Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, μέρος 2ο.
Η προσευχή είναι μια περιπέτεια η οποία δεν προκαλεί μόνο συγκινήσεις στην ψυχή, αλλά την επιφορτίζει με νέες ευθύνες. Όσο ζούμε σε πνευματική άγνοια, δεν ζητάει κανείς τίποτα από μας. Όταν όμως αρχίζουμε προοδευτικά να κατανοούμε τα πνευματικά πράγματα, είμαστε πλέον υπόλογοι για το πώς αξιοποιούμε αυτή τη γνώση. Παρόλο ότι η πνευματική γνώση είναι θείο δώρο, όμως εμείς είμαστε υπεύθυνοι ακόμα και για την παραμικρή αλήθεια που έχουμε κατανοήσει. Eφόσον αυτή έγινε κτήμα μας, δεν μπορούμε να την αφήσουμε αργή, αλλά πρέπει να την εντάξουμε στην καθημερινή ζωή μας. Αυτό το νόημα έχει και εκείνο που λέει η Αγία Γραφή, ότι θα δώσουμε λόγο για κάθε ευαγγελική αλήθεια που έχουμε γνωρίσει.
Πρέπει να ζήσουμε την περιπέτεια αυτή της προσευχής με αισθήματα λατρευτικού δέους, με απόλυτο σεβασμό. Και πρέπει να εκφράσουμε και εξωτερικά τα βιώματα αυτά, όσο μπορούμε πιο τέλεια και πιο ολοκληρωμένα. Δεν φτάνει να ξαπλώσουμε νωχελικά σε μια πολυθρόνα και να πούμε: Τώρα βρίσκομαι ενώπιον του Θεού, αισθάνομαι την παρουσία του και τον λατρεύω. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, αν ο Χριστός στεκόταν αυτή τη στιγμή μπροστά μας, θα συμπεριφερόμασταν διαφορετικά. Και πρέπει να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ενώπιον του αοράτου Κυρίου σαν να ήταν ορατός και να τον βλέπαμε.
Αυτή η προσπάθεια αρχικά συνεπάγεται μια ορισμένη στάση του νου ενώπιον του Θεού, η οποία βέβαια στη συνέχεια αντανακλάται και στο σώμα. Αν ο Χριστός βρισκόταν μπροστά μας και το βλέμμα του μας διαπερνούσε ψυχικά και σωματικά, θα νιώθαμε σεβασμό, θείο δέος, λατρεία ή πιθανόν και κάποιο φόβο. Οπωσδήποτε όμως η συμπεριφορά μας δεν θα ήταν τόσο ανέμελη, όπως είναι τώρα.
Ο σύγχρονος κόσμος έχει χάσει τη σωστή έννοια της προσευχής και η συμμετοχή του σώματος σε κάτι που βιώνει εσωτερικά η ψυχή έχει σήμερα γι’ αυτόν πολύ δευτερεύουσα σημασία, παρόλο ότι δεν είναι καθόλου δευτερεύουσα. Ξεχνάμε ότι δεν είμαστε μόνο ψυχή η οποία κατοικεί σε υλικό σώμα, αλλά ανθρώπινη ύπαρξη, δημιουργημένη από σώμα και ψυχή και ότι καλούμαστε, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, να δοξάσουμε το Θεό και με το σώμα και με το πνεύμα μας. Και ακόμη ότι και τα δυό, και τα σώματα και οι ψυχές μας, θα δοξαστούν στη Βασιλεία των ουρανών (Α' Κορινθ. 6, 20).
Πολύ συχνά στη ζωή μας, η προσευχή δεν παίρνει την πρώτη θέση, ώστε καθετί άλλο να χάνει μπροστά της τη σημασία του και να υποχωρεί δίνοντας τόπο μόνο σ’ αυτή. Η προσευχή είναι για μας μια ακόμα δουλειά δίπλα σε τόσες άλλες υποχρεώσεις. Θέλουμε να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού, όχι τόσο γιατί χωρίς Αυτόν δεν υπάρχει ζωή ή γιατί είναι η ύψιστη αξία, αλλά γιατί θα ήταν πολύ άμορφο, μαζί με όλες τις άλλες ευεργεσίες, που μας χαρίζει ο Θεός, να μας χαρίζει και την παρουσία Του. Ο Θεός είναι μια προσθήκη μέσα στις τόσες άλλες ανάγκες μας. Και φυσικά όταν Τον αναζητάμε μ’ αυτό το πνεύμα, δεν αξιωνόμαστε να Τον συναντήσουμε. Η προσευχή, παρόλα όσα έχουν μέχρι τώρα αναφερθεί, μολονότι παρουσιάζεται ως επικίνδυνη περιπέτεια, παραμένει πάντα ο πιο ωραίος δρόμος στην πορεία της εκπληρώσεως της κλήσεώς μας. Και αυτή είναι το να γίνουμε άνθρωποι, με όλη τη σημασία της λέξεως. Πράγμα που σημαίνει, να θεωθούμε. Και τελικά, όπως λέει και ο Απόστολος Πέτρος, να γίνουμε «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β' Πέτρ. 1,4).
Όπως στις ανθρώπινες σχέσεις η αγάπη και η φιλία δεν αναπτύσσονται, αν δεν είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε πολλά για χάρη τους, έτσι και στη σχέση μας με το Θεό. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να βάλουμε στην άκρη πολλά πράγματα, μόνο και μόνο για να δώσουμε στο Θεό την πρώτη θέση στη ζωή μας.
(Ζωντανή Προσευχή, Αρχιεπ. Antony Bloom, σελ. 21-23)