ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Ο μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου όσιος Παύλος ο Απλούς αξιώθηκε να λάβη το κατά δαιμόνων χάρισμα.
Έφεραν κάποτε στον Μέγα Αντώνιο ένα δαιμονισμένο, με δαιμόνιο φοβερό, που έβριζε και τον ίδιο τον ουρανό. Το πρόσεξε αυτό ο όσιος και λέει:
- Δεν είναι έργο δικό μου να βγάζω δαιμόνια. Τέτοιο χάρισμα έχει ο Παύλος. Τους πήγε λοιπόν στον όσιο Παύλο και του είπε:
- Αββά Παύλε, βγάλε το δαιμόνιο από τον άνθρωπο αυτόν, για να γυρίση υγιής στο σπίτι του.
- Γιατί δεν το βγάζεις εσύ;
- Δεν ευκαιρώ εγώ. Έχω άλλο έργο.
Τους άφησε ο Μέγας Αντώνιος και έφυγε. Ο όσιος Παύλος προσευχήθηκε θερμά και λέει στο δαιμόνιο.
- Είπε ο αββάς Αντώνιος να βγης από τον άνθρωπο αυτόν.
- Δεν βγαίνω, παλιόγερε, απαντά εκείνο.
- Βγες, το είπε ο αββάς Αντώνιος.
Το δαιμόνιο τότε άρχισε να βρίζη και τον Μ. Αντώνιο. Τότε ο όσιος βγήκε από το κελλί του μέσα στο καταμεσήμερο, ανέβηκε σε μια πέτρα πυρωμένη από τον ήλιο και φώναξε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν θα κατεβώ απ᾽αυτήν την πέτρα, δεν θα φάω και δεν θα πιώ τίποτε μέχρι να πεθάνω, αν δεν ελευθερώσης αυτόν τον δούλον Σου.
Πριν τελειώση η προσευχή του οσίου, το δαιμόνιο είχε εξαφανισθή».
(«Χαρίσματα και χαρισματούχοι», τόμος Α´ εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 194-195).

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ ἀπό το βιβλίο "ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ"

ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Ὁ ἰαματικός μεγαλομάρτυς Παντελεήμων γεννήθηκε στήν Νικομήδεια. Πατέρας του ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης Εὐστόργιος καί μητέρα του ἡ χριστιανή Εὐβούλη. Μαρτύρησε τό 305 ἐπί αὐτόκράτορος Μαξιμιανοῦ.
Εἶχε σπουδάσει τήν ἰατρική στόν διδάσκαλο τῆς ἐπιστήμης αὐτῆς Εὐφρόσυνο. Τήν περίοδο τῶν σπουδῶν του γνώρισε τόν ἱερέα τῆς ἐκκλησίας τῆς Νικομηδείας ἅγιο Ἑρμόλαο. Αὐτός καλλιέργησε τά σπέρματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, πού εἶχε σπείρει στήν ψυχή του ἡ εὐσεβής Εὐβούλη, καί μετά τήν κανονική κατήχησι τόν βάπτισε.
Μιά μέρα κάποιοι ἔφεραν στό σπίτι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ἕναν τυφλό. Ὁ ἅγιος, μαζί μέ τόν πατέρα του, τόν δέχθηκε καί τόν ρώτησε τί θέλει.
- Τό φῶς μου ποθῶ, γιατρέ μου. Πῆγα σέ πολλούς γιατρούς, ἀλλά κανείς δέν μπόρεσε νά μέ θεραπεύση. Ξόδεψα ὅλη τήν περιουσία μου στά φάρμακα καί δέν βρῆκα κανένα ὄφελος. Σέ παρακαλῶ, λυπήσου τήν ταλαιπωρία μου καί θεράπευσέ με.
- Ἀφοῦ ξόδεψες ὅλη τήν περιουσία σου στούς ἄλλους γιατρούς, τοῦ εἶπε ὁ ἅγιος, ἐάν ἐγώ σέ θεραπεύσω, τί θά μοῦ δώσεις;
- Ὅ,τι μοῦ ἀπέμεινε μέ χαρά καί προθυμία θά στό χαρίσω. Μόνο νά μέ θεραπεύσῃς.
- Θά σέ θεραπεύσῃ ὁ ἀληθινός Θεός χρησιμοποιώντας γιά ὄργανο Του ἐμένα! Τόν μισθό ὅμως τῆς θεραπείας, πού μοῦ ὑποσχέθηκες, νά τόν μοιράσῃς στούς φτωχούς.
Ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας τοῦ ἁγίου Εὐστόργιος, νομίζοντας ὅτι μέ τήν συνηθισμένη ἰατρική ἀναλαμβάνει νά τόν θεραπεύσῃ, προσπάθησε νά τόν ἐμποδίσῃ:
- Μήν ἀναλαμβάνῃς, παιδί μου, τέτοιο ἔργο, ἀφοῦ τόσοι ἄλλοι γιατροί δέν τό κατώρθωσαν. Πρόσεξε μήν τυχόν ντροπιαστῇς στό τέλος. Τί περισσότερο μπορεῖς νά κάνῃς ἐσύ ἀπό τούς ἄλλους γιατρούς;
Ὁ Εὐστόργιος, νομίζοντας ὅτι ἀναφέρεται στόν διδάσκαλο Εὐφρόσυνο, τοῦ είπε:
- Παιδί μου, δυστυχῶς καί ὁ ἴδιος ὁ διδάσκαλός σου ἐπεχείρησε νά τόν θεραπεύσῃ καί δέν πέτυχε τίποτε.
- Περίμενε, πατέρα, καί θά δῆς τί θά κάνω.
Ἅπλωσε τότε τό δεξί του χέρι, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στά μάτια τοῦ τυφλοῦ καί προσευχήθηκε πρός τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀμέσως τά μάτια τοῦ τυφλοῦ ἄνοιξαν! Καί ὄχι μόνο τά μάτια τοῦ σώματος, ἀλλά καί τῆς ψυχῆς. Μόλις εἶδε ὁ τυφλός ὅτι μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ θεραπεύθηκε, πίστεψε σ᾿ Αὐτόν. Μέ τό θαῦμα αὐτό πίστεψε καί ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Εὐστόργιος. Σέ λίγο καιρό ὁ ἅγιος Ἑρμόλαος βάπτισε καί τούς δύο.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

«Ο ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ», Εις τον βίον του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ

Κάποιος μοναχός της μονής του Σάρωφ κυριεύθηκε από μελαγχολία. Μια φορά μάλιστα που ένιωσε να φθάνη στην απόγνωσι, ζήτησε την συμπαράστασι ενός αδελφού.
Βγήκαν και οι δύο έξω από την μονή μετά τον εσπερινό και άρχισαν να περιπατούν στον κήπο και να παρηγορούνται με την συζήτησι. Πλησίασαν στον σταύλο της μονής. Εκεί κοντά άρχιζε το δρομάκι που ωδηγούσε στην πηγή του οσίου Σεραφείμ.
Ο άρρωστος αδελφός θέλησε ν’ αλλάξη κατεύθυνσι, για να μη συναντηθή με τον στάρετς σ’ αυτήν την ψυχική κατάστασι. Πριν όμως προφθάσουν ν’ απομακρυνθούν, τον βλέπουν να έρχεται προς το μέρος τους.
Οι δύο μοναχοί έπεσαν με σεβασμό στα πόδια του. Εκείνος τους ευλόγησε και τους μίλησε με ασυνήθιστη καλωσύνη. Σαν στοργικός πατέρας! Κατόπιν άρχισε να ψάλλη ένα τροπάριο της ενάτης ωδής του μικρού παρακλητικού κανόνος της Θεοτόκου, που ψάλλεται σε κάθε θλίψι και δοκιμασία:

«Χαράς μου την καρδίαν
πλήρωσον, Παρθένε,
η της χαράς δεξαμένη
το πλήρωμα,
της αμαρτίας την λύπην εξαφανίσασα».
 

Ύστερα χτύπησε το πόδι του στην γη και είπε:

- Δεν μας επιτρέπεται να μελαγχολούμε. Ο Χριστός νίκησε τα πάντα! Ανάστησε τον Αδάμ! Ελευθέρωσε την Εύα! Θανάτωσε τον θάνατο!

Η ψυχική κατάστασις του στάρετς μεταδόθηκε στην ψυχή των αδελφών. Ζωογονημένοι τώρα με την χαρά του, επέστρεψαν στην μονή ειρηνικοί!

(«ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ», τόμος Α΄, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ)

«H ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΥ» ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ» ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Σέ ὅλη του τή ζωή ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μ. Ἀθανάσιος (295-373) ἀγωνιζόταν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάστηκε «Στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας»!
Δέκα χρόνια μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, οἱ ἀρχηγοί τῆς ἀρειανικῆς πλάνης συκοφάντησαν αἰσχρά τόν ἅγιο ἱεράρχη καί κατόρθωσαν νά πείσουν τόν αὐτοκράτορα νά συγκληθῆ σύνοδος ἐπισκόπων γιά τήν καθαίρεσή του.
Ἡ σύνοδος συνεκλήθη στήν Τύρο τό 335. Στή δεύτερη συνεδρίασή της συνέβη ἕνα καταπληκτικό ἐπεισόδιο, πού φανερώνει τήν εὐφυΐα καί τή σοφία τοῦ Μ. Ἀθανασίου.
Σέ κάποια στιγμή, πού ἐπικρατοῦσε ἡσυχία στήν αἴθουσα τῆς συνόδου, ἄνοιξε ξαφνικά ἡ πόρτα καί μιά γυναίκα ὅρμησε μέσα μέ κλάματα καί κοπετούς φοβερούς.
Μέ λυγμούς φώναζε ἀπελπισμένα ὅτι ἐνῶ εἶχε ὑποσχεθῆ νά ζήσῃ ζωή παρθενική, ὁ Μ. Ἀθανάσιος μπῆκε στό σπίτι της γιά νά φιλοξενιθῆ, καί τόλμησε νά τῆς ἐπιτεθῆ καί νά τή διαφθείρῃ!…
Κατάπληξη καί πόνος βαθύς γέμισε ὅλους τούς ἐπισκόπους μπροστά στή νεαρή αὐτή γυναίκα. Τά βλέμματά τους καρφώθηκαν στόν Μ. Ἀθανάσιο, πού κοιτοῦσε ἀδιάφορα κάτω, σάν νά μή συνέβαινε τίποτε. Τότε ὁ πρεσβύτερος Τιμόθεος, πού στεκόταν δίπλα του, γύρισε καί τή ρώτησε τή γυναίκα:
- Ἐγώ ἦρθα σέ σχέσεις μαζί σου; Ἐγώ μπῆκα στό σπίτι σου;
- Ναί, ἐσύ! φώναξε μέ ἀναίδεια ἐκείνη. Ἐσύ μοῦ ἔκλεψες τήν ἁγνότητά μου. Ἐσύ μέ γύμνωσες ἀπό τή σωφροσύνη μου!…
Κινοῦσε ἀπειλητικά τό δάκτυλο στόν πρεσβύτερο Τιμόθεο καί τόν ἔδειχνε σέ ὅλους, πιστεύοντας ὅτι αὐτός ἦταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος!… Γιατί, φυσικά, τόν ἅγιο πατριάρχη δέν τόν εἶχε δεῖ ποτέ…
Τώρα πιά τά προπετάσματα εἶχαν κουρελιαστῆ, καί ὁ ὀχετός τῆς συκοφαντίας ἐμφανιζόταν ἀπαίσιος. Μέσα στήν αἴθουσα ἔγινε σάλος μεγάλος. Οἱ ἐχθροί τοῦ Μ. Ἀθανασίου εἶχαν δωροδοκήσει μιά πόρνη γιά νά ψευδομαρτυρήσῃ ἐναντίον του. Μά ἡ ἀπέραντη σοφία του εἶχε ἐπινοήσει τήν πιό ὑπέροχη ἄμυνα. Πληροφορημένος ἀπό πρίν γιά τήν πλεκτάνη πού τοῦ ἑτοίμαζαν, ὀργάνωσε κι αὐτός μαζί μέ τόν πιστό του πρεσβύτερο Τιμόθεο τά ἀποκαλυπτήρια τοῦ δόλου καί τῆς συκοφαντίας!
Ὅταν ἡ γυναίκα κατάλαβε τό πάθημά της ἦταν ἀργά πιά… Ἄρχισε νά τά χάνῃ, νά τραυλίζῃ, νά μήν ξέρῃ τί νά πῇ. Οἱ ἀρειανοί, πού ξεσκεπάστηκαν τόσο ἀπρόοπτα, ἔσπευσαν νά τή βγάλουν ἔξω καί νά τήν ἐξαφανίσουν. Μάταια ὀρθώθηκε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀπαιτώντας νά κρατηθῇ ἡ γυναίκα γιά νά ὑποβληθῇ σέ κανονική ἀνάκριση καί νά φανερωθοῦν οἱ συκοφάντες. Μέ κραυγές καί ὀχλοβοή κατόρθωσαν οἱ ἀρειανοί νά σκεπάσουν τίς διαμαρτυρίες του. Φωνάζαν ὅτι ὑπάρχουν ἄλλες κατηγορίες, ἀκόμη πιό βαριές, πού καμμιά τέχνη καί καμμιά ἐξυπνάδα δέν θά μποροῦσε νά τίς διαλύσῃ. Γιατί δέν θ᾿ ἀκούσουν πιά μέ τ᾿ αὐτιά, ἀλλά θά δοῦν μέ τά μάτια τά πειστήρια τῆς ἐνοχῆς, πού θά παρουσιαστοῦν στή σύνοδο.
Τό βράδυ τῆς ἴδιας μέρας κάποιος ἄγνωστος, κουρασμένος καί κατασκονισμένος ὁδοιπόρος, ἔφτασε στήν Τύρο. Κατευθύνθηκε ἀμέσως στό σπίτι τοῦ πατριάρχη τῆς Ἀλεξανδρείας.
Ποιός ἦταν λοιπόν; Ἔνας ἄνθρωπος πού ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν ἔστελνε στήν κατάλληλη ὥρα. Μιά καινούργια νίκη ἑτοιμαζόταν γιά τόν Μ. Ἀθανάσιο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀγρυπνοῦσε πάνω ἀπό τόν ἡρωϊκό ἀγωνιστή.
Τήν ἄλλη μέρα ἡ σύνοδος συγκεντρώθηκε πάλι γιά συνεδρίαση. Ὅταν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι κατέλαβαν τίς θέσεις τους, ἕνα μυστηριῶδες κουτί μεταφέρθηκε στήν αἴθουσα καί τοποθετήθηκε κάτω ἀπό τά βλέμματα ὄλων. Σιγή βασίλευε στήν αἴθουσα… Τά μάτια ἦταν καρφωμένα στό κουτί. Οἱ ἀναπνοές σχεδόν συγκρατημένες.
Τό κουτί ἀνοίχτηκε τελετουργικά. Ἕνα ἀνθρώπινο χέρι, ταριχευμένο, πρόβαλε.
- Ἀθανάσιε, εἶπαν οἱ ἀρειανοί. Τό χέρι αὐτό σέ κατηγορεῖ συντριπτικά! Εἶναι τό χέρι τοῦ ἐπισκόπου Ἀρσενίου. Ἀπολογήσου καί πές μας καθαρά, γιατί τό ἔκοψες;
Ἕνα πανδαιμόνιο ἀποδοκιμασιῶν ἀκολούθησε:
Φράσεις βαριές ξεπηδοῦσαν ἀπό τά στόματα τῶν ἀρειανῶν μαζί μέ τούς ἀφρούς τῆς λύσσας τους. Ὁ ἅγιος καθόταν ἤρεμος καί σιωπηλός στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου. Σέ λίγο σηκώθηκε ὀρθός, σήκωσε τό χέρι γιά νά ἐπιβάλῃ σιωπή, καί εἶπε:
- Ὑπάρχει κανείς ἀνάμεσά μας πού γνώρισε προσωπικά τόν ἐπίσκοπο Ἀρσένιο;
Πολλοί ἀπό τούς συνοδικούς βεβαίωσαν ὅτι τόν εἶχαν γνωρίσει.
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος κάλεσε ἀμέσως κάποιον ἀπό τή συνοδεία του καί ζήτησε νά ὁδηγήσουν ἀμέσως στή σύνοδο τόν ξένο πού χθές βράδυ εἶχε φτάσει στήν πόλη. Πέρασαν λίγες στιγμές φοβερῆς ἀναμονῆς. Καί νά, μπαίνει στήν αἴθουσα ἕνας ἄγνωστος ἄνθρωπος. Τό κεφάλι του εἶναι σκυμμένο μπροστά, τόσο πού δέν διακρίνεται κἄν τό πρόσωπό του. Τό σῶμα του εἶναι τυλιγμένο σ᾿ ἕνα μανδύα φαρδύ, πού τόν σκεπάζει ἐντελῶς. Ὁ ἄγνωστος στέκεται στή μέση τῆς συνόδου. Ἡ ἔνταση πού ὑπάρχει στήν ἀτμόσφαιρα εἶναι ἀπερίγραπτή. Λίγες στιγμές ἀκόμη… Ὁ πατριάρχης προχωρεῖ. Στέκεται δίπλα στόν ἄγνωστο, καί τοῦ σηκώνει τό μέτωπο. Μιά κραυγή καταπλήξεως δόνησε τήν αἴθουσα.
- Μήπως λοιπόν εἶναι αὐτό τό θῦμα μου; Μήπως εἶναι αὐτός ὁ ἐπίσκοπος πού ἐγώ σκότωσα; ρώτησε ὁ Μ. Ἀθανάσιος. Νἄτος λοιπόν, αὐτός πού ζητοῦν οἱ κατήγοροί μου! Αὐτός πού τοῦ φέρθηκα τόσο ὑβριστικά μετά τόν θάνατό του, κόβοντάς του τό χέρι!…
Ναί, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ἀρσένιος! Δέν μποροῦσε νά τό ἀμφισβητήσῃ κανείς. Μιά φοβερή θύελλα ξέσπασε στήν αἴθουσα. Οἱ ἀρειανοί δέν μποροῦσαν πιά νά σταθοῦν ἐκεῖ οὔτε γιά ἕνα λεπτό. Μά ὁ πατριάρχης δέν βιαζόταν… Προχώρησε πάλι στόν ἐπίσκοπο Ἀρσένιο, σήκωσε σιγά-σιγά τίς πτυχές τοῦ μανδύα καί ἀποκάλυψε πρῶτα τό ἕνα καί ὕστερα τό ἄλλο χέρι. Ἔδειξε στούς ἐπισκόπους καί τά δυό χέρια, καί τό δεξί καί τό ἀριστερό, καί εἶπε:
- Φυσικά, δέν φαντάζομαι νά περιμένῃ κανείς ἀπό σᾶς νά δῇ καί τρίτο χέρι. Νομίζω πώς μᾶλλον ἀπό δύο μᾶς ἔδωσε σέ ὅλους ὁ Θεός!…
Ἡ ἀποκάλυψη ἦταν συντριπτική! Ἡ ἀλήθεια γι᾿ ἄλλη μιά φορά θριάμβευσε…
(βιβλίο: Ὁ στρατιώτης τῆς ἀλήθειας)

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Ό Αγιος διασώζει αυτούς που ταξίδευαν στή θάλασσα
ΚΗ. Τό όνομα, λοιπόν, τού άγιου Νικολάου, ό όποιος ήταν πιστός θεράπων τού Θεού, μεγαλυνόταν μέ τά θαυμαστά έργα πού έκανε ό Θεός. Έτσι ή φήμη τού Άγιου πήρε φτερά, πέταξε στά ύψη, έτρεχε παντού και περιλάμβανε τά πάντα, διέβαινε τό πέλαγος, περιφερόταν σέ ολόκληρη τή θάλασσα και δέν άφηνε κανέναν τόπο πού νά μήν άκούει γιά τά μεγάλα θαύματά του.
Κάποτε ναύτες συνάντησαν στή θάλασσα φοβερή φουρτούνα και έχασαν κάθε έλπιδα σωτηρίας άπό τις δικές τους δυνάμεις. Επειδή όμως ήξεραν, άπό τις φήμες πού κυκλοφορούσαν, ότι ό μέγας Νικόλαος προσέφερε, άνέλπιστα, άποτελεσματική βοήθεια οέ κινδυνεύοντες, όλοι στήριξαν σ’ αυτόν τήν έλπιδα τους γιά σωτήρια. Επικαλούνταν, λοιπόν, νοερά τή βοήθειά του νά σωθούν άπό τή φουρτούνα, άπλωναν ολόψυχα προς αυτόν τά χέρια τους, σάν νά ήταν δίπλα τους, και άπό αυτόν έξαρτούοαν τη μοναδική βοήθεια. Και ό Άγιος, χωρίς να χάσει καθόλου καιρό, ανέβηκε γρήγορα πάνω στο πλοίο και παρουσιάστηκε μπροστά στά μάτια τους.
«Νά, τούς είπε, με έχετε καλέσει και ήρθα νά σάς βοηθήσω».
Έπειτα, άφού τούς προέτρεψε νά έχουν θάρρος, πήρε τό πηδάλιο στά χέρια του, κάτω από τή θέα όλων, και έτσι σαφώς φαινόταν νά κατευθύνει τό πλοίο. Επιπλέον ό "Αγιος, άφού έπιτίμηοε τή θάλασσα, κατεύνασε προς χάρη των ναυτών τις τρικυμίες, τούς άνεμοστρόβιλους και τά άλλα άσχημα φαινόμενα τής κακοκαιρίας, όπως άλλωστε είχε πράξει παλαιότερα και ό Χριστός μας. Έτσι ό Άγιος, μέ τό θαύμα του, χάρισε γιά τούς ναύτες αυτούς ένα ήρεμο και γαλήνιο ταξίδι.
Όταν, λοιπόν, οι ναύτες, πλέοντες μέ άπαλό άεράκι, έφτασαν στή στεριά, κατεβαίνοντας άπό τό πλοίο, βιάζονταν νά προφτάσουν αυτόν πού τούς διέσωσε άπό τον κίνδυνο. Άφού έμαθαν ότι αύτός πήγε στο Ναό, έσπευσαν εκεί. Εκείνος άνακατεύτηκε μέ τούς άλλους κληρικούς και είχε σταθεί άνάμεσά τους, χωρίς νά ξεχωρίζει. Οι ναύτες, μόλις έριξαν σ’ αυτόν τά βλέμματά τους, ένώ ούδέποτε στο παρελθόν τον είχαν γνωρίσει, τον άναγνώρισαν άπό τήν έμφάνισή του στο πέλαγος και σ’ έκείνον άμέσως μίλησαν. Στή συνέχεια έτρεξαν και έπεσαν στά πόδια του και τά φιλούσαν, ένώ συγχρόνως εξέφραζαν μέ λόγια τις εύχαριστίες τους. Επίσης, ενθυμούμενοι τό φοβερό κίνδυνο πού διέτρεξαν, εξηγούσαν μέ δάκρυα και άπερίγραπτη χαρά πώς σώθηκαν. Έπειτα διηγούνταν μέ κάθε λεπτομέρεια και στούς παρευρισκομένους τό δράμα τους στή θάλασσα και τή θαυματουργική διάσωσή τους.

Ό Άγιος αποκαλύπτει τή μοχθηρία των ναυτικών καί τούς δίνει συμβουλές
ΚΘ. Ό θαυμαστός όμως Νικόλαος γνώριζε πολύ καλά ότι ύπήρχε άνάγκη νά σώσει τούς ναυτικούς και άπό τούς κινδύνους πού άπειλούσαν τήν ψυχή τους, ή όποια μάλιστα άξιζε για περισσότερη φροντίδα. Επειδή, λοιπόν, ό "Αγιος είχε διορατικό χάρισμα, δώρο τού Αγιου Πνεύματος, έβλεπε ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν μοχθηρία στην ψυχή τους, ή όποια τούς άπομάκρυνε άπό τό Θεό και τις εντολές του. Για τό λόγο αυτό, με υψωμένο τον τόνο τής φωνής του, τούς είπε τά έξής λόγια: «Σάς παρακαλώ, παιδιά μου, εξετάστε, έξετάστε στο βάθος τον έαυτό σας, τι πραγματικά άνθρωποι είστε, και στρέψτε τις καρδιές σας, τις σκέψεις σας και τά διανοήματά σας οέ ευαρέστηση τού Θεού. Γιατί και άν μπορούμε νά κρύβουμε άπό τούς άλλους άνθρώπους τήν άποψή μας, ότι τό πάν βρίσκεται στο νά κάνει κανείς φαύλες πράξεις, και φαινόμαστε καλοί άνθρωποι, όμως δέν είναι δυνατόν καμιά πράξη μας νά διαφεύγει άπό τό βλέμμα τού Θεού. Ή Αγια Γραφή, σχετικά μέ τό θέμα, λέγει’ ‘ό άνθρωπος βλέπει τό πρόσωπο [26], δηλαδή έξωτερικά και έπιφανειακά, ενώ ό Θεός βλέπει τήν καρδιά, δηλαδή τό βάθος τής ψυχής τού άνθρώπου’. Επίσης ή Γραφή λέγει και τό έξής' ‘μήν κάνετε κακές πράξεις και, έτσι, δέ θά σάς βρει κακό στή ζωή σας’ [27 ] Μάθετε έπιμόνως νά πράττετε τό καλό στους συνανθρώπους σας και νά έπιδιώκετε μέ όλη σας τήν καλή πρόθεση τον άγιασμό τού σώματός σας, γιατί, όπως λέγει ό θειος Παύλος, ‘είμαστε Ναός τού Θεού και εκείνον πού καταστρέφει τό Ναό τού Θεού θά τον καταστρέψει ό Θεός’ [ 28 ]. Έτσι νά κάνετε στή ζωή σας, και θά έχετε τό Θεό βοηθό άκαταμάχητο».
26. Β' Κορινθίους, κεφ. ι', στ. 7.
27. Σοφία Σειράχ, κεφ. ζ', στίχ. 1.
28. Α' Κορινθίους, κεφ. γ', στίχ. 16-17.
(ΣΥΜΕΩΝ, ΛΟΓΟΘΕΤΟΥ, ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΝΘΑΥΜΑΣΙ ΠΕΡΙΩΝΥΜΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
(Απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα) Εισαγωγή - Μετάφραση - Σχόλια Πραγματολογικά στοιχεία - Παραπομπές Επιλογή ύμνων άπό την άσματική 'Ακολουθία Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου θεολόγον. Φιλολόγου - Λυκειάρχου, έκδοση Αποστολικής Διακονίας)

Η Αγία Μόνικα (332-388) γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας από χριστιανούς γονείς. Ήταν μητέρα του μεγάλου θεολόγου και φιλοσόφου αγίου Αυγουστίνου. Οι γονείς της την πάντρεψαν το 350 μʼ έναν ειδωλολάτρη, τον Πατρίκιο, άνθρωπο καλοπροαίρετο, αλλά πολύ οξύθυμο και άστατο. Η Μόνικα με την υποταγή και την υπομονή της αγωνίστηκε να τον οδηγήση στον Χριστό. Στις ώρες ηρεμίας έριχνε στην καρδιά του συζύγου της τα σπέρματα του θείου λόγου, κι όταν εκείνος κοιμόταν, αυτή τα πότιζε με τα δάκρυά της προσευχής της.

Πολλές φίλες της έρχονταν στο σπίτι της με έκδηλα στο πρόσωπό τους τα χτυπήματα των συζύγων τους και απορούσαν πώς η Μόνικα, που είχε σκληρό άνδρα, κατάφερνε να ζη μαζί του ειρηνικά και χωρίς ξυλοδαρμούς. Η χαρά της αγίας ήταν απερίγραπτη όταν ο Πατρίκιος έγινε με τον καιρό ένας αληθινός χριστιανός. Με την ίδια υπομονή και μακροθυμία αντιμετώπιζε και την πεθερά της, η οποία ήταν ιδιότροπη και διαρκώς την έβριζε και την ταπείνωνε μπροστά στους ξένους. Τελικά με την αρετή της, της προσείλκυσε την συμπάθεια και την εκτίμησή της.

Όταν ο ιερός Αυγουστίνος ήταν μικρός, αρρώστησε και κινδύνεψε να πεθάνη. Σκέφθηκαν τότε να τον βαφτίσουν. Η μητέρα του όμως προέβλεπε τους δυνατούς πειρασμούς που θʼ αντιμετώπιζε στη νεότητά του και γιʼ αυτό ανέβαλε τη βάφτισή του. Μαζί με το γάλα της η ευσεβής μητέρα φρόντισε να μεταδώση στο παιδί της και την ευσέβεια. Διέκρινε όμως σʼ αυτό τον χαρακτήρα του πατέρα του και διαισθανόταν τον κίνδυνο που θα διέτρεχε η ψυχή του μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής.

Όσο μεγάλωνε ο γιος της, μεγάλωναν τα πάθη του και τα όργιά του. Η προσευχή της μητέρας ανέβαινε πύρινη στον θρόνο του Θεού, αλλά φαινόταν πως δεν εισακούεται. Ο Αυγουστίνος πηγαίνει στην Καρχηδόνα για να σπουδάση. Εκεί ψήνεται στο σεξουαλικό καμίνι της διεφθαρμένης πόλεως. Η μητέρα μαθαίνει ότι ο γιος της παραστράτησε, και τρέχει ταραγμένη νομίζοντας ότι η παρουσία της θα τον συγκρατήση. Δυστυχώς τα λόγια και τα δάκρυά της δεν συγκινούν πια την καρδιά του Αυγουστίνου. Δεν χάνει όμως το θάρρος της. Προσπαθεί υπομονετικά να διεγείρη στην ψυχή του την αποστροφή για την αμαρτία. Το αποτέλεσμα είναι πάλι αρνητικό, αλλά η πιστή μητέρα δεν απελπίζεται. «Προσεύχεται εκτενέστερον» και χύνει δάκρυα περισσότερα απʼ αυτά που χύνουν οι μητέρες για τον θάνατο των παιδιών τους. Πόση πικρία δοκιμάζει όταν μαθαίνη ότι ο γιος της έχει σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εταίρα και εξώγαμο παιδί! Ελπίζει όμως στη μετάνοιά του. Η ελπίδα αυτή μαζί με τη δυνατή πίστη τη συγκρατούν.
– Μια μέρα παιδί μου, του λέει, θα έρθης εκεί που είμαι εγώ.

Νέα θλιβερή είδηση καταφθάνει από την Καρχηδόνα. Ο Αυγουστίνος έγινε αιρετικός – μανιχαίος! Φίδι φαρμακερό δάγκωσε τη Μόνικα, η οποία αυτή τη φορά λυγίζει. Πηγαίνει ξανά μόνη της στην Καρχηδόνα, κλαίει, θρηνεί, ικετεύει. Όλα όμως πάνε χαμένα. Μοναδική παρηγοριά κι ελπίδα της είναι η προσευχή. Μέρα- νύχτα παλεύει με τον Θεό. Καταφεύγει σε κάποιον επίσκοπο, ο οποίος τη συμβουλεύει και την παρηγορεί. Τέλος της λέει:
– Πήγαινε στην ευχή του Θεού, παιδί μου. Ποτέ δεν θα χαθή ο γιος τόσων δακρύων!

Ο Θεός όμως θέλει να δοκιμάση περισσότερο την ιώβεια υπομονή της. Ο Αυγουστίνος της είπε ότι θα πάη στην Ιταλία. Η Μόνικα, αφού δεν μπορεί να τον μεταπείση, αποφασίζει να πάη μαζί του. Κατεβαίνουν στο λιμάνι, αλλά εκείνος την ξεγελά και εξαφανίζεται. Ταξιδεύει μόνος. Η μητέρα ξημερώνεται στην προσευχή, πνιγμένη στα δάκρυα. Με ραγισμένη καρδιά, αλλά με γενναίο φρόνημα, υψώνει τα μάτια στον ουρανό, κι ύστερα αγναντεύει το πέλαγος.
– Κύριε! φωνάζει. Αφήνω το παιδί μου στον ωκεανό της ευσπλαχνίας Σου. Τα κύματα της χάριτός Σου ας το οδηγήσουν στο λιμάνι Σου.

Γέρασε η Μόνικα στη σχολή της υπομονής και της ελπίδος. Αντί να επιμένη την επιστροφή του ασώτου υιού, βάλθηκε η ίδια να τον κυνηγά σε στεριές και θάλασσες. Εγκαταλείπει την Αφρική και έρχεται στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) για την τελική επίθεση. Στα Μεδιόλανα ζει το γλυκοχάραμα της επιστροφής του ασώτου. Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη: ο Αυγουστίνος αηδίασε τους μανιχαίους και τους εγκατέλειψε. Με βαθιά συγκίνηση τον βλέπει να συχνάζη στα κηρύγματα του αγίου επισκόπου Αμβροσίου και να μιλά γιʼ αυτόν με σεβασμό και εκτίμηση. Ο Αυγουστίνος παλεύει. Τα δεσμά της αμαρτίας χαλάρωσαν, αλλά ακόμη δεν έσπασαν. Γιʼ αυτό τελικά μνηστεύεται.

Τέσσερις γυναίκες τον πολιορκούν εκείνη την εποχή. Δύο ερωμένες, η μνηστή και η μητέρα του. Παλεύουν κι οι τέσσερις να τον κατακτήσουν. Τέλος νικά η μητέρα του, ο άνθρωπος της προσευχής και των δακρύων, της υπομονής και της ελπίδος. Εκείνη που νίκησε τον ατίθασο σύζυγο και τη δύστροπη πεθερά, νίκησε τώρα τον γιο της ύστερα από τριάντα χρόνια αγώνος και προσευχής. Ο Αυγουστίνος παίρνει σταθερή απόφαση να επιστρέψη στον Χριστό και νʼ αφοσιωθή στο έργο της Εκκλησίας Του. Ποιος μπορεί να νιώση τη χαρά της Μόνικας την ώρα που βαπτιζόταν ο γιος της; Εδώ τελείωσε η αποστολή της. Είδε πια το παιδί της στην αγκαλιά του Κυρίου.

– Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, εν ειρήνη, ψελλίζει συγκινημένη. Μητέρα και γιος επιστρέφουν στην Αφρική. Στην Όστια, στις εκβολές σταθμεύουν σε μια φιλική έπαυλη για να ξεκουραστούν. Εκεί η Μόνικα αρρωσταίνει και σε λίγες μέρες, σε ηλικία 56 ετών, παραδίδει το πνεύμα της «εν ειρήνη» στον Δέσποτα Χριστό. Ο Κύριος είχε εκπληρώσει και την τελευταία επιθυμία της. 

("Χαρίσματα και χαρισματούχοι", τ. Γ΄,  Ιερά μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 2002)

Ὁ ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ (1314-1392) ντυνόταν πάντοτε φτωχικά. Γι’ αὐτό δέν τόν ἀναγνώριζαν οἱ ἐπισκέπτες.

Κάποιος χωρικός ἀπό ἕνα μακρινό χωριό ἄκουγε πολλά γιά τόν ὅσιο. Ἐπιθύμησε λοιπόν νά τόν δεῖ. Ἦρθε στή μονή καί ἄρχισε νά ρωτᾶ, ποῦ θά τόν συναντοῦσε. Τοῦ εἶπαν ὅτι βρισκόταν στόν κῆπο. Πῆγε στόν κῆπο καί εἶδε ἕναν ἁπλό μοναχό, ντυμένο μ’ ἕνα ροῦχο γεμάτο μπαλώματα, νά σκάβει τή γῆ. Ὁ χωρικός σκέφτηκε ὅτι τοῦ εἶπαν ψέμματα. Περίμενε νά δεῖ ἕνα λαμπροφορεμένο ἡγούμενο μέσα σέ δόξα καί τιμή.

Γύρισε λοιπόν στό μοναστήρι καί ἄρχισε νά παρακαλεῖ:

- Πέστε μου, ποῦ εἶναι ὁ γέροντας; Ἦρθα ἀπό πολύ μακριά καί θέλω νά τόν δῶ καί νά πάρω τήν εὐχή του.

Οἱ ἀδελφοί τοῦ ἀπάντησαν:

- Αὐτός πού εἶδες στόν κῆπο εἶναι ὁ ὅσιος πατέρας μας.

Ὁ χωρικός ἔμεινε ἀπαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, πού ὅταν ὁ ὅσιος γύρισε ἀπό τόν κῆπο καί μπῆκε στό μοναστήρι, ἔστρεψε ἀλλοῦ τό πρόσωπό του, γιά νά μήν κοιτάξει.

«Τόσους κόπους ἔκανα καί ἦρθα ἐδῶ» συλλογιζόταν, «γιά νά δῶ ἕναν ἔνδοξο προφήτη καί τώρα βλέπω ἕνα φτωχό καί κακοντυμένο μοναχό…».

Ὁ φωτισμένος ὅσιος διάβασε τούς λογισμούς τοῦ χωρικοῦ καί ὁλόψυχα εὐχαρίστησε τόν Κύριο, γιατί ὅσο ὁ φιλόδοξος χαίρεται στίς τιμές καί στούς ἐπαίνους τόσο ὁ ταπεινός χαίρεται στίς θλίψεις καί στούς ἐξευτελισμούς.

Ἐπειδή ὅμως συμπάθησε τόν ἁπλοϊκό χωρικό, τόν κάλεσε κοντά του, τοῦ πρόσφερε φαγητό καί τοῦ εἶπε χαρούμενα:

- Μή λυπᾶσαι, ἀδελφέ. Σέ λίγο θ’ ἀντικρύσεις αὐτόν πού τόσο πολύ ἐπιθυμεῖς νά δεῖς.

Μόλις ὁ μακάριος εἶπε τά λόγια αὐτά, ἦρθε ἀγγελιαφόρος καί ἀνήγγειλε τήν ἄφιξη τοῦ πρίγκιπα τῆς χώρας. Ὁ ὅσιος σηκώθηκε καί βγῆκε νά ὑποδεχτεῖ τόν ἐπίσημο ἐπισκέπτη, πού ἦρθε μέ μία μεγάλη συνοδεία ἀξιωματούχων. Ὁ ἡγεμόνας, βλέποντας τόν ἡγούμενο ἔβαλε ἀπό μακριά ἐδαφιαία μετάνοια. Ζητώντας ταπεινά τήν εὐλογία του. Ὁ ὅσιος τόν εὐλόγησε καί μέ τιμή τόν ὁδήγησε στό ἐσωτερικό τῆς μονῆς. Κάθησαν ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο καί ἄρχισαν νά συζητοῦν, ἐνῶ ὅλοι οἱ συνοδοί ἔμειναν ὄρθιοι!

Ὁ χωρικός δέν μποροῦσε νά πιστέψει στά μάτια του. Αὐτός πού μέ τόσο σεβασμό προσκύνησε ὁ πρίγκιπας ἦταν ὁ μοναχός τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος περιφρόνησε καί δέν ἤθελε ν’ ἀντικρύσει;

Δειλά ρώτησε κάποιον:
- Ἀδελφέ, ποιός εἶναι αὐτός πού κάθεται πλάϊ στόν πρίγκιπα;
- Δέν τόν γνωρίζεις; Εἶναι ὁ ἡγούμενος Σέργιος.
- Πραγματικά τυφλώθηκα καί δέν ἀναγνώρισα τόν γέροντα!

Κακολογοῦσε τόν ἑαυτό του ὁ χωρικός.
Πλησίασε ἀργότερα γεμάτος ντροπή τόν ὅσιο καί προσκυνώντας τον, ζήτησε συγγνώμη γιά τήν προηγούμενη στάση του. Ἐκεῖνος τόν ἐνθάρρυνε:

- Μή λυπᾶσαι! Νά χαίρεσαι γιατί εἶσαι ὁ μόνος πού σκέφτηκες σωστά γιά μένα. Οἱ ἄλλοι πλανῶνται νομίζοντας ὅτι εἶμαι κανένα σπουδαῖο πρόσωπο.

Ὁ ὅσιος εὐχαριστήθηκε περισσότερο γιά τήν περιφρόνηση τοῦ χωρικοῦ παρά γιά τίς τιμές τοῦ ἄρχοντα. Ὁ χωρικός πάλι, τόσο ἐντυπωσιάστηκε ἀπό τό ταπεινό φρόνημα τοῦ ὁσίου, πού λίγο ἀργότερα ἦρθε ξανά στό μοναστήρι καί ἔγινε μοναχός.

Tέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Από τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ»ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
«Ὅσιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ»ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

- Γέροντα, στεναχωριέμαι, όταν οι άλλοι δεν έχουν καλή γνώμη για μένα. 

- Καλά που μου το είπες! Από σήμερα θα κάνω ευχή οι άλλοι να μην πουν ποτέ καλή γνώμη για σένα, γιατί αυτό σε συμφέρει, καλό μου παιδί. 

Οικονομάει ο Θεός να μας αδικήσουν οι άνθρωποι ή να μας πουν καμμιά κουβέντα, για να εξοφλήσουμε μερικές αμαρτίες μας ή για να αποταμιεύσουμε κάτι στην άλλη ζωή. Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς την θέλετε εσείς την πνευματική ζωή; 

Δεν έχετε καταλάβει ακόμη το πνευματικό σας συμφέρον και θέλετε εξόφληση εδώ. Για τον ουρανό δεν αφήνετε τίποτε. Πώς τα παίρνεις έτσι τα πράγματα; Τι διαβάζεις; Ευεργετινό διαβάζεις; Εκεί δεν σου λέει τι πρέπει να κάνης; Ευαγγέλιο διαβάζεις; Να διαβάζεις κάθε μέρα. 

- Γέροντα, όταν κάνω ένα καλό, λυπάμαι, αν δεν το αναγνωρίσουν οι άλλοι. 

- Καλά, εσύ τι θέλεις, αναγνώριση από τον Χριστό ή από τους ανθρώπους; Πιο πολύ όφελος δεν έχεις από την αναγνώριση του Χριστού; Σε τι βοηθάει να σε προσέχουν οι άνθρωποι; Αν τώρα σου αναγνωρίζουν το καλό που κάνεις, στην άλλη ζωή θα ακούσης: «Απέλαβες συ τα αγαθά σου». Πρέπει να χαιρόμαστε, όταν δεν αναγνωρίζουν οι άλλοι τους κόπους μας και δεν μας ανταμείβουν, γιατί αυτούς τους κόπους τους λαμβάνει υπ ’ όψιν του ο Θεός και θα μας ανταμείψη με πληρωμή αιώνια. Αφού υπάρχει θεία ανταπόδοση, να κοιτάξουμε να βάλουμε καμμιά δραχμή στο Ταμιευτήριο του Θεού. Πρέπει να δεχώμαστε την αδικία σαν μεγάλη ευλογία, γιατί αποταμιεύουμε από αυτήν ουράνια ευλογία. 

- Όταν, Γέροντα, δέχεται κανείς την αδικία, όχι γιατί σκέφτεται την μέλλουσα Κρίση, αλλά γιατί αυτό το θεωρεί καλό, είναι σωστό; 

- Ε, και αυτό εκεί δεν καταλήγει; Μόνο να προσέξη να μην το κάνη, για να γίνη απλώς καλός άνθρωπος, γιατί έτσι κάνουν οι Ευρωπαίοι. Να σκέφτεται πως είναι εικόνα Θεού και πρέπει να μοιάση στον Πλάστη του. Αν υπάρχη αυτό το κίνητρο, βαδίζει σωστά. Διαφορετικά κινδυνεύει να πέση στον ανθρωπισμό των Ευρωπαίων. 

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Γ΄ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ»

Κάποιος άρχοντας ρώτησε τον Ιησού τι να κάνει ώστε να κληρονομήσει την αιώνια ζωή.
Η απάντηση του Χριστού δεν αφήνει κανένα αναπάντητο ερώτημα: “μοίρασε τα πλούτη σου στους φτωχούς κι ακολούθησέ με”.
Ο άρχοντας, όπως φαίνεται, ρωτά σ’ ένα πλαίσιο δούναι και λαβείν: “τι να κάνω ώστε ν’ αποκτήσω την αιωνιότητα;”
Η απάντηση του Χριστού, ξεπερνά τον απλό κατάλογο των “καλών πράξεων” που ακόμα κι εμείς έχουμε στο νου μας. “Μοίρασε τους θησαυρούς σου στους φτωχούς κι ακολούθησέ με!”. Για τον πλούσιο τούτο σημαίνει “άλλαξε ζωή γιατί η ζωή που κάνεις σε κλείνει στον κόσμο σου, σ’ απομακρύνει απ’ τους αδελφούς σου, σου στερεί τον Χριστό”. Ο άρχοντας λυπήθηκε, αδυνατούσε να το πράξει. Ήταν σφιχτά δεμένος με την ύλη κι αδιανόητη γι’ αυτόν η πρόσκληση του Χριστού.

Ο καθένας είναι δεμένος και ξέρει καλά, αν ψάξει μέσα του, με τι είναι δεμένος. Ξέρει τι τονε κρατά δεμένο και τον εμποδίζει ν’ ακολουθήσει τον Χριστό. Ο Χριστός μας προσκαλεί στην αληθινή ζωή και στη ζωή απαντά κανείς μονάχα με ζωή κι όχι με μιαν αφηρημένη αποδοχή. “Ακολουθώ τον Χριστό” δεν είναι μια σύμβαση. Η πρόσκληση του Χριστού δεν είναι απλώς μια άλλη μια πραγματικότητα. Είναι η μοναδική πραγματικότητα που αγκαλιάζει όλες αυτές που εμείς θεωρούμε ότι υπάρχουν, μεταμορφώνοντάς αυτές σε μία και μοναδική.
Δε μπορώ να λέω ότι είμαι του Χριστού κι ν' αναζητώ ευκαιρίες για τσακωμούς ώστε να επιβεβαιώνομαι καθημερινά.
Δε μπορώ να λέω ότι είμαι του Χριστού και να κρατώ κακίες μέσα μου καλά φυλαγμένες.
Δε μπορώ να λέω ότι είμαι του Χριστού κι οι επιλογές μου να είναι τόσο γήινες.
Δε μπορώ να λέω ότι είμαι του Χριστού μα ξεχνάω να χαμογελάω, να βλέπω τα πάντα μαύρα και χωρίς προοπτική…
Δε μπορώ να λέω ότι είμαι του Χριστού και να μην αγωνίζομαι ν' αγαπώ τους άλλους (κι αυτό αγώνα θέλει)

Πώς θα ζήσω την Αγάπη του Θεού στη μέλλουσα ζωή, αν δεν τηνε ζήσουμε από τα τώρα;
Πώς μπορώ να θέλω ελευθερία και μέσα μου να μην είμαι λεύτερος; Βλέπεις γύρω σου τα πάντα κερματισμένα. Ο καθένας ψάχνει μιαν επιβεβαίωση, απ’ τις ανθρώπινες σχέσεις ως τις πολιτικές των κρατών. Παρουσιάζουμε αλήθειες μισές -όπως μας συμφέρουν. Κι η ενότητα μεταξύ μας; Χίλια κομμάτια…
Αν θέλουμε να λέμε ότι είμαστε του Χριστού, πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Να μπούμε πραγματικά μες την Εκκλησία, να γίνουμ’ ένα Σώμα… Εμείς απ’ την άλλη, αναζητάμε τις περισσότερες φορές ανθρώπινες ενώσεις με ημερομηνία λήξης, ενώσεις που μπολιάζονται με το κοινό πάθος κι επιδιώξεις κοινές. Στ’ αλήθεια, λοιπόν, “η αγάπη, η φιλία και ο σεβασμός δεν ενώνουν τους ανθρώπους τόσο, όσο το κοινό μίσος σε κάτι” (Άντον Τσέχωφ). Κι αυτό φαίνεται παντού γύρω μας, μα κυρίως εκεί που διαιρούμαστε. Ειλικρινά, δε γίνεται κανείς να δουλεύει για δυο κυρίους: ή Χριστό ή πλούτο. Ο Κύριος είναι σαφής.

Πίσω από τον πλούτο -του άρχοντα και του καθενός- βρίσκεται το κάθε πάθος. Αυτό απομακρύνει απ’ τον Χριστό! Κι όταν μαθαίνεις στην απομάκρυνση, τότε είναι που τηνε συνηθίζεις. Δε ζεις τίποτε, παρά μόνο πόλεμο κι ο πόλεμος πάντα πόλεμο φέρνει. Μόν’ ο Χριστός ενώνει γιατί η Αγάπη Του δεν έχει διεκδικήσεις.

Κάθε επανάσταση κοσμική, γεννιέται συχνά με αγαθά κριτήρια κι έπειτα ναυαγεί γιατί χάνεται ο στόχος στα τερτίπια του εγωισμού των πάλαι αγωνιστών -και των παιδιών τους…
Απ’ την άλλη, οι χριστιανοί μετανοούμε: αυτό μας έμαθε ο Χριστός. Τότε γίνεται η ζωή μας αγώνας απαλλαγής απ’ ό, τι στερεί την άνευ όρων Αγάπη που τίποτε δεν διεκδικεί. Η επανάσταση των Χριστιανών είναι η συνεχής μετάνοια. Όταν λέω λοιπόν ότι είμαι του Χριστού, αυτό δεν είναι μια αποδοχή αλλά στάση, στάση ζωής: “άσε ό, τι σε δένει με τη γη κι ακολούθησέ με!”.

Ιάσων Ιερομ.

Ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος αγρύπνησε αποβραδίς με προσευχή. Μα ο εξουθενωμένος δε λησμόνησε και τους πονεμένους. Διάβασε τα τελευταία γράμματα και απάντησε περίπου σε δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατά περίπτωση.
21 του Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θα γιόρταζε τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ετοιμαζόταν όλη τη νύχτα, θα κατέβαινε. Κανονικά δε θα 'πρεπε, μα το ήθελε πολύ. Τόσο πολύ που τίποτα δεν μπορούσε να τον αποκλείσει από την τελευταία του θεία Κοινωνία. Με κόπο κατέβηκε, σκοτάδι ακόμα, στην Ακολουθία.
Μερικοί μοναχοί πρόσεξαν μιαν άλλη διάθεση στο πρόσωπο του Γέροντα. Ιλαρότητα υπέρμετρη, αγάπη ξεχείλιζε ολόκληρος, το αγγελικό του χαμόγελο ατέλειωτο. Έγινε η Ακολουθία. Έψαλε γονατιστός τόσο άνετα και αναστάσιμα, λες και δεν ήταν άρρωστος.

Η θεία φωνή του γέμιζε το ναό, εξαίσια μελωδία, λες και ψέλνανε πολλοί άγγελοι μαζί.
Στις 10 η ώρα εξομολόγησε τον αγιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στον οποίο ευχάριστα μα σταθερά είπε μεταξύ άλλων:
- Καλά που ήρθες, να είσαι που θα με αλλάξετε, μη φεύγεις.
Ο διάκος διαμαρτυρήθηκε με διάφορα λόγια για τα περί θανάτου του Γέροντα, μα εκείνος επέμενε.
Τελειώνοντας την εξομολόγηση έδειχνε κουρασμένος, αλλά διατηρούσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το διάκο και βγήκανε από το εκκλησάκι. Προχώρησαν, κατεβήκανε τα σκαλιά και μπήκανε στο ναό. Έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε όλες τις εικόνες, ευχαρίστησε και δοξολόγησε. Μα πλέον ζούσε άλλες καταστάσεις. Μέσα του κι έξω του αυγαζόταν από θείο φως - γι' αυτό η ευφροσύνη και ιλαρότητα του προσώπου του.

Τη θαυμαστή κατάσταση τούτη αξιώθηκε να δει μόνο ένας μοναχός, ο Εφραίμ. Καθάριζε τα μανουάλια του ναού και είδε το μακαριστό Γέροντα να μπαίνει μεταμορφωμένος. Έλαμπε ολόκληρος και ακτινοβολούσε χαρά και αγαλλίαση. Στάθηκε ακίνητος και τον παρατηρούσε πλημμυρισμένος και ο ίδιος ο Εφραίμ από αγαλλίαση και έκπληξη.

Βγήκε από το ναό και με το διάκο φέρανε γύρω γύρω τη Μονή εσωτερικά. Έβλεπε όλους τους χώρους, όλους τους μοναχούς, τους ευλογούσε ειρηνικά και τους μετέδιδε αγαλλίαση, που διαχυνόταν άφθονη από το αγγελικό του πρόσωπο. Αφού τελείωσε ο γύρος αυτός, ήθελε να βγουν έξω από τη Μονή. Βγήκανε από τη νότια πόρτα. Προχώρησε σιγά σιγά δεξιά. Σταμάτησε στο εργαστήριο κι ευλόγησε με άπειρη αγάπη τους εκεί μοναχούς. Πάλι προς τα δεξιά, ενώ σταματούσε στα εκκλησάκια και σταυροκοπιότανε πολλές φορές. Ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, βορειοδυτικά. Ζήτησε να τον βοηθήσει ο διάκος ν’ ανεβούνε ακόμα λίγο. Από κει το μοναστήρι φαινότανε όλο. Σαν από αεροπλάνο. Ήταν ωραίο, ανακαινισμένο, φροντισμένο... και το 'χε βρει ερείπιο, διαλυμένο, ξεχαρβαλωμένο και πολύ μικρότερο. Τώρα και ανακαινισμένο και γεμάτο με καλούς μοναχούς.
Το κοίταζε από κει ψηλά και δεν το χόρταινε. Το βλέμμα του είχε τόση αγάπη για το μοναστήρι.
- Έλα, παιδί μου. πάμε.
Γυρίσανε από την άλλη μεριά. Σχεδόν μεσημέρι.

Κατάκοπος, μετά το μεσημέρι, αποσύρθηκε για λίγο στο κελί του. Έφτασε όμως ο π. Αλέξιος, που έπρεπε για πρώτη φορά να κάνει κηδεία. Νέος ιερέας και δεν ήξερε το τυπικό και πώς ψάλλεται. Με υπομονή ο μακαριστός γέροντας του είπε πώς θα κάνει τούτο, πώς εκείνο. Κι έπιασε να του ψέλνει τροπάρια της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Έψελνε και ο Αλέξιος, μα ο Γέροντας έψελνε πολύ ωραία. Έκπαγλα και χαιρότανε όλο και περισσότερο. Σε κάποια στιγμή ο Αλέξιος νόμισε ότι έμαθε να ψέλνει τη νεκρώσιμη Ακολουθία και ήθελε να φύγει, ευχαριστώντας και παίρνοντας την ευχή του Γέροντα. Εκείνος όμως επέμενε να την ψάλουνε όλη από την αρχή. Έτσι κι έγινε. Την ψάλανε ολόκληρη, και ο γέροντας ήτανε όλο χαρά κι ευφροσύνη.
Έφυγε μετά τις 2 η ώρα ο π. Αλέξιος κι έμεινε μόνος ο γέροντας. Στις 3.15 του χτύπησαν την πόρτα για καφέ και του είπαν ότι ήρθε η Γερασιμία. Κι ενώ δύσκολα δεχότανε στο κελί. είπε μόνος του:
-Να έρθει. Αυτό το παιδί έχει ανάγκη, πρέπει να το δω!
Αργότερα δέχτηκε τη Γερασιμία, για εξομολόγηση. Έβαλε το πετραχήλι του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, βλέποντας τον Εσταυρωμένο, και άρχισε. Την άκουσε προσεχτικά, τη συμβούλεψε, της έδωσε κουράγιο...και ξαφνικά με αλλοιωμένη όψη της λέει:
-Εδώ, παιδί μου, είναι ο όσιος Δαβίδ... Και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος... ψάλε το Απολυτίκιο τους...

-Παιδί μου, άνοιξε την πόρτα, ήρθαν οι πατέρες.
Πράγματι, έφταναν στην πόρτα οι πατέρες. Τη στιγμή που στράφηκε στην πόρτα η Γερασιμία, δοκίμασε ο γέροντας να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του... Μα την ίδια στιγμή είπε «ζαλίζομαι, ζαλίζομαι...» κι έγειρε, χάνοντας την ευστάθεια του. Πρόλαβε η κοπέλα κι έπιασε λίγο το γέροντα και τον βοήθησε να μη χτυπήσει πολύ, πέφτοντας στο πάτωμα. Η αναπνοή του ήτανε πολύ δύσκολη και προσπαθούσε. Συγχρόνως έμπαιναν και οι πατέρες με πρώτο τον π. Ιλαρίωνα. Αμέσως σύγχυση, φόβος, πανικός, κλάματα... Γονάτισε δίπλα του ο π. Κύριλλος, πήρε να του τρίψει τα χέρια... άλλοι μοναχοί τρέξανε στον Άγιο Χαράλαμπο και κλαίγοντας κάνανε Παράκληση. Άλλος έτρεξε να τηλεφωνήσει σε γιατρό. Ο σφυγμός του μεγάλου ασκητή φάνηκε νηματοειδής, ανεπαίσθητος... Το πρόσωπο του πήρε λίγο κοκκινωπό χρώμα...έμεινε ήρεμο, χωρίς αγωνία...και μια στιγμή έκανε με τα σεπτά χείλη του ένα μικρό φύσημα...
Αυτό ήταν, σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Στις 4.17 το απόγευμα, ο μακαριστός γέροντας άφησε το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε σε μακάρια μονή του Τριαδικού Θεού.

("Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ", Καθ. Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος, εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ)

katafigioti

lifecoaching