ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Αγαπητοί μου αδελφοί και αδελφές, ανοίξτε την καρδιά σας, για να χαράξει εκεί το Άγιο Πνεύμα την εικόνα του Χριστού. Τότε θα γίνετε σιγά-σιγά ικανοί να έχετε μέσα σας τη χαρά και το πένθος, το θάνατο και την ανάσταση.
Κοιτάξτε το μεγαλειώδες θέαμα που ο Θεός μας φανέρωσε στη δημιουργία του κόσμου, στην κατασκευή του ανθρώπου «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Του. Εκείνο που αναζητούμε δεν περιορίζεται στη μικρή μας καθημερινή ζωή. Αναζητούμε να είμαστε με τον Θεό και να αποκτήσουμε μέσα μας τη ζωή σε όλο το πλάτος, το κοσμικό και το θείο.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η σωτηρία του ανθρώπου είναι η θέωσή του.
Μην έχετε υπερβολική εμπιστοσύνη στην ανώτερη μόρφωση που αποκτήσατε στον κόσμο. Ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε είναι κουλτούρα της πτώσεως.
Τι σημαίνει σωτηρία; Ο θάνατος του σώματος είναι άραγε η προϋπόθεση για την είσοδο στη Βασιλεία του Χριστού; Πώς μπορούμε να αναπτύξουμε την ικανότητά μας να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, σύμφωνα με το Άγιο Πνεύμα; Ένα μόνο έχει σημασία: να φυλάξουμε την ένταση της προσευχής και της μετάνοιας. Τότε ο θάνατος δε θα είναι ρήξη, αλλά μετάβαση στη Βασιλεία, για την οποία θα έχουμε ετοιμασθεί με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την προσευχή και την επίκληση του Ονόματός Του: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
Η απελπισία είναι η απώλεια της συνειδήσεως ότι ο Θεός θέλει να μας δώσει την αιώνεια ζωή. Ο κόσμος ζει στην απελπισία. Οι άνθρωποι έχουν καταδικάσει οι ίδιοι τον εαυτό τους στο θάνατο. Πρέπει να παλέψουμε σώμα προς σώμα με την ακηδία.
«Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς». Πολλές φορές επανέλαβα αυτή την προσευχή της Εκκλησίας. Η επί γης αναμάρτητη ζωή, μας ανοίγει τις πύλες του Ουρανού. Δεν είναι ο πλούτος των γνώσεων που σώζει τον άνθρωπο. Είναι η αναμάρτητη ζωή που μας προετοιμάζει για τη ζωή με τον Θεό στο μέλλοντα αιώνα. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος μας διδάσκει τις αιώνειες αλήθειες κατά το μέτρο που ζούμε σύμφωνα με τις εντολές: «Αγαπήσεις τον Θεό σου, τον Δημιουργό σου, με όλο το είναι σου και αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ναι, κρατείτε πάντοτε αυτές τις εντολές.
Ποια στάση να κρατάμε στην εκκλησία; Πρέπει να στεκόμαστε με ένταση και αυτοσυγκέντρωση. Να έχουμε ένταση, δηλαδή μεγάλη προσοχή, ώστε να μην διαχέεται ο νους μας με επιφανειακά πράγματα και αλλότριες σκέψεις.
(Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, "Περί Πνεύματος και ζωής", Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1995, επιλογή)
Γιατί η Ορθοδοξία δεν χειροτονεί γυναίκες; Πολλά επιχειρήματα γράφτηκαν. Σωστά, αλλά όχι τόσο ισχυρά διότι υπάρχει αντίλογος σε αυτά. Στο επιχείρημα του μακαριστού π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου και όχι μόνο αυτού, δεν μπορεί να υπάρξει κανείς αντίλογος...
«Ο Κύριος δεν θέλησε να δώσει την ιερωσύνη στις γυναίκες. Γιατί; ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΟ ΕΙΠΕ. Μπορούμε ευσεβείς σκέψεις να κάνουμε ένα σωρό. Για τον α΄ ή β΄ λόγο. Αλλά τέλος κάθε αντιλογίας είναι το θέλημα και η εντολή του Θεού… Τίμησε ο Κύριος, τίμησε η Εκκλησία τις γυναίκες. Αλλά ιερείς και επισκόπους δεν θέλησε να τις κάνει. Αν ήθελε, τη Μαγδαληνή, τη Μάρθα, τις άλλες μαθήτριές Του θα τις είχε κοντά Του, δίπλα στους Αποστόλους και όταν είπε στους Αποστόλους «λάβετε Πνεύμα Άγιο, σε όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες θα τους συγχωρούνται, σε όποιους τις κρατάτε θα είναι κρατημένες» (Ιω. 20,23), θα το έκανε αυτό και στη Μαγδαληνή, στη Μάρθα ή δεν ξέρω σε ποιες άλλες. Δεν το έκανε. Μόνο στους 12 Αποστόλους έδωσε την ιερωσύνη και αυτοί στους διαδόχους τους. Εφόσον λοιπόν ο Κύριος δεν έδωσε την ιερωσύνη στις γυναίκες, περιττή κάθε περαιτέρω έρευνα του θέματος. Δεν θέλησε ο Κύριος· η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί πάντοτε όσα ο Κύριος διέταξε. Αν έδινε ο Κύριος ιερωσύνη στις γυναίκες θα είχαμε σήμερα γυναίκες ιερείς. Δεν έχουμε, διότι ο Κύριος δεν θέλησε να είναι έτσι… Για ό,τι έχει μιλήσει η Αγ. Γραφή, δεν χρειάζεται πώς τούτο και γιατί εκείνο, αλλά να ακολουθούμε ό,τι είπε η Γραφή… Το θέμα κλείνει εκεί... Μη θέλουμε να διορθώσουμε τη νομοθεσία του Κυρίου. “Δεν είναι αυτό γνώρισμα των Χριστιανών” (Γεύσασθε και ίδετε, 57-59,187). Επίσης το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας στο Μυστικό Δείπνο το τέλεσε ΜΟΝΟ με τους 12 (Ματθ. 26,20). Σε αυτούς ΜΟΝΟ είπε «αυτό να κάνετε εις ανάμνησίν μου» (Λουκ.22,20). Αν ο Κύριος ήθελε χειροτονία γυναικών ασφαλώς θα το έλεγε στους Αποστόλους. Ασφαλώς και αυτοί θα το έκαναν. ΠΟΥΘΕΝΑ, ΠΟΤΕ οι Απόστολοι δεν το έκαναν, ακριβώς διότι δεν το είπε ο Χριστός.
Σε τι βλάπτουν τους άλλους όσοι διαβάλλουν και ψευδομαρτυρούν. Ποιο είναι το πρώτο κακό που εκείνοι κάνουν;
Μάθατε τώρα, αδελφοί μου, ποια κακά προξενούν στον εαυτό τους, οι προδότες, οι ψευδομάρτυρες και όσοι διαβάλλουν τους άλλους. Και πώς, αντί αυτοί να είναι ανθρωπόμορφοι και αγαπημένοι από τους ανθρώπους, γίνονται διαβολόμορφοι και θηριόμορφοι και μισητοί από τους άλλους.
Τώρα θα σας πω και ποια κακά προξενούν, πέρα από τον εαυτό τους, και στους άλλους ανθρώπους.
Σε τρία πράγματα βλάπτουν αυτοί οι άνθρωποι τους άλλους: Στην τιμή, στα υπάρχοντα και στη ζωή.
Βλάπτουν πρώτα απ’ όλα τους άλλους στην τιμή, γιατί συκοφαντούν τους τίμιους ανθρώπους και τους κατηγορούν ψεύτικα ότι είναι άτιμοι. Τους σώφρονες τους κατηγορούν ως πόρνους, τους καθαρούς ως ακάθαρτους, τους δίκαιους ως άσπλαχνους, τους ανδρείους ως αυθάδεις, τους οικονόμους ως φιλάργυρους. Και με λίγα λόγια, κατηγορούν όσους εργάζονται την αρετή σαν υποκριτές και τους καλούς χριστιανούς τους κακολογούν ως κακούς και πονηρούς.
Έτσι, με αυτές τις διαβολές, συκοφαντίες και ψευδομαρτυρίες τους, χωρίζουν τους άνδρες από τις γυναίκες τους και το αντίστροφο. Ξεσηκώνουν τα παιδιά εναντίον των γονιών και τους γονιούς κατά των παιδιών τους. Βάζουν έχθρα σε συγγενείς κατά των συγγενών τους, στους αρχιερείς κατά των ιερέων και γενικά, ξεσηκώνουν έχθρα ανάμεσα στους ανθρώπους.
Αυτοί ξεσηκώνουν σκάνδαλα ανάμεσα σε φίλους, φέρνουν ταραχή όπου υπάρχει ειρήνη, προξενούν μνησικακία, έχθρα και αντιζηλία ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, σε κυβερνήτες και υπηκόους. Και πολλές φορές μάλιστα σπέρνουν έχθρα και ανάμεσα σε ολόκληρους λαούς. Γι’ αυτό είπε γι’ αυτούς ο σοφός Σειράχ: «Άνθρωπος αμαρτωλός θα φέρει ταραχή ανάμεσα σε φίλους και ανάμεσα σ’ εκείνους που ζουν ειρηνικά θα σπείρει διαβολές». Το ίδιο είπε και ο σοφός Σολομώντας: «Ο κακόγλωσσος άνθρωπος φέρνει αναταραχή ανάμεσα στ’ αδέλφια». Τα επιβεβαιώνουν, όσα είπαμε μέχρι τώρα, τα διάφορα παραδείγματα που συναντούμε στην Αγία Γραφή.
Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στο Βιβλίο Γ’ Βασιλειών, ότι κάποιοι διέβαλαν και είπαν κατά του Ναβουθαί, ότι ο δίκαιος εκείνος άνθρωπος ήταν άδικος, ο ευσεβής ότι ήταν ασεβής, ο υπάκουος ότι ήταν αποστάτης και ο θεοφοβούμενος ότι ήταν βλάσφημος. «Και έβαλαν στο σκαμνί τον Ναβουθαί, μπροστά σε όλο το λαό, και παρουσιάσθηκαν δυο άνδρες παράνομοι και ψευδομαρτύρησαν εναντίον του, λέγοντας: Βλασφήμησες τον Θεό και τον βασιλιά».
Διαβάζουμε επίσης στο Βιβλίο του Δανιήλ ότι οι δυο ακόλαστοι εκείνοι γερο-Εβραίοι κακολόγησαν τη Σωσάννα και είπαν ψέματα, ότι η σώφρων εκείνη κόρη ήταν πόρνη και μοιχαλίδα. Είπαν ότι η τίμια αυτή γυναίκα ήταν άτιμη και η καθαρή πως ήταν ακάθαρτη και μολυσμένη. Έτσι προξένησαν πολλή ταραχή και μεγάλη σύγχυση και λύπη ανάμεσα σ’ εκείνη και στον άνδρα της, αλλά κι ανάμεσα στους συγγενείς της και σ’ όλο τον Εβραϊκό λαό.
Όσοι διαβάλλουν και ψευδομαρτυρούν, προσβάλλουν και τα ιερά της πίστης μας.
Όσοι διαβάλλουν και ψευδομαρτυρούν βλάπτουν επίσης οικονομικά, και πολλές φορές μάλιστα, αφανίζουν τους ομοπίστους τους χριστιανούς…
Εξαιτίας των πολλών κακών που φέρνει η συκοφαντία, ο σοφός Σολομώντας μακαρίζει εκείνους που πέθαναν και εκείνους που δεν έχουν γεννηθεί, γιατί δεν δοκίμασαν την πίκρα της συκοφαντίας: «Γύρισα και είδα όλες τις συκοφαντίες που συμβαίνουν στη γη. Και είδα τα δάκρυα όσων συκοφαντούνται. Και δεν βρίσκεται πουθενά κάποιος να τους παρηγορήσει … Και τότε, μακάρισα όλους εκείνους που έχουν πεθάνει και τους θεώρησα πιο ευτυχείς από τους ζώντες… Ευτυχισμένος είναι εκείνος που δεν ήλθε καθόλου στη ζωή, γιατί δεν αντίκρυσε αυτό το τρομερό αμάρτημα που συμβαίνει στη γη».
Ο προφήτης Δαβίδ, ο πατέρας του σοφού Σολομώντα, εξιστορεί επίσης όλα τα κακά που κάνουν οι ψευδομάρτυρες, δηλαδή ότι εκείνοι λένε και μαρτυρούν πράγματα, που δεν μπορεί καν να τα βάλει ο νους του άνθρωπου. Αποδίδουν κακά αντί για τις ευεργεσίες που δέχονται. Κάνουν με τις ψευτιές τους κάποιους γονείς δυστυχισμένους και τους στερούν από τα παιδιά τους: «Ξεσηκώθηκαν εναντίον μου μάρτυρες ασυνείδητοι και συκοφάντες και με κατηγορούσαν επίμονα, για πράγματα που ούτε καν είχα φαντασθεί. Μου ανταπέδιδαν κακά, αντί για τις ευεργεσίες που τους είχα κάνει και γέμισαν τη ψυχή μου τόση θλίψη, όση έχει μια άτεκνη και δυστυχισμένη γυναίκα».
(Το πάθος της συκοφαντίας, Εκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2006, σσ. 25- 42)
(φωτογραφία: Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ελαιογραφία με τη φυσική του μορφή, 19ος αι.)
Η παρουσία της Παναγίας στο Μέτωπο διαπιστώθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Αναφέρομε μία, η οποία είχε γίνει κοντά μας στο αριστερό μέρος του Μετώπου, εκεί που ήτανε το άλλο τμήμα του Μετώπου, των ευζώνων. Συνέβη το 1941 στον τότε ανθυπασπιστή και μετέπειτα υπολοχαγό Νικόλαο Γκάτζιαρο.
Παραθέτω την αναφορά που είχε κάμει τότε στο Διοικητή του. Ιδού το πλήρες κείμενο:
Η ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΑΝΑΦΟΡΑ:
Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζιαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων
Ενταύθα
ΘΕΜΑ: «Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυριακήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300 μέτρα, χάριν περιπάτου, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύσει να φυσά και ο
ουρανός ήτο αστερόης.
Κατά την επιστροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήματα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως.
Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγμεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στρατού μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβον θέσιν ημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλμοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήν ώραν. Ήκουσα να ομιλή:
- "Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου", είπε!
"Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ίνα γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβριζεν, εβλασφήμει τα θεία και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι το δίκαιον πάντοτε υπερισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικητήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!".
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερον υμίν το συμβάν προφορικώς.
(Ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζιαρος, αφηγείται το συγκλονιστικό θαύμα της Παναγίας που έζησε ο ίδιος στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940. Η μαρτυρία του ηλικιωμένου μαχητή αξιωματικού, είναι καταγεγραμμένη αναφορά, στο βιβλίο του Στρατηγού Κατσιμήτρου,
«Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ»)
Ο θάνατος είναι το πιο βέβαιο γεγονός στην ιστορία του κόσμου. Γεγονός που όλοι θα δοκιμάσουμε. Το εδοκίμασαν όλοι όσοι έζησαν σ’ αυτή τη ζωή. Κανένας δεν κατόρθωσε να διαφύγει. Όλοι μας πορευόμεθα προς την ώρα του και, δια της ώρας αυτής, πορευόμεθα προς την αιωνιότητα. Η ώρα, όμως, αυτή είναι άδηλη και άγνωστη. Βέβαιο γεγονός ο θάνατος, αλλά αβέβαιη η ώρα του.
Θα είναι όπως η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας, την οποία δεν γνωρίζει κανείς άνθρωπος. Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί ορισμένες εκφράσεις για να μας δείξει το αιφνίδιο της επελεύσεως του θανάτου. «Ως κλέπτης, έρχεται εν νυκτί» . Δηλαδή, όπως το βράδυ έρχεται ένας κλέπτης την ώρα κατά την οποία όλοι κοιμούνται, έτσι θα έλθει και η ώρα του θανάτου. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι ο θάνατος έρχεται χωρίς να προειδοποιεί.
Έχουμε, λοιπόν, οι άνθρωποι την εντύπωση ότι υποκείμεθα σ’ ένα αιφνιδιασμό. Και όπως όταν έχουμε δυο αντίπαλα στρατόπεδα και προσπαθεί το ένα να αιφνιδιάσει το άλλο, διότι ο αιφνιδιασμός είναι ένα προτέρημα προς την πλευρά εκείνου ο οποίος τον μετέρχεται και χάρις σ’ αυτόν πολλές φορές έρχεται και η νίκη, έτσι είναι και ο θάνατος. Έχουμε την εντύπωση ότι ο θάνατος είναι ένας εχθρός που μας αιφνιδιάζει, που προσπαθεί να μας βρει κοιμωμένους και όχι αγρυπνούντες. Νιώθουμε ότι υποκείμεθα σε εχθρική ενέδρα. Αυτή την αίσθηση έχουμε όταν αντιμετωπίζουμε τον θάνατο.
Θα τόνιζε, βέβαια, κανείς ότι μερικές φορές έχουμε κάποια προειδοποίηση για την φοβερή επέλευση του θανάτου. O Θεός ο οποίος θέλησε επιμελώς να μας κρύψει την ημέρα και την ώρα του θανάτου, εν τούτοις ευδοκεί ώστε για ορισμένους ανθρώπους να προηγούνται μερικά προειδοποιητικά σημεία όπως π.χ. μία ασθένεια, που γνωρίζομε πως είναι θανατηφόρος. Έτσι, ο άνθρωπος προειδοποιείται, κατά κάποιο τρόπο, ότι επίκειται η επέλευση αυτού το οποίο ονομάζουμε «μοιραίο» και το ονομάζουμε έτσι γιατί θεωρούμε ότι δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε, παρ’ όλο που ο άνθρωπος κάνει χίλιες δυο προσπάθειες προκειμένου ν’ αποφύγει τον θάνατο- καταφεύγει σε γιατρούς, συντηρείται με υγιεινές τροφές, φροντίζει να μην κουράζεται, ελέγχει την πορεία της υγείας του, με κάθε τρόπο, δηλαδή, προσπαθεί να προεκτείνει τον χρόνο της ζωής του. Ωστόσο κι αυτοί οι οποίοι μετέρχονται όλες αυτές τις μεθοδείες προκειμένου να αναστείλουν ή να αναβάλουν την χρονική στιγμή της επελεύσεως του θανάτου τους, τελικά δεν κατορθώνουν τίποτε. Αν ήταν δυνατόν με τέτοιες μεθοδεύσεις ν’ απέφευγε κανείς τον θάνατο, τότε είναι βέβαιο ότι ορισμένοι ισχυροί άνθρωποι, είτε με την δόξα, είτε με τον πλούτο που διαθέτουν, θα κατέβαλλαν αμύθητα ποσά και πλούτο πολύ, προκειμένου με κάθε τρόπο να δυσωπήσουν τον αδυσώπητο θάνατο. Όμως, η αλήθεια είναι διαφορετική. Με κανένα τρόπο δεν κατέστη μέχρι τώρα δυνατόν ν’ αποφύγουμε την επέλευση του «μοιραίου».
(«η μετά Θάνατον ζωή», μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, εκδ. Χρυσοπηγή, σελ. 53-55)
Η κ. Χριστίνα Μ. από την Αθήνα γράφει: Υπέφερα από πόνους στην σπονδυλική μου στήλη. Ένα βράδυ όμως οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και έφταναν μέχρι τον αυχένα. Τότε επήγα στο δωμάτιό μου και με μεγάλο παράπονο παρακαλούσα κλαίγοντας να με βοηθήση ο Θεός με τον Άγιό Του Εφραίμ. Φαίνεται ότι ο πόνος της ψυχής μου ήταν δυνατός και για μια στιγμή νοιώθω την παρουσία του Αγίου και το χεράκι του το αγιασμένο να με χαϊδεύη απαλά στο μέτωπο. Εκείνη την στιγμή έγινα παιδί τεσσάρων ετών. Άγιέ μου, είπα, κλαίγοντας, λυπήσου με. Εκείνος άρχισε να με παρηγορή, όχι για τον πόνο που ένοιωθα τον σωματικό, αλλά για τον πόνο της ψυχής. Τι έχεις παιδί μου και κλαις! Σταμάτησε να κλαις και άκουσέ με. Είμαι ο Άγιος Εφραίμ. Την αγάπη που ζητάς παιδί μου, την πραγματική αγάπη, την έχει ο Θεός, και την χαρίζει εις τα πλάσματά του, αυτά που Τον αγαπούν και τους αγαπά. Εγώ αυτή την στιγμή ήλθα να σου αναγγείλω την αγάπη του Θεού προς εσένα. Και όταν έχης αυτή την αγάπη δεν πρέπει να φοβάσαι από τίποτα, ούτε ακόμη και τον θάνατο. Διότι η αγάπη του Θεού μπορεί να σε σώση και να σε προστατεύση από κάθε ασθένεια, από κάθε δυστυχία και να περιφρουρήσει την ψυχή σου με αδιαπέραστο τείχος, ώστε κανείς να μην μπορέση ποτέ να το παραβιάση. Πρόσεξε όμως έως το τέλος της ζωής σου να μην χάσης την αγάπη του Θεού και αναζητήσης των ανθρώπων. Και έφυγε.
Φώναξα: Άγιέ μου μην φεύγεις. Κάθησε ακόμη λίγο, σε παρακαλώ. Δεν έχω κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο εκτός του Θεού και εσένα. Λυπήσου με, σε παρακαλώ. Φύλαξέ με από την αχαριστία. Φύλαξέ με από την αμαρτία. Προστάτευσέ με, ώστε να διαφυλάξω την αγάπη του Θεού μέσα μου, για να είμαι καλά.
Από εκείνη την στιγμή έπαψα να υποφέρω. Κλωστή και κόπηκε. Έφυγε και το παράπονο...
("ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ του Οσιομάρτυρος και θαυματουργού ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΝΟΥΣ", βιβλίο Α΄, εκδ. "Ιερά μονή Ευαγγελισμού Θεοτόκου, Νέα Μάκρη Αττικής, 1981, σ. 122)
«Πρέπει να προσέχετε με ακρίβεια σ’ αύτα πού λέγονται. Υπάρχει γκρεμός και χαράδρα βαθειά και από τις δύο πλευρές, αν δεν διαβάσουμε το ρητό προσεκτικά…. Γιατί δεν πρέπει να εξετασουμε μόνο το «δεν είναι ο άνθρωπος κύριος των πράξεών του»,
αλλά και όλη τη συνέχεια,
και για ποιούς ειπώθηκε
και από ποιόν
και για ποιόν
και γιατί,
και πότε
και με ποιό τρόπο.
Γιατί δεν αρκεί να λέμε, ότι στις Γραφές είναι γραμμένο, ούτε γενικά
αποσπώντας λόγια
και μαδώντας τα μέλη του σώματος των θεόπνευστων Γραφών,
και παίρνοντάς τα έρημα και ξένα προς τη συναφειά τους,
να τα παραποιούμε όπως εμείς θέλουμε και χωρίς φόβο. Γιατί έτσι πολλές διδασκαλίες μπήκαν στη ζωή μας παραποιημένες, με το να πείθει ο διάβολος τους πιο ράθυμους να απαγγέλλουν παραποιημένα τα κείμενα των Γραφών, ή προσθέτοντας ή αφαιρώντας να επισκοτίζουν την αλήθεια.
Δεν αρκεί λοιπόν να πούμε, ότι είναι γραμμένο στη Γραφή, αλλά πρέπει να διαβάσουμε και όλη τη συνέχεια· γιατί, αν διακόπτουμε τη μεταξύ τους συνέχεια και συνάφεια, θα προκύψουν με τον τρόπο αυτό πολλές πονηρές διδασκαλίες…
Και όχι μόνο δεν πρέπει να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους, αλλά και να τα προφέρουμε σωστα, και να μην προσθέτουμε τίποτα. Πολλοί λοιπόν περιφέρουν και άλλα χωρία των Γραφών, απαγγέλλοντάς τα παραποιημένα… Περιφέρουν επίσης και άλλο ρητό, χωρίς να διαστρέφουν το νόημά του, αλλά προσθέτοντας και άλλο που δεν είναι γραμμένο.
Γιατί τέτοια είναι η πανουργία του διαβόλου να εισάγει τα ολέθρια διδάγματα του ή με πρόσθεση ή με αφαίρεση ή με διαστροφή ή με παραποίηση των κειμένων….
Δεν πρέπει τα χωρία της Γραφής να τα λέμε έτσι αόριστα,
ούτε να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους,
ούτε να τα αποσπούμε από την ενότητά τους,
ούτε να τα παίρνουμε απομονώνοντάς τα
και απογυμνώνοντάς τα από τη βοήθεια των επομένων και των προηγουμένων, και να συκοφαντούμε αόριστα και να επιδρούμε δυσμενώς.
Γιατί δεν είναι άτοπο, όταν δικαζόμαστε στο δικαστήριο για βιοτικά πράγματα, να διεκδικούμε όλα τα δικαιώματά μας, και τόπους και καιρούς και αιτίες και πρόσωπα, και να προσκομίζουμε μύρια άλλα στοιχεία, ενώ όταν έχουμε αγώνες για την αιώνια ζωή, να αναφέρουμε έτσι γενικά και τυχαία τα χωρία των Γραφών;
Και ένα νόμο βασιλικό δεν τον αναφέρει κανείς γενικά και αόριστα, και αν δεν πει και τον χρόνο και δε δείξει και αυτόν που τον εξέδωσε και δεν τον παρουσιάσει σωστό και ολόκληρο, δικάζεται και τιμωρείται με την έσχατη ποινή, ενώ εμείς αναφέροντας, όχι νόμο ανθρώπινον, αλλά αυτόν που ήρθε από πάνω, από τον ουρανό, τον χρησιμοποιούμε με τόσο μεγάλη επιπολαιότητα, ώστε να αποσπούμε τμήματα ή μέρη του; Και που αυτά είναι άξια δικαιολογίας και συγγνώμης;» (ΕΠΕ,8Α,479-485)
A. Ποιος είναι για κλάματα
α. Ο δίκαιος μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή (Ιωάν. 5:24). Δεν πεθαίνει, αλλά ζει αιωνίως στη Βασιλεία του Θεού. Άρα ο δίκαιος (λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) δεν είναι για κλάματα. Για κλάματα είναι εκείνος που ζει στην αμαρτία. Αυτός, είτε ζει, είτε πεθαίνει, είναι αξιοθρήνητος (Εις Αδριάντας, ΣΤ' 3). Πολύ περισσότερον, όταν πεθαίνει. Πάει στο σκότος το εξώτερον!!!
β. Εμείς, όταν πεθαίνει ένας γέρος εκατό χρόνων (που έζησε μακρυά από τον Χριστό, και μέσα στην αμαρτία) δεν τον κλαίμε. Ήταν γέρος!.. Όταν πεθαίνει ένα παλικάρι, που έζησε με αγνότητα, και κοντά στον Χριστό, κλαίμε. Χάθηκε ένας νέος! Όμως, για κλάματα είναι ο γέρος!..
Β. Ο αποχωρισμός
α. Ο απόστολος Παύλος κήρυττε στην Έφεσσο. Οι χριστιανοί τον αγάπησαν. Δέθηκαν μαζί του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, όλοι έκλαιαν απαρηγόρητα. Έπεφταν πάνω του!!! Τον αγκάλιαζαν και τον καταφιλούσαν!!! (Πράξ. 20:37-38) Ο δε Παύλος, δεν τους έλεγε «μην κλαίτε» αλλά τους άφηνε να κλαίνε! «Εγώ νομίζω (λέει ο ιερός Χρυσόστομος) πώς και ο Παύλος έκλαιε» (Όμιλ. ΜΕ',6., εις Πράξ.). «Γιατί κλαίτε, και μου σκίζετε την καρδιά;» έλεγε (ο Παύλος) σε παρόμοια περίπτωση (Πράξ 21:12). Είναι αξιοπρόσεκτο. Ο ουρανοβάμων Παύλος έκλαιε κατά την ώρα του αποχωρισμού!!!
β. Αν ο πρόσκαιρος αποχωρισμός «στοιχίζει» τόσο πολύ (ακόμα και στον άγιο), πόσο μάλλον ο μόνιμος αποχωρισμός, που είναι ο θάνατος. «Ποίος χωρισμός, ω αδελφοί, ποίος θρήνος εν τη παρούση ροπή» (Νεκρώσιμον). Το κλάμα (ακόμα και στους αγίους) είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Ιδού:
• Ο άγιος Δαβίδ, όταν έχασε τον υιό του Αβεσσαλώμ, κλείσθηκε στο δωμάτιό του, και έκλαιε απαρηγόρητα. Πηγαίνοντας δε προς το δωμάτιο μονολογούσε: «Παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, παιδί μου Αβεσσαλώμ. Παιδί μου, παιδί μου!» (Β΄Βασιλ. 18:33).
• Kι ’ όταν πέθανε η μάνα του Μ. Βασιλείου, ο άγιος έκλαιε σα μικρό παιδί. Έγραφε στον Επίσκοπο Ευσέβιο: «Μη με περιγελάσεις που κλαίω, και έμεινα ορφανός σε τέτοια ηλικία. Συγχώρεσέ με, που δεν μπορώ να υπομένω τον αποχωρισμό μιας ψυχής, που δε βλέπω τίποτε αντάξιο σ’ αυτόν τον κόσμο».
• Και η Παναγία, βλέποντας τον Υιό της να πορεύεται προς τον Γολγοθά, έκλαιε απαρηγόρητα, κτυπώντας τα στήθη της (Λουκ. 23.27).
Γ. Ανακουφίζονται οι πενθούντες
α. Το κλάμα έχει και την ψυχολογική του εξήγηση. Είναι μια «εκτόνωση». Το βαρύτατο φορτίο της λύπης, μετασχηματίζεται σε δάκρυα, και φεύγει από τον άνθρωπο, και «ξαλαφρώνει» ο άνθρωπος. Γι ’ αυτό η Γραφή συμβουλεύει τους πενθούντας να κλαίνε για να παρηγορούνται (Σειράχ 36:16-18). Και γι’ αυτό η καλύτερη παρηγοριά για κείνον που πενθεί, είναι να τον αφήνομε να κλαίει να «ξεσκάει».
β. Όταν τον εμποδίζομε, τον ζημιώνομε ψυχολογικά, «τον σκάμε». Η λύπη συσσωρεύεται μέσα του, εγκυμονώντας πολλούς κινδύνους. ( Αλήθεια. Αν δεν κλάψει η μάνα όταν χάνει το παιδί της, πότε θα κλάψει;)
Δ. Ανακουφίζονται, και οι νεκροί
Καθώς πέθαινε ένας μοναχός, άνοιξε τα μάτια και είδε γύρω του να τον κλαίνε οι συγγενείς και οι φίλοι του. Και μ’ αυτό παρηγορήθηκε η ψυχή του (Ευεργετ. τόμ.Α., σελ. 189,7). Άρα, όταν κλαίνε οι συγγενείς, παρηγορείται η ψυχή. Γι’ αυτό ο νεκρός επιζητεί το κλάμα: «κλαύσατε πάντες επ’ εμοί, αδελφοί και φίλοι, συγγενείς και γνωστοί» (Νεκρώσιμον).
Ε. Πώς πρέπει να κλαίμε
α. Ο Χριστός είπε για τον νεκρό Λάζαρο: «Κοιμάται, θα πάω να τον ξυπνήσω». Και παρόλο αυτό, έκλαψε! Ποιος κλαίει (λέει ο Μ. Βασίλειος) όταν κοιμάται ο φίλος του, και πάει να τον ξυπνήσει; Ο Χριστός (συνεχίζει ο άγιος) έκλαψε συμβολικά. Για να μας δείξει, πώς πρέπει να κλαίμε (Περί Ευχαριστίας). Ήτοι, να κλαίμε, όχι σαν τους αθέους, «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσ. 4:14), αλλά σαν τους πιστούς που πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού και στη Βασιλεία Του. Να κλαίμε με την ελπίδα, πως ο αδελφός μας μετέστη από τη γη στον ουρανό, και μια μέρα θα αναστηθεί, όπως ανέστη ο Λάζαρος. Να κλαίμε σαν τον Μ. Βασίλειο, σαν την Παναγία, σαν το Χριστό.
β. Όμως, αλλιώς κλαίμε, όταν πεθαίνει ο δίκαιος, και αλλιώς, όταν πεθαίνει ο αμαρτωλός. Όταν πεθαίνει ο δίκαιος, κλαίμε μεν επειδή έφυγε από κοντά μας, αλλά και νοιώθομε ανακούφιση, επειδή πορεύτηκε εις τόπο αναπαύσεως, «μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον». Όταν όμως πεθαίνει ο αμαρτωλός, κλαίμε δυο φορές! Και επειδή έφυγε από κοντά μας, και επειδή έφυγε αμετανόητος!.. Αλλά δεν απελπιζόμαστε. Eλπίζομε στο έλεος του Κυρίου.
ΣΤ. Οι μεγαλομάρτυρες
α. «Στην ψυχή σου θα πέσει μαχαιριά» (Λουκ. 2:34), προφήτευσε ο δίκαιος Συμεών για την Παναγία. Και «έπεσε». Η σταύρωση του Υιού της ήταν μαχαιριά για την ψυχή της.
β. Μαχαιριά («ρομφαία») αποκαλεί τον θάνατο η Γραφή. Σα να μας λέει: Όποιος χάνει το αγαπημένο του πρόσωπο, σφαγιάζεται η ψυχή του. Και, όποιος το μαχαίρωμα αυτό το υπομένει άνευ γογγυσμού, λογίζεται ως μεγαλομάρτυρας! «Αν κόβονταν το σώμα σας κομμάτια, και υπομένατε με γενναιότητα δοξάζοντας τον Κύριο, θα είχατε απ΄ Αυτόν μεγάλη ανταμοιβή. Το ίδιο θα γίνει και τώρα, που πονάτε ψυχικά» (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εις Ολυμπιάδα).
(“Μετά θάνατον”, αρχιμ. Βασ. Μπακογιάννη, σσ. 55-59)
Πνευματικό στήριγμα
Ο Γέροντας προσευχόταν και βοηθούσε πνευματικά και τα αδέρφια του και άλλους συγγενείς που είχαν ανάγκη. Παρά ταύτα ουδέποτε τους επισκέφτηκε και άργησε ολόκληρες δεκαετίες να τους δει στα Κατουνάκια.
Μας διηγείτο: «Μία φορά βλέπω εις τον ύπνο μου τον αδερφό μου ότι τάχα έπεσε στη θάλασσα, και σκεπτόμουνα, εάν πνίγηκε ή όχι. Τότε αμέσως περπατάω επάνω στα κύματα, και περίμενα να βγει στην επιφάνεια. Μόλις βγήκε επάνω, τον αρπάζω από τα μαλλιά και τον βγάζω έξω. Τότε που είδα το όνειρο, αυτός είχε τραυματισθεί σοβαρώς και θαυματουργικώς εσώθη. Το περπάτημα επί των κυμάτων και το άρπαγμα από τα μαλλιά και η σωτηρία του σήμαιναν την προσευχή, το κομποσχοίνι που του κάνω πάντοτε.
»Άλλοτε πάλι, ο αδερφός μου είχε συλληφθεί από κομμουνιστάς και φυλακίστηκε. Είχαν αποφασίσει να τον σκοτώσουν. Το βράδυ εκείνο είδα στον ύπνο μου ότι τον είχαν σε φυλακή και ρώτησα τον φύλακα γιατί τον φυλάκισαν. Μου απάντησε ότι χρωστά 150 λίρες. Τότε βγάζω και του δίδω 200, και τον άφησε ελεύθερο. Πράγματι, θαυματουργικώς εσώθη, αφεθείς ελεύθερος, ενώ τον είχαν για θάνατο.»
Η προσευχή του Γέροντα πρόφθανε στις οικογενειακές δυσκολίες τους. Έτσι η αδερφή του διηγείται: «Βρισκόμουν σε πολύ μεγάλη στεναχώρια, διότι με τον άνδρα μου είμασταν στα πρόθυρα να χωρίσουμε. Ο άντρας μου αγαπούσε πάρα πολύ τη μάνα του που τον πίεζε συνεχώς να με χωρίσει (ήτο ηλικίας 80 ετών). Αφορμή ζητούσε να βρει, για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Εγώ σκεπτόμουν τι θα έκανα με δυο μικρά κοριτσάκια. Το έλεγα στη μητέρα μου και μου απαντούσε: ‘‘Παιδί μου, προσευχή ας κάνουμε. Τίποτε δεν γίνεται χωρίς το θέλημα του Θεού. Μόνο αν το επιτρέψει ο Θεός, θα γίνει αυτό!’’
» Ο πόνος μου ήταν μεγάλος. Έπαιρνα τη φωτογραφία του Εφραίμ και έκλαιγα, και του μιλούσα, και προσευχόμουν, σαν να ήταν εικόνα η φωτογραφία. Παρακαλούσα με δάκρυα να με βοηθήσει και να με σώσει από τον κίνδυνο αυτό.
»Ο Χαράλαμπος (ο αδερφός μου) είχε πάει την εποχή εκείνη στον Εφραίμ, στο Άγιον Όρος. Του λέει ο Εφραίμ: ‘‘Γιατί η αδερφή μας η Ελένη συνεχώς με ενοχλεί; Γιατί παίρνει τη φωτογραφία μου και ζητά βοήθεια από εμένα κλαίγοντας; Να της πεις να παίρνει την εικόνα της Παναγίας και σ’ αυτήν να προσεύχεται και να παρακαλεί, και όχι στην φωτογραφία μου! Η Παναγία θα τη βοηθήσει∙ η Παναγία θα κάνει το θαύμα της και δεν θα πάθει κακό’’.
»Τις ημέρες εκείνες ήρθε τηλεγράφημα από τη μητέρα του ανδρός μου, όπου έγραφε να πάει στο χωριό για τη γνωστή υπόθεση. Επρόκειτο για την υπόθεση του διαζυγίου. Φαντάζεσθε τη θλίψη μου και τον πόνο μου. Κλείσθηκα στο δωμάτιο. Πήρα την εικόνα της Παναγίας, που μου είχε στείλει ο Εφραίμ με τον γέροντα Νικηφόρο, και κλαίγοντας με λυγμούς έλεγα τον πόνο μου και την παρακαλούσα να με γλιτώσει από τον μεγάλο αυτό κίνδυνο. Το πρωί ο σύζυγός μου θα έφευγε για το χωριό. Το απόγευμα έρχεται ξαφνικά είδησις από το χωριό ότι η πεθερά μου, ενώ δεν είχε τίποτε, δεν ήταν άρρωστη, βρέθηκε νεκρή στην καρέκλα που καθόταν! Έτσι δεν πραγματοποιήθηκε ο κίνδυνος του διαζυγίου, διότι άλλαξε ριζικά ο σύζυγός μου μετά τον θάνατο αυτόν τον ξαφνικό της μητέρας του».
Και για τον μεγάλο του αδελφό, μακαριστό Επαμεινώνδα, αν δεν προσευχήθηκε! Ήταν ο πιο χλιαρός της οικογενείας και αποκόμισε τις περισσότερες προσευχές και ζώντας και μετά θάνατον.
Προσευχόμενος θερμά για μία εξαδέλφη του πολύ πονεμένη, που είχε μπλέξει όμως με μαγεία, ξεπέρασε απ’ ό,τι μας έλεγε κάθε όριο παρακαλώντας: «Χριστέ μου, για το αίμα που έχυσες πάνω στον σταυρό, ελέησε και αυτήν την ψυχή». «Έφαγα έναν μπάτσο που ήταν όλος δικός μου. Ο Θεός όλα τα ανέχεται, αλλά τη μαγεία… μακριά», έλεγε σωφρονισμένος. «Και άλλη μια φορά, ομολογούσε, επιχείρησα κάτι τέτοιο και ερέθισα την οργή του Θεού, αλλά πρόλαβα ζητώντας ‘‘ευλόγησον’’ (συγγνώμη) και δεν έφαγα τον μπάτσο. Φόβος και τρόμος είναι αυτά».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Η χρυσή γιαγιά
Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση του πατέρα για το Όρος, ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή, είχε κοιμηθεί και η μητέρα του Γέροντα. Αυτή η υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ του θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι’ αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχής, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ο γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; Η κυρία σας, τα παιδάκια σας είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή η γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί, «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό, τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί, το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγό του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ο αξιωματικός. Απορούσε η κοπέλα, αν μια πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ο Γέροντας, όταν έμαθα ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδερφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται η κόρη της: «Όταν η μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ημέρες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ημέρα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθησα κοντά της όλη εκείνην τη νύχτα. Το πρόσωπόν της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! ‘‘Τι λέγεις, μητέρα;’’ τη ρωτούσα, ‘‘τι βλέπεις;’’ ‘‘Τι να σου πω, παιδί μου, τι όμορφα! Τι έβλεπα! Αλλά πού βρίσκομαι;’’ Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
Μετά μία εβδομάδα που ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ο θάνατός της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε η μοναχή που την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδία! Λέω τότε στη μοναχή: ‘‘Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;’’ ‘‘Όχι, κυρία Ελένη’’, απαντά, ‘‘δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό που ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα που την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι’ αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητος. Είναι σημάδι ότι σώθηκε η μητέρα σας’’. Μείναμε κατάπληκτοι! Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί αγίας ψυχής! Σαν ιδρώτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, που ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε) επί μίαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε η μητέρα μας παρά ο επιτάφιος».
Και ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε∙ αφού έπεσα, τρόπον τινά σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφτασε! Όταν προσευχόμουν γι’ αυτήν, έπαιρνα∙ δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
»Είδα σαν μία θεωρία, να πούμε. Πήγαινε η μητέρα μου στον Χριστό: ‘‘Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία’’. Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
»Πολλές φορές έβλεπα ότι η μητέρα μου είναι ο γερο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο…
»Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατό της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: η μητέρα μας έφθασε σε μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου, και η μητέρα μου γερο-Ιωσήφ ήτανε.
» Η μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα∙ μονάχη της∙ έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γερο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλήν υπομονή που έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές αλλά για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό».
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000