε σε προσευχή, ν’ αφήνετε ό,τι διαφορές έχετε με κάποιον, συγχωρώντας τον, κ’ έτσι να συγχωρήσει και ο Πατέρας μας ο ουράνιος και τα δικά σας παραπτώματα» (Μαρκ. ια’ 25).
β) Όποιος ζητάει να λάβει κάτι από τον Θεό, πρέπει να το ζητάει χωρίς διψυχία και δισταγμό, αλλά με στερεή και αδίσταχτη πίστη, όπως μας λέει πρώτα ο ίδιος ο Κύριος μας: «όλα όσα ζητάτε στην προσευχή σας με πίστη, θα τα λάβετε» (Ματθ. κα’ 22) και, κατόπιν, ο αδελφόθεος Ιάκωβος: «κι αν κάποιος από σας υστερεί σε σοφία, ας τη ζητήσει από τον Θεό, που τη χαρίζει με απλότητα σε όλους, χωρίς να περιφρονεί κανέναν αλλά που να τη ζητάει με πίστη, δίχως αμφιβολία, διότι όποιος έχει αμφιβολίες ομοιάζει με το κύμα της θάλασσας, που ο άνεμος το παρασέρνει και το πηγαίνει πότε εδώ και πότε εκεί· να μην ελπίζει ποτέ πως θα πάρει κάτι από τον Κύριο ένας τέτοιος άνθρωπος δίγνωμος και άστατος σ’ όλους τους τρόπους της ζωής του» (Ιακ. α΄ 5-7).
γ) Όποιος ζητάει, πρέπει να μην παρακαλεί για ζητήματα που δεν τον συμφέρουν πνευματικά, δηλαδή για κοσμικά πράγματα που προξενούν τις ηδονές του, αλλά να ικετεύει για ζητήματα κατά Θεόν, δηλαδή που συμφέρουν κ’ ενδιαφέρουν τη σωτηρία της ψυχής του. Ακούστε και τον ονειδισμό εκ μέρους του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, που λέει: «ζητάτε κάτι και δεν το λαμβάνετε, διότι το ζητάτε με κακό σκοπό, δηλαδή το ζητάτε για να το κατασπαταλήσετε για τις ηδονές σας» (Ιακ. δ’ 3)
δ) Όποιος θέλει να λάβει όσα συμφέροντα για την ψυχή του ζητάει από το Θεό, πρέπει κι αυτός να εργάζεται και να κάνει όλα όσα δύναται και μπορεί, σύμφωνα και με την κοινή παροιμία, που λέει «συν Αθηνά και χείρα κίνει»· πρέπει δηλαδή να μην αμελεί και να μην παραδίνει θεληματικά τον εαυτό του πρώτα στα πάθη, και τις επιθυμίες, κ’ έπειτα ζητάει τη θεία βοήθεια, διότι δεν θα τη λάβει ποτέ, σύμφωνα και με τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου: πρέπει, λοιπόν, πρώτα να προσφέρει κάνεις όλα όσα μπορεί μόνος του, και υστέρα να παρακαλεί τον Θεό να έρθει βοηθός και σύμμαχος του- διότι, όταν κάποιος παραδώσει τον εαυτό του με νωθρότητα στις επιθυμίες και παραδοθεί έτσι μόνος του στους εχθρούς, αυτόν ο Θεός δεν τον βοηθάει ούτε εισακούει τις δεήσεις του, διότι πρόλαβε ο ίδιος και με την αμαρτία του αποξενώθηκε από τον Θεό· γιατί, βέβαια, όποιος επιθυμεί να έχει τη βοήθεια του Θεού, δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον· κι αυτός που δεν προδίδει το πρέπον και το αρμόζον, δεν προδίδεται και δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τη θεία πρόνοια και βοήθεια» (Ασκητικαί Διατάξεις, κεφ. α’).
Και, ακριβώς, γι’ αυτούς λέγει ο Θεός με το στόμα του προφήτου Ησαΐα: «με αναζητούν την κάθε ημερα, κ’ επιθυμούν να γνωρίσουν τις εντολές μου, ωσάν λαός που έπραξε το δίκαιο και που δεν εγκατέλειψε την κρίση του Θεού» (Ησ. νη’ 2). Και, για να το πούμε με δυο λόγια, όποιος θέλει να εισακούσει ο Θεός τη δέησή του και να λάβει θετική απάντηση στο ζήτημά του, πρέπει να βιάζει τον εαυτό του, όσο μπορεί, για να φυλάγει τις εντολές του Θεού, ώστε να φτάσει στο σημείο να μην τον κατηγορεί η συνείδησή του ότι καταφρόνησε ή αμέλησε κάποιο πράγμα, που μπορούσε να το κάμει και δεν το έκαμε. Διότι, όπως λέει ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «όταν η καρδιά μας παύει να μας κατηγορεί, τότε αποκτούμε θάρρος εμπρός στον Θεό, κι Εκείνος μας δίνει ό,τι Του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές Του, και κάνουμε όλα όσα είναι αρεστά σ’ Εκείνον» (Α’ Ιωάν. γ’ 21-22).
Και ο μέγας Βασίλειος προσθέτει: «Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να μη μας κατηγορεί σε τίποτε η συνείδησή μας, και τότε μονάχα μπορούμε να επικαλούμαστε τη θεία βοήθεια» (Ασκητ. Διατ., ο.π.) Και όχι μονάχα, όταν κάποιος προσεύχεται για τον εαυτό του, πρέπει να κάνει τα καθήκοντά του όσο μπορεί καλύτερα, αλλά και στην περίπτωση που κάποιος άλλος προσεύχεται για κείνον, πρέπει κι αυτός να συνεργεί προσωπικά για να καρποφορήσει η προσευχή που γίνεται για λόγου του. Αυτό ακριβώς σημαίνει ο λόγος του Αδελφοθέου, «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργούμενη» (Ιακ. ε’ 16), τον οποίο ερμηνεύοντας ο θείος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει:
«Πράγματι, πολύ ισχύει η δέηση του δικαίου, είτε χάρη στον δίκαιο που την κάνει, είτε και χάρη σ’ εκείνον που ζητάει από τον δίκαιο να την πραγματοποιήσει· διότι, από μεν την πλευρά του δικαίου που γίνεται η δέηση, αυτή δίνει θάρρος να παρουσιαστεί και να ζητήσει από Κείνον που μπορεί να εισακούσει τα αιτήματα των δικαίων, ενώ από την πλευρά εκείνου που ζητάει από τον δίκαιο να κάμει γι’ αυτόν τη δέηση, του δίνει την ευκαιρία ν’ απομακρυνθεί από την κακία και να εγκολπωθεί πάλι την διάθεση για ενάρετο βίο» (Ε’ εκατ. περί θεολογίας, κεφ. πδ’). Και ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο, λέει: «Είναι πράγματι δείγμα μεγάλης νωθρότητας, για να μην πω παραφροσύνης, να επιζητεί κανείς τη σωτηρία του με τις δεήσεις των δικαίων, ενώ η διάθεσή του στρέφεται προς τις τέρψεις, και να ζητάει τη συγχώρεση εκείνων των αμαρτημάτων, για τα οποία σπιλώνεται με δική του διάθεση και ενέργεια. Πρέπει, λοιπόν, να μην αφήνει ανενεργή και ακίνητη τη δέηση του δικαίου…, αλλά να την ενεργοποιεί και να την ισχυροποιεί, δίνοντάς της φτερά με τις δικές του αρετές».
ε) Όποιος θέλει να εισακούσει ο Κύριος το αίτημά του, πρέπει να μην λιποψυχάει, ούτε να θλίβεται και να στενοχωριέται όταν προσεύχεται, αλλά να προσμένει με υπομονή και μακροθυμία, κι ας περνάει αρκετός καιρός αναμονής. Έτσι και ο Κύριος, για να μας διδάξει να προσμένουμε υπομένοντας και προσκαρτερώντας στην προσευχή, χωρίς να στενοχωριόμαστε καθόλου, μας αναφέρει στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο την παραβολή της χήρας, η οποία με την επιμονή και την υπομονή της, έπεισε στο τέλος τον άδικο δικαστή να της αποδώσει το δίκιο της. «Και τους έλεγε και την παραβολή αυτή, για το ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμουν» (Λουκ. ιη’ 1).
Έχουμε, από την άλλη πλευρά, και τον λόγο του μεγάλου Βασιλείου, που λέει ότι, μπορεί στη δέησή σου πολλές φορές να ζητήσεις τα πνευματικώς συμφέροντα, όμως δεν επέμεινες αρκετά. Διότι, όπως είναι γραμμένο, «με την υπομονή σας θα σώσετε τις ψυχές σας» (Λουκ. κα’ 19). Και, «όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί» (Ματθ. ι’ 22). Έχουμε γι’ αυτό το θέμα παράδειγμα τον Αβραάμ, ο οποίος, αν και ήταν νέος όταν προσεκλήθη από την Ασσυρία να πάει στην Παλαιστίνη, και είχε λάβει μάλιστα και υπόσχεση από το Θεό, πως θα πληθυνθεί το σπέρμα της γενιάς του όπως τ’ αστέρια τ’ ουρανού, είδε να πραγματοποιείται η παραπάνω υπόσχεση του Θεού μόλις στα εκατό χρόνια της ηλικίας του! Επίσης, και το παράδειγμα του Ισαάκ, ο οποίος παρακαλούσε τον Θεό να του χαρίσει τέκνα, αλλά η δέησή του εισακούστηκε μόλις ύστερα’ από είκοσι χρόνια!
Ο μέγας Βασίλειος σε συμβουλεύει: «μιμήσου, λοιπόν, και σύ, αδελφέ μου, αυτούς τους Πατριάρχες και την πίστη τους· και αν περάσει κ’ ένας χρόνος, τρίτος ή τέταρτος ή περισσότερα χρόνια δίχως να λάβεις το αίτημά σου, μην αφήνεις την προσευχή, αλλά να επιμένεις με πίστη, εργαζόμενος πάντα το αγαθό». Και ο αββάς Μακάριος προσθέτει: «όποιος δεν βλέπει να εισακούεται γρήγορα η δέησή του, αλλά ν’ αναβάλλεται από το Θεό, αυτός αισθάνεται πιο φλογερή την επιθυμία της προσευχής· και όσο πιο πολύ μακροθυμεί ο Θεός, δοκιμάζοντάς μας στον πόνο, τόσο πιο πολύ έντονα οφείλει ο προσευχόμενος να επιμένει, ζητώντας την δωρεά τού Θεού» (Σειρά στο Κατά Ματθαίον, κεφ. ζ’).
ς) και τελευταίον· όποιος θέλει να επιτύχει το αίτημα της προσευχής του, πρέπει πάντοτε να ευχαριστεί τον Θεό, είτε λάβει γρήγορα εκείνο που ζητά, είτε και αργότερα. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος μας λέγει: «τα αιτήματά σας να τ’ απευθύνετε στο Θεό με προσευχή και δέηση, που θα συνοδεύονται από ευχαριστία» (Φιλιπ. δ’ 6). Επειδή, πολλές φορές, ο Θεός δεν μας δίνει γρήγορα εκείνο που του ζητούμε, ή γιατί ξέρει πως θα χάσουμε αυτό που θα μας χαρίσει και, γι’ αυτόν το λόγο, θα τιμωρηθούμε περισσότερο, αφού αθετήσαμε το χάρισμά του και τη δωρεά του· ή, γιατί, γνωρίζοντας πως μόλις λάβουμε το αίτημά μας θα πάψουμε να προσευχόμαστε. Γι’ αυτό αναβάλλει το ζήτημα μας και δεν το πραγματοποιεί, θέλοντας και προνοώντας να τον παρακαλούμε πάντοτε και να βρισκόμαστε κοντά του με την προσευχή· ή, ακόμη, για να φανεί η πίστη και η αγάπη μας προς τον Θεό, ή και για άλλους λόγους που έχει ο Θεός, ακατανόητους βέβαια σ’ εμάς, αλλά δίκαιους, που αποβλέπουν πάντοτε προς το πνευματικό συμφέρον μας.
Τα βεβαιώνει όλα αυτά και ο βαθύς θεολόγος και πράγματι μέγας Βασίλειος, με όσα γράφει στο α’ κεφάλαιο των Ασκητικών του Διατάξεων, οπού συμπερασματικά μας λέγει: «Γνωρίζοντας, λοιπόν, όλα αυτά, είτε πιο γρήγορα εισακουστούμε και λάβουμε, είτε πιο αργά, ας παραμείνουμε πάντοτε με ευχαριστίες στον Κύριο, διότι όλα όσα κάνει ο Δεσπότης τα κάνει πάντοτε οικονομώντας τη δική μας σωτηρία· και να μην λιποψυχούμε, σταματώντας τις προσευχές και τις δεήσεις». Και τί λέω; είτε λάβουμε απ’ το Θεό, είτε δεν λάβουμε τα αιτήματά μας, εμείς πρέπει να τον ευχαριστούμε πάντοτε και να επιμένουμε κρούοντας τη θύρα του Θεού και ζητώντας πάλι και πάλι με την προσευχή μας· διότι μας αρκεί και τούτο το μέγα χάρισμα που λαβαίνουμε, δηλαδή το ότι αξιωνόμαστε να συνομιλούμε με τον ίδιο το Θεό και να παραμένουμε ενωμένοι μ’ Εκείνον όταν προσευχόμαστε.
Έτσι μας λέει και ο χρυσός κάλαμος του αγίου Ιωάννου, με κομψότητα και γλαφυρότητα, γράφοντας τα παρακάτω: «μεγάλο αγαθό η προσευχή, όταν γίνεται με διάνοια καθαρή και χαρούμενη, κι όταν μάθουμε τους εαυτούς μας να ευχαριστούν το Θεό πάντοτε: όχι μονάχα όταν λαβαίνουμε τα αιτήματα της προσευχής, μα κι όταν δεν τα λαβαίνουμε. Διότι, άλλοτε μεν μας δίνει κι άλλοτε δεν μας δίνει· ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις είσαι κερδισμένος, αφού είτε λάβεις είτε δεν λάβεις, ήδη έχεις λάβει και μη λαμβάνοντας· κι όταν επιτύχεις το ζητούμενο κι όταν δεν το πετύχεις· ήσουν τυχερός κι όταν δεν το πέτυχες, επειδή μερικές φορές το να μη λάβεις το αίτημά σου είναι επωφελέστερο· διότι, αν δεν ήταν προς το συμφέρον μας το να μην το λάβουμε, ο Θεός θα μας το έδινε οπωσδήποτε. Και το να μην πετυχαίνουμε κάτι, όταν καταλήγει προς το συμφέρον μας, είναι όντως επιτυχία» (Εις Ανδριάντας, λόγ. α΄· και Περί ευχής, τ. ζ’). Ανάλογα έγραψε και ο άγιος Ιωάννης, που μας παρέδωκε την ουράνια Κλίμακα: «να μη λες, πως περνάς πολλή ώρα στην προσευχή, δίχως να κατορθώσεις τίποτε, γιατί ήδη έχεις κάτι κατορθώσει· διότι, ποιό άλλο αγαθό θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερο απ’ το να βρίσκεσαι κοντά στον Κύριο και να είσαι με την προσευχή εκεί, αδιαλείπτως περιμένοντας την ένωση μ’ Εκείνον;»
Αν, λοιπόν, αδελφοί και πατέρες, συμφωνείτε με όλα όσα είπαμε πιο πάνω, και προσφέρετε στον άγιο Θεό τις προσευχές που περιέχονται σε τούτο το βιβλίο εδώ, εγώ σας πληροφορώ πως θα πλουτίσετε τις ψυχές σας με πίστη ακλόνητη, με βέβαιη ελπίδα, με αγάπη ανόθευτη, με συγχώρεση των αμαρτημάτων, και θα έχετε την απαλλαγή των ορατών και των αοράτων κακών, την απόλαυση των αιτημάτων σας, τη λύτρωση από τους πειρασμούς των δαιμόνων και την επικοινωνία και ένωση με τον Θεό και τους Αγγέλους του· επειδή, κατά τον χαριτώνυμο και χρυσόστομο κήρυκα της προσευχής: «όταν αληθινά συνομιλούμε στην προσευχή με τον Θεό, τότε γινόμαστε ένα με τους Αγγέλους» (Λόγος Περί Προσευχής). Και μ’ ένα λόγο, θέλω να σας πω, ότι με τις θείες τούτες προσευχές θ’ απολαύσετε ένα σωρό αγαθά, μια απέραντη θάλασσα από θησαυρούς, πλήθος από καλά, ολόκληρη θημωνιά από αρετές, ατελείωτη σειρά χαρισμάτων και ώριμους καρπούς πνευματικής ωφελείας.
(Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com)
…Στην αρχή η ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» σε κάνει να τους βλέπεις όλους καλούς.
Σου μιλά όλη η κτίση και χαίρεσαι πολύ. Όσο πιο πολύ την λες, είναι σαν να φυτεύεις μία ρίζα μέσα σου και σιγά σιγά θα βλαστήσει και θα γίνει δένδρο.
Όταν θα βγαίνεις από το κελλί σου να βάλεις ένα όρο, ένα σημάδι. Θα λες: Από εδώ μέχρι εκεί θα λέω κάθε μέρα την ευχούλα.
Από τα σκαλοπάτια μέχρι την Εκκλησία θα λέω: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με», και έτσι θα γίνει και θα μείνει καλή συνήθεια.
Στο διακόνημά σου πάλι να λες την ευχή. Το βράδυ να κάνεις και πνευματική μελέτη.
Στην αρχή, όταν θα την λες, θα αισθάνεσαι κόπωση στο μυαλό, αλλά μετά θα έρθουν τα δάκρυα. Φροντίστε για τα δάκρυα…
Η ευχή θα σας φέρει σε μία κατάσταση, που θα βλέπετε όλη την φύση σε μια ανείπωτη ομορφιά. Η φύση η ίδια θα σας συνομιλεί, θα σας χαμογελάει.
Όχι ότι αλλοιούται, και πότε είναι άγρια και πότε ήμερη, αλλά από τον ευδιάθετο τρόπο της ψυχής σας φέρεται και αυτή.
Όταν η ψυχή σας πάρει αυτόν τον αγιασμό λέγοντας την ευχούλα, θα βλέπετε την φύση βουτηγμένη σε μία ανέκφραστη χαρά.
Όταν προβιβασθείτε με την ευχή σε ανώτερο επίπεδο θα δείτε την φύση σε ανώτερη πνευματική κατάσταση. Όλη η φύση θα συμπροσεύχεται με σας.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης
(από το βιβλίο του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, "Ο χαρισματούχος υποτακτικός Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης", Ιερά Μονή Βατοπαιδίου)
Η άξια της νηστείας.
Ο Μ. Ναπολέων σε συμπόσιο που έκαμε, εκάλεσε και την κυρία Μοντεσκέ.
Αλλ’ η κυρία αυτή αν και καθόταν δίπλα στον Αυτοκράτορα, όμως δεν έτρωγε.
Οι ομοτράπεζοι το εθεώρησαν αυτό ως προσβολή και αγωνιούσαν για το τι θα κάμη ο Αυτοκράτωρ.
Ο Ναπολέων ερώτησε:
— «Γιατί δεν τρώτε κυρία μου;»
— «Διότι είναι Παρασκευή και νηστεύω», απάντησε η κυρία Μοντεσκιέ.
Την επομένη ο Ναπολέων την εκάλεσε στα ανάκτορα και της ανέθεσε την διαπαιδαγώγηση του διαδόχου.
Είχε εκτιμήσει την σταθερότητα του χαρακτήρος της.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο148)