ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Γιατί καθένας ωφελείται ή βλάπτεται από την ίδια την κατάστασή του. Κανένας δεν βλάπτει τον άλλον. Αλλά, αν ζημιωθούμε, όπως είπα, ζημιωνόμαστε από την κατάστασή μας. Αν θέλουμε λοιπόν μπορούμε, όπως συνήθως σας λέω, από καθετί να ωφελούμαστε ή να ζημιωνόμαστε.

Και σας λέω ένα παράδειγμα, για να δείτε ότι έτσι είναι το πράγμα.
Συμβαίνει να στέκεται κανείς κάπου νύχτα -δεν εννοώ βέβαια μοναχός, αλλά κάποιος άλλος κοσμικός- και περνάνε από μπροστά του τρεις άνθρωποι. Και ο ένας βάζει στο νου του ότι στέκεται εκεί και περιμένει κάποιον, για να πάει να πορνεύσει. Ο άλλος τον θεωρεί κλέφτη. Και ο τρίτος σκέφτεται ότι έχει φωνάξει έναν φίλο του από το διπλανό σπίτι και τον περιμένει να κατέβει, για να πάνε να προσευχηθούν.

Να λοιπόν, και οι τρεις είδαν τον ίδιο άνθρωπο, στον ίδιο τόπο και όμως δεν έκαναν για αυτόν και οι τρεις την ίδια σκέψη, αλλά ο ένας έβαλε στο μυαλό του το ένα, ο άλλος το άλλο, ο τρίτος άλλο, ο καθένας -όπως φαίνεται- ανάλογα με την προσωπική του πνευματική κατάσταση.
Γιατί όπως υπάρχουν οργανισμοί αδύνατοι και φιλάσθενοι και κάθε τροφή που παίρνουν, και αν ακόμα είναι ωφέλιμη, τη μεταβάλλουν σε αρρώστια– και δεν βρίσκεται βέβαια η αιτία στην τροφή, αλλά στο ίδιο το σώμα που, όπως είπα, είναι φιλάσθενο και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και αλλοιώνει τις τροφές -έτσι και η ψυχή, που υποφέρει από πνευματική καχεξία, βλάπτεται από καθετί. Και αν ακόμα πρόκειται για κάτι ωφέλιμο, αυτή βλάπτεται.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα δοχείο με μέλι και του βάλουμε μέσα ένα κομμάτι αψιθιά (πικρό φυτό). Δεν καταστρέφει το μικρό εκείνο κομμάτι όλο το δοχείο με το μέλι; Δεν κάνει όλο το μέλι πικρό; Το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Βγάζουμε λίγη από την πικράδα μας και εξαφανίζουμε το καλό του πλησίον, βλέποντάς το ανάλογα με την κατάστασή μας και αλλοιώνοντάς το ανάλογα με την πνευματική καχεξία μας.
Όσοι όμως είναι πνευματικά δυνατοί, μοιάζουν με εκείνον που έχει σώμα εύρωστο, που και αν ακόμη φάει κάτι βλαβερό το μεταβάλλει ανάλογα με την κράση του σε θρεπτικό συστατικό και δεν τον βλάπτει ούτε και αυτή η κακή τροφή, επειδή, όπως είπα, το σώμα του είναι δυνατό και ανάλογα με την κράση του μεταβάλλει και την τροφή. Και όπως ακριβώς είπαμε για τον πρώτο οργανισμό, που και την καλή τροφή την μεταβάλλει ανάλογα με την καχεξία του σε βλαβερό συστατικό, το ίδιο συμβαίνει και με αυτόν. Ανάλογα με το εύρωστο σώμα του, ακόμα και τη βλαβερή τροφή τη μεταβάλλει σε θρεπτικό συστατικό.
Και σας λέω ένα παράδειγμα για να το καταλάβετε καλύτερα. Ο χοίρος έχει σώμα γερό. Η δε τροφή του είναι τα ξυλοκέρατα, τα κουκούτσια από τα φοινίκια και η λάσπη. Και όμως επειδή έχει γερό σώμα και αυτού του είδους την τροφή τη μεταβάλλει σε θρεπτικά συστατικά.
Έτσι και εμείς, αν έχουμε καλές αρχές και καλή πνευματική κατάσταση, μπορούμε, όπως είπα πριν, από το καθετί, και αν ακόμη δεν είναι ωφέλιμο, να ωφελούμαστε. Και πολύ ωραία λέει ο σοφός Σολομών στις Παροιμίες: «Αυτός που βλέπει ήρεμα και γλυκά προκαλεί τη συμπάθεια των άλλων» (Παροιμ. 12,13) Και αλλού λέει: «Σ’ όποιον λείπει η φρόνηση όλα έρχονται αντίθετα και ανάποδα» (Παροιμ. 14,7)

(αββά Δωροθέου, εκδ. Ετοιμασία σελ.393-397)

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου!
Murray Salem, Αμερικανός ηθοποιός και σεναριογράφος.
Η γιαγιά μου, από την πλευρά του πατέρα μου, σε όλη της τη ζωή ήταν μια απλή χωρική από τη Συρία, που δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει.
Ήταν όμως ειλικρινά θρήσκα. Ότι έκανε είχε πάντοτε το όνομα του Θεού στα χείλη της.  Αλλά δεν ανέφερε μόνο το Όνομά Του.
Έλεγε τουλάχιστον εκατό φορές την ημέρα: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!… Και όχι μόνο όταν της συνέβαινε κάτι καλό.
Αν η σούπα χυνόταν καθώς έβραζε και πάλι έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Τη ρώτησα κάποτε γιατί ευχαριστούσε τον Θεό για κάτι κακό.
Γέλασε και μου είπε ότι αν κάτι κακό συμβαίνει είναι γιατί έχουμε ξεχάσει τη σύνδεσή μας με τον Θεό. Εκείνη την εποχή το βρήκα αυτό πολύ παράξενο, έστω κι αν εκείνη επέμενε να κάνω κι εγώ το ίδιο.
Κάποτε, έγδαρα το γόνατό μου κι εκείνη μου είπε να πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!
Κατά περίεργο τρόπο αυτές οι λέξεις είχαν αποτέλεσμα και ένοιωσα καλύτερα το γόνατό μου. Όταν έγινα πέντε χρονών πήγα στο σχολείο. Προερχόμουν από έγχρωμη φυλή και τα γαλανομάτικα και ξανθόμαλλα παιδιά με κορόιδευαν συνήθως. Επειδή το χρώμα μου ήταν σκούρο, το παρατσούκλι μου ήταν «ο Αράπης». Μισούσα το σχολείο και παρακαλούσα τους γονείς μου να μην με αναγκάζουν να πηγαίνω.
 
Ένοιωθαν άσχημα για μένα, αλλά δεν μπορούσαν και να με προστατέψουν για πάντα. Τότε, η Σίτου μου (η Συριακή λέξη για τη γιαγιά) άκουσε τι μου συνέβαινε και μου είπε ότι έπρεπε να λέω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου», κάθε φορά που τα παιδιά με έβριζαν. Εκείνη τη στιγμή θεώρησα ότι επρόκειτο για την πιο ανόητη ιδέα που είχα ακούσει ποτέ μου. Λίγες μέρες όμως αργότερα, όταν ένα ολόκληρο τσούρμο παιδιών άρχισε να φωνάζει: «Αράπη, Αράπη, Αράπη», συνέβη κάτι: Συγκρατούσα τα δάκρυά μου, προσπαθώντας με όλες τις δυνάμεις του κορμιού μου, να μη φανώ μυξιάρικο και να μην τους επιτρέψω να με δουν να κλαίω. Αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
 
Τα δάκρυα θα ξεσπούσαν οπωσδήποτε. Τότε θυμήθηκα τα λόγια της Σίτου μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Άρχισα να τα επαναλαμβάνω σιωπηλά μέσα μου: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Κι αυτό βοήθησε. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, αλλά τα δάκρυα εξαφανίστηκαν. Ξαφνικά έπαψα να νοιάζομαι τόσο πολύ για το τι σκέφτονταν για μένα. Ίσως αυτό συνέβη γιατί ένοιωσα, ότι είχα κι εγώ τώρα ένα φίλο: τον Θεό. Όλα αυτά έγιναν εδώ και πολλά χρόνια. Από τότε, έχω γίνει ένας επιτυχημένος σεναριογράφος. Έχω ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο κι έχω συναντήσει εκατοντάδες θαυμάσιους ανθρώπους.
 
Η ζωή μου είναι ωραιότερη από ότι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Καί σε όλη μου τη ζωή συνεχίζω πάντα να λέω:
 
«Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»! Ορισμένες φορές το λέω εκατό φορές την ημέρα, ακριβώς όπως έκανε η αγαπημένη μου γιαγιά. Νιώθω και τώρα την ανάγκη να το πω: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου»!


    Μη βιαστείτε, παρακαλώ, να κατακρίνετε αυτό το στιγμιότυπο μας για παράβαση ευπρεπείας. Μην πείτε ότι ο συντάκτης του ξέθαψε κάποια άτυχη περιθωριακή περίπτωση και την προβάλλει.
    Το περιστατικό μας μπορεί να είναι μοναδικό. Δεν συνέβη όμως σε κάποια εποχή εκκλησιαστικής αναταραχής, ούτε είναι προϊόν σιμωνίας. Είναι ένα περιστατικό απόλυτα νόμιμο, και μάλιστα με τη  σφραγίδα δύο μεγάλων εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, που και τους δυο τους τιμά η Εκκλησία μας ως αγίους. Ο ένας το ετέλεσε κι ο άλλος το ετίμησε.
     Βρισκόμαστε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Είναι η πόλη που γεννήθηκε  ο γνωστός μας αγ. Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός, ο οποίος σπούδασε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης πλάι στον Ωριγένη, και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, το 238,για να αναδεχθεί ο πρώτος επίσκοπός της.
      Γνωστοί είναι οι ιεραποστολικοί αγώνες του αγίου και θαυματουργού Γρηγορίου για να εκχριστιανίσει την περιοχή. Αγώνες που στέφθηκαν με πλήρη επιτυχία. Κάποτε αυτοί που ζούσαν στα Κώμανα, γειτονική πόλη της Νεοκαισάρειας, ζήτησαν από τον αγ. Γρηγόριο να τους επισκεφθεί, για να ιδρύσει Εκκλησία που να έχει και επίσκοπο. Όταν ο άγιος έφτασε στην πόλη, έμεινε αρκετές μέρες, αναζωπυρώνοντας με τα κηρύγματά του τον ζήλο των κατοίκων της για μια σωστή χριστιανική ζωή. Σύντομα ήρθε και το θέμα της εκλογής επισκόπου.
        Οι κάτοικοι, έχοντας για παράδειγμα τον ίδιο τον άγιο Γρηγόριο, συμφωνούσαν να επιλεχθεί επίσκοπος από τους προκρίτους του τόπου, που ταυτόχρονα να έχει και το χάρισμα του λόγου. Οι σχετικές ψηφοφορίες δεν απέδωσαν, γιατί η κάθε μερίδα επέμενε για τον δικό της υποψήφιο. Τότε ο αγ. Γρηγόριος είπε ότι θα μπορούσαν να αναζητήσουν κάποιον από τους μη επίσημους και γνωστούς προκρίτους της πόλεως. Η πρόταση του αγίου σκανδάλισε αρκετούς. Θεωρήθηκε ως «ύβρις». Κάποιος μάλιστα διαμαρτυρήθηκε έντονα, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι είναι αδύνατο να επιλέγει ως αξιότερος ένας «εκ των βαναύσων», όταν προηγουμένως απορρίφθηκαν οι πραγματικά άξιοι. Στη συνέχεια ο ίδιος με ειρωνικό τόνο είπε στον αγ. Γρηγόριο ότι, εφ’όσον  προτείνει να αναλάβει την Εκκλησία ένας εκ των «συρφετών», γιατί να μην εκλέξει για επίσκοπο τον Αλέξανδρο τον καρβουνιάρη.
         Ξαφνικά ήρθε στον αγ. Γρηγόριο η σκέψη ότι ίσως η πρόταση για τον Αλέξανδρο δεν ήταν τυχαία, αλλά ότι ήταν θεία υπόδειξη. Αμέσως ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο Αλέξανδρος.  Κάποιος, αστειευόμενος, τον έφερε μπροστά στον επίσκοπο. Ήταν ντυμένος με βρώμικα κουρέλια, ενώ το πρόσωπο και όλο του το σώμα ήταν κατάμαυρο από τα κάρβουνα. Όλοι άρχισαν να γελούν. Το διορατικό όμως μάτι του αγ. Γρηγορίου έβλεπε άλλα πράγματα. Διέκρινε ότι ο τρόπος ζωής του δεν οφειλόταν στη φτώχεια του, αλλά σε δική του επιλογή, από κάποια φιλοσοφική διάθεση.
        Μετά από αυτή την εκτίμηση που έκανε για το πρόσωπο του καρβουνιάρη, τον πήρε ιδιαιτέρως και έμαθε με λεπτομέρεια τα σχετικά με τον βίο του. Στη συνέχεια τον παρέδωσε στους δικούς του να τον πλύνουν και να τον ντύσουν, ενώ ο άγιος ξαναγύρισε στη σύναξη των πολιτών. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη σύναξη καθαρός  και καλοντυμένος, ο κόσμος ξαφνιάστηκε, βλέποντας έναν άλλο άνθρωπο. Ο αγ. Γρηγόριος τους  τόνισε το πόσο λανθασμένο είναι το κριτήρίο μας, όταν δίνουμε προσοχή στο εξωτερικό του ανθρώπου και όχι στο εσωτερικό του βάθος.
        Η κατάληξη της σύναξης έγινε στην εκκλησία, όπου ο αγ. Γρηγόριος χειροτόνησε τον Αλέξανδρο τον καρβουνιάρη σε επίσκοπο. Ύστερα ζήτησε από τον νέο επίσκοπο να κηρύξει τον θειο λόγο. Κι εδώ ο αγ. Γρηγόριος δεν διαψεύσθηκε. Ο λόγος δεν ήταν περίτεχνος και στολισμένος ,ήταν όμως ένας λόγος γεμάτος περιεχόμενο.
        Κάποιος νεαρός, που προερχόταν από τη Αθήνα και καμάρωνε για τον δικό του αττικίζοντα και καλλωπισμένο λόγο, χαμογέλασε με το «ακαλλές της λέξεως» του νέου επισκόπου. Γρήγορα όμως συνήλθε «εκ θειοτέρας όψεως». Είδε ένα σμήνος από περιστέρια, που έλαμπαν απερίγραπτα, και συγχρόνως άκουσε θεία φωνή να λέει ότι «του Αλεξάνδρου είναι αυτά τα περιστέρια».
          Τώρα που φτάσαμε στο τέλος ευνόητο είναι να διερωτηθεί κανείς που βρίσκεται στην ιστορία μας η άλλη μεγάλη και άγια προσωπικότητα, που, όπως είπαμε, «ετίμησε» την πράξη του αγ. Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Η άλλη προσωπικότητα είναι ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος έχει καταγράψει το περιστατικό της διηγήσεως μας. Πράγματι, όλες τις παραπάνω πληροφορίες τις έχουμε από το βίο του Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, τον οποίον έγραψε ο Γρηγόριος Νύσσης.

(Γρηγορίου Νύσσης,Εις τον βίον Γρηγορίου του θαυματουργού,ΒΕΠ 69,312,1-314,20)

(από το βιβλίο: Στιγμιότυπα από την εποχή των Πατέρων, Ηλία Α. Βουλγαράκη, εκδ. Αρμός σελ. 18-20)


ΜΕ ΠΟΙΟΝ μοιάζει o χριστιανός, πού σηκώνει τις θλίψεις της επίγειας ζωής με αληθινή πνευματική σύνεση; Μ’ έναν οδοιπόρο, που στέκεται στην ακροθαλασσιά σε ώρα τρικυμίας.

Τα αγριεμένα άσπρα κύματα πλησιάζουν τον οδοιπόρο και, αφού σπάσουν στην άμμο, διαλύονται πάνω στα πόδια του σε αναρίθμητες μικρές σταγόνες. Η θάλασσα, φιλονικώντας με τον άνεμο, βρυχιέται, υψώνει κύματα σαν βουνά, βράζει, παφλάζει. Το ένα κύμα γεννά και στη συνέχεια καταβροχθίζει το άλλο. Οι κορυφές τους είναι στεφανωμένες με κάτασπρο αφρό. Όλη η θάλασσα είναι καλυμμένη απ’ αυτά τα κύματα, που μοιάζουν με τερά¬στιο λάρυγγα φοβερού τέρατος δίχως δόντια.

Ο οδοιπόρος παρατηρεί το φοβερό θέαμα με ήρεμο λογισμό. Τα μάτια του είναι στη θάλασσα. Πού είναι, όμως, η σκέψη του; Και πού η καρδιά του; Η σκέψη του είναι στις πύλες του θανάτου. Και η καρδιά του στην κρί¬ση του Θεού. Εκεί είναι ήδη με τον νου του• εκεί είναι με το αίσθημά του - εκεί είναι οι φροντίδες του· εκεί είναι ο φόβος του.

Από τον φόβο τούτο φεύγει μακριά ο φόβος των επίγειων πειρασμών, θα κοπάσουν οι άνεμοι, θα γαληνέψει η θάλασσα. Εκεί που πρώτα μάνιαζαν τα τεράστια οργισμένα κύματα, δεν θα βλέπει κανείς παρά μιαν επίπεδη επιφάνεια από νερά ακίνητα, νερά κουρασμένα από τη θύελλα. Μετά τη μεγάλη θαλασσοταραχή, τα νερά θα καταπέσουν σε μια νεκρική ακινησία. Στον διάφανο καθρέφτη τους θα αντανακλά ο βραδινός ήλιος, όταν θα σταθεί πάνω από την Κρονστάνδη, θα σκορπίσει τις ακτίνες του σ’ όλον τον Φιννικό Κόλπο και θα συναντήσει τον ποταμό Νιεβα προς την Πετρούπολη. Θέαμα σαν ζωγράφημα, γνωστό στους κατοίκους της ερήμου του Αγίου Σεργίου. Αυτόν τον ουρανό, αυτή την ακροθαλασσιά, αυτά τα κτίρια πόσοι τα είδαν; Πόσοι είδαν τα αφροστεφανωμένα, τα περήφανα, τα άγρια κύματα; Πάρα πολλοί. Και όλοι αυτοί έφυγαν, όλοι βρίσκονται τώρα στην ησυχία του τάφου. Εκεί θα βρεθούν και όσοι σήμερα τα αντικρίζουν.

Πόσο άστατα, πόσο φευγαλέα είναι τα επίγεια -όσο των κυμάτων τα αφροστέφανα!

Κοιτάζοντας από τον ήσυχο αρσανά τη θάλασσα του βί¬ου να φουσκώνει από τα κύματα των παθών, Σε ευγνω¬μονώ, Βασιλιά και Θεέ μου! Μ’ έφερες σ’ ετούτη την άγια μονή. Μ’ έκρυψες «στο απόκρυφο καταφύγιο της θείας Σου παρουσίας από τις άδικες επιθέσεις των ανθρώπων» και με φύλαξες «από συκοφαντικές γλώσσες»(Ψαλμ. 30,21). Για τούτο μόνο πονάει η ψυχή μου, για τούτο συνταράζεται το άγνωστο: Θα περάσω, άραγε, από δω, από την ακροθαλασσιά του άστατου και ψεύτικου βίου, «στον τόπο της σκηνής της θαυμαστής, στον οίκο του Θεού, με φωνές χαράς και δοξολογίας, μέσα σε ήχους γιορτινούς»(Ψαλμ. 41, 5); Θα κατοικήσω, άραγε, εκεί αιώνια; Τι κι αν έχω θλίψεις στον κόσμο; «Εγώ στήριξα τις ελπίδες μου στον Θεό, κι έτσι δεν έχω να φοβηθώ ότι κι αν μου κάνει άνθρωπος»(Ψαλμ. 55,12).

Έρημος Άγιου Σεργίου, 1843
πηγή: Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ασκητικές Εμπειρίες,  εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου.

“O Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια…”
«Θέλω να σας μιλήσω πάτερ για κάτι σοβαρό».
Η κοπέλα στεκόταν στην είσοδο του ιερατικού γραφείου, περιμένοντας την άδεια για να προχωρήσει. Δεν είχε παρουσιαστικό «θρησκευόμενου» ανθρώπου. Φορούσε κολλητό παντελόνι και ήταν βαμμένη έντονα.
Ο ηλικιωμένος ιερέας την κοίταξε με καλοσύνη. «Παρακαλώ. Ό,τι θέλετε!».

Η κοπέλα προχώρησε και κάθισε μπροστά στο γραφείο του ιερέα.

«Θέλω τη συμβουλή σας», είπε κοφτά και με αποφασιστικότητα. «Η μητέρα μου είναι στα τελευταία της. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωή της δουλεύοντας τη νύχτα σε άσχημα μέρη… Ξέρω… Ίσως να σας σκανδαλίζω λίγο…». Δίστασε κοιτάζοντας τον ιερέα εξεταστικά αλλά με ειλικρίνεια στα μάτια της.

«Παρακαλώ, συνεχίστε».

«Η μητέρα μου με τα χρήματα που κέρδιζε κατάφερε να μεγαλώσει εμένα και τον αδερφό μου χωρίς να χρειαστεί να μας δώσει σε ξένα χέρια. Πατέρα δε γνωρίσαμε…

Αλλά δε μεγάλωσε μονάχα εμάς. Τα μισά της χρήματα και παραπάνω τα έδινε πάντα σε ελεημοσύνες. Πολλά παιδιά μεγάλωσαν χάρη σ’ αυτή. Κάποια μάλιστα σπούδασαν κιόλας χάρη στη μητέρα μου. Σε όλη της τη ζωή, η ελεημοσύνη ήταν πρώτιστο καθήκον… Τώρα πεθαίνει. Με δυσκολία επικοινωνεί. Θα ήθελα να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει αλλά δεν ξέρω πώς να της το πω… Καταλαβαίνετε… δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία… Δεν ήταν τελείως αδιάφορη αλλά… καταλαβαίνετε…».

Ο ιερέας είχε το βλέμμα χαμηλωμένο και άκουγε με κατανόηση.

«Μη στενοχωριέστε», της είπε. «Κάνατε αυτό που έπρεπε. Τώρα θα κάνουμε και οι δυο προσευχή για τη μητέρα σας. Κι ο Θεός θα δείξει τον τρόπο. Πάντως όπως και να ’χει, να θυμάστε ότι ο Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια…».

Πέρασαν μέρες. Ο Ιερέας δεν είχε κανένα νέο από εκείνη την κοπέλα. Κι έξαφνα ένα πρωί είδε την αναγγελία θανάτου της μητέρας κολλημένη σε μια κολώνα. Πήρε απόφαση και πήγε στην κηδεία.

Στο τέλος της ακολουθίας τον πλησίασε η κοπέλα. Τον χαιρέτησε ευγενικά και τον ευχαρίστησε που ήρθε να τους συλλυπηθεί. Ήταν πολύ καταβεβλημένη.

«Στενοχωριέμαι πολύ για την ψυχή της μητέρας μου, πάτερ», του είπε.

«Να μη στενοχωριέστε. Σας είπα: αφού η μητέρα σας έδειξε στη ζωή της τέτοια ελεημοσύνη, ο Θεός αποκλείεται να την άφησε χωρίς μετάνοια και συγχώρηση. Αυτό μονάχα μπορώ να σας πω εγώ. Τα υπόλοιπα τα ξέρει μονάχα Εκείνος…».

Τους πλησίασε ένας νεαρός.

«Πάτερ, να σας γνωρίσω τον αδερφό μου». Ακολούθησαν συστάσεις. «Ο πάτερ από δω είναι στην αγία Φωτεινή… ξέρεις… λίγο πιο πάνω από το σπίτι της μαμάς…», είπε στον αδερφό. «Πάντως, πάτερ, δε σας το κρύβω πως λυπάμαι που έφυγε έτσι», ξαναστράφηκε στον ιερέα. «Ίσως έπρεπε να ήμαστε πιο επίμονοι. Δεν ξέρω… καταλαβαίνω τι μου λέτε αλλά δεν έχω τόση πίστη για να παρηγορηθώ από αυτό…».

«Τι συνέβη;», παρενέβη ο αδερφός.

«Να, είχα πάει πριν αρκετές μέρες στον πάτερ να του ζητήσω να έρθει να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τη μαμά αλλά διστάσαμε κάπως… δεν ξέραμε πώς θα το πάρει εκείνη… και να που τώρα δεν προλάβαμε…».

Ο αδερφός έδειξε να ξαφνιάζεται. Χαμογέλασε και είπε:
«Μη στενοχωριέσαι, προλάβαμε… Προχθές τo βράδυ που έλειπες, η μαμά σαν να ξύπνησε αίφνης από το λήθαργό της, γύρισε προς το μέρος μου και -λες και δεν ήταν άρρωστη- μου είπε: «Πήγαινε γρήγορα στον άγιο Δημήτριο και φέρε εδώ τον παπά»… Αρχικώς απόρησα. Δεν ήθελα να της χαλάσω το χατήρι αλλά δεν περίμενα και να βρω κανέναν εκείνη την ώρα στην Εκκλησία… Εντούτοις ο παπάς ήταν εκεί. Του εξήγησα και ήρθε χωρίς καθυστέρηση… Πού να φανταστώ ότι εσύ είχες έρθει σε επικοινωνία με τον ιερέα της αγίας Φωτεινής… Συγγνώμη που δε σου είπα τίποτα αλλά με την κηδεία και τις μέριμνες το παρέλειψα… ή μάλλον για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα πώς θα το πάρεις κιόλας… Δε μου είχες πει ότι θα πας σε παπά… Πάντως κοινώνησε…».

Ο ιερέας χαμογέλασε. Τους χαιρέτησε ευγενικά και αποχώρησε. «Δεν αφήνει ο Θεός την ελεημοσύνη ασυνόδευτη από μετάνοια», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του με συγκίνηση…

Απόσπασμα από το Μικρό Γεροντικό Πόλεων «Όσο μπορείς», του Βασίλη Αργυριάδη

πηγή: www.orthmad.gr

Περπατώντας ως το Σπίτι.

Εμπειρία: ο πιο σκληρός δάσκαλος. Αλλά μαθαίνεις, Θεέ μου, πώς μαθαίνεις!  C. S. Lewis.
    
Μεγάλωσα στα νότια της Ισπανίας σε μια μικρή κοινότητα, την Εστεπόνα. Ήμουν 16 χρονών όταν ένα πρωί, ο πατέρας μου, μου είπε ότι θα μπορούσα να τον πάω με το αυτοκίνητο σ’ ένα χωριό, το Μίτζας, γύρω στα 18 μίλια απόσταση, με την προϋπόθεση ότι θα πήγαινα το αυτοκίνητο για σέρβις σ’ ένα κοντινό γκαράζ. Επειδή μόλις είχα μάθει να οδηγώ κι επειδή δεν μου δινόταν συχνά η ευκαιρία να πάρω το αυτοκίνητο, δέχτηκα αμέσως. Πήγα τον μπαμπά στο Μίτζας και υποσχέθηκα να πάω να τον πάρω στις τέσσερις το απόγευμα, και στη συνέχεια πήγα μέχρι το κοντινό γκαράζ κι άφησα το αυτοκίνητο. Επειδή είχα μερικές ώρες ελεύθερες, αποφάσισα να δω δύο ταινίες σ’ ένα κινηματοθέατρο κοντά στο γκαράζ. Όμως, με απορρόφησαν τόσο πολύ οι ταινίες που έχασα κάθε αίσθηση χρόνου. Όταν τέλειωσε και η τελευταία ταινία, κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν έξι. Είχα καθυστερήσει δύο ώρες!

    Ήξερα πώς ο πατέρας μου θα γινόταν έξω φρενών αν μάθαινε πως έβλεπα ταινίες. Δεν θα με άφηνε να οδηγήσω ποτέ πια. Αποφάσισα να του πω πως το αυτοκίνητο χρειαζόταν κάποιες επισκευές και ότι έκαναν λίγο περισσότερο χρόνο από ότι υπολόγιζαν. Οδήγησα μέχρι το σημείο όπου είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε και είδα το μπαμπά μου να περιμένει υπομονετικά στη γωνία. Ζήτησα συγγνώμη για την καθυστέρηση και του είπα ότι θα πήγαινα πιο νωρίς, αλλά το αυτοκίνητο χρειαζόταν κάποιες σημαντικές επισκευές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του.
    «Είμαι πολύ απογοητευμένος που αισθάνεσαι ότι πρέπει να μου πεις ψέματα, Τζέισον».
    «Τι εννοείς; Την αλήθεια σου λέω». Ο μπαμπάς μου με ξανακοίταξε. «Όταν είδα ότι δεν ήρθες στην ώρα σου, τηλεφώνησα στο γκαράζ για να ρωτήσω αν υπήρχε κανένα πρόβλημα και μου είπαν ότι δεν είχες πάει να πάρεις το αυτοκίνητο ακόμα. Βλέπεις, λοιπόν, ξέρω πως το αυτοκίνητο δεν είχε κανένα πρόβλημα». Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας από τις ενοχές καθώς ξέπνοα εξομολογήθηκα ότι πήγα στην κινηματογράφο και ότι αυτή ήταν η πραγματική αιτία της καθυστέρησής μου. Ο μπαμπάς με άκουσε με προσοχή ενώ μέσα του ένιωθε μια θλίψη.
    «Είμαι θυμωμένος όχι μαζί σου αλλά μ’ εμένα. Βλέπεις, καταλαβαίνω τώρα ότι απέτυχα σαν γονιός όλα αυτά τα χρόνια, αφού εσύ νιώθεις ότι πρέπει να μου πεις ψέματα. Έχω αποτύχει γιατί έχω μεγαλώσει ένα γιο που δεν μπορεί να πει την αλήθεια στην πατέρα του. Θα πάω με τα πόδια σπίτι τώρα και θα σκεφτώ που έχω κάνει λάθος».
    «Μα, μπαμπά, είναι 18 μίλια το σπίτι. Είναι ήδη σκοτάδι. Δεν γίνεται να γυρίσεις πίσω με τα πόδια».
    Οι διαμαρτυρίες μου, οι συγγνώμες που του ζήτησα και όλα μου τα λόγια ήταν μάταια. Είχα απογοητεύσει τον πατέρα μου, κι έπαιρνα το πιο οδυνηρό μάθημα της ζωής μου. Ο μπαμπάς άρχισε να περπατάει στον όλο χώματα δρόμο. Γρήγορα, μπήκα στ’ αυτοκίνητο και τον ακολούθησα από πίσω με την ελπίδα ότι θα με συγχωρούσε. Τον παρακαλούσα σ’ όλο το δρόμο, του έλεγα πόσο είχα στενοχωρηθεί αλλά αυτός απλά με αγνοούσε και συνέχιζε να περπατάει σιωπηλά, σκεφτικός. Για 18 μίλια οδηγούσα από πίσω του με μέση ταχύτητα 5 μίλια την ώρα.
    Για μένα, η σωματική και συναισθηματική ταλαιπωρία του πατέρα μου ήταν η πιο απογοητευτική και η πιο οδυνηρή εμπειρία της ζωής μου. Και ταυτόχρονα ήταν το πιο πετυχημένο μου μάθημα. Ποτέ μου δεν του ξαναείπα ψέματα από τότε.
Jason Bocarro

(από το βιβλιο: Βαλσαμο για την ψυχη του εφηβου, εκδ. Διόπτρα σελ.135-136)

Τα Μαγικά Χαλίκια

«Γιατί δηλαδή είμαστε υποχρεωμένοι να μάθουμε όλες αυτές τις βλακείες;»
Αυτό ήταν το πιο συνηθισμένο και συχνό ερώτημα που μου έκαναν οι μαθητές μου. Απαντούσα αφηγούμενος τον ακόλουθο μύθο:

Ένα βράδυ, μια ομάδα νομάδων ετοιμαζόταν να κατασκηνώσει για να κοιμηθεί, όταν τους περιέβαλε έξαφνα ένα δυνατό και λαμπρό φως. Κατάλαβαν πως ήταν μια ουράνια παρουσία. Περίμεναν λοιπόν με προσμονή και προσδοκία ν’ ακούσουν κάποιο σημαντικό ουράνιο μήνυμα που ήξεραν ότι απευθυνόταν ειδικά σ’ αυτούς.
Η φωνή μίλησε τελικά. «Μαζέψτε όσα περισσότερα χαλίκια μπορείτε. Βάλτε τα στα σακίδιά σας. Μετά από την πορεία μιας μέρας, το αυριανό βράδυ θα σας βρει χαρούμενους αλλά και λυπημένους».
Όταν έσβησε το φως, οι νομάδες ήταν απογοητευμένοι και οργισμένοι. Περίμεναν την αποκάλυψη μιας μέγιστης οικουμενικής αλήθειας που θα τους επέτρεπε να προσφέρουν πλούτο, υγεία και σκοπό στην ανθρωπότητα. Αντί γι’ αυτό, τους είχε ανατεθεί ένα ευτελές καθήκον που τους φαινόταν παντελώς άσκοπο και παράλογο. Ωστόσο, η λάμψη που περιέβαλε τον άγνωστο επισκέπτη τους έκανε να σκύψουν, να μαζέψουν μερικά χαλίκια και να τα βάλουν στα σακίδια τους, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους.
Ταξίδεψαν μια ολόκληρη ημέρα και το βράδυ, την ώρα που κατασκήνωσαν άνοιξαν τα σακίδιά τους και είδαν πως το κάθε χαλίκι που είχαν μαζέψει είχε μετατραπεί σε διαμάντι. Χάρηκαν για τα διαμάντια που είχαν. Και στενοχωρήθηκαν που δεν είχαν μαζέψει περισσότερα χαλίκια.

Μια εμπειρία που είχα μ’ ένα μαθητή, θα τον ονομάσω Άλαν για ευκολία, στις αρχές της διδακτικής μου καριέρας, καταδεικνύει την έκταση της αλήθειας που κρύβει αυτός ο μύθος.
Όταν ήταν στη Β’ γυμνασίου, ο Άλαν έπαιρνε άριστα στις «φασαρίες» και ήταν πρώτος στις «αποβολές». Είχε μάθει καλά πώς να κάνει τον νταή κι ετοιμαζόταν για μεταπτυχιακό στην «κλοπή».
Κάθε μέρα έβαζα τους μαθητές μου ν΄ απομνημονεύσουν ένα ρητό κάποιου σπουδαίου φιλοσόφου ή στοχαστή. Όταν έπαιρνα τις παρουσίες, αντί να φωνάζω τα ονόματά τους, άρχιζα το ρητό και ο μαθητής, για να μην πάρει απουσία, έπρεπε να το ολοκληρώσει.
«Άλις Άνταμς. “Δεν υπάρχει αποτυχία εκτός…”»
«”…αν πάψεις να προσπαθείς”. Παρούσα, κύριε Σλάτερ».
Έτσι, ως το τέλος του χρόνου, οι νεαροί μαθητές μου είχαν απομνημονεύσει 150 βαθυστόχαστα ρητά.
«Σκέψου ότι μπορείς, σκέψου ότι δεν μπορείς – και στις δυο περιπτώσεις έχεις δίκιο!»
«Αν μπορείς να δεις τα εμπόδια, έχεις αποστρέψει το βλέμμα από το στόχο».
«Κυνικός είναι εκείνος που ξέρει την τιμή των πάντων και την αξία κανενός».
Και, φυσικά, τα λόγια του Ναπόλεον Χιλς «Αν μπορείς να το συλλάβεις και να το πιστέψεις, μπορείς να το κατορθώσεις».
Κανείς δεν παραπονιόταν περισσότερο από τον Άλαν για αυτή την καθημερινή διαδικασία – ως την ημέρα που αποβλήθηκε οριστικά κι έχασα κάθε επαφή μαζί του για πέντε χρόνια. Κι αίφνης, μια μέρα, μου τηλεφώνησε. Είχε ενταχθεί σ’ ένα ειδικό πρόγραμμα κάποιου γειτονικού κολλεγίου και είχε μόλις εκτίσει την ποινή που του είχαν επιβάλει με αναστολή.
Μου είπε πως αφού τον έστειλαν στο αναμορφωτήριο και κατόπιν τον παρέπεμψαν στην Υπηρεσία Ανηλίκων της Καλιφόρνια για τα καμώματά του, είχε αηδιάσει τόσο πολύ με τον εαυτό του που είχε πάρει ένα ξυράφι και είχε κόψει τις φλέβες του.
Είπε, «Ξέρετε, κύριε Σλάτερ, την ώρα που κειτόμουν κι ένιωθα τη ζωή μου να φεύγει μαζί με το αίμα που έτρεχε από τις φλέβες μου, θυμήθηκα ξαφνικά εκείνο το ηλίθιο ρητό που με είχατε βάλει να γράψω 20 φορές. “Δεν υπάρχει αποτυχία, εκτός αν πάψεις να προσπαθείς”. Και τότε, ξαφνικά, το κατάλαβα. Όσο ζούσα δεν ήμουν αποτυχημένος, αλλά αν άφηνα τον εαυτό μου να πεθάνει, θα επικύρωνα την αποτυχία μου. Έτσι, μ’ όση δύναμη μου απέμενε, κάλεσα βοήθεια και άρχισα μια καινούρια ζωή».
Όταν είχε ακούσει το ρητό, ήταν ένα χαλίκι. Όταν χρειάστηκε καθοδήγηση σε μια κρίσιμη στιγμή, το ρητό είχε γίνει διαμάντι. Γι’ αυτό σας συμβουλεύω να μαζέψετε όσα περισσότερα χαλίκια μπορείτε, για να είναι το μέλλον σας γεμάτο διαμάντια.  

John Wayne Schlatter

(από το βιβλίο: Βάλσαμο για την ψυχή 2η δόση, εκδ. Διόπτρα σελ.191-193)

Μα την Αγία Αγελάδα!

Το 1978 το αυτοκίνητό μου χρειάστηκε κάποιες επισκευές που δεν μπορούσα να κάνω μόνος μου. Καθώς το συνεργείο όπου το πήγαινα συνήθως είχε κλείσει, έπρεπε να βρω έναν καλό και τίμιο μηχανικό αυτοκινήτων. Ανησυχούσα, μια και υπήρχε η –αστήρικτη ίσως- φήμη ότι οι μηχανικοί είναι ατσίδες στην εκμετάλλευση. Ευτυχώς ο φίλος μου, ο Ντέιβ μου σύστησε το συνεργείο του Ντι.
    Ανακάλυψα με ευχαρίστηση ότι ο ιδιοκτήτης του συνεργείου ήταν ένας μηχανικός που πριν από αρκετά χρόνια είχε ξαναφτιάξει το αυτοκίνητό μου. Εκείνη την εποχή εργαζόταν σ’ ένα βενζινάδικο κοντά στο σπίτι μου. Δεν είχαμε πολλές κουβέντες τότε, αλλά ήξερα ότι έκανε καλή δουλειά.
    Συμπλήρωσα τα χαρτιά για την επισκευή και περίμενα, ενώ ο Ντι μιλούσε στο τηλέφωνο μ’ έναν άλλον πελάτη. Έριξα μια ματιά στο μικρό του γραφείο, θέλοντας έτσι να απασχοληθώ με κάτι. Ένα κορνιζαρισμένο άρθρο από εφημερίδα μου τράβηξε την προσοχή.

Η επικεφαλίδα έλεγε: "Κτηνοτρόφος της Περιοχής Σκοτώνει Ολόκληρο Κοπάδι".

Το άρθρο αναφερόταν στην εποχή που είχε προκληθεί πανικός στο Μίσιγκαν με την υπόθεση του μολυσμένου γάλακτος και μιλούσε για τις πράξεις ενός κτηνοτρόφου. Προφανώς, οι αγελάδες είχαν προσβληθεί τότε από κάποια ασθένεια που είχε επιπτώσεις στην παραγωγή γάλακτος. Η κατάσταση είχε γίνει σοβαρή και οι αρχές της Πολιτείας αποφάσισαν να ελέγξουν  όλες τις αγελάδες του Μίσιγκαν. Οι παραγωγοί γαλακτοκομικών προϊόντων διαμαρτυρήθηκαν και οι αρχές της Πολιτείας εισηγήθηκαν περιοριστική εντολή. Ήταν σίγουρο ότι θα χρειάζονταν μήνες δικαστικών ελιγμών, πριν βρεθεί μια συμβιβαστική λύση. Εν τω μεταξύ οι κτηνοτρόφοι συνέχιζαν να πουλάνε γάλα και κρέας. Ο συγκεκριμένος όμως κτηνοτρόφος αποφάσισε ότι κάτι τέτοιο δεν του ταίριαζε και επέλεξε άλλη οδό. Προσέλαβε ειδικούς για να εξετάσουν τις αγελάδες του. Από ολόκληρο το κοπάδι, μόνο λίγες βρέθηκαν μολυσμένες.

Επειδή όμως κανείς δεν μπορούσε να του εγγυηθεί ότι οι υπόλοιπες αγελάδες ήταν υγιείς, αποφάσισε να θανατώσει το κοπάδι και να το θάψει με τέτοιο τρόπο που δεν θα έβλαπτε το περιβάλλον ούτε τα αποθέματα νερού. Η ασφαλιστική εταιρεία του κτηνοτρόφου δεν κάλυψε τη ζημιά, επειδή δεν υπήρχε εντολή από το κράτος για να θανατωθεί το κοπάδι. Όταν ρωτήθηκε γιατί το έκανε, ο κτηνοτρόφος απάντησε, "Γιατί αυτό ήταν το σωστό".
    Ρώτησα το Ντι γιατί είχε βάλει το άρθρο στον τοίχο. Φαντάστηκα ότι θα είχε κάποια σχέση ή συγγένεια με τον κτηνοτρόφο. Μου είπε ότι δεν τον είχε δει ποτέ στη ζωή του, αλλά ότι αυτός ο κτηνοτρόφος αποτελούσε πηγή έμπνευσης γι’ αυτόν, γιατί ήταν πρότυπο ακεραιότητας, αξιοπιστίας και τιμιότητας. Επίσης μου είπε ότι έτσι συμπεριφερόταν και ο ίδιος στην επιχείρησή του και ότι θα ήθελε ο κόσμος να μιλά γι’ αυτόν, όπως μίλαγε εκείνος για τον κτηνοτρόφο.
     Είχα εντυπωσιαστεί πολύ και με τον κτηνοτρόφο και με τον Ντι. Μετά από ένα χρόνο, με δική μου παραίνεση, ο γιος μου πήγε ως μαθητευόμενος μηχανικός στο συνεργείο αυτοκινήτων του Ντι. Ήθελα ο γιος μου να μαθητεύσει κοντά στον Ντι, γιατί όχι μόνο ήταν καλός μηχανικός, αλλά κυρίως γιατί ήταν τίμιος άνθρωπος με μεγάλη ακεραιότητα. Μακάρι να ειπωθεί αυτό και για μένα κάποια μέρα.

Ντένις Τ. ΜακΚόλι

(από το βιβλίο: Βάλσαμο για την Ψυχή στο χώρο της δουλειάς, εκδ. Διόπτρα σελ. 95-96)
  

 Ενσυναίσθηση: κοιτάζοντας μέσα απ’ το παράθυρο του ασθενούς

ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟ πως κάποιες φράσεις ή κάποια γεγονότα εγκαθίστανται στο μυαλό μας και μας προσφέρουν συνεχή καθοδήγηση και ανακούφιση. Πριν από μερικές δεκαετίες έβλεπα μια ασθενή με καρκίνο του μαστού, που είχε περάσει ολόκληρη την εφηβεία της παγιδευμένη σε μια μακρόχρονη και πικρή πάλη με τον αρνητικό πατέρα της. Λαχταρώντας κάποια μορφή συμφιλίωσης, μια καινούρια αρχή για τη σχέση τους, περίμενε πώς και πώς να την πάει ο πατέρας της με τ’ αυτοκίνητο στο κολέγιο- μια ευκαιρία να είναι μόνη μαζί του για πολλές ώρες. Αλλά το ταξίδι που περίμενε από καιρό με ανυπομονησία αποδείχτηκε καταστροφή. Η συμπεριφορά του πατέρα της ήταν απολύτως συνεπής με την αρνητικότητά του. Σ’όλη τη διαδρομή δεν σταμάτησε να γκρινιάζει για το άθλιο, γεμάτο σκουπίδια ρυάκι που έτρεχε στο πλάι του δρόμου. Εκείνη, απ’ την άλλη μεριά, δεν έβλεπε καμιά βρομιά στο πανέμορφο, γραφικό, καθαρό ποταμάκι. Μη βρίσκοντας τρόπο ν’ ανταποκριθεί στη στάση του πατέρα της, κατέληξαν να βυθιστούν κι οι δύο στη σιωπή και πέρασαν το υπόλοιπο της διαδρομής χωρίς να κοιτάζονται.
       Αργότερα η κοπέλα έκανε το ίδιο ταξίδι μόνη της και προς μεγάλη της έκπληξη είδε πως τα ρυάκια ήταν δυο- ένα σε κάθε μεριά του δρόμου. «Αυτή τη φορά οδηγούσα εγώ», είπε λυπημένη, «και το ρυάκι που έβλεπα απ’το παράθυρο του οδηγού ήταν ακριβώς όπως το είχε περιγράψει ο πατέρας μου, άθλιο και μολυσμένο». Ώσπου να μάθει όμως να βλέπει τα πράγματα μέσα απ’ το παράθυρο του πατέρα της, ήταν αργά- ο πατέρας της είχε πεθάνει.
       Αυτή η ιστορία μου έχει μείνει από τότε, και σε πολλές περιπτώσεις έχω υπενθυμίσει στον εαυτό μου και στους φοιτητές μου:

«Κοιτάξτε μέσα απ’ το παράθυρο του άλλου. Προσπαθήστε να δείτε τον κόσμο όπως τον βλέπει ο ασθενής  σας».

Η γυναίκα που μου είπε αυτή την ιστορία πέθανε λίγο αργότερα από καρκίνο του μαστού, και λυπάμαι που δεν μπορώ να της πω πόσο με ωφέλησε η ιστορία της ολ’αυτά τα χρόνια, κι εμένα, και τους φοιτητές μου και πολλούς θεραπευομενούς μου.

(από το βιβλίο: Το δώρο της ψυχοθεραπείας, Irvin D. Yalom, εκδ. Άγρα, σελ. 44-45

Χρυσός  Νικητής                 
   Έκανα μια ομιλία σ’ ένα γυμνάσιο την άνοιξη του 1995. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα, ο διευθυντής με ρώτησε αν θα μπορούσα να δω ένα μαθητή. Μια αρρώστια τον είχε κρατήσει σπίτι, αλλά είχε εκφράσει την επιθυμία να με συναντήσει, και ο διευθυντής ήξερε ότι αυτή η επίσκεψη σήμαινε πολλά γι’ αυτόν. Συμφώνησα να τον δω.
      Όσο χρόνο οδηγούσαμε για να πάμε στο σπίτι του, που απείχε περίπου δέκα χιλιόμετρα, έμαθα μερικά πράγματα για τον Μάθιου. Είχε μυϊκή δυστροφία. Όταν γεννήθηκε, οι γιατροί είπαν στους γονείς του ότι δεν θα ζούσε παραπάνω από τα 5 χρόνια, μετά τους είπαν ότι δεν θα γινόταν 10 χρονών. Ήταν 13 χρονών, κι απ’ όσα μου είπαν, πραγματικός αγωνιστής. Ήθελε να με συναντήσει επειδή είχα κερδίσει χρυσό στην άρση βαρών, και ήξερα τι σημαίνει να υπερπηδάς εμπόδια και να κινείσαι προς την πραγματοποίηση των ονείρων σου.
      Πέρασα πάνω από μια ώρα μιλώντας στον Μάθιου. Ούτε μια φορά δεν παραπονέθηκε . Ούτε ρώτησε «Γιατί εγώ;». Μίλησε για νίκες και επιτυχίες και προσπάθειες για πραγματοποίηση των ονείρων του. Σαφώς, ήξερε τι έλεγε. Δεν ανέφερε ότι οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν επειδή ήταν διαφορετικός .Απλά μίλησε για τις ελπίδες του για το μέλλον, και πως μια μέρα ήθελε να κάνει άρση βαρών μαζί μου.
       Όταν τελειώσαμε την κουβέντα, άνοιξα την τσάντα μου, τράβηξα έξω το πρώτο χρυσό μετάλλιο που κέρδισα και του το φόρεσα γύρω από το λαιμό του. Του είπα πως ήταν κάτι παραπάνω από νικητής και ότι ήξερε για την επιτυχία και την υπερπήδηση εμποδίων περισσότερα από μένα. Το κοίταξε μια στιγμή, μετά το έβγαλε και μου το έδωσε πίσω. Μου είπε, « Ρίκ, εσύ είσαι πρωταθλητής. Αυτό το μετάλλιο το κέρδισες. Κάποια μέρα, όταν πάω στους Ολυμπιακούς και κερδίσω το δικό μου χρυσό μετάλλιο, θα σου το δείξω».
        Πέρσι το καλοκαίρι, πήρα ένα γράμμα από τους γονείς του Μάθιου που μου έλεγαν ότι ο Μάθιου είχε πεθάνει. Ήθελαν να πάρω ένα γράμμα που μου είχε γράψει λίγες μέρες πριν.
                         Αγαπητέ Ρίκ,
               Η μαμά μου είπε να σου στείλω ένα ευχαριστήριο γράμμα για την ωραία φωτογραφία που μου έστειλες. Θα ήθελα επίσης να σου πω ότι οι γιατροί μου λένε ότι δεν μου μένουν πολλές μέρες ζωής πλέον. Μου είναι πολύ δύσκολο να αναπνέω και κουράζομαι πολύ εύκολα, αλλά ακόμα χαμογελώ όσο μπορώ. Ξέρω ότι δεν θα είμαι ποτέ τόσο δυνατός όσο είσαι εσύ και ξέρω ότι ποτέ δεν θα κάνουμε άρση βαρών μαζί .
            Σου είπα πως κάποια μέρα θα έπαιρνα μέρος στους Ολυμπιακούς και θα κέρδιζα χρυσό μετάλλιο. Τώρα ξέρω πως αυτό ποτέ δεν θα μπορέσω να το κάνω. Όμως ξέρω πως είμαι πρωταθλητής, κι ο Θεός το ξέρει επίσης. Ξέρει πως δεν είμαι λιποτάκτης, κι όταν πάω στον Ουρανό, ο Θεός θα μου δώσει το χρυσό μου μετάλλιο, κι όταν κι εσύ έρθεις εκεί, θα σου το δείξω. Σ’ ευχαριστώ για την αγάπη σου.     
                              O φίλος σου
                                           Μάθιου
                                                                                                                   Rick Metzger

(από το βιβλίο: Βάλσαμο για την ψυχή του εφήβου, εκδ. Διόπτρα, σελ166-167)
                                                           
   

 

katafigioti

lifecoaching