ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Φίλη μου,
μόνος κατάμονος
χωρίς καταφύγιο
κοιτάζω με σπασμένα μάτια
τον απέραντο ουρανό.
Ζητώ άσυλο
στις λίμνες των ματιών σου
ζητώ στέγη στους κάμπους της ψυχής σου
μα το πρόσωπό σου, που μπαίνοντας μέσα μου
αραιώνει τη νύχτα της υπάρξεώς μου,
μόλις μου στέλνει μιαν αναλαμπή
από το σπίτι των αγγέλων.
Βουνά που ταξιδεύουν στους ορίζοντες
οι αιώνιες συννεφιές,
φαντάσματα που χορεύουν πατώντας
στα λεπίδια των κεραυνών,
τόξα τεντωμένα που παραφυλούν
μη βγω και δω τον ήλιο.
Σαν τον ωκεανό
που ταραγμένος περιστρέφεται
μελανιασμένος απ' τη δίνη της καρδιάς του
γυρεύω ν' αναρριχηθώ
πατώντας στα γαλάζια δάχτυλα,
να σπάσω των νεφών το τείχος
και ν' αλαλάξω εμπρός στον ήλιο.
Μα πέφτω με σπασμένο στήθος.
Φεύγει ο καπνός
από τα συγκρουσμένα σπλάχνα μου
κι η σελήνη της μορφής σου
ρίχνει λάδι στις πληγές μου.
Ακόμη
απ' το διάστημα
μου απλώνουν το χέρι τους
η θωπεία των θαλασσών
κι η ευλογία των άστρων.
Μα η σκοτεινή οροσειρά του Ταϋγέτου
άκαμπτη και ζωντανή
σαν παραταγμένος θάνατος
φρουρεί μες στα σύννεφα
το σιωπηλό μου ερημητήριο
αναφέροντας στους ουρανούς
όταν δύει ο ήλιος
την κατάσταση του εκπτώτου.
Όρη μεγαλοπρεπή
που οι λευκές κορυφές σας
κοιτάζουν μέσ' απ' τα γαλάζια πρίσματα
το μεγαλείο της δημιουργίας,
Ωκεανέ,
που αρχίζεις απ' τον ουρανό
και συνεχίζεσαι στ' άπειρο της ψυχής μου
στολίζοντας τη δυστυχία μου
με τα μαργαριτάρια των αφρών σου,
ρόδα των δύσεων
που σβήνατε
στα ποτήρια των αγγέλων
και στην ψυχή μου,
όλα όσα χορέψαμε μαζί
στο λευκό γάμο
της ενώσεώς μου με το σύμπαν
γιατί δεν γυρίζετε
στην πρωτινή κατοικία σας
γιατί εγκαταλείψατε
την παιδική μου ψυχή;
Είμαι η τύψη του αγγέλου
που αδίκησε ο Θεός...
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ' αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ' αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ' άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ' αγάπησε τίποτε.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.
Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,
θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω.
Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.
Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,
στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Εκείνους λοιπόν που χάσκουν στα παρόντα πράγματα και αφοσιώνονται σ΄αυτά, χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τα μέλλοντα, και τρέχουν χωρίς διακοπή στις σωματικές απολαύσεις, ενώ αφήνουν τις ψυχές τους να λειώνουν από την πείνα και να ταλαιπωρούνται από μύρια κακά, αυτούς τους παρομοιάζω με τον άνδρα εκείνο που έφευγε μπροστά από μαινόμενο ρινόκερω επειδή δεν άντεχε το θόρυβο της βοής και το τρομακτικό μούγκρισμα του, φεύγοντας όμως γρήγορα για να μην τον καταβροχθίσει ο ρινόκερος και τρέχοντας με ταχύτητα, έπεσε μέσα σε ένα μεγάλο βόθρο.
Ενώ δε έπεφτε μέσα σ΄αυτόν, άπλωσε τα χέρια του και πιάστηκε απο ένα φυτό το οποίο κρατούσε γερά, και αφού στήριξε και τα πόδια του σε κάποια βάση, νόμιζε ότι βρίσκεται σε ειρήνη και ασφάλεια.
Καθώς κοιτούσε όμως, βλέπει δύο ποντίκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο, που έτρωγαν αδιάκοπα τη ρίζα του φυτού, από το οποίο ήταν κρεμασμένος, και κόντευαν σε λίγο να την κόψουν.
Κοιτάζοντας τότε τον πυθμένα του βόθρου, είδε ένα δράκο τρομερό στην όψη, που έβγαζε φωτιά από τα ρουθούνια του, ήταν πολύ άγριος, είχε πολύ φρικτά ανοιχτό το στόμα του στη βάση εκείνη που είχε στηριγμένα τα πόδια του, είδε να προβάλλουν τα κεφάλια τεσσάρων ασπίδων από τον τοίχο στον οποίο στηριζόταν, ενώ στρέφοντας τα μάτια προς τα επάνω, βλέπει να στάζει από τα κλαδιά του φυτού εκείνου λίγο μέλι.
Αφήνοντας λοιπόν τις σκέψεις για τις συμφορές που τον περικύκλωναν, ότι δηλαδή απ’ έξω ο ρινόκερος μανιασμένος ήθελε να τον κατασπαράξει, από κάτω ο φοβερός δράκος περίμενε με ανοιχτό το στόμα για να τον καταπιεί, το φυτό από το οποίο ήταν πιασμένος όπου νά ΄ναι θα κοβόταν, καί ότι τα πόδια του στηρίζονταν σε γλυστερή και άστατη βάση, ξεχνώντας ασυλλόγιστα τα τόσα και τέτοιου είδους φρικτά θεάματα, προσηλώθηκε μ΄όλη τη σκέψη του στη γλυκύτητα της μικρής εκείνης σταγόνας του μελιού.
Αυτή είναι η παρομοίωση αυτών που προσκολλώνται στην απάτη του κόσμου αυτού, τη σημασία της οποίας θα σου εξηγήσω αμέσως.
Ο ρινόκερος είναι σύμβολο του θανάτου, ο οποίος καταδιώκει διαρκώς και βιάζεται να συλλάβει το ανθρώπινο γένος.
Ο βόθρος είναι σύμβολο του κόσμου, που είναι γεμάτος από κάθε είδους κακά και θανατηφόρες παγίδες.
Το φυτό που διαρκώς το έκοβαν τα δύο ποντίκια, από το οποίο είχε πιαστεί, είναι η περίοδος της ζωής του καθενός, η οποία ξοδεύεται και καταναλώνεται όλες τις ώρες του ημερονυκτίου και κοντεύει λίγο-λίγο να κοπεί.
Οι τέσσερις πάλι ασπίδες σημαίνουν τη σύσταση του ανθρώπινου σώματος από τέσσερα αβέβαια και ασταθή στοιχεία, τα οποία όταν ατακτούν και ταράζονται, καταστρέφουν τη σύσταση του σώματος.
Επί πλέον, ο φλογώδης εκείνος σκληρός δράκος εικονίζει τη φοβερή κοιλιά του άδη, η οποία επιθυμεί πάρα πολύ να δεχθεί αυτούς που προτιμούν τα τωρινά ευχάριστα, από τα μελλοντικά αγαθά.
Τέλος η σταγόνα του μελιού φανερώνει τη γλυκύτητα που έχουν οι χαρές του κόσμου, με την οποία, απατώντας τους φίλους του, δεν τους αφήνει να προνοήσουν για τη σωτηρία τους.
(Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Βίος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, εκδόσεις ΕΠΕ τ. 10, σελ. 163-167)
Γράμμα από τη Μόροβα
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράφω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, που το είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
- Τις ει;
Μιλιά...
Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:
- Τις ει;
Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβαν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας, πέτυχε τους Ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια …κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αύριον» και τις καταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας, έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:
— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατιστοί, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι - το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη Υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. Αλλ’ αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».
("Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας", σσ. 174-178, Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Οι δύο λόγοι του Νεστορίου
Ο αββάς Κυριακός (5ος-6ος αι.) ήταν πρεσβύτερος στη λαύρα του Καλαμώνος, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη. Κάποτε διηγήθηκε τα έξης :
«Μια νύχτα είδα στον ύπνο μου να στέκουν έξω από το κελί μου μία πορφυροντυμένη γυναίκα με σεμνή εμφάνιση και δύο άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Κατάλαβα πώς ή γυναίκα ήταν ή ίδια ή Υπεραγία Θεοτόκος, ενώ από τούς άνδρες ο ένας ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άλλος ο Τίμιος Πρόδρομος.
Βγήκα από το κελί και τούς παρακάλεσα να περάσουν μέσα για να το ευλογήσουν. Η Θεοτόκος όμως αρνήθηκε. Εγώ επέμεινα για πολλή ώρα να την παρακαλώ, οπότε εκείνη αποκρίθηκε αυστηρά:
- Έχεις τον εχθρό μου στο κελί σου και πώς θέλεις να μπω ;
Αυτό είπε κι έφυγε.
"Όταν ξύπνησα, άρχισα να σκέπτομαι στενοχωρημένος μήπως αμάρτησα με τον λογισμό απέναντι της. Στο κελί μου δεν υπήρχε άλλος κανείς παρά μόνο εγώ. Για πολλή ώρα εξέταζα τον εαυτό μου, άλλα δεν βρήκα να έσφαλα σε τίποτε απέναντι της.
Σηκώθηκα τότε πολύ λυπημένος και πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο, για να διώξω τη λύπη με την ανάγνωση. Το βιβλίο ήταν του άγιου Ησυχίου, πρεσβυτέρου των Ιεροσολύμων.
Καθώς το ξεφύλλιζα, βρήκα προς το τέλος δύο λόγους τού δυσσεβούς Νεστορίου. Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ό εχθρός της Θεοτόκου. Σηκώθηκα τότε και το επέστρεψα σ’ αυτόν πού μου το είχε δώσει λέγοντας:
- Πάρε το βιβλίο σου, αδελφέ, γιατί περισσότερο ζημιώθηκα παρά ωφελήθηκα.
Κι όταν του εξήγησα τα συμβάντα, έκοψε με ζήλο τούς δύο λόγους του Νεστορίου και τούς πέταξε στη φωτιά λέγοντας:
Δεν θα παραμείνει στο κελί μου ό εχθρός της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».
Η αιρετική πατρικία
Κάποια πατρικία, πού λεγόταν Κοσμιανή (6ος αι.), ήρθε μια νύχτα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο στην Ιερουσαλήμ. Καθώς πλησίαζε, της παρουσιάσθηκε η Κυρία Θεοτόκος μαζί με άλλες γυναίκες και της είπε:
- Δεν επιτρέπεται να μπεις εδώ, γιατί δεν είσαι δική μας.
Το είπε αυτό, γιατί η Κοσμιανή άνηκε στην αίρεση του Σεβήρου. Εκείνη όμως επέμενε και παρακαλούσε να της επιτρέψει την είσοδο. Τότε η Θεοτόκος αποκρίθηκε:
- Είναι αδύνατο να μπεις εδώ μέσα, αν προηγουμένως δεν έρθεις σε μυστηριακή κοινωνία μ’ εμάς.
Κατάλαβε τότε η πατρικία ότι η είσοδός της εμποδίζεται επειδή είναι αιρετική, και ότι αν δεν προσέλθει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν πρόκειται να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο.
Έτσι κι έκανε. Πρώτα-πρώτα εγκατέλειψε την αίρεση του Σεβήρου, κι ύστερα μετανοημένη κάλεσε τον διάκονο και μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια. Τότε προχώρησε ανεμπόδιστα και προσκύνησε το ζωοποιό μνήμα του Σωτήρος Χριστού.
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 132-134. Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Η Παναγία της Τήνου
Δεν έχει περάσει παρά ένας χρόνος από την ιστορική ημέρα, που ο επίσκοπος Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της επαναστάσεως. Στο μοναστήρι του Κεχροβουνίου, που φαντάζει κάτασπρο πάνω στο νησάκι της Τήνου, η μοναχή Πελαγία, ύστερα από τη βραδινή προσευχή, αποσύρθηκε στο κελί της να ησυχάσει. Ενώ είχε αποκοιμηθεί, ένοιωσε ξαφνικά μιαν άρρητη ευωδία, κι αμέσως άκουσε την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει με πάταγο. Μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που άστραφτε σαν Βασίλισσα, μπήκε μέσα και στάθηκε απέναντι από το κρεβάτι της.
- Σήκω γρήγορα, της είπε. Πήγαινε να συναντήσεις τον Σταματέλλο Καγκάδη, και πες του πως στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά είναι χωμένη χρόνια τώρα η εικόνα μου. Να φροντίσει να τη βγάλει και να χτίσει το σπίτι μου.
Η γερόντισσα ξύπνησε τρομαγμένη, αλλά από ταπείνωση δεν υπάκουσε στην εντολή.
Την άλλη εβδομάδα, την ώρα που η μοναχή προσευχόταν, δέχτηκε στον ίδιο τόπο για δεύτερη φορά την επίσκεψη της Παναγίας. Τη φορά αυτή η Θεοτόκος συνόδευε τα λόγια της μ’ ένα γλυκό μειδίαμα, σαν να έλεγε: «Γνωρίζω τους λογισμούς και δισταγμούς σου, αλλά μη φοβάσαι. Εσένα διάλεξα για να εκπληρώσεις τη βουλή μου. Λοιπόν, μη διστάζεις».
Αλλά ο δισταγμός κρατούσε ακόμη δέσμια την αγαθή γερόντισσα. Γ’ αυτό η Θεοτόκος την επισκέπτεται και τρίτη φορά, την 29η Ιουλίου 1822, σε ώρα πάλι προσευχής. Την είδε τότε η μοναχή να στέκεται μπροστά της ακίνητη και να εκπέμπει τριγύρω της ένα ουράνιο φως, απαλό και λευκό. Ύστερα κάρφωσε το βλέμμα επάνω της και είπε:
- Πελαγία, γιατί δεν υπάκουσες στην εντολή μου; Την επαναλαμβάνω τώρα για τελευταία φορά.
Εκείνη τρομαγμένη επιστράτευσε όλο το θάρρος της και ρώτησε:
- Ποια είσαι, Κυρία, που με διατάζεις τέτοια πράγματα και οργίζεσαι μαζί μου;
Τότε η Κυρία φάνηκε πως ανέκτησε την πρώτη γλυκύτητα, σήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε όλο τον κόσμο και είπε χαριτωμένα:
- "Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην".
- "Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν", ψέλλισε η μοναχή κι έπεσε στα γόνατα.
Η καμπάνα σήμανε για τον όρθρο. Η μοναχή Πελαγία σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό της και κατηφόρισε για τον ναό. Όταν διηγήθηκε στην ηγούμενη το δράμα της, εκείνη την άκουσε με προσοχή και δέος. Τέλος της είπε:
- Πελαγία, το όραμά σου είναι θεϊκό και σε μακαρίζω. Αύριο το πρωί να ενεργήσεις σύμφωνα με την εντολή που έλαβες.
Την επομένη η εκλεκτή της Παναγίας ξεκίνησε για την Καρυά, όπου συνάντησε τον Σταματέλλο Καγκάδη. Κι αυτός συγκινημένος την παρέπεμψε στον επίσκοπο Γαβριήλ.
Ο επίσκοπος παρακολούθησε δακρυσμένος την αφήγηση. Ύστερα με σοβαρή και τρεμάμενη φωνή έδωσε την ακόλουθη εξήγηση:
- Το δράμα σου, γερόντισσα, είναι πολύ σημαντικό. Η Παναγία, η υπέρμαχος Στρατηγός, που πάντοτε μας προστατεύει, είδε τα δεινοπαθήματά μας, γι’ αυτό ευαγγελίζεται στο δούλο γένος μας την απελευθέρωση του από τον βαρβαρικό ζυγό. Και μας φανερώνει την αγία εικόνα της, για να ενδυναμώσει το έθνος μας στον αγώνα αυτό.
Οι καμπάνες του ιερού ναού των Ταξιαρχών αναστατώνουν τους κατοίκους. Ο δεσπότης με λόγια θερμά συγκλονίζει τον λαό, ο οποίος με θρησκευτική έξαρση αποδύεται στην προσπάθεια για την εύρεση της εικόνας.
Ζητούν αμέσως άδεια από τη γυναίκα του Δοξαρά, για ν’ αρχίσουν τις ανασκαφές στο κτήμα του. Εκείνη όμως αρνείται, με τη δικαιολογία ότι δεν έχει τέτοια πληρεξουσιότητα από τον σύζυγό της, ο οποίος λείπει στην Κων/πολη. Εξ άλλου το κτήμα είναι καλλιεργημένο και δεν πρέπει να καταστραφεί.
Τη νύχτα βλέπει στον ύπνο της φοβερό όνειρο. Ένας άγριος φουστανελοφόρος την απειλεί πως, αν δεν δώσει την άδεια, θα την εξοντώσει. Τρομαγμένη εκείνη ξυπνά και τρέχει να βγει από το σπίτι. Στην παραζάλη της όμως, αντί ν’ ανοίξει την πόρτα του δωματίου, άνοιξε της ιματιοθήκης και κλείστηκε μέσα. Το πρωί τη βρήκαν εκεί λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε ειδοποίησε τον Επίσκοπο πως όχι μόνο δίνει την άδεια, αλλά προσφέρει και το ίδιο ακόμη το κτήμα για ανέγερση ναού, αν βρεθεί η εικόνα.
Έτσι λοιπόν αρχίζουν οι ανασκαφές στο κτήμα του Δοξαρά τον Σεπτέμβριο του 1822. Δουλεύουν εργάτες απ' όλο το νησί, αλλά η εικόνα δεν φανερώνεται. Ο ζήλος μαραίνεται και σε δύο μήνες το σκάψιμο σταματά.
Τότε επεμβαίνει η Μεγαλόχαρη με νέο θαύμα για να υπενθυμίσει στους κατοίκους το χρέος τους. Η σύζυγος και η αδελφή του Καγκάδη, τον οποίο η Θεοτόκος υπέδειξε ονομαστικά για την εύρεση της εικόνας: αρρωσταίνουν βαριά. Ο κίνδυνος αυτός τον κάνει να συναισθανθεί την ιερή ευθύνη που είχε επωμιστεί από τη Θεοτόκο. Σπεύδει λοιπόν στον επίσκοπο και τον παρακαλεί να προκαλέσει γενική κινητοποίηση αρχόντων και λαού. Είναι πρόθυμος και χρήματα να δώσει προκειμένου να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές.
Πράγματι το σκάψιμο ξαναρχίζει. Οι χωρικοί δουλεύουν με βάρδιες, αλλά τους τριγυρίζει και πάλι η αποκαρδίωση. Η μεγάλη όμως ημέρα πλησιάζει. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 σκάβουν με τη σειρά τους στο χωράφι οι Φαλαταδιανοί. Γύρω στο μεσημέρι η αξίνα του Δημήτρη Βλάσση χτυπά πάνω σε ξύλο. Ρίγησε ο ευλαβής χωρικός από συγκίνηση, και πλημμυρισμένος χαρά πήρε στα χέρια το κομμάτι που βρήκε.
Πράγματι, είχε βρει την εικόνα, αλλά μόνο τη μισή τον Άγγελο. Σε λίγο βρήκαν και την άλλη μισή. Κάποια αξίνα την είχε χωρίσει στα δύο, χωρίς να βλάψει καθόλου τα πρόσωπα. Η τομή από θεία επέμβαση είχε γίνει κάθετα. Η ιερή εικόνα καθαρίστηκε και πρόβαλε η γλυκειά μορφή της Παρθένου. Παριστάνει τον Ευαγγελισμό και πρόκειται για ένα αριστούργημα τέχνης.
("Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας", σ. 67, Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
(Βλασίου Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία τομ. Β)
TΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΕΩΣ
Το μέγα σχίσμα (1054) τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως θεωρείται τό συγκλονιστικότερο εκκλησιαστικό γεγονός τής περιόδου αυτής αφού κατέστη τό δραματικό τέλος μιάς μακράς διαδικασίας διαφοροποιήσεως τής Δυτικής Εκκλησίας έναντι της Ανατολικής, ή οποία είχε αρχίσει ήδη από τό τέλος τού Ε΄ αιώνα καί κορυφώθηκε κατά τήν περίοδοτής κρίσεως τών σχέσεων Ρώμης καί Κπόλεως μέ πρόσχημα τήν κανονικότητα τής εκλογής τού πατριάρχη Φωτίου (863-867). Η κρίση βεβαίως αυτή εσφαλμένως καί καταχρηστικώς χαρακτηρίζεται ώς σχίσμα, αφού δέν είχε πράγματι όλα τα κανονικά στοιχεία ενός πραγματικού σχίσματος, τα οποία δηλαδή νά μπορούν νά συνδέσουν τή διαμόρφωση ενός σχισματικού εκκλ. σώματος έξω από τα όρια τής μιάς, αγίας, καθολικής καί αποστολικής Εκκλησίας. Ή αμφισβήτηση από τόν πάπα Ρώμης Νικόλαο τής κανονικότητας τής εκλογής τού ί.Φωτίου ή τής εκθρονίσεως τού Ιγνατίου, καίτοι προκάλεσε τή μονομερή διακοπή τής κοινωνίας τών δύο θρόνων γιά μία τριετία περίπου, δέν έπληξε τήν ενότητα τού εκκλ. σώματος καί οπωσδήποτε δέν παρήγαγε απηρτισμένο σχίσμα μεταξύ τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως. Ή σκόπιμη καλλιέργεια εντάσεως μεταξύ τών δύο θρόνων γιά μία διαμφισβητούμενη ερμηνεία μιάς ασήμαντης ή καί αδιάφορης πτυχής τής κανονικής παραδόσεως (΄΄αθρόον΄΄ χειροτονία) δέν επαρκούσε γιά τή θεμελίωση σχίσματος καί εγκαταλείφθηκε από τόν ίδιο τόν παπικό θρόνο στή συνολική θεώρηση τού θέματος. Άλλωστε,καί ή διαδοχή τών ιστορικών γεγονότων τής κρίσεως δέν οδήγησε στή γενική διακοπή τής κοινωνίας τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως.
Υπό τήν κανονική καί τήν εκκλησιολογική αξιολόγηση τών γεγονότων ή κρίση στίς σχέσεις τών δύο θρόνων μπορεί νά χαρακτηρισθή απλώς ώς μία κατάσταση ακοινωνησίας, ή οποία εκτονώθηκε προτού προσλάβει τίς διαστάσεις εκκλησιαστικού σχίσματος. Βεβαίως,ή απόφαση τής συνόδου τής Κπόλεως (867) γιά τήν ανταπόδοση τής καθαιρέσεως στόν πάπα Νικόλαο θά μπορούσε ίσως νά οδηγήση σέ ένα σχίσμα τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως, αφού στή σύνοδο αυτή τέθηκαν από τόν πατριάρχη Φώτιο νέα σοβαρά θεολογικά (filioque) καί εκκλησιαστικά θέματα (παπικό πρωτείο, επιβολή συνοδικώς κατακριθέντων λατινικών εθίμων στή Βουλγαρία). Ή απόφαση όμως τής συνόδου τής Κπόλεως (867) παρέμεινε ανενεργός μετά τήν εκθρόνιση τού Φωτίου, η οποία διευκόλυνε τήν εκτόνωση τής κρίσεως καί τήν αποκατάσταση τών κανονικών σχέσεων Ρώμης καί Κπόλεως. Έν τούτοις, ή έγερση μέ τήν εγκύκλια επιστολή τού Φωτίου τού ζητήματος τών σοβαρών θεολογικών καί εκκλησιαστικών διαφορών, οί οποίες μάλιστα κυρώθηκαν συνοδικώς, τροφοδότησε τή θεολογική γραμματεία τής Ανατολής ,ενώ ή προγενέστερη επιστολή τού πάπα Νικολάου πρός τόν ηγεμόνα τών Βουλγάρων Βόρη είχε ανάλογες προεκτάσεις στή θεολογική γραμματεία τής Δύσεως μέ έντονο πολεμικό πνεύμα εναντίον τής ανατολικής παραδόσεως. Ή ειδική σχέση καί τών δύο πολεμικών κειμένων μέ τά δικαιοδοσιακά ζητήματα τών δύο θρόνων στόν χώρο τής ιεραποστολής εξηγούν πολλά από τά στοιχεία τής επιλεγμένης οξύτητας, ειδικότερα στά ζητήματα τής διαφοράς τών εκκλ. εθίμων. Ή επίσημη όμως αποδοκιμασία τών διαφοροποιήσεων αυτών στά πλαίσια τού ιεραποστολικού ανταγωνισμού θεμελιώθηκε σέ μία νέα διαλεκτική θεολογικής δικαιώσεως ή κατακρίσεως τους,ή οποία πολλαπλασίασε τίς αντιπαραθέσεις τών δύο θεολογικών παραδόσεων καί επιτάχυνε τήν πορεία πρός τό μέγα σχίσμα τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054).
Τά κύρια αίτια τού σχίσματος τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως προσδιορίζονται συνήθως ώς θεολογικά (filioque), πολιτικά (ίδρυση τού παπικού κράτους καί τής φραγκικής αυτοκρατορίας από τό Καρλομάγνο) καί εκκλησιαστικά (παπικό πρωτείο, εκκλ. έθιμα κ.λπ). Ο σχηματικός αυτός διαχωρισμός δέν ανταποκρίνεται βεβαίως στή διαμορφωμένη πραγματικότητα, αφού δέν μπορεί νά γίνη λόγος περί μονομερούς επιδράσεως ενός εκάστου από τά αίτια αυτά στίς σχέσεις τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως. Πράγματι, δέν υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση τών πολιτικών καί τών εκκλησιαστικών αιτίων, καίτοι, όπως θά δούμε, στήν ίδρυση τόσο τού παπικού κράτους, όσο καί τής αυτοκρατορίας τής Δύσεως υπόκειται άμεσα ή έμμεσα ώς βασική ιδέα ή θεωρία περί τού παπικού πρωτείου.
Αναδημοσίευση από το site: www.oodegr.com/.../apokryfa/apokr_evag
Τα απόκρυφα ευαγγέλια
Επιμέλεια Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Αποσπάσματα από τα βιβλία Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Καινής Διαθήκης (Πύρρα, Αθήνα) και Εναντίον του Θεού (Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο).
Πρώτες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη
Τα βιβλία των αποστόλων –αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη– παραδόθηκαν στους χριστιανούς ήδη από την πρώτη γενιά, από τους ίδιους τους αποστόλους. Αν και αρχικά μάλλον οι χριστιανοί δεν τα θεωρούσαν ως ένα είδος «αγίας γραφής», όμως τα θεωρούσαν βασική πηγή πληροφόρησης για την πίστη που είχαν παραλάβει οι κατά τόπους Εκκλησίες από τα χείλη των ίδιων των αποστόλων. Η αξία των βιβλίων αυτών οφειλόταν στο ότι ήταν έργα των αποστόλων και η σημασία τους μεγάλωσε όταν οι απόστολοι, σιγά - σιγά, έφυγαν από αυτή τη ζωή.
Τα βιβλία Καινής Διαθήκης είναι γνωστά ως «κανονικά» («κανόνας» = σειρά στα αρχαία ελληνικά, γι’ αυτό τα ονομάζουμε «κανονικά», οι δε σειρές των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αντίστοιχα ονομάζονται κανόνες της Π.Δ. και της Κ.Δ.) ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλ. λίγο μετά το 100 μ.Χ. Εκτός από τα σπαράγματα παπύρων που σώζονται εδώ κι εκεί, οι βασικότερες μαρτυρίες είναι οι παρακάτω:
· Ο ταπεινός και σεμνός άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, όπως φαίνεται από τις 7 σωζόμενες επιστολές του (γραμμένες περίπου το 110 μ.Χ.), ξέρει και αναγνωρίζει ως γνήσια τις επιστολές του Παύλου και τα ευαγγέλια του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.
· Ο άγιος Κλήμης Ρώμης φαίνεται ότι ξέρει τις επιστολές του Παύλου προς Κορινθίους, Ρωμαίους και Εβραίους, ίσως δε και τα ευαγγέλια.
· Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, στη δική του επιστολή προς Φιλιππησίους (δηλ. τους κατοίκους της πόλης Φίλιπποι της Μακεδονίας –είχε γράψει και ο Παύλος ανάλογη επιστολή), προδίδει γνώση των επιστολών του Παύλου προς Ρωμαίους, Α΄ Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, άρα έχει στα χέρια του corpus των κειμένων του Παύλου, προφανώς αντίγραφα, όπως και ο άγιος Ιγνάτιος που είπαμε παραπάνω.
· Η απόκρυφη Επιστολή Βαρνάβα, κεφ. 4, στ. 14, παραθέτει το Ματθ. 22, 14, εισάγοντάς το με το «ως γέγραπται» (=όπως έχει γραφτεί), στερεότυπη φράση που σημαίνει ότι το θεωρεί μέρος της Αγίας Γραφής.
· Επιπλέον, ο Παπίας Ιεραπόλεως, που το έργο του δε σώζεται, αλλά μαθαίνουμε γι’ αυτό από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου επισκόπου Καισάρειας της Μικράς Ασίας (4ος αιώνας), γνωρίζει τα ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου, για το δεύτερο μάλιστα παραθέτει την ανεξακρίβωτη πληροφορία ότι ο Ματθαίος το είχε γράψει αρχικά σε «εβραϊκή διάλεκτο» και κατόπιν το μεταγλώττισε στα ελληνικά, όπως το ξέρουμε. Ο Παπίας, κατά τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (μικρασιατικής καταγωγής, επίσης του 2ου αιώνα), ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννη και φίλος του Πολύκαρπου Σμύρνης, αν και είχε επηρεαστεί από διάφορες δοξασίες που εντοπίζονταν στη Μικρά Ασία και παρέκκλιναν από την ορθόδοξη παράδοση.
· Ο ίδιος ο άγιος Ειρηναίος γνωρίζει πλέον την Καινή Διαθήκη σχεδόν όπως έχει φτάσει ως εμάς. Λέω «σχεδόν», γιατί μερικά βιβλία δεν τα αναφέρει, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν τα γνώριζε. Την εποχή του (γύρω στο 170 μ.Χ.) ο «κανόνας» είχε συγκροτηθεί, με βάση την παράδοση των κατά τόπους Εκκλησιών, που διέσωζαν αποστολικά συγγράμματα και τα διαχώριζαν από άλλα, ορθόδοξα, που επίσης τα διάβαζαν, αλλά δεν τα θεωρούσαν αποστολικά ή τουλάχιστον όχι με βεβαιότητα, όπως η Επιστολή Βαρνάβα, η Διδαχή των Αποστόλων, η Β΄ Κλήμεντος προς Κορινθίους, η Επιστολή προς Διόγνητον, ο Ποιμήν κ.λ.π., ή και άλλα, όπως η απόκρυφη Αποκάλυψη Πέτρου, η απόκρυφη Γ΄ προς Κορινθίους δήθεν του Παύλου κ.λ.π.
· Σημειωτέον ότι τα ίδια τα απόκρυφα βιβλία συνιστούν μια σοβαρή μαρτυρία για την παλαιότητα των κανονικών, καθώς περιέχουν πλήθος αυτούσιων στίχων από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αποκομμένους από το περιβάλλον τους, και απηχούν πολλούς άλλους.
(Λεπτομέρειες για τη δημιουργία της Καινής Διαθήκης βλ., μεταξύ άλλων, στις «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη των καθηγητών Σάββα Αγουρίδη κ.ά. –από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην του Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Γρηγόρη, προέρχονται τα ανωτέρω στοιχεία).