ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ενωμένοι στην αιωνιότητα

Οι άγιοι σύζυγοι Γαλακτίων και Επιστήμη μαρτύρησαν το 250 επί αυτοκράτορος Δεκίου.
Ζούσαν ασκητικά στο όρος Σινά, οπότε ο ειδωλολάτρης έπαρχος της περιοχής έκανε ξαφνικά έφοδο και συνέλαβε τον Γαλακτίωνα. Μόλις το έμαθε η Επιστήμη, εκδήλωσε τη θερμή συζυγική της αγάπη: Έτρεξε αμέσως πίσω του για να συμπαρασταθή στο μαρτύριο του, παρά τον τρομερό κίνδυνο που η ίδια θ’ αντιμετώπιζε. Τον συνάντησε δεμένο στους στρατιώτες και του είπε με δάκρυα:
- Ήμασταν ομόγνωμοι στη ζωή. Ας γίνουμε ομότροποι και στον θάνατο! Θέλω να μαρτυρήσω μαζί σου για την αγάπη του Χριστού. Έτσι θα μείνουμε ενωμένοι και μετά θάνατον και θ’ απολαμβάνουμε αιώνια δόξα και αγαλλίαση.
Οι στρατιώτες αμέσως τη συνέλαβαν, την έδεσαν και την οδήγησαν κι αυτή στον έπαρχο.
Εκείνος στην αρχή διέταξε να δείρουν τον Γαλακτίωνα με βούνευρα. Η Επιστήμη δεν άντεξε σ’ αυτό το θέαμα. Η πολλή της αγάπη την έσπρωξε να διαμαρτυρηθή και να φωνάξη:
- Άσπλαχνε τύραννε, δεν λυπάσαι τον ευγενή αυτόν νέο, τον τόσο λεπτό και αδύναμο από την ασκητική ζωή που έκανε;
Ο έπαρχος τότε, οργισμένος από την παρρησία της Επιστήμης, πρόσταξε να τη γυμνώσουν και να τη μαστιγώσουν σκληρά.
Ύστερα διέταξε να καρφώσουν μυτερά καλάμια στα νύχια των δύο μαρτύρων. Μετά το φρικτό αυτό βασανιστήριο τους έκοψαν πρώτα τα χέρια, ύστερα τα πόδια, μετά τη γλώσσα και τέλος το κεφάλι.
Έτσι οι δύο ομόζυγοι αξιώθηκαν να λάβουν μαζί και τα μαρτυρικά στέφανα. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 5 Νοεμβρίου.

(Συναξαριστής ΙΑ’)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος τρίτος, σελ. 17-18)

9. Κύριε, μας υποσχέθηκες, με το αψευδές σου στόμα, ότι θα είσαι μαζί μας όλες τις ημέρες, έως τη συντέλεια αυτού εδώ του υλικού κόσμου (Ματθ. κη’ 20). Και έτσι είναι. Μένεις μαζί μας όλες τις ημέρες. Ούτε μία ημέρα δεν διαβαίνει, χωρίς να σε έχουμε παρόντα, ανάμεσά μας. Και η παρουσία σου είναι πιο βεβαία μέσα στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Στην κοινωνία του Σώματος και του Αίματός σου. ‘Ω, πόσο αληθινά, πόσο πραγματικά είσαι παρών μέσα στα Μυστήριά σου! Σύ, ο Κύριος και Δεσπότης μας, σε κάθε Θεία Λειτουργία, παίρνεις ένα σώμα πήλινο σαν το δικό μας, όμοιο με το δικό μας σε όλα, εκτός της αμαρτίας. Και μας ζωοποιείς, προσφέροντάς μας τη Σάρκα σου. Με το Μυστήριο αυτό, γίνεσαι ένα μαζί μας. Η Σάρκα σου ενώνεται με τη δική μας και το Πνεύμα σου το Άγιο φωταγωγεί την ψυχή μας. Και εμείς αισθανόμαστε αυτή τη ζωοποιό, την ειρηνοφόρο, τη γλυκυτάτη ένωσι. Αισθανόμαστε, ότι μέσα από τη Θεία Ευχαριστία γινόμαστε ένα πνεύμα μαζί σου, όπως γράφει ο Παύλος (Α’ Κορ. στ’ 17). Γινόμαστε σαν εσένα, πράοι και ταπεινοί (Ματθ. ια’ 29).

Είναι αλήθεια ότι συχνά η αχρειωμένη και τυφλή σάρκα μας ή ο «άρχων του κόσμου τούτου», που αλωνίζει μέσα στη διάνοιά μας, μας ψιθυρίζουν ότι στο Άγιο Δισκοπότηρο υπάρχουν μονάχα ψωμί και κρασί και όχι το πραγματικό Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας. Αλλά εμείς απορρίπτουμε με απέχθεια αυτούς τους ψιθυρισμούς. Πιστεύουμε και γνωρίζουμε ότι για σένα είναι όλα κατορθωτά. Συ είσαι ο ποιητής της σαρκός των ανθρώπων, των κτηνών, των ψαριών, των πουλιών, των ερπετών, όλων όσα έχουν ζωή και κινούνται στη γη, στη θάλασσα και στον αέρα. Πως μπορεί λοιπόν να μην έχης τον τρόπο να δημιουργής και τώρα σάρκα; Τίποτε δεν είναι αδύνατο για σένα. Μπορείς λοιπόν να δημιουργήσης σάρκα από το ψωμί και το κρασί, που βρίσκονται τόσο κοντά στη σάρκα μας, εφ’ όσον μας χρησιμεύουν για βρώσι και πόσι. Δεν έφτιαξες το Πανάγιο Σώμα σου από το χώμα. Το έφτιαξες από το ευλογημένο ψωμί, που τόσο γλυκειά και ποθητή μας είναι η γεύσις του. Και δεν έφτιαξες το Τίμιο Αίμα σου από το νερό, αλλά από το κρασί, που η Αγία Γραφή το ονομάζει «αίμα σταφυλής». (Σοφ. Σειράχ λθ’ 26). Το κρασί, το κοκκινωπό ανάμα της Θείας Ευχαριστίας, μοιάζει στο χρώμα με το αίμα. Είναι ευχάριστο στη γεύσι και στηρίζει την καρδιά.
Γνωρίζοντας την αδυναμία μας, τη λειψή μας πίστι, συγκαταβαίνεις και χρησιμοποιείς στο Μυστήριο του Σώματος και του Αίματός σου αυτές τις υλικές ουσίες, που μας είναι τόσο επιθυμητές.
Αξίωνέ μας λοιπόν, Κύριε, να πιστεύουμε ακράδαντα ότι υπό τα είδη του άρτου και του οίνου κοινωνούμε το πραγματικό Σώμα και Αίμα σου. Ότι, με τη Θεία Λειτουργία, βρίσκεσαι αληθινά μεταξύ μας, μαζί μας, πάντοτε, έως τη συντέλεια.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 22-23)

7. Τα εποικοδομητικά λόγια, τα κείμενα των Αγίων Πατέρων, η υμνωδία της Εκκλησίας και, προς παντός, όσα είπε ο ίδιος ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, είναι πράγματι «ύδωρ ζων». Το νερό κυλά. Και τα λόγια αυτά κυλούν στην ψυχή μας σαν εκείνο. Το νερό δροσίζει και δίνει ζωή στο σώμα. Αλλά και τα λόγια του Θεού ζωοποιούν την ψυχή, της δίνουν ειρήνη και χαρά ή τη σωτήριο συντριβή.

8. Πρόσεχε στην καρδιά σου όσο ζείς σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Εξέταζέ τη και βλέπε τι της εξασφαλίζει την ένωσί της με τον ευλογητό Κύριο και τι την αποξενώνει. Έχε λοιπόν αυτογνωσία. Έτσι, με τη βοήθεια του Θεού, θα μπορής να ξεχωρίζης τι σε απομακρύνει και τι σε πλησιάζει σ’ Αυτόν. Τίποτε άλλο εκτός από το πονηρό πνεύμα δεν επιμένει τόσο να βρίσκεται μεταξύ της καρδιά μας και του Κυρίου. Ο Διάβολος μας απομακρύνει από τον Θεό μες από ποικίλα πάθη, μες από τις επιθυμίες της σαρκός, μες από την περιέργεια των ματιών, μες από τα θέλγητρα και τις παγίδες του κόσμου.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 21-22)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42. 
Η εγκράτεια είναι κοινό επώνυμο όλων των αρετών.
Πρέπει λοιπόν ο εγκρατευόμενος να εγκρατεύεται σ' όλα.
Γιατί, όπως το σύνολο του ανθρώπου καταντά άμορφο όταν του αφαιρεθεί οποιοδήποτε απ’ τα λεπτότατα μέλη, ακόμη κι αν αυτό που λείπει από το σχήμα είναι πολύ μικρό,
έτσι και αυτός που παραμελεί μία αρετή αφανίζει, σε σημείο αφάνταστο, όλη την ευπρέπεια της εγκράτειας.
Δεν πρέπει λοιπόν να καλλιεργούμε μόνο τις σωματικές αρετές,
αλλά και εκείνες που μπορούν να καθαρίζουν τον εσωτερικό μας άνθρωπο.
Γιατί ποιό θα είναι το όφελος γι' αυτόν που διατήρησε το σώμα παρθένο,
εάν έχει μοιχευθεί στην ψυχή από το δαίμονα της παρακοής;
ή πώς θα στεφανωθεί εκείνος που φρόντισε βέβαια ν’ αποφύγει τη γαστριμαργία και κάθε σωματική επιθυμία,
δε φρόντισε όμως για την υπεροψία και τη φιλοδοξία,
ούτε ανέχεται και την παραμικρή θλίψη,
όταν η πλάστιγγα πρόκειται ν' αντισταθμίσει το φώς της δικαιοσύνης σ’ αυτούς που έπραξαν τα έργα της δικαιοσύνης με πνεύμα ταπεινώσεως;

(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ.169)

Ο άρτος που έγινε πέτρα
Στην εποχή του ιερού Χρυσοστόμου (4ος αι.)ζούσε κάποιος πλούσιος, που ανήκε μαζί με τη γυναίκα του, στην αίρεση του Μακεδονίου. Κάποτε, ακούγοντας τη διδαχή του αγίου, μετανόησε και επέστρεψε στην αλήθεια της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η γυναίκα του όμως, ενώ με το στόμα ομολογούσε την πίστη της στο ορθόδοξο δόγμα, με την καρδιά της ακολουθούσε την αίρεση.
Σε μια μεγάλη γιορτή λοιπόν της Εκκλησίας, που συνήθιζαν να κοινωνούν πολλοί χριστιανοί, συνέβη το εξής περιστατικό:
Η γυναίκα του πλουσίου πήγε κρυφά στους ιερείς των αιρετικών για να κοινωνήσει. Δεν κοινώνησε όμως, αλλ’ αφού πήρε στα χέρια της τον άρτο, τον έδωσε κρυφά στη δούλη της να τον φυλάξει, χωρίς κανείς άλλος ν’ αντιληφθεί αυτό που έκανε.
Όταν αργότερα γινόταν η θεία λειτουργία των ορθοδόξων, η γυναίκα πήγε φανερά με τον άνδρα της στην εκκλησία για να κοινωνήσει. Σαν ήρθε η σειρά της, πήρε τον άγιο Άρτο από το χέρι του ιερού Χρυσοστόμου, αλλά δεν τον έβαλε στο στόμα της˙ μετέλαβε κρυφά τον άρτο των αιρετικών.
Αμέσως όμως συγκλονίστηκε από ένα θαύμα: Ο άρτος των αιρετικών μετατράπηκε σε πέτρα μέσα στο στόμα της!
Η γυναίκα φοβήθηκε. Με δυνατή φωνή διηγήθηκε σ’ όλους το περιστατικό και πίστεψε ολόψυχα στην ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο άγιος Ιωάννης τοποθέτησε την πέτρα εκείνη στο σκευοφυλάκιο, για να θυμίζει το θαύμα.
[22]

(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 11-12.)

Ο Ευλόγιος και ο ανάπηρος
Ο μακάριος Ευλόγιος, κεντρισμένος από τον θείο έρωτα, εγκατέλειψε τους κοσμικούς θορύβους, τις δόξες, την μόρφωσι, τα πλούτη και ακολούθησε τον εξής δρόμο για την σωτηρία του:
Βρήκε στην αγορά της πόλεως έναν ανάπηρο χωρίς χέρια και πόδια. Αφού συλλογίσθηκε την δυστυχία του, προσευχήθηκε και έδωσε υπόσχεσι στον Θεό:
-Κύριε, στο όνομά Σου, παίρνω αυτόν τον σακάτη και τον περιποιούμαι μέχρι θανάτου, για να σωθώ μ’ αυτή την προσφορά. Χάρισέ μου υπομονή να τον υπηρετώ.
Τον πλησίασε έπειτα και του είπε:
-Θέλεις να σε πάρω στο κελλί μου και να σε υπηρετώ;
-Με πολλή χαρά, απήντησε εκείνος.
Τον πήρε λοιπόν ο Ευλόγιος στο κελλί του και τον φρόντιζε: Τον έτρεφε, τον έλουζε, τον έντυνε, τον παρηγορούσε, τον περιέθαλπε. Με τις περιποιήσεις αυτές ο ανάπηρος υπέμεινε καρτερικά την κατάστασί του και αντιμετώπιζε τον Ευλόγιο μ’ ευγνωμοσύνη. Έπειτα όμως από δεκαπέντε χρόνια, τον εκυρίευσε πνεύμα ακηδίας και εξεγέρθηκε εναντίον του.’Άρχισε να τον περιλούζη με βρισιές και κοροϊδίες:
-Παλιάνθρωπε, δραπέτη, έκλεψες ξένα χρήματα και θέλεις να σωθής προσφέροντάς μου υπηρεσία. Πήγαινέ με πάλι στην πόλι, στην αγορά που με βρήκες.
Άλλοτε απαιτούσε:
-Θέλω κρέας!
Του έφερνε ο Ευλόγιος κρέας, αλλά εκείνος δεν ησύχαζε. Φώναζε:
-Δεν αναπαύομαι. Θέλω να βλέπω κόσμο. Θέλω να ξαναπάω στην αγορά. Πήγαινέ με εκεί που με βρήκες.
Απελπισμένος ο Ευλόγιος κατέφυγε στους γειτονικούς μοναχούς και τους λέει:
-Τι να κάνω, που αυτός ο σακάτης με έχει φέρει σε απόγνωσι; Να τον εγκαταλείψω; Έχω δώσει υπόσχεσι στον Θεό και φοβάμαι. Να μην τον εγκαταλείψω; Μου κάνει μαύρη την ζωή. Δεν ξέρω λοιπόν, τι να κάνω.
Κι εκείνοι του λένε:
-Εφ΄ όσον ζη ο Μ. Αντώνιος, τι ρωτάς εμάς; Πάρε τον σακάτη, πήγαινε στην σπηλιά του και ρώτησε τον. Και ό,τι σου πη, κάνε υπακοή, γιατί μιλάει ο Θεός με το στόμα του.
Τους άκουσε, πήρε τον ανάπηρο και πήγε στον όσιο. Εκείνος τον χαιρέτησε με το όνομά του, ενώ δεν τον είχε ξαναδή. Και τον ρώτησε:
-Γιατί ήρθες εδώ;
-Αυτός που σου αποκάλυψε το όνομά μου, απήντησε ο Ευλόγιος, θα σου αποκάλυψε και το πρόβλημά μου.
-Γνωρίζω γιατί ήρθες! Αλλά πες το και συ, για να το ακούσουν και οι αδελφοί που είναι εδώ.
-Βρήκα στην αγορά αυτόν τον σακάτη και έδωσα υπόσχεσι στον Θεό να τον περιθάλψω, ώστε να σωθώ μ’ αυτόν και αυτός μ’ εμένα. Επειδή όμως έπειτα από δεκαπέντε χρόνια μ’ έφερε σε μεγάλη δοκιμασία, σκέφθηκα να τον εγκαταλείψω. Γι’ αυτό ήρθα στην οσιότητά σου. Να με συμβουλεύσης τι πρέπει να κάνω. Και να προσευχηθής για μένα, γιατί πολύ υποφέρω.
Του λέει με σοβαρό ύφος ο όσιος:
-Ώστε θέλεις να τον εγκαταλείψης... Αυτός όμως που τον έπλασε, δεν τον εγκαταλείπει. Αν εσύ τον εγκαταλείψης, θα βάλη έναν καλύτερό σου να τον περιμαζέψη.
Ο Ευλόγιος στα λόγια αυτά σιώπησε. Ο όσιος γύρισε τότε προς τον ανάπηρο και άρχισε να τον μαστιγώνη με την παιδαγωγική του γλώσσα:
- Άθλιε, ανάξιε του ουρανού και της γης, δεν παύεις να θεομαχής; Δεν ξέρεις ότι ο ίδιος ο Χριστός σε υπηρετεί; Πώς τολμάς να τα βάλης με τον Χριστό; Στο όνομα του Χριστού δεν σε περιποιείται ο Ευλόγιος;
Έπειτα τους πήρε και τους δύο και τους συμβούλευσε:
-Πηγαίνετε και μη χωρισθήτε μεταξύ σας. Ο Θεός θα σας οικονομήση. Σας ήρθε πειρασμός, γιατί και οι δύο βαδίζετε προς το τέλος των αγώνων σας και πρόκειται να βραβευθήτε με στεφάνια υπομονής. Μη λοιπόν χωρίσετε, και όταν θα έρθη ο άγγελος, να σας βρη στον τόπο της ασκήσεώς σας.
Συγκινημένοι εκείνοι με τα λόγια αυτά γύρισαν γρήγορα στο κελλί τους και συνέχισαν τον αγώνα τους. Και σε σαράντα ημέρες εκοιμήθη ο Ευλόγιος. Και σε άλλες τρείς εκοιμήθη και ο ανάπηρος.
(Λαυσαϊκή ιστορία)

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος πρώτος, σελ.17-19 )

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41. 

Ανάμεσα σ’ όλες τις εισαγωγικές αρετές αναγνωρίζεται ότι η υπακοή είναι το πρώτο καλό, γιατί εξαφανίζει την υπεροψία και γεννά μέσα μας την ταπεινοφροσύνη.
Γι’ αυτό γίνεται θύρα στην αγάπη του Θεού γι’ αυτούς που τη δέχονται ευχάριστα.
Αυτήν παραβίασε ο Αδάμ και γκρεμίστηκε στο βυθό του Ταρτάρου.
Aυτήν αγάπησε ο Κύριος, σύμφωνα με το σχέδιο της οικονομίας, μέχρι σταυρού και θανάτου, και υπάκουσε στον Πατέρα του, και μάλιστα ενώ δεν ήταν σε τίποτα κατώτερος του μεγαλείου του, για να επαναφέρει στη μακάρια και αιώνια ζωή εκείνους που έζησαν με υπακοή, αφού με την υπακοή του εξαφανίσει την κατηγορία για την ανθρώπινη παρακοή.
Πρώτα λοιπόν αυτήν την αρετή πρέπει να φροντίζουν εκείνοι που αναλαμβάνουν τον αγώνα εναντίον της υπερηφάνειας του διαβόλου, γιατί αυτή θα μας υποδείξει να βαδίζουμε απλάνευτα όλους τους δρόμους των αρετών.

... Απόκρ. Με την υπακοή θεράπευσα την τόλμη, είπε.
Tίποτε δεν είναι ταπεινότερο από την υπακοή.

(ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής, σελ. 167-169, 317)

Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, μέρος 2ο. 

Η προσευχή είναι μια περιπέτεια η οποία δεν προκαλεί μόνο συγκινήσεις στην ψυχή, αλλά την επιφορτίζει με νέες ευθύνες. Όσο ζούμε σε πνευματική άγνοια, δεν ζητάει κανείς τίποτα από μας. Όταν όμως αρχίζουμε προοδευτικά να κατανοούμε τα πνευματικά πράγματα, είμαστε πλέον υπόλογοι για το πώς αξιοποιούμε αυτή τη γνώση. Παρόλο ότι η πνευματική γνώση είναι θείο δώρο, όμως εμείς είμαστε υπεύθυνοι ακόμα και για την παραμικρή αλήθεια που έχουμε κατανοήσει. Eφόσον αυτή έγινε κτήμα μας, δεν μπορούμε να την αφήσουμε αργή, αλλά πρέπει να την εντάξουμε στην καθημερινή ζωή μας. Αυτό το νόημα έχει και εκείνο που λέει η Αγία Γραφή, ότι θα δώσουμε λόγο για κάθε ευαγγελική αλήθεια που έχουμε γνωρίσει.
Πρέπει να ζήσουμε την περιπέτεια αυτή της προσευχής με αισθήματα λατρευτικού δέους, με απόλυτο σεβασμό. Και πρέπει να εκφράσουμε και εξωτερικά τα βιώματα αυτά, όσο μπορούμε πιο τέλεια και πιο ολοκληρωμένα. Δεν φτάνει να ξαπλώσουμε νωχελικά σε μια πολυθρόνα και να πούμε: Τώρα βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, αισθάνομαι την παρουσία του και τον λατρεύω. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, αν ο Χριστός στεκόταν αυτή τη στιγμή μπροστά μας, θα συμπεριφερόμασταν διαφορετικά. Και πρέπει να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ενώπιον του αοράτου Κυρίου σαν να ήταν ορατός και να τον βλέπαμε.
Αυτή η προσπάθεια αρχικά συνεπάγεται μια ορισμένη στάση του νου ενώπιον του Θεού, η οποία βέβαια στη συνέχεια αντανακλάται και στο σώμα. Αν ο Χριστός βρισκόταν μπροστά μας και το βλέμμα του μας διαπερνούσε ψυχικά και σωματικά, θα νιώθαμε σεβασμό, θείο δέος, λατρεία ή πιθανόν και κάποιο φόβο. Οπωσδήποτε όμως η συμπεριφορά μας δεν θα ήταν τόσο ανέμελη, όπως είναι τώρα.
Ο σύγχρονος κόσμος έχει χάσει τη σωστή έννοια της προσευχής και η συμμετοχή του σώματος σε κάτι που βιώνει εσωτερικά η ψυχή έχει σήμερα γι’ αυτόν πολύ δευτερεύουσα σημασία, παρόλο ότι δεν είναι καθόλου δευτερεύουσα. Ξεχνάμε ότι δεν είμαστε μόνο ψυχή η οποία κατοικεί σε υλικό σώμα, αλλά ανθρώπινη ύπαρξη, δημιουργημένη από σώμα και ψυχή και ότι καλούμαστε, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, να δοξάσουμε το Θεό και με το σώμα και με το πνεύμα μας. Και ακόμη ότι και τα δυό, και τα σώματα και οι ψυχές μας, θα δοξαστούν στη Βασιλεία των ουρανών (Α' Κορινθ. 6, 20).
Πολύ συχνά στη ζωή μας, η προσευχή δεν παίρνει την πρώτη θέση, ώστε καθετί άλλο να χάνει μπροστά της τη σημασία του και να υποχωρεί δίνοντας τόπο μόνο σ’ αυτή. Η προσευχή είναι για μας μια ακόμα δουλειά δίπλα σε τόσες άλλες υποχρεώσεις. Θέλουμε να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού, όχι τόσο γιατί χωρίς Αυτόν δεν υπάρχει ζωή ή γιατί είναι η ύψιστη αξία, αλλά γιατί θα ήταν πολύ άμορφο, μαζί με όλες τις άλλες ευεργεσίες, που μας χαρίζει ο Θεός, να μας χαρίζει και την παρουσία Του. Ο Θεός είναι μια προσθήκη μέσα στις τόσες άλλες ανάγκες μας. Και φυσικά όταν Τον αναζητάμε μ’ αυτό το πνεύμα, δεν αξιωνόμαστε να Τον συναντήσουμε. Η προσευχή, παρόλα όσα έχουν μέχρι τώρα αναφερθεί, μολονότι παρουσιάζεται ως επικίνδυνη περιπέτεια, παραμένει πάντα ο πιο ωραίος δρόμος στην πορεία της εκπληρώσεως της κλήσεώς μας. Και αυτή είναι το να γίνουμε άνθρωποι, με όλη τη σημασία της λέξεως. Πράγμα που σημαίνει, να θεωθούμε. Και τελικά, όπως λέει και ο Απόστολος Πέτρος, να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. 1,4).
Όπως στις ανθρώπινες σχέσεις η αγάπη και η φιλία δεν αναπτύσσονται, αν δεν είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε πολλά για χάρη τους, έτσι και στη σχέση μας με το Θεό. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να βάλουμε στην άκρη πολλά πράγματα, μόνο και μόνο για να δώσουμε στο Θεό την πρώτη θέση στη ζωή μας.

(Ζωντανή Προσευχή, Αρχιεπ. Antony Bloom, σελ. 21-23)

Οράματα παγίδες…

Εξαιρετικά εντυπωσιακό είναι το χάρισμα των οραμάτων. Είναι όμως και φοβερά επικίνδυνο, γιατί αρκετοί υψηλοφρόνησαν με αληθινά και πολλοί πλανήθηκαν με απατηλά οράματα. Γι' αυτό σπανίζει συγκριτικά με αλλά χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος. Αφθονεί κυρίως στους βίους των προφητών με τη μορφή των «οράσεων», και στα συναξάρια των δια Χριστόν σαλών αγίων, που τους εξασφάλιζε «άπτωτη» ταπείνωσις και εξουδένωσις, την οποία συστηματικά καλλιεργούσαν.
Τα οράματα δεν αποτελούν πάντοτε σημείο ή συστατικό της αγιότητος του «ορώντος». Έτσι έχουμε, σαν έκτακτες βέβαια περιπτώσεις, τα θεία ενύπνια του Φαραώ, του Ναβουχοδονόσορος, του Αβιμέλεχ… Συναντούμε ακόμη εκφοβιστικές εμφανίσεις αγίων, π.χ. σε βαρβάρους που πολιορκούσαν χριστιανικές πόλεις. Το Πνεύμα του Θεού «όπου θέλει πνει» και χρησιμοποιεί ποικίλους τρόπους για τη σωτηρία του λαού του και την οικοδομή της Εκκλησίας.
Τα οράματα ανάλογα με τον τρόπο που εκδηλώνονται, μπορούμε να τα κατατάξουμε: α) σε ενύπνια, β) σε «εν εκστάσει» και γ) σε οφθαλμοφανή. Η εξοχώτερη όμως μορφή οράματος είναι αυτή που στην Αγ. Γραφή και που ο Θεός ομιλεί στον προφήτη Μωυσή «στόμα κατά στόμα, εν είδει και ου δι’ αινιγμάτων... ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον».
Τα οράματα που προέρχονται από τον Θεό έχουν κατά τους μυστικούς πατέρες τα εξής χαρακτηριστικά σαν αποδεικτικά της γνησιότητάς τους:
1. Δεν επιζητούνται από τον άνθρωπο, αλλά συμβαίνουν απρόοπτα, όταν ο Θεός θελήση. Ο άγιος από βαθιά ταπείνωσι δεν τα επιδιώκει ποτέ.
2. Συμβαίνουν αθόρυβα και ήσυχα. Συγκλονίζουν βέβαια την ψυχή, αλλά σύντομα την ειρηνεύουν και τη γεμίζουν ανείπωτη χαρά, θάρρος και αγάπη.
3. Αφήνουν έντονη γλυκύτητα και ζωηρή επιθυμία για την κατάκτησι της πνευματικής τελειότητας.
Οι ίδιοι πατέρες επισημαίνουν επίσης τα χαρακτηριστικά των οραμάτων που προέρχονται από τον διάβολο: |
1. Δημιουργούν ταραχή και θόρυβο.
2. Γεννούν στην ψυχή οίησι, μίσος, ακηδία και φόβο.
3. Ψυχραίνουν τον ζήλο για την αρετή και προκαλούν πνευματική ακαταστασία.
Ο νους τον ανθρώπου έχει την ικανότητα εύκολα να σχηματίζη εικόνες. Κατά τον όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη «ραδίως μορφάζειν δύναται». Η λειτουργία του δηλαδή εν προκειμένω είναι παραστατική. Στη σχέση του όμως με τον Θεό η νοητική αυτή λειτουργία είναι ανάγκη ν’ ανασταλή, σύμφωνα με την εντολή της Αγ. Γραφής «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον» και των αγίων πατέρων «μη σχηματίσεις το θείον εν σεαυτώ».
Όταν ο άνθρωπος παραβή την εντολή αυτή και δώση μορφή και σχήμα στον άμορφο και άυλο Θεό μέσα του, δίνει μια λαβή στον διάβολο να τον ρίξη στην πλάνη. Έτσι έχουμε μια περίπτωσι δημιουργίας οραμάτων δαιμονικής προελεύσεως.
Εξ άλλου ο διάβολος, με την ικανότητα που έχει να μετασχηματίζεται σε «άγγελο φωτός», παραπλανά συχνά τις κενόδοξες και απρόσεκτες ψυχές. Παρατηρείται τότε το θλιβερό και παθολογικό φαινόμενο μιας νοσηρής θρησκευτικότητος με υπερπαραγωγή πλανεμένων και ασεβών οραμάτων, οπτασιών και εμφανίσεων, δήθεν του Χριστού, της Παναγίας, αγγέλων και αγίων. Τέτοια φαινόμενα συναντούμε στις οραματίστριες, μέντιουμ, τους μάγους τους πνευματιστές, αλλά και σε πολλούς «ευσεβείς» χριστιανούς που εμπιστεύονται στον λογισμό τους και δεν συμβουλεύονται πνευματικούς.
Γι’ αυτό οι πατέρες μας εφιστούν την προσοχή στην αποδοχή των οραμάτων. Οι ίδιοι, όταν βρίσκονταν ενώπιον θαυμαστών αποκαλύψεων, στέκονταν πάντα διστακτικοί και έκαναν έντονη προσευχή προκειμένου να βεβαιωθούν για την πραγματική τους προέλευση. Πρόστρεχαν προ παντός με βαθειά ταπείνωσι στη συμβουλή άλλων έμπειρων πνευματικών.
Είναι δείγμα απερισκεψίας και πνευματικής ανωριμότητος ο ζήλος και η επιθυμία ωρισμένων, ακόμη και σοβαρών και ευλαβών κατά τα άλλα, πιστών για οράματα και αποκαλύψεις. Βρίσκονται εκ προϋποθέσεις σε λανθασμένο και επικίνδυνο θεολογικά χώρο.
«Είναι θλιβερό για μένα, λέει ο Μ. Παχώμιος, ν' αφήσω το πένθος για τις αμαρτίες μου και να επιζητώ οράματα... Θέλεις να δης σπουδαίο όραμα; Κοίταξε έναν άνθρωπο αγνό και ταπεινό! Τι μεγαλύτερο όραμα υπάρχει από το να δης τον αόρατο Θεό να κατοικεί μέσα σε ορατό άνθρωπο;»
Ο άγιος Ιππόλυτος μας διασώζει το πάθημα ενός επισκόπου του Πόντου, που ήταν βέβαια ευλαβής, έδινε όμως αδιάκριτη προσοχή στα όνειρα που έβλεπε. Έτσι θεωρώντας θείο όραμα ένα πλανεμένο όνειρο, διακήρυξε στους πιστούς ότι μετά ένα χρόνο θα γινόταν η μέλλουσα Κρίσις! Ο λαός άρχισε να κλαίη και να οδύρεται. Από τον φόβο του εγκατέλειψε ακαλλιέργητα χωράφια! Μόλις όμως συμπληρώθηκε ο χρόνος και δεν έγινε τίποτε, φανερώθηκε η πλάνη του επισκόπου και οι πιστοί σκανδαλίσθηκαν και αναγκάσθηκαν να ζητιανεύουν!
Παρόμοια στην εποχή μας διάφορες οραματίστριες ισχυρίζονται ότι δέχονται — παιδαριώδεις αυνήθως - αποκαλύψεις, θριαμβολογούν γι’ αυτές και δημιουργούν υστερικές εκδηλώσεις σε πλήθη αφελών.
Σε διαμετρική αντίθεσι, κάποιος που αντίκρυσε τη μορφή του Κυρίου, έκλεισε τα μάτια και είπε:
— Εγώ δεν θέλω να δω τον Χριστό σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο.
Και κάποιος άλλος είπε στον διάβολο, που του εμφανίσθηκε σαν αρχάγγελος Γαβριήλ:
— Πρόσεχε, μήπως κατά λάθος ήρθες σε μένα. Εγώ που ζω στην αμαρτία, είμαι ανάξιος να δω άγγελο του Θεού.
Ο άγιος Διάδοχος, επίσκοπος Φωτικής, διδάσκει:
«Είναι μεγάλη σύνεσις να μην αποδεχώμαστε καμμιά απολύτως οπτασία... Κι αν κάποτε μας σταλή από τον Θεό ένα όραμα, και δεν το αποδεχθούμε, δεν θα οργισθή ο Κύριός μας γι’ αυτό, επειδή ξέρει ότι φυλαγόμαστε έτσι από τις παγίδες των δαιμόνων».
Όσοι, αντίθετα, εύκολα αποδέχονται τα οράματα και, πολύ περισσότερο, χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο τα διηγούνται στους άλλους, ας μη πλανώνται: Είναι πλανεμένοι.

(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Δεύτερος, σελ.9-13)

Ανατροφή «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»

Ο μικρός και ευλογημένος Αρσένιος, μαζί με το γάλα που θήλαζε, μάθαινε από τους γονείς του και την ευλάβεια προς τον Θεό. Αντί για παραμύθια και ιστορίες του μιλούσαν για τον βίο και τα θαύματα του οσίου Αρσενίου. Μέσα του γεννήθηκε θαυμασμός και αγάπη για τον Χατζεφεντή, όπως αποκαλούσαν τον όσιο Αρσένιο. Από μικρός ήθελε να γίνη και αυτός μοναχός για να μοιάση τον Άγιό του.
Το πρόσωπο που μετά τον όσιο Αρσένιο επηρέασε ευεργετικά όλη του την ζωή ήταν η μητέρα του, προς την οποία αισθανόταν ιδιαίτερη αγάπη και την βοηθούσε όσο μπορούσε. Από αυτήν διδάχθηκε την ταπεινοφροσύνη. Τον συμβούλευε να μη θέλη να νικά τους συμμαθητές του στα παιχνίδια και ύστερα να υπερηφανεύεται, ούτε να επιδιώκη να μπαίνη πρώτος στην γραμμή, γιατί ήταν το ίδιο, είτε πρώτος είτε τελευταίος έμπαινε.
Επί πλέον του έμαθε την εγκράτεια· να μην τρώγη πριν από την ώρα του φαγητού. Την παράβαση την θεωρούσε πορνεία.
Επίσης τον βοήθησε να αποκτήση απλότητα, εργατικότητα, νοικοκυροσύνη και προσοχή στην συμπεριφορά του προς τους άλλους, και τον προέτρεπε να μην αναφέρη καθόλου το όνομα του πειρασμού (διαβόλου).
Δυό φορές την ημέρα όλη η οικογένεια προσευχόταν μπροστά στο εικονοστάσι. Η μητέρα του όμως συνέχιζε να προσεύχεται και όταν έκανε τις εργασίες του σπιτιού λέγοντας την ευχή.
Τέτοια ήταν η ευλάβεια των γονέων του, ώστε και στα αλώνια έπαιρναν μαζί τους αντίδωρο.
Ο μικρός Αρσένιος, με το ενδιαφέρον και την εξυπνάδα που είχε, εύκολα αφομοίωνε ό,τι καλό άκουγε από τους γονείς του.
Ακολουθώντας το παράδειγμά τους έμαθε να νηστεύη, να προσεύχεται και να εκκλησιάζεται. Ήταν το πιο αγαπητό από όλα τα παιδιά της οικογενείας. «Ο μεν πατέρας μου», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «με αγαπούσε, γιατί είχα κλίση στα τεχνικά και έπιαναν τα χέρια μου, η δε μητέρα μου για την ψεύτικη (λίγη, μικρή) ευλάβεια που είχα».

(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 43-44)

katafigioti

lifecoaching