ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Παρακάλα το Θεό, σαν τα πάντα να εξαρτώνται απ’ αυτόν και δούλευε, σαν όλα να εξαρτώνται από σένα»
«Κάνε τη δουλειά σου προσευχή και την προσευχή δουλειά σου» (ιερός Αυγουστίνος)
«Qui laborat, orat». (= όποιος εργάζεται, προσεύχεται) (Βενεδικτίνοι μοναχοί)
 
«Πώς εσείς Σεβασμιώτατε, ρώτησε κάποτε με απορία ένας πολιτευόμενος έναν επίσκοπο, πώς εσείς κατορθώνετε να έχετε τέτοια δράση και να προφθάνετε σε όλα, αφού κάνετε τόση ώρα προσευχή κάθε μέρα»;
«Προσθέσετε και εσείς, του απάντησε και εκείνος, μια μόνη ώρα προσευχής στην ημέρα σας και θα δείτε ότι θα κάνετε καλύτερη και περισσότερη εργασία».
 
«Ο άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στο Θεό: «Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ’ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνα μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ;».
Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρό του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, σηκωνόταν για να προσευχηθεί. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώσει και να ασφαλίσει τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέγει: «Έτσι κάνε και θα σωθείς».
Ακούοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος.
Και έτσι κάνοντας σωζόταν.
(Γεροντικόν, αββάς Αντώνιος α΄)
 
Η μαγειρική της προσευχής και της αγάπης
Σ’ ένα από τα Αποφθέγματα των Πατέρων της ερήμου διαβάζουμε ότι η μαγειρική ενός μοναχού ήταν πολύ δημοφιλής. Οι άλλοι πατέρες τον ρώτησαν κάποτε τι το ιδιαίτερο είχε η συνταγή ή τα υλικά αλλά εκείνος απάντησε ότι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα πιάτο βραστές φακές.
Μετά από πολλές πιέσεις ομολόγησε το μυστικό του, ότι σε κάθε στάδιο της προετοιμασίας του φαγητού είχε τη συνήθεια να λέει μια προσευχή μετάνοιας.
(Μαγδαληνής Μοναχής, Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορθόδοξη εκκλησία σήμερα)

« Όποιος λοιπόν ασκείται στην πνευματική ζωή, πρέπει να αναλαμβάνει και τα ευτελέστερα (τα πιο ταπεινά) έργα με πολύ ζήλο και προθυμία, γνωρίζοντας ότι εκείνο που γίνεται για το Θεό δεν είναι μικρό, αλλά μεγάλο, πνευματικό και άξιο των ουρανών, και ελκύει για μας τις ουράνιες αμοιβές. Ακόμη και αν χρειαστεί να συνοδεύει ο ασκητής ζώα που μεταφέρουν αγαθά για τις κοινές ανάγκες της Μονής, δεν πρέπει να αντιταχθεί, αφού σκεφθεί τους αποστόλους που υπάκουσαν πρόθυμα στον Κύριο, όταν τους διέταξε να φέρουν το πουλάρι (το μικρό όνο), και αφού συλλογισθεί ότι και αυτοί για τους οποίους δεχόμαστε τη φροντίδα των αχθοφόρων ζώων είναι αδελφοί του Σωτήρα. Η εύνοια δε και το ενδιαφέρον γι’ αυτούς αναφέρεται στον ίδιο τον Κύριο, που είπε: «Κάθε τι πού εκάματε, για αν εξυπηρετήσετε έναν από τους αδελφούς μου, που θεωρούνται από τους πολλούς άσημοι, το προσφέρατε σε μένα».

Εάν δε (εκείνος που ευεργετεί τους άλλους) απολαμβάνει τις τιμές των άσημων, πολύ περισσότερο θα απολαύσει τις αμοιβές πού προορίζονται για τους εκλεκτούς υπό τον όρο ότι δεν θα θεωρήσει την υπηρεσία ως αφορμή αδιαφορίας, αλλά θα προστατεύει τον εαυτό του με εξαιρετική εγρήγορση, για να ωφεληθεί και ο ίδιος και οι σύντροφοί του.

Εάν δε χρειάζεται να εκτελέσει κάποιο από τα ταπεινά έργα, πρέπει να γνωρίζει ότι και ο σωτήρας μας υπηρέτησε τους μαθητές του και δεν θεώρησε υποτιμητικό να κάμει ταπεινές εργασίες, και ότι είναι πολύ, μεγάλο πράγμα για τον άνθρωπο να γίνει μιμητής του Θεού, γιατί με τις ταπεινές αυτές εργασίες ανεβαίνει στο ύψος της μιμήσεως εκείνης».
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Βασιλείου Χαρώνη, αριθμ. κειμένου 868)
 
«Ένας διάσημος γλύπτης, ανεβασμένος στην οροφή του πανύψηλου Γοτθικού Ναού όπου εργαζόταν, καταπονείτο σκαλίζοντας τα μάρμαρα της στέγης.
Κάποιος του είπε:
- «Γιατί κουράζεσαι; Αυτά δε θα τα δει ποτέ κανείς»
- «Αλλά τα βλέπει ο Θεός. Γι’ Αυτόν εργάζομαι», απάντησε αμέσως ο καλλιτέχνης.
Πόσο ωφέλιμη είναι αυτή η σκέψη για τον κάθε πιστό».
 
«Κάμε τις μικροπράξεις σαν τις μεγάλες, λόγω του μεγαλείου του Ιησού Χριστού που τις κάνει μέσα μας και ζει τη ζωή μας, και τις μεγάλες σαν τις μικρές και ανάλαφρες, λόγω της παντοδυναμίας Του».
(Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις, εκδ. Καστανιώτη σελ. 335)
 
«Όποιος εργάζεται με τα χέρια λέγεται εργάτης. Όποιος εργάζεται με τα χέρια και το μυαλό λέγεται τεχνίτης. Ενώ όποιος εργάζεται με τα χέρια, το μυαλό και την καρδιά λέγεται καλλιτέχνης» (Αντρε Μωρουά)
 
«Δεν εργάζομαι, ζω». (Ζεράρ Ντεπαρντιέ)
 
«Η δουλειά είναι ορατή αγάπη. Αν δεν μπορείς να δουλεύεις με αγάπη, αλλά μόνο με δυσαρέσκεια, είναι προτιμότερο να εγκαταλείψεις την εργασία σου και να καθίσεις στην πύλη του ναού και να δέχεσαι ελεημοσύνη από εκείνους που εργάζονται με χαρά» (Καλχίλ Γκιμπράν)
 
«Αλίμονο στον άνθρωπο, που η μόνη του απόλαυση από τη δουλειά του είναι ο μισθός του»
                           
«ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ.
Ένας καλόγερος βρισκόταν στο κρεβάτι του θανάτου. Ξαφνικά ζήτησε από τους αδελφούς να του φέρουν τη βελόνα του, γιατί ήταν ράφτης όλη του τη ζωή μέσα στο μοναστήρι.
Αφού του την έφεραν την πήρε και την έδειξε σε όλους τους παρευρισκομένους λέγοντας:
«Αυτό είναι για μένα το κλειδί του Παραδείσου».
 
«Πώς να αποφύγει την κατάθλιψη
Σε νέα χήρα που ήταν πολύ λυπημένη, ο Γέροντας έδωσε οδηγίες να εργάζεται εντατικά, για να μπορέσει να αποφύγει την κατάθλιψη που την απειλούσε.
Με την εργασιοθεραπεία και την προσευχή, που της συνέστησε ο Γέροντας, είχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η θλίψη της μεταβλήθηκε σε εσωτερική γαλήνη και χαρά, μέχρι σημείου, που να διερωτάται μήπως παραφρόνησε.
Ο Γέροντας την καθησύχασε και την διαβεβαίωνε, ότι η πνευματική χαρά της προέρχεται από τη χάρη του Χριστού, που έλαβε.
(Γέροντος Πορφυρίου, Ανθολόγιο Συμβουλών, σελ. 83)

«Ο καθένας λοιπόν πρέπει να προσέχει τη δική του εργασία και να φροντίζει γι’ αυτή με όλη του τη καρδιά και να την ασκεί, σαν να εποπτεύει ο Θεός, με άψογο τρόπο, με ακούραστη προθυμία και ιδιαίτερη επιμέλεια, ώστε να έχει θάρρος να λέει πάντοτε: «Να, όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια των κυρίων τους, περιμένοντας αγαθά, έτσι και τα δικά μας μάτια είναι στραμμένα με εμπιστοσύνη στον Κύριο και Θεό μας, έως ότου μας σπλαχνιστεί και μας ελεήσει».
Δεν είναι ορθό επίσης να πηγαίνει άλλοτε στην μία εργασία και άλλοτε στη άλλη. Γιατί και από τη φύση μας δεν είμαστε ικανοί να τελειώσουμε πολλά έργα συγχρόνως. Είναι πιο χρήσιμο να ασκούμε μία τέχνη με φιλοπονία, παρά να καταπιανόμαστε με πολλές και να τις αφήνουμε μισοτελειωμένες. Γιατί η διάσπαση της προσοχής μας σε πολλά και η συχνή αλλαγή εργασίας, εκτός του ότι συντελεί να μη γίνει τέλειο κανένα έργο, φανερώνει επί πλέον ότι υπάρχει ήδη ελαφρότητα χαρακτήρα ή αν δεν υπάρχει την δημιουργεί».
(Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, Βασιλείου Χαρώνη, αριθμ. κειμένου 873)
 
«Αυτά που πράττετε με τη σάρκα σας, αυτά είναι πνευματικά, διότι τα κάνετε όλα με το θέλημα του Ιησού Χριστού» (Ιγνάτιος Αντιοχείας ο Θεοφόρος)
 
«Υπήρχε κάποιος γέρων στα κελιά ονόματι Απολλώς. Και αν ερχόταν κάποιος να τον ζητήσει για οποιαδήποτε δουλειά, μετά χαράς πήγαινε, λέγοντας: «Σήμερα πρόκειται μαζί με τον Χριστό να εργασθώ για την ψυχή μου. Γιατί αυτός είναι ο μισθός της»
(Γεροντικόν, αββάς Απολλώ α΄).
 
«Ενας ευλαβής μοναχός, όταν κάποιος του ζητούσε μια εξυπηρέτηση, για να είναι πρόθυμος να την δώσει, έλεγε στον εαυτό του:
- Ο Κύριος σου σε διατάζει! κάνε αμέσως αυτό που ζητεί.
Αν ερχόταν σε λίγο άλλος, να τον επιφορτίσει με πιο δύσκολη δουλειά, ψιθύριζε:
- Είναι ο αδελφός του Κυρίου σου? πρέπει να τον ακούσεις.
Καμιά φορά συνέβαινε να τον προστάζει και ο μικρότερος. Τότε γινόταν πιο πρόθυμος.
- Υπάκουσε γρήγορα στον υιό του Κυρίου σου, ταπεινέ, έλεγε στον εαυτό του.
Έτσι εξυπηρετούσε όλους με πολλή ταπείνωση και έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 285)
 
«Λοιπόν είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε πράττετε οτιδήποτε, όλα για τη δόξα του Θεού να τα πράττετε».
(Α΄ προς Κορινθίους ι΄ 31)
 
«Εις ό,τι υφαίνεις, δένε τας κλωστάς με τον ουρανόν
Όλα τα έργα σου, τα οποία πράττεις όχι εις το όνομα του ουρανού και άνευ της αδείας του ουρανού, θα σου φέρουν τον πικρόν καρπόν, διότι ο ουρανός δεν θα ποτίσει δια της ευλογημένης βροχής του, ούτε θα τα λαμπρύνει δια του ζωοπαρόχου φωτός του.
Δι’ ό,τι σκοπεύεις, άκουε την συμβουλήν του ουρανού:
Εις ό,τι υφαίνεις, δένε τας κλωστάς με τον ουρανόν.»
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς “Στοχασμοί περί του καλού και του κακού”)
 
 
«Πελέκαγαν και οι δύο αγκωνάρια.
- Τι κάνετε αυτού; τους ρώτησε κάποιος.
- Εδώ τυραννιόμαστε με τα λιθάρια, μουρμούρισε βαριεστημένος ο ένας, και έσκυψε το κεφάλι.
- Χτίζουμε έναν καθεδρικό ναό, απάντησε υπερήφανα ο άλλος και ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό.
Το νόημα και την αξία της ζωής σου δεν την καθορίζει το «τι» δουλειά κάνεις, αλλά το «πώς» την κάνεις. Με τι πόθους και τι οραματισμούς ατενίζεις το έργο και το χρόνο που ξανοίγεται μπροστά σου».
 
«Να δημιουργείς σαν αθάνατος και να ζεις σαν ετοιμοθάνατος»
«πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω»(= όλα ας γίνονται κόσμια και με τάξη)
(Α΄ προς Κορινθίους ιδ΄ 40)
 
«Παρατήρησαν αυστηρά οι συνασκητές του κάποιον αδελφό που εργαζόταν την ημέρα που γιόρταζαν τη μνήμη κάποιου Μάρτυρος.
- Σαν σήμερα, αποκρίθηκε ταπεινά εκείνος, ο δούλος του  Θεού βασανιζόταν σκληρά και έχυνε το αίμα του για την αγάπη του Χριστού και εγώ να μη χύσω λίγο ιδρώτα στη εργασία;
«ΤΟ ΚΑΘΕΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ. Σε πολλά σκευοφυλάκια της Δύσεως αναγράφονται οι ακόλουθες φράσεις για τους ιερείς που πρόκειται να ιερουργήσουν:
Σαν να ήταν η Πρώτη
Σαν να ήταν η Τελευταία
Σαν να ήταν η Μόνη.

Κάθε χριστιανός ας σκέπτεται πριν από κάθε του πράξη τις φράσεις αυτές για να εργάζεται αποτελεσματικότερα, καλύτερα και αγιότερα».

Μη λες ότι αυτά και αυτά έπαθα, ότι το και το μου είπαν, γιατί εσύ είσαι που ελέγχεις τα πάντα. Ακριβώς όπως μπορείς να σβήσεις και να ανάψεις μια σπίθα, έτσι και το θυμό μπορείς μέσα σου να τον ξανάψεις ή να τον συγκρατήσεις. Όταν δεις εκείνον που σε στενοχωρεί ή όταν έρθουν στο νου σου όσα σου είπε ή σου έκανε και σε στενοχώρησε, να τα ξεχάσεις όλα αυτά. Κι αν τα θυμηθείς, να τα ρίχνεις στον πειρασμό.

Αντίθετα, ψάξε και βρες κάτι καλό που μπορεί να είπε ή να έκανε κάποτε. Και αν έχεις αυτά στο μυαλό σου, γρήγορα θα νικήσεις την εχθρότητα.Και αν πρόκειται να του πεις το σφάλμα του και να κάνεις συζήτηση μαζί του, πρώτα βγάλε από μέσα σου το πάθος και σβήσε το θυμό σου, και τότε να του ζητήσεις ευθύνες και να τον ελέγξεις για τις πράξεις του. Και έτσι θα μπορέσεις εύκολα να είσαι σε θέση υπεροχής. Γιατί, όταν είμαστε θυμωμένοι, δεν  μπορούμε ούτε να πούμε, ούτε να ακούσουμε τίποτα σωστό. Αν όμως απαλλαγούμε από το πάθος, τότε ούτε θα μας ξεφύγει κάποια σκληρή κουβέντα, ούτε και θα μας φανεί σκληρό κάτι που είπαν οι άλλοι. Γιατί συνήθως δεν μας εξαγριώνουν τα ίδια τα λόγια που θα μας πουν αλλά η εχθρική διάθεση που έχουμε. Πολλές φορές, αν τα ίδια περιπαιχτικά λόγια τα ακούσουμε από φίλους που αστειεύονται ή από μικρά παιδιά, δεν θα νιώσουμε δυσαρέσκεια, ούτε θα θυμώσουμε, αλλά θα γελάσουμε και θα τα πάρουμε για αστεία. Γιατί δεν τα ακούσαμε με κακή διάθεση, ούτε με την ψυχή μας προκατειλημμένη από το θυμό.

Επομένως και με αυτούς που έχεις πρόβλημα, αν σβήσεις το θυμό και διώξεις την εχθρότητα, τίποτα από όσα λέγονται δεν θα μπορέσει να σε στενοχωρήσει.
 
Ιωάννης Χρυσόστομος (Εις Δαυίδ και Σαούλ, Ομιλία Γ,΄επιλογή και μετάφραση Ελένη Κονδύλη)
 

Από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδόσεις Ακρίτας, έκδοση β’, 2007, σελ. 86-87).

Ότι κι αν γράψεις λόγια θα’ναι.
Αυτά τα λόγια που ζητώ να εξαφανίσω
Κι είναι γι’αυτό που έχω κόψει το χέρι μου.
Κι είναι γι’αυτό που ζυμώνομαι
Νύχτα μέρα με τη φωτιά, που πατήθηκα
κ’ έλιωσα κάτω όπως ένα
τριαντάφυλλο κόκκινο.

Θέλω να γίνω ένα άλλου είδους
νερό. Μια άλλου είδους γλώσσα.
Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου
μες απ’ τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε,
προχωρώντας και φέγγοντας, βαθύτερα, όλο
Και βαθύτερα μες τις καρδιές σας, καθώς
Τις μαύρες στοές της γης
κατεβαίνοντας
ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω

Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα -
τώρα μπορώ
ν' αρθρώσω την τάξη του σ' ένα μου ποίημα.
Παίρνοντας μια σελίδα θα βάλω
σ' ευθείες το φως.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
δε θα την βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέρας
στριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.


Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν.

Το πιο καθαρό
πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,
ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε
ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη.


Είναι η αγάπη.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,

μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο

να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.

Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!

Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,

κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!

Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.

Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης

βγαίνουνε στην καρδιά μου!

Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!

Νικηφόρος Βρεττάκος

... Καλοκαίρι, μην πίστεψες πως δε συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι αγάπη κι η αγάπη μου σκέψη.

Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκει
απ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα.

Μη ρωτήστε πού πέφτουν τα ποτάμια της γης
τι στηρίζουν οι κορφές των βουνών
τι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.
Δε ρωτώ γι' άλλο τίποτα.

Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου:

Αγαπώ, άρα υπάρχω.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Όλοι μας στη γειτονιά γνωρίζαμε το 17χρονο ψηλόλιγνο, συμπαθητικό αγόρι, που έκανε τις βόλτες του καθισμένο στο αναπηρικό καροτσάκι.
Τον Μιχάλη.
Το ευγενικό, υπομονετικό, κάπως μελαγχολικό αγόρι. Τώρα ό Μιχάλης έφυγε για την αιωνιότητα. Πήγε στην άλλη, στην αληθινή ζωή.
Ταξίδεψε με τον Χριστό, συντροφιά στους κόσμους της αληθείας, του φωτός, τής Ανάστασης, τής Βασιλείας των Ουρανών. Φεύγοντας άφησε στους δικούς του ένα συγκλονιστικό μήνυμα. Το άκουσα από το στόμα του πατέρα του: Εκείνο τον απόγευμα ήμασταν κοντά του, ή μητέρα του, ή γιαγιά του, ό θείος του, εγώ και δυο νοσοκόμες.
Και ενώ προηγουμένως βρισκόταν σε κώμα, άνοιξε τα μάτια του, μας κοίταξε με καθαρό βλέμμα και με φωνή βροντερή... (μέχρι τότε σχεδόν δεν μιλούσε και ότι έλεγε ήταν χαμηλόφωνα), είπε:

«Είστε όλοι έτοιμοι να ακούσετε τον μεγάλο λόγο; Είστε έτοιμοι και ψύχραιμοι; Εγώ είμαι έτοιμος, εσείς είστε;» (Πρώτη φορά χρησιμοποιούσε τέτοια γλώσσα). Έκανε μικρή παύση και συνέχισε:
«Εγώ τελείωσα». (Ό θείος του έκλεγε). «Τελείωσα. Υπάρχει Χριστός, υπάρχει Δευτέρα Παρουσία. Θα πάμε και θα έρθουμε, με τον Χριστό» (Ο θείος του τον αγκάλιασε). «Μη με κρατάς, μη με καθυστερείς άσε με να φύγω, ένα, δυο, τρία, φύγαμε, είμαι ό καλύτερος, θα ξανασυναντηθούμε. Άντε γεια σας». Και το παιδί έσβησε.

Ποιός ξέρει σε ποιους κόσμους παραδεισένιους αξιώθηκε να ξεναγηθεί από τον Σωτήρα Χριστό, πριν την αναχώρησή του, για να κερδίσει την μεγάλη βεβαιότητα, που ίσως δεν είχε στην ζωή του προηγουμένως: «Υπάρχει Χριστός, υπάρχει Δευτέρα Παρουσία».
Και κλείνοντας βαθειά μέσα του την βεβαιότητα αυτή έφυγε μακάρια, διαβαίνοντας το πέρασμα γης ουρανού, χωρίς να έχει πλέον ανάγκη το αναπηρικό του καροτσάκι.
Ό Σωτήρας Χριστός βλέποντας τον αγώνα του ενάντια στην αρρώστια, τον πήρε κοντά Του, αιώνια να χαίρεται μαζί με τους αγγέλους. Άφησε πίσω στους πονεμένους γονείς του και στον αδελφό του την παρηγοριά αυτής τής βεβαιότητας: «Υπάρχει Χριστός, υπάρχει Δευτέρα Παρουσία!!!»

katafigioti

lifecoaching