ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Για να ξαναχτιστεί ο κόσμος πάνω σε νέες βάσεις πρέπει μονάχοι τους οι άνθρωποι να πάρουν έναν αλλιώτικο δρόμο.
Προτού να γίνεις πραγματικός αδελφός για όλους τους άλλους, δε θα φτιαχτεί καμιά αδελφοσύνη.
Ποτέ και με καμιά επιστήμη, με κανένα συμφέρον δεν θα καταφέρουν οι άνθρωποι να μοιράσουν την ιδιοκτησία και τα δικαιώματά τους, έτσι που να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι.
Ο καθένας θα νομίζει πως έχει λίγα και θα διαμαρτύρεται, θα φθονεί και θα εξολοθρεύει ο ένας τον άλλον.
Ρωτάτε πότε θα πραγματοποιηθεί. Θα γίνει, μα πρέπει πρώτα να τελειώσει η περίοδος της ανθρώπινης απομόνωσης.
- Για ποια απομόνωση μιλάτε; τον ρωτάω εγώ.
- Για την απομόνωση που βασιλεύει τώρα παντού και ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμη δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της.
Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του από τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές του οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση.
Όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες,
ο καθένας αποτραβιέται στη μονιά του,
ο καθένας απομακρύνεται από τον άλλον,
κρύβεται και κρύβει το έχει του
και καταλήγει να απωθεί τους ομοίους του και να απωθείται από αυτούς.
(Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμαζόβ τομ.Β σελ. 228-229)
«Η μεγαλύτερη στιγμή τρόμου στο νήπιο είναι η μοναξιά» (Τζέιμς)
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος, από το να μην έχεις πού να πεις τον πόνο σου».
«Ζούσε μόνη η φτωχή γριούλα μέσα σε μια αφόρητη μοναξιά. Κανείς και ποτέ δεν έμπαινε στο φτωχικό της. Ένα πρωί πήγε με τις πενιχρές της οικονομίες στην αγορά για ψώνια. Γύρισε κρατώντας στα χέρια της αντί για τρόφιμα, ένα κλουβί με έναν παπαγάλο μέσα.
- Τι είναι αυτό, ρώτησαν έκπληκτοι οι γείτονες.
- Μιλάει! ξεφώνισε η γριούλα. Μιλάει και λέει «καλημέρα» και «γεια σου». Και σπάζει έτσι τη μοναξιά, που είναι χειρότερη και από την πείνα και την ανέχεια. <br/ >(Κούρκουλα Κωνσταντίνου, Στάχυα τόμ. Β σελ. 56)
«Μοναχός μήτε στον παράδεισο» (Ελλην. Παροιμία)
«Φτάνει μόνο ένα πρόσωπο να σας λείπει και το παν είναι ερημιά» (Λαμαρτίνος)
«Το άπειρο πλήθος είναι κι αυτό επίσης μια μοναξιά»(Κατύς)
«Επέστρεψε ο Διογένης από τους Ολυμπιακούς αγώνες και ένας τον ρώτησε, αν ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ο Διογένης αποκρίθηκε:
«Κόσμος υπήρχε πολύς, άνθρωποι όμως λίγοι»
(Αρχαία Ελληνικά Ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα σελ. 30)
- Πάτερ Αρσένιε, πώς ζεις μόνος σου, τόσα χρόνια στην έρημο, κλεισμένος στη σκήτη σου; Δεν πλήττεις; ρώτησαν έναν όσιο γέροντα ασκητή, οι περίεργοι επισκέπτες του.
- Ευλογημένοι… Δεν είμαι μόνος. Δε βλέπετε γύρω μου, τι συντροφιά έχω; Και τους έδειξε τις εικόνες, που ήταν κρεμασμένες στο φτωχικό κελί του…
Στις ζούγκλες της Αφρικής έχουν βρει έναν πολύ ενδιαφέροντα και πολύ «ζωόφιλο» τρόπο για να πιάνουν ζωντανές τις μαϊμούδες χωρίς να τις βασανίζουν, ή να τις κυνηγούν, και να τις στέλνουν γερές και αλώβητες για τους ζωολογικούς κήπους και το τσίρκο.
Οι κυνηγοί χρησιμοποιούν βαριές μποτίλιες με στενόμακρο λαιμό, μέσα στις οποίες βάζουν μια χούφτα ζαχαρωμένα και μυρωδάτα καρύδια. Τις μποτίλιες τις αφήνουν στο χώμα, ή μερικές φορές τις δένουν, και την άλλη μέρα το πρωί βρίσκουν σε κάθε μια τους έναν παγιδευμένο πίθηκο.
Ο πίθηκος έλκεται από το άρωμα των καρυδιών, πλησιάζει να δει τι συμβαίνει, βάζει μέσα το χέρι του, πιάνει με τη χούφτα του μερικά καρύδια και αυτό ήταν, παγιδεύτηκε. Δεν καταλαβαίνει ο δυστυχής ότι για να ελευθερώσει το χέρι του πρέπει να παρατήσει τα γλυκά καρύδια και αρνείται να τα αφήσει. Και η μποτίλια είναι πολύ βαριά, ή ακόμη και δεμένη, ώστε να μην μπορεί να την πάρει μαζί του και να φύγει.
(Άκης Αγγελάκης, Ιστορίες που θα θυμάσαι για πάντα σελ. 69-70)
«Αν παρατηρήσεις με προσοχή, θα ανακαλύψεις τις παγίδες του Εχθρού να είναι αλειμμένες με μέλι και με γλυκύτητα· ώστε αυτός που θέλει να γευθεί το μέλι να πιαστεί από την παγίδα.
Μην επιθυμείς ένα τέτοιο μέλι, και τότε δεν θα πιαστείς από την παγίδα· διότι η γλυκύτητά του γεμίζει στο τέλος με χολή και με πίκρα εκείνους που την ποθούν» (Οσίου Εφραίμ του Σύρου Εργα, τομ. Γ σελ. 12) «ω γαρ τις ήττηται, τούτω και δεδούλωται» (Β΄ Πέτρου β 19) «διότι σε εκείνο το πάθος, από το οποίο κανείς έχει νικηθεί, σε αυτό και έχει υποδουλωθεί»
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που βασίλευε σε έναν πλούσιο τόπο.
Κάποτε, έκανε ένα ταξίδι μέχρι τις πιο μακρινές περιοχές της χώρας του.
Όταν γύρισε στο παλάτι του, παραπονέθηκε ότι τον πονούσαν τα πόδια του.
Ήταν η πρώτη φορά που έκανε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, και οι δρόμοι που πέρασε ήταν πολύ άγριοι, γεμάτοι πέτρες.
Διέταξε λοιπόν το λαό του, να καλύψει κάθε δρόμο ολόκληρης της χώρας με μια στρώση δέρματα. Σίγουρα αυτό θα στοίχιζε χιλιάδες δέρματα αγελάδων και θα κόστιζε ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό.
Τότε ένας από τους σοφούς υπηρέτες του, τόλμησε και του είπε,
«Γιατί θα πρέπει να ξοδέψεις τόσα πολλά χρήματα, αντί να κόψεις ένα μικρό κομμάτι δέρμα και να καλύψεις τα πόδια σου;».
Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε, αλλά σε λίγο συμφώνησε με την πρόταση αυτή να φτιάξει «παπούτσια» για τον εαυτό του».
Μία λάθος τοποθέτηση στη ζωή, είναι να προσπαθούμε να αλλάξουμε τους άλλους ανθρώπους και να πιστεύουμε ότι αν αυτοί αλλάξουν, εμείς θα γίνουμε ευτυχέστεροι.
Στην ιστορία αυτή υπάρχει πράγματι ένα πολύτιμο μάθημα ζωής: Αν θέλεις να κάνεις τον κόσμο αυτόν ένα ευτυχισμένο τόπο για να ζεις, είναι καλύτερα να αλλάξεις τον εαυτό σου, την καρδιά σου, και όχι τον κόσμο.
(Άκης Αγγελάκης, Ιστορίες που θα θυμάσαι για πάντα, σελ. 81)
«Κάποιο δειλινό, έφτασε ένας νέος σε μια μεγάλη, ήσυχη, ερημική και πανέμορφη παραλία. Μαγεμένος από την ομορφιά της, κάθισε για να αγναντεύσει το πέλαγος.
Την προσοχή του τράβηξε ένας γέροντας που βημάτιζε αργά, πάνω κάτω στην παραλία, ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα. Κάθε τόσο έσκυβε, μάζευε έναν από τους πολλούς αστερίες που είχε ξεβράσει στην ακτή η απογευματινή παλίρροια και τον πετούσε ξανά στη θάλασσα. Η ώρα περνούσε, ο ήλιος έδυε και αυτός συνέχιζε να περπατά και να σκύβει κάθε τόσο, να παίρνει έναν αστερία και να τον πετά πίσω στο πέλαγος.
Ο νέος που τον παρακολουθούσε για πολλή ώρα, σηκώθηκε, και γεμάτος περιέργεια τον πλησίασε και του είπε: «Καλησπέρα γέροντα… Σε παρακολουθώ εδώ και ώρα κι αναρωτιέμαι: Γιατί μαζεύεις τους αστερίες και τους πετάς ξανά στη θάλασσα; Τι σημασία έχει αυτό που κάνεις; Είναι τόσοι πολλοί οι αστερίες, που μου φαίνεται άδικος ο κόπος σου. Αύριο πάλι η παλίρροια θα ξεβράσει άλλους τόσους στην ακτή. Τι σημασία έχει να τους σώσεις, αφού οι περισσότεροι από αυτούς θα πεθάνουν έξω από το νερό;».
Εκείνος τον κοίταξε ήρεμα, του χαμογέλασε και μετά απάντησε: «Έχεις δίκιο φίλε μου. Τι σημασία έχει, αφού είναι τόσοι πολλοί αυτοί που δεν θα ζήσουν;» Έπειτα έσκυψε, μάζεψε έναν άλλον αστερία και πετώντας τον στη θάλασσα, είπε: «Αυτό που κάνω όμως, τώρα, έχει τεράστια σημασία για αυτόν εδώ τον αστερία!».
Η έμπρακτη αγάπη προς αυτούς που δοκιμάζονται ιδιαίτερα, τους ανθρώπους που είναι βυθισμένοι στον πόνο, σωματικό και ψυχικό, έχει μοναδική αξία. (Ντέμη Σταυροπούλου, Αγκαλιά με τον εαυτό μας, σελ. 195-196)