ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Άδης
ξέρασε
Αυτοί που παίρνουν τροφή και δεν μπορούν να την κρατήσουν για να τη χωνεύσουν,
κάνουν εμετό και βγάζουν όσα έφαγαν. Κάτι τέτοιο συνέβη με το θάνατο του Ιησού.
Ο Άδης, αφού πήρε το σώμα του, δεν μπόρεσε να το χωνεύση.
Το απέβαλε, και μαζί μ’ αυτό κι άλλους που είχε καταπιή.
Δεν μπορούσε. Κοιλοπονούσε.
Συνθλιβόταν όσο κατείχε το σώμα του Χριστού, μέχρις ότου το εξέβαλε. Ε.Π.Ε.18α,100
δράκων Δανιήλ
Και ο δράκοντας στον Δανιήλ υπαινίσσεται την ανάσταση.
Όπως ακριβώς, δηλαδή, εκείνος, ενώ πήρε την τροφή, που του δωσε ο προφήτης,
σχίστηκε στη μέση, έτσι και ο Άδης, αφού κατάπιε το σώμα του Χριστού, σχίστηκε,
διότι αυτό το σώμα κατέκοψε την κοιλιά του και αναστήθηκε.
Ε.Π.Ε. 18α,562
εκεί δεν ενεργεί η μετάνοια
Τότε μόνο πρέπει ν’ απελπιστούμε για το ότι εξέλιπε η ελπίδα της μετάνοιας,
όταν βρεθούμε στον άδη. Διότι μόνο εκεί το φάρμακο της μετάνοιας είναι ανίσχυρο και άχρηστο.
Όσο είμαστε εδώ, κι αν ακόμα το χρησιμοποιήσουμε σε βαθύ γήρας,
αποδεικνύεται μεγάλη η δύναμις του.
Ε.Π.Ε. 28,782
κάθοδος του Χριστού
Ο Χριστός, ο Βασιλιάς, ήρθε στους φυλακισμένους... Έσπασε τις πόρτες.
Συνέτριψε τους μοχλούς. Κατανίκησε τον άδη. Απογύμνωσε όλη τη φυλακή του.
Κι αφού έπιασε και έδεσε το δεσμοφύλακα, επέστρεψε απ’ εκεί νικητής.
Ο τύραννος σερνόταν αιχμάλωτος. Ο ισχυρός σερνόταν δεμένος.
Ο ίδιος ο θάνατος, αφού άφησε τα όπλα του, έπεσε άοπλος στα πόδια του Βασιλιά.
Είδες καταπληκτική νίκη; Είδες φοβερά κατορθώματα του Σταυρού;
Ε.Π.Ε. 35,644
Αδιάβλητα πάθη
στη ζωή του Κυρίου
Ο Χριστός έτσι σταθερά βαδίζει (με τα πόδια), ώστε να κουράζεται από την πεζοπορία.
Με τον τρόπο αυτό διδάσκει παντού και πάντοτε, το να κινείται κανείς μόνος
και απλά και να μην έχη ανάγκη πολλών πραγμάτων.
Ε.Π.Ε. 13,240
Αδιάδοχος
αρχιερέας ο Χριστός
Γι’ αυτό σώζει, επειδή δεν πεθαίνει.
Επειδή ζη αιώνια, δεν έχει διάδοχο, λέει.
Αν όμως δεν έχη διάδοχο, μπορεί να τους προστατεύη όλους.
Ε.Π.Ε. 24,524
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 98-99)
Να εμπιστευθούν οι γονείς τα παιδιά τους στον Θεό
Ο Θεός έδωσε στους Πρωτοπλάστους, στον Αδάμ και την Εύα, την μεγάλη ευλογία να γίνωνται συνδημιουργοί Του.
Στην συνέχεια οι γονείς, οι παππούδες κ.λπ. είναι και αυτοί συνδημιουργοί με τον Θεό, γιατί δίνουν το σώμα.
Ο Θεός είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένος να νοιαστή για τα παιδιά.
Όταν βαπτισθή το παιδάκι, ο Θεός διαθέτει και έναν Αγγελο, για να το προστατεύη, οπότε το παιδί προστατεύεται από τον Θεό,
από τον Φύλακα Άγγελο και από τους γονείς. Ο Φύλακας Άγγελος είναι συνέχεια κοντά του και το βοηθάει. Όσο μεγαλώνει το παιδί,
τόσο οι γονείς απαλλάσσονται από τις ευθύνες.
Αν οι γονείς πεθάνουν, ο Θεός, και από ψηλά και από κοντά, αλλά και ο Φύλακας Αγγελος από κοντά,
συνεχίζουν για πάντα να προστατεύουν το παιδί.
Οι γονείς πρέπει να βοηθούν πνευματικά τα παιδιά, όταν είναι μικρά, γιατί τότε και τα ελαττώματα τους
είναι μικρά και εύκολα μπορούν να κοπούν. Είναι όπως η φρέσκια πατάτα, λίγο αν την ξύσης, ξεφλουδίζεται.
Αν όμως παλιώση, πρέπει να πάρης μαχαίρι να την καθαρίσης και, αν έχη και κανένα μαυράκι, πρέπει να προχωρήσης και πιο βαθιά.
Αν τα παιδιά βοηθηθούν από μικρά και γεμίσουν Χριστό, θα είναι κοντά Του για πάντα.
Και να ξεφύγουν λίγο, όταν μεγαλώσουν, λόγω της ηλικίας ή μιας κακής συναναστροφής, πάλι θα συνέλθουν.
Γιατί ο φόβος του Θεού και η ευλάβεια, που πότισαν τις καρδιές τους στην μικρή ηλικία, δεν είναι δυνατόν ποτέ να εξαλειφθούν.
Ύστερα, στην εφηβεία, που είναι η πιο δύσκολη ηλικία, η αγωνία των γονέων είναι μεγαλύτερη για τα παιδιά τους,
μέχρι να τα μορφώσουν και να τα αποκαταστήσουν. Οι γονείς τότε ας κάνουν ό,τι μπορούν, για να τα βοηθήσουν,
και ό,τι δεν μπορούν να κάνουν, γιατί ξεπερνάει τις δυνάμεις τους, ας το αναθέτουν στον Παντοδύναμο Θεό.
Όταν εμπιστευθούν τα παιδιά τους στον Θεό, τότε ο Θεός είναι υποχρεωμένος να βοηθήση για πράγματα που δεν γίνονται ανθρωπίνως.
Αν λ.χ. τα παιδιά δεν ακούν, να τα εμπιστευθούν στον Θεό, και όχι να βρίσκουν διάφορους τρόπους να τα ζορίζουν.
Να πη η μητέρα στον Θεό: «Θεέ μου, δεν μ’ ακούν τα παιδιά μου. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Φρόντισε τα Εσύ».
Μου έκανε εντύπωση προχθές στην αγρυπνία μια μητέρα που την γνώριζα από παλιά. Ήρθε να με χαιρετήση.
Βλέπω, είχε μαζί της μόνον τα μεγαλύτερα παιδιά. «Που είναι τα μικρά;», την ρωτάω. «Στο σπίτι, Γέροντα, μου λέει.
Τέτοια μέρα θέλαμε να ’ρθούμε στην αγρυπνία και είπαμε με τον σύζυγο: "Αφού σε αγρυπνία πάμε, δεν πάμε κάπου για διασκέδαση,
ο Θεός θα διαθέση έναν Αγγελο να φυλάξη τα μικρά μας"». Σπάνια συναντάς σήμερα τέτοια εμπιστοσύνη,
γιατί τώρα, όπως έλειψε η εμπιστοσύνη των παιδιών στους γονείς, έλειψε και η εμπιστοσύνη των γονέων στον Θεό.
Και ακούς συχνά πολλούς γονείς να λένε: «Γιατί το δικό μας παιδί να πάρη κακό δρόμο; Εμείς εκκλησιαζόμαστε».
Δεν δίνουν το κατσαβίδι στον Χριστό να σφίξη στα παιδιά λίγο καμμιά ...βίδα, θέλουν να τα κάνουν όλα μόνοι τους.
Και ενώ υπάρχει ο Θεός, που προστατεύει τα παιδιά, και ο Φύλακας Αγγελος είναι συνέχεια κοντά τους και τα προστατεύει και αυτός,
αυτοί αγωνιούν, μέχρι που αρρωσταίνουν.
Και παρόλο που είναι πιστοί άνθρωποι, φέρονται σαν να μην υπάρχη Θεός, σαν να μην υπάρχη Φύλακας Αγγελος,
οπότε εμποδίζουν την θεία επέμβαση. Ενώ πρέπει να ταπεινώνονται και να ζητούν βοήθεια από τον Θεό
και ο Καλός Θεός θα προστατέψη τα παιδιά.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 91-93)
"Η ασθένεια είναι θεία επίσκεψη"
Για τον εαυτόν του ζητούσε μόνο τη σωτηρία της ψυχής του. Τίποτε άλλο!
Ακόμη και όταν υπέφερε τρομερά και κινδύνευε να πεθάνει από τις πολυώνυμες, ανίατες και βασανιστικές ασθένειες,
που τον τυραννούσαν χρόνια, ποτέ δεν παρέβη τον κανόνα αυτόν!
Ποτέ και καμιά φορά δεν ζήτησε από το Θεό να του θεραπεύσει τις ασθένειες του.
Γιατί, όπως ο ίδιος υποστήριζε, στις κατ' ιδίαν συζητήσεις που είχα μαζί του, η ασθένεια είναι θεία επίσκεψη!
Και αλίμονο σε εκείνον που δε θα τον επισκεφθεί. Είναι χαμένος από τώρα.
Γιατί ο υγιής και ο πλούσιος, απέχουν εξίσου από την είσοδο του Παραδείσου!
Και όπως ο πλούσιος, έτσι και ο υγιής, έχουν τις ίδιες πιθανότητες να μείνουν απέξω!
Να μείνουν, δηλαδή, εκτός νυμφώνος! Εκείνο, όμως, που δεν έκανε ο ίδιος για τον εαυτό του,
το ζητούσε και το περίμενε από εμάς, τα πνευματικά του παιδιά."
Να προσεύχεσθε για μένα, μας έλεγε, γιατί είμαι πολύ αμαρτωλός και δεν μπορώ μόνος μου να σηκώσω όλο αυτό το φορτίο των ανομιών,
με τόσες πολλές αρρώστιες που έχω. Παρακαλέστε το Θεό να με λυπηθεί και να με στηρίξει".
Όταν μία ημέρα τον βρήκα να πονάει τόσο πολύ, ώστε να μην είναι σε θέση ούτε να με χαιρετήσει
και ούτε καν να σκουπίσει τον ιδρώτα, που έτρεχε από το Άγιο μέτωπό του εξαιτίας του ισχυρού πόνου,
αναγκάστηκα να τον παρατηρήσω, λέγοντάς του: "Εσείς, Παππούλη, έχετε κάνει τόσα και τόσα θαύματα.
Έχετε θεραπεύσει ανίατες ασθένειες, ακόμη και καρκίνους, απ' ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω.
Και τέλος, έχετε τόση μεγάλη παρρησία προς το Θεό, που αμφιβάλλω εάν την έχει άλλος επάνω στη γη.
Γιατί δεν τη χρησιμοποιείτε, την παρρησία σας αυτή, για να πείσετε το Θεό να σας απαλλάξει από τις ασθένειες και τους πόνους;"
-Αυτό, παιδί μου, δεν θα το κάνω ποτέ! -Μα, γιατί; Δεν θα του ζητήσετε κάτι κακό. -Γιατί δεν θέλω να εκβιάσω το Θεό!
Η απάντησή του με κατέπληξε και με αφόπλισε τελείως. Μετά από την απάντηση αυτή, σιώπησα.
Παρέμεινα κοντά του, του συμπαραστάθηκα στις δύσκολες αυτές ώρες, ενώ συγχρόνως, παρακολουθούσα τις αντιδράσεις του, οι οποίες ήσαν ήρεμες και σιωπηλές.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι καθ' όλη τη διάρκεια της τρομερής αυτής δοκιμασίας, δεν άκουσα από τα χείλη του καμία διαμαρτυρία, δεν άκουσα καμιά φωνή αγανακτήσεως, δεν άκουσα κανένα παράπονο, ή οτιδήποτε άλλο που να είχε σχέση με την ασθένειά του και να εξέφραζε έστω τη δυσφορία του για την τόσο σκληρή μεταχείρισή του εκ μέρους του Θεανθρώπου Ιησού.
Αντίθετα, άκουσα, και μάλιστα αναρίθμητες φορές, να προσφέρονται από την αγία αυτή μορφή της Εκκλησίας μας,
οι δύο πιο προσφιλείς στον Παπούλη λέξεις: Ιησού μου! Ιησού μου! Ιησού μου!
Η γλυκύτητα, η θλίψη και ο πόνος μου ράιζαν την καρδιά! Ήταν περισσότερο από έκδηλη, η προσπάθεια που κατέβαλε ο Παππουλάκης, τις δύσκολες αυτές ώρες, να πείσει τον Ιησού, όχι να τον απαλλάξει από τους πόνους ή τις ασθένειες,
αλλά να τον δυναμώσει και να τον ενισχύσει, για να δυνηθεί να τους υπομείνει!
Και, τελικά, το κατόρθωσε! Και το κατόρθωνε κάθε φορά που αντιμετώπιζε παρόμοιες καταστάσεις.
Γενικά, ο πατήρ Πορφύριος αντιμετώπιζε όλα τα προβλήματα με πολλή προσευχή.
Και το ίδιο συνιστούσε συνεχώς και σε μας, τα πνευματικά του παιδιά.
[Κ 174]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.91-93)
Η Ανάσταση που άργησε…
«ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ βράδυ. Ο Γέροντας, λαμπροφορεμένος, υποδεχόταν τον κόσμο και έπαιρνε τις λειτουργίες. Είχε ετοιμάσει τα καντήλια από νωρίς. Έτοιμα όλα, σβηστά. Άρχισε το "Ευλογητός", πήρε καιρό μέσα στα μαύρα του τα ράσα, με τους βοστρύχους των μαλλιών και των γενειών του να λάμπουν.
Σοβαρός-σοβαρός. Ανοιγόκλεινε την πόρτα, παραπατούσε, αλλά έτρεχε κιόλας, προσκυνούσε τις Δεσποτικές εικόνες, τον θρόνο, έμπαινε στο Ιερό, έπαιρνε τις λειτουργίες, ψέλναμε τον Κανόνα "Κύματι θαλάσσης". Δεν είχε ο Γέροντας χρόνο κοσμικό, είχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ο κόσμος, πολύς κόσμος. Χριστιανοί, που τον αγαπούσαν, αλλά και άλλοι από την γειτονιά δρασκέλιζαν την μάντρα, σκύβοντας από το μικρό πορτάκι, άρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστερούσε ο Γέροντας. Σβηστά τα φώτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δεν έβγαινε να πη το "Δεύτε, λάβετε φως". Έφευγα από το ψαλτήρι, να πάω στο Ιερό, μου έλεγε: "Ξέρω, ξέρω". Αδημονία. Οι άλλες εκκλησίες σήμαναν ήδη Ανάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αυτός δεν έβγαινε."Ξέρω, ξέρω", μου λέει."Όποιος θέλει να φύγη. Δεν μπορεί. Ας τους βάλουμε στην εκκλησία, τα προβατάκια του Χριστού μας, Βαγγέλη. Μέσα στην κιβωτό είναι μια φορά τον χρόνο. Ας καθυστερήσουν. Ψάλλε εσύ, ψάλλε". "Τα είπα, Γέροντα, πάλι και πάλι".
Τέλος πάντων, βγήκε. Άλλο πανηγύρι. Εκουνούσε την λαμπάδα γελώντας, βλέποντας το φως. "Έπεφταν οι Χριστιανοί κι εκείνος εκουνούσε την λαμπάδα του. Πήραν το φως, διαδόθηκε παντού, έξω στις αυλές. Ψέλναμε: "Την Ανάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ". Βγήκαμε, καθυστερούσε, χαιρετούσε, ευλογούσε, σταύρωνε. Ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι, απέναντι από τον ναό, και πήγαινε πέρα-δώθε. Γελούσε, έλαμπε το πρόσωπο του, σωστό παιδί. Ο κόσμος περίμενε το Ευαγγέλιο.
Αφού «έπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, εστάθη. Άνοιξε το Ευαγγέλιο, δόξασε την Αγία Τριάδα, διάβασε το κείμενο, το εωθινό, όχι το σύνηθες, αλλά το άλλο, το μεγαλύτερο. Δόξα σοι, είπε το "Χριστός Ανέστη", χτύπησαν οι καμπάνες. Δεν είχαν πολλά βαρελότα. Ψέλναμε όλοι, όλος ο λαός. Νέα χαρά τώρα. "Χριστός Ανέστη", φώναζε. Περιδιάβαινε στο πεζούλι, μετά χάθηκε στον κόσμο. Είχε πάει η ώρα 1:30. Μπήκαμε στην εκκλησία. "Ψάλτε, ψάλτε", έλεγε. Λιβάνιζε σε κάθε ωδή. Ψέλναμε τις Καταβασίες. Εάν μας ξέφευγε κανένα τροπάριο και το λέγαμε μόνο μια φορά, αυτός μας έλεγε: "Πες το πάλι". Μνημόνευε στην πρόθεσι χιλιάδες ονόματα. Είχε πάει 2:30 το πρωί. Ο κόσμος είχε εγκλωβιστεί. Μόνον οι Έλληνες ξέρουν τι σημαίνει, να πας κάπου να αναστήσης και μετά να πας να φας. Ακόμα και οι Χριστιανοί θέλουν να είναι 2 η ώρα στο τραπέζι κι εμείς μόλις που είχαμε αρχίσει.
Είπα το "Όσοι εις Χριστόν", τον Απόστολο, διαβάστηκε και το Ευαγγέλιο και ήρθε η ώρα των κατηχουμένων. Τρεις την νύχτα άρχισε να μνημονεύη τους ζωντανούς, χιλιάδες ονόματα. Πολλοί έφυγαν από την εκκλησία. Πήγε η ώρα 4:00 κι ακόμα να βγουν τα Άγια. Τέλος πάντων, ευδόκησε να πάψη τα μνημόνια. Βγήκαν τα Άγια κι άρχισε πάλι να μνημονεύη. Μπήκα στο Ιερό και μου λέει: "Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οι πεθαμένοι". Κι εγώ του απαντώ: "Δεν ξέρω αν χαίρωνται οι πεθαμένοι. Οι ζωντανοί όμως;". Μου λέει: "Χαίρονται κι αυτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε". Και τι να ψάλλω; Περίμενα να τελειώση.
Τελείωσε, μας κοινώνησε όλους, μας έδωσε όλα του τα κρασιά και τα πρόσφορα και τ' αυγά, και φύγαμε κατά τις 5:00. Σκέφθηκα: "Δεν ξανάρχομαι του χρόνου, απαπαπα!!!".
Τον επόμενο χρόνο δεν λειτούργησε. Ήταν η τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, που έκανε μόνος του, με το ποίμνιό του, ο ποιμένας ο καλός, ο ευλογημένος.»
(Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, π. Ευμένιος – ο κρυφός Άγιος της εποχής μας, Αθήναι 2009, σ. 110-114)
Μέγα Σάββατο
«Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος»
(Αυτό είναι το υπερευλογημένο Σάββατο, κατά το οποίο ο Χριστός αφού κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου, θα αναστηθεί σε τρεις ημέρες)
Η σημερινή ημέρα είναι εντελώς ξεχωριστή. Όχι μόνον είναι Μεγάλη, αλλά και υπερευλογημένη. Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αφού διήλθε από τον Σταυρό, πάνω στον οποίο πραγματοποιήθηκε κυρίως η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους με την κατάργηση του σώματος της αμαρτίας, κατέπαυσε από τα έργα του και ετάφη ως κοινός θνητός, εισερχόμενος έτσι με την ψυχή του στο βασίλειο του θανάτου. Ο Κύριος, όπως σημειώνει και το γνωστό τροπάριο, είναι «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ μετὰ ληστοῦ καὶ ἐν θρόνῳ μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὡς παντοδύναμος». Τα τροπάρια του Μ. Σαββάτου είναι καταπληκτικά στην απόδοση της θεοσώμου ταφής του Κυρίου και της εις Άδου καθόδου του, χρησιμοποιώντας εκφράσεις άφθαστης ποιητικής σύλληψης.
Με εξαίσιο τρόπο καταγράφεται εν πρώτοις το μυστήριο της ίδιας της ταφής, που προκαλεί την κατάπληξη όχι μόνον των πιστών ανθρώπων, αλλά και των αγγελικών δυνάμεων. Κι αυτό γιατί αντιμετωπίζεται το μεγαλύτερο παράδοξο: να κηδεύεται η ίδια η ζωή. «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καὶ ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν» («Χριστέ, που είσαι η ζωή κατατέθηκες στον τάφο, και οι στρατιές των αγγέλων εκπλήττονταν, δοξάζοντας τη συγκατάβασή Σου»). Ταυτόχρονα, διατρανώνεται η πίστη της Εκκλησίας για το τι διαδραματίστηκε την ημέρα αυτή από τη συνάντηση του Κυρίου με τον Άδη, τι υπέστη δηλαδή ο θάνατος από τη θεότητα του Χριστού, ενωμένη με την ανθρώπινη αγία ψυχή του: «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος» («Όταν κατέβηκες στον θάνατο, Συ που είσαι η αθάνατη ζωή, τότε νέκρωσες τον Άδη με την αστραπή της θεότητός Σου»). «Τέτρωται Ἅδης, ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευράν, καὶ στένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος» («Πληγώθηκε ο Άδης κατάστηθα, καθώς δέχτηκε Αυτόν που πληγώθηκε με τη λόγχη στην πλευρά, και στενάζει καθώς κατατρώγεται από τη θεία φωτιά»). «Φρίττουσιν Ἅδου οἱ πυλωροί, βλέποντες ἠμφιεσμένον στολὴν ᾑμαγμένην τῆς ἐκδικήσεως» («Φρίσσουν οι θυρωροί του Άδη, βλέποντάς Σε να φοράς τη ματωμένη στολή της εκδίκησης»). «Ὁ ἐχθρὸς Ἅδης ἐσκύλευται» («Ο εχθρός Άδης απογυμνώθηκε»).
Η διάλυση αυτή του βασιλείου του Άδη, ο θάνατος του θανάτου σημαίνει κατά συνέπεια την ελευθερία και του ανθρώπου από τα θανατερά αυτά δεσμά. «Ὑπνοῖ ἡ ζωή καὶ Ἅδης τρέμει καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται» («Κοιμάται η ζωή και ο Άδης τρέμει και ο Αδάμ λύνεται από τα δεσμά του»). Η ζωή είναι έτοιμη πια να βασιλεύσει και πάλι, γιατί γι’ αυτό ακριβώς ήλθε στον κόσμο ο Δημιουργός. «Δεῦτε ἴδωμεν τὴν ζωὴν ἡμῶν ἐν τάφῳ κειμένην, ἵνα τοὺς ἐν τάφοις κειμένους ζωοποιήσῃ» («Ελάτε να δούμε Αυτόν που είναι η ζωή μας, να βρίσκεται στον τάφο, με σκοπό να δώσει ζωή σ’ αυτούς που βρίσκονται στους τάφους»). Πώς είναι το λιοντάρι που ’ναι μισοκοιμισμένο κι έτοιμο να ξυπνήσει; Έτσι και ο Χριστός, θανατώνοντας τον Άδη και το θάνατο, είναι έτοιμος να αναστηθεί. «Ἀναστήσεται τριήμερος». «Δεῦτε σήμερον, τὸν ἐξ Ἰούδα ὑπνοῦντα θεώμενοι, προφητικῶς αὐτῷ ἐκβοήσωμεν. Ἀναπεσὼν κεκοίμησαι ὡς λέων. Τις ἐγερεῖ σε, βασιλεῦ; Ἀλλ᾽ ἀνάστηθι αὐτεξουσίως, ὁ δοὺς σεαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἑκουσίως» («Ελάτε σήμερα, βλέποντας να κοιμάται Αυτόν που προήλθε από τη γενιά του Ιούδα, να του φωνάξουμε δυνατά με προφητικό τρόπο: Ξάπλωσες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι. Ποιος θα σε ξυπνήσει, βασιλιά; Αλλά αναστήσου με τη θέλησή Σου, Συ που έδωσες τον εαυτό Σου για χάρη μας με τη θέλησή Σου»).
Ο Κύριος όμως και στον Άδη ακόμη δεν έρχεται εκβιαστικά προς τον υπόδουλο άνθρωπο. Πράγματι, διαλύει το βασίλειο του θανάτου, αλλά καλεί τις ψυχές που βρίσκονταν εκεί ν’ ανταποκριθούν στην κλήση του. Ο Κύριος κι εκεί ακόμη κηρύσσει την πίστη σ’ Εκείνον, ώστε ελεύθερα οι ψυχές να σωθούν, να αναστηθούν μαζί του. Μας το αποκαλύπτει ιδίως ο απ. Πέτρος, όταν μας λέει ότι ο Κύριος «ἐκήρυξε καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι», ώστε να μην υπάρξει κανείς που να πει ότι η σωτηρία ήρθε μονομερώς στους ανθρώπους, δηλαδή μόνον για τους μετά Χριστόν. Είτε προ Χριστού είτε μετά Χριστόν οι πάντες κλήθηκαν και καλούνται με προσωπική τους ευθύνη να σταθούνε μπροστά σ’ Εκείνον. Έτσι, για να επανέλθουμε, το Μ. Σάββατο μοιάζει με τη νηνεμία που επικρατεί πριν από την καταιγίδα. Υπάρχει μια φαινομενική ηρεμία: η ζωή είναι έτοιμη να ξεσπάσει, το φως να ανατείλει. Η νίκη είναι δεδομένη. Απλώς προσδοκούμε την ώρα να φανερωθεί. «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ. Κατεπόθη μου τὸ κράτος, ὁ ποιμὴν ἐσταυρώθη, καὶ τὸν Ἀδὰμ ἀνέστησε. Ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι. Καὶ οὕς κατέπιον ἰσχύσας, πάντας ἐξήμεσα. Ἐκένωσε τοὺς τάφους ὁ σταυρωθείς. Οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τὸ κράτος» («Σήμερα ο Άδης φωνάζει στενάζοντας: Εξαφανίστηκε η δύναμή μου, ο ποιμένας σταυρώθηκε και ανάστησε τον Αδάμ. Στερήθηκα αυτούς στους οποίους κυριαρχούσα. Και όσους κατάπια ως ισχυρός, όλους αυτούς τους ξέρασα. Άδειασε τους τάφους Αυτός που σταυρώθηκε. Δεν έχει πια δύναμη το κράτος του θανάτου»). Η γνωστή εικόνα της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, της εις Άδου καθόδου του Κυρίου, φανερώνει με αισθητό τρόπο την πραγματικότητα αυτή: ο Κύριος διαλύει το βασίλειο του θανάτου και ανασταίνεται, ανασταίνοντας ταυτόχρονα και τους ανθρώπους, τύποι των οποίων είναι ο Αδάμ και η Εύα.
Η Εκκλησία μας αυτήν την ανατολή του φωτός της Αναστάσεως που μαρτυρεί η σημερινή ημέρα, αρχής γενομένης από το εσπέρας της Μ. Παρασκευής, την προβάλλει με τα πανηγυρικά πια τροπάριά της, τα γεμάτα χαρά και φως -φεύγουμε από το πένθιμο στοιχείο των προηγουμένων ημερών- αλλά και με τα φωτεινά ενδύματα της Αγίας Τράπεζας και των αμφίων των ιερέων. Όλα μας προσανατολίζουν, με ρυθμό μάλιστα καταιγιστικό, στη νέα ημέρα, «τῇ μιᾶ τῶν Σαββάτων», «τὴν ἑορτὴν ἑορτῶν καὶ τὴν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων».
(Γεώργιος Δορμπαράκης, του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014)
Μέγα Σάββατο: Ο Νικητής του θανάτου (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσοστόμος)
Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο. Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει;
Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ’ αυτό πως θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους.
Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.
Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν’ αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι’ αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται». Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι’ αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ’ αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό. Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύθηκε από το διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ’ εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει το ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός. Με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία. Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μας λύτρωσε απ’ την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μας μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του». Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν καταδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του. Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ’ εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.
Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς;
Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. Ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, το διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ’ τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ’ όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον.
«Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού. Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκε χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος και μεις στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο: «Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Που είναι θάνατε η νίκη σου; Που είναι Άδη το κεντρί σου;».
1188.ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΣΚΟΛΙΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. Ο Τίτος Λίβιος διηγείται ότι, όταν ο Αννίβας οδηγούσε τα στρατεύματα του για την κατάκτηση της Ιταλίας και έφτασαν κοντά στις Άλπεις, ήταν τόσο κουρασμένα και ταλαιπωρημένα, που δεν ήθελαν πια να προχωρήσουν. Τότε ο Αννίβας υψώνοντας το σπαθί του και δείχνοντας τα βουνά είπε: - Θάρρος, πίσω από εκεί είναι η Ιταλία! Και για τον χριστιανό, πίσω από την δυσκολία είναι ο Παράδεισος.
1193.ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ. Ένας εφημέριος είχε δώσει τα τελευταία μυστήρια σε κάποιο γέρο, που απέθνησκε. - Νομίζετε, Πάτερ μου, ρωτά τον εφημέριο ο γέρος, ότι θα γίνω καλά; - Και γιατί όχι; Και άλλοι στη θέση σου έγιναν καλά. - Μη νομίζετε ωστόσο ότι φοβάμαι να πεθάνω. Το αντίθετο, φοβάμαι μήπως ζήσω. - Και πως αυτό; Μήπως είσαι δυστυχισμένος; - Καθόλου. Ο Θεός μου έδωσε όλα τα καλά στον κόσμο αυτό. Ποτέ δεν υπέφερα. - Και τότε, γιατί φοβάσαι μήπως ζήσεις; - Σ’ όλη μου την ζωή στα κηρύγματα σας έχω τόσα ωραία ακούσει για τον Παράδεισο, ώστε πολύ θα επιθυμούσα το γρηγορότερο να τον απολαύσω. Και ο γέρος συνέχισε να ομιλεί με τόση χαρά και τέτοιο ενθουσιασμό ώστε ο εφημέριος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα από την συγκίνηση.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 540-541 )
τι μεγάλα έγιναν;
Σ’ αυτήν καταργήθηκε ο πολυχρόνιος πόλεμος, σβήστηκε ο θάνατος, καταργήθηκε η κατάρα, καταλύθηκε το τυραννικό κράτος του διαβόλου, αρπάχτηκαν οι άνθρωποι απ’ το στόμα του, επήλθε συμφιλίωσις των ανθρώπων με το Θεό, ο ουρανός έγινε βατός στους ανθρώπους, οι άνθρωποι ενώθηκαν με τους αγγέλους, συνενώθηκαν τα διεστώτα, γκρεμίστηκε ο φραγμός της έχθρας, καταστράφηκε το κλειδί του άδη, ο Θεός της ειρήνης ειρηνοποίησε τα άνω με τα κάτω. Ε.Π.Ε. 3,266
τη Μεγάλη Εβδομάδα
Ο Σταυρός καθαίρεσε την αμαρτία, ο Σταυρός έγινε η κάθαρσις της οικουμένης, η συμφιλίωσις της χρόνιας έχυρας. Ο Σταυρός άνοιξε τις πύλες του ουρανού, έκανε φίλους αυτούς που πριν μισούνταν. Ο Σταυρός μας ξανάφερε στον ουρανό, εγκατέστησε την φύσι μας στα δεξιά του θεϊκού θρόνου. Ο Σταυρός είναι η αιτία και μυρίων άλλων αγαθών. Λοιπόν, δεν πρέπει να πενθούμε, ούτε να κατηφούμε την εβδομάδα των Παθών. Αντίθετα πρέπει να αγαλλώμεθα και να χαιρώμεθα για όλα όσα υπέρ ημών συνέβησαν. Ε.Π.Ε. 34,178
διακαινήσιμη
Όσα γίνονται με την Ανάστασι αποτελούν γάμο πνευματικό. Στο γάμο κρατάνε τα πανηγύρια επτά μέρες. Γι’αυτό κι εμείς όλη την αναστάσιμη εβδομάδα, επτά μέρες ωρίσαμε να συναγώμαστε στο αναστάσιμο πανηγύρι. Ε.Π.Ε. 36,168
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 95-96)
«Ο τελευταίος εχθρός που καταργείται είναι ο θάνατος» (Α’ Κορ. 15:26)
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον ανησυχεί η σκέψη του θανάτου. Ο Γάλλος αθεϊστής Βολταίρος έλεγε σε μια κυρία του λεγόμενου καλού κόσμου του Παρισιού, η οποία του εκμυστηρεύτηκε τους φόβους της: «Κυρία μου, ο θάνατος είναι μια αρρώστια. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μην τον σκέφτεσαι». Μα η απάντηση αυτή δεν είναι λύση στο πρόβλημα. Είναι υπεκφυγή. Λύση στο πρόβλημα είναι το μέσον που θα νικήσει το θάνατο, γι’ αυτό και ο Θεός πολιορκεί τον άνθρωπο με τη σκέψη του θανάτου, ώστε να τον σπρώξει στη μοναδική λύση, που είναι ο Νικητής του θανάτου, ο Χριστός.
Αν μετανοήσουμε για την αμαρτωλή ζωή μας και πιστέψουμε πως ο Χριστός με το σταυρικό Του θάνατο πλήρωσε όλες τις αμαρτίες μας και αναστήθηκε σωματικά, βρήκαμε τη λύση του προβλήματος κι ο Θεός μας δέχεται μέσω του Χριστού.
Εσύ, φίλε, θ’ αφήσεις τον εαυτό σου να πέσει στην παγίδα του Βολταίρου, ώστε να μη σκέφτεσαι το θάνατο ή θα καταφύγεις στο Χριστό που σε αγαπά;
«Γιατί ο Θεός αγάπησε με μια τέτοια αγάπη τον κόσμο, ώστε πρόσφερε το Γιο του το Μονογενή, για να μη χαθεί ο καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιωάννης 3:16)
Μ’αγαπάς*
Ήρθες και πήρες
απ’ τη στεγνή καρδιά μου
τη βαρυχειμωνιά.
Τώρα κοιτάζω μόνον Εσένα πάλι
κι έχω την ξαστεριά.
Αφού μ’ αγαπάς
έχω το χρώμα της χαράς.
Αφού μ’ αγαπάς
δε με τρομάζει ο Χιονιάς.
*από την ποιητική συλλογή «Μόνον ο Θεός μπορεί να με ξυπνήσει» του Ανέστη Πεταλίδη, Εκδόσεις «Ο Λόγος»
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
118. Τι είναι πιο επιθυμητό στον άνθρωπο; Η λύτρωσίς του από τα δεσμά της αμαρτίας, η συγχώρησίς του και η κατάκτησις της αγιότητας. Γιατί; Γιατί οι αμαρτίες, όπως λόγου χάριν η υπερηφάνεια, η κακή συμπεριφορά προς τον πλησίον, η φιλαργυρία, ο φθόνος κ.λ.π., μας χωρίζουν από τον Θεό, την Πηγή της Ζωής, μας αποξενώνουν από τις καρδιές των άλλων ανθρώπων και μας οδηγούν στον πνευματικό θάνατο. Ενώ η αγαθή, ταπεινή και στοργική συμπεριφορά προς τους άλλους, ακόμη και προς τους εχθρούς μας, η απλότης, η ανιδιοτέλεια, η ολιγάρκεια, η πλατειά και χωρίς μνησικακίες καρδιά, καθώς και όλες οι άλλες αρετές, μας ενώνουν με τον Θεό και με τους ανθρώπους, που τους νοιώθουμε αδελφούς μας. Αξίωσέ με, Κύριε, να απαλλαγώ από την αμαρτία και να επιδοθώ με επιτυχία στην αρετή, με τη βοήθεια και τη συμπαράστασι της χάριτός σου. Ναι, Κύριε και Θεέ μου, χωρίς εσένα, «πονηροί όντες» (Ματθ. ιβ’ 34), δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε το καλό.
119. Δεν πρέπει να αντιδρούμε όμοια, δηλαδή με μίσος και εγωισμό, όπως συνηθίζει η αχρειωμένη ανθρώπινη φύσις, απέναντι σε όσους μας συμπεριφέρονται με εχθρότητα, με φθόνο, με εγωισμό. Απεναντίας, πρέπει να νοιώθουμε γι’ αυτούς οίκτο, γιατί είναι έτσι υποψήφιοι για την Κόλασι. Πρέπει να προσευχηθούμε γι’ αυτούς στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς μας, να τους βγάλη από το σκοτάδι, να τους φωτίση με το φώς της χάριτός του. Όταν η θεία χάρις ξυπνήση τον αμαρτωλό, τότε εκείνος βλέπει καθαρά, μέσα στο φώς της, πόσο τερατώδεις και άφρονες ήσαν οι σκέψεις του, οι πράξεις του, οι ψυχικές του ροπές. Η καρδιά του, που έως τότε βρισκόταν σε πνευματικό λήθαργο, ανανήφει. Η χάρις την απαλάσσει από το κακό και το αντικαθιστά με την ευσπλαχνία, με την καλωσύνη, με την πραότητα. Έτσι, από εκεί και πέρα, ο άνθρωπος αυτός καλείται από τον Κύριο να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισούσιν ὑμᾶς και προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς και διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε’ 44).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 68-69)