Μέγα Σάββατο
«Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος»
(Αυτό είναι το υπερευλογημένο Σάββατο, κατά το οποίο ο Χριστός αφού κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου, θα αναστηθεί σε τρεις ημέρες)
Η σημερινή ημέρα είναι εντελώς ξεχωριστή. Όχι μόνον είναι Μεγάλη, αλλά και υπερευλογημένη. Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αφού διήλθε από τον Σταυρό, πάνω στον οποίο πραγματοποιήθηκε κυρίως η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους με την κατάργηση του σώματος της αμαρτίας, κατέπαυσε από τα έργα του και ετάφη ως κοινός θνητός, εισερχόμενος έτσι με την ψυχή του στο βασίλειο του θανάτου. Ο Κύριος, όπως σημειώνει και το γνωστό τροπάριο, είναι «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ μετὰ ληστοῦ καὶ ἐν θρόνῳ μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὡς παντοδύναμος». Τα τροπάρια του Μ. Σαββάτου είναι καταπληκτικά στην απόδοση της θεοσώμου ταφής του Κυρίου και της εις Άδου καθόδου του, χρησιμοποιώντας εκφράσεις άφθαστης ποιητικής σύλληψης.
Με εξαίσιο τρόπο καταγράφεται εν πρώτοις το μυστήριο της ίδιας της ταφής, που προκαλεί την κατάπληξη όχι μόνον των πιστών ανθρώπων, αλλά και των αγγελικών δυνάμεων. Κι αυτό γιατί αντιμετωπίζεται το μεγαλύτερο παράδοξο: να κηδεύεται η ίδια η ζωή. «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καὶ ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν» («Χριστέ, που είσαι η ζωή κατατέθηκες στον τάφο, και οι στρατιές των αγγέλων εκπλήττονταν, δοξάζοντας τη συγκατάβασή Σου»). Ταυτόχρονα, διατρανώνεται η πίστη της Εκκλησίας για το τι διαδραματίστηκε την ημέρα αυτή από τη συνάντηση του Κυρίου με τον Άδη, τι υπέστη δηλαδή ο θάνατος από τη θεότητα του Χριστού, ενωμένη με την ανθρώπινη αγία ψυχή του: «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος» («Όταν κατέβηκες στον θάνατο, Συ που είσαι η αθάνατη ζωή, τότε νέκρωσες τον Άδη με την αστραπή της θεότητός Σου»). «Τέτρωται Ἅδης, ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευράν, καὶ στένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος» («Πληγώθηκε ο Άδης κατάστηθα, καθώς δέχτηκε Αυτόν που πληγώθηκε με τη λόγχη στην πλευρά, και στενάζει καθώς κατατρώγεται από τη θεία φωτιά»). «Φρίττουσιν Ἅδου οἱ πυλωροί, βλέποντες ἠμφιεσμένον στολὴν ᾑμαγμένην τῆς ἐκδικήσεως» («Φρίσσουν οι θυρωροί του Άδη, βλέποντάς Σε να φοράς τη ματωμένη στολή της εκδίκησης»). «Ὁ ἐχθρὸς Ἅδης ἐσκύλευται» («Ο εχθρός Άδης απογυμνώθηκε»).
Η διάλυση αυτή του βασιλείου του Άδη, ο θάνατος του θανάτου σημαίνει κατά συνέπεια την ελευθερία και του ανθρώπου από τα θανατερά αυτά δεσμά. «Ὑπνοῖ ἡ ζωή καὶ Ἅδης τρέμει καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται» («Κοιμάται η ζωή και ο Άδης τρέμει και ο Αδάμ λύνεται από τα δεσμά του»). Η ζωή είναι έτοιμη πια να βασιλεύσει και πάλι, γιατί γι’ αυτό ακριβώς ήλθε στον κόσμο ο Δημιουργός. «Δεῦτε ἴδωμεν τὴν ζωὴν ἡμῶν ἐν τάφῳ κειμένην, ἵνα τοὺς ἐν τάφοις κειμένους ζωοποιήσῃ» («Ελάτε να δούμε Αυτόν που είναι η ζωή μας, να βρίσκεται στον τάφο, με σκοπό να δώσει ζωή σ’ αυτούς που βρίσκονται στους τάφους»). Πώς είναι το λιοντάρι που ’ναι μισοκοιμισμένο κι έτοιμο να ξυπνήσει; Έτσι και ο Χριστός, θανατώνοντας τον Άδη και το θάνατο, είναι έτοιμος να αναστηθεί. «Ἀναστήσεται τριήμερος». «Δεῦτε σήμερον, τὸν ἐξ Ἰούδα ὑπνοῦντα θεώμενοι, προφητικῶς αὐτῷ ἐκβοήσωμεν. Ἀναπεσὼν κεκοίμησαι ὡς λέων. Τις ἐγερεῖ σε, βασιλεῦ; Ἀλλ᾽ ἀνάστηθι αὐτεξουσίως, ὁ δοὺς σεαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἑκουσίως» («Ελάτε σήμερα, βλέποντας να κοιμάται Αυτόν που προήλθε από τη γενιά του Ιούδα, να του φωνάξουμε δυνατά με προφητικό τρόπο: Ξάπλωσες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι. Ποιος θα σε ξυπνήσει, βασιλιά; Αλλά αναστήσου με τη θέλησή Σου, Συ που έδωσες τον εαυτό Σου για χάρη μας με τη θέλησή Σου»).
Ο Κύριος όμως και στον Άδη ακόμη δεν έρχεται εκβιαστικά προς τον υπόδουλο άνθρωπο. Πράγματι, διαλύει το βασίλειο του θανάτου, αλλά καλεί τις ψυχές που βρίσκονταν εκεί ν’ ανταποκριθούν στην κλήση του. Ο Κύριος κι εκεί ακόμη κηρύσσει την πίστη σ’ Εκείνον, ώστε ελεύθερα οι ψυχές να σωθούν, να αναστηθούν μαζί του. Μας το αποκαλύπτει ιδίως ο απ. Πέτρος, όταν μας λέει ότι ο Κύριος «ἐκήρυξε καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι», ώστε να μην υπάρξει κανείς που να πει ότι η σωτηρία ήρθε μονομερώς στους ανθρώπους, δηλαδή μόνον για τους μετά Χριστόν. Είτε προ Χριστού είτε μετά Χριστόν οι πάντες κλήθηκαν και καλούνται με προσωπική τους ευθύνη να σταθούνε μπροστά σ’ Εκείνον. Έτσι, για να επανέλθουμε, το Μ. Σάββατο μοιάζει με τη νηνεμία που επικρατεί πριν από την καταιγίδα. Υπάρχει μια φαινομενική ηρεμία: η ζωή είναι έτοιμη να ξεσπάσει, το φως να ανατείλει. Η νίκη είναι δεδομένη. Απλώς προσδοκούμε την ώρα να φανερωθεί. «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ. Κατεπόθη μου τὸ κράτος, ὁ ποιμὴν ἐσταυρώθη, καὶ τὸν Ἀδὰμ ἀνέστησε. Ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι. Καὶ οὕς κατέπιον ἰσχύσας, πάντας ἐξήμεσα. Ἐκένωσε τοὺς τάφους ὁ σταυρωθείς. Οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τὸ κράτος» («Σήμερα ο Άδης φωνάζει στενάζοντας: Εξαφανίστηκε η δύναμή μου, ο ποιμένας σταυρώθηκε και ανάστησε τον Αδάμ. Στερήθηκα αυτούς στους οποίους κυριαρχούσα. Και όσους κατάπια ως ισχυρός, όλους αυτούς τους ξέρασα. Άδειασε τους τάφους Αυτός που σταυρώθηκε. Δεν έχει πια δύναμη το κράτος του θανάτου»). Η γνωστή εικόνα της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, της εις Άδου καθόδου του Κυρίου, φανερώνει με αισθητό τρόπο την πραγματικότητα αυτή: ο Κύριος διαλύει το βασίλειο του θανάτου και ανασταίνεται, ανασταίνοντας ταυτόχρονα και τους ανθρώπους, τύποι των οποίων είναι ο Αδάμ και η Εύα.
Η Εκκλησία μας αυτήν την ανατολή του φωτός της Αναστάσεως που μαρτυρεί η σημερινή ημέρα, αρχής γενομένης από το εσπέρας της Μ. Παρασκευής, την προβάλλει με τα πανηγυρικά πια τροπάριά της, τα γεμάτα χαρά και φως -φεύγουμε από το πένθιμο στοιχείο των προηγουμένων ημερών- αλλά και με τα φωτεινά ενδύματα της Αγίας Τράπεζας και των αμφίων των ιερέων. Όλα μας προσανατολίζουν, με ρυθμό μάλιστα καταιγιστικό, στη νέα ημέρα, «τῇ μιᾶ τῶν Σαββάτων», «τὴν ἑορτὴν ἑορτῶν καὶ τὴν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων».
(Γεώργιος Δορμπαράκης, του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014)