ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
Ο ουρανός και η γης με τίμησαν με τον πόνο.
Το έμαθα αργότερα, όταν κατάλαβα
πως το καλύτερο φως γίνεται απ’ το σκοτάδι’
μετά που ξεχείλισε μέσα μου η ποίηση
κι αρχίσαν ν’ ανάβουνε κεριά από χρόνο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Πάνε τώρα δυό μήνες. Δεν κάνω άλλο τίποτε.
Τα χέρια μου βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση:
Ξεφορτώνω ουρανό στις ψυχές των ανθρώπων.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Στον Πέτρο Δήμα
Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις
δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδημα της σιταρήθρας.
Πάνω απ' το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο
κι έμπαζε μέσ' απ' τ' ανοιχτό παράθυρο η σιωπή
ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής
γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.
Περνώντας μέσ' από κοιτάσματα χρυσαφιού
στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι
να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,
που τρέχαν μ' ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ' τους βράχους
του Ταϋγέτου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν
σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!
Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν
παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.
Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!
Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε
πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.
Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες
όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι
που βγαίνει μέσ' από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.
Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα
κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα
που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου
και φάνη ο μέγας κόσμος·
μέσα στο λίκνο της χαράς,
έχασα τη φωνή μου.
Τρέκλιζα ενώ χορεύανε
γύρω μου οι μαργαρίτες
και για να πάω στην εκκλησιά
κρατιόμουν απ’ τα στάχυα.
Και στην ποδιά της Παναγιάς
έγειρα το κεφάλι μου
που έξω απ’ την πόρτα μάζευε
για τα μαλλιά της ρόδα.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Κύριε, που στέλνεις τη βροχή στους σπόρους και τον ήλιο στη μήτρα της μητέρας,
που αποκρίνεσαι στο βέλασμα του αρνιού
με το ουράνιο τόξο πάνω απο τη χλόη,
που απο ψηλά ευλογείς, μέρα και νύχτα,
των έναστρων αχτών την ανανέωση
το φως και την ανάπτυξη μυριάδων
διάφορων λουλουδιών -
ας μήν ακούσεις ποτέ το βέλασμά μου!...
Όμως, Κύριέ μου, τη δύση αυτή μπορείς
να μου στερήσεις μ' όποια σου δυστυχία;
Τα δάκρυα τούτα που βγαίνουν απο βάθη
πιο γαλάζια κι' απ' τις πηγές της άνοιξης,
μπορείς, Κύριε, να τα εμποδίσεις;
Κύριε...
είναι μάταιο να με κουράζεις πιότερο.
Άφησέ με, με ήσυχη αναπνοή,
κάτω από το κλήμα των άστρων σου
να κλάψω...
Δεν μπορώ, Κύριε μου, να μισήσω.
Αγάπησέ με
Νικηφόρος Βρεττάκος
Νιώθω απόψε το στήθος μου σα να πήρε ένα δάσος
φωτιά και να κάηκαν τα εικοσιτέσσερα γράμματα.
Και πώς να σου γράψω.
Πέφτουν ανταύγειες
ρόδινες στα έλατα. Κ’ η δύση είναι όμορφη.
Αν πλάθονταν σαν κερί τα βουνά,
Μεταθέτοντας τότε τις γραμμές τους, λυγώντας τες,
θα μπορούσα να σούγραφα
λέξεις
μεγάλες
απάνω στη γη.
Ενώ τώρα σου κάνω
κόκκινα σήματα
με απέραντο φως: «Σ’ αγαπώ».
Νικηφόρος Βρεττάκος
Με ανακαλύπτεις και σε ανακαλύπτω.
Δυό κόσμοι ατελεύτητοι: Ουρανοί που διαδέχονται
ο ένας τον άλλο. Τοπία που κρύβουν πίσω τους
άλλα τοπία. Ήλιοι κι’ αστέρια σε σχήματα
ποταμιών, που διαγράφοντας λάμπουσες
μεγάλες
στροφές
κατεβαίνουν
στα βάθη μας –
Ας μας άφηνε ο Θεός
δέκα αιώνες φωτός αντιμέτωπους!
Δεν τελειώνει ο άνθρωπος
όπως κι ο κόσμος.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δε με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάϊ σου, προσπαθούσα να κλείσω
τα παράθυρα, πάλευα – όλη τη νύχτα.
Ο αγέρας επέμενε.
Άπλωσα τότε
τις παλάμες μου πάνω σου σαν
δυό φύλλα ουρανού, και σε σκέπασα.
‘Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
«Υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο: εκείνοι που παίρνουν τα εύσημα και εκείνοι που πραγματικά κάνουν τη δουλειά. Λάβετε υπ’ όψη τη συμβουλή μου και ακολουθήστε τους δεύτερους»
(Μαχάτμα Γκάντι)
«Όταν ήμουνα μικρός, ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική να δουλέψει στη διώρυγα του Παναμά. Μικρός εγώ, φτωχοί οι γονείς μου. Η μητέρα μου με έστειλε σε ένα κατάστημα στη Χαλκίδα. Ήταν εκεί και άλλα δύο παιδιά. Όλοι διατάζανε εμένα και εγώ έτρεχα παντού.
Ό,τι μου λέγανε, εγώ το έκανα χωρίς να πονηρεύομαι. Κι αυτό μου βγήκε σε καλό. Μια μέρα που σκούπιζα το κατάστημα, είχαν χυθεί μερικά σπυριά καφέ άλεστα. Εγώ έσκυψα και τα έβαλα στο χέρι, για να τα ρίξω πίσω στο τσουβάλι. Το αφεντικό ήταν στο γραφείο του, με είδε, κατάλαβε τι πήγα να κάνω και με φώναξε. Φώναξε και τα άλλα παιδιά και τα δασκάλεψε. Γινόταν εκεί μεγάλες σπατάλες κι εγώ του έκανα καλή εντύπωση.
Από εκείνη την ημέρα είπε και μοιραστήκαμε τις δουλειές και βάλαμε τάξη στο κατάστημα. Δούλευα σε όλα με επιμέλεια και χωρίς αντίρρηση. Έπαθα κανένα κακό;
Να εργάζεσθε με εγρήγορση, απλά, απαλά, χωρίς αγωνία, με χαρά κι αγαλλίαση, με αγαθή διάθεση. Τότε έρχεται η θεία χάρις.
(Βίος και Λόγοι, γέροντος Πορφυρίου σελ. 308)
«Η φύλαξη της συνείδησης προς τα υλικά πράγματα είναι να μην χρησιμοποιεί κανείς κακώς κάτι, να μην αφήνει ένα πράγμα να αχρηστευτεί ή να πεταχτεί, αλλά και αν δει ποτέ κάτι πεταμένο, να μην το παραβλέψει, ακόμη και αν είναι ευτελές, αλλά να το συμμαζεύσει και να το βάλει στον τόπο του.
Επίσης να μην κακομεταχειρίζεται τα ρούχα του. Υπόθεσε ότι κάποιος μπορεί να φορέσει το ένδυμά του άλλη μία ή δύο εβδομάδες, και αυτός πηγαίνει βιαστικά, το πλένει παράκαιρα και το κατακόβει, και ενώ θα του χρησίμευε άλλους πέντε μήνες ή και περισσότερο, πλένοντας πλένοντας το παλαιώνει και το καθιστά άχρηστο. Και αυτό είναι παρά συνειδηση.
Ομοίως και στην περίπτωση των στρωσιδιών. Πολλές φορές μπορεί κανείς να εξυπηρετηθεί από ένα προσκέφαλο και όμως ζητά μεγάλο στρώμα. Έχει ίσως τρίχινο και θέλει να το αλλάξει και να πάρει άλλο, ή νέο ή όμορφο, από κενοδοξία ή από ακηδία. Μπορεί να αρκεστεί σε ένα κομματιαστό πανωφόρι κι αυτός ζητά υφαντό, και φυσικά φιλονεικεί αν δεν το πάρει.
Εάν πάλι αρχίσει να προσέχει τον αδελφό του και να λέει, «γιατί αυτός έχει τούτο και εγώ δεν έχω; Αυτός είναι τυχερός», τότε η προκοπή είναι μεγάλη! Σε άλλη περίπτωση αφήνει κάποιος το ένδυμά του ή το σκέπασμα στον ήλιο και αμελεί να το πάρει και το αφήνει να καεί.
Και αυτό είναι παρά συνείδηση»
(αββάς Δωρόθεος, ΕΠΕ σελ.329)
«Ο διαπρεπής χειρούργος Μπουντόν εκλήθη από τον Ντυμουά, πρωθυπουργό της Γαλλίας, να του κάνει μια σπουδαία εγχείρηση. Ο πρωθυπουργός, όταν είδε τον χειρούργο να μπαίνει στο δωμάτιό του, του είπε:
- Δεν φαντάζομαι να με μεταχειριστείτε με τον ίδιο τραχύ τρόπο, με τον οποίο μεταχειρίζεστε τους φτωχούς και άθλιους αρρώστους στο νοσοκομείο σας.
- Εξοχώτατε, απάντησε με πολλή αξιοπρέπεια ο Μπουντόν, καθένας από τους αθλίους αυτούς αρρώστους, όπως ευαρεστείται η εξοχότης σας να τους ονομάζει, είναι για μένα και ένας πρωθυπουργός.
«Κάποτε ο Σβάϊτσερ, ο μεγάλος αυτός ανθρωπιστής γιατρός, που διέθεσε τη ζωή του στην υπηρεσία των μαύρων αδελφών, έκανε μια χειρονακτική εργασία μέσα στο νοσοκομείο που ο ίδιος είχε ιδρύσει για τους πονεμένους αδελφούς του.
Εκεί που δούλευε ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου μελαμψού που φορούσε άσπρο κουστούμι. Και εκείνος του απάντησε. «Δεν είμαι, κύριε, χαμάλης. Είμαι διανοούμενος».
Πού να ‘ξερε όμως ο δυστυχής πως ο χαμάλης που ζητούσε τη βοήθειά του ήταν κι αυτός διανοούμενος…»
Ο εγωισμός φέρνει ζημιές
«-Γέροντα, είμαι πολύ απρόσεχτη, όλο ζημιές κάνω.
- Φαίνεται, θα υπάρχει μέσα σου κρυφή υπερηφάνεια. Επειδή ο Θεός σε αγαπάει, λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Κάνεις μια ζημιά και ταπεινώνεσαι…
- Γέροντα, φοβάμαι να ξανασιδερώσω, γιατί έκαψα ένα ξένο ράσο.
- Να κάνεις το σταυρό σου και να σιδερώνεις.
- Μήπως ήταν του πειρασμού;
- Σπάνια μια ζημιά είναι από φθόνο του διαβόλου. Συνήθως είναι από υπερήφανο λογισμό. Όταν φέρνουμε υπερήφανο λογισμό, τα κάνουμε θάλασσα. Κι εσύ, φαίνεται, έφερες υπερήφανο λογισμό.
- Γιατί κάηκε το ράσο και δεν έπαθα εγώ ζημιά;
- Γιατί το ράσο πήγε στον άλλον, έγινε γνωστή η ζημιά, οπότε έτσι ρεζιλεύτηκες και ταπεινώθηκες. Ενώ, αν πάθαινες εσύ κάτι, δεν θα ρεζιλευόσουν…
- Όταν, γέροντα, πάει κάποιος να κάνει μια δουλειά και τελικά γίνεται ζημιά, τι συμβαίνει; Δεν δούλεψε σωστά; Δεν είχε καθαρή διάθεση;
- Είναι πολλές περιπτώσεις. Πρέπει να εξετάσει από πού ξεκίνησε.
- Μπορεί, γέροντα, κάποιος να κάνει ζημιές από αφηρημάδα;
- Τι θα πει αφηρημάδα; Αν εξετάσεις, θα δεις ότι τις περισσότερες φορές οι ζημιές στην υπερηφάνεια οφείλονται. Αν σε μια νοικοκυρά περάσει ο λογισμός ότι καμμία άλλη δεν πλένει τα πιάτα τόσο καλά όσο αυτή, μπορεί να ρίξει όλο το ράφι με τα πιάτα και να σπάσουν όλα. Μια φορά κάποια που εργαζόταν σε ένα υαλοπωλείο σκέφτηκε: «Τι εύκολα κατεβάζω τα κουτιά με τα ποτήρια!». Μόλις έβαλε αυτόν τον λογισμό, της έφυγαν τα κουτιά από τα χέρια και έσπασαν όλα τα ποτήρια!»
(Παϊσίου Λόγοι Ε, σελ. 80-81)
«Η εργασία εκείνου που γόγγυσε ή υπερηφανεύτηκε, πρέπει να μην συγχέεται με την εργασία αυτή των ταπεινών στην καρδιά και συντετριμμένων στο πνεύμα, και γενικώς να μην υπολογίζεται με τους ευλαβείς… Δεν είναι ευπρόσδεκτο το έργο αυτών, ως ασεβής θυσία.»
(Μέγας Βασίλειος)
«Ο ανόητος λέει τι θα κάνει.
Ο υπερήφανος λέει τι έκανε.
Ο σοφός κάνει
και δεν λέει τίποτα»