Οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου επιστολή 106 - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΙΣΙΔΩΡΟ.
Ακούοντας ίσως βέβαια να μη πιστέψεις, όταν όμως σκεφθείς γνωρίζω καλά, ότι όχι μόνο θα θαυμάσεις, αλλά και θα το επικροτήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που αρχικά βέβαια θα φανεί απίστευτο, και μετά από αυτά, όχι μόνο θα φανεί αξιοθαύμαστο, αλλά και άξιο χειροκροτημάτων; Θα το πω σύντομα με λίγες λέξεις, φανερώνοντας νοήματα μεγαλύτερα από τα πελάγη.
Στους παλιούς ο Θεός δεν μιλούσε με γράμματα, αλλά απ’ ευθείας ο ίδιος, όταν εύρισκε τη διάθεση τους καθαρή και άξια να δεχθεί διδασκαλία χωρίς μεσίτη.
Και αυτό είναι φανερό από αυτά πού έλεγε προφορικά και στον Νώε, και στον Αβραάμ, και στους διακεκριμένους απογόνους του, ένας από τους οποίους ήταν και ο πιο κορυφαίος, αυτός πού κατέκοψε όλη τη δύναμη του διαβόλου, και κατέστρεψε τα βέλη του, και άδειασε τη φαρέτρα του, εννοώ ο αείμνηστος Ιώβ .
Όταν όμως το άθλιο πλήθος των Ιουδαίων κατέβηκε στον πυθμένα της κακίας, τότε λοιπόν θεωρήθηκε ότι ήταν απαραίτητα και τα γράμματα και η υπενθύμιση μέσω αυτών.
Αν όμως νομίζεις, ότι μόνο στην Παλαιά Διαθήκη έγινε αυτό, και στην Καινή δεν επικυρώθηκε, θα μπορούσα να σου πω, ότι αυτό φαίνεται περισσότερο σ’ αυτήν.
Γιατί ούτε στους θεόπνευστους αποστόλους δόθηκε κάτι γραπτό, αλλά αντί γραμμάτων δόθηκε η υπόσχεση της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Γιατί λέγει• «Εκείνος θα σας τα υπενθυμίσει όλα».
Εάν όμως νομίζεις ότι οι γραπτοί νόμοι είναι πιο έγκυροι από τους άγραφους, άκουσε τι λέγει ο ίδιος ο βασιλιάς• «Θα τους δώσω καινούργια διαθήκη, δίνοντας τους νόμους μου στη διάνοιά τους, και θα τους αναγράψω στις καρδιές τους» . - «Και θα γίνουν όλοι διδαγμένοι από τον Θεό».
Γι’ αυτό και ο Παύλος, ισχυριζόμενος ότι του εμπιστεύθηκε περισσότερα από ότι στον Μωυσή, έλεγε ότι έλαβε τον νόμο, όχι γραμμένο σε λίθινες πλάκες, αλλά τυπωμένον στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς, τον οποίο, αυτός που τον περιφρονεί, δεν θα λιθοβοληθεί, σύμφωνα με τον παλιό νόμο, αλλά θα παραδοθεί σε πολύ οδυνηρή κόλαση.
Επειδή όμως, καθώς ο χρόνος περνά σαν έφιππος και τρέχει σαν ταχύτατο άλογο, άλλοι λοξοδρόμησαν εξαιτίας δογματικών διδασκαλιών, και άλλοι εξαιτίας της ζωής τους, έγινε απαραίτητη η διόρθωσή τους με γράμματα. Γιατί, εφόσον παραβιάζονταν οι άγραφοι νόμοι, στράφηκε δικαιολογημένα στους γραπτούς, αυτός που με κάθε τρόπο ήθελε να επαναφέρει στην αρετή τους υπάκουους.
Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε πόσο μεγάλη είναι η κατηγορία, αφού αυτοί που έπρεπε να ζουν τόσο ειλικρινά, ώστε να μην έχουν ανάγκη γραφών,
αλλά αντί βιβλίων να παραχωρούν τις ψυχές τους στο θείο Πνεύμα,
επειδή χάσαμε αυτή την τιμή και φτάσαμε στην ανάγκη των γραπτών,
να μη χρησιμοποιούμε ούτε και το δεύτερο αυτό βοήθημα όσο πρέπει.
Γιατί, εάν είναι αμάρτημα το να χρειαζόμαστε γραπτά, και να μην προσελκύουμε τη διδασκαλία τού αγίου Πνεύματος με καθαρό βίο,
είναι σωστό να εξετάσουμε πόσο μεγάλο κακό είναι, το να μη θέλουμε να κερδήσουμε ούτε μετά από τόσο μεγάλη βοήθεια (γιατί λέγει, «έδωσε νόμο προς βοήθειά μας»), αλλά να περιφρονούμε τα γραπτά σαν είναι άσκοπα και ανώφελα, και να γινόμαστε αίτιοι μεγαλύτερης κόλασης.
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 3, σελ. 131-135)