ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
Επιστολή 81 στον λογοθέτη Παντολέοντα.
"... Καθόσον είναι εντολή του Κυρίου να μη σιωπάμε όταν κινδυνεύει η πίστη.
Γιατί λέγει να μιλάς και να μη σωπαίνεις και• «Εάν υποχωρεί, δεν ευαρεστείται η ψυχή μου σ’ αυτόν» και• «Εάν αυτοί σιωπήσουν, θα φωνάξουν δυνατά οι πέτρες».
Ώστε, όταν πρόκειται για την πίστη, δεν μπορούμε να πούμε. Εγώ ποιός είμαι; Είμαι ιερέας; Όχι. Άρχοντας; Ούτε. Στρατιώτης; Από πού; Γεωργός; Ούτε και αυτό. Είμαι φτωχός, εξασφαλίζοντας μόνο την καθημερινή μου τροφή. Δεν έχω λόγο, ούτε ενδιαφέρον για το θέμα αυτό.
Αλλοίμονο! Οι πέτρες θα κράξουν, και συ μένεις σιωπηλός και αδιάφορος;
Η αναίσθητη φύση υπάκουσε στον Θεό, και συ μένεις αδιάφορος;
Αυτό που δεν έχει ψυχή ούτε λογοδοτεί στο δικαστήριο, φοβούμενο κατά κάποιον τρόπο την εντολή, βροντοφωνάζει, και συ που πρόκειται να λογοδοτήσεις στον Θεό τον καιρό της κρίσεως ακόμα και για μια λέξη ανωφελή, έστω και αν είσαι ζητιάνος, λες απερίσκεπτα, Τί με νοιάζει γι’ αυτό;
«Αυτά», δεσπότη μου, λέγει ο Παύλος, «τα εφάρμοσα στον εαυτό μου και στον Απολλώ για χάρη σας, για να διδαχθείτε με το παράδειγμά μας, να μη φρονείτε περισσότερο από ό,τι είναι γραμμένο».
Ώστε ακόμα και ο φτωχός την ήμερα της κρίσεως δεν θα έχει καμμιά δικαιολογία, αν τώρα δεν μιλά, γιατί θα κριθεί και μόνο γι’ αυτό.
Και φυσικά δεν θα εξαιρεθεί κανένας από αυτούς που βρίσκονται ψηλά, ούτε και αυτός που φορά το στέμμα. Και η καταδίκη τους θα είναι η ανώτερη που υπάρχει. Γιατί λέγει, «Οι δυνατοί θα δικαστούν αυστηρότερα», και, «Καταδίκη φρικτή θα επιβληθεί στους άρχοντες».
Να μιλάς λοιπόν, κύριέ μου, να μιλάς. Γι’ αυτό και εγώ ο ταλαίπωρος, επειδή φοβάμαι το δικαστήριο, μιλώ.... "
Να μιλάς μέχρι τα θεοήχητα αυτιά του ευσεβούς βασιλιά, γιατί είσαι ένας από αυτούς που υπερέχουν.
(Θεοδωρου Στουδιτη, εκδ. ΕΠΕ Φιλοκαλια τομος 18Γ σελ. 77)
Επιστολή 246 - ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΘΕΟΔΟΣΙΟ.
"Για την Εκκλησία και τα εκκλησιαστήρια".
Ας μάθει ο Ευσέβιος, ο προϊστάμενος του λαού που κατοικεί στην πόλη των Πηλουσιωτών, τι είναι Εκκλησία.
Γιατί είναι τελείως απαράδεκτο, και πάρα πολύ φοβερό να μη γνωρίζει ούτε ο ίδιος, που νομίζει πως είναι ιερωμένος.
Γιατί, ότι Εκκλησία είναι το σύνολο των πιστών, που έχει ορθή πίστη και ορθό τρόπο ζωής, είναι γνωστό σ’ αυτούς που έχουν γευθεί τη θεία γνώση,
ότι όμως εκείνος, μη γνωρίζοντας το αυτό, την αληθινή Εκκλησία την καταργεί, σκανδαλίζοντας πολλούς, και κτίζει εκκλησία (ναό), και ότι επίσης την Εκκλησία την απογυμνώνει από τα στολίδια της με το να απομακρύνει τους αληθινά ευσεβείς, ενώ το ναό τον στολίζει με πολυτελή μάρμαρα, και αυτό είναι γνωστό σε όλους.
Εάν λοιπόν γνωρίσει ακριβώς, ότι άλλο είναι Εκκλησία, και άλλο ναός (γιατί η πρώτη αποτελείται από άμεμπτες ψυχές, ενώ ο ναός κτίζεται με πέτρες και ξύλα), νομίζω ότι θα σταματήσει από τη μια να καταστρέφει την Εκκλησία, και από την άλλη να στολίζει το ναό περισσότερο από όσο χρειάζεται.
Γιατί ο βασιλιάς των ουρανών δεν ήρθε εδώ για τοίχους, αλλά για τις ψυχές.
Εάν όμως προσποιηθεί, ότι αγνοεί αυτό που λέγω, αν και αυτό είναι ολοφάνερο ακόμα και στους πιο τελευταίους ως προς την αντίληψη, θα προσπαθήσω να το αποσαφηνίσω με παραδείγματα.
Όπως δηλαδή άλλο είναι το θυσιαστήριο, και άλλο η θυσία, και άλλο το θυματήριο, και άλλο το θυμίαμα, και άλλο το βουλευτήριο, και άλλο η βουλή (γιατί το ένα φανερώνει τον τόπο στον οποίο συνέρχονται, ενώ η βουλή τους άνδρες που συνέρχονται, στους οποίους ανήκει και ο κίνδυνος και η σωτηρία), έτσι και σχετικά με το εκκλησιαστήριο (ναό) και την Εκκλησία.
Εάν όμως πει, πώς ούτε με τον τρόπο αυτόν έχει καταλάβει τη διαφορά, ας μάθει, ότι
στην εποχή των αποστόλων, όταν η Εκκλησία ήταν πλούσια σε πνευματικά χαρίσματα και παρουσίαζε λαμπρή πολιτεία, δεν υπήρχαν ναοί,
ενώ στις ημέρες μας οι ναοί έχουν στολισθεί περισσότερο από όσο πρέπει, ενώ η Εκκλησία (αλλά δεν θέλω να πω τίποτε το δυσάρεστο), διακωμωδείται.
Εγώ λοιπόν, εάν επρόκειτο να κάνω επιλογή, θα προτιμούσα να βρεθώ στην εποχή εκείνη,
κατά την οποία δεν υπήρχαν βέβαια ναοί τόσο στολισμένοι,
η Εκκλησία όμως ήταν στεφανωμένη με θεία και ουράνια χαρίσματα,
παρά στη σημερινή εποχή,
κατά την οποία οι ναοί είναι στολισμένοι με κάθε είδους μάρμαρα,
ενώ η Εκκλησία κατάντησε έρημη και γυμνή από εκείνα τα πνευματικά χαρίσματα.
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 355-359)
Επιστολή 184 - ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΘΕΩΝΑ
Ότι και χωρίς αμοιβή η ίδια η αρετή είναι μισθός και στεφάνι και κόσμημα, έχοντας την αμοιβή μέσα της.
"Η αρετή δεν έχει μόνο μισθόν, όπως λες, αλλά και στεφάνι και δόξα αιώνια.
Συ όμως δεν είναι σωστό να περιεργάζεσαι το κάθε είδος αυτής εάν έχει μισθό.
Καθόσον ο μισθός θα είναι μεγαλύτερος σ’ αυτόν που δεν εργάζεται για τον μισθό.
Γιατί, αν ήσουν πραγματικά φίλος της αρετής, θα γνώριζες, ότι και χωρίς αμοιβή, η ίδια η αρετή είναι μισθός και στεφάνι και κόσμημα, έχοντας την αμοιβή μέσα της.
Επειδή όμως σαν πραγματικός μισθωτός μιλάς με λεπτομέρεια για τον μισθό, δίνεις την υπόνοια σ’ αυτούς που σε ακούνε, ότι εάν, υπόθεση κάνω, δεν υπήρχε μισθός, δεν θα άσκουσες την αρετή.
Ωστόσο, όποιο και αν νομίζεις ότι είναι το σωστό, να ασκείς την αρετή,
η οποία και εδώ κάνει λαμπρούς τούς εραστές της, και εκεί τους καθιστά πιο ένδοξους."
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 279-281)
Επιστολή 153- ΣΤΟΥΣ ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟ, ΖΩΣΙΜΟ, ΜΑΡΩΝΑ, ΚΑΙ ΕΥΣΤΑΘΙΟ
Συμβουλευτική προς αλλαγή τρόπου ζωής.
Συναντώντας με κάποιος από τους άξιους λόγου και μνήμης άνδρες και διακρινόμενους για την ευγένεια και τους τρόπους, μου ανήγγειλε με δάκρυα, ότι κάποιοι, αξιόλογοι για την αρετή τους, συνεδριάζοντας μεταξύ τους, έλεγαν τα έξης για σας˙ Τί από τα ανομολόγητα και αισχρά πάθη θα διστάσουν να διαπράξουν κρυφά, αυτοί που δεν κοκκινίζουν από ντροπή ασχημονώντας τόσο φανερά;
Και ποιο από τα μη φανερά κακά δεν θα μπορούσαν να κάνουν, αυτοί που και καμαρώνουν για τα ολοφάνερα; Και πως θα μπορούσαν να συνετιστούν πάσχοντας από το υπερβολικό αυτό κακό, αυτοί που κοροϊδεύουν και αυτούς που ζουν με σωφροσύνη; Και πως θα μπορούσαν ελεγχόμενοι να σταματήσουν, αυτοί που διασύρουν αυτούς που τους ελέγχουν; Και πως θα μπορούσαν να σεβασθούν τους θείους νόμους, αυτοί που τους θεωρούν μύθους; Και πως είναι δυνατόν να φοβηθούν την μέλλουσα κρίση, αυτοί που με τα έργα τους κηρύττουν ότι ούτε και υπάρχει αυτή; Και πως θα πεισθούν στον Χριστό, αυτοί που με αυτά που κάνουν ανακηρύττουν τον Επίκουρο;
Εγώ βέβαια όταν τα άσκησα αυτά πληγώθηκα πολύ ψυχικά, σεις όμως θα ήταν σωστό να φροντίσετε να εξαλείψετε αυτήν την κωμωδία.
Και θα την εξαλείψετε,
εάν αναγνωρίσετε το παράπτωμά σας,
και θα το αναγνωρίσετε,
εάν πεισθείτε ότι οι άγιες Γραφές είναι αληθινές,
και θα πεισθείτε,
εάν τις απολαμβάνετε συνεχώς,
και θα τις απολαύσετε,
εάν μάθετε το βαθύτερο νόημά τους,
και θα το μάθετε,
εάν γίνετε μαθητές αυτών που είναι σοφοί κατά Θεόν,
και θα καθίσετε κοντά τους,
εάν αποφύγετε την κακία,
και θα την αποφύγετε,
εάν φοβηθείτε τις τιμωρίες που προβλέπονται από αυτήν,
και θα φοβηθείτε,
εάν πιστεύετε ότι υπάρχει Θεός,
και θα πιστέψετε,
εάν συνέλθετε από την τόσο μεγάλη μανία σας,
και θα συνέλθετε,
εάν μιμηθείτε εκείνους που ανένηψαν,
και θα τους μιμηθείτε,
εάν επιδοθείτε στην αρετή,
και θα επιδοθείτε,
εάν αγαπήσετε με πόθο τη βασιλεία,
και θα την αγαπήσετε με πόθο,
εάν θεωρήσετε ότι όλα τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα,
και θα τα θεωρήσετε,
όταν μάθετε την μηδαμινότητά τους,
και θα την μάθετε,
εάν αντιληφθείτε ότι είναι φθαρτά,
και θα το αντιληφθείτε,
εάν τα κοιτάξετε με ανεπηρέαστα τα μάτια,
και θα τα κοιτάξετε έτσι,
εάν προσηλωθείτε στα ουράνια,
και θα προσηλωθείτε,
εάν καταστήσετε το μάτι της ψυχής σας περισσότερο διορατικό,
και θα το κάνετε,
εάν συνηθίσετε να βλέπετε συνεχώς προς τον Θεό.
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 239-241)
Συνεπώς, όταν σας αφήσω, παρακαλώ να προφυλάσσεσθε από την παρεκτροπή αυτή των Ακαδημαϊκών διπλωμάτων. Κάποτε συνάντησα εδώ, στον δρόμο της Μονής μας, κάποιον άνθρωπο που μου είπε ότι πήρε τον τίτλο του διδάκτορος της θεολογίας. Και εγώ του απάντησα;
«Ε, λοιπόν; Στον εσκοτισμένο μας κόσμο αυτό εκτιμάται περισσότερο, παρά η αγιότητα!».
Πού όμως μας οδήγησαν αυτές οι σχολές; μας οδήγησαν στο να κατασκευάσουμε κάποια τυποποιημένα όντα, που μιλούν για πράγματα τα οποία ποτέ δεν βίωσαν.
Από πού λοιπόν το σκοτάδι αυτό στην Εκκλησία μας; Από πού αυτά τα σχίσματα;
Σας έχω μιλήσει ήδη πολλές φορές, αλλά το Πνεύμα με ωθεί να το επαναλάβω. Πριν ακόμη φύγω από σας -και το τέλος της ζωής μου είναι βέβαια εγγύς- θα ήθελα να γλιτώσετε από την πλάνη, από την οποία πάσχει ο σύγχρονος κόσμος στο επίπεδο της θεολογίας, ώστε κανένας να μη δημιουργεί λανθασμένες θεωρίες για τον Θεό, που να διαιρούν τον χριστιανικό κόσμο.
Αναλογισθείτε ότι στο Κέντρο τής Γενεύης, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, υπάρχουν περισσότεροι από διακόσιους διδάκτορες θεολογίας με διαφορετικές αντιλήψεις! Από πού αυτό; ο Θεός είναι ένας.
Πώς γίνεται λοιπόν να υπάρχουν ομολογίες που να μισούν και να καταδιώκουν τις άλλες;
Τώρα παρατηρείται διωγμός των Ορθοδόξων σε όλο τον κόσμο. Και πώς προκαλούμε το μίσος αυτό; Εμείς φοβόμαστε «και μύγα να προσβάλουμε». Μας μισούν όμως περισσότερο από ό,τι τους εγκληματίες. Και αυτό δεν είναι καθόλου φαντασία, όπως γνωρίζουμε από την πείρα μας.
Αλλά «ας μη ταράσσεται η καρδιά σας, πιστεύετε στον Θεό, πιστεύετε στον Χριστό»1 και συνεχίστε τη ζωή αυτή. Αυτός είπε: «Όπως μίσησαν εμένα άδικα2, έτσι θα μισήσουν και εσάς για το όνομά μου»3. Συνεπώς, μη χάνετε τη βασική θεωρία: τhς ζωής χωρίς αμαρτία!
Δεν λαμβάνω μέρος στήν οικουμενική κίνηση. Η ιδέα μου όμως ήταν η έξής: να συγκεντρώνεσθε και να εξετάζετε πώς είναι δυνατόν να ζήσουμε χωρίς αμαρτία. Έρχονται
διακόσιοι διδάκτορες θεολογίας και ο καθένας λέει τις θεωρίες του, φανερώνοντας έτσι την άγνοια και την αμάθειά του.
1.Βλ. Ιωάν. 14.1
2.Βλ. Ιωάν. 15,25
3.Βλ.Μαρκ. 13,13
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Α, σελ. 309-311)
Ας πάρουμε την εξής περίπτωση των ημερών μας. Γνωρίζετε ότι έχουν βρεθεί πρόσφατα τα λείψανα του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ.
Πριν από ενάμιση αιώνα ο Όσιος προσευχόταν στην έρημο επάνω σε μία πέτρα, και μέχρι σήμερα ενεργεί η προσευχή του. Έτσι γεννιέται με φυσικό τρόπο το ερώτημα: Πού πηγαίνει η κάθε σκέψη μας; Ποιά όρια εγγίζει;
ο Κύριος λέει στο Ευαγγέλιο: «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν» . Βλέπετε το παράδειγμα του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ.
Έκραζε προς τον Θεό μόνο για τον εαυτό του: «ο Θεός, ίλεως γενού μοι τω αμαρτωλώ!», αλλά από τις συνέπειες βλέπουμε ότι η προσευχή του έχει κοσμικές επιδράσεις σε όλη την ιστορία του ανθρωπίνου είναι. Επί εκατόν πενήντα χρόνια και περισσότερο συνεχίζει να ενεργεί και να διεγείρει σε εκατομμύρια ψυχές τη χαρά της Αναστάσεως.
Πού πηγαίνουν όμως οι λογισμοί μας; Για παράδειγμα, στον Γκόγκολ υπάρχει η διήγηση για τους γαιοκτήμονες παλαιού τύπου, των οποίων η σκέψη δεν μπορούσε να προχωρήσει πέρα από τα όρια του κτήματός τους.
Η δική μας άραγε σκέψη περνά τα όρια της Μονής μας; Ή μήπως προχωρεί πέρα από τα όρια αυτά και ακόμη ως το άπειρο; Αν συνειδητοποιήσουμε τη σπουδαιότητα που έχει η ενέργεια της σκέψεώς μας, θα περάσουμε τη μοναχική μας ζωή ασφαλώς με περισσότερη προσοχή.
Η προσευχή του οσίου Σεραφείμ: “Ο Θεός, ίλεως γενού μοι τω αμαρτωλώ!”, συγκλονίζει τον κόσμο ενάμιση αιώνα ήδη. Πόσοι άνθρωποι θέλουν να φέρουν το ονομά του!
(Σωφρονίου Σαχάρωφ,Οικοδομώντας το ναό του Θεού, τόμος Β, σελ. 314)
Μερικοί απεχθάνεσθε και ξαφνιάζεσθε και ίσως απογοητεύεσθε, επειδή κυριαρχεί η αισχρότητα, ή η έχθρα, ή η βλασφημία, ή ο φθόνος, ή η μεταβολή στη ζωή, ή κάτι από αυτά.
Εγώ αισθάνομαι το αντίθετο και απορώ μ’ αυτούς.
Γιατί πες μου, αδελφέ, έτσι χωρίς κόπο και χωρίς ταλαιπωρία και χωρίς πόλεμο και χωρίς νίκη θέλεις να λάβεις τα στεφάνια σου;
Θα πεις βέβαια, έχω τόσα και τόσα χρόνια και εξομολογήθηκα πολλά αμαρτήματά μου και πολλές φορές, και παρουσίασα αυτό και αυτό το έργο, και προσευχήθηκα με δάκρυα και στεναγμούς όχι λίγους, και είχα και αδελφούς που μου παραστάθηκαν στην ασθένειά μου.
Τι σοφία αλήθεια! Πόσα χρόνια λες ότι έχεις, φίλε μου, στον πόλεμο; Τρία, πέντε, δέκα, περισσότερα;
Η μακάρια όμως αμμάς Σάρα, που επί σαράντα χρόνια την πολεμούσε σκληρά ο δαίμονας της πορνείας, υπέμεινε με γενναιότητα τον πόλεμο.
Και παραλείπω να αναφέρω τον γέροντα Παχών, που ξεγυμνώθηκε μέσα στην εκκλησία και ενισχύθηκε από τον αββά Απολλώ.
Και γιατί χρειάζεται να αναφέρω τα αμέτρητα παραδείγματα, των οποίων τους αγώνες και τα κατορθώματα τα γνωρίζετε όσοι διαβάζετε; Δεν ενοχλούνταν εννιά ολόκληρα χρόνια οι δύο αδελφοί για να εγκαταλείψουν τη μοναχική ζωή, οι οποίοι δένοντας τις μηλωτές τους πέρασαν παραπλανώντας τον πλάνο διάβολο;
Και άλλος που είχε πενήντα χρόνια και πολεμούσε για το ίδιο πράγμα, και άλλος έτσι και άλλος αλλιώς, και πουθενά δεν υπήρχε δυστυχία, πουθενά ολιγωρία, πουθενά ανανδρεία, μέχρι που ενδυναμώθηκαν στις αδυναμίες τους με τη βοήθεια του Θεού, αποφεύγοντας τις επιθέσεις των εχθρών.
Ενώ εμείς είμαστε ολιγόψυχοι και μιλάμε και ενεργούμε με ολιγοψυχία και απροσεξία και αβασάνιστα. Και γι’ αυτό ακριβώς σας τα υπενθυμίζω, για να σηκωθούμε από την πτώση μας και να σταθούμε ασάλευτοι και αμετακίνητοι στην πίστη μας στον Θεό...
(Θεόδωρου Στουδίτη, ΕΠΕ Φιλοκαλία, τόμος 18, σ. 371)
Αδελφοί μου και πατέρες, αν ο σπορέας χαίρεται όταν ρίχνει τον σπόρο στη γη, πόσο περισσότερο θα χαρώ και εγώ ο ταπεινός ρίχνοντας σε σας τον λόγο της κατήχησης;
Αλλ’ εκείνος βέβαια θερίζει τα στάχυα, που είναι φθαρτή τροφή του σώματος, ενώ εγώ θα έχω τα δικά σας κατορθώματα αιώνια ψυχική απόλαυση.
Γι’ αυτό χαίρομαι, παιδιά μου, και αισθάνομαι αγαλλίαση, και μόνο για ένα πράγμα λυπάμαι, για τις αμαρτίες μου, και για το ότι δεν μπορώ να μιλήσω όπως αξίζει στις τίμιες ψυχές σας.
Εσείς όμως να δέχεσθε τα φτωχά και ταπεινά μου λόγια, και με το δικό σας πλούτο να πλουτίζετε και εμένα τον φτωχό και γυμνό από αρετές. Γιατί σαν πατέρας δεν μπορώ να πλουτίσω εσάς τα παιδιά μου, σύμφωνα με τον απόστολο......
..... Ας είναι λοιπόν η ταπεινή μου κατήχηση, αν θέλετε, παρακαλώ, σ’ εκείνους που δεν έχουν εκπέσει ασφάλεια,
σ’ εκείνους που έχουν εκπέσει φάρμακο,
σ’ εκείνους που δείχνουν αμέλεια απειλή,
σ’ εκείνους που δείχνουν ενδιαφέρον προτροπή,
στους αρχάριους αρχή,
στους χαλαρούς προτροπή για υπομονή,
γι’ αυτούς που πολεμούνται βοήθεια,
στους αδιάφορους εγερτήριο,
και γενικά σε όλους όλα, εφόσον έχετε στόχο τη σωτηρία.
Γιατί εξαιτίας σας και κάνω αυτές τις ομιλίες και αναπνέω, επειδή γνωρίζω και την αδυναμία μου να μιλώ και την απανθρωπιά μου.
Αλλά ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τα σφάλματα θα διορθώσει, και τα κατορθώματά μας θα επιβεβαιώσει, και αυτά που λείπουν θα τα αναπληρώσει.
(Θεοδωρου Στουδιτου,ΕΠΕ Φιλοκαλια τομος 18 σελ. 311 και 351)
Επιστολη 38.
Θεόδωρος, προς τις αδελφότητες τις διασκορπισμένες παντού. Χαίρετε, πολυπόθητοι μου αδελφοί και πατέρες, γιατί έχουμε ευχάριστα νέα. Αξιωθήκαμε και πάλι οι ανάξιοι να ομολογήσουμε την καλή ομολογία. Πάλι βασανιστήκαμε για το όνομα του Κυρίου και οι δύο, γιατί και ο αδελφός Νικόλαος αγωνίστηκε πάρα πολύ καλά και πιστά. Είδαμε οι ταπεινοί να χύνονται από τις σάρκες μας αίματα, είδαμε μελάνιασμα από χτυπήματα, είδαμε πύον, και όσα είναι επακόλουθα αυτών. Δεν είναι αυτά αφορμές χαράς, δεν είναι αφορμή ψυχικής αγαλλίασης;
Αλλά ποιος είμαι εγώ ο ταλαίπωρος, να συνταχθώ μαζί με σας τους άξιους ομολογητές του Χριστού, όντας ο πιο άχρηστος όλων των ανθρώπων; Και το αίτιο του γεγονότος αυτού ήταν η παλιά κατήχηση, την οποία παίρνοντάς την στα χέρια του ο βασιλιάς, την έστειλε στον διοικητή του στρατού, διατάζοντάς τον να έρθει ο κόμης της κόρτης σε μας, ο οποίος, αφού ήρθε μαζί με άρχοντες και στρατιώτες σε ώρα περασμένη, περικυκλώνοντας τον οικίσκο στον οποίο βρισκόμασταν ξαφνικά με κραυγές, σαν να επιτίθονταν σε εύρημα κυνηγιού, γκρέμισαν βιαστικά το ψηλό τείχος με σκαπάνες, και στη συνέχεια μας έβγαλε έξω, μας ανέκρινε, και μας έδειξε την κατήχηση. Ομολογήσαμε ότι εμείς την κάναμε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και αυτός βέβαια ζητούσε ένα πράγμα μονάχα, να συμμορφωθούμε με τη θέληση του βασιλιά. Είπαμε ό,τι απαιτούσε η αλήθεια.
Μη γένοιτο! Δεν αρνούμαστε τον Θεό μας, και όσα άλλα ήταν να απαντήσουμε ακούοντάς τον. Για όλα αυτά μας έδειρε βαρειά˙ και ο αδελφός βέβαια μετά την αμέσως φυλάκιση και μετά την καταγραφή στο βιβλίο, δεν έπαθε κανένα τέτοιο κακό με πόνους, εγώ όμως ο ταπεινός και αδύναμος καταλήφτηκα από δυνατό πυρετό και ανυπόφορους πόνους, και λίγο έλειψε να χάσω και τη ζωή μου. Ο αγαθός Θεός όμως σιγά-σιγά με λυπήθηκε, και με τη βοήθεια του αδελφού σ’ αυτά που έπρεπε, μολονότι οι πληγές παραμένουν ακόμα, και δεν έχουν θεραπευθεί τελείως.
Αυτά είναι τα όσα συνέβησαν, και σας έγραψα το πάθημά μας, γνωρίζοντας ότι επιθυμείτε να μάθετε και να συμπονέσετε μαζί μας. Τι λοιπόν που έγιναν αυτά; Και η απειλή είναι πιο φοβερή, και η ασφάλεια πιο σκληρή. Δαρμοί ακόμα και από τους φύλακες και τον προσωπικό φρουρό, για να μη βγάλουμε λέξη και να μη γράψουμε σε κανέναν.
Θα ζαρώσουμε άραγε και θα σωπάσουμε, πειθαρχώντας από φόβο στους ανθρώπους και όχι στον Θεό; Καθόλου. Αλλά για όσο καιρό θα μας ανοίγει πόρτα ο Κύριος, δεν θα παύσουμε να κάνουμε το καθήκον μας, όσο είναι δυνατό σε μας, φοβούμενοι και τρέμοντας την επικρεμαμένη αμαρτία της σιωπής. «Εάν υποχωρήσει», λέγει, «δεν ευαρεστείται η ψυχή μου σ’ αυτόν». Και πάλι ο Απόστολος λέγει˙ «Εμείς όμως δεν είμαστε από εκείνους που υποχωρούν και χάνονται, αλλά άνθρωποι με πίστη και φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής μας». Γι’ αυτό και η παρούσα υποστολή μου απευθύνεται σε όλους βέβαια τους διασκορπισμένους αδελφούς που αντιμετωπίζουν τον διωγμό με στενοχώρια, ιδιαιτέρως όμως σε σας τους ομολογητές του Χριστού.
Ας υπομείνουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, με δύναμη ακόμα περισσότερη, και όχι ζαρωμένοι από φόβο για τα παθήματα. Σάρκες είναι, ας μη τις λυπηθούμε. Επειδή βασανιζόμαστε για τον Χριστό, ας δοκιμάζουμε αγαλλίαση. Αυτός που υφίσταται περισσότερους πόνους, ας χαίρεται περισσότερο, γιατί θα έχει μεγαλύτερο μερίδιο στις ανταμοιβές. Αυτός που φοβάται να υποστεί τους πόνους των μαστίγων, γι’ αυτό ας αποτινάξει τον φόβο, σκεπτόμενος τα αιώνια βασανιστήρια. Γιατί τα πλήγματα αυτών, σε σύγκριση με εκείνα, μοιάζουν με όνειρο, με βέλη νηπίων. Ναι, σας παρακαλώ, σας ικετεύω.
Ας αισθανόμαστε ευχαρίστηση με τους πόνους υπέρ του Χριστού, ακόμα κι αν είναι πολύ οδυνηροί για το σώμα. Ας φέρνουμε στη μνήμη μας τα μελλοντικά και τα μόνιμα, και όχι τα παρόντα και αυτά που περνούν και χάνονται. Ας ποθήσουμε να ενώσουμε το αίμα μας με το αίμα των μαρτύρων, το μέρος μας με τη μερίδα των ομολογητών, για να χορέψουμε μαζί μ’ αυτούς αιώνια.
Ποιος συνετός, ποιος σοφός, ποιος καλός έμπορος δεν θα δώσει αίμα για να λάβα πνεύμα, δεν θα περιφρονήσει τη σάρκα και να επιτύχει τη βασιλεία του Θεού; «Αυτός που αγαπά τη ζωή του, θα την χάσει», είπε ο Κύριος˙ «και αυτός που μισεί τη ζωή του στον κόσμο αυτόν, θα φυλάξει την ψυχή του για την αιώνια ζωή». Ας ακούσουμε τα λόγια του. Ας τον ακολουθήσουμε. «Όπου είμαι εγώ», λέγει, «εκεί θα είναι και ο υπηρέτης μου». Που είναι Εκείνος; Επάνω στον σταυρό. Και εμείς οι ταπεινοί, ως μαθητές του, εκεί. Σας παρακαλώ να ανέχεστε τα λόγια της παρηγοριάς. Άλλωστε η επιστολή είναι σύντομη.
Γνωρίζετε ότι εμείς οι αμαρτωλοί χαιρόμαστε και δεν κατεχόμαστε από αθυμία, όσο εσείς μένετε σταθερά προσκολλημένοι στον Κύριο. Σας ασπάζεται ο Νικόλαος, που είναι φυλακισμένος μαζί μου και υποφέρει μαζί μου και είναι συστρατιώτης μου, και δικός σας αδελφός πραγματικός. Ασπασθείτε ο ένας τον άλλο με φίλημα άγιο, οι αθλητές φιλείστε τους συναθλητές σας, οι διωγμένα τους διωγμένους, όλοι όσους σας αγαπούν ως προς την πίστη. Όποιος δεν ομολογεί ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ζωγραφίζεται σωματικά, ας είναι αναθεματισμένος από την αγία Τριάδα. «Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν.
(Θεοδωρου Στουδιτου,ΕΠΕ Φιλοκαλια τομος 18Β σελ. 439-443)
(Το 403 μ.Χ. η παράνομη επί Δρυν σύνοδος καθαιρεί άδικα τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο μετά από συκοφαντικό κατηγορητήριο. Ο άγιος συμβουλεύει τους υποστηρικτές του επισκόπους να μην προκαλέσουν εξαιτίας του σχίσμα στην Εκκλησία. Η συγκινητική σκηνή περιγράφεται παρακάτω).
"... Καθόμαστε και εμείς σαράντα επίσκοποι μαζί με τον Ιωάννη στην τραπεζαρία της επισκοπής και παραξενευόμαστε πώς ο υπόδικος Θεόφιλος, ενώ διατάχθηκε να παρουσιασθεί μόνος του στην πρωτεύουσα για τα ανόσια εγκλήματά του, ήρθε με τόσους επισκόπους και πώς μετέβαλε αμέσως τη γνώμη των αρχόντων, στρέφοντας προς το χειρότερο τους περισσότερους κληρικούς.
Καθώς βρισκόμαστε σε απορία, φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα, ο Ιωάννης λέγει σ' όλους˙
«Προσευχηθείτε, αδελφοί μου, εάν αγαπάτε το Χριστό, μήπως κάποιος εξ αιτίας μου παραιτηθεί από την εκκλησία του.
Γιατί εγώ τώρα θυσιάζομαι και ο καιρός της αναχωρώσής μου από τον κόσμο αυτόν είναι πολύ κοντά, όπως είπε ο Παύλος, και αφού υποφέρω πολλές θλίψεις, θα εγκαταλείψω τη ζωή, όπως βλέπω.
Γιατί γνωρίζω τη σκευωρία του Σατανά, επειδή δεν ανέχεται πια την ενόχληση των λόγων μου που στρέφονται εναντίον του.
Και έτσι να έχετε το έλεος του Θεού˙ να με θυμάστε στις προσευχές σας».
Συγκινηθήκαμε πάρα πολύ, και άλλοι δακρύζαμε, ενώ άλλοι έβγαιναν έξω από την αίθουσα της συνόδου και φιλούσαν τον Ιωάννη δακρυσμένοι και περίλυποι στα μάτια και στο σεβαστό κεφάλι του, καθώς και στο εύγλωττο και μακάριο στόμα του. Αφού μας παρακάλεσε να επιστρέψουμε στη σύνοδο, γιατί περιφερόμαστε εδώ και εκεί, όπως οι μέλισσες που βουίζουν γύρω από την κυψέλη, λέγει˙
«Καθίστε, αδελφοί μου, και μην κλαίτε, γιατί με στενοχωρείτε περισσότερο.
Γιατί σε μένα ζωή είναι ο Χριστός, αλλά και το να πεθάνω είναι κέρδος. (Επειδή φημολογούνταν ότι είχε αποκεφαλισθεί εξ αιτίας του υπερβολικού θάρρους του).
Και αν θυμάστε, διατηρήστε στη μνήμη σας, ότι πάντοτε σας έλεγα˙
‘Η παρούσα ζωή είναι δρόμος, και τα καλά της και τα κακά της περνούν˙ και εμπορική πανήγυρη είναι τα παρόντα˙ αγοράσαμε, πουλήσαμε, τελειώνουμε’.
Μήπως είμαστε καλύτεροι από τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους αποστόλους, για να παραμείνει σε μας αθάνατη αυτή ή ζωή;».
Τότε θρηνολογώντας κάποιος από τους παρόντες είπε˙
«Θρηνούμε όμως την ορφάνια μας, τη χηρεία της Εκκλησίας, τη σύγχυση των θεσμών, τη φιλαρχία εκείνων που δε φοβούνται τον Κύριο και αρπάζουν τα αξιώματα, τη στέρηση προστάτη των φτωχών, την έλλειψη της διδασκαλίας».
Αφού χτύπησε με το δείχτη την παλάμη του αριστερού χεριού του (γιατί συνήθιζε να το κάνει αυτό ο φιλόχριστος όταν ήταν στενοχωρημένος), είπε σ' αυτόν που του μιλούσε˙
«Αρκετά, αδελφέ˙ μη λέγεις πολλά, αλλ' όπως είπα, μην εγκαταλείψετε τις εκκλησίες σας.
Γιατί ούτε από μένα άρχισε το κήρυγμα, ούτε σε μένα τελείωσε.
Μήπως δεν πέθανε ο Μωυσής, και δε βρέθηκε ο Ιησούς του Ναυή; Δεν πέθανε ο Σαμουήλ και χρίσθηκε ο Δαυίδ; Άφησε τη ζωή ο Ιερεμίας˙ δεν ήταν ο Βαρούχ; Αναλήφθηκε ο Ηλίας˙ δεν προφήτευσε ο Ελισσαίος; Αποκεφαλίσθηκε ο Παύλος˙ δεν άφησε τον Τιμόθεο, τον Τίτο, τον Απολλώ και πολλούς άλλους;».
Έπειτα από τους λόγους αυτούς, λέγει ο Ευλύσιος, ο επίσκοπος της Απαμείας της Βιθυνίας˙
«Είναι αναγκαίο όταν διατηρούμε τις επισκοπές μας να υποχρεωθούμε και να επικοινωνήσουμε και να υπογράψουμε».
Είπε ο άγιος Ιωάννης˙
«Κοινωνήσατε μεν ίνα μη σχίσητε την εκκλησίαν, μη υπογράψητε δε. Ουδέν γαρ εμαυτώ σύνοιδα άξιον καθαιρέσεως
(=Να επικοινωνήσετε [να έχετε εκκλησιαστική κοινωνία], για να μη διαιρέσετε την Εκκλησία, αλλά να μην υπογράψετε, γιατί δεν αναγνωρίζω τίποτε στον εαυτό μου άξιο καθαιρέσεώς μου)».
Ενώ έτσι είχε η κατάσταση, φανερώθηκαν οι αποσταλμένοι του Θεοφίλου.
(αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, τόμος 1, εκδ. ΕΠΕ, σελ. 125-127)