ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
«Κάποιος ρώτησε το Σωκράτη, ποιο επάγγελμα νομίζει ότι είναι το καλύτερο και απάντησε: Αυτό που πράττει το καλό»
Ξενοφώντα (Απομν. Γ, ΙΧ,14)
«Η εργασία κατά τη χριστιανική διδασκαλία δεν είναι μόνο μέσο αυτοσυντήρησης, αλλά έχει και κοινωνικό σκοπό. Δεν αποβλέπει στην ιδιοποίηση πλούτου, αλλά στην άσκηση αγάπης. Υπάρχει μάλιστα και ακόμη πιο υψηλός σκοπός στην εργασία. Όπως η αγάπη κορυφώνεται στη θυσία για τον πλησίον, έτσι και η εργασία βρίσκει τον ύψιστο σκοπό της στην εξυπηρέτηση του πλησίον με πλήρη αυταπάρνηση.
Ο Μέγας Αντώνιος ουδέποτε θέλησε να κάνει κάτι που να ωφελεί τον εαυτό του περισσότερο από τον πλησίον του, γιατί πίστευε ότι το κέρδος του πλησίον είναι για αυτόν «εργασία αρίστη».
Με το ίδιο πνεύμα και ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Οφείλει λοιπόν ο καθένας να βλέπει μπροστά του ως σκοπό της εργασίας την υπηρεσία αυτών που έχουν ανάγκη και όχι τη δική του ανάγκη»
(Χριστιανική Ηθική, Γεωργίου Μαντζαρίδη τόμ. Β σελ. 350-351)
«Η παράδοση αναφέρει πως ο Αλέξανδρος διδάχτηκε από τον Αριστοτέλη να θεωρεί χαμένη την ημέρα, κατά την οποία δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να ευεργετήσει κάποιον από τους υπηκόους του.
Όταν η μέρα περνούσε χωρίς ευεργεσία, συνήθιζε να λέει:
«Σήμερον ουκ εβασίλευσα? ουδένα γάρ ευ εποίησα (=σήμερα δεν βασίλευσα, διότι σε κανέναν δεν έκανα κάποιο καλό)»
(Ιστορικά Ανέκδοτα. Βαγγέλη Μιλλεούνη, σελ. 49)
Ο Κανάρης και η πολυθρόνα
«Όταν ο ένδοξος πυρπολητής του 1821 Κωνσταντίνος Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών, μπαίνοντας για πρώτη φορά στο υπουργείο, είδε πίσω από το γραφείο του μια πολυτελή και αναπαυτική πολυθρόνα.
Στο αντίκρισμα της θύμωσε και φώναξε:
- Τι θέλει αυτή η πολυθρόνα εκεί; Βγάλτε την γρήγορα από εδώ μέσα, γιατί αλλιώς θα τη πετάξω από το παράθυρο. Φέρτε μου μια κοινή καρέκλα. Δεν ήρθα εδώ για να αναπαυθώ.
Δυστυχώς πολλοί είναι εκείνοι που στα αξιώματα βλέπουν μονάχα τις απολαβές και όχι τις θυσίες».
Η αγάπη μας πάνω από όλα!
«Σε όποια υπόθεση και αν βρεθείτε, ακόμη και αν είναι πολύ κατεπείγουσα και σπουδαία, δεν θέλω να κάνετε τίποτα με φιλονεικία ή ταραχή, αλλά να είστε πεισμένοι ότι κάθε έργο που εκτελείτε, είτε μεγάλο είναι είτε μικρό, είναι το ένα όγδοο του ζητουμένου. Το να φυλάξετε όμως την ηρεμία σας, κι αν ακόμη συμβεί για αυτό να αποτύχετε στην υπηρεσία, είναι το μισό ή τα τέσσερα όγδοα. Βλέπετε πόση είναι η διαφορά.
Όταν λοιπόν κάνετε κάτι, αν θέλετε να το κάνετε τέλειο και ολόκληρο, να φροντίζετε καί το πράγμα να εκτελείτε, που είναι το ένα όγδοο, και την ηρεμία σας να φυλάσσετε σωστή, που είναι το μισό ή τα τέσσερα όγδοα. Αν όμως παρουσιαστεί ανάγκη να παρασυρθεί κανείς και να βγει από την εντολή, και να βλαφτεί ή να βλάψει άλλους με την εκπλήρωση της διακονίας, δεν είναι ορθό να χάσει το μισό για να εξασφαλίσει το ένα όγδοο. Εάν αντιληφθείτε ότι κάποιος ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, αυτός δεν εκτελεί γνωστικά την διακονία του διότι περνά τον καιρό του από κενοδοξία ή από ανθρωπαρέσκια φιλονεικώντας και τιμωρώντας και τον εαυτό του και τον συνάνθρωπο, για να ακούσει έπειτα ότι κανείς δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Ω, τι μεγάλη ανδραγαθία! Αδελφοί, δεν είναι νίκη αυτό, αυτό είναι ζημία, αυτό είναι απώλεια.
Να εγώ σας λέω ότι, αν στείλω κάποιον από σας σε οποιαδήποτε ανάγκη και δει να δημιουργείται ταραχή ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη, να διακόψει την εργασία και ποτέ να μην βλάψετε τους εαυτούς σας ή και άλλους. Ας παραμεριστεί η ανάγκη, ας μη γίνει, αρκεί μόνο να μην ταράζεστε μεταξύ σας. Επειδή χάνετε το μισό, τα τέσσερα όγδοα, για να κερδίσετε το ένα όγδοο. Και αυτό είναι προφανής παραλογισμός.
Σας τα λέω αυτά, όχι για να μικροψυχείτε αμέσως και να παραμελείτε τα πράγματα ή για να αδιαφορείτε και να ρίχνετε κάτω τα υλικά και να καταπατάτε τη συνείδησή σας, θέλοντας να είστε αμέριμνοι, ούτε πάλι για να παρακούετε και να λέει ο καθένας σας, «δεν μπορώ να το κάνω αυτό, με βλάπτει, δεν μου ταιριάζει», επειδή με τέτοια προδιάθεση δεν εκτελείτε καμιά διακονία ούτε μπορείτε ποτέ να εκπληρώσετε την εντολή του Θεού, αλλά τα λέω για να καταβάλλετε όλη σας τη δύναμη στο να εκτελείτε με αγάπη κάθε διακόνημά σας, υποκλινόμενοι μεταξύ σας με ταπεινοφροσύνη, τιμώντας, παρακαλώντας. Τίποτα δεν είναι δυνατότερο από την ταπεινοφροσύνη.
Εάν λοιπόν δει κανείς τον συνάνθρωπο κάποια στιγμή να θλίβεται, ή τον εαυτό του, διακόψτε τη δουλειά, υποχωρήστε ο ένας στον άλλον, μη συνεχίσετε έως ότου ακολουθήσει η βλάβη. Διότι, το λέω μύριες φορές, καλύτερα είναι να μην γίνεται η ανάγκη όπως θέλετε, αλλά όπως επιτρέπουν οι περιστάσεις, ώστε να μην χάσετε το μισό, τα τέσσερα όγδοα, από ισχυρογνωμοσύνη ή από πείσμα, ακόμη και αν είναι ευλογοφανές να ταράζεστε ή να αλληλοθλίβεστε. Διότι η διαφορά της ζημίας είναι μεγάλη.
Συμβαίνει μάλιστα πολλές φορές να χάνει κανείς και αυτό το ένα όγδοο και να μην κάνει τίποτα. Αυτά είναι τα αποτελέσματα των φιλονεικιών. Κατ’ αρχήν όλα τα έργα που κάνουμε, τα κάνουμε για να ωφεληθούμε από αυτά. Ποια όμως ωφέλεια προκαλείται αν δεν ταπεινωνόμαστε μεταξύ μας, αλλά αντιθέτως ταράσσουμε και θλίβουμε ο ένας τον άλλον;»
(Αββάς Δωρόθεος, έκδοση ΕΠΕ σελ. 357-361)
«Αν δύο άνθρωποι στην ίδια δουλειά συμφωνούν συνεχώς, τότε ο ένας από αυτούς είναι άχρηστος. Αν διαφωνούν συνέχεια, τότε και οι δύο είναι άχρηστοι»
«Την κριτική μπορείς να την αποφύγεις μονάχα αν δε λες τίποτα, αν δεν κάνεις τίποτα και αν είσαι ένα τίποτα»
«Παρακάλα το Θεό, σαν τα πάντα να εξαρτώνται απ’ αυτόν και δούλευε, σαν όλα να εξαρτώνται από σένα»
«Κάνε τη δουλειά σου προσευχή και την προσευχή δουλειά σου» (ιερός Αυγουστίνος)
«Qui laborat, orat». (= όποιος εργάζεται, προσεύχεται) (Βενεδικτίνοι μοναχοί)
«Πώς εσείς Σεβασμιώτατε, ρώτησε κάποτε με απορία ένας πολιτευόμενος έναν επίσκοπο, πώς εσείς κατορθώνετε να έχετε τέτοια δράση και να προφθάνετε σε όλα, αφού κάνετε τόση ώρα προσευχή κάθε μέρα»;
«Προσθέσετε και εσείς, του απάντησε και εκείνος, μια μόνη ώρα προσευχής στην ημέρα σας και θα δείτε ότι θα κάνετε καλύτερη και περισσότερη εργασία».
«Ο άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στο Θεό: «Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ’ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνα μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ;».
Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρό του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, σηκωνόταν για να προσευχηθεί. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώσει και να ασφαλίσει τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέγει: «Έτσι κάνε και θα σωθείς».
Ακούοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος.
Και έτσι κάνοντας σωζόταν.
(Γεροντικόν, αββάς Αντώνιος α΄)
Η μαγειρική της προσευχής και της αγάπης
Σ’ ένα από τα Αποφθέγματα των Πατέρων της ερήμου διαβάζουμε ότι η μαγειρική ενός μοναχού ήταν πολύ δημοφιλής. Οι άλλοι πατέρες τον ρώτησαν κάποτε τι το ιδιαίτερο είχε η συνταγή ή τα υλικά αλλά εκείνος απάντησε ότι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα πιάτο βραστές φακές.
Μετά από πολλές πιέσεις ομολόγησε το μυστικό του, ότι σε κάθε στάδιο της προετοιμασίας του φαγητού είχε τη συνήθεια να λέει μια προσευχή μετάνοιας.
(Μαγδαληνής Μοναχής, Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορθόδοξη εκκλησία σήμερα)
« Όποιος λοιπόν ασκείται στην πνευματική ζωή, πρέπει να αναλαμβάνει και τα ευτελέστερα (τα πιο ταπεινά) έργα με πολύ ζήλο και προθυμία, γνωρίζοντας ότι εκείνο που γίνεται για το Θεό δεν είναι μικρό, αλλά μεγάλο, πνευματικό και άξιο των ουρανών, και ελκύει για μας τις ουράνιες αμοιβές. Ακόμη και αν χρειαστεί να συνοδεύει ο ασκητής ζώα που μεταφέρουν αγαθά για τις κοινές ανάγκες της Μονής, δεν πρέπει να αντιταχθεί, αφού σκεφθεί τους αποστόλους που υπάκουσαν πρόθυμα στον Κύριο, όταν τους διέταξε να φέρουν το πουλάρι (το μικρό όνο), και αφού συλλογισθεί ότι και αυτοί για τους οποίους δεχόμαστε τη φροντίδα των αχθοφόρων ζώων είναι αδελφοί του Σωτήρα. Η εύνοια δε και το ενδιαφέρον γι’ αυτούς αναφέρεται στον ίδιο τον Κύριο, που είπε: «Κάθε τι πού εκάματε, για αν εξυπηρετήσετε έναν από τους αδελφούς μου, που θεωρούνται από τους πολλούς άσημοι, το προσφέρατε σε μένα».
Εάν δε (εκείνος που ευεργετεί τους άλλους) απολαμβάνει τις τιμές των άσημων, πολύ περισσότερο θα απολαύσει τις αμοιβές πού προορίζονται για τους εκλεκτούς υπό τον όρο ότι δεν θα θεωρήσει την υπηρεσία ως αφορμή αδιαφορίας, αλλά θα προστατεύει τον εαυτό του με εξαιρετική εγρήγορση, για να ωφεληθεί και ο ίδιος και οι σύντροφοί του.
Εάν δε χρειάζεται να εκτελέσει κάποιο από τα ταπεινά έργα, πρέπει να γνωρίζει ότι και ο σωτήρας μας υπηρέτησε τους μαθητές του και δεν θεώρησε υποτιμητικό να κάμει ταπεινές εργασίες, και ότι είναι πολύ, μεγάλο πράγμα για τον άνθρωπο να γίνει μιμητής του Θεού, γιατί με τις ταπεινές αυτές εργασίες ανεβαίνει στο ύψος της μιμήσεως εκείνης».
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Βασιλείου Χαρώνη, αριθμ. κειμένου 868)
«Ένας διάσημος γλύπτης, ανεβασμένος στην οροφή του πανύψηλου Γοτθικού Ναού όπου εργαζόταν, καταπονείτο σκαλίζοντας τα μάρμαρα της στέγης.
Κάποιος του είπε:
- «Γιατί κουράζεσαι; Αυτά δε θα τα δει ποτέ κανείς»
- «Αλλά τα βλέπει ο Θεός. Γι’ Αυτόν εργάζομαι», απάντησε αμέσως ο καλλιτέχνης.
Πόσο ωφέλιμη είναι αυτή η σκέψη για τον κάθε πιστό».
«Κάμε τις μικροπράξεις σαν τις μεγάλες, λόγω του μεγαλείου του Ιησού Χριστού που τις κάνει μέσα μας και ζει τη ζωή μας, και τις μεγάλες σαν τις μικρές και ανάλαφρες, λόγω της παντοδυναμίας Του».
(Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις, εκδ. Καστανιώτη σελ. 335)
«Όποιος εργάζεται με τα χέρια λέγεται εργάτης. Όποιος εργάζεται με τα χέρια και το μυαλό λέγεται τεχνίτης. Ενώ όποιος εργάζεται με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά λέγεται καλλιτέχνης» (Αντρε Μωρουά)
«Δεν εργάζομαι, ζω». (Ζεράρ Ντεπαρντιέ)
«Η δουλειά είναι ορατή αγάπη. Αν δεν μπορείς να δουλεύεις με αγάπη, αλλά μόνο με δυσαρέσκεια, είναι προτιμότερο να εγκαταλείψεις την εργασία σου και να καθίσεις στην πύλη του ναού και να δέχεσαι ελεημοσύνη από εκείνους που εργάζονται με χαρά» (Καλχίλ Γκιμπράν)
«Αλίμονο στον άνθρωπο, που η μόνη του απόλαυση από τη δουλειά του είναι ο μισθός του»
«ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ.
Ένας καλόγερος βρισκόταν στο κρεβάτι του θανάτου. Ξαφνικά ζήτησε από τους αδελφούς να του φέρουν τη βελόνα του, γιατί ήταν ράφτης όλη του τη ζωή μέσα στο μοναστήρι.
Αφού του την έφεραν την πήρε και την έδειξε σε όλους τους παρευρισκομένους λέγοντας:
«Αυτό είναι για μένα το κλειδί του Παραδείσου».
«Πώς να αποφύγει την κατάθλιψη
Σε νέα χήρα που ήταν πολύ λυπημένη, ο Γέροντας έδωσε οδηγίες να εργάζεται εντατικά, για να μπορέσει να αποφύγει την κατάθλιψη που την απειλούσε.
Με την εργασιοθεραπεία και την προσευχή, που της συνέστησε ο Γέροντας, είχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η θλίψη της μεταβλήθηκε σε εσωτερική γαλήνη και χαρά, μέχρι σημείου, που να διερωτάται μήπως παραφρόνησε.
Ο Γέροντας την καθησύχασε και την διαβεβαίωνε, ότι η πνευματική χαρά της προέρχεται από τη χάρη του Χριστού, που έλαβε.
(Γέροντος Πορφυρίου, Ανθολόγιο Συμβουλών, σελ. 83)
«Ο καθένας λοιπόν πρέπει να προσέχει τη δική του εργασία και να φροντίζει γι’ αυτή με όλη του τη καρδιά και να την ασκεί, σαν να εποπτεύει ο Θεός, με άψογο τρόπο, με ακούραστη προθυμία και ιδιαίτερη επιμέλεια, ώστε να έχει θάρρος να λέει πάντοτε: «Να, όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια των κυρίων τους, περιμένοντας αγαθά, έτσι και τα δικά μας μάτια είναι στραμμένα με εμπιστοσύνη στον Κύριο και Θεό μας, έως ότου μας σπλαχνιστεί και μας ελεήσει».
Δεν είναι ορθό επίσης να πηγαίνει άλλοτε στην μία εργασία και άλλοτε στη άλλη. Γιατί και από τη φύση μας δεν είμαστε ικανοί να τελειώσουμε πολλά έργα συγχρόνως. Είναι πιο χρήσιμο να ασκούμε μία τέχνη με φιλοπονία, παρά να καταπιανόμαστε με πολλές και να τις αφήνουμε μισοτελειωμένες. Γιατί η διάσπαση της προσοχής μας σε πολλά και η συχνή αλλαγή εργασίας, εκτός του ότι συντελεί να μη γίνει τέλειο κανένα έργο, φανερώνει επί πλέον ότι υπάρχει ήδη ελαφρότητα χαρακτήρα ή αν δεν υπάρχει την δημιουργεί».
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Βασιλείου Χαρώνη, αριθμ. κειμένου 873)
«Αυτά που πράττετε με τη σάρκα σας, αυτά είναι πνευματικά, διότι τα κάνετε όλα με το θέλημα του Ιησού Χριστού» (Ιγνάτιος Αντιοχείας ο Θεοφόρος)
«Υπήρχε κάποιος γέρων στα κελιά ονόματι Απολλώς. Και αν ερχόταν κάποιος να τον ζητήσει για οποιαδήποτε δουλειά, μετά χαράς πήγαινε, λέγοντας: «Σήμερα πρόκειται μαζί με τον Χριστό να εργασθώ για την ψυχή μου. Γιατί αυτός είναι ο μισθός της»
(Γεροντικόν, αββάς Απολλώ α΄).
«Ενας ευλαβής μοναχός, όταν κάποιος του ζητούσε μια εξυπηρέτηση, για να είναι πρόθυμος να την δώσει, έλεγε στον εαυτό του:
- Ο Κύριος σου σε διατάζει! κάνε αμέσως αυτό που ζητεί.
Αν ερχόταν σε λίγο άλλος, να τον επιφορτίσει με πιο δύσκολη δουλειά, ψιθύριζε:
- Είναι ο αδελφός του Κυρίου σου? πρέπει να τον ακούσεις.
Καμιά φορά συνέβαινε να τον προστάζει και ο μικρότερος. Τότε γινόταν πιο πρόθυμος.
- Υπάκουσε γρήγορα στον υιό του Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στον εαυτό του.
Έτσι εξυπηρετούσε όλους με πολλή ταπείνωση και έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 285)
«Λοιπόν είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε πράττετε οτιδήποτε, όλα για τη δόξα του Θεού να τα πράττετε».
(Α΄ προς Κορινθίους ι΄ 31)
«Εις ό,τι υφαίνεις, δένε τας κλωστάς με τον ουρανόν
Όλα τα έργα σου, τα οποία πράττεις όχι εις το όνομα του ουρανού και άνευ της αδείας του ουρανού, θα σου φέρουν τον πικρόν καρπόν, διότι ο ουρανός δεν θα ποτίσει δια της ευλογημένης βροχής του, ούτε θα τα λαμπρύνει δια του ζωοπαρόχου φωτός του.
Δι’ ό,τι σκοπεύεις, άκουε την συμβουλήν του ουρανού:
Εις ό,τι υφαίνεις, δένε τας κλωστάς με τον ουρανόν.»
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς “Στοχασμοί περί του καλού και του κακού”)
«Πελέκαγαν και οι δύο αγκωνάρια.
- Τι κάνετε αυτού; τους ρώτησε κάποιος.
- Εδώ τυραννιόμαστε με τα λιθάρια, μουρμούρισε βαριεστημένος ο ένας, και έσκυψε το κεφάλι.
- Χτίζουμε έναν καθεδρικό ναό, απάντησε υπερήφανα ο άλλος και ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό.
Το νόημα και την αξία της ζωής σου δεν την καθορίζει το «τι» δουλειά κάνεις, αλλά το «πώς» την κάνεις. Με τι πόθους και τι οραματισμούς ατενίζεις το έργο και το χρόνο που ξανοίγεται μπροστά σου».
«Να δημιουργείς σαν αθάνατος και να ζεις σαν ετοιμοθάνατος»
«πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω»(= όλα ας γίνονται κόσμια και με τάξη)
(Α΄ προς Κορινθίους ιδ΄ 40)
«Παρατήρησαν αυστηρά οι συνασκητές του κάποιον αδελφό που εργαζόταν την ημέρα που γιόρταζαν τη μνήμη κάποιου Μάρτυρος.
- Σαν σήμερα, αποκρίθηκε ταπεινά εκείνος, ο δούλος του Θεού βασανιζόταν σκληρά και έχυνε το αίμα του για την αγάπη του Χριστού και εγώ να μη χύσω λίγο ιδρώτα στη εργασία;
«ΤΟ ΚΑΘΕΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ. Σε πολλά σκευοφυλάκια της Δύσεως αναγράφονται οι ακόλουθες φράσεις για τους ιερείς που πρόκειται να ιερουργήσουν:
Σαν να ήταν η Πρώτη
Σαν να ήταν η Τελευταία
Σαν να ήταν η Μόνη.
Κάθε χριστιανός ας σκέπτεται πριν από κάθε του πράξη τις φράσεις αυτές για να εργάζεται αποτελεσματικότερα, καλύτερα και αγιότερα».
Μη λες ότι αυτά και αυτά έπαθα, ότι το και το μου είπαν, γιατί εσύ είσαι που ελέγχεις τα πάντα. Ακριβώς όπως μπορείς να σβήσεις και να ανάψεις μια σπίθα, έτσι και το θυμό μπορείς μέσα σου να τον ξανάψεις ή να τον συγκρατήσεις. Όταν δεις εκείνον που σε στενοχωρεί ή όταν έρθουν στο νου σου όσα σου είπε ή σου έκανε και σε στενοχώρησε, να τα ξεχάσεις όλα αυτά. Κι αν τα θυμηθείς, να τα ρίχνεις στον πειρασμό.
Αντίθετα, ψάξε και βρες κάτι καλό που μπορεί να είπε ή να έκανε κάποτε. Και αν έχεις αυτά στο μυαλό σου, γρήγορα θα νικήσεις την εχθρότητα.Και αν πρόκειται να του πεις το σφάλμα του και να κάνεις συζήτηση μαζί του, πρώτα βγάλε από μέσα σου το πάθος και σβήσε το θυμό σου, και τότε να του ζητήσεις ευθύνες και να τον ελέγξεις για τις πράξεις του. Και έτσι θα μπορέσεις εύκολα να είσαι σε θέση υπεροχής. Γιατί, όταν είμαστε θυμωμένοι, δεν μπορούμε ούτε να πούμε, ούτε να ακούσουμε τίποτα σωστό. Αν όμως απαλλαγούμε από το πάθος, τότε ούτε θα μας ξεφύγει κάποια σκληρή κουβέντα, ούτε και θα μας φανεί σκληρό κάτι που είπαν οι άλλοι. Γιατί συνήθως δεν μας εξαγριώνουν τα ίδια τα λόγια που θα μας πουν αλλά η εχθρική διάθεση που έχουμε. Πολλές φορές, αν τα ίδια περιπαιχτικά λόγια τα ακούσουμε από φίλους που αστειεύονται ή από μικρά παιδιά, δεν θα νιώσουμε δυσαρέσκεια, ούτε θα θυμώσουμε, αλλά θα γελάσουμε και θα τα πάρουμε για αστεία. Γιατί δεν τα ακούσαμε με κακή διάθεση, ούτε με την ψυχή μας προκατειλημμένη από το θυμό.
Επομένως και με αυτούς που έχεις πρόβλημα, αν σβήσεις το θυμό και διώξεις την εχθρότητα, τίποτα από όσα λέγονται δεν θα μπορέσει να σε στενοχωρήσει.
Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις Δαυίδ και Σαούλ, Ομιλία Γ,΄επιλογή και μετάφραση Ελένη Κονδύλη)
Από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδόσεις Ακρίτας, έκδοση β’, 2007, σελ. 86-87).
Ότι κι αν γράψεις λόγια θα’ναι.
Αυτά τα λόγια που ζητώ να εξαφανίσω
Κι είναι γι’αυτό που έχω κόψει το χέρι μου.
Κι είναι γι’αυτό που ζυμώνομαι
Νύχτα μέρα με τη φωτιά, που πατήθηκα
κ’ έλιωσα κάτω όπως ένα
τριαντάφυλλο κόκκινο.
Θέλω να γίνω ένα άλλου είδους
νερό. Μια άλλου είδους γλώσσα.
Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου
μες απ’ τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε,
προχωρώντας και φέγγοντας, βαθύτερα, όλο
Και βαθύτερα μες τις καρδιές σας, καθώς
Τις μαύρες στοές της γης
κατεβαίνοντας
ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορώ
ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ' ευθείες το φως.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
δε θα την βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέρας
στριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν.
Το πιο καθαρό
πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,
ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε
ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη.
Είναι η αγάπη.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!
Νικηφόρος Βρεττάκος
... Καλοκαίρι, μην πίστεψες πως δε συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι αγάπη κι η αγάπη μου σκέψη.
Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκει
απ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα.
Μη ρωτήστε πού πέφτουν τα ποτάμια της γης
τι στηρίζουν οι κορφές των βουνών
τι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.
Δε ρωτώ γι' άλλο τίποτα.
Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου:
Αγαπώ, άρα υπάρχω.
Νικηφόρος Βρεττάκος