ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».

    Προσφέρουμε στο Θεό και Πατέρα τη θυσία της Θείας Ευχαριστίας «κατά πάντα και δια πάντα». Ποια είναι η έννοια της τελευταίας αυτής φράσεως;
    Τι εκφράζει το «δια πάντα», δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Για όλα όσα έχουν γίνει από σένα για χάρη μας· για όλες τις φανερές και αφανείς, τις δυσεξαρίθμητες και πολλαπλές ευεργεσίες σου σε μας. Για όλα όσα έκανες και κάνεις για χάρη μας, φροντίζοντας για τη συντήρηση και διατήρηση της σωματικής ζωής την οποία εσύ μας έδωσες. Αλλά και προπαντός για όσα έκανες, οικονομώντας όλα όσα εξασφαλίζουν την πνευματική μας αναγέννηση και σωτηρία.
    Το «κατά πάντα» όμως ποια σημασία έχει; Πρόχειρη εξήγηση είναι να πούμε «κατά πάντα» τα στοιχεία της· ως προς όλα τα συστατικά των δώρων αυτών που σου προσφέρουμε. Μου φαίνεται όμως, αδελφέ μου,  ότι οι δύο αυτές λέξεις εκφράζουν νόημα πολύ βαθύτερο και σπουδαιότερο. Νόημα το οποίο δεν είναι άσχετο με μια προφητεία που προδιακήρυξε ο προφήτης Μαλαχίας. Με την προφητεία που αναφερόταν στην αληθινή και μοναδική ευάρεστη στο Θεό θυσία, η οποία θα αντικαθιστούσε όλες γενικά τις ζωοθυσίες του Ισραήλ, που οριστικά θα καταργούνταν.
    Τι δηλαδή προφητεύει ο Μαλαχίας; «Ουκ εστι μου θέλημα εν υμίν και θυσίαν ου προσδέξομαι εκ των χειρών υμών», λέει ο Μαλαχίας στους Ισραηλίτες εκ μέρους του παντοκράτορα Κυρίου. Δεν σας θέλω· δεν μου είστε αρεστοί· δεν με ευχαριστείτε. Και δεν θα δεχθώ καμία θυσία που προσφέρεται από τα χέρια σας. Θα κλεισθούν οριστικά και για πάντα οι θύρες του ναού σας και δεν θα αναφθεί πλέον φωτιά στο θυσιαστήριό σας. Και αν εσείς επιμένετε να το ανάβετε, καμία ωφέλεια δεν θα προέρχεται από αυτά που προσφέρονται σ’ αυτό και καίγονται τελείως. «Συγκλεισθήσονται θύραι, και ουκ ανάψεται το θυσιαστήριόν μου δωρεάν, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Μαλ. α’ 10).    
    Αλλά τότε θα πάψει πλέον μια για πάντα να προσφέρεται στο Θεό θυσία; Όχι, διακηρύττει στη συνέχεια ο Προφήτης. Καταργεί τις θυσίες του Ισραήλ ο Κύριος και κλείνει το ναό του στην Ιερουσαλήμ καταλύοντας και το εκεί θυσιαστήριο, «διότι από ανατολών ηλίου έως δυσμών το όνομα αυτού δεδόξασται εν τοις έθνεσι, και εν παντί τόπω θυμίαμα προσάγεται τω ονόματι αυτού και θυσία καθαρά» (Μαλ. α’ 11). Τις κάθε είδους θυσίες που προσφέρονταν αποκλειστικά σε έναν και μόνο τόπο, στην πόλη της Ιερουσαλήμ δηλαδή και μόνο εκεί, θα αντικαθιστούσε μια άλλη θυσία. Αυτή θα είναι καθαρή και κατά πάντα,  προς όλα της τα στοιχεία, αρεστή στο Θεό, και ως θυμίαμα ευωδιαστό θα προσάγεται στο όνομα του Θεού «εν παντί τόπω». Σε κάθε τόπο.
    Ποια είναι η θυσία αυτή; Ήδη από τη γενιά ακόμη η οποία διαδέχτηκε τους Αποστόλους, έχουμε μαρτυρίες που ξεκινούν από τους Αποστολικούς Πατέρες και Απολογητές και βεβαιώνουν ότι η θυσία αυτή είναι η Θεία Ευχαριστία. Έτσι, το βιβλίο της Διδαχής, που ανάγεται στις αρχές του δεύτερου αιώνα, βεβαιώνει στο 14ο κεφάλαιό του ότι η Θεία Ευχαριστία είναι η θυσία που με το στόμα του Μαλαχία προφητεύθηκε. Είναι η «ρηθείσα υπό Κυρίου», θυσία για την οποία ο Κύριος είπε: «Εν παντί τόπω και χρόνω προσφέρειν μοι θυσίαν καθαράν». Αλλά και ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς βεβαιώνει ότι όλες αυτές οι θυσίες για τις οποίες ο παραπάνω Προφήτης προφήτευσε ότι θα είναι «εν παντί τόπω υφ’ ημών των εθνών προσφερόμεναι» στο Θεό, είναι ουσιαστικά η μία και μοναδική θυσία της Θείας Ευχαριστίας (Διάλογος 41, παρ. 1 και 3). Και συνεχίζει: «ας παρέδωκεν Ιησούς ο Χριστός γίνεσθαι, τουτ’ έστιν επί τη ευχαριστία του άρτου και του ποτηρίου, τας εν παντί τόπω γινομένας υπό των Χριστιανών». Την ίδια μαρτυρία δίνει και ο Ειρηναίος στα τέλη του δεύτερου αιώνα. Αυτός βεβαιώνει ότι η προσφορά της Εκκλησίας η οποία ζήτησε ο Κύριος να προσφέρεται σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτή και μόνο ως καθαρή θυσία πρέπει να λογίζεται ως κατεξοχήν ευάρεστη και δεκτή από τον Θεό (Κατά αιρέσεων ΙV, 17, 5 και εξής).
    Δεν φαίνεται λοιπόν και σ’ εσένα, αδελφέ μου, ότι το «κατά πάντα» της εκφωνήσεως αυτής του λειτουργού ακριβέστερο είναι να σχετισθεί με την προφητεία του Μαλαχία και να εκληφθεί ότι σημαίνει «κατά πάντα τόπον»;

«Σοι προσφέροντες… Σε υμνούμεν…».

Πολλές εκ πρώτης όψεως φαίνονται οι θυσίες που προσφέρονται στο Θεό σε κάθε τόπο και χρόνο δια της Θείας Ευχαριστίας. Και σε πολλές χιλιάδες αριθμούνται σε όλη την οικουμένη τα θυσιαστήρια από τα οποία αναφέρονται και ανεβαίνουν στο Θεό την ίδια ώρα και στιγμή οι θυσίες αυτές. Είναι όμως και φαίνονται πολλές σε μας που είμαστε σε ορισμένο τόπο και χώρο περιορισμένοι. Αλλά για τον Θεό και το υπερουράνιο θυσιαστήριο είναι μια και η αυτή θυσία που αναφέρεται και αναπέμπεται από πολλούς πιστούς και από διαφόρους και πολλούς τόπους. Διότι όλες αυτές οι θυσίες που προσφέρουν οι χριστιανοί από πολλά θυσιαστήρια, συναντιούνται στο ένα υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο που είναι υψωμένο στα ουράνια δίπλα στο θρόνο του Πατέρα μας. Και αν παρομοιάσουμε την οικουμένη ολόκληρη με έναν απέραντο κύκλο, θα έχουμε από την περιφέρεια του κύκλου αυτού δυσεξαρίθμητες ακτίνες, οι οποίες συναντιούνται και συνενώνονται όλες σε ένα και το αυτό κέντρο, το υπερουράνιο θυσιαστήριο.
Ασφαλώς δεν θα μας ήταν δυνατόν να μετρήσουμε τις ζωογόνες και φωτιστικές ακτίνες που πέφτουν πάνω στη γη ξεκινώντας από τον ήλιο. Αλλά όλες οι ακτίνες αυτές κέντρο έχουν τον ένα ήλιο. Και από εκεί ξεκινούν και εκπέμπονται και σκορπίζονται στον επίγειο κόσμο σαν μια δέσμη που διαρκώς ανανεώνεται από το πάντοτε φωτεινό και θερμαντικό κέντρο της, τον ήλιο. Μια λοιπόν είναι και η θυσία που προσφέρθηκε από τον Μέγα μας Αρχιερέα άπαξ δια παντός, με αιώνια και ανεξάντλητη ισχύ. Και η θυσία αυτή, ως αιώνιος και ανεξάντλητος και μοναδικός ήλιος που δεν σβήνει ούτε δύει ποτέ, βρίσκεται στο υπερουράνιο θυσιαστήριο, όπου πάντοτε και διαρκώς τη βλέπει ο επουράνιος Πατέρας. Και από εκεί, από τον ήλιο αυτό, δεχόμαστε εμείς τις υπερφυσικές ακτίνες δια της Επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο που εμείς προσφέρουμε, σε Σώμα και Αίμα Χριστού και συνδέει και συνενώνει το επίγειο θυσιαστήριό μας με το υπερουράνιο. Και με αυτόν τον τρόπο τα πολλά και δυσεξαρίθμητα θυσιαστήρια των πιστών συναντιούνται σε ένα. Και οι πολλές θυσίες που από αυτά ανεβαίνουν γίνονται και αυτές μία.
Να λοιπόν γιατί προσφέροντας τη θυσία μας αυτή υμνούμε, ευλογούμε και ευχαριστούμε τον Θεό και Πατέρα. Σε τι μας καταξιώνει και ποιού μεγάλου Μυστηρίου και ποιάς θυσίας μετόχους και κοινωνούς μας καθιστά ο πανάγαθος Κύριος! Όχι ζωοθυσίες, όχι μοσχάρια και αρνιά και τράγους και αίματα ζώων χωρίς λογικό, αλλά τον ίδιο τον «αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου», αψεγάδιαστο και σε όλα άχραντο και πανάγιο Αμνό του Θεού. Αυτόν μας καταξιώνει να του προσφέρουμε. Και μάλιστα χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να υποβληθούμε σε δυσβάστακτες δαπάνες και χρηματικές θυσίες, όπως ο παλαιός Ισραήλ. Χωρίς να υποχρεωθούμε σε μακρινά ταξίδια, όπως άλλοτε οι Ιουδαίοι της διασποράς, που ξεκινούσαν από τις άκρες του κόσμου, όπου ήταν εγκατεστημένοι, για να έλθουν στα Ιεροσόλυμα. Γιατί εκεί και μόνο υπήρχε το μοναδικό, το ένα και μόνο θυσιαστήριο, από το οποίο δεχόταν ο Θεός τις θυσίες που του προσφέρονταν.
Σε υμνούμε λοιπόν για την άπειρη αγαθότητα και σοφία σου, Κύριε. Σε ευλογούμε, που μας καταξιώνεις και εμάς τους ευτελείς να σου προσφέρουμε την ανεκτίμητη αυτή θυσία, την οποία δέχεσαι από τα αμαρτωλά χέρια μας, για να την κάνεις και δική μας θυσία· θυσία που μας αγιάζει και μας ενώνει σε ένα Σώμα με τον Υιό σου, που έγινε άνθρωπος· θυσία που μας καθιστά μέλη του, από τη σάρκα του και από τα οστά του.

(Π.Ν. Τρεμπέλα, Από την ορθόδοξη Λατρεία μας, εκδ. ο Σωτήρ, 2016, σελ. 332-336)

«Τά σά εκ των σων σοι προσφέρομεν».

Η εκφώνηση που ακολουθεί μετά την Ανάμνηση θα ήταν καλό να μελετηθεί και ειδικότερα. Υψώνει, όπως είπαμε, ο λειτουργός τα Τίμια Δώρα σαν να θέτει μπροστά στα πόδια του Κυρίου που κάθεται σε θρόνο υψηλό στους ουρανούς, και εκφωνεί «Τά σά εκ των σων Σοί προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα». Τα δικά σου από τα δικά σου τα πήραμε και σου τα προσφέρουμε σε κάθε τόπο και για όλα όσα έχεις κάνει για μας.
    Στους καιρούς της Παλαιάς Διαθήκης ο προφήτης Δαβίδ εκ μέρους του ίδιου του Θεού απευθυνόταν στους Ισραηλίτες και έλεγε: Δεν θα δεχθώ από το σπίτι σου μοσχάρια να μου τα προσφέρεις θυσία, αλλ’ ούτε και τράγους από τα ποίμνιά σου· «ότι  εμά  εστι πάντα», διότι δικά μου είναι όλα, όχι μόνο «τα θηρία του δρυμού», αλλά και τα ζώα που βοσκούν στα βουνά και τα βόδια (Ψαλμ. μθ’ 9-10). Αλήθεια προφανής και αυταπόδεικτη. Ό, τι έχουμε δεν είναι όλα του Θεού; Δεν τα δημιούργησε αυτός; Και δεν πολλαπλασιάζονται αυτά με τη δύναμη των νόμων τους οποίους αυτός όρισε και που η ισχύς τους βασίζεται στο θέλημά του; Και όσο και αν επιμελούμαστε εμείς ένα ποίμνιο ή ένα κοπάδι, δεν εξαρτάται η προκοπή και η ευδοκίμησή τους από ευνοϊκές συνθήκες τις οποίες οικονομεί η θεία Πρόνοια, που κυβερνά τα πάντα;
    Να λοιπόν γιατί εκφωνεί ο λειτουργός «τα σα εκ των σων…» Εμείς βέβαια τα προσφέρουμε αυτά στον Κύριο. Από πού όμως τα πήραμε; Από τα δικά του. Κι αν εμείς καλλιεργήσαμε τη γη για να πάρουμε από εκεί τον άρτο και τον οίνο, δεν πρέπει για κανένα λόγο να ξεχνάμε ότι τη δύναμη του να δίνει ζωή η γη στο σπόρο που σπέρνεται σ’ αυτήν ή στο αμπέλι που φυτεύεται σ’ αυτήν, ώστε να συγκομίζουμε εμείς τον σίτο και τον οίνο, από τον Θεό την έλαβε. Και στο Θεό οφείλεται «η ευφορία των καρπών της γης και η ευκρασία των αέρων και οι ειρηνικοί καιροί», από τα οποία εξαρτάται η ευδοκίμηση και η επιτυχία της δικής μας καλλιέργειας. Είναι λοιπόν ολοκληρωτικά ακριβές αυτό που λέμε. Ότι δηλαδή από τα δικά του και όχι από τα καθαυτό και κυρίως δικά μας πήραμε τα Τίμια Δώρα που έχουμε τοποθετημένα μπροστά μας στο θείο θυσιαστήριο και τα προσφέρουμε την ιερή αυτή στιγμή στο Θεό που βρίσκεται στους ουρανούς.
    «Τα σα εκ των σων». Από τα δικά σου είναι αυτά, Θεέ και Κύριε. Από τα δικά σου τα πήραμε αυτά, τα οποία είναι δικά σου. Τα δικά σου παρμένα από τα δικά σου. Δηλαδή; Από τα δικά σου τα ξεχωρίσαμε. Και με την προσφορά μας αυτή έγιναν ιδιαίτερα και ειδικά και κατεξοχήν δικά σου. Ξεχωρίσθηκαν από την κοινή χρήση. Προτού ξεχωρισθούν, επιτρεπόταν να παρατεθούν σε οποιοδήποτε τραπέζι και να περιέλθουν σε οποιαδήποτε χέρια και να προσληφθούν από οποιαδήποτε στόματα. Και τα περισσεύματά τους να ριχθούν ακόμα και στα πουλιά του ουρανού. Τώρα όμως είναι δικά σου. Κατεξοχήν δικά σου. Αφιερωμένα σε σένα, τοποθετημένα πάνω στο άγιο θυσιαστήριό σου. Είναι όχι μόνο προσφορά και αφιερώματα δικά σου, αλλά και σύμβολα ιερά και εξαγιασμένα.
    Δεν είπαμε και προηγουμένως ότι τα προσκομιζόμενα δώρα στην ιερά Πρόθεση δεν είναι μόνο αφιερώματα, αλλά είναι και σύμβολα του θανάτου και της ταφής του Μεγάλου μας Αρχιερέως; Και δεν παρουσιάσαμε την τελετή της Προθέσεως ως συμβολική αναπαράσταση της θυσίας του Σταυρού με την οποία ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου; Κι ακόμη ως εικονική επανάληψη της νύξεως της πλευράς του Κυρίου από τον Ρωμαίο στρατιώτη, από την οποία εξήλθε αίμα και ύδωρ; Και δεν αναφέραμε ότι ο λειτουργός, ευλογώντας τα Τίμια Δώρα μετά τις συμβολικές αυτές πράξεις, τα καθαγιάζει ως ιερά σύμβολα και ξεχωρισμένα από κάθε κοινή χρήση; Και δεν προσθέσαμε ότι η μεταφορά των ήδη καθαγιασμένων θείων δώρων πάνω στο ιερό θυσιαστήριο κατά την Μεγάλη Είσοδο συμβολίζει την μεταφορά από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο του αποκαθηλωμένου από τον Σταυρό Κυρίου μας για την Ταφή; Να λοιπόν πώς και γιατί αυτά που ξεχωρίσθησαν για τον Θεό από τα δικά του δώρα, έγιναν και άλλη μια φορά δικά του. Γι’ αυτό και ο λειτουργός αναφωνεί: « Τα σα εκ των σων…».

«Τα σα εκ των σων σοί προφέρομεν…»

    Βεβαίως προσφέραμε και αφιερώσαμε ήδη τα Τίμια Δώρα από την αρχή της Λειτουργίας. Ως καθιερωμένο όμως σύμβολο του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Όχι και ως τη θυσία την ίδια την οποία ως Μέγας Αρχιερεύς μας πρόσφερε ο Κύριος πάνω στο Γολγοθά. Τα προσφέρουμε λοιπόν τώρα και ως θυσία. Δηλαδή; Μέχρι τη στιγμή αυτή τα δώρα αυτά είναι βέβαια τίμια και αφιερωμένα ως σύμβολα της Ταφής και του θανάτου του Κυρίου, δεν έχουν όμως μεταβληθεί και σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Η υπερφυσική αυτή και μυστηριακή μεταβολή θα γίνει τώρα με την Επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Με την Επίκληση αυτή, η οποία θα ακολουθήσει ως συνέχεια στην εκφώνηση του λειτουργού, «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν…». Κι όταν η μεταβολή αυτή συντελεσθεί, τότε πάνω στην Αγία Τράπεζα δεν θα έχουμε πλέον τοποθετημένα μπροστά μας απλό άρτο και οίνο, ούτε ιερά και καθιερωμένα σύμβολα του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Αλλά θα έχουμε το ίδιο το άχραντο Σώμα του και το ίδιο το τίμιο Αίμα του που θυσιάσθηκε για τη σωτηρία των ανθρώπων. Θα έχουμε λοιπόν πραγματική αναπαράσταση και ζωντανή ανάμνηση και μυστηριακή προέκταση και συνέχεια της θυσίας του Κυρίου πάνω στο Σταυρό, που προσφέρθηκε μια φορά και για πάντα, με αιώνια δύναμη και ισχύ.
    Τώρα λοιπόν προσφέρεται και από εμάς η θυσία του Κυρίου, διότι τώρα συντελείται από το Άγιο Πνεύμα η υπερφυσική μεταβολή. Βέβαια οι ρωμαιοκαθολικοί διατείνονται και επιμένουν στο ότι η μεταβολή αυτή έχει ήδη γίνει, όταν εκφωνήθηκαν οι Λόγοι της Συστάσεως. Γι’ αυτό και στη Λειτουργία τους, όταν κρατώντας στα χέρια του τον Άρτο ο ιερέας πει μυστικά το «Λάβετε, φάγετε, τούτο εστι το Σώμα μου», επειδή πιστεύουν ότι τότε γίνεται και η μεταβολή, υψώνει ευλαβικά τον Άρτο, προβάλλοντάς τον για λατρευτική προσκύνηση του εκκλησιάσματος. Το ίδιο επίσης κάνει στη συνέχεια και με το Ποτήριο.
    Εμείς όμως δεχόμαστε ότι είναι αναγκαίο να εκφωνούνται και οι Λόγοι της Συστάσεως του Μυστηρίου, διότι με την εκφώνηση αυτή συνδέονται τα όσα σήμερα τελούμε εμείς με όσα τελέσθηκαν τότε από τον Κύριο στο υπερώο της Ιερουσαλήμ κατά τον  Μυστικό Δείπνο· αλλά πιστεύουμε ότι η μεταβολή γίνεται με την Επίκληση. Διότι και τότε, όταν ο Κύριος παρέδωσε το Μυστήριο, πώς και πότε είχε γίνει η υπερφυσική μεταβολή; Όταν «λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκλασε» (Μάρκ. ιδ’ 22). Όταν επομένως διένεμε τον Άρτο στους μαθητές του και έλεγε σ’ αυτούς «Λάβετε, φάγετε», η υπερφυσική μεταβολή είχε ήδη συντελεσθεί. Δεν γινόταν τη στιγμή της εκφωνήσεως του «Λάβετε, φάγετε». Απλώς και μόνο, με τα λόγια αυτά ο Κύριος εφιστούσε την προσοχή των Αποστόλων και τους πληροφορούσε ότι το κομμάτι του Άρτου που τους διένεμε, καθώς και το Ποτήριο που τους παρέδιδε, δεν ήταν πλέον συνηθισμένος άρτος και οίνος. Δεν ήταν δηλαδή αυτό που θα τους πληροφορούσαν τα μάτια τους και η γεύση τους, αλλά το ίδιο το Σώμα του και το Αίμα του.
    Εμείς, σε συμμόρφωση με την εντολή του Κυρίου, επαναλαμβάνουμε πιστά και με μεγάλη ακρίβεια ό, τι και ο ίδιος έκανε. Γι’ αυτό λοιπόν τονίζουμε πρώτιστα με την Ανάμνηση ότι αυτό που επιτελούμε είναι ανάμνηση πραγματική και ζωντανή του Μυστηρίου που επιτέλεσε ο Κύριος. Και έπειτα επικαλούμαστε το Άγιο Πνεύμα να συντελέσει με την κάθοδό του στα Τίμια Δώρα την υπερφυσική μεταβολή. Και στο τέλος, όταν μεταλαμβάνουμε το θείο Μυστήριο, ακούμε τον λειτουργό να μας λέει: «Σώμα Χριστού· Αίμα Χριστού» ή «Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσίν σου αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Δηλαδή; Επαναλαμβάνει περιληπτικά ο ιερέας ό, τι και ο Χριστός είπε στους Αποστόλους καλώντας τους να γίνουν κοινωνοί του Μυστηρίου του: «Τούτο εστι το Σώμα μου, το υπέρ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών». «Τούτο εστι το Αίμα μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών».

(Π.Ν.Τρεμπέλα, Από την Ορθόδοξη Λατρεία μας, εκδ. Σωτήρ,2016,σελ.328-332)

Από το βιβλίο του Αρχιεπ. Antony Bloom «Ζωντανή προσευχή»

Το θαύμα δεν είναι παραβίαση των νόμων που διέπουν μεταπτωτικά τον κόσμο, αλλά είναι επάνοδος της κυριαρχικής επικράτησης των νόμων της Βασιλείας του Θεού. Ένα θαύμα γίνεται μόνο όταν πιστεύουμε ότι ο νόμος βασίζεται στην αγάπη του Θεού και όχι στη δύναμή Του. Μπορεί να πιστεύουμε πως ο Θεός είναι παντοδύναμος αλλά να μην πιστεύουμε στον πρόνοιά Του και τότε το θαύμα δεν μπορεί να γίνει. Διαφορετικά θα έπρεπε ο Θεός να επιβάλει δια της βίας την θέλησή Του. Αυτό όμως δεν το κάνει. Γιατί το πιο βασικό και ευαίσθητο σημείο στις σχέσεις Του με τον κόσμο, παρά την πτώση του ανθρώπου, είναι ότι σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Όταν λέμε στο Θεό: «Πιστεύω, γι’ αυτό ζητάω τη βοήθειά Σου», είναι σαν να του λέμε: «Πιστεύω, πως είσαι πρόθυμος να με εισακούσεις, ότι έχεις αγάπη και ότι ενδιαφέρεσαι για το κάθε γεγονός της ζωής μου». Όταν έτσι καταθέτουμε την αδύνατη πίστη μας, τότε δημιουργούμε σωστή κοινωνία με το Θεό και δίνουμε τη δυνατότητα να γίνει το θαύμα.

Εκτός όμως από αυτή την κατηγορία των αμφιβολιών μας, που αναφέρονται στην αγάπη του Θεού και που είναι λανθασμένες, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία αμφιβολιών που επιτρέπονται. Μπορούμε να λέμε στο Θεό: «Σου ζητώ αυτό, αν είναι σύμφωνο με το θέλημά Σου ή είναι για το καλό μου ή αν δεν υπάρχει κάποιος κρυφός κακός σκοπός μέσα μου όταν Σου το ζητώ», και άλλα παρόμοια. Αυτού του είδους οι αμφιβολίες επιτρέπονται γιατί δείχνουν πως δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Και όταν ζητάμε κάτι από το Θεό έτσι πρέπει να του το ζητάμε.

Όπως ακριβώς η Εκκλησία είναι η συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στο χρόνο και στο χώρο, έτσι και η προσευχή του χριστιανού πρέπει να είναι προσευχή του Χριστού, αν και αυτό προϋποθέτει αγνότητα καρδιάς, την οποία δεν έχουμε. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι η προσευχή του Χριστού, ειδικώτερα όμως η Θεία Λειτουργία, όπου αποκλειστικά και αδιάλειπτα ο Χριστός προσεύχεται. Αλλά οποιαδήποτε άλλη προσευχή, με την οποία ζητάμε κάτι συγκεκριμένο από το θεό, είναι προσευχή γεμάτη ερωτηματικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε τι θα ζητούσε ο Χριστός, αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση. Γι’ αυτό, πριν από τα λόγια της προσευχής μας βάζουμε ένα «εάν», που σημαίνει: Σύμφωνα με όσα εγώ καταλαβαίνω, σύμφωνα με εκείνο που γνωρίζω για το θέλημα του Θεού, θα ήθελα να γίνει έτσι αυτό το πράγμα, για να εκπληρωθεί το θέλημά Του.

Ένα τέτοιο «εάν» επίσης σημαίνει ότι περικλείω στα λόγια της προσευχής μου την επιθυμία μου να γίνει το καλύτερο δυνατό σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, Θεέ μου, Συ μπορείς να μεταβάλεις το κάθε συγκεκριμένο αίτημά μου σε ο,τιδήποτε Εσύ θα έκρινες ασύμφορο, διατηρώντας μόνο την πρόθεσή μου, που είναι να γίνει και στο θέμα αυτό το θέλημά Σου, ακόμη και τότε που τόσο ανόητα σου υποδεικνύω και το πώς θα μου άρεσε εμένα να γίνει το θέλημά Σου (Ρωμ. 8,26).

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Όταν προσευχόμαστε για να γίνει κάποιος καλά, ή να επιστρέψει από ένα ταξίδι σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα - γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό- τότε η προσευχή μας έχει σκοπό το καλό αυτού του προσώπου. Δεν έχουμε όμως τόσο καθαρή πνευματική όραση, ώστε να διακρίνουμε το πραγματικό καλό του προσώπου και πιθανόν το χρονοδιάγραμμα που εμείς συσχετίζουμε με το πρόσωπο αυτό να είναι λανθασμένο.

Το «εάν» επίσης σημαίνει πως, σύμφωνα με τα κριτήριά μου, αυτό που Σου ζητώ είναι σωστό και σκόπιμο να γίνει έτσι, με τον τρόπο, που εγώ νομίζω. Αν όμως κάνω λάθος, να μην λάβεις υπόψη Σου τα λόγια μου, αλλά την πρόθεσή μου.

Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα είχε το χάρισμα να διαβλέπει ποιο ήταν το πραγματικό καλό για έναν άνθρωπο. Ο αγιογράφος της Μονής είχε πάρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την πατρίδα του. Θα είχε οπωσδήποτε προσευχηθεί να φύγει σύντομα. Αλλά ο στάρετς τον καθυστέρησε επίτηδες τρεις μέρες και έτσι τον έσωσε από τη ληστεία και τη δολοφονία, που είχε σχεδιάσει εναντίον του ένας από τους εργάτες του. Όταν ο αγιογράφος ανεχώρησε από τη Μονή ο κακοποιός είχε εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψει ο αγιογράφος τον κίνδυνο από τον οποίο τον γλίτωσε ο στάρετς.

Μερικές φορές προσευχόμαστε για κάποιον που αγαπάμε και που έχει κάποια ανάγκη, χωρίς να μπορούμε να τον βοηθήσουμε. Πολλές φορές δεν ξέρουμε και τι είναι σωστό να ζητήσουμε. Δεν βρίσκουμε λέξεις, ακόμα και για να βοηθήσουμε κάποιον που υπεραγαπάμε.

(«Ζωντανή προσευχή», Αρχιεπ. Antony Bloom, εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»)


Στη Σκήτη των Ιβήρων, στην Καλύβη των Αγίων Αποστόλων, στην συνοδεία εκείνη ήταν και ο Γερο-Παχώμιος. Στο πρόσωπό του έβλεπε κανείς ολοφάνερα ζωγραφισμένη την αγιότητα. Το γεροντάκι αυτό ήταν πολύ απλό και τελείως αγράμματο, μα πολύ χαριτωμένο.

Όταν ερχόταν για να εκκλησιαστεί τις γιορτές στο Κυριακό της Σκήτης ποτέ του δεν καθόταν στο στασίδι, αλλά στεκόταν πάντα όρθιος (ακόμα και στις ολονυκτίες) και έλεγε την ευχή. Όταν τύχαινε να τον ρωτήσει κανείς “πού βρίσκεται η ακολουθία;” απαντούσε: “Ψαλτήρια! Ψαλτήρια λένε οι πατέρες”. Όλα τα έλεγε ψαλτήρια. Ούτε από ψαλτικά ήξερε εκτός απ’ το Χριστός Ανέστη που έψαλλε το Πάσχα.

Ήταν πάντα πρόθυμος να κάνει τα χατίρια των άλλων χωρίς να ’χει καθόλου δικό του θέλημα. Όση στεναχώρια και αν είχε κανείς, μόλις έβλεπε τον π. Παχώμιο του έφευγε και ειρήνευε. Όλοι τον αγαπούσαν. Ακόμη και τα φίδια που του ’χαν εμπιστοσύνη και δεν έφευγαν, όταν τον έβλεπαν. (Στην περιοχή της Καλύβης υπήρχαν πολλά φίδια, γιατί υπήρχαν πολλά νερά).

Οι άλλοι δύο πατέρες της συνοδείας πολύ φοβούνταν τα φίδια, μα ο γερο-Παχώμιος τα πλησίαζε χαμογελαστός, τα έπιανε και τα έβγαζε έξω από το φράχτη τους. Μια μέρα, ενώ πήγαινε βιαστικός σε μια άλλη Καλύβη, στο δρόμο βρήκε ένα μεγάλο φίδι, το οποίο τύλιξε στη μέση του σαν ζώνη για να τελειώσει πρώτα τη δουλειά του και μετά να το βγάλει έξω από την περιοχή τους!

O π. Ιάκωβος, τρόμαξε μόλις τον είδε και ο π. Παχώμιος πολύ παραξενεύτηκε απ’ αυτό. Μετά μου έλεγε: “Δεν ξέρω γιατί φοβάται τα φίδια. Εκείνος ο π. Ανδρέας φοβάται ακόμα και τους σκορπιούς” και συνέχισε: “Εγώ τους μαζεύω στη χούφτα μου τους σκορπιούς απ’ τα ντουβάρια και τους πετάω έξω απ’ την Καλύβα. Τώρα που τρέμουν τα χέρια μου από το Parkinson, τα μεγάλα φίδια σβαρνίζοντας τα βγάζω έξω”.

Τον ρωτάω: “Γιατί δε σε δαγκώνουν εσένα τα φίδια γερο-Παχώμιε;” για να μου απαντήσει: “Κάπου γράφει ο Ιησούς Χριστός σ’ ένα χαρτί “εάν έχεις πίστη πιάνεις και τα φίδια και τους σκορπιούς και δε σε πειράζουν”…

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ


Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νού και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους. Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεικός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σού δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Καί ψυχή δοσμένη για την αιωνιότητα.

Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού. Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Διά των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;» Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο διά των παθών, διά των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.

Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Καί ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλλα, μέχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Καί θα συναντηθή με την μετάνοια. Ακούσατε πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Καί ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Τού διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!

Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτού, στην τρέλλα, στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου– διά της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Καί ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σαν δούλο, και ο πατέρας λέγει στους υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν». Γιά πιο λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Γιά ποιό λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Γιά ποιό λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στούς αγγέλους! Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στις αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε προς τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Καί να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμένος, όλος κουρελιασμένος. Καί η ψυχή και το σώμα κουρελιασμένα. Όλα εξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Καί ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Γιά ποιό λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια, τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.

«Εις εαυτόν δε ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Τού Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιός είμαι σαν άνθρωπος; Τού Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Καί το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Τού Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μη νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Καί συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.

Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μέσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον Άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γαρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τιτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε Άγιε Απόστολε; Υποδουλωμένοι στις διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.

Δεν θέλει ο Κύριος διά της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ίδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μέσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.

Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο. Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μέσα στη συνείδηση, μέσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους διά της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.

Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το Άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστούμε για την αγαθή είδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς

"Η αληθινή πράξη της ανακάλυψης δεν έγκειται στο να βρεις μια καινούρια γη, αλλά στο να δεις με καινούρια μάτια (Μαρσέλ Προυστ)".

Όταν ήμουν νεαρή κοινωνική λειτουργός στην ψυχιατρική κλινική του κέντρου της Νέας Υόρκης, μου ζητήθηκε να μιλήσω με την Ροζ, μια εικοσάχρονη κοπέλα που είχε μεταφερθεί σ’ εμάς από κάποια άλλη κλινική. Ήταν μια ασυνήθιστη εισαγωγή, μια και δεν είχαμε καμιά πληροφορία για την περίπτωσή της πριν από την πρώτη μου συνάντηση μαζί της. Γι’ αυτό μου είπαν να "αυτοσχεδιάσω" και να προσπαθήσω να καταλάβω ποιο ήταν το πρόβλημά της και τι χρειαζόταν.

              Χωρίς να έχω καμία διάγνωση, για να βασιστώ, αντιμετώπισα την Ροζ ως μία δυστυχισμένη, παρεξηγημένη νεαρή γυναίκα που κανείς από τους προηγούμενους θεραπευτές της δεν την είχε ακούσει πραγματικά. Η οικογενειακή της κατάσταση ήταν δυσάρεστη. Δεν την αντιμετώπισα ως ψυχικά διαταραγμένο άτομο, αλλά ως κάποια παρεξηγημένη και μοναχική ύπαρξη. Καθόμουν και την άκουγα και εκείνη ανταποκρινόταν πολύ θετικά. Τη βοήθησα να αρχίσει μια νέα, αξιόλογη ζωή – να βρει δουλειά, ένα καλό μέρος να μείνει και καινούργιους φίλους. Τα πήγαμε καλά και άρχισε αμέσως να κάνει σημαντικές αλλαγές στη ζωή της.

              Ο φάκελος από την προηγούμενη ψυχιατρική κλινική έφτασε ένα μήνα, αφότου η Ροζ και εγώ είχαμε αρχίσει την επιτυχημένη μας συνεργασία. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο φάκελός της ήταν αρκετά μεγάλος και περιέκλειε μια εκτενή περιγραφή από νοσηλείες και ιδρύματα. Η διάγνωση ήταν "παρανοϊκή σχιζοφρένεια" και συνοδευόταν από το σχόλιο ότι "δεν υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης".

              Η δική μου εντύπωση για την Ροζ ήταν εντελώς διαφορετική. Αποφάσισα να μη λάβω υπόψη μου εκείνα τα έγγραφα. Ποτέ δεν της φέρθηκα σαν να ήταν κάποια "χωρίς περιθώρια βελτίωσης". (Αυτό ήταν ένα μάθημα που με δίδαξε να αμφισβητώ την αξία και τη βεβαιότητα των διαγνώσεων). Από την ίδια έμαθα για τη φρίκη εκείνων των νοσηλειών, τη νάρκωση, την απομόνωση και τη σκληρή μεταχείριση. Έμαθα επίσης πολλά για το πώς επιβιώνει κανείς ύστερα από τέτοιες τραυματικές εμπειρίες.

              Στην αρχή η Ροζ βρήκε δουλειά και στη συνέχεια ένα σπίτι για να μείνει, μακριά από την προβληματική της οικογένεια. Έπειτα από μερικούς μήνες συνεργασίας μας, μου σύστησε το μέλλοντα σύζυγό της, έναν επιτυχημένο επιχειρηματία που τη λάτρευε.

              Όταν ολοκληρώσαμε τη θεραπεία, η Ροζ μου έκανε δώρο έναν ασημένιο σελιδοδείκτη, μαζί με ένα σημείωμα που έλεγε, "Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες εμπιστοσύνη".

              Έχω πάντα αυτό το σημείωμα μαζί μου και θα το κρατήσω για όλη μου τη ζωή, για να μου θυμίζει τα "πιστεύω" μου και τους αγώνες μου για τους ανθρώπους. Όλα αυτά χάρη στο θρίαμβο μιας γενναίας γυναίκας απέναντι σε μια διάγνωση "χωρίς περιθώρια βελτίωσης".

                                                Τ. Τζούντι Τέπελμπαουμ

(Βάλσαμο για την ψυχή στο χώρο της δουλειάς, εκδ. Διόπτρα, σελ.54-55)

             

Και σας λέω κάτι αξιοθαύμαστο που άκουσα για κάποιον μεγάλο και διορατικό Γέροντα, ότι, ενώ στεκόταν στην εκκλησία, μόλις άρχισαν να ψέλνουν οι αδελφοί, έβλεπε έναν λαμπροφορεμένο να βγαίνει από το Ιερό, κρατώντας ένα μικρό στρογγυλό σκεύος με αγίασμα και μια μίλη (μικρή λαβίδα με μορφή σμίλης). Τη μίλη αυτή τη βουτούσε στο σκεύος και πέρναγε από όλους τους αδελφούς και τους σφράγιζε σε σχήμα σταυρού.

Τις θέσεις δε όσων έλειπαν, άλλοτε τις σφράγιζε και άλλοτε πέρναγε χωρίς να τις σφραγίσει. Και πάλι, όταν επρόκειτο να σχολάσει η εκκλησία, τον έβλεπε να βγαίνει από το Ιερό και να ξανακάνει το ίδιο. Μια μέρα λοιπόν τον σταματάει ο Γέροντας και πέφτει στα πόδια του, παρακαλώντας τον να του εξηγήσει ποιος ήταν και τι νόημα είχε αυτό που έκανε. Και του λέει εκείνος ο λαμπροφορεμένος: «Εγώ είμαι Άγγελος Κυρίου, και πήρα εντολή να σφραγίζω όσους βρίσκονται στην εκκλησία από την αρχή της ακολουθίας και όσους παραμένουν μέχρι το τέλος της, για την προθυμία και την επιμέλεια και την καλή προαίρεσή τους».

Του λέει ο Γέροντας: «Και τότε γιατί σφραγίζεις τις θέσεις μερικών που λείπουν»; Του απαντάει ο άγιος Άγγελος λέγοντας:

«Όσοι από τους αδελφούς είναι επιμελείς και με καλή προαίρεση, από κάποια όμως ανάγκη ή αρρώστια απουσιάζουν, με ευλογία των Πατέρων, ή πάλι, υπακούοντας σε κάποια εντολή, είναι κάπου απασχολημένοι και για αυτό το λόγο απουσιάζουν, αυτοί, παρόλο ότι λείπουν, σφραγίζονται, επειδή με τη διάθεσή τους βρίσκονται μαζί μ’ αυτούς που ψέλνουν. Και μόνο όσους μπορούν να παρευρίσκονται και από αμέλεια απουσιάζουν, έχω εντολή να μη σφραγίζω, γιατί αυτοί γίνονται μόνοι τους ανάξιοι».

(Αββά Δωροθέου, Ασκητικά ΙΑ΄Διδασκαλία, εκδ. Ετοιμασία σελ. 297-299)

Όταν σπούδαζα στον κόσμο, στην αρχή, κουραζόμουνα πάρα πολύ. Και όταν ερχόταν η ώρα να πιάσω το βιβλίο στα χέρια μου, ένιωθα σαν να πήγαινα να πιάσω άγριο θηρίο.

Καθώς όμως επέμενα, βιάζοντας τον εαυτό μου, βοήθησε ο Θεός και τόσο πολύ συνήθισα τη μελέτη, ώστε να μην καταλαβαίνω τι έτρωγα και τι έπινα ή πως κοιμόμουνα από την πολλή ευχαρίστηση που ένιωθα από την ανάγνωση. Και ποτέ δεν με τράβηξε η επιθυμία να πάω να φάω με έναν από τους φίλους μου, αλλά ούτε καν τους συναντούσα όταν είχα διάβασμα, παρόλο ότι ήμουν κοινωνικός και αγαπούσα τους φίλους μου.

Μόλις λοιπόν μας σχόλαγε ο δάσκαλος και λουζόμουνα -γιατί συνήθιζα να πλένομαι κάθε μέρα, επειδή στέγνωνα από το διάβασμα- γύριζα στο σπίτι μου μην ξέροντας ούτε τι θα φάω. Γιατί δεν μπορούσα να απασχοληθώ ούτε με το να παραγγείλω το φαγητό που θα έτρωγα, αλλά είχα κάποιον έμπιστο άνθρωπο και μου ετοίμαζε ό,τι εκείνος ήθελε. Έτρωγα λοιπόν ό,τι εύρισκα μαγειρεμένο από αυτόν, έχοντας και το βιβλίο δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κρεβάτι και κάπου-κάπου έριχνα μια ματιά. Και όταν κοιμόμουνα, το είχα πάλι δίπλα μου, ακουμπισμένο στο κάθισμά μου και μόλις μ’ έπαιρνε λίγο ο ύπνος, αμέσως πεταγόμουνα να διαβάσω. Πάλι το βράδυ, μόλις γύριζα μετά από τον εσπερινό, άναβα το λυχνάρι και έμενα διαβάζοντας μέχρι τα μεσάνυχτα.

Και ζούσα έτσι, γιατί δεν ένιωθα τίποτα πιο γλυκό από την ευχαρίστηση που μου έδινε η μελέτη. Όταν λοιπόν ήρθα στο Μοναστήρι, έλεγα στον εαυτό μου:

«Αν για την κοσμική σοφία είχα τόσο πόθο και τέτοιο ζήλο, ώστε να ασχολούμαι με το διάβασμα και να μου γίνει αναφαίρετη συνήθεια, πόσο μάλλον για την αρετή»;

Και έπαιρνα πολλή δύναμη από αυτόν το λογισμό.
(Αββα Δωροθέου, Ι Διδασκαλία, εκδ. Ετοιμασία σελ. 271)

Πρίν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Μέ πολλή διστακτικότητα, αλλά καί μέ τήν ένταση τού απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, πού όμως θά ήθελε πολύ νά πιστέψει, αλλά δέν μπορούσε.


Χρόνια προσπαθούσε καί αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνομίλησε μέ καθηγητές καί μορφωμένους. Αλλά δέν ικανοποιήθηκε η δίψα του γιά κάτι σοβαρό.
Άκουσε γιά μένα καί αποφάσισε νά μοιρασθεί μαζί μου τήν υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μία επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.

Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τόν ρώτησα. Δυστυχώς όχι, μού άπαντα. Είμαι τής Φιλοσοφικής. Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος. Ένιωσε αμήχανα καί κάπου σιώπησε γιά λίγο. Κοίταξε, τού λέω. Συγγνώμη πού σέ πείραξα λιγάκι. Αλλά ο Θεός δέν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη.

Άν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θά τόν πίστευαν. Νά ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στό Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή; Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι νά πάω, έχω ακούσει τόσα πολλά… Άν μού πείτε, μπορώ νά πάω καί αύριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο νά πάω νά τόν συναντήσω;

-Τί προτιμάς; Μορφωμένο πού μπορεί νά σέ ζαλίσει, ή άγιο πού μπορεί νά σέ ξυπνήσει;

-Προτιμώ τόν μορφωμένο. Τούς φοβάμαι τούς αγίους.

-Η πίστη είναι υπόθεση τής καρδιάς. Γιά δοκίμασε μέ κανέναν άγιο. Πώς σέ λένε; ρωτώ. Γαβριήλ, μού απαντά.

Τόν έστειλα σέ έναν ασκητή. Τού περιέγραψα τόν τρόπο προσβάσεως καί τού έδωσα τίς δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θά πάς, τού είπα, καί θά ρωτήσεις τό ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θά τού πείς, καί θέλω νά πιστεύσω.

Θέλω μία απόδειξη περί υπάρξεως Θεού. Φοβάμαι, ντρέπομαι, μού απαντά. Γιατί ντρέπεσαι καί φοβάσαι τόν άγιο καί δέν ντρέπεσαι καί φοβάσαι εμένα; ρωτώ. Πήγαινε απλά καί ζήτα τό ίδιο πράγμα.

Σέ λίγες μέρες, πήγε καί βρήκε τόν ασκητή νά συζητάει μέ κάποιον νέο στήν αυλή του. Στήν απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σέ κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σέ αυτούς καί ο Γαβριήλ βρήκε δειλά τήν θέση του. Δέν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά καί η συνομιλία τού Γέροντα μέ τόν νεαρό τελείωσε.

Τί γίνεστε, παιδία; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιεί λίγο νεράκι; Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, μέ συμβατική κοσμική ευγένεια. Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στόν Γαβριήλ, ξεχωρίζοντάς τον από τούς υπόλοιπους. Θά φέρω εγώ τό νερό, πάρε εσύ τό κουτί αυτό μέ τά λουκούμια. Καί έλα πιό κοντά νά σού πώ ένα μυστικό: Καλά νά είναι κανείς άθεος, άλλα νά έχει όνομα αγγέλου καί νά είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μού συμβαίνει.

Ο φίλος μας κόντεψε νά πάθει έμφραγμα από τόν αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε τό όνομά του; Ποιός τού αποκάλυψε τό πρόβλημά του; Τί, τελικά, ήθελε νά τού πεί ο γέροντας;

– Πάτερ, μπορώ νά σάς μιλήσω λίγο; Μόλις πού μπόρεσε νά ψελλίσει. Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε τό λουκούμι, πιές καί λίγο νεράκι καί πήγαινε στό πιό κοντινό μοναστήρι νά διανυκτερεύσεις. Πάτερ μου, θέλω νά μιλήσουμε, δέν γίνεται; Τί νά πούμε, ρέ παλληκάρι; Γιά ποιόν λόγο ήλθες;

Στό ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως νά ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου νά πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος νά θερμαίνεται. Οι απορίες νά λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς τήν ύπαρξη μιάς ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τά άν, τά γιατί, τά μήπως καί έμεινε μόνον τό πώς καί τό τί από δώ κι εμπρός.

Ό,τι δέν τ ού έδωσε η σκέψη τών μορφωμένων, τού τό χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός αγίου, αποφοίτου μόλις τής τέταρτης τάξης τού δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν τήν εγχείρηση χωρίς αναισθησία καί δέν πονάς.

Σού κάνουν τήν μεταμόσχευση χωρίς νά σού ανοίξουν τήν κοιλιά. Σέ ανεβάζουν σέ δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τίς σκάλες τής κοσμικής λογικής. Σού φυτεύουν τήν πίστη στήν καρδιά, χωρίς νά σού κουράσουν τό μυαλό.

«Φωνὴ αύρας λεπτής» – Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Σε όποια διακονία και αν βρεθείτε, και αν ακόμα είναι πολύ βιαστική και σπουδαία, δεν θέλω να κάνετε τίποτα με φιλονικία, τίποτα με ταραχή, αλλά να είσαστε βέβαιοι ότι κάθε έργο που κάνετε, είτε μεγάλο είναι είτε μικρό, είναι το ένα όγδοο απ’ αυτό που μας ζητιέται. Το να διατηρήσετε όμως την ειρήνη σας -και αν ακόμα συμβεί να αποτύχετε στο διακόνημα από την υποχώρηση που θα κάνετε- είναι τα τέσσερα όγδοα, δηλαδή το μισό από το ζητούμενο. Βλέπετε πόση διαφορά υπάρχει;
Όταν λοιπόν κάνετε κάτι, αν θέλετε να το κάνετε τέλειο και ολόκληρο, φροντίστε καί αυτό να το κάνετε τέλειο -πράγμα που είναι, όπως είπα, το ένα όγδοο- και την εσωτερική σας κατάσταση να φυλάξετε αβλαβή- πράγμα που είναι τα τέσσερα όγδοα. Αν όμως τύχει ανάγκη και παρασυρθείτε ή παραβείτε αυτήν την εντολή και βλαφθείτε ή βλάψετε, δεν είναι συμφέρον, επειδή πρέπει να τελειωθεί η διακονία, να χάσετε τα τέσσερα όγδοα, δηλαδή την ειρήνη σας, μόνο και μόνο για να φυλάξετε το ένα όγδοο, δηλαδή την τελειότητα του έργου. Αν δείτε και κάνει κανείς κάτι τέτοιο, να είσαστε βέβαιοι ότι δεν κάνει το διακόνημά του με επίγνωση. Γιατί ή από κενοδοξία ή από ανθρωπαρέσκεια επιμένει φιλονικώντας και κολάζοντας τον εαυτό του και τον πλησίον, για να ακούσει μετά από αυτά ότι κανείς δεν μπόρεσε να τον νικήσει. Αλλοίμονο! Μεγάλο κατόρθωμα! Δεν είναι αυτή νίκη, αδελφοί μου, αυτή είναι ζημιά, αυτή είναι απώλεια.

Σας δίνω εντολή, ότι, και αν εγώ στείλω κάποιον από εσάς σε οποιαδήποτε διακονία και δει να ξεσηκώνεται ταραχή ή οποιαδήποτε άλλη βλάβη, να σταματήσει. Και ποτέ να μη βλάψετε τους εαυτούς σας ή τους άλλους, αλλά να σταματήσει η δουλειά. Να μη γίνει! Μόνο μην ταράζεστε. Επειδή, όπως είπα, κάνοντας έτσι, χάνετε τα τέσσερα όγδοα, για να κερδίσετε το ένα όγδοο. Αυτό είναι ολοφάνερος παραλογισμός.
Αυτά σας τα λέω, όχι για να μικροψυχείτε αμέσως και να σταματάτε τις διακονίες ή να αδιαφορείτε και να πετάτε με μιας τα πράγματα και να καταπατάτε τη συνείδησή σας, επειδή θέλετε να ζείτε αμέριμνα. Ούτε πάλι για να παρακούετε και να λέει ο καθένας σας: «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, γιατί βλάπτομαι, δεν είναι στα μέτρα μου». Γιατί, μ’ αυτή την πρόφαση, δεν θα κάνετε ποτέ καμία διακονία, ούτε ποτέ θα μπορέσετε να τηρήσετε την εντολή του Θεού.
Αλλά σας το λέω, για να βάζετε όλη τη δύναμή σας, ώστε να κάνετε με αγάπη κάθε διακονία σας, με ταπεινοφροσύνη, υπακούοντας, τιμώντας, παρηγορώντας ο ένας τον άλλον. Τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από την ταπεινοφροσύνη. Αν όμως δει κανείς κάποια στιγμή τον πλησίον ή τον εαυτό του να θλίβεται, σταματήστε, υποχωρήστε, μην επιμένετε μέχρι σημείου που να επακολουθήσει και πνευματική βλάβη. Γιατί είναι καλύτερα, χίλιες φορές το λέω, να μη γίνει η δουλειά όπως θέλετε, αλλά όπως επιτρέπουν οι περιστάσεις, και όχι να γίνει από ισχυρογνωμοσύνη ή από δικαίωμα, αφού είναι ολοφάνερο ότι η υποχώρηση αυτή θα σας ταράξει ή θα θλίψει τους άλλους. Διότι θα χάσετε έτσι τα τέσσερα όγδοα. Και υπάρχει πολλή διαφορά στη ζημιά. Πολλές φορές μάλιστα συμβαίνει και να χάνει κανείς το ένα όγδοο και να μην καταφέρνει απολύτως τίποτα.

Αυτές είναι οι συνέπειες των φιλονικιών. Αυτή την αρχή να τηρήσουμε. Δηλαδή, όλα τα έργα που κάνουμε, να τα κάνουμε με σκοπό να ωφεληθούμε από αυτά. Ποια όμως ωφέλεια προκύπτει, όταν δεν ταπεινώνουμε τον εαυτό μας ο ένας στον άλλον, αλλά αντίθετα συγχίζουμε και στενοχωρούμε ο ένας τον άλλον;

katafigioti

lifecoaching