«Ο μαθητής του Μεγάλου Αντωνίου όσιος Παύλος ο Απλούς αξιώθηκε να λάβη το κατά δαιμόνων χάρισμα.
Έφεραν κάποτε στον Μέγα Αντώνιο ένα δαιμονισμένο, με δαιμόνιο φοβερό, που έβριζε και τον ίδιο τον ουρανό. Το πρόσεξε αυτό ο όσιος και λέει:
- Δεν είναι έργο δικό μου να βγάζω δαιμόνια. Τέτοιο χάρισμα έχει ο Παύλος. Τους πήγε λοιπόν στον όσιο Παύλο και του είπε:
- Αββά Παύλε, βγάλε το δαιμόνιο από τον άνθρωπο αυτόν, για να γυρίση υγιής στο σπίτι του.
- Γιατί δεν το βγάζεις εσύ;
- Δεν ευκαιρώ εγώ. Έχω άλλο έργο.
Τους άφησε ο Μέγας Αντώνιος και έφυγε. Ο όσιος Παύλος προσευχήθηκε θερμά και λέει στο δαιμόνιο.
- Είπε ο αββάς Αντώνιος να βγης από τον άνθρωπο αυτόν.
- Δεν βγαίνω, παλιόγερε, απαντά εκείνο.
- Βγες, το είπε ο αββάς Αντώνιος.
Το δαιμόνιο τότε άρχισε να βρίζη και τον Μ. Αντώνιο. Τότε ο όσιος βγήκε από το κελλί του μέσα στο καταμεσήμερο, ανέβηκε σε μια πέτρα πυρωμένη από τον ήλιο και φώναξε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, δεν θα κατεβώ απ᾽αυτήν την πέτρα, δεν θα φάω και δεν θα πιώ τίποτε μέχρι να πεθάνω, αν δεν ελευθερώσης αυτόν τον δούλον Σου.
Πριν τελειώση η προσευχή του οσίου, το δαιμόνιο είχε εξαφανισθή».
(«Χαρίσματα και χαρισματούχοι», τόμος Α´ εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 194-195).