ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

307. Μεγάλη είναι η αγάπη σου, Κύριε! Από αγάπη για μας, έγινες άνθρωπος και πέθανες πάνω στον Σταυρό. Ατενίζω το Τίμιο Ξύλο και θαυμάζω πάνω σ’ αυτό την αγάπη σου προς εμένα και τον κόσμο, γιατί ο Σταυρός είναι η τρανή απόδειξις του πόσο μας αγάπησες. «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιω. ιε’ 13). Τα ζωοποιά σου Μυστήρια, Κύριε, μαρτυρούν στο διηνεκές την ένδοξό σου αγάπη για μας. Το θείο σου Σώμα τεμαχίζεται πάνω στην Αγία Τράπεζα για μένα και για όλους μας. Το Τίμιο Αίμα σου χύνεται για μένα και για όλους μας. Κύριε, δοξάζω τα θαύματα που έγιναν με τα Άγια Μυστήριά σου στους πιστούς, όταν τους κοινώνησα σαν λειτουργός σου. Δοξάζω τις άπειρες θαυμαστές θεραπείες, που έγινα αυτόπτης μάρτυς τους. Δοξάζω τα αποτελέσματα που είχε και σ’ εμένα τον ίδιο η θεία Μετάληψις, Θεέ μου, πώς να σου ανταποδώσω τόση ευεργεσία; Αξίωνέ με να σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά, καθώς και τον πλησίον μου σαν τον εαυτό μου. Αξίωνέ με να αγαπώ επίσης και τους εχθρούς μου και όχι μονάχα εκείνους που με αγαπούν.

308. Κύριε, δίδαξέ μας να ζούμε με αμοιβαία αγάπη και ενίσχυσε αυτή την αγάπη μέσα μας με το Άγιό σου Πνεύμα. Υπόταξε τα πάθη μας, που μάχονται την ουράνια αγάπη του Ευαγγελείου και νέκρωσε το σαρκικό μας φρόνημα. Αξίωνέ με, Κύριε, να προτιμώ πάτοντε τη χάρι σου, την ειρήνη σου, τη δικαιοσύνη σου, την αγιότητά σου από τα γήινα αγαθά και να είμαι αφωσιωμένος σε σένα έως την ύστερη πνοή μου.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 132-133)

Αμήν
πώς να το πει ο λαός;
Ιδιώτη (απλοϊκό) ονομάζει ο Παύλος το λαϊκό,
δείχνοντας, ότι και αυτός δέχεται όχι μικρή ζημιά,
όταν δεν μπορεί να πη το Αμήν...
Διότι, αφού δεν θ’ ακούσει το «εις τους αιώνας των αιώνων»,
που είναι το τέλος της εκφωνήσεως,
δεν μπορεί να λέει το Αμήν.
Ε.Π.Ε. 18α,466

όλοι μαζί στη λατρεία
Παραγγέλλουμε να σκύβουμε τα κεφάλια μας,
ως δείγμα το ότι ακούστηκαν οι προσευχές μας
έχοντας την ευλογία του Θεού.
Διότι δεν ευλογεί άνθρωπος, αλλά με το χέρι του Ιερέως
και τη γλώσσα του οδηγούμε τους παρευρισκόμενους
στον ίδιο το Βασιλιά Θεό. Και αναφωνούν όλοι μαζί το Αμήν.
Ε.Π.Ε. 19,78

Αμήν Αμήν λέγω υμίν
Όπως, λοιπόν, ορκίστηκε ο Πατέρας,
έτσι ορκίζεται και ο Υιός στον εαυτό του, λέγοντας:
Αλήθεια, αλήθεια σας λέω!
Εδώ τους υπενθυμίζει τους όρκους εκείνους του Χριστού,
τους οποίους έλεγε συνέχεια: Αλήθεια σας λέω όποιος πιστεύει σε μένα,
δεν θα πεθάνει ποτέ (Ιωάν. ια' 26).
Ε.Π.Ε. 24,472


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 166)

Η ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού
Όταν δεν κάνει κανείς εγκράτεια, έχει επάνω του αποθήκες ολόκληρες.
Ενώ, όταν κάνει εγκράτεια και τρώει αυτό που του χρειάζεται,
το καίει ο οργανισμός του και δεν αποθηκεύει.
Η ποικιλία των φαγητών τεντώνει το στομάχι και φέρνει όρεξη,
αλλά και δημιουργεί χαύνωση και πυρώσεις. Αν στο τραπέζι υπάρχη
μόνον ένα φαγητό και δεν είναι πολύ νόστιμο, ίσως να μην το φάη κανείς
όλο ή, αν είναι νόστιμο και λαιμαργήσει, ίσως φάει λίγο παραπάνω.
Όταν όμως υπάρχει ψάρι, σούπα, πατάτες, τυρί, αυγό, σαλάτα, φρούτο,
γλυκό, θέλει όλα να τα φάει και ζητάει και άλλα. Όλα τα τραβάει η όρεξη,
γιατί το ένα παρακινεί στο άλλο. Και βλέπεις, ο άνθρωπος έναν λόγο δεν σηκώνει,
τον έναν δεν τον χωνεύει, τον άλλον δεν τον χωνεύει, ενώ το καημένο το στομάχι,
ό,τι του ρίχνουμε, το υπομένει. Το ρωτήσαμε αν τα χωνεύει;
Το στομάχι δηλαδή που δεν έχει λογική, μας περνάει στην αρετή και αγωνίζεται όλα να τα χωνέψει.
Και αν δεν ταιριάζει το ένα είδος με το άλλο, όταν μπούν μέσα, μαλώνουν,
και τί να κάνη τότε και εκείνο; Αρχίζει μετά η βαρυστομαχιά.
-Και πώς μπορείς, Γέροντα, να κόψεις την συνήθεια να τρώς πολύ;
-Χρειάζεται λίγο φρένο. Ας μη φάς κάτι που σου αρέσει, για να μην ανοίγεις δουλειά,
γιατί σιγά-σιγά μεγαλώνει η αχυρώνα. Το στομάχι, ο κακός «τελώνης» που λέει ο Αββάς Μακάριος,
μετά συνέχεια ζητάει. Την ώρα του φαγητού ευχαριστιέσαι, ύστερα όμως θέλεις να κοιμηθής,
ούτε να δουλέψης μπορείς. Αν τρώς ένα είδος φαγητού, αυτό βοηθάει να κόψης την όρεξη.
-Αν, Γέροντα, υπάρχει ποικιλία φαγητών, αλλά σε μικρές ποσότητες, υπάρχει πάλι η ίδια δυσκολία;
-Έ, πάλι η ίδια δυσκολία είναι, αλλά είναι μικρά τα ...κόμματα και δεν μπορούν να κάνουν κυβέρνηση!...
Όταν υπάρχει μεγάλη ποικιλία, είναι σαν να μαζεύωνται πολλά ...κόμματα στο στομάχι
και το ένα κόμμα ερεθίζει το άλλο, πιάνονται μεταξύ τους, χτυπιούνται και αρχίζει βαρυστομαχιά...
Η ευχαρίστηση από το λιτό φαγητό είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση που δίνουν τα καλύτερα φαγητά.
Όταν μικρός έφευγα στο δάσος και έτρωγα μόνον ένα κομμάτι κουλούρα, ώ, δεν ήθελα τίποτε άλλο!
Τα καλύτερα φαγητά δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν εκείνη την πνευματική ευχαρίστηση που ένιωθα.
Αλλά το έκανα με χαρά. Πολλοί άνθρωποι όμως δεν έχουν αισθανθει την ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού.
Στην αρχή, όταν τρώνε κάτι νόστιμο, αισθάνονται μια ευχαρίστηση και μετά μπαίνει η λαιμαργία,
η γαστριμαργία, τρώνε πολύ καί, ιδίως όταν είναι ηλικιωμένοι, νιώθουν βάρος,
και έτσι στερούνται την ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 181)

Ήρθαν στο Γέροντα με άσεμνη εμφάνιση μία ημέρα,
που πήγα στο Γέροντα, συνάντησα εκεί κάποιες κοπέλες,
που είχαν πάει κι αυτές να τον δούν. Ήταν, όμως, άσεμνα ντυμένες.
Κουβέντιαζε, λοιπόν, μαζί τους ο Γέρων Πορφύριος για διάφορα πνευματικά θέματα,
αλλά δεν τους έκανε καμιά παρατήρηση για την εμφάνισή τους.
Εγώ, ομολογουμένως, αγανάκτησα εσωτερικά μ' αυτές τις κοπέλες,
που πήγαν σ' ένα τέτοιο άγιο Γέροντα ντυμένες κατ' αυτόν τον τρόπο,
αλλά σκανδαλίσθηκα και από τογεγονός ότι ο Γέρων Πορφύριος δεν τους έκανε παρατήρηση.
Όταν έφυγαν οι κοπέλες, χαμογελώντας μου είπε:"Κύριε τάδε, εγώ δεν είμαι αυστηρός,
όπως είσαι εσύ". Βέβαια, αμέσως κατάλαβα ότι είχε συλλάβει τη σκέψη μου
και τον σκανδαλισμό μου. Όμως, τον ρώτησα: "Γιατί το λέτε αυτό, Γέροντα";
Μου είπε τότε: "Ήρθαν αυτές οι κοπέλες εδώ μ' αυτή την άσεμνη εμφάνιση
και δεν τους έκανα παρατήρηση. Εγώ έχω μια άλλη τακτική, διότι, ακόμη κι αν
τους μιλούσα για την εμφάνισή τους, αφού δεν έχουν πίστη στο Χριστό,
δε θα συμμορφώνονταν. Προσπαθώ πρώτα να τις φέρω στην πίστη του Χριστού
και, τότε, μόνες τους θα καταλάβουν το λάθος τους και θα διορθωθούν".
[Ί 129]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.168)

Θυμάμαι, τη δεκαετία του ’70 οι πλατείες ήταν γεμάτες από παιδιά, απ’ τις χαρές τους και τα γέλια τους! Παίζαμε χωρίς σταματημό εκτός κι αν περνούσε ιερέας. Τότε ο πρώτος που τον έβλεπε φώναζε ‘ περνάει ο παππούλης!’ Και καθόμαστε στη σειρά όλοι μας για να ασπαστούμε το χέρι του. Κι αυτός καθόταν υπομονετικά και με χαμόγελο και μας έδινε την ευλογία του. Τώρα, περίπου 50 χρόνια μετά, αυτό δε γίνεται φυσικά! Τα παιδιά είναι κλεισμένα στο σπίτι μπροστά από μια οθόνη. Σε μια οθόνη που δείχνει σίριαλ που παρουσιάζουν τους ιερείς, μέθυσους, να ευλογούν την καύση των νεκρών, να ερωτεύονται και να φιλιούνται με τις πρωταγωνίστριες, ιερείς που η μόνη διαφορά με τους άλλους ανθρώπους είναι η ενδυμασία τους! Γιατί άραγε; Είναι αλήθεια αυτό; Είναι τυχαίο; Δε νομίζω! Η τηλεόραση πάντα ασκούσε πολιτική. Μέσα από αυτήν οι ηγέτες των εθνών διαμορφώνουν συνειδήσεις. Μια λειτουργία που ο Χριστός ανέθεσε στην Εκκλησία Του, τώρα ασκείται από την τηλεόραση. Όχι για όλους, για όσους την επιλέγουν.
Και είναι φανερό πως οι άνθρωποι στην εποχή μας δε θέλουν κανένα έλεγχο. Δε θέλουν να αλλάξουν. Γι’ αυτό αποφεύγουν την Εκκλησία και την Εξομολόγηση. Και πώς θα κοιμίσουν τη συνείδηση τους, την ψυχή τους που τους φωνάζει ότι κάνουν λάθος; Θα τα φέρουν όλα στο ύψος τους! Όταν η μέριμνα μου είναι πώς θα βγάλω περισσότερα λεφτά, κλέβοντας και εξαπατώντας, όταν μοιχεύω και το μυαλό μου και τα μάτια μου είναι μονίμως στη σάρκα, όταν έχω βουλιάξει μέσα στην αμαρτία, μακριά από το Χριστό, τότε ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο Χριστό, απέχοντας από τις ηδονές του κόσμου, είναι για μένα έλεγχος ακόμα κι αν δεν μου πει τίποτα. Όπως φυσικά είναι έλεγχος και ο ίδιος ο Χριστός! Μπροστά Του είμαστε όλοι αμαρτωλοί. Όσοι είμαστε μέσα στην Εκκλησία το έχουμε συνειδητοποιήσει και πασχίζουμε με τη βοήθεια του Θεού να σώσουμε την ψυχή μας. Οι άλλοι που Τον αρνούνται προβάλλουν στο Χριστό και τους λειτουργούς Του τις αδυναμίες τους. Έτσι ‘ ο Χριστός είχε σχέση με τη Μαρία Μαγδαληνή και είχε και παιδιά, η Παναγία μετά το Χριστό έκανε κι άλλα παιδιά και οι ιερείς κλέβουν τα παγκάρια, είναι μπεκρήδες και ερωτεύονται’ και άλλα πολλά τέτοια και ακόμη χειρότερα! Προσθέτοντας έτσι στις αμαρτίες τους την αμαρτία της ιεροκατάκρισης.
Πριν μπω στην Εκκλησία τα πίστευα κι εγώ αυτά. Όλοι οι φίλοι μου από την εφηβεία και μετά αυτά έλεγαν. Όμως μέσα στην Εκκλησία γνώρισα κάτι που ο κόσμος αγνοεί. Τη Θεία Χάρη, το μεγαλείο του Θεού που δίνει δύναμη τεράστια στους αδύνατους, χαριτώνει και ενισχύει καθημερινά όλους μας και ειδικά τους ιερείς μας! Αυτοί που ζουν μακριά από την Εκκλησία δε ζουν τους ιερείς από κοντά. Είναι μεν άνθρωποι αλλά είναι Χριστοκίνητοι. Δε βασιλεύει μέσα τους το κοσμικό φρόνημα αλλά ο Χριστός. Ζουν το Χριστό, τον απόλυτο έρωτα που ο κόσμος δυστυχώς δε γνωρίζει, και όλοι οι έρωτες του κόσμου τους αφήνουν παντελώς αδιάφορους. Ναι, άνθρωποι είναι κι αυτοί, αλλά άνθρωποι που δίνουν καθημερινά λόγο στο Θεό. Το ότι ένα εξαιρετικά ελάχιστο ποσοστό νικιέται από το διάβολο, αυτό είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο Απόστολος Παύλος λέει ‘οι άγιοι κρινούσιν τον κόσμο’( Α΄ Κορ. στ΄,2). Αλίμονο αν οι χριστιανοί και ειδικά οι ιερείς ευλογούσαν την αμαρτία και τη διέπρατταν συστηματικά κιόλας! Η Εκκλησία αγκαλιάζει τους αμαρτωλούς αλλά καυτηριάζει την αμαρτία. Όπως είπε και ο Χριστός στην πόρνη ‘Μηκέτι αμάρτανε’(Ιω. η΄,11). Ο κόσμος όμως θέλει τους ιερείς στα μέτρα του όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες με τους Θεούς τους. Και τί θα κερδίσει μ’ αυτό; Θα κουκουλώνει τα αίσχη του όπως κάνει χρόνια τώρα, νομίζοντας ότι θα μείνουν για πάντα κρυφά. Έλα όμως που βγαίνουν στην επιφάνεια! Γιατί όπως και στο σώμα έτσι και στην ψυχή η σαπίλα μυρίζει πολύ έντονα.
Αντί λοιπόν να είμαστε πονηροί και να πετροβολούμε τους ανθρώπους του Θεού, όπως έκαναν και οι Ιουδαίοι με τους Προφήτες, ας προσευχόμαστε ένθερμα γι’ αυτούς και ας ευχαριστούμε το Θεό που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που Του αφιερώνουν τη ζωή τους! Ας προσευχόμαστε να μην πηγαίνουν με τα νερά μας αλλά μαζί με την αγάπη τους να έχουν και την αλήθεια, τον έλεγχο, τη διάκριση και την αυστηρότητα όπου χρειάζεται. Και αν η κατάντια μας δεν μας επιτρέπει να τους φιλήσουμε το χέρι, τουλάχιστον ας έχουμε λίγο φόβο Θεού κι ας μην τους το δαγκώνουμε! Γιατί οι ιερείς μας είναι τα κατεξοχήν χέρια του Θεού στη γη! Και δεν είναι καθόλου συνετό να δαγκώνουμε τα χέρια του Θεού!(Κ.Δ.Κ)

 

Δέκα αγιορείτες

Μεταξύ της Ι. Μονής Ιβήρων και του Μυλοποτάμου, λίγο ψηλότερα από το δάσος, βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ένα κελλί με εκκλησία της Αγίας Τριάδος.

Ο γέροντας και εννέα μοναχοί αποτελούσαν τη συνοδεία του κελλιού αυτού, που ήταν σαν ένα μικρό κοινόβιο μοναστηράκι, με ελαιόδενδρα, αμπέλι, οπωροφόρα δένδρα και λαχανικά.

Οι αδελφοί ζούσαν πολύ ειρηνικά και αγαπημένα, σαν μια ψυχή σε πολλά σώματα, και από το αποτέλεσμα φαίνεται πως παρακαλούσαν τον Θεό να πεθάνουν όλοι μαζί.

Κάποτε οι γείτονές τους, επειδή δεν έβλεπαν καμμιά κίνησι, τους αναζήτησαν. Πλησίασαν στο κελλί, χτύπησαν την πόρτα, είπαν κατά την τάξι το « Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…» και περίμεναν ν’ ακούσουν από μέσα το «Αμήν» και να τους ανοίξουν την πόρτα. Αλλά τίποτε! «Ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις…» Τότε τρεις απ’ αυτούς, έκαναν τον σταυρό τους, προχώρησαν και μπήκαν στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μίλησαν, φώναξαν. Κανείς δεν αποκρίθηκε.

Περίμεναν λίγο και ύστερα αισθάνθηκαν να έρχεται ευωδία από την εκκλησία! Κατευθύνθηκαν προς αυτήν και τι να δουν: Στη μέση της εκκλησίας, γύρω-γύρω από τον γέροντα του κελλιού βρίσκονταν τα σώματά τους στη στάσι που μετά το απόδειπνο, έβαζαν μετάνοια και ζητούσαν συγχώρησι! Θα τους είχε πη ο γέροντας: «Πατέρες και αδελφοί, ευλογείτε, συγχωρέστε με και ο Θεός συγχωρέση σας».

Στη στάσι αυτή που παρέδωκαν οι μακάριοι εκείνοι μοναχοί την ψυχή τους στα χέρια του Θεού, θα είχαν περισσότερες από δεκαπέντε μέρες. Και όμως δεν είχαν κοκκαλώσει, όπως συνήθως γίνεται με όλους τους νεκρούς! Δεν είχαν ακόμη αλλοιωθή. Απεναντίας εξέπεμπαν άρρητη ευωδία.

Τους ενταφίασαν κατά την τάξι της Εκκλησίας όπως τους βρήκαν, γιατί φορούσαν τα σχήματά τους, τα κουκούλια τους και είχαν τα κομποσχοίνια στα χέρια. Έτσι πάνοπλοι και πανέτοιμοι αναχώρησαν για την άλλη, την αιώνια ζωή.

(Γεροντικόν Αγίου Όρους)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 231-232)

Συνέντευξη του Αναστασίου Κεφαλά, ανιψιού του αγίου Νεκταρίου στον Μανώλη Μελινό

[…] Αναστάσιος Κεφαλάς: Διότι, κύριε Μελινέ, όταν ήρθε η εποχή να πάω στην Αλβανία, μου συνέβη γεγονός θαυμαστό. Παρ’ ότι ήμουν του ναυτικού επειδή είχα γεννηθεί στη Χίο, μας ‘ριξαν στο πεζικό γιατί είχε ανάγκη το κράτος. Όντως πήγα.

Έλαβα μέρος σε μια μάχη στην περιοχή Πωπότιστα, μέσα στην Αλβανία, κοντά στην Κορυτσά. Ήταν χωριό. Πολεμήσαμε με τους Ιταλούς εκεί. Αλλά κι οι Αλβανοί δεν μας άφηναν ήσυχους.

Θα σας διηγηθώ τώρα ένα από τα ζωντανά θαύματα του Αγίου [του αγίου Νεκταρίου] μας. Ήταν Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1940. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου. Στην αρχή μας είχαν στείλει στα σύνορα της Αλεξανδρουπόλεως. Κατόπιν μας μετακίνησαν.

Μανώλης Μελινός: Μήπως θυμάστε σε ποιο τάγμα υπηρετούσατε;

Αν. Κεφαλάς: Ναι. Εικοστό τρίτο σύνταγμα πεζικού. Ήταν των νήσων Λέσβου, Χίου και Σάμου. Μας είχαν ρίξει όλους εκεί. Λοιπόν, όπως βαδίζαμε για να πάμε στο προκαθορισμένο σημείο ν’ αναλάβουμε τις θέσεις μάχης, παραπάτησα σ’ ένα φράχτη με ξύλα και αγκαθωτά σύρματα που ήταν καλυμμένος από το χιόνι και δεν φαινόταν τίποτε.

Το μέρος για μας, καθώς ήταν χιονισμένο, φαινόταν ίδιο. Μέρα μεσημέρι αυτά! Εκεί καθώς βαδίζαμε, χώθηκε το πόδι μου κι έπεσα στο βαθύ χαντάκι. Καθώς έπεφτα, ακούω μια φωνή, τη φωνή του λοχαγού μας:

– Πάει ο Κεφαλάς, τον χάσαμε.

Εγώ είχα κυριολεκτικά χαθεί μέσα στα χιόνια. Ήταν κατηφορικό το βουνό εκεί. Φράχτης εδώ, φράχτης παραπέρα. Πέφτοντας έκανα δυο-τρεις βόλτες. Ευτυχώς πού είχα στην πλάτη μου το γυλιό (σ.σ. ο σάκος με τα είδη εκστρατείας που μεταφέρει ο κάθε στρατιώτης στην πλάτη του). Είχα και το όπλο μου.

Ο λοχαγός δίνει αμέσως εντολή:
– Ψάξτε να τον βρούμε τον Κεφαλά! Γρήγορα.

Εγώ – για να καταλήξω γιατί σας λέω όλη αυτή τη λεπτομέρεια – αισθάνθηκα ένα «χέρι»! Μια δύναμη στον αυχένα να με τραβάει προς τα πάνω! Κάτι σα να με σήκωνε από τους ώμους. Βγήκα έτσι από τα χιόνια κι έπεσα ανάσκελα στο χιονισμένο έδαφος.

Έτσι καθώς ήμουν, κοίταγα τον ουρανό και είπα: «Άγιέ μου και θείε μου, σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες. Το ‘ξερα πως θα ‘ρθεις».
Το ‘λεγα κι έκλαιγα. Σημειώστε ότι είχα μαζί μου την εικόνα του Αγίου.

Μόλις με είδε ο λοχαγός, μου λέει:
– Τι έγινες, βρε Κεφαλά; Ξαναζωντάνεψες; Εσύ πήγες στο θάνατο και γύρισες…
– Ε, όχι και στο θάνατο, κύριε λοχαγέ.

Αισθανόμουν σαν να με τραβούσε ένας γερανός. Ελαφρότατος βγήκα κι έπεσα ανάσκελα. Το χιόνι έπεφτε στο πρόσωπό μου. Το αισθάνθηκα σαν αγίασμα. Δεν ξέρετε πόσο πολύ ευχαριστήθηκα.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Μανώλη Μελινού, «Μίλησα με τον άγιο Νεκτάριο, Συνεντεύξεις με 30+1 ανθρώπους που τον γνώρισαν», α’ τόμος. Η φωτογραφία του Αναστασίου Κεφαλά ελήφθη από το ίδιο βιβλίο· πηγή: "Πεμπτουσία")

“Ελέησε με, Κύριε”
                                                    (Ματθ. ιε΄22)

“Αυτός που προσεύχεται αδιάλειπτα,και αν

ακόμα αξιωθεί και κατορθώσει κάτι, ξέρει με

Ποιου τη δύναμη το κατόρθωσε.

Γι’ αυτό και δεν μπορεί να υπερηφανευτεί, ούτε

να το αποδώσει στη δύναμή του, αλλά αποδίδει

στο Θεό κάθε κατόρθωμα και Αυτόν πάντα ευχαριστεί

και παρακαλεί, φοβούμενος μήπως χάσει αυτή τη βοήθεια

και τότε φανερωθεί η ασθενική και αδύναμη φύση του.

Και έτσι με τη βοήθεια της ταπεινώσεως προσεύχεται,

και όσο κατορθώνει κάτι, τόσο ταπεινώνεται, βοηθιέται 

και προκόβει”.

                              (Αββά Δωροθέου, Ασκητικά,
              λόγος β΄ περί ταπεινοφροσύνης, σ. 129)

μέλλοντος αιώνος Όταν δης κάποιον να τον χειροκροτούν, ο λογισμός σου ας στραφή προς τη μέλλουσα δόξα. Και όπως ακριβώς όταν δης να έρχεται κατά πάνω σου ένα θηρίο, τρέχεις να ξεφύγης, μπαίνεις σε κάποιο σπιτάκι και κλείνεις καλά την πόρτα, έτσι τώρα. Να καταφύγης στη μέλλουσα ζωή και στην απερίγραπτη δόξα της. Ε.Π.Ε. 19,632 και δόξα Και συ, αν θέλης αληθινή δόξα, να αποφύγης την εδώ δόξα. Αν όμως επιδιώκης την εδώ δόξα, θα χάσης την αιώνια εκεί δόξα. Ε.Π.Ε. 20,130 σκιά Ένδοξος δεν είναι όποιος καίγεται για την ανθρώπινη δόξα, αλλ’ είναι εκείνος που την περιφρονεί. Διότι αυτή η δόξα είναι σκιά δόξας. Ε.Π.Ε. 20,130 του Πατρός και του Υιού Η δόξα δεν ανήκει μόνο στον Υιό, αλλά αναφέρεται και στον Πατέρα. Διότι όταν δοξάζεται ο Υιός, δοξάζεται και ο Πατέρας. Ε.Π.Ε. 22,62 κοσμική, κουφή Επιζητούν τιμές, φουσκώνουν από εγωισμό και αρέσκονται να τους περιβάλλουν αυλοκόλακες. Ε.Π.Ε. 22,384 των αγίων Οι άγιοι βρίσκονται κοντά στο Χριστό, και βεβαιώνονται και για τη δόξα Του. Θα έλεγα καλύτερα, ότι αυτό είναι δόξα, και εκείνων (των πιστών), και δική Του. Δική Του δόξα, διότι δεν τους εγκατέλειψε, αλλά τους κατέστησε ένδοξους. Δόξα των αγίων, γιατί αξιώθηκαν μιας τόσο μεγάλης τιμής. Ε.Π.Ε. 23,48 Θεού και αγίων Αφού δοξάζεται ο Κύριος, δοξάζονται και οι δούλοι. Διότι όσοι δοξάζουν τον Κύριο, πολύ περισσότερο οι ίδιοι δοξάζονται. Άλλωστε δόξα είναι η θλίψις για το Χριστό. Παντού ο Παύλος την ονομάζει δόξα. Όσο δε μεγαλύτερη ατιμία υφιστάμεθα, τόσο λαμπρότεροι γινόμαστε. Ε.Π.Ε. 23,5 του κόσμου μηδέν Τίποτε πιο μηδαμινό δεν υπάρχει από τη δόξα των ανθρώπων. Για πες μου: Αν δης πολλά μικρά βρέφη, από αυτά που ακόμα θηλάζουν, άραγε επιθυμείς τη δόξα τους; Έτσι να βλέπης και τη δόξα όλων των ανθρώπων. Γι’ αυτό μια τέτοια δόξα λέγεται κενοδοξία. Ε.Π.Ε. 24,50

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 79-81)

Του Αββά Σωπάτρου
Παρακάλεσε κάποιος τον Αββά Σώπατρο, λέγοντας: «Δός μου εντολή, Αββά, και θα την τηρήσω». Και εκείνος του είπε: «Να μη εισέλθη γυναίκα στο κελλί σου και να μη διαβάσης απόκρυφα και να μη θελήσης να εμβαθύνης στα σχετικά με τη θεία εικόνα. Γιατί αυτό δεν είναι αίρεση, αλλά ανοησία και φιλονεικία και των δυο μερών. Επειδή είναι αδύνατο να γίνη κατανοητό αυτό το μυστήριο από όλη τη δημιουργία».
Του Αββά Σαρματά
α’ . Είπε ο Αββάς Σαρματάς: «Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό αν ξέρη ότι αμάρτησε και μετανοή, από άνθρωπο αναμάρτητο οπού έχει την ιδέα ότι κάνει το θέλημα του Θεού».
β’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σαρματά, λέγοντας: «Οι λογισμοί μου λέγουν: Μη εργασθής, αλλά φάγε, πιες, κοιμήσου». Του λέγει ο γέρων: «Όταν πεινάς, φάγε. Όταν διψάς, πιες. Όταν νυστάξης, κοιμήσου». Άλλος δε γέρων συνέβη να έλθη στον αδελφό. Και του ανέφερε ο αδελφός τί του είχε πη ο Αββάς Σαρματάς. Του λέγει λοιπόν ο γέρων: «Αυτό εννοούσε ο Αββάς Σαρματάς: Όταν πεινάς πολύ και διψάς ανυπόφορα, φάγε τότε και πιες. Και όταν αγρυπνήσης υπερβολικά και νυστάξης, κοιμήσου. Αυτό είναι οπού σου έλεγε ο γέρων».
γ’ . Ρώτησε ο ίδιος αδελφός πάλι τον Αββά Σαρματά, λέγοντας: «Ο λογισμός μου λέγει: Πήγαινε έξω και σίμωσε τους αδελφούς». Και του απαντά ο γέρων: «Μη τον ξανακούσης.  Αλλά πες του: Σε άκουσα μια φορά. Δεν πρόκειται να σε υπακούσω».
Του Αββά Σεραπίωνος
α’ . Περνούσε κάποτε ο Αββάς Σεραπίων από μια κώμη της Αιγύπτου. Και είδε μια κοινή γυναίκα, οπού στεκόταν στο κελλί της. Και της είπε ο γέρων: «Περίμενέ με το βράδι. Θέλω να μείνω μαζί σου αυτή τη νύχτα». Και ο κείνη του αποκρίθηκε: «Καλά, Αββά». Και ετοιμάσθηκε και έστρωσε το κρεββάτι. Μόλις δε έπεσε το βράδι, ήλθε ο γέρων σ’ αυτήν. Και, μπαίνοντας στο κελλί, της λέγει: «Ετοίμασες το κρεββάτι;». Και του αποκρίνεται: «Ναι, Αββά». Και έκλεισε τη θύρα. Και της λέγει: «Περίμενε λίγο, γιατί κανόνα έχουμε, ώσπου να τον κάμω». Και άρχισε ο γέρων τον κανόνα του. Και αρχίζοντας το ψαλτήρι, μετά από κάθε ψαλμό, έκανε προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό γι’ αυτή, να μετανοήση και να σωθή. Και τον άκουσε ο Θεός. Και στεκόταν η γυναίκα τρέμοντας και προσευχόταν κοντά στον γέροντα. Και μόλις ο γέρων τελείωσε όλο το ψαλτήρι, έπεσε η γυναίκα χάμω. Ο δε γέρων, αρχίζοντας τον Απόστολο, είπε αρκετά απ’ αυτόν. Και έτσι τελείωσε τον κανόνα. Νοιώθοντας λοιπόν κατάνυξη η γυναίκα και καταλαβαίνοντας ότι δεν ήλθε σ’ αυτήν για αμαρτία, αλλά για να της σώση την ψυχή, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας: «Κάμε μου τη χάρη, Αββά, και όπου μπορώ να φανώ ευάρεστη στον Θεό, οδήγησέ με»! Τότε ο γέρων την ωδήγησε σε γυναικείο Μοναστήρι και την παρέδωσε στην ηγουμένη. Και είπε: «Παράλαβε αυτή την αδελφή και μη της βάλης ζυγό ή εντολή σαν στις άλλες αδελφές. Αλλ’ ό,τι θέλει, δός της, και άφησέ τη να ζη όπως θέλει». Και αφού πέρασαν μερικές μέρες, είπε: «Εγώ αμαρτωλή είμαι, θέλω να νηστεύω επί δυο μέρες κάθε φορά». Και μετά από λίγες μέρες είπε: «Εγώ πολλές αμαρτίες έχω, θέλω να νηστεύω επί τέσσερις μέρες κάθε φορά». Και ύστερα από λίγες μέρες, παρακάλεσε την ηγουμένη, λέγοντας: «Επειδή πολύ λύπησα τον Θεό με τις ανομίες μου, κάμε μου τη χάρη και βάλε με σε κελλί και φράξε το και από μια τρύπα ας μου δίνεις λίγο ψωμί και το εργόχειρο». Και η ηγουμένη της έκαμε αυτό οπού ήθελε. Και ευαρέστησε στον Θεό τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της.
β’ . Ένας αδελφός παρακάλεσε τον Αββά Σεραπίωνα, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Του λέγει ο γέρων: «Τί να σου πω, αφού πήρες όσα ανήκαν στις χήρες και στα ορφανά και τα έβαλες σ’ αυτή την κόχη;». Γιατί την είδε γεμάτη από βιβλία.
γ’ . Είπε ο Αββάς Σεραπίων: «Όπως οι στρατιώτες του βασιλέως, όταν στέκωνται ενώπιον του, δεν τολμούν να κοιτάνε δεξιά ή αριστερά, έτσι και ο άνθρωπος, όταν στέκεται ενώπιον του Θεού και έχη συγκεντρωμένη την προσοχή μπροστά του με φόβο όλη την ώρα, τίποτε του εχθρού δεν μπορεί να τον τρομάξη».
δ’ . Πήγε ένας αδελφός στον Αββά Σεραπίωνα. Και τον προέτρεπε ο γέρων να κάμη προσευχή, κατά τη συνήθεια.   Αλλά εκείνος, αμαρτωλό τον εαυτό του λέγοντας και ανάξιο του μοναχικού σχήματος, δεν συμμορφωνόταν. Θέλησε δε και τα πόδια να του πλύνη.  Αλλά και πάλι τα ίδια χρησιμοποιώντας λόγια, δεν το δέχθηκε. Και του έβαλε ύστερα να φάγη. Και άρχισε και ο γέρων να τρώγη. Και τον νουθετούσε, λέγοντας: «Τέκνο μου, αν θέλης να ωφεληθής, μείνε καρτερικά στο κελλί σου και έχε προσοχή στον εαυτό σου και στο εργόχειρό σου. Γιατί, το να βγαίνης, δεν σε ωφελεί όσο το να μένης στο κελλί». Εκείνος όμως, ακούοντάς τα αυτά, πικράθηκε και άλλαξε έτσι η έκφραση του προσώπου του, ώστε να το αντιληφθή και ο γέρων. Του είπε λοιπόν ο Αββάς Σεραπίων: « Έως τώρα, έλεγες ότι είσαι αμαρτωλός και κατηγορούσες τον εαυτό σου, ότι ακόμη και να ζής είσαι ανάξιος. Και όταν με αγάπη σε νουθέτησα, τόσο εξαγριώθηκες; Αν λοιπόν θέλης να είσαι ταπεινός, μάθε να βαστάς γενναία ό,τι σου λέγουν οι άλλοι και μη έχεις λόγια μάταια ». Αυτά ακούοντας ο αδελφός, έβαλε μετάνοια στον γέροντα. Και πολύ ωφελημένος, έφυγε.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

katafigioti

lifecoaching