ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

" Ο πειρασμός στη νοερή προσευχή "
Ένας αδελφός έκανε πολλή και καθαρή προσευχή. Όμως μου παραπονιόταν συνεχώς που ο Παππούλης μας μιά μέρα τον σταμάτησε σ' αυτό το είδος προσευχής που έκανε και του είπε ν' ασχοληθεί με τις τυπικές προσευχές που κάνουμε μέσα από τα βιβλία της Εκκλησίας μας.
Του επέτρεψε όμως να ασχολείται με την νοερή προσευχή μόνο δέκα λεπτά την ημέρα. Μετά από επτά ή οκτώ χρόνια από τότε, καθώς μετέφερε μιά μέρα τον Παππούλη από τα Καλλίσια στην Αθήνα με το αυτοκίνητό του, στο δρόμο καθώς πήγαινε, είδε ο Γέροντας να ανηφορίζει μιά γυναίκα και του είπε να σταματήσει. Τότε ο Παππούλης της έπιασε τη συζήτηση και άρχισε να τη ρωτάει για τον πατέρα της, ο οποίος είχε γίνει μοναχός, πώς τα πάει εκεί και σε τί κατάσταση βρίσκεται. Αφού τελείωσε τη συζήτηση μαζί της, του είπε:
" Ξέρεις, ο πονηρός, από την πολλή προσευχή που έκανε ο πατέρας της, που είναι μοναχός, του έφερνε πολλή ηδονή και του δημιουργούσε άλλες αισθησιακές καταστάσεις.
Θυμάσαι προ ετών σου είχα πει να σταματήσεις την προσευχή ;
Ε ! τότε προσπαθούσε να κάνει και σε σένα το ίδιο ". Ύστερα από αυτό που του είπε ο Παππούλης, ένιωσε ευχαρίστηση ο αδελφός, και σταμάτησε να μου παραπονιέται.
[Τζ 128]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.383-384)

Η δύναμη της νηστείας
Ανέβασαν κάποτε στη σκήτη των πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως, από ταπείνωση, απέφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος γέροντας τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό που είχε στη ζώνη του, και έδιωξε το πονηρό πνεύμα.
-Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου.
-Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο γέροντας.
Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο και τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια! Υπέμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλ’ αντιπολεμούσε κι εκείνος τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του μαγειρευμένη τροφή!
Νικημένο τέλος το δαιμόνιο από τον ακατάπαυστο αγώνα, απομακρύνθηκε.
-Γιατί φεύγεις; το ρώτησε ο γέροντας. Εγώ πάντως δεν σε διώχνω.
-Με αφάνισε η νηστεία σου! κραύγασε εκείνο κι έγινε άφαντο.
(Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 112-113)

Ο ελεήμων πατριάρχης

Αν ζητούσε κανείς στην παράδοση της Εκκλησίας μας έναν άγιο που να ενσαρκώνη κατά τον καλύτερο τρόπο τον «ιλαρόν δότην» που « αγαπά ο Θεός», θα σταματούσε σ’ έναν ιεράρχη, που γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα ονομάστηκε Ιωάννης ο Ελεήμων (+ 619). Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε χωρίς υπερβολή πως ολόκληρος ο βίος του ήταν μια διαρκής ελεημοσύνη. Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κύπρο. Ήταν πολύ ευκατάστατος. Η αγάπη που του ενέπνεε ο Χριστός για τους συνανθρώπους του, έβρισκε την ευκαιρία να εκδηλωθή πλουσιοπάροχα. Και όσο μοίραζε στους φτωχούς, τόσο ο Θεός τού έδινε περισσότερα αγαθά. Τα καλά έργα του τον έκαναν γνωστό σε όλη την Κύπρο. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη! Και όταν εκοιμήθη ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, η σκέψη όλων στράφηκε στον Ιωάννη. Αλλά εκείνος με κανένα τρόπο δεν ήθελε να δεχτή ν’ αναλάβη την πατριαρχεία. Ο αυτοκράτωρ όμως Ηράκλειος επέμενε. Το ίδιο και ο λαός. Έτσι ο Ιωάννης αναγκάστηκε να υποχωρήση. Μόλις έγινε πατριάρχης, αμέσως κάλεσε στο γραφείο του τους ιερείς της Αλεξανδρείας που είχαν την φροντίδα των φτωχών, και τους είπε: -Πηγαίνετε στην πόλη και μάθετε πόσοι είναι οι κύριοι μου. Εκείνοι τον κοίταξαν έκπληκτοι! Δεν κατάλαβαν τί εννοούσε. Τους εξήγησε λοιπόν: -Εννοώ αυτούς που συνήθως οι άνθρωποι τους ονομάζουν φτωχούς. Αυτοί είναι οι δικοί μου κύριοι. Σε λίγες μέρες οι ιερείς τού έφεραν επτάμιση χιλιάδες ονόματα φτωχών που είχαν απόλυτη ανάγκη βοηθείας. Όλους αυτούς φρόντισε μα κάθε τρόπο να τους βοηθήση. Αγαπούσε τόσο πολύ τους άλλους, ώστε λησμονούσε τον ίδιο τον εαυτό του. Ζούσε φτωχικά. Δεν μπορούσε να ησυχάση όταν σκεφτόταν ότι αυτός τα είχε όλα, ενώ άλλοι ίσως να μην είχαν ένα κομμάτι ψωμί. Γι’ αυτό έδινε, έδινε μέχρι του σημείου να μην έχη τίποτε ο ίδιος. Το ράσο του ήταν παλιό και τριμμένο. Και το δωμάτιό του σχεδόν άδειο. Κάποτε ένας άρχοντας έτυχε να δη σε τί φτωχική στρωμνή αναπαυόταν ο πατριάρχης. Αγόρασε λοιπόν ένα ακριβό πάπλωμα και του το χάρισε. Εκείνος το δέχτηκε. Το βράδυ ξάπλωσε και σκεπάστηκε με το πολυτελές πάπλωμα. Μα του ήταν αδύνατο να κλείση μάτι! Στον νου του ερχόταν η εικόνα τόσων φτωχών ανθρώπων που θα έτρεμαν από το κρύο. Την άλλη μέρα πρωί –πρωί έστειλε και πούλησε το πάπλωμα και με τα χρήματα που πήρε έντυσε πολλούς φτωχούς, όπως γράφει ο βιογράφος του Λεόντιος. Τί συνέβη όμως; Συμπτωματικά το βλέπει ο άρχοντας που του το είχε αγοράσει, το αγοράζει πάλι και το ξαναστέλνει στον πατριάρχη. Αλλά ο άγιος το ξαναπούλησε και έντυσε άλλους φτωχούς! Αυτό έγινε και ξανάγινε, ώσπου κάποτε συναντήθηκαν ο πατριάρχης και ο δωρητής. Ο άγιος χαμογέλασε και του είπε: -Για να δούμε ποιος από τους δύο θα κουραστή πρώτος, εγώ να πουλώ το πάπλωμα ή εσύ να το αγοράζης; Τότε ο άρχοντας αποκρίθηκε: -Υπάρχει κίνδυνος να κρυολογήσετε, και τί θα γίνουν τόσες χιλιάδες φτωχοί; -Σ’ευχαριστώ πολύ για το ειλικρινές σου ενδιαφέρον, απάντησε ο πατριάρχης, αλλά πώς μπορούσα να ησυχάσω εγώ και να κοιμηθώ, όταν γύρω μου τόσα παιδιά μου υποφέρουν; Μπορεί ποτέ να καλοπερνά ο πατέρας, όταν στερούνται και δεινοπαθούν τα παιδιά του; Ο άρχοντας κατάλαβε ότι είχε δίκιο ο άγιος και δεν ξαναμίλησε. Κάποτε ο άγιος έμαθε πως ένας φτωχός ήταν σε πολύ μεγάλη στενοχώρια, μα ντρεπόταν να ζητήση χρήματα εμπρός στους ανθρώπους. Πάει λοιπόν ο πατριάρχης τη νύχτα κρυφά μοναχός του και του δίνει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο φτωχός γονάτισε και του φίλησε τα πόδια κλαίγοντας. -Σταμάτα, του αποκρίνεται εκείνος. Ακόμα δεν σταυρώθηκα, ούτε έχυσα το αίμα μου για σένα, όπως έκανε ο Χριστός για όλους μας.

( Η θύρα του ελέους)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.121-123)

Σήμερα, Χριστέ μου, όλα μού πήγαν στραβά! Άργησα το πρωί να σηκωθώ για τη δουλειά παρόλο που κάθε βράδυ προσεύχομαι στο φύλακα άγγελό μου να με ξυπνάει στην ώρα μου! Ύστερα Σε παρακάλεσα να προλάβω τα μέσα συγκοινωνίας όμως τα έχασα όλα για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα προσευχήθηκα να μη μου φωνάξει πάλι ο διευθυντής αλλά είχε κι αυτός δύσκολο πρωινό και ξέσπασε πάνω μου. Συνέχιζα όμως να προσεύχομαι ακόμα κι όταν έκανα συνέχεια λάθη και ζημιές. Έσπασε το κινητό μου στο δρόμο της επιστροφής, ήθελα λίγο να ηρεμήσω αλλά έκατσαν δίπλα μου κάποιοι άνθρωποι που φώναζαν και έβριζαν. Είπα ‘δεν πειράζει Χριστέ μου, σπίτι θα ηρεμήσω’. Αλλά κι εκεί η σύζυγος μου ήταν θλιμμένη και προβληματισμένη λόγω της υγείας της μητέρας της. Όλα τα αιτήματα που είχα κάνει για τους αδελφούς μου και τους άλλους ανθρώπους διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν εισακούστηκαν αλλά τα πράγματα πήγαιναν χειρότερα!
Γενικά, Χριστέ μου, ψάχνω να βρω κάτι καλό μέσα στη μέρα και δε βρίσκω. Όλα πήγαν ανάποδα. Τί καλό να βρω; Εκεί ήσουν και τα έβλεπες. Όμως ναι! Εκεί ήσουν! Τώρα Χριστέ μου που είμαι στην αγκαλιά Σου, βλέπω τα καλά της ημέρας! Ήταν μια υπέροχη μέρα τελικά! Παλιότερα, πριν Σε γνωρίσω, όταν είχα τέτοιες αναποδιές, μικρές ή μεγάλες, τα έβαζα μαζί Σου, και Σου έλεγα ότι δε με αγαπάς, νευρίαζα, έχανα την ψυχραιμία μου, τσακωνόμουν με όλους και απελπιζόμουν. Θυμάσαι; Τώρα όμως όχι! Ήμουν συνέχεια μαζί Σου εν προσευχή, δεν απογοητεύτηκα, ήμουν όπως κάθε μέρα γαντζωμένος πάνω Σου, χωρίς να σκεφτώ στιγμή πως δε με αγαπάς. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα άξιζα να με εγκαταλείψεις με όλα τα άσχημα που διαπράττω και όλα τα ευάρεστα σε Σένα που παραμελώ. Τώρα, Χριστέ μου, μέσα στην Αγάπη Σου συνειδητοποιώ πως ακόμα κι αν δε μου υλοποιήσεις κανένα απ’ τα αιτήματα που Σου ζήτησα, η αγάπη μου για Σένα δεν κλονίζεται! Και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό! Άλλωστε η κύρια μου προσευχή, το σημαντικότερο που Σου ζητάω είναι να Σε αγαπώ κάθε μέρα και πιο πολύ και μέσα από Σένα τους αδελφούς μου, τους ξένους, τους εχθρούς μου και όλη τη δημιουργία Σου. Αυτό το βλέπω να πραγματοποιείται!
Όλα τα άλλα πια μου φαίνονται μακρινά, αδιάφορα και πολύ ασήμαντα για να στενοχωριέμαι. Σκέφτομαι επίσης πως οι άσχημες μέρες θα μπορούσαν να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση και πως φυσικά σε Σένα οφείλεται αυτό. Επίσης Σε δοξολογώ επειδή και σήμερα, χωρίς να το γνωρίζω, με έχεις διαφυλάξει εμένα και όσους αγαπώ, από μυριάδες κακά που ούτε τα φανταζόμαστε! Έτσι, Χριστέ μου, κάνε με να θυμάμαι πως αν και όλα φαίνονται να πηγαίνουν στραβά κι ανάποδα, σημασία έχει να μην είμαι εγώ στραβός κι ανάποδος. Σε θερμοπαρακαλώ, κι αν έρθουν πιο άσχημες μέρες, εγώ να μην ξεκολλήσω από πάνω Σου και να Σ’ αγαπώ πάντα χωρίς να επηρεάζομαι από εξωτερικές καταστάσεις. Να Σ’ αγαπώ με όλο μου το είναι, ό, τι κι αν συμβεί!Σ’ ευχαριστώ!(Κ.Δ.Κ)


Είναι αλήθεια ότι αυτή η γενιά είναι μπερδεμένη. Το μόνο πρόβλημα με μένα είναι ότι δεν είμαι μπερδεμένος και γνωρίζω πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον του ανθρώπου: να λατρεύει το Θεό και τον Υιό Του και να προετοιμάζεται για τη ζωή στον επερχόμενο κόσμο, όχι να ζει άνετα κι ευτυχισμένα σ’ αυτόν τον κόσμο εκμεταλλευόμενος τον συνάνθρωπο του και ξεχνώντας το Θεό και τη Βασιλεία Του.

Αν ο Χριστός ερχόταν σήμερα σ’ αυτόν τον κόσμο, ξέρετε τι θα Του συνέβαινε; Θα Τον έκλειναν σε ψυχιατρείο και θα Τον υπέβαλαν σε ψυχοθεραπεία και το ίδιο θα έκαναν στους αγίους Του. Ο κόσμος θα Τον σταύρωνε σήμερα ακριβώς όπως το έπραξε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, διότι ο κόσμος δεν έχει μάθει τίποτα πέρα από το να κατεργάζεται ακόμη δολιότερες μορφές υποκρισίας.

…. Λέμε ότι ζούμε σε χριστιανική κοινωνία, αλλά αυτό δεν ισχύει. Ζούμε σε μια κοινωνία πιο ειδωλολατρική και πιο εχθρική προς το Χριστό, από εκείνη στην οποία ο Ίδιος γεννήθηκε… οι άνθρωποι μισούν την αλήθεια και γι’ αυτό ευχαρίστως θα ξανασταύρωναν το Χριστό αν ερχόταν ανάμεσα τους.

Είμαι Χριστιανός και θα προσπαθήσω να είμαι ένας έντιμος Χριστιανός… Μπορώ μόνο να ακολουθήσω τη συνείδησή μου. Δεν μπορώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου. Ξέρω ότι κάνω το σωστό. Αν αυτό που κάνω μοιάζει ανόητο στα μάτια του κόσμου, μπορώ μόνο να απαντήσω με τα λόγια του αποστόλου Παύλου: όλη η σοφία αυτού του κόσμου, δεν είναι παρά μωρία στα μάτια του Θεού. Αυτό είναι κάτι που ξεχνάμε πολύ εύκολα.

(απόσπασμα επιστολής του π. Σεραφείμ Ρόουζ προς τους γονείς του, τον Ιούνιο του 1964. Από το βιβλίο “π. Σεραφείμ Ρόουζ: Η ζωή και τα έργα του”, τόμος Α΄)

Γιατί θέλεις να κοινωνήσεις; Σκέψεις ενός Πνευματικού…

Ποιος είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο θέλεις να κοινωνήσεις; Να μερικές απαντήσεις που παίρνουμε… «Για να πάρω δύναμη». «Για να έχω προστασία». «Για να νιώσω γαλήνη, να αισθανθώ καλύτερα, δεν είμαι καλά». «Για να με βοηθήσει ο Θεός». «Για φώτιση». «Για να με έχει καλά στην υγεία μου, θα κάνω χειρουργείο, μια εξέταση…». «Γιατί είναι Πάσχα», «για να είμαι έτοιμος αν πεθάνω» κλπ..

Οπότε η Θ. Κοινωνία εδώ λειτουργεί πρωταρχικά και κυρίως ως φυλαχτό, φάρμακο ή ψυχοφάρμακο, προστασία, βοήθεια, παρηγοριά, έθιμο κλπ. Είναι κακή αυτή η προσέγγιση; Δεν είναι και όλα τα παραπάνω η Θ. Κοινωνία; Ασφαλώς και είναι και τα παραπάνω. Αλλά αυτός είναι ο κυρίως λόγος, ο πρώτος; Γι’ αυτό θέλω να κοινωνήσω;

Σε όλα τα παραπάνω πηγαίνω να κοινωνήσω τελικά μόνο ΓΙΑ ΜΕΝΑ! Για να «πάρω» εγώ, να «νιώσω» εγώ, να «αισθανθώ» εγώ, να «βοηθηθώ» εγώ… Δεν υπάρχει πουθενά Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Είναι σαν να παίρνω ένα παντοδύναμο θαυματουργό χαπάκι που κάνει πολλά καλά, ή, συγγνώμη για την παρομοίωση, κάτι σαν "μαγικό φίλτρο" γνωστού γαλλικού κόμικ. Μία πνευματική πολυβιταμίνη.

Ένα εύλογο υποθετικό ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: Αν η Θ. Κοινωνία δεν πρόσφερε ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ από τα παραπάνω, θα πήγαινα να κοινωνήσω; Ούτε προστασία, ούτε προφύλαξη, ούτε δύναμη, ούτε φώτιση, ούτε γαλήνη, ούτε υγεία, ούτε τίποτα! Κανένα κέρδος, καμία ωφέλεια, παρά μόνο ένα πράγμα: σκέτη ένωση με τον Ιησού Χριστό. Θα πήγαινα;

Οπότε ποιος είναι ο ΠΡΩΤΟΣ, ΚΥΡΙΟΣ λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να θέλω να κοινωνήσω; Μόνο ΕΝΑΣ. Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ! Εφόσον η Θ. Κοινωνία είναι ο ίδιος ο Χριστός ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ, άρα αφού αγαπώ το Χριστό, ΘΕΛΩ ΠΟΛΥ να ΕΝΩΘΩ, ΝΑ ΓΙΝΩ ΕΝΑ με το Χριστό. Ακόμη και τίποτα να μην πάρω από όλα τα παραπάνω, με νοιάζει ότι ενώνομαι μαζί Του. Δεν θέλω να πάρω κάτι από Αυτόν, αλλά Αυτόν τον ίδιο.

Θέλω να κοινωνήσω όχι για να πάρω από Αυτόν, αλλά και να ΔΩΣΩ ΚΑΙ ΕΓΩ σε Αυτόν. Όταν κάποιος αγαπά κάποιον δεν θέλει να παίρνει από αυτόν αλλά να του δίνει. Σκεφτείτε: Ο Χριστός μας αγαπά τόσο πολύ που μας δίνει το Σώμα και το Αίμα Του. Και εμείς λοιπόν όταν θέλουμε την ένωση μαζί Του θέλουμε κάτι να Του δώσουμε, την καρδιά μας, την απόφασή μας, τη μετάνοιά μας, την αφοσίωσή μας.

Γι’ αυτό θέλω να κοινωνήσω· για να πάρω την αγάπη Του και να Του δώσω την αγάπη μου. Ή όπως το είπε Εκείνος: «Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει αυτός μέσα μου και εγώ μέσα του» (Ιω. 6,56). Βλέπετε; Δεν λέει θα τον φωτίσω, βοηθήσω, γαληνέψω, προστατέψω, θα δώσω υγεία, φύλαξη κλπ. Αλλά «θα μείνω μέσα του». Πώς βλέπει ο ίδιος ο Χριστός τη Θεία Του Κοινωνία; Μόνο ως ένωση αγάπης! Τίποτα άλλο. Τα άλλα είναι παρεπόμενα. Απλούστατα λοιπόν θέλω να κοινωνήσω για «να μείνει μέσα μου!». Αυτός είναι ο σκοπός. Και εγώ μέσα Του. Σχέση δηλαδή βαθιά.

Να ο ΠΡΩΤΟΣ-ΚΥΡΙΟΣ λόγος που θέλω να κοινωνήσω. Όταν πηγαίνω με τέτοια διάθεση τότε θα έρθουν και ΟΛΑ τα ΥΠΟΛΟΙΠΑ, γιατί πήγα για τον σωστό λόγο. Αντιθέτως όταν πηγαίνω για τα άλλα και όχι από αγάπη και να Του προσφερθώ, τότε ούτε τα άλλα θα έρθουν, διότι η Θ. Κοινωνία είναι ΠΡΑΞΗ ΑΓΑΠΗΣ και ΘΕΙΟΥ ΕΡΩΤΑ. Ή μπορεί να έρθουν τα άλλα, ως δώρο Θεού, αλλά τίποτα δεν θα μείνει στο τέλος. Μετά τη Θ. Κοινωνία, αν γίνεται με τέτοια κίνητρα, ο Χριστός θα μπει πάλι στο περιθώριο, αγάπη σε Αυτόν δεν θα υπάρχει, ούτε σχέση αληθινή με Αυτόν και την Εκκλησία Του, θα μείνω ο ίδιος άνθρωπος, οι ίδιες αμαρτίες, συνήθειες, συνειδητά μάλιστα, και η Θ. Κοινωνία θα είναι απλά μία εθιμοτυπική εορταστική πράξη χωρίς κανένα αντίκρισμα στην ψυχή και ίσως όχι μόνο δεν θα με φέρει πιο κοντά στο Χριστό, αλλά μπορεί να με απομακρύνει και άλλο αφού δεν πήγα από αγάπη, αλλά για ψυχολογικούς λόγους. Όχι για Εκείνον αλλά για μένα και μόνο για μένα… Όχι για να δώσω, αλλά για να πάρω… Έτσι εξηγείται ότι πολλοί από αυτούς που κοινωνούν τις γιορτές, δεν «πατάνε» μετά στην Εκκλησία, δεν έχουν καν Πνευματικό, παρόλο που είναι Χριστιανοί ή έχουν απόψεις τελείως αντιευαγγελικές. Και όμως κοινώνησαν! Γιατί τελικά θέλω να κοινωνήσω; Για ποιον;…

π. Νικόλαος

“Το Πνεύμα εστί το ζωοποιούν"
                                                  (Ιω. στ΄ 63)

“Το ζωοποιόν. Λέγεται ζωοποιόν το Άγιο Πνεύμα

διότι μέσα σ’ Αυτό ζούμε και κινούμεθα και υπάρ-

χουμε, αφού δημιουργηθήκαμε και ζούμε από την

Αγία Τριάδα. Διότι με την αυτή θέληση και κίνηση

και ενέργεια της μιας Τριαδικής Θεότητας μένουν

τα πάντα. Από το Πνεύμα, λοιπόν, έχουμε τη ζωή

και την κίνηση. Από το Άγιο Πνεύμα το Οποίο

ζωοποιεί τα πάντα, και οι Άγγελοι και οι ψυχές μας

είναι ζωντανά πνεύματα. Γι’ αυτό και έχει γραφεί ότι

εμφύσησε ο Θεός στο πρόσωπο του Αδάμ πνοή ζωής

και έγινε ο άνθρωπος ζωντανή ψυχή, και έτσι μαρτυρεί

η Γραφή ότι το θείο Πνεύμα είναι ζωοποιό”.

                        (Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Ερμηνεία
               εις το Σύμβολον της Πίστεως, P.G. 155, 784 B)

Του Αββά Φήλικος α'. Πήγαν κάποιοι αδελφοί στον Αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πή κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ ακόμη τον παρακάλεσαν, τους είπε: « Λόγο θέλετε να ακούσετε ; ». Του απαντούν: « Ναι, Αββά ». Είπε λοιπόν ο γέρων: « Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος. Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους γέροντες και έχαναν ό,τι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω τη χάρη πώς να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Και δεν βρίσκουν τί να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα το έκανε ». Και, ακούοντας τα αυτά οι αδελφοί, στέναξαν και είπαν : « Προσευχήσου για μας, Αββά». Του Αββά Φιλαγρίου Ήταν κάποιος από τους αγίους, όπου τον έλεγαν Φιλάγριο και έμενε στην έρημο των Ιεροσολύμων, εργαζόμενος με κόπο για να έχη το ψωμί του. Και καθώς στεκόταν στην αγορά, πουλώντας το εργόχειρο του, ιδού πέφτει από κάποιον ένα πουγγί με χίλια νομίσματα. Το βρήκε ο γέρων και έμεινε εκεί, λέγοντας: « Αυτός όπου το έχασε, θα έλθη οπωσδήποτε». Και ιδού εκείνος έρχεται κλαίοντας. Και παίρνοντας τον παράμερα ο γέρων, του το δίνει. Αλλά εκείνος τον κρατούσε, θέλοντας να του δώση ένα μέρος α πό το ποσό. Ο γέρων όμως δεν ήθελε. Τότε, άρχισε να φωνάζη: « Ελάτε να δήτε πώς συμπεριφέρθηκε ένας άνθρωπος του Θεού ». Αλλά ο γέρων έφυγε κρυφά και βγή κε από την πόλη, για να μη δοξασθή. Του Αββά Φορτά Είπε ο Αββάς Φορτάς: « Αν θέλη ο Θεός να ζω, γνωρίζει πώς θα προνοήση για μένα. Και αν, δεν θέλη, τι να την κάμω τη ζωή ; ». Γιατί δεν δεχόταν από κανέναν κάτι, αν και ήταν κατάκοιτος. Και έλεγε: « Αν μου προσφέρη τινάς κάτι και όχι για τον Θεό, ούτε εγώ έχω τίποτε να του δώσω, ούτε από τον Θεό παίρνει μισθό. Γιατί δεν πρόσφερε για τον Θεό. Και αδικείται αυτός όπου πρόσφερε. Γιατί πρέπει, όσοι βασίζονται στον Θεό και μονάχα σ’ αυτόν αποβλέπουν, τέτοια ευλάβεια να τους διακρίνη, ώστε τίποτε να μη θαρούν ως προσβολή τους, έστω και αν αδικούνται άπειρες φορές ». Του Αββά Χομαί Έλεγαν για τον Αββά Χομαί, ότι, μέλλοντας να τελευτήση, είπε στα τέκνα του: « Μή κατοικήσετε μαζί με αιρετικούς, μήτε να συνάψετε σχέσεις με άρχοντες, μήτε να είναι τα χέρια σας απλωμένα στο να συνάζετε, αλλά μάλλον απλωμένα στο να δίνετε ». Του Αββά Χαιρέμωνος Έλεγαν για τον Αββά Χαιρέμωνα σε Σκήτη, ότι το σπήλαιο του απείχε από την εκκλησία σαράντα μίλια, από δε το έλος και το νερό δώδεκα μίλια. Και έτσι πήγαινε το εργόχειρο του Του Αββά Ψενθαϊσίου Είπαν ο Αββάς Ψενθαΐσιος και ο Αββάς Σούρος και Ψώϊος: « Ακούοντας τα λόγια του πατρός μας, του Αββά Παχωμίου, βρίσκαμε μεγάλη ωφέλεια, κεντρισμένοι στον ζήλο καλών έργων. Αλλά και όταν σιωπούσε, βλέποντας τη ζωή του να είναι λόγος, θαυμάζαμε, μιλώντας μεταξύ μας, γιατί νομίζαμε πως όλοι οι άγιοι έτσι έχουν φτιαχτή από τον Θεό, από τα μητρικά τους σπλάχνα, ά-γιοι και αναλλοίωτοι και όχι αυτεξούσιοι. Και ότι οι αμαρτωλοί δεν μπορούν να ζουν με ευσέβεια, γιατί έτσι δημιουργήθηκαν. Τώρα όμως βλέπουμε την αγαθότητα του Θεού πάνω στον πατέρα μας αυτόν. Γιατί, προερχόμενος από ειδωλολάτρες γονείς, έγινε τόσο θεοσεβής και όλες τις εντολές του Θεού έχει επωμισθή. Λοιπόν και εμείς και όλοι μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, όπως και εκείνος ακλουθεί τους αγίους. Άρα εδώ έχει τη θέση του το ρητό: Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς. Μαζί λοιπόν μ’ αυτόν τον άνθρωπο ας πεθάνουμε και ας ζήσουμε, γιατί ορθά μας οδηγεί στον Θεό ». Του Αββά Ώρ α'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι κάποτε έβαζαν λάσπη σ’ ένα κελλί και είπαν μεταξύ τους: «Αν μας επισκεφθή τώρα ο Θεός, τί θα γίνη μ’ εμάς ; ». Και κλαίοντας, παράτησαν τη λάσπη και πήγε ο καθένας στο κελλί του. β'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ, ότι ούτε είπε ψέμμα ποτέ, ούτε ωρκίσθηκε, ούτε καταράσθηκε άνθρωπο, ούτε μίλησε χωρίς να είναι ανάγκη. γ'. Έλεγε ο Αββάς Ώρ στον μαθητή του Παύλο: « Πρόσεχε, ποτέ να μη φέρης μέσα στο κελλί σου ξένα λόγια ». δ'. Πήγε κάποτε ο Παύλος, ο μαθητής του Αββά Ώρ, να αγοράση φονικοβλαστούς και βρήκε ότι άλλοι πρόλαβαν και έδωσαν προκαταβολή. Ποτέ δέ ο Αββάς Ώρ δεν έδινε προκαταβολή, αλλά όταν ήταν ώρα έστελνε το αντίτιμο και αγόραζε. Πήγε λοιπόν ο μαθητής του και σε άλλο τόπο για βάγια. Και του λέγει ο περιβολάρης: « Κάποιος πριν μου έδωσε προκαταβολή, αλλά δεν φάνηκε ακόμη. Πάρε λοιπόν συ τα βάγια ». Τα πήρε και γύρισε στον γέροντα. Και του ανεκοίνωσε τα σχετικά. Και ακούοντας ο γέρων, χτύπησε τα χέρια του, λέγοντας: « Ο Ώρ δεν εργάζεται εφέτος ». Και δεν άφησε τα βάγια μέσα, ωσότου τα γύρισε πίσω. ε'. Είπε οΑββάς  Ώρ: « Αν με βλέπης να έχω λογισμό εναντίον κάποιου, γνώριζε ότι και αυτός τον ίδιο λογισμό έχει για μένα». στ'.Ήταν ένας κόμης στα μέρη του Αββά Ώρ, Λογγίνος λεγόμενος, όπου πολλές ελεημοσύνες έκανε. Και όταν τον επισκέφθηκε κάποιος από τους πατέρες, τον παρακάλεσε να τον πάη στον Αββά Ώρ. Πηγαίνοντας λοιπόν ο μοναχός στον γέροντα, εγκωμίαζε τον κόμητα, ότι καλός είναι και πολλές ελεημοσύνες κάνει. Και καταλαβαίνοντας ο γέρων, λέγει: « Ναι, καλός είναι». Άρχισε λοιπόν ο μοναχός να τον παρακαλή, λέγοντας: «Κάμε του τη χάρη, Αββά, να έλθη και να σε δή ». Και αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: « Σε βεβαιώνω, ότι δεν περνά αυτό το φαράγγι για να με δή ». ζ'. Παρακάλεσε ο Αββάς Σισώης τον Αββά Ώρ, λέγοντας: « Πές μου κάτι ωφέλιμο ». Και του είπε: « Έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα ; ». Και είπε: « Ναι ». Του λέγει τότε: « Πήγαινε και ό,τι με είδες να κάνω, κάμε το και συ ». Και του είπε: « Τί βλέπω, πάτερ, σε σένα ; ». Και του είπε ο γέρων: « Ο λογισμός μου με θέτει πιο κάτω από όλους τους ανθρώπους ». η'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι περνούσαν τον καιρό τους με άγιες αποφάσεις και ευχαριστούσαν τον Θεό διαρκώς. θ'. Είπε ο Αββάς Ώρ: « Η ταπεινοφροσύνη είναι στέφανος του μοναχού ». ι'. Είπε πάλι: « Όποιος τιμάται και επαινείται πάνω από ό,τι αξίζει, πολύ ζημιώνεται. Όποιος όμως καθόλου δεν τιμάται από τους ανθρώπους, άνωθεν θα δοξασθή ». ια'. Πάλι είπε: « Όταν τρυπώση μέσα σου λογισμός υψηλοφροσύνης και υπερηφάνειας, ψάξε στη συνείδησή σου, αν όλες τις εντολές τήρησες, αν αγαπάς τους εχθρούς σου και λυπάσαι για την ελάττωση τους και θαρής τον εαυτό σου δούλο άχρηστο και πιο αμαρτωλόν απ’ όλους. Αλλά και τότε μή καυχηθής, ότι όλα τα κατώρθωσες, ξέροντας ότι αυτός ο λογισμός όλα τα καταστρέφει». ιβ'. Είπε πάλι: « Σε κάθε πειρασμό, μή μέμφεσαι άνθρωπο, αλλά μονάχα τον εαυτό σου, λέγοντας, ότι εξ’ αίτιας σου σου συμβαίνουν αυτά». ιγ'. Πάλι είπε: « Μή πής μέσα σου εναντίον του αδελφού σου, ότι είσαι πιο νηφάλιος και πιο ασκητικός. Αλλά να υποτάσσεσαι στη χάρη του Χριστού με πνεύμα πτωχείας και αγάπης ανυπόκριτης, για να μή γλιστρήσης σε πνεύμα καυχήσεως και χάσης τον κόπο σου. Γιατί είναι γραμμένο: Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μή πέση. Και να είσαι αλάτι ηρτυμένος εν Κυρίω ». ιδ'. Είπε πάλι: « Ή φεύγοντας φεύγε τους ανθρώπους ή ας εμπαίξης τον κόσμο και τους ανθρώπους, κάνοντας τον εαυτό σου στα πολλά να φαίνεται μωρός ». ιε'. Πάλι είπε: « Αν κατακρίνης τον αδελφό σου και διαμαρτυρηθή η συνείδησή σου, πήγαινε βάλε του μετάνοια και πες: Σε κατέκρινα. Και ασφαλίσου, ώστε ποτέ πλέον να μή εμπαιχθής. Γιατί θάνατος της ψυχής είναι η καταλαλιά ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

 

«Εκείνος την κοίταξε και της είπε: μίλησες σαν μια από τις ανόητες γυναίκες. Αφού δεχόμαστε τα καλά από το Θεό, δεν πρέπει να ανεχτούμε και τα κακά;» (Ιωβ 2:10 O’)

Έγραψε μερικά από τα καλύτερα μουσικά κομμάτια στην ανθρώπινη ιστορία. Αλλ’ η ζωή που έζησε με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί όμορφη. Ήταν γεμάτη τραγωδίες. Σε ηλικία δέκα χρόνων έχασε και τους δύο γονείς του. Υπέφερε τα πάνδεινα από ένα μεγαλύτερο αδελφό του, που θεωρούσε περιττό βάρος την ανατροφή του. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε, η ζωή του επιφύλαξε πολλά δυσάρεστα. Η γυναίκα του πέθανε ύστερα από 13 χρόνια γάμου και αυτός παντρεύτηκε άλλη. Από τα 20 παιδιά που απέκτησε από τους δύο γάμους του, τα 10 πέθαναν σε νηπιακή ηλικία, ένα σε ηλικία 20 χρόνων και ένα ήταν διανοητικά ανάπηρο. Τελικά έχασε το φως του και έμεινε παράλυτος από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κι όμως συνέχισε να γράφει μουσική. Μουσική υπέροχη, μουσική δοξολογίας, αίνου, ευχαριστίας και λατρείας. Ποιος ήταν αυτός; Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο μεγαλύτερος ίσως εκκλησιαστικός μουσικός όλων των εποχών. Κι ακριβώς επειδή γνώρισε σε όλο τους το βάθος τον πόνο και τη δυστυχία, μπόρεσε να φτάσει στα ύψη της πίστης και της δοξολογίας.

«Διπλή αμαρτία έκανε ο λαός μου. Εμένα εγκατέλειψαν, πηγή τρεχούμενου νερού, και σκάψαν να ‘χουνε δεξαμενές ρωγμές γεμάτες που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το νερό» (Ιερεμίας 2:13)

Ο ιστορικός Γίβων γράφει, πως τα αίτια της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν πέντε:
1) Η διάλυση του θεσμού της οικογένειας.
2) Οι μεγάλες φορολογίες που το κράτος έβαλε στους πολίτες, για να αντιμετωπίζει τις αυξημένες κρατικές δαπάνες.
3) Η τάση των πολιτών για ζωή απολαύσεων και προσκόλλησή τους στα αθλητικά παιχνίδια και σπορ με μεγάλη μανία.
4) Οι εξοπλισμοί για την άμυνα της χώρας.
5) Η θρησκευτική διαφθορά και εμπορία.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας. Είναι σχεδόν ίδια τα χαρακτηριστικά, τα οποία οδηγούν την ανθρωπότητα σε μια πτώση μεγάλη. Κοινωνίες και πολιτισμοί που έδιωξαν το Θεό και περιφρόνησαν το σωτήριο δώρο Του που λέγεται Ιησούς Χριστός, αλήθεια, που αλλού μπορούν να καταλήξουν;
Θεέ, κράτα με κοντά στην πηγή του ζωντανού τρεχούμενου νερού, που είσαι Εσύ Κύριε μου Ιησού Χριστέ!
(Α.Π.)

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

318. Να αγαπάς τη γήινη πατρίδα σου και τους άρχοντές της. Προ πάντος όμως να αγαπάς την ουράνια πατρίδα σου και τον Βασιλέα της. Αυτή η πατρίδα είναι ασύγκριτα πιο αξιαγάπητη από οιαδήποτε άλλη, γιατί σ’ αυτή βασιλεύουν η αγιότης, η άπειρος ωραιότης, η ίδια η αθανασία. Σου παρέχει αγαθά ασυγκρίτως πιο πολύτιμα από τα επίγεια αγαθά. Ο Βασιλεύς αυτής της πατρίδος δεν είναι θνητός άρχων, αλλά ο Αιώνιος Θεός. Αυτός σε έπλασε, εσένα και το κάθε τι στον κόσμο. Σε τίμησε με την αναγνώρισί σου ως τέκνου του. Σου ετοίμασε κληρονομία απερίγραπτο. Σου ετοίμασε αγαθά «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Αυτή η πατρίδα κατακτήθηκε για σένα με το πολύτιμο Αίμα του Υιού του Θεού. Αλλά για να πολιτογραφηθής σ’ αυτή, πρέπει να σέβεσαι και να αγαπάς τους νόμους της, όπως είσαι υποχρεωμένος να σέβεσαι τους νόμους της γήινης πατρίδος σου. Αλλοιώς δεν μπορείς να εισέλθης και να μένης σ’ εκείνη την ουράνια βασιλεία. Αγάπα επίσης και το πνευματικό σχολείο (την Εκκλησία), που σε προετοιμάζει για πολίτη εκείνης της πατρίδος.

319. Στην Εκκλησία έγκειται η πιο γλυκειά μας ελπίδα και προοπτική, η ειρήνη μας, η χαρά μας. Εκεί απαλασσόμαστε από την αμαρτία και αγιαζόμαστε. Εκεί μας αναγγέλλεται συχνά η αλήθεια της κοινής αναστάσεως, η νίκη κατά του θανάτου. Όποιος αγαπά τη ζωή, είναι επόμενο να αγαπά την Εκκλησία με όλη του την καρδιά. Στην Εκκλησία βρίσκεται ό,τι το καλύτερο, ό,τι το υψηλότερο, ό,τι το πολυτιμότερο, ό,τι το σοφώτερο, ό,τι το αγιώτερο. Η Εκκλησία είναι ο ουρανός επί γης.

320. Η Εκκλησία μας σώζει από το ξεπλάνεμα του κόσμου, από τη δυσωδία των παθών. Μας φωτίζει, μας αγιάζει, μας ενώνει με τον Θεό. Ας την αγαπήσουμε με την αγάπη που της έτρεφαν οι Άγιοι.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 136-137)

katafigioti

lifecoaching