«Υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων σε αυτόν τον κόσμο: εκείνοι που παίρνουν τα εύσημα και εκείνοι που πραγματικά κάνουν τη δουλειά. Λάβετε υπ’ όψη τη συμβουλή μου και ακολουθήστε τους δεύτερους»
(Μαχάτμα Γκάντι)
«Όταν ήμουνα μικρός, ο πατέρας μου πήγε στην Αμερική να δουλέψει στη διώρυγα του Παναμά. Μικρός εγώ, φτωχοί οι γονείς μου. Η μητέρα μου με έστειλε σε ένα κατάστημα στη Χαλκίδα. Ήταν εκεί και άλλα δύο παιδιά. Όλοι διατάζανε εμένα και εγώ έτρεχα παντού.
Ό,τι μου λέγανε, εγώ το έκανα χωρίς να πονηρεύομαι. Κι αυτό μου βγήκε σε καλό. Μια μέρα που σκούπιζα το κατάστημα, είχαν χυθεί μερικά σπυριά καφέ άλεστα. Εγώ έσκυψα και τα έβαλα στο χέρι, για να τα ρίξω πίσω στο τσουβάλι. Το αφεντικό ήταν στο γραφείο του, με είδε, κατάλαβε τι πήγα να κάνω και με φώναξε. Φώναξε και τα άλλα παιδιά και τα δασκάλεψε. Γινόταν εκεί μεγάλες σπατάλες κι εγώ του έκανα καλή εντύπωση.
Από εκείνη την ημέρα είπε και μοιραστήκαμε τις δουλειές και βάλαμε τάξη στο κατάστημα. Δούλευα σε όλα με επιμέλεια και χωρίς αντίρρηση. Έπαθα κανένα κακό;
Να εργάζεσθε με εγρήγορση, απλά, απαλά, χωρίς αγωνία, με χαρά κι αγαλλίαση, με αγαθή διάθεση. Τότε έρχεται η θεία χάρις.
(Βίος και Λόγοι, γέροντος Πορφυρίου σελ. 308)
«Η φύλαξη της συνείδησης προς τα υλικά πράγματα είναι να μην χρησιμοποιεί κανείς κακώς κάτι, να μην αφήνει ένα πράγμα να αχρηστευτεί ή να πεταχτεί, αλλά και αν δει ποτέ κάτι πεταμένο, να μην το παραβλέψει, ακόμη και αν είναι ευτελές, αλλά να το συμμαζεύσει και να το βάλει στον τόπο του.
Επίσης να μην κακομεταχειρίζεται τα ρούχα του. Υπόθεσε ότι κάποιος μπορεί να φορέσει το ένδυμά του άλλη μία ή δύο εβδομάδες, και αυτός πηγαίνει βιαστικά, το πλένει παράκαιρα και το κατακόβει, και ενώ θα του χρησίμευε άλλους πέντε μήνες ή και περισσότερο, πλένοντας πλένοντας το παλαιώνει και το καθιστά άχρηστο. Και αυτό είναι παρά συνειδηση.
Ομοίως και στην περίπτωση των στρωσιδιών. Πολλές φορές μπορεί κανείς να εξυπηρετηθεί από ένα προσκέφαλο και όμως ζητά μεγάλο στρώμα. Έχει ίσως τρίχινο και θέλει να το αλλάξει και να πάρει άλλο, ή νέο ή όμορφο, από κενοδοξία ή από ακηδία. Μπορεί να αρκεστεί σε ένα κομματιαστό πανωφόρι κι αυτός ζητά υφαντό, και φυσικά φιλονεικεί αν δεν το πάρει.
Εάν πάλι αρχίσει να προσέχει τον αδελφό του και να λέει, «γιατί αυτός έχει τούτο και εγώ δεν έχω; Αυτός είναι τυχερός», τότε η προκοπή είναι μεγάλη! Σε άλλη περίπτωση αφήνει κάποιος το ένδυμά του ή το σκέπασμα στον ήλιο και αμελεί να το πάρει και το αφήνει να καεί.
Και αυτό είναι παρά συνείδηση»
(αββάς Δωρόθεος, ΕΠΕ σελ.329)
«Ο διαπρεπής χειρούργος Μπουντόν εκλήθη από τον Ντυμουά, πρωθυπουργό της Γαλλίας, να του κάνει μια σπουδαία εγχείρηση. Ο πρωθυπουργός, όταν είδε τον χειρούργο να μπαίνει στο δωμάτιό του, του είπε:
- Δεν φαντάζομαι να με μεταχειριστείτε με τον ίδιο τραχύ τρόπο, με τον οποίο μεταχειρίζεστε τους φτωχούς και άθλιους αρρώστους στο νοσοκομείο σας.
- Εξοχώτατε, απάντησε με πολλή αξιοπρέπεια ο Μπουντόν, καθένας από τους αθλίους αυτούς αρρώστους, όπως ευαρεστείται η εξοχότης σας να τους ονομάζει, είναι για μένα και ένας πρωθυπουργός.