Του Αββά Σωπάτρου
Παρακάλεσε κάποιος τον Αββά Σώπατρο, λέγοντας: «Δός μου εντολή, Αββά, και θα την τηρήσω». Και εκείνος του είπε: «Να μη εισέλθη γυναίκα στο κελλί σου και να μη διαβάσης απόκρυφα και να μη θελήσης να εμβαθύνης στα σχετικά με τη θεία εικόνα. Γιατί αυτό δεν είναι αίρεση, αλλά ανοησία και φιλονεικία και των δυο μερών. Επειδή είναι αδύνατο να γίνη κατανοητό αυτό το μυστήριο από όλη τη δημιουργία».
Του Αββά Σαρματά
α’ . Είπε ο Αββάς Σαρματάς: «Προτιμώ άνθρωπο αμαρτωλό αν ξέρη ότι αμάρτησε και μετανοή, από άνθρωπο αναμάρτητο οπού έχει την ιδέα ότι κάνει το θέλημα του Θεού».
β’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σαρματά, λέγοντας: «Οι λογισμοί μου λέγουν: Μη εργασθής, αλλά φάγε, πιες, κοιμήσου». Του λέγει ο γέρων: «Όταν πεινάς, φάγε. Όταν διψάς, πιες. Όταν νυστάξης, κοιμήσου». Άλλος δε γέρων συνέβη να έλθη στον αδελφό. Και του ανέφερε ο αδελφός τί του είχε πη ο Αββάς Σαρματάς. Του λέγει λοιπόν ο γέρων: «Αυτό εννοούσε ο Αββάς Σαρματάς: Όταν πεινάς πολύ και διψάς ανυπόφορα, φάγε τότε και πιες. Και όταν αγρυπνήσης υπερβολικά και νυστάξης, κοιμήσου. Αυτό είναι οπού σου έλεγε ο γέρων».
γ’ . Ρώτησε ο ίδιος αδελφός πάλι τον Αββά Σαρματά, λέγοντας: «Ο λογισμός μου λέγει: Πήγαινε έξω και σίμωσε τους αδελφούς». Και του απαντά ο γέρων: «Μη τον ξανακούσης. Αλλά πες του: Σε άκουσα μια φορά. Δεν πρόκειται να σε υπακούσω».
Του Αββά Σεραπίωνος
α’ . Περνούσε κάποτε ο Αββάς Σεραπίων από μια κώμη της Αιγύπτου. Και είδε μια κοινή γυναίκα, οπού στεκόταν στο κελλί της. Και της είπε ο γέρων: «Περίμενέ με το βράδι. Θέλω να μείνω μαζί σου αυτή τη νύχτα». Και ο κείνη του αποκρίθηκε: «Καλά, Αββά». Και ετοιμάσθηκε και έστρωσε το κρεββάτι. Μόλις δε έπεσε το βράδι, ήλθε ο γέρων σ’ αυτήν. Και, μπαίνοντας στο κελλί, της λέγει: «Ετοίμασες το κρεββάτι;». Και του αποκρίνεται: «Ναι, Αββά». Και έκλεισε τη θύρα. Και της λέγει: «Περίμενε λίγο, γιατί κανόνα έχουμε, ώσπου να τον κάμω». Και άρχισε ο γέρων τον κανόνα του. Και αρχίζοντας το ψαλτήρι, μετά από κάθε ψαλμό, έκανε προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό γι’ αυτή, να μετανοήση και να σωθή. Και τον άκουσε ο Θεός. Και στεκόταν η γυναίκα τρέμοντας και προσευχόταν κοντά στον γέροντα. Και μόλις ο γέρων τελείωσε όλο το ψαλτήρι, έπεσε η γυναίκα χάμω. Ο δε γέρων, αρχίζοντας τον Απόστολο, είπε αρκετά απ’ αυτόν. Και έτσι τελείωσε τον κανόνα. Νοιώθοντας λοιπόν κατάνυξη η γυναίκα και καταλαβαίνοντας ότι δεν ήλθε σ’ αυτήν για αμαρτία, αλλά για να της σώση την ψυχή, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας: «Κάμε μου τη χάρη, Αββά, και όπου μπορώ να φανώ ευάρεστη στον Θεό, οδήγησέ με»! Τότε ο γέρων την ωδήγησε σε γυναικείο Μοναστήρι και την παρέδωσε στην ηγουμένη. Και είπε: «Παράλαβε αυτή την αδελφή και μη της βάλης ζυγό ή εντολή σαν στις άλλες αδελφές. Αλλ’ ό,τι θέλει, δός της, και άφησέ τη να ζη όπως θέλει». Και αφού πέρασαν μερικές μέρες, είπε: «Εγώ αμαρτωλή είμαι, θέλω να νηστεύω επί δυο μέρες κάθε φορά». Και μετά από λίγες μέρες είπε: «Εγώ πολλές αμαρτίες έχω, θέλω να νηστεύω επί τέσσερις μέρες κάθε φορά». Και ύστερα από λίγες μέρες, παρακάλεσε την ηγουμένη, λέγοντας: «Επειδή πολύ λύπησα τον Θεό με τις ανομίες μου, κάμε μου τη χάρη και βάλε με σε κελλί και φράξε το και από μια τρύπα ας μου δίνεις λίγο ψωμί και το εργόχειρο». Και η ηγουμένη της έκαμε αυτό οπού ήθελε. Και ευαρέστησε στον Θεό τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της.
β’ . Ένας αδελφός παρακάλεσε τον Αββά Σεραπίωνα, λέγοντας: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Του λέγει ο γέρων: «Τί να σου πω, αφού πήρες όσα ανήκαν στις χήρες και στα ορφανά και τα έβαλες σ’ αυτή την κόχη;». Γιατί την είδε γεμάτη από βιβλία.
γ’ . Είπε ο Αββάς Σεραπίων: «Όπως οι στρατιώτες του βασιλέως, όταν στέκωνται ενώπιον του, δεν τολμούν να κοιτάνε δεξιά ή αριστερά, έτσι και ο άνθρωπος, όταν στέκεται ενώπιον του Θεού και έχη συγκεντρωμένη την προσοχή μπροστά του με φόβο όλη την ώρα, τίποτε του εχθρού δεν μπορεί να τον τρομάξη».
δ’ . Πήγε ένας αδελφός στον Αββά Σεραπίωνα. Και τον προέτρεπε ο γέρων να κάμη προσευχή, κατά τη συνήθεια. Αλλά εκείνος, αμαρτωλό τον εαυτό του λέγοντας και ανάξιο του μοναχικού σχήματος, δεν συμμορφωνόταν. Θέλησε δε και τα πόδια να του πλύνη. Αλλά και πάλι τα ίδια χρησιμοποιώντας λόγια, δεν το δέχθηκε. Και του έβαλε ύστερα να φάγη. Και άρχισε και ο γέρων να τρώγη. Και τον νουθετούσε, λέγοντας: «Τέκνο μου, αν θέλης να ωφεληθής, μείνε καρτερικά στο κελλί σου και έχε προσοχή στον εαυτό σου και στο εργόχειρό σου. Γιατί, το να βγαίνης, δεν σε ωφελεί όσο το να μένης στο κελλί». Εκείνος όμως, ακούοντάς τα αυτά, πικράθηκε και άλλαξε έτσι η έκφραση του προσώπου του, ώστε να το αντιληφθή και ο γέρων. Του είπε λοιπόν ο Αββάς Σεραπίων: « Έως τώρα, έλεγες ότι είσαι αμαρτωλός και κατηγορούσες τον εαυτό σου, ότι ακόμη και να ζής είσαι ανάξιος. Και όταν με αγάπη σε νουθέτησα, τόσο εξαγριώθηκες; Αν λοιπόν θέλης να είσαι ταπεινός, μάθε να βαστάς γενναία ό,τι σου λέγουν οι άλλοι και μη έχεις λόγια μάταια ». Αυτά ακούοντας ο αδελφός, έβαλε μετάνοια στον γέροντα. Και πολύ ωφελημένος, έφυγε.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)