E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(βιβλίο: Η Ζωή μετά το θάνατο)

Η  ανακαίνιση της κτίσεως

Είναι σαφής διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η κτίση είναι δημιούργημα του Θεού, ότι δέχθηκε την φθορά από την πτώση του ανθρώπου και ότι και αυτή θα ελευθερωθεί από αυτήν την φθαρτότητα.
Στην εκκλησιαστική παράδοση κάνουμε λόγο περισσότερο για κτίση παρά για φύση. Ή λέξη φύση αναφέρεται σε κάτι φυσικό, ενώ η λέξη κτίση δείχνει το κτιστό, κάτι πού δημιουργήθηκε, ενώ δεν υπήρχε προηγουμένως. Έτσι, στην Εκκλησία δεν γίνεται λόγος για φυσικά και μεταφυσικά, αλλά για κτιστά και άκτιστα. Το άκτιστο δεν έχει αρχή δημιουργίας, ούτε και τέλος. Το άκτιστο είναι αυτοζωή, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, αλλά ο Θεός θέλει να μην έχει τέλος, αν και από την φύση του έπρεπε να τελείωση κάποτε. Χαώδης είναι η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Δεν υπάρχει τίποτε όμοιο τους. Το μονό κοινό μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι ο θεάνθρωπος Χριστός, στο Πρόσωπο του οποίου ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση, δηλαδή το άκτιστο με το κτιστό.

Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, η άπειρη ουσία και παντοδύναμη και δημιουργική των όντων» αυτή μόνον είναι απλή και μονοειδής, άποια και ειρηναία. Στην άκτιστη ουσία, δηλαδή στον θεό, δεν υπάρχει καμμιά σύνθεση. Αντίθετα, η κτιστή φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα και είναι επιδεής της θείας Προνοίας8. Ό Θεός δημιούργησε όλη την κτίση και την συντηρεί με την άχτιστη πρόνοια Του. Ή υπεράγαθη Πρόνοια του Θεού «σωτηρία υπάρχει πάσης κτίσεως» 9.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο όρος κτίση αναφέρεται στους αγγέλους, τους δαίμονες, τους ανθρώπους και την άλογη δημιουργία. Είναι ένας όρος πού αποδίδεται σε όλη την δημιουργία, λογική και άλογη. Ξέρουμε ότι ο Θεός δημιούργησε πρώτα τον νοερό κόσμο, έπειτα τον αισθητό και υλικό κόσμο και στην συνέχεια τον άνθρωπο, πού είναι ένωση των δύο κόσμων, νοερού και αισθητού. Όποτε ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας, ο μικρόκοσμος μέσα στον μεγαλόκοσμο, ή για να εκφρασθούμε καλύτερα, ο μεγαλόκοσμος, από απόψεως αξίας, μέσα στον μικρόκοσμο.

Αλλά στο σημείο αυτό όταν κάνουμε λόγο για την κτίση και την ανακαίνιση της, θα εννοούμε περισσότερο την υλική και άλογη δημιουργία, η οποία με την Πρόνοια και την Χάρη του Θεού θα ανακαινισθεί στον μέλλοντα αιώνα. Γιατί αυτό μας ενδιαφέρει στην μελέτη μας αυτή. Στην Άγια Γραφή γίνεται λόγος για την πτώση της κτίσεως, αλλά και την ελευθέρωση της από την φθορά. Κλασσικό χωρίο είναι του Αποστόλου Παύλου, πού βρίσκεται στην προς Ρωμαίους επιστολή του. Θα το παραθέσουμε ολόκληρο γιατί είναι πολύ χαρακτηριστικό και θα μας βοηθήσει στην μετέπειτα επεξεργασία του θέματος.

«Ή γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται, τη γαρ ματαιότητι η κτίσις ύπετάγη, ούχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, έπ' ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ. η', 19-22).

Στο χωρίο αυτό υπάρχουν μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Πρώτον, ότι ο αισθητός κόσμος, η υλική δημιουργία, λέγεται κτίση και όχι φύση, γιατί συνδέεται με την ύπαρξη δημιουργού και, επομένως, δεν είναι αΐδια και αιώνια, όπως την θεωρούσαν μερικοί φιλόσοφοι. Δεύτερον, η κτίση υπετάγη στην φθαρτότητα όχι με την θέληση της, αφού η κτίση δεν έχει θέληση και ελευθερία, αλλά από την πτώση του ανθρώπου. Ό άνθρωπος παρέσυρε όλη την κτίση στην φθορά. Τρίτον, η κτίση συστενάζει και συνωδίνει μαζί με τον άνθρωπο και αποζητά και ελπίζει ελευθέρωση. Τέταρτον, η αποκαραδοκία, δηλαδή η προσδοκία της, αναφέρεται στην αποκάλυψη των υιών του Θεού. Εφ' όσον ο άνθρωπος έγινε ή αιτία της πτώσεως της, πρέπει από τον άνθρωπο να προέλθει η  της. Φυσικά, όταν λέμε από τον άνθρωπο, εννοούμε από τον άνθρωπο του θεανθρώπου, πού είναι τέκνο Θεού. Πέμπτον, δίνεται η βεβαιότητα ότι ολόκληρη η κτίση θα ελευθερωθεί από την δουλεία της στην φθορά και θα εισαχθεί στην ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρη η κτίση θα απόλαυση τα αγαθά πού θα προέλθουν, όταν ο άνθρωπος απόκτηση μέθεξη της δόξης του Θεού. Στο χωρίο αυτό φαίνεται η αντίληψη και η διδασκαλία της Εκκλησίας για το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα και την  της κτίσεως. Αφορμή της πτώσεως είναι ο ανυπάκουος και αντάρτης άνθρωπος και αιτία της ανακαινίσεως της είναι ο υιός κατά Χάριν του Θεού, ο Θεούμενος. Αυτός θα την ελευθέρωση, θα την ανακαινίσει. Στην πραγματικότητα η Χάρη του Θεού, δια του ανθρώπου, θα μεταμορφώσει και την άλογη δημιουργία. Όταν βλέπει κανείς την  της κτίσεως έξω από τον Θεούμενο ματαιοπονεί.
Ό άνθρωπος πού ενώνεται με τον Χριστό είναι νέα, καινούρια κτίση, γι' αυτό και γίνεται αφορμή δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει: «ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β' Κορ. ε', 17), Ό Απόστολος Πέτρος αναφερόμενος στην συντέλεια του κόσμου, δεν ομιλεί για μια τελική και ολοσχερή καταστροφή, αλλά για  και μεταμόρφωση, γι' αυτό λέγει: «καινούς δε ουρανούς και γήν καινήν κατά το επάγγελμα αυτού προσδοκώμεν εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Β' Πέτρ.γ', 13). Εδώ βλέπουμε καθαρά ότι γίνεται λόγος για  της κτίσεως και όχι για αφανισμό και καταστροφή. Θα θίξουμε το θέμα αναλυτικότερα πιο κάτω, όταν θα αναφέρουμε τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας.
Μελετώντας τα αγιογραφικά χωρία, πρέπει να εξετάσουμε πώς έπεσε η κτίση και σε τι συνίσταται η  της όπως τα αναλύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Κατά την ανάλυση αυτή πρέπει πάντα να έχουμε υπ' όψη μας τα χωρία της Αγίας Γραφής πού παραθέσαμε προ ολίγου. Κατ' αρχήν πρέπει να κάνουμε λόγο για την π τ ώ σ η της κτίσεως.

Ό Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης λέγει ότι ή κτίση δεν κατασκευάσθηκε ρευστή και φθαρτή, αλλά υπετάγη χωρίς να θέλει, στην φθορά, με την πτώση του Αδάμ10. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος για να παρουσιάσει αυτήν την αλήθεια χρησιμοποιεί μια ωραία εικόνα. Λέγει ότι, όπως όταν αιχμαλωτίζεται ένας βασιλεύς, αναγκαστικά ακολουθούν μαζί του και οι διάκονοι και οι υπηρέτες του. έτσι και όταν έπεσε ο Αδάμ, πού ήταν κύριος και βασιλεύς όλων των κτισμάτων, τα όποια τον υπηρετούσαν, συμπεριλήφθηκε και η κτίση πού τον διακονούσε και υπηρετούσε στην πτώση του 11.
Την τραγικότητα της κτίσεως, μετά την πτώση του Αδάμ και την είσδυση σε αυτήν της φθοράς, περιγράφει ωραιότατα ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Γράφει ότι μετά την έξοδο του Αδάμ από τον Παράδεισο ολόκληρη η κτίση δεν ήθελε να βλέπει τον άνθρωπο και διακατεχόταν από οργή εναντίον του. Ή κτίση δεν ήθελε να υποταγή σε αυτόν. Ό ήλιος δεν ήθελε να λάμπει, η σελήνη να στέλλει το φως, τα αστέρια να ακτινοβολούν, οι πηγές να βρύουν, οι ποταμοί να τρέχουν. Ό αέρας δεν ήθελε να δώσει αναπνοή στον άνθρωπο, τα θηρία και όλα τα ζώα ετραχύνθησαν εναντίον του ανθρώπου, γιατί έχασε την δόξα πού είχε. Ό ουρανός ήθελε να πέσει δικαιως πάνω στον άνθρωπο και η γη δεν άντεχε να τον κρατά. Τότε ακριβώς επεμβαίνει ο Θεός με την αγάπη Του και την φιλανθρωπία Του, και, αποβλέποντας στην ανάπλαση, δια της ενσάρκου Οικονομίας του Υιού Του, συγκρατεί την κτίση με την δύναμη Του και αναστέλλει την ορμή των κτισμάτων εναντίον του ανθρώπου, έως ότου γίνει ο άνθρωπος πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, ώστε και αυτή να ελευθερωθεί από την φθορά, να συνανακαινισθή μαζί του, να αφθαρτοποιηθή και να γίνει πνευματική 12.                           
Εφ' όσον η πτώση της κτίσεως έγινε δια του ανθρώπου, και η  της θα γίνει δια του Θεούμενού ανθρώπου. Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι ο σύνδεσμος μεταξύ νοερού και αισθητού κόσμου.
Τα αγιογραφικά και πατερικά χωρία πού παραθέσαμε, αν ερμηνευθούν προσεκτικά, καταλήγουν στο ότι με την ανάσταση και αναγέννηση του ανθρώπου θα ανακαινισθεί και η κτίση από την φθορά. Αυτό το βλέπουμε έντονα σε όλη την Παράδοση της Εκκλησίας μας. Στην συνέχεια θα παραθέσουμε την διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου για την  της κτίσεως. Τα όσα θα λεχθούν πρέπει να τα δούμε από την άποψη ότι ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό «εκ μη υπαρχούσης ύλης». Ό Θεός την έφερε στην ύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος η κτίση, η άλογη δημιουργία να καταστραφεί ολοσχερώς και να αφανισθεί. Ό Θεός δεν δημιουργεί κάτι για να το εξαφάνιση στην συνέχεια. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβεί αυτό. Άλλωστε, σε όλα τα αγιογραφικά χωρία, πού είδαμε προηγουμένως, γίνεται λόγος για «καινούς ουρανούς και καινήν γη», για ελευθέρωση της κτίσεως από την φθορά, για ανακαίνιση της. Αυτές οι εκφράσεις δεν μπορούν να δηλώσουν την ολοσχερή και πλήρη εξαφάνιση της.
Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είναι αποκαλυπτικός ως προς το σημείο αυτό. Λέγει ότι όπως πρώτα δημιούργησε ό Θεός την κτίση άφθαρτη και στην συνέχεια τον άνθρωπο, έτσι πρώτα ή κτίση πρέπει να μεταποιηθεί, δηλαδή να αλλαγή, και μαζί με αυτήν να νακαινισθούν και τα φθαρέντα σώματα, ώστε και πάλι «πνευματικός και αθάνατος ο άνθρωπος γεγονώς εν αφθάρτω χωρίω και αϊδίω και πνευματικώ κατοικεί»13.

Εδώ γίνεται λόγος για  των σωμάτων, για αλλοίωση και μεταποίηση όλης της κτίσεως. Επίσης, αναφέρεται ότι ο πνευματικός άνθρωπος, μετά την ανάσταση του και την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, θα κατοικεί σε πνευματικό, άφθαρτο και αΐδιο χώρο. Αυτό δείχνει ο,τι λέγαμε προηγουμένως, ότι ο Θεός δεν δημιούργησε την κτίση για να την εξαφανίσει στην συνέχεια.
Ό άγιος Συμεών συνδέει την  των σωμάτων με την ανάπλαση της κτίσεως. Όπως τα σώματα, δια της αναστάσεως, θα ανακαινισθούν, έτσι και «ο ουρανός και η γη και τα εν αύτη πάντα, ήγουν πάσα η κτίσις, ανακαινισθήσεται και ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς». Και όχι μόνον θα ανακαινισθεί ολόκληρη η κτίση, αλλά «συμμεθέξει τα στοιχεία ταύτα μεθ' ημών της εκείθεν λαμπρότητας»14. Όχι μόνον ο άνθρωπος, αλλά και ολόκληρη η κτίση θα μεθέξη της λαμπρότητας του Θεού. Βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό θα γίνει αναλογικά, αφού μόνον ο άνθρωπος μετέχει της θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ή κτίση μετέχει της ουσιοποιού και ζωοποιού ενεργείας του Θεού. Το γεγονός είναι ότι και η κτίση θα αλλοιωθεί και θα μεταμορφωθεί.
Χρησιμοποιεί πολύ επιτυχώς το παράδειγμα του πεπαλαιωμένου χαλκίνου σκεύους, το οποίο ο τεχνίτης τοποθετεί πάλι στην φωτιά και καθαρίζεται, ανακαινίζεται, αφού απαλλαχθεί από την σκουριά. Το ίδιο θα συμβεί και με την κτίση. Επειδή παλαιώθηκε, λόγω της αμαρτίας των ανθρώπων, ο δημιουργός θα την τοποθετηση στο πυρ, και έτσι «αναχωνευθήσεται και αναστοιχειωθήσεται και λαμπρά και καινότερα ασυγκρίτως της νυνί ορωμένης γενήσεται»15. Εδώ γίνεται λόγος για αναστοιχείωση και αναχώνευση, πού θα την κάνει λαμπρότερη από αυτήν πού είναι σήμερα.
 

Στο σημείο αυτό επιμένει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Λέγει ότι όταν ο Θεός θα ανακαινίσει τον άνθρωπο και θα τον κάνη άφθαρτο, αθάνατο και πνευματικό, τότε «και αυτήν όλην την κτίσιν, φημί, συν αυτώ αλλοιώσει και αΐδιον και άϋλον ταύτην αποτελέσει»16. Ή κτίση θα γίνει άϋλη και αιώνια, θα αλλοιωθεί ολόκληρη η κτίση μαζί με τον άνθρωπο, «συν αυτώ». Αυτό είναι σημαντικό, γιατί άκουσα κάποιον θεολόγο να λέγει ότι η κτίση θα μεταμορφωθεί εν τω ανθρώπω, αφού ο άνθρωπος είναι η περίληψη όλης της δημιουργίας. Δηλαδή δεν θα ανακαινισθεί όλος ο κόσμος. Αλλά μια τέτοια αντίληψη αντιβαίνει στους λόγους της Άγιας Γραφής περί ελευθερώσεως της κτίσεως από την φθορά και στον λόγο του άγιου Συμεών, πού ομιλεί για  της «συν αυτώ» και όχι απλώς «εν αυτώ».
Βέβαια, οι απόψεις αυτές του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου δεν ευνοούν καμιά χιλιαστική αντίληψη, γιατί η τελευταία ομιλεί περί επιγείου καταστάσεως. Για να μη φανεί ότι ο άγιος Συμεών βρίσκεται σε μια τέτοια προοπτική, πρέπει να λεχθεί ότι δεν αναφέρεται σε υλικό και αισθητό τόπο, ούτε σε μια υλική και αισθητή κτίση, αλλά σε πνευματική.
Υποστηρίζει ο άγιος Συμεών ότι, όταν κάνουμε λόγο για ανακαίνιση της κτίσεως, δεν εννοούμε ότι θα επιστρέψει στην κατάσταση πού ήταν στον πρώτο Παράδεισο, προ της παραβάσεως του Αδάμ. Τότε ο Αδάμ ήταν αισθητός και τρεπτός και είχε ανάγκη της τροφής. Όμως με την ανάσταση των σωμάτων ο Αδάμ θα είναι πνευματικός, αφού, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται πνευματικόν». Όπως ο Αδάμ θα είναι πνευματικός και δεν θα έχει ανάγκη τροφής, έτσι και ολόκληρη η κτίση, με την ενέργεια του Θεού θα μεταποιηθεί «εις άϋλον και πνευματικόν υπέρ πάσαν αίσθησιν εν τη παλιγγενεσία... οικητήριον». Δεν θα είναι, λοιπόν, υλική και αισθητή, όπως ακριβώς δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ικανοποιεί τις τότε ανάγκες του Αδάμ. Ή κτίση θα είναι πνευματική και άϋλη, ώστε οι άνθρωποι, έχοντες ασώματα σώματα, και γενόμενοι «υπέρ αίσθησιν εν αισθήσει» και όντες «απερίγραπτοι εν απεριγράπτοις» θα έχουν «Άξιον… της εαυτών δόξης κατοικητήριον»17.                               
Σαφώς εδώ γίνεται λόγος για πνευματικό κατοικητήριο, και ιδιαίτερο χώρο, όπου θα μένουν οι πνευματικοί άνθρωποι. Επανειλημμένως ο άγιος Συμεών αναφέρεται σε κατοικητήριο ή σε οικητήριο, αφού όλη η κτίση θα γίνει Παράδεισος, θα αλλοιωθεί και θα ανακαινισθεί μαζί με τον άνθρωπο18.

Στην διδασκαλία του αγίου Συμεών δίνονται και μερικά παραδείγματα για να γίνει κατανοητότερη αυτή η αντίληψη. Χωρίς να τα καταλαβαίνει η λογική του ανθρώπου, αφού υπερβαίνουν κάθε διάνοια, όλα θα γίνουν πνευματικά και θεια, θα ενωθούν με τα νοητά και θα γίνει «παράδεισος νοερός άλλος και Ιερουσαλήμ επουράνιος». Κανείς δεν παρέμεινε έως τώρα σε τέτοιο όμορφο χώρο. Και αναφέροντας διάφορα παραδείγματα λέγει ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια θα λάμπουν ακόμη περισσότερο. Το ίδιο θα γίνει και με την γη, όλα θα ακτινοβολούν, θα μεταδίδουν το κάλλος και την ομορφιά, θα παρατεθεί ο ίδιος ο λόγος του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου: «Γη δε άφραστον και καινόν αναλήψεται κάλλος και χλόης είδος αμάραντον, άνθεοι δηλαδή φωτοειδέσι και ποικιλία πνευματική ωραιζομένη εν οίς δικαιοσύνη, κατά το όσιον λόγιον, κατοικεί»19.
Κάνουμε λόγο για υπέρ αίσθησιν ένωση της επίγειας κτίσεως με την επουράνια. Ό άγιος Συμεών είναι πολύ εκφραστικός: «η επίγειος κτίσις, η ορωμένη αυτή και αισθητή, αλλοιωθήσεται και τοις επουρανίοις ήγουν τοίς αοράτοις και υπέρ αίσθησιν ενωθήσεται». Και τότε, όταν όλα τα επίγεια ενωθούν με τα επουράνια, δια της Χάριτος του Θεού, και «οι δίκαιοι την ανακαινινισθείσαν ταύτην κληρονομήσουσι γήν, ην οι μακαριζόμενοι πραείς παρά του Κυρίου κληρονομούσι»20.
Από όλη αυτήν την διδασκαλία του άγιου Συμεών φαίνεται ότι, όταν μιλούμε για αιώνια ζωή και για ανακαίνιση της κτίσεως, εννοούμε μεταμόρφωση του ανθρώπου και παραμονή του σε έναν πνευματικό χώρο. Η κτίση δεν θα αφανισθεί, αλλά θα μεταποιηθεί, θα ανακαινισθεί, θα αλλοιωθεί.
Αυτήν την θεολογία του αγίου Συμεών εκφράζει και ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, μιλώντας για την μελλοντική εκείνη ευφροσύνη των δικαίων. Βέβαια, επειδή αναφέρεται στον λαό είναι περισσότερο αναλυτικός, και απλός, αλλά όμως παρουσιάζει την θεολογική αλήθεια πού αναπτύξαμε προηγουμένως. Γράφει:
«Γίνωσκε, ώ ακροατά, ότι την δεύτερον παρουσίαν μέλλει να ανακαινισθή ό κόσμος και να γίνη πολλά ωραιότερος και λαμπρότερος από τώρα. Τα στοιχεία θα καθαρισθώσιν από πάσαν φθοράν, να είναι το πυρ λαμπρότερον, αμή να μη καιει, ότι η καύσις του όλη πηγαίνει είς την κόλασιν ό αήρ να καθαρισθή από πάν σκότος και σύννεφον. Το ύδωρ να λαμπρυνθή, να λάμπη ώσπερ καθρέπτης και κρύσταλλον. Ωσαύτως και ή γη θα λεπτύνη, θα γίνη καθαρά παντός ρύπου και ύλης βλαπτικής. Ότι όλα τα βλαβερά, όπου δίδουν θλίψιν και ασθένειαν, ήγουν η θέρμη του πυρός, το ψυχρόν του ύδατος, το σκότος του αέρος, η καύσις του θέρους και πάσα ακαθαρσία και βρώμα του κόσμου τούτου, να συναχθή εις την άβυσσον της κολάσεως, δια περισσοτέραν οδύνην των αθλίων αμαρτωλών. Και ούτω μένουσι τα στοιχεία κεκαθαρμένα, να είναι η γη όλη άβλαβος και ωραία, ως άλλος παράδεισος. Ωσαύτως οι ουρανοί και ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα να δίδουσι λάμψιν θαυμασίαν και περισσότερον επταπλασίως, καθώς λέγει ο Ησαΐας, ότι θέλει είσθαι το φως της σελήνης, ως το ηλιακόν, και το φως του ηλίου επτάκις λαμπρότερον, ώσπερ το φως των επτά ημερών. Έτι δε να παύσουν την κίνησιν αυτών, ότι επειδή ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήται κινούνται τώρα δια την ευεργεσίαν του ανθρώπου, ήγουν δια την γένεσιν και φθοράν, και τότε παύουσι ταύτα μετά την κοινήν ανάστασιν. Και να στέκη ο ήλιος εις την ανατολήν και ησελήνη εις την δύσιν και τα λοιπά εις τους τόπους τους, καθώς εξ αρχής εκτίσθησαν, ούτε να αλλάσσουσιν οι καιροί, ούτε χειμών ή θέρος να είναι, ούτε νύξ, αλλά πάντοτε μια αϊδιότης χρόνων αιώνιος, μετά απείρου ευφροσύνης και ανεικάστου αγαλλιάσεως. Και ταύτα πάντα γίνονται θείω προστάγματι, δια περισσοτέραν δόξαν και απόλαυσιν των δικαιων, ίνα λάβωσι την αμοιβήν των έργων τους πολλαπλάσιον»21.

Ή μελλοντική ανακαίνιση της κτίσεως βιώνεται και από τώρα. Όπως από την παρούσα ζωή μπορεί ο άνθρωπος να γίνει θεατής της δόξης του Θεού, έτσι και από τώρα μπορεί να αποκτήσει αίσθηση της μελλοντικής αλλοιώσεως της κτίσεως. Όταν ο άνθρωπος έχει φωτισμένο νου, τότε δεν υποδουλώνεται στην κτίση, αλλά βλέπει μέσα σε αυτήν τους λόγους των όντων, την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού. Όταν έχει μέσα του «αισθητώς και ευαισθήτως» την Χάρη του Θεού, τότε ζει την ανάστασή του και την ανάπλαση τής κτίσεως. Όλα του φαίνονται ωραία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να εντάξουμε τις ωραίες περιγραφές της κτίσεως πού κάνουν οι άγιοι. Επειδή ο άνθρωπος είναι κέντρο της δημιουργίας, γι' αυτό η άχτιστη Χάρη δι' αυτού, διαπορθμεύεται και στην άλογη δημιουργία. Έτσι και τα άγρια ζώα υποτάσσονται στους άγιους, όπως διασώζεται στα συναξάρια της Εκκλησίας. Εκεί δε πού φαίνεται η βίωση της μελλοντικής αλλοιώσεως και μεταμορφώσεως της κτίσεως είναι τα λείψανα των αγίων.
Με αυτήν την έννοια λέμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπηση Του έφερε στην γη την καινή κτίση, γιατί έδωσε την δυνατότητα από τώρα να αποκτήσουμε αίσθηση της ανακαινίσεώς της, αλλά και την αποκαραδοκία της μελλοντικής ανακαινίσεως. Γι' αυτό στην Εκκλησία δεν έχουμε απλές ενδείξεις αυτής της ζωής. αλλά αποδείξεις.

8. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία τόμος Β', σελ. 42, θ΄
9. Όσιος Θαλάσσιος, Φιλοκαλία τόμος Β', σελ. 208, ξα'
10 Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία τόμος Δ', 32, ια'
11 Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 7ος. σελ. 184
12. SC 122, σελ. 190
13. SC 122, σελ. 204
14. ενθ. ανώτ. σελ. 206
15. ένθ. άνωτ. σελ. 208
16. ένθ. άνωτ. σελ. 210
17. ενθ. άνωτ. σελ. 212-214
18- ενθ. άνωτ- σελ. 218
19. ενθ. άνωτ, σελ. 218-220
20. ένβ. άνωτ. σελ. 220
21. Νικόδημου του αγιορείτου: Χρηστοήθεια των Χριστιανών, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1974. σελ. 398-399

(βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο)

Η αιώνια ζωή

Μετά την τελική κρίση, πού θα γίνει με την Δευτέρα έλευση του Χριστού, θα αρχίσει η αιώνια ζωή, η οποία θα βιωθεί με δύο τρόπους, ήτοι ως αιώνιος Παράδεισος και ως αιώνια Κόλαση. Ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα ονομάσει τον μεν Παράδεισο «αεί ευ είναι», την δε Κόλαση «αεί φευ είναι». Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις είναι «αεί είναι», διαφέρει όμως ο τρόπος βιώσεως, ανάλογα με την κατάσταση του ανθρώπου.
Ό Χριστός στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως κάνει λόγο για αιώνια ζωή. «Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. κε', 4β). Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν τελειώνει με τον θάνατο, ούτε ακόμη με το μελλοντικό δικαστήριο, αλλά η ζωή συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Ό αμαρτωλός δεν εκμηδενίζεται μετά την κρίση αλλά θα ζει αιωνίως, φλεγόμενος από την ενέργεια της θείας Χάριτος. Φυσικά, αυτό είναι αποτέλεσμα της ελευθέρας του επιλογής.
Παρά το ότι και η Κόλαση είναι αιωνία, εν τούτοις ο όρος αιώνια ζωή συνδέθηκε περισσότερο με την ζωή εν Χριστώ, γιατί η ζωή μακράν του Θεού στην πραγματικότητα είναι και λέγεται θάνατος. Γι' αυτό ο Χριστός είπε: «αυτή δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ίω. ιζ', 3). Ή γνώση του Θεού και η κοινωνία με τον Ιησού Χριστό είναι και λέγεται αιώνια ζωή.
Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να τεθεί και ο άλλος λόγος του Χριστού: «αμήν αμήν λέγω υμίν ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». (Ίω. ε', 24). Θάνατος λέγεται η παρούσα ζωή, ενώ πραγματική ζωή θεωρείται η υπέρβαση του θανάτου και η κοινωνία με τον Θεό. Ή αιώνια ζωή συνδέεται στενώτατα με την σωτηρία του ανθρώπου και την μέθεξη της δόξης του Θεού. Ό Απόστολος Παύλος, ενθυμούμενος τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες πού υπέφερε για την δόξα του Θεού, έγραφε στον μαθητή του Τιμόθεο: «Δια τούτο πάντα υπομένω δια τους εκλεκτούς, ίνα και αυτοί σωτηρίας τύχωσι της εν Χριστώ Ιησού μετά δόξης αιωνίου» (Β' Τιμ. β', 10). Το ίδιο λέγει και ο Απόστολος Πέτρος: «Ό δε Θεός πάσης χάριτος, ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς...» (Α' Πέτρ. ε', 10). Επομένως, ο όρος αιώνια ζωή αποδίδεται περισσότερο στην κοινωνία και ενότητα του ανθρώπου με τον Θεό, στην μέθεξη του αιωνίου Θεού και την όραση του ακτίστου Φωτός. Μέσα από αυτό το πρίσμα θα δούμε όσα θα λεχθούν στην συνέχεια.
Πρέπει και πάλι να υπογραμμιστεί ότι και η ζωή των αμαρτωλών και η Κόλαση είναι αιωνία, αφού και οι ψυχές των αμαρτωλών ανθρώπων είναι με την Χάρη Του  Θεού αθάνατες. Αλλά εδώ αποδίδουμε τον ορό αιώνια ζωή κυρίως με την σωτηριολογική σημασία, ως κοινωνία και μέθεξη της δόξης του Θεού.
Στην συνέχεια του κεφαλαίου αυτού θα δούμε τρία σημεία.
Πρώτον, τι είναι η αιώνια Βασιλεία του Θεού. Δεύτερον τι εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για  της κτίσεως και τρίτον ότι η ζωή των δικαίων στον Παράδεισο θα έχει μια διαρκή εξέλιξη.

1. Ή Βασιλεία του Θεού
Σε αλλά κεφάλαια του παρόντος βιβλίου γίνεται διεξοδική ανάλυση του τί άκριβώς είναι και λέγεται Βασιλεία των Ουρανών. Γι' αυτό δεν πρόκειται να κάνουμε εδώ μεγαλύτερη επεξήγηση. Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε τα σχετικά με τον Παράδεισο και στο επόμενο θα γίνει λόγος για την Βασιλεία του Θεού και την διαχρονική μέθεξη της. Εδώ θα υπογραμμίσουμε απλώς μερικές αλήθειες πού είναι ανάγκη να υπομνησθούν.
Στην Αγία Γραφή και στα πατερικά κείμενα ταυτίζονται οι όροι Βασιλεία του Θεού, Βασιλεία των Ουρανών, Παράδεισος, αιώνια ζωή. Είναι όροι συνώνυμοι που σημαίνουν την μέθεξη της δόξης του Θεού από τον άνθρωπο. Αυτό αρχίζει από την ζωή αυτήν, συνεχίζεται στην μετά θάνατο ζωή και θα ολοκληρωθεί στην ζωή μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αφού εν τω μεταξύ αναστηθούν και τα σώματα των ανθρώπων.
Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, μιλώντας για την Βασιλεία του Θεού, λέγει ότι Βασιλεία των Ουρανών «αυτός εστίν ο Θεός εν κατασχέσει γενόμενος» Ή φράση είναι αρκετά εκφραστική, Και μάλιστα ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος γίνεται θεατής αυτού του πλούτου της δόξης της Βασιλείας των Ουρανών. Ό Θεούμενος άνθρωπος λέγεται «ο τοιαύτης δόξης γενόμενος θεατής»1.
Ή μέθεξη της Χάριτος του Θεού λέγεται μέθεξη της Βασιλείας. Πάλι ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος θα πει εκφραστικότατα: «Ή δε Βασιλεία των Ουρανών ή μετοχή υπάρχει του Παναγίου Πνεύματος»2. Ό Χριστός, πού θα έλθει κατά την Δευτέρα Του Παρουσία χαρακτηρίζεται «ο περιπόθητος ημών και γλυκύτατος βασιλεύς Ιησούς ο Χριστός και Θεός». Ή ύπαρξη του ουρανίου αυτού Βασιλέως και η ένωση του άνθρωποι με Αυτόν, πού έχει σαν συνέπεια να εκλάμπει ο Χριστός μέσα στους αγίους και κάθε άγιος να λάμπει ευρισκόμενος μέσα σε Αυτόν, είναι θέα και μετοχή της Βασιλείας. Θα μου επιτραπεί να παραθέσω τον λόγο του άγιου Συμεών του νέου Θεολόγου, γιατί δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί διαφορετικά. Βασιλεία των Ουρανών για τους δικαιους είναι «μόνον τον βασιλέα έχουσα του παντός πανταχού ορώμενον αυτοίς, συμπαρόντι εκάστω και συνόντα έκαστον αυτώ και εν εκάστω έκλάμποντι και έκαστον λάμποντα εν αυτώ»3.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η λεγομένη Βασιλεία του Θεού είναι η αλληλοπεριχώρηση του Χριστού με τον πιστό. Ο Χριστός θα κατοικεί μέσα στον δίκαιο άνθρωπο, θα τον δοξάζει και ο δοξαζόμενος άνθρωπος θα ελλάμπεται ευρισκόμενος σε κοινωνία με το θειο και άκτιστο φως.
Η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια κτιστή πραγματικότητα, δεν είναι μια εγκοσμιοκρατική κατάσταση, αλλά μέθεξη της δόξης του Θεού. Αυτό πρέπει να λέγεται, γιατί σήμερα δίνονται πολλές ερμηνείες για την Βασιλεία του Θεού. Και έχουμε την γνώμη ότι η αλλοίωση της θεολογικής σημασίας της Βασιλείας του Θεού έχει φοβερές συνέπειες και προεκτάσεις στην πνευματική και κοινωνική μας ζωή. Ή ηθικολογία δεν είναι άσχετη από αυτήν την θεολογική αλλοίωση.
    Ό άγιος Ανδρέας, επίσκοπος Κρήτης, διδάσκει ότι Βασιλεία του Θεού είναι το οράν και οράσθαι υπό του Θεού. «Θεόν τε ορών και ιρώμενος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μιλώντας για την μεταμόρφωση του Χριστού, πού είναι βίωση της Βασιλείας του Θεού, λέγει ότι στον μέλλοντα αιώνα «πάντοτε εν Κυρίω εσόμεθα, Χριστόν ορώντες τω φωτί αστράπτοντα της θεότητας»4.
Μέσα στην ίδια προοπτική κινούνται όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο όποιος μπορεί να χαρακτηρισθεί θεολόγος του ακτίστου Φωτός, αναφέρεται στην «τελειότητα του μέλλοντος αιώνος».
Χρησιμοποιώντας τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου, ότι, όταν ο Χριστός φανερωθεί, θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, λέγει ότι τότε θα γίνουμε τέκνα Θεού, «λαμπρότητα Θεού ιδόντες και παθόντες και τη αυγή της Χριστού δόξης περιλαμπόμενοι τε και συνεκλάμποντες»5. Οι άγιοι θα περιλαμφθουν από την λαμπρότητα του Χριστού και θα συνεκλάμπουν μαζί με εκείνον. Έτσι η δόξα του Θεού θα γίνει και δόξα των δικαιων, με την διαφορά ότι η δόξα του Θεού είναι κατά φύσιν, ενώ των ανθρώπων θα είναι κατά Χάριν, δωρεά του Θεού.
Καίτοι θα υπάρχει διαφορετική μετοχή της δόξης ανάλογα με την πνευματική κατάσταση των δικαίων εν τούτοις εκεί στην Βασιλεία των Ουρανών θα καταργηθούν όλες οι τάξεις των ανθρώπων, αφού δεν θα υπάρχει «διδάσκων και διδασκόμενος». Πράγματι, στην Βασιλεία του Θεού θα καταργηθούν «οι τάξεις των διδασκόντων και των διδασκομένων»6.
Οι Πατέρες τονίζουν συνεχώς την αλήθεια ότι η βίωση της Βασιλείας των Ουρανών αρχίζει από αυτήν την ζωή. Ή απόλαυση των μελλόντων αγαθών αρχίζει «απ’ εντεύθεν»7.
Δεν θα επιμείνουμε περισσότερο πάνω στο σημείο αυτό, γιατί ο αναγνώστης θα βρει μεγαλύτερη ανάλυση αυτής της θέσεως σε άλλα κεφάλαια του παρόντος βιβλίου. Εκείνο το όποιο και πάλι πρέπει να τονιστεί είναι ότι όταν κάνουμε λόγο για την Βασιλεία του Θεού εννοούμε την μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Τριαδικού Θεού. Και επειδή αυτή η Χάρη μετέχεται ως Φως και έτσι δοξάζεται ο άνθρωπος, γι' αυτό και η Βασίλεια του Θεού είναι μέθεξη της δόξης του Θεού.


1. SC 129. σελ. 348-350
2. SC 104, σελ. 22
3. SC 122, σελ. 222
4. Βλ. Ιερομόναχου Αθανασίου Γιέβτιτς είς αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού: Ή Θεοτόκος, έκδ. Ίδρυμα «Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος». Αθήναι 1970, σελ. 262\
5. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 11 ΕΠΕ. σε. 446
6. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, έκδ. Ρηγοχούλου, σελ. 326
7. Άγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία, τόμος Β'. σε. 49, οη'

(βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο)

Παράδεισος και Κόλαση

Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η ανάσταση των σωμάτων, η παράσταση όλων των ανθρώπων μπροστά στο φοβερό βήμα του Χριστού και, φυσικά, η τελική κρίση έχει κατάληξη τον Παράδεισο και την Κόλαση. Οι δίκαιοι θα αποκτήσουν τον Παράδεισο, την αιώνια ζωή, ενώ οι αμαρτωλοί την Κόλαση.

Ό Παράδεισος βρίσκεται στην αρχή της ιστορίας του ανθρώπου, ενώ στο τέλος θα υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση. Γι' αυτό σε όλη την Άγια Γραφή γίνεται λόγος τόσο για τον Παράδεισο όσο και για την Κόλαση. Βασική διδασκαλία της Αγίας Γραφής είναι ότι ο άνθρωπος μετά την δημιουργία του ετέθη στον Παράδεισο και έπειτα έχασε την κοινωνία του με τον Θεό. Έκτοτε μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η αναζήτηση αυτής της παραδείσιας ζωής. Ό Χριστός με την ενανθρώπησή Του έδωσε την δυνατότητα στον κάθε άνθρωπο να επανέλθει στον Παράδεισο και να απόκτηση κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι ο άνθρωπος σε όλη του την ζωή, ιδίως αυτός πού ζει μέσα στην Εκκλησία και αγωνίζεται να τηρεί τις εντολές του Θεού και να μετέχει της Χάριτος Του, αγωνίζεται να σωθεί και να εισέλθει στον Παράδεισο.

Επομένως το θέμα «Παράδεισος και Κόλαση» είναι από τα κεντρικά της Άγιας Γραφής και της Εκκλησίας. Χρειάζεται όμως μελέτη και ανάλυση του τι ακριβώς είναι ο Παράδεισος και ή Κόλαση, πώς ερμηνεύονται στην Ορθόδοξη πατερική Παράδοση. Αυτό το έργο είναι αναγκαίο και απαραίτητο για τον επιπρόσθετο λόγο ότι έτσι, όχι μόνον θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την Αγία Γραφή, αλλά και να δούμε το έργο της Εκκλησίας. Όπως θα φανεί στην συνέχεια, το θέμα αυτό είναι σπουδαιότατο, γιατί παρουσιάζει την ουσία και το έργο της Εκκλησίας. Δεν μπορούμε να δούμε την αποστολή της Εκκλησίας, αν δεν εξετάσουμε την ορθόδοξη αντίληψη για τον Παράδεισο και την Κόλαση. Επομένως, οι συνέπειες αυτής της ερμηνείας είναι πάρα πολύ μεγάλες.

1. Ή Άγια Γραφή για τον Παράδεισο και την Κόλαση

Στην ενότητα αυτή δεν θα μας απασχόληση το θέμα για τον νοητό και αισθητό Παράδεισο, όπως μας τον περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη, αλλά κυρίως για τον Παράδεισο και την Κόλαση στην διδασκαλία του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Υπάρχουν τρία χωρία στην Καινή Διαθήκη στα οποία γίνεται λόγος για τον Παράδεισο. Το πρώτο χωρίο είναι η διαβεβαίωση του Χριστού στον ληστή επί του Σταυρού: «αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ, κγ', 43). Ό Παράδεισος για τον όποιο κάνει λόγο ο Χριστός είναι η ίδια η Βασιλεία του Θεού. Είναι χαρακτηριστικό ότι Βασιλεία του Θεού και Παράδεισος ταυτίζονται, αφού ό ληστής τον παρακαλεί «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκ. κγ', 42) και ο Χριστός τον διαβεβαιώνει για την είσοδο του στον Παράδεισο. Είναι χαρακτηριστική η ερμηνεία του ιερού Θεοφύλακτου για το θέμα αυτό: «ο γαρ ληστής εστί μεν εν Παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία, και ου μόνον αυτός, αλλά και πάντες ους αριθμείται ο Παύλος, ου μέντοι απήλαυσε της τελείας των αγαθών κληρουχίας»1.

Το δεύτερο χωρίο, στο όποιο γίνεται λόγος για τον Παράδεισο, αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο και είναι συνδεδεμένο με μια εμπειρία την οποία είχε ο θειος Απόστολος: «και οίδα τον τοιούτον άνθρωπον' είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος ουκ οίδα, ο Θεός οίδεν ότι ηρπάγη εις τον Παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ι6. 3-4). Ερμηνεύοντας αυτό το χωρίο, ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης λέγει ότι «Παράδεισος είναι λέξις Περσική και θέλει να ειπεί κήπος κατάφυτος από διάφορα δένδρα...». Συγχρόνως λέγει ότι η αρπαγή του Αποστόλου Παύλου στον Παράδεισο, κατά μερικούς εξηγητές, σημαίνει το «καθ' ό,τι εμυήθη τους περί του Παραδείσου μυστικούς, και απορρήτους λογούς, οι τίνες μέχρι της σήμερον είναι απόκρυφοι εις ημάς». Τότε κατά την θεωρία, ο Απόστολος Παύλος ανέβει έως τρίτου ουρανού, δηλαδή πέρασε τους τρεις ουρανούς, την πρακτική φιλοσοφία, την φυσική θωριά, έφθασε στην μυστική θεολογία, πού είναι ο τρίτος ουρανός, και από εκεί ηρπάγη στον Παράδεισο, όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Έτσι μυήθηκε στο τι ήταν το ξύλο της ζωής στο μέσον του Παραδείσου, τι ήταν το ξύλο της γνώσεως, τα Χερουβείμ και η φλόγινη ρομφαία πού φύλασσαν την πύλη της Εδέμ, τι ακριβώς ήταν τα δύο ξύλα της ζωής και της γνώσεως του καλού και του κακού, και όλες τις άλλες μεγάλες αλήθειες, πού παρουσιάζει ή Παλαιά Διαθήκη2.

ΤΟ τρίτο χωρίο υπάρχει στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Στον επίσκοπο της Εφέσου παραγγέλλεται μεταξύ των άλλων: «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο εστίν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (Αποκ. β', 7). Κατά τον Ανδρέα Καισαρείας, ξύλο της ζωής δηλούται περιφραστικώς η αιώνιος ζωή. Ό Θεός επαγγέλλεται «μετασχείν των του μέλλοντος αιώνος αγαθών»3. Επίσης, κατά τον Αρέθα Καισαρείας «Παράδεισον την μακαρίαν και αιωνίζουοαν εκληπτέον ζωήν»4. Επομένως, Παράδεισος, αιώνιος ζωή και Βασιλεία των Ουρανών είναι το ίδιο πράγμα. Δεν θα επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό μεγαλύτερη ανάλυση για το τι είναι Παράδεισος, αναφορικά με τους όρους Βασιλεία του Θεού και Βασιλεία των Ουρανών. Γεγονός είναι ότι Παράδεισος είναι ή αιώνια ζωή εν κοινωνία και ενότητι με τον Τριαδικό Θεό.

Ή λέξη Κόλαση προέρχεται από το ρήμα κολάζω και έχει δύο σημασίες. Ή μια δηλώνει το κλάδεμα, δηλαδή την αναχαίτιση των κλάδων των δένδρων, και η δεύτερη δηλώνει την τιμωρία. Με την δεύτερη κυρίως έννοια χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή, από την άποψη όμως ότι δεν τιμωρεί ο Θεός, αλλά αυτοτιμωρείται ο άνθρωπος, γιατί δεν δέχεται την δωρεά του Θεού. Πάντως, η ακοινωνησία του ανθρώπου με τον Θεό είναι τιμωρία, όταν μάλιστα σκεφθούμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού, και αυτός είναι ο βαθύτερος σκοπός της υπάρξεως του.

Δύο χωρία της Αγίας Γραφής αναφέρονται ρητώς στην Κόλαση. Το ένα υπάρχει στην Περικοπή του Χριστού για τήν μέλλουσα Κρίση. Ό Χριστός είπε: «και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αίώνιον» (Ματθ. κε', 46). Αν αυτό το χωρίο συνδυασθεί με το προηγούμενο «πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αίώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε'. 41), φαίνεται ότι η Κόλαση ταυτίζεται με το αιώνιο πυρ, το οποίο ετοιμάσθηκε για τον διάβολο και τους αγγέλους του και όχι για τον άνθρωπο.

Το άλλο χωρίο της Άγιας Γραφής πού περιέχει την λέξη Κόλαση βρίσκεται στην επιστολή του Ευαγγελιστού Ιωάννου: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοδούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α' Ίω. δ', 18). Βέβαια, δεν αναφέρεται ρητώς στην Κόλαση, δηλαδή στον τρόπο ζωής των αδίκων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά στην τιμωρία πού συνδέεται με τον φόβο και είναι αλλότρια της αγάπης.

Ή ζωή της Κολάσεως αποδίδεται στην Άγια Γραφή με άλλους όρους και άλλες εκφράσεις, όπως «πυρ αιώνιον» (Ματθ. κε', 41), «σκότος εξώτερον» (Ματθ. κε'.30), «γέεννα πυρός» (Ματθ. ε', 22). κ.λ.π. Δεν είναι όμως σκοπός μου εδώ να αναλύσω και αυτές τις σημασίες. Θα τις θίξουμε κάπως όταν σε άλλη ενότητα εξετάσουμε τις συνέπειες της περί Παραδείσου και Κολάσεως διδασκαλίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας.

2. Οι άγιοι Πατέρες για τον Παράδεισο και την Κόλαση

Είναι πολύ σημαντικό να δούμε την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση, γιατί αυτοί είναι οι απλανείς διδάσκαλοι της Εκκλησίας, οι φορείς της αμιάντου Παραδόσεως, και γι' αυτό η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί έξω από την Θεόπνευστη διδασκαλία τους. Άλλωστε, η Εκκλησία, πού είναι το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, γράφει την Αγία Γραφή και την ερμηνεύει. Ή γενική διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας είναι ότι ο Παράδεισος και η Κόλαση δεν υπάρχουν εξ επόψεως του Θεού, αλλά εξ επόψεως του ανθρώπου. Βεβαίως, υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση σαν δύο τρόποι ζωής, αλλά δεν είναι ο Θεός πού τους δημιούργησε. Στην πατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι δεν υπάρχουν δύο τόποι, αλλά ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος για τους αγίους και ο ίδιος ο Θεός είναι Κόλαση για τους αμαρτωλούς. Αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων για την καταλλαγή και την συμφιλίωση, όπως και για την εχθρότητα του ανθρώπου με τον Θεό. Πουθενά στην Άγια Γραφή δεν φαίνεται ότι Θεός καταλλάσσεται με τους ανθρώπους, αλλά ότι ο  Χριστός καταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Θεό.

Άλλωστε, φαίνεται σε όλη την πατερική Παράδοση ότι Θεός ποτέ δεν είναι εχθρός του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος καθίσταται εχθρός του Θεού διότι δεν έχει κοινωνία και μέθεξη με Αυτόν. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται εχθρός του Θεού και όχι ο Θεός του ανθρώπου. Ό άνθρωπος με την αμαρτία πού διαπράττει βλέπει τον Θεό οργισμένο και εχθρικό5. Αυτό το θέμα θα το δούμε παρουσιάζοντας την διδασκαλία συγκεκριμένων Πατέρων της Εκκλησίας.

Νομίζω ότι είναι καλό να αρχίσουμε από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, ο όποιος κάνει λόγο για το τι είναι Παράδεισος και τι είναι Κόλαση. Μιλώντας για τον Παράδεισο λέγει ότι Παράδεισος είναι η αγάπη του θεοί. Και, φυσικά, όταν αναφερόμαστε στην αγάπη, εννοούμε κυρίως και προ παντός την άκτιστη ενέργεια του Θεού. Γράφει: «Παράδεισος εστίν η αγάπη του Θεού, εν ή η τρυφή πάντων των μακαρισμών»6. Αλλά αναφερόμενος και στην Κόλαση λέγει σχεδόν τα ίδια πράγματα, ότι, δηλαδή, και η Κόλαση είναι η μάστιγα της αγάπης. Γράφει: «Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;»7.

Έτσι, η Κόλαση είναι το μαρτύριο της αγάπης του Θεού. Άλλωστε, όπως λέγει ο ίδιος, η λύπη στην καρδιά από την αμαρτία, πού έγινε σε βάρος της αγάπης του Θεού, «οξυτέρα εστί πάσης κολάσεως γινομένης»8. Πραγματικά, τιμωρία είναι όταν αρνούμαστε και αντιβαίνουμε στην αγάπη κάποιου. Είναι φοβερό να μας αγαπούν και εμείς να συμπεριφερόμαστε ανάρμοστα. Αυτό αν το συγκρίνουμε με την αγάπη του Θεού, μπορούμε να καταλάβουμε το μαρτύριο της Κολάσεως.

Και συνδέεται με εκείνο πού λέγει πάλι ο άγιος Ισαάκ, ότι είναι άτοπο να ισχυρίζεται κανείς «ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού»9. Επομένως, και οι κολασμένοι θα δέχωνται την αγάπη του Θεού. Ό Θεός θα αγαπά όλους τους ανθρώπους, και δικαίους και αμαρτωλούς, αλλά δεν θα αισθάνωνται όλοι κατά τον ίδιο βαθμό και τρόπο αυτήν την αγάπη. Πάντως, είναι άτοπο να ισχυριζόμαστε ότι Κόλαση είναι η απουσία του Θεού. Από αυτά συνεπάγεται ότι η βίωση του Θεού εκ μέρους των ανθρώπων θα είναι διαφορετική. Στον καθένα θα δοθεί από τον Δεσπότη Χριστό «το προς αξίαν», «κατά το μέτρον των αριστευμάτων αυτού». Γιατί εκεί θα καταργηθούν οι τάξεις των διδασκόντων και διδασκομένων και σε καθέναν θα υπάρχει «η οξύτης της εφέσεως παντός». Έτσι, ένας θα είναι εκείνος πού θα δώσει την Χάρη Του προς όλους, δηλαδή ο ίδιος ο Θεός. αλλά οι άνθρωποι θα την δέχωνται ανάλογα με την δεκτικότητα τους. Ή αγάπη του Θεού θα πίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργή κατα διπλούν τρόπο, τους μεν αμαρτωλούς θα κολάζει τους δε δικαίους θα ευφραίνει. Γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, εκφράζοντας την Ορθόδοξη Παράδοση πάνω στο θέμα αυτό: «Ενεργεί δε η αγάπη εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον τους μεν αμαρτωλούς χολάζουσα, ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον από φίλου• τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή»10.

Επομένως, η ίδια η αγάπη του Θεού, η ίδια ενέργεια θα επιπίπτει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά θα ενεργεί διαφορετικά. Πώς όμως θα γίνεται αυτή η διαφορά; Ό Θεός είπε στον Μωυσή: «ελεήσω όν αν ελεώ, καί οίκτειρήσω ον αν οικτείρω» ("Εξ. λγ', 19). Ό Απόστολος Παύλος, αναφέροντας αυτό το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, συμπεραίνει: «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ', 18). Χρειάζεται να  ερμηνευθεί αυτό μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Πώς ο Θεός τον ένα θέλει να ελεήσει και τον άλλο θέλει να σκληρύνει; Υπάρχει προσωποληψία στον Θεό;

Κατά την ερμηνεία του Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, αυτό συνδέεται με την φύση του ανθρώπου και όχι με την φύση και την ενέργεια του Θεού. Λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος: «Καθώς ο ήλιος το μεν κηρί, απαλύνει, τον δε πηλόν σκληρύνει, όχι καθ' εαυτόν, αλλά δια την διαφορετική ύλην του κηρού και του πηλού• έτζι και ο Θεός την πηλίνην καρδίαν του Φαραώ λέγεται πώς σκληρύνει»11. Επομένως, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου θα ενεργή και η Χάρη του Θεού, δηλαδή η αγάπη Του, η οποία θα ακτινοβολεί σε όλους. Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και Ο Μ. Β α σ ί λ ε ι ο ς. Ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», λέγει ότι αυτό το θαύμα πραγματοποιήθηκε στους Τρεις Παίδες στην κάμινο του πυρός. Ή φωτιά στην περίπτωση αυτή διακόπηκε στα δύο, και γι' αυτό «ενεπύριζε τους κύκλω πάντας», ενώ «πνεύμα εδέξατο εν εαυτή, ηδίστην αναπνοήν και ανάψυξιν, ώσπερ εν σκιά τινι φυτών, εν ειρηνική καταστάσει παρεχομένη τοις παισίν». Έτσι, ενώ η φωτιά εκείνη κατέκαιε τους έξω από αυτήν, εν τούτοις δρόσιζε τους Παίδες, σαν να βρίσκονταν κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Στην συνέχεια παρατηρεί ότι το πυρ πού ετοιμάσθηκε από τον Θεό για τον διάβολο και τους αγγέλους του «διακόπτεται τη φωνή τον Κυρίου». Το πυρ έχει δύο δυνάμεις, την καυστική και φωτιστική δύναμη και ενέργεια, γι' αυτό και καίει και φωτίζει. Έτσι, οι άξιοι της φωτιάς θα αισθανθούν την καυστική ιδιότητα της και οι άξιοι του φωτισμού θα αισθανθούν την φωτιστική ιδιότητα του πυρός. Γι' αυτό ολοκληρώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Φωνή ουν Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» και μερίζοντας, ως αλαμπές μεν είναι το πυρ της κολάσεως, άκαυστον δε το φως της αναπαύσεως απομείναι»12.

Επομένως, το πυρ της Κολάσεως θα είναι αλαμπές, θα στερήται της φωτιστικής ιδιότητος, ενώ το φως των δικαίων θα είναι άκαυστον, θα στερήται της καυστικής ιδιότητος, και αυτό θα είναι αποτέλεσμα της διαφορετικής ενεργείας του Θεού. Οπωσδήποτε, αυτό υπονοεί ότι ανάλογα με την κατάσταση του ο άνθρωπος θα δέχεται και την άκτιστη ενέργεια του Θεού.

Η ερμηνεία αυτή περί του Παραδείσου και της Κολάσεως δεν είναι μόνον του αγίου Ισαάκ του Σύρου και του Μ. Βασιλείου, αλλά είναι γενική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν αποφατικά τα περί του αιωνίου πυρός και της αιωνίου ζωής. Όταν μιλούμε για άποφατισμό δεν εννοούμε ότι οι Πατέρες αλλοιώνουν την διδασκαλία της Εκκλησίας μιλώντας αφηρημένα και στοχαστικά, αλλά ότι ερμηνεύουν τα θέματα αυτά προσπαθώντας να τα αποδεσμεύσουν από κατηγορίες της ανθρωπινής σκέψεως και από εικόνες των αισθητών πραγμάτων13. Και στο σημείο αυτό φαίνεται η διαφορά των Ορθοδόξων - Ρωμηών Πατέρων από τους Φραγκολατίνους, οι όποιοι έλαβαν αυτές τις πραγματικότητες ως κτιστές14.

Έτσι, λοιπόν, και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναπτύσσει την σπουδαία αυτήν Αλήθεια, η οποία, όπως θα φανεί, έχει μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή. Συνιστά στους ακροατές του να δέχωνται τις διδασκαλίες της Εκκλησίας περί της αναστάσεως των σωμάτων, της κρίσεως και της ανταποδόσεως των δικαίων. Και πρέπει να τις δέχωνται μέσα στην προοπτική ότι η μέλλουσα ζωή είναι «φως τοις κεκαθαρμένοις την διάνοιαν», φυσικά, «κατά την αναλογίαν της καθαρότητας», και αυτό ονομάζουμε Βασιλεία των Ουρανών, και σκότος «τοίς τυφλώττουσι το ήγεμονικόν», πού είναι στην πραγματικότητα αλλοτρίωση Θεού, «κατά την αναλογίαν της εντεύθεν αμβλυωπίας»15. Ή αιώνια ζωή είναι φως γι' αυτούς πού καθάρισαν τον νου τους, και μάλιστα κατά τον βαθμό της καθάρσεως, και σκότος γι' αυτούς πού είναι τυφλοί στον νου, δηλαδή γι' αυτούς πού δεν φωτίσθηκαν από την ζωή αυτήν και δεν έφθασαν στον φωτισμό και την θέωση. Αυτήν την διαφορά μπορούμε να την δούμε και από τις αισθητές πραγματικότητες. Ό ένας και αυτός ήλιος «φωτίζει μεν την υγιαίνουοαν όψιν άμαυροι δε την ασθενούσαν». Όποτε δεν φταίει ο ήλιος, αλλά η κατάσταση του οφθαλμού. Το ίδιο ακριβώς αναλογικά θα γίνει και κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Ένας είναι ο Χριστός «άλλ' εις πτώσιν κείται και ανάστασιν πτώσιν μεν τοις απίστοις, ανάστασιν δε τοις πιστεύουσι»16. Ό ίδιος και Αυτός Λόγος του Θεού, ακόμη και τώρα, πολύ περισσότερο τότε, «και φοβερός τοις ουκ αξίοις δια την φύσιν και χωρητός δια φιλανθρωπίαν τοις ούτως ηυτρεπισμένοις»17. Γι’ αυτό δεν αξιώνονται όλοι να ευρίσκονται στην ίδια τάξη και στάση, άλλ' ο μεν είναι άξιος για την μία, ο άλλος για την άλλη, «προς μέτρον, οίμαι, της εαυτού καθάρσεως»18. Ανάλογα με την καθαρότητα της καρδιάς και του νου ο άνθρωπος θα γεύεται της μιας και της αυτής άχτιστου ενεργείας του Θεού. Επομένως, καί κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος και Κόλαση για τον άνθρωπο, αφού ο καθένας γεύεται της ενεργείας του Θεού αναλόγως της ψυχικής του καταστάσεως. Γι' αύτό σε μια δοξολογητική του φράση θα πει: «Ώ Τριά ης εγώ κατηξιώθην, και λάτρης είναι, και κήρυξ εκ πλείονος ανυπόκριτος! Ώ Τριάς η πάσι ποτέ γνωσθησομένη, τοις μεν τη έλλαμψει, τοις δε τη κολάσει»19. Ό ίδιος ο Τριαδικός Θεός είναι και έλλαμψη και κόλαση για τους ανθρώπους. Ό λόγος του άγιου είναι ξεκάθαρος και αποκαλυπτικός.  Θα ήθελα όμως να μνημονεύσω και τον άγιο Γ ρ ηγ ό ρ ι ο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ο οποίος τονίζει, την ίδια διδασκαλία.

Αναφερόμενος στον λόγο του Ιωάννου του Προδρόμου περί του Χριστού, «ούτος βαπτίσει υμάς εν πνεύματι αγίω και πυρί», λέγει ότι θέλει να φανέρωση αυτήν την αλήθεια, ότι, δηλαδή, οι άνθρωποι θα δεχθούν ανάλογα ή την κολαστική ή την φωτιστική ιδιότητα της Χάριτος. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ούτος», φησί, «βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι αγίω και πυρί», τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ' άξιαν εκάστου τής εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον»20.

Βέβαια, είναι ανάγκη να δούμε την διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά μέσα σε όλη την ορολογική προοπτική περί της άκτιστου Χάριτος του Θεού. Ό άγιος διδάσκει ότι όλη η κτίση μετέχει της ακτίστου Χάριτος του Θεού, άλλα όμως όχι κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο βαθμό. Έτσι, η μέθεξη της Χάριτος του Θεού από τους αγίους είναι διαφορετική από την μέθεξη της από την άλλη κτίση, θα τονίσει χαρακτηριστικά: «Ει δ' εν όν τοις πάσι μεθεκτόν, ούχ ένιαίως, αλλά διάφορος μετέχεται... εί και μετέχει πάντα του Θεού αλλά της των αγίων μεθέξεως πολλήν και μεγίστην ορώμεν την διαφοράν»21.

Άλλωστε, γνωρίζουμε από την όλη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η άκτιστη Χάρη του Θεού λαμβάνει διάφορα ονόματα από τα αποτελέσματα, από το έργο πού επιτελεί. Εάν καθαρίζει τον άνθρωπο λέγεται καθαρτική, εάν τον φωτίζει λέγεται φωτιστική, εάν τον θεώνη λέγεται θεοποιός. Επίσης, άλλοτε λέγεται ουσιοποιός, άλλοτε ζωοποιός και άλλοτε σοφοποιός. Επομένως, όλη η κτίση μετέχει της άκτιστου Χάριτος του Θεού, αλλά διαφοροτρόπως. Και γι' αυτό δεν πρέπει να κάνουμε σύγχυση μεταξύ της θεοποιού Χάριτος πού μετέχουν οι άγιοι και άλλων ενεργειών. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και με την Χάρη του Θεού στην αιώνια ζωή. Οι δίκαιοι θα μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας, ενώ οι αμαρτωλοί και ακάθαρτοι θα βιώνουν την καυστική και κολαστική ενέργεια του Θεού.

Αυτήν την διδασκαλία την συναντούμε και στα ασκητικά συγγράμματα διαφόρων αγίων. Για παράδειγμα αναφέρουμε τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ο οποίος λέγει ότι το ίδιο πυρ ονομάζεται και «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Πρόκειται για το άγιο και υπερουράνιο πυρ, πού είναι η Χάρη του Θεού. Ή Χάρη του Θεού, πού δέχονται οι άνθρωποι σε αυτήν την ζωή, τους μεν «καταφλέγει, δια το έτι έλλειπες της καθάρσεως», τους άλλους «φωτίζει, δια το μέτρον της τελειότητας»22. Βέβαια, η Χάρη του Θεού δεν θα καθαρίζει τους αμετανόητους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή, αλλά αυτό πού λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συμβαίνει τώρα. Και είναι βεβαιωμένο από την Ασκητική εμπειρία ότι οι άγιοι στην αρχή αισθάνονται τήν Χάρη του Θεού σαν φωτιά πού κατακαίει τα πάθη και στην συνέχεια, όσο καθαρίζεται η καρδιά, τόσο και αισθάνονται την Χάρη του Θεού ως φως.

Σύγχρονοι Θεόπτες βεβαιώνουν ότι όσο κανείς μετανοεί και εν Χάριτι βιώνει την Κόλαση κατά την πορεία της ασκήσεως του, τόσο και αυτή (η Χάρη), χωρίς καν να το περιμένει ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε Άκτιστο Φως. Πρόκειται για την ίδια Χάρη του Θεού, η οποία πρώτα καθαρίζει τον άνθρωπο, και όταν αυτός φθάσει σε μεγάλο βαθμό μετανοίας και καθάρσεως, θεάται ως φως. Επομένως, δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων και ανθρωπίνων συναισθηματικών καταστάσεων, αλλά περί βιώσεως της ακτίστου Χάριτος του Θεού.

3. Ό Παράδεισος και η Κόλαση στην εκκλησιαστική ζωή

Αυτά πού περιγράφουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας και αναλύσαμε πιο πάνω, χρησιμοποιώντας τις μαρτυρίες μερικών μεγάλων Πατέρων, τα βλέπουμε καθαρά και μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, οι άγιοι Πατέρες, πού αναφέραμε, δεν είναι στοχαστές φιλόσοφοι, πού στοχάζονται πάνω στα θέματα της πίστεως, αλλά ερμηνεύουν την εκκλησιαστική εμπειρία και είναι εκφραστές της αποκαλύψεως πού υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Δύο απλά παραδείγματα θα χρησιμοποιήσω για να δειχθεί ότι τα όσα αναφέραμε είναι κοινή διαπίστωση  και εμπειρία της Εκκλησίας.

Το ένα παράδειγμα είναι η μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού. Ή θεία Κοινωνία ενεργεί αναλόγως με την κατάσταση του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος είναι ακάθαρτος, τον κατακαίει, αν αγωνίζεται να καθαρθεί ή βρίσκεται στην θέωση, τότε ενεργεί αναλόγως.

Ό Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους για το θέμα αυτό: «ώστε ος αν εσθίη τον άρτον τούτον ή πίνη το ποτήριον του Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται του σώματος και αίματος του Κυρίου» (Α' Κορ. ια', 27). Για να βεβαιώσει στην συνέχεια: «δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί» (Α' Κορ. ια', 30). Και αυτό γίνεται γιατί «ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει» (Α' Κορ. ια', 29). Ή μετάληψη, δηλαδή, του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ενώ για τους κεκαθαρμένους και θεουμένους γίνεται ζωή, για τους ακάθαρτους γίνεται κρίμα και θάνατος, ακόμη και σωματικός. Πολλές ασθένειες και θάνατοι, όπως βεβαιώνει ο Απόστολος Παύλος, προέρχονται από την αναξία μετάληψη των Τιμίων Δώρων. Γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά: «δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του άρτου εσθιέτω και εκ του ποτηριού πινέτω» (Α' Κορ. ια'. 28).

Αυτό το «δοκιμαζέτω», αν συνδυαστεί με το όλο πνεύμα του Αποστόλου Παύλου, κατά το οποίο μέσα στην καρδιά πρέπει να έχει κανείς την Χάρη του Θεού, και με το χωρίο «καλόν γαρ χάριτι βεβαιούσθαι την καρδίαν» (Έβρ. ιγ', 9) δείχνει ότι πρέπει κανείς να εξετάζει σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται για να πλησίαση στην Θεια Κοινωνία. Γιατί η Θεία Κοινωνία για ιούς καθαιρομένους γίνεται κάθαρση, για τους φωτιζομένους έλλαμψη, για τους θεουμένους θέωση και για τους ακάθαρτους και αμετανόητους γίνεται κρίμα και καταδίκη. Κόλαση. Γι' αυτό στις λειτουργικές ευχές ο ιερεύς παρακαλεί τον Θεό να μη γίνει η θεία Κοινωνία εις κρίμα και κατάκριμα, αλλά σε άφεση των αμαρτιών. Χαρακτηριστική είναι η ευχή του ιερού Χρυσοστόμου: «καταξίωσον ημάς μεταλαβείν των επουρανίων σου και φρικτών Μυστηρίων ταύτης της ιεράς και πνευματικής Τραπέζης, μετά καθαρού συνειδότος, εις άφεσιν αμαρτιών, εις συγχώρησιν πλημμελημάτων, εις Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν, εις βασιλείας ουρανών κληρονομίαν εις παρρησίαν την προς σε, μη εις κρίμα, ή εις κατάκριμα».

Το ίδιο πνεύμα μπορούμε να δούμε σε όλες τις ευχές της ακολουθίας της Μεταλήψεως τόσο πριν όσο και μετά την θεία Κοινωνία. Αυτό πού γίνεται τώρα με την θεία Κοινωνία, θα γίνει στην Δευτέρα Παρουσία με την εμφάνιση του  Θεού. Γι' αυτούς πού έχουν καθαρθεί και έχουν μετανοήσει ο Θεός θα είναι Παράδεισος, ενώ γι' αυτούς πού δεν έχουν καθαρθεί ο Θεός θα είναι Κόλαση. Το άλλο παράδειγμα είναι από την ιερά αγιογραφία, πού είναι, οπωσδήποτε, έκφραση της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Βλέποντας την εικονογράφηση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, όπως αγιογραφείται στους νάρθηκες των Ιερών Μονών, παρατηρούμε ότι  από τον θρόνο του Θεού εκπορεύεται το φως, πού (κυκλώνει τους αγίους, και από τον θρόνο του Θεού εκπορεύεται ο πύρινος ποταμός, πού κατακαίει τους αμετανόητους αμαρτωλούς. Ή ίδια πηγή είναι, τόσο του φωτός, όσο και του πυρός. Και αυτό εκφράζει θαυμάσια την διδασκαλία των Πατερών της Εκκλησίας, πού είδαμε προηγουμένως, για την φωτιστική και καυστική ιδιότητα της θείας Χάριτος. Αυτό, βέβαια, συνδέεται με την κατάσταση του ανθρώπου.

4. Οι θεολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες αυτής της αλήθειας

Όλα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα δεν είναι θεωρητικές αλήθειες, αλλά έχουν σχέση με την όλη εκκλησιαστική ζωή. Άλλωστε, η διδασκαλία των άγιων Πατέρων για τον Παράδεισο και την Κόλαση είναι ένα κλειδί ερμηνείας τόσο της Άγιας Γραφής και των πατερικών κειμένων όσο και της εκκλησιαστικής ζωής. Στην ενότητα αυτή θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τις συνέπειες της ορθοδόξου θεωρήσεως του Παραδείσου και της Κολάοεως για την εκκλησιαστική και πνευματική ζωή.

α) Παράδεισος και Κόλαση είναι ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού, όπως την βιώνουν οι άνθρωποι, γι' αυτό και είναι άκτιστα. Κατά τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας, δεν υπάρχει άκτιστος Παράδεισος και κτιστή Κόλαση, όπως διδάσκει η φραγκολατινική παράδοση. Οι Φράγκοι, ακολουθούντες τον Αυγουστίνο, πίστευαν ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, και γι' αυτό εξέλαβαν το πυρ της Κολάσεως ως κτιστό. Είναι γνωστή η Κόλαση του Δάντη και οι περιγραφές των κολασμένων. Έτσι, οι Φράγκοι φαντάστηκαν τον κόσμο ως τριόροφο, πού αποτελείται από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, μεταβλητή γη για να δοκιμάζωνται οι άνθρωποι και μεταβλητά καταχθόνια για τους κολαζομένους και καθοριζόμενους. Συνέπεια αυτής της απόψεως είναι και περί καθαρτηρίου πυρός διδασκαλία των Φράγκων23.

Επομένως, Παράδεισος και Κόλαση υπάρχουν όχι με την μορφή απειλής και τιμωρίας εκ μέρους του Θεού, αλλά με την μορφή ασθενείας και θεραπείας. Οι θεραπευμένοι και κεκαθαρμένοι βιώνουν την φωτιστική ενέργεια της θείας Χάριτος, ενώ οι αθεράπευτοι και ασθενείς βιώνουν την καυστική ενέργεια του Θεού.

Στην Αγία Γραφή η δόξα του Θεού χαρακτηρίζεται με τις αντιθέσεις φως - γνόφος, και πυρ - σκότος ή δόξα - νεφέλη και αστραπή - καπνός. Αυτοί πού έχουν Ανιδιοτελή αγάπη και είναι φίλοι του Θεού βλέπουν τον Θεό «εν φωτι - γνόφω», ενώ οι ιδιοτελείς και ακάθαρτοι βλέπουν τον Θεό κριτή ως «πυρ - σκότος»24. Έτσι, λοιπόν, ο Παράδεισος καλείται και φως και  γνόφος. Από γλωσσικής πλευράς φαίνεται ότι είναι αντίθετες έννοιες, γιατί το φως είναι αντίθετο από τόν γνόφο και ο γνόφος είναι αντίθετος από το φως. Βέβαια, στην πατερική παράδοση ο γνόφος είναι φως «δια την ύπερέχουσαν φανότητα». Επίσης, η Κόλαση χαρακτηρίζεται με τις εικόνες πυρ και σκότος. Αλλά και οι δυο αυτές εικόνες είναι αντίθετες. Γι' αυτό η Κόλαση δεν είναι ούτε πυρ ούτε σκότος, όπως εμείς γνωρίζουμε τις πραγματικότητες αυτές. Και φυσικά ούτε ο Παράδεισος είναι φως και γνόφος,  όπως εμείς γνωρίζουμε αυτές τις πραγματικότητες. Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες προτιμούν την αποφατική ορολογία, για να μη γίνεται καμμία σύγχυση.

Το θέμα είναι ότι τόσο ο Παράδεισος όσο και η Κόλαση δεν είναι κτιστές πραγματικότητες, αλλά άκτιστες. Οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί θα δουν τον Θεό στην άλλη ζωή, αλλά, ενώ οι δίκαιοι θα έχουν μέθεξη Θεου και κοινωνία, οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη. Αυτό φαίνεται στην παραβολή του άφρονος Πλουσίου. Ό Πλούσιος έβλεπε τον Άδραάμ και τον Λάζαρο στους κόλπους του, αλλά δεν είχε μέθεξη του Θεού και γι' αυτό φλεγόταν. Δεχόταν την καυστική ενέργεια της οράσεως του Θεού. Καίτοι είναι παραβολή, εν τούτοις εκφράζει την πραγματικότητα. Ή χρησιμοποίηση του είδους της παραβολής γίνεται για να εκφραστούν οι αλήθειες.

β) Εφ' όσον αναλόγως της πνευματικής τους καταστάσεως οι άνθρωποι έχουν διαφορετική εμπειρία της θείας Χάριτος, άρα απαιτείται κάθαρση από αυτήν ακόμη την ζωή. Ή κάθαρση, κατά τους αγίους Πατέρες, γίνεται κυρίως στην καρδιά και στον νου του ανθρώπου. Ό νους είναι το ηγεμονικό της -ψυχής, δια του οποίου 0 άνθρωπος έχει μέθεξη και κοινωνία με τον Θεό. Ό σκοτασμός του ηγεμονικού λέγεται αλλοτρίωση• όχι ότι αποχωρίζεται ο άνθρωπος τον Θεό αλλά ότι δεν έχει μέθεξη. Με την πτώση του ανθρώπου και την αμαρτία του ο νους σκοτίστηκε και ταυτίστηκε με την λογική, τα πάθη και τον περιβάλλοντα κόσμο. Τώρα απαιτείται κάθαρση του νου.

Ό άγιος Γρηγόριος τονίζει επιγραμματικά: «Δια τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Αν κανείς θέληση να φθάσει στον Θεό και να απόκτηση την γνώση Του, χωρίς προηγουμένως να περάοη από σχετική δοκιμασία, πού είναι ή κάθαρση της καρδιάς, τότε θα συμβεί το ίδιο με τόσες άλλες περιπτώσεις πού συναντούμε στην Άγια Γραφή και τις οποίες αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα συμβεί ο,τι και στον Ισραηλιτικό λαό, πού δεν μπορούσε να δη το ελλαμπόμενο πρόσωπο του Μωϋσέως από την Χάρη του Θεού. Ή θα συμβεί ό,τι και στον Μανωέ, πού φώναξε: «Απολώλαμεν, ώ γύναι, Θεόν εωράκαμεν». Θα συμβεί ο,τι και στον Απόστολο Πέτρο, ο όποιος μετά το θαύμα της θαυματουργικής αλιείας, είπε: «έξελθε απ’ εμού ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε».

Θα συμβεί ο,τι και στον Απόστολο Παύλο, ο οποίος έχασε την όραση του, αφού είδε τον διωκόμενο από αυτόν Χριστό, χωρίς προηγουμένως να καθαρθεί από τούς διωγμούς. Ακόμη θα συμβεί ο,τι με τον εκατόνταρχο ο όποιος, καίτοι ζήτησε από τον Χριστό την θεραπεία, εν τούτοις Τον παρακαλεί να μην έλθει στο σπίτι του από δειλία, πού πάντως επαινείται από τον Χριστό. Λέγοντας αυτά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, κάνει την εξής παρατήρηση. Αν κάποιος από μας είναι ακόμη εκατόνταρχος δουλεύοντας στον κοσμοκράτορα του κόσμου τούτου, και γι' αυτό είναι ακάθαρτος, ας το αισθανθεί και ας πει τον λόγο του εκατοντάρχου: «ουκ είμι ικανός ίνα μου υπό την στέγην είσελθης». Ας μη μείνει όμως σε αυτήν την διαπίστωση. Αλλά αν θέλει να δη τον Χριστό, τότε ας κάνη αυτό πού έκανε ο Ζακχαίος. Ας δεχθεί τον Λόγο στο σπίτι του, αφοί προηγουμένως όμως ανεβεί επάνω στην συκομορέα, «νεκρώσας τα μέλη τα επί της γης και υπεραναβάς το σώμα της ταπεινώσεως».

Απαιτείται συναίσθηση της ακαθαρσίας μας, αλλά και αγώνας για την κάθαρση και την θεραπεία. Χρειάζεται να καθαρίσουμε και να κοσμήσουμε την ψυχή μας και ακόμη να φωτισθούμε με την δύναμη και την ενέργεια του Χριστού. Διότι, όταν τηρήσουμε την καρδιά μας με κάθε φυλακή, δηλαδή, όταν βάλουμε την νήψη στην καρδιά μας και όταν ετοιμάζουμε την καρδιά μας για αναβάσεις πνευματικές, τότε «φωτισθώμεν εαυτοίς φως γνώσεως- τηνικαύτα λαλώμεν Θεού σοφίαν εν μυστηρίω την αποκεκρυμμένην, και τοις άλλοις εκλάμπωμεν». Γι' αυτό επιγραμματικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει: «Τέως δε καθαιρώμεθα και προτελώμεθα τω Λόγω, ιν' ότι μάλιστα αυτούς ημάς ευεργετώμεν, θεοειδείς εργαζόμενοι, και ήκοντα τον Λόγον υποδεχόμενοι»25. Έτσι, στην Ορθοδοξία γίνεται συνεχώς λόγος για κάθαρση και μετάνοια, κατά την διδασκαλία του Χριστού: «μετανοείτε• ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. δ', 17). Μόνο μέσα από την μετάνοια γνωρίζει ο άνθρωπος τον Θεό εξ εμπειρίας, διότι ο Θεός δεν είναι γνωσιολογική θεωρία ή ιδέα, αλλά θέα.

γ) Το βαθύτερο έργο της Εκκλησίας είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο, να καθαρίζει τον νου και την καρδιά. Ό άνθρωπος, αφού καθαρθεί, στην συνέχεια πρέπει να αποκτήσει φωτισμένο νου, ώστε να δη τον Θεό και να γίνει γι' αυτόν Παράδεισος και Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό γίνεται με τα μυστήρια και την άσκηση. Και πραγματικά, αυτά τα δύο πρέπει να συνδυάζονται. Ή άσκηση, όπως φαίνεται στην πατερική παράδοση, προηγείται του Βαπτισματος και ακολουθεί μετά από αυτό, προηγείται της θείας Κοινωνίας και ακολουθεί μετά από αυτήν. Όταν απομονώσουμε τα μυστήρια από την Άσκηση και την άσκηση από τα μυστήρια, τότε διαστρέφουμε την εκκλησιαστική ζωή.

Αν εξετάσει κανείς επισταμένως το ευχολόγιο της εκκλησίας, θα διαπίστωση ότι συνιστά μια θεραπευτική αγωγή. Είναι, θα λέγαμε λίγο παραβολικά, ένα πνευματικό Ιατρικό σύγγραμμα για την θεραπεία της ψυχή του ανθρώπου. Και, βέβαια, αυτή η θεραπεία, όπως φαίνεται καθαρά σε όλες τις ευχές των μυστηρίων, αποβλέπει κυρίως στην θεραπεία του νου, στον φωτισμό του νου. Γι' αυτό ο ιερεύς δεν «κόβει» απλώς εισιτήρια για τον Παράδεισο, αλλά θεραπεύει τον άνθρωπο, ώστε όταν θα δει τον Θεό, να γίνει γι' αυτόν ο Θεός Παράδεισος και όχι Κόλαση, αφού όλοι θα δούμε τον Θεό και δίκαιοι και αμαρτωλοί. Αν εξετάσει κανείς προσεκτικά την φράγκικη «ασκητική», θα διαπιστώσει ότι αποβλέπει να οδήγηση τον άνθρωπο στην θέα του Θεού. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό, αφού όλοι θα δουν τον Θεό και θα συνομιλήσουν μαζί Του. Άλλωστε, αυτό περιγράφει ο Κύριος στην περικοπή της Μελλούσης Κρίσεως. Το θέμα είναι να δει ο άνθρωπος τον Θεό θεραπευμένος.

Ή Ορθοδοξία έχει μια μέθοδο θεραπείας. Αυτό φαίνεται εκτός των άλλων και στον υπότιτλο της Φιλοκαλίας. Γράφεται: «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών εν ή δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ό νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται».

δ) Δεν πρέπει να έχουμε ζωηρή επιθυμία να δούμε την δόξα του Θεού, όπως κάνουν πολλοί περίεργοι, και γι’ αυτό χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους, τον ανατολικό διαλογισμό και άλλες μεθόδους. Τέτοια περιέργεια εκτός τον ότι μπορεί να οδήγηση σε πλάνη, μπορεί επίσης να διαγράψει διαφορετική πορεία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ακριβώς επειδή ο Θεός γίνεται Κόλαση για τους ακάθαρτους, γι' αυτό αισθανόμαστε πρωταρχικό έργο το να καθαρθούμε ψυχικά. Ή κάθαρση συνδέεται με την θεραπεία του ανθρώπου, και φυσικά, η θεραπεία είναι η απόκτηση της ανιδιοτελούς αγάπης.

ε) Κόλαση δεν είναι η απουσία του Θεού, όπως συνήθως λέγεται, αλλά η παρουσία και θέα του Θεού ως φωτιάς. Και, φυσικά, όπως αναφέραμε σε άλλη ενότητα, από τώρα μπορούμε να γευθούμε τον Παράδεισο και την Κόλαση, θα μπορούσα να πω καλύτερα ότι από τον τρόπο με τον όποιο βιώνουμε από τώρα τον Θεό εξαρτάται και το πώς θα Τον βιώσουμε και στην Δευτέρα Παρουσία Του. Κατά τον όσιο Ηλία τον Πρεσβύτερο, Παράδεισος είναι η θεωρία των νοητών. Σε αυτήν την θεωρία ο γνωστικός, αυτός, δηλαδή, πού απέκτησε την γνώση του Θεού, «ως εν οικείω οίκω ένδοθεν εισέρχεται εν ευχή». Ό δε πρακτικός, αυτός, δηλαδή, πού βρίσκεται στο στάδιο της καθάρσεως, «ως παροδίτης οφθήσεται». αφού έχει μεν την επιθυμία να εισέλθει, αλλά εμποδίζεται από τον φραγμό της πνευματικής του ηλικίας26. Ό Παράδεισος είναι η απάθεια, πού στην πραγματικότητα, είναι η μεταμόρφωση του παθητικού της ψυχής. Ό όσιος Ηλίας ό Πρεσβύτερος λέγει ότι ό Παράδεισος της απάθειας είναι κρυμμένος μέσα μας. και αυτός «εικών εστί του μέλλοντος τους δικαιους υποδέχεσθαι»27.

Κατά τον όσιο Γρηγορώ τον Σιναϊτη, πυρ και σκότος και σκώληξ και τάρταρος, δηλαδή Κόλαση, είναι «η γενική ηδυπάθεια και η καθολική του σκότους άγνοια και ο εν πασι γαργαλισμός του στρήνους και ό τρόμος και ο βρώμας ο δυσώδης της αμαρτίας». Έτσι, η ηδυπάθεια, η άγνοια και το σκοτάδι, ο τρόμος και η βρωμιά τής αμαρτίας είναι βίωση της Κολάσεως από τώρα. Και όλα αυτά είναι «ως αρραβώνες και απαρχαί των κολάσεων» από την ζωή αυτή28.

Το συμπέρασμα αυτής της ανάλυσης είναι ότι ή Εκκλησία είναι Νοσοκομείο και θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι και το βασικότερο έργο των Ιερέων. Έχοντας αυτήν την προοπτική μπορεί να ασχολείται και με άλλα έργα. Μπορεί, δηλαδή ο ιερεύς να ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα του λαού, για την φιλανθρωπία και την ελεημοσύνη κ.λ.π. αλλά το κυριότερο είναι να θεραπεύει τον άνθρωπο. Αυτό είναι το κατ' εξοχήν φιλάνθρωπο έργο, πού θα έχει αιώνιες συνέπειες. Γιατί, τι το όφελος να ενδιαφέρεται μόνον για τις υλικές ανάγκες και να αδιάφορη για το αιώνιο μέλλον του; Μια τέτοια Εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί και είναι πραγματικά μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Ό άνθρωπος δεν πλάστηκε για να εξαντληθεί μόνον στο ενταύθα, αλλά να προχώρηση και στο επέκεινα. Έτσι, η Εκκλησία ενδιαφέρεται για τον όλο άνθρωπο, πού αποτελείται από ψυχή και σώμα.

Υπάρχουν μερικοί πού κατηγορούν την Εκκλησία ότι αδιαφορεί για τις κοινωνικές ανάγκες και απουσιάζει από κοινωνικούς και άλλους αγώνες. Κανείς δεν αντιλέγει ότι και σε αυτό το θέμα πρέπει να επεκταθεί η δραστηριότητα της Εκκλησίας. Άλλα τίθεται το ερώτημα. Ό θάνατος δεν είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα; Έκτος του ότι ταλαιπωρείται ο κάθε άνθρωπος με τον δικό του θάνατο, αφού τον κουβαλά μέσα του από την γέννηση του, επειδή γεννιέται για να πεθάνει, συγχρόνως βασανίζεται από τον θάνατο των προσφιλών του προσώπων. Δεν δημιουργεί κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα ο θάνατος; Η Εκκλησία ασχολείται με το φοβερό αυτό πρόβλημα του θανάτου και βοηθά τον άνθρωπο να τον υπερβεί με την εν Χριστώ ζωή.

Ακόμη, όταν ασχολείται η Εκκλησία με την θεραπεία του νου του ανθρώπου, αυτό έχει άμεσες κοινωνικές συνέπειες. Ό θεραπευμένος άνθρωπος είναι ειρηνικός, ειλικρινής, απαθής και επομένως, καλός οικογενειάρχης, καλός πολίτης. Άλλωστε, όπως ένα Νοσοκομείο κατά την διάρκεια κοινωνικών ανωμαλιών εξακολουθεί να θεραπεύει, έτσι και η Εκκλησία κατά την διάρκεια πολλών ανωμαλιών δεν ξεχνά τον θεραπευτικό της χαρακτήρα και θεραπεύει τους ανθρώπους.

Γι' αυτό, ζώντες μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να θεραπευόμαστε με όλα τα μέσα πού έχει, τα μυστήρια και την άσκηση, με την μέθοδο πού διαθέτει, ώστε και από τώρα, αλλά κυρίως τότε στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, η Χάρη του Θεού να ενεργεί φωτιστικά και σωτήρια και όχι κολαστικά.

1. PG 123. στ. 1106
2. Νικόδημου αγιορείτου: Ερμηνεία εις τάς ΙΔ' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου, έκδ. άγ. Νικόδημος, Αθήνα 1971, τόμος Β'. σελ. 113, σημ. 3
3. ΡG 106. 233
4. ΡG 106, 529
5. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου: Ρωμιοσύνη, έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1975, σελ- 96, κ.έ.
6. Ισαάκ Σύρου: Ασκητικά, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 282
7. ένθ. άνωτ. σελ. 326
8. ένθ. άνωτ.
9. ένθ. άνωτ.
10. ένθ. άνωτ. σελ. 326-327
11. Νικόδημου Άγιορείτου: ένθ. άνωτ. τόμος Α', σελ. 110
12. Μ. Βασιλείου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 120-122
13. Ιωάννου Ρωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99
14. ενθ. άνωτ. σελ. 96 κ.έ.
15. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 4 ΕΠΕ, σελ. 376
16. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 382
17. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 88
18. ένθ. άνωτ. σελ. 174
19. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 1 ΕΠΕ, σελ. 380
20. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 11 ΕΠΕ, σελ. 498
21. Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τόμος Β', Παναγ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 145
22. Ιωάννου Σιναϊτου: Κλίμαξ, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 163
23. Βλ. Ιωάννου Ρωμανίδου, ενθ. άνωτ. σελ. 96
24. Ίω. Ρωμανίδου: ένθ. άνωτ. σελ. 99
25. Γρηγορίου Θεολόγου έργα, 5 ΕΠΕ, σελ. 86-90
26. Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 305, νη'
27. ένθ. άνωτ. σελ. 101. ιβ'
28. Φιλοκαλία, τόμος Δ', σελ. 36, λ6'

 

Η μέλλουσα κρίση. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
(βιβλίο:Η Ζωή μετά τον θάνατο)

Η μέλλουσα κρίση

Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και η ανάσταση των νεκρών συνδέεται στενά με την μέλλουσα κρίση, το λεγόμενο μελλοντικό δικαστήριο. Όλοι οι άνθρωποι θα παραστούν ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού. Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι ο Χριστός θα έλθει μετά δόξης «κρίναι ζώντας και νεκρούς». Αυτή η πεποίθηση αποτελεί κεντρική διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως θα διαπιστώσουμε στα επόμενα. Μάλιστα, σε όλες τις λατρευτικές συνάξεις και στην θεια Λειτουργία γίνεται λόγος για την παράσταση μπροστά στον θρόνο του Θεού. Ό ιερεύς εύχεται: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν άπολογίαν την επί του φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα».

Θα δοθεί στην συνέχεια ευκαιρία να τονίσουμε ότι, καίτοι χρησιμοποιούμε εικόνες μέσα από δικαστήρια, όμως η κρίση θα έχει περισσότερο χαρακτήρα αποκαλύψεως και φανερώσεως της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Άλλωστε, όλες οι χρησιμοποιούμενες εικόνες έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Ό Χριστός και οι άγιοι, όπως θα δούμε, κάνουν χρήση τέτοιων εικόνων για να δώσουν στους ανθρώπους να καταλάβουν παραστατικά την φοβερή εκείνη ημέρα, κατά την οποία θα δουν την πραγματικότητα. Επομένως, χωρίς να καταργούμε τις εικόνες, πρέπει να εισχωρούμε στην ουσία τους και το εσωτερικό τους περιεχόμενο. Κατά τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο «πολύς... ο περί της κρίσεως λόγος και δυσερμήνευτος, ότι ου περί ενεστώτων και δρωμένων εστίν, αλλά περί μελλόντων και αοράτων». Τα παρόντα είναι ορώμενα, τα μέλλοντα είναι αόρατα, γι' αυτό και απαιτείται καθαρότητα νοός, πολλή προσευχή και πολλή σπουδή21.

Στην Αγία Γραφή γίνεται πολύς λόγος για την μέλλουσα κρίση, η οποία είναι αφετηρία για την αιώνια ζωή και την αιώνια Κόλαση. Είναι γνωστές οι παραβολές πού είπε ό Χριστός, των Δέκα Παρθένων, των ζιζανίων και των γάμων. Δεν είναι εύκολο και δυνατό να αναλύσουμε όλα αυτά τα στοιχεία. Όμως θα παραθέσουμε τα πιο ενδεικτικά.

Ό Χριστός διαβεβαίωσε τον λαό ότι Αυτός θα κρίνει τους ανθρώπους στον μέλλοντα αιώνα. «Ουδέ ο Πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υιώ» (Ίω. ε'. 22). Και αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι ο Χριστός είναι το πρωτότυπο του ανθρώπου, αφού ο άνθρωπος είναι εικόνα του Χριστού, αλλά και δια του Χριστού έγινε η αναγέννηση του ανθρώπου. Αυτός ενηνθρώπησε, έπαθε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε. Αυτός, λοιπόν, θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. Ό Απόστολος Πέτρος σε ομιλία του δήλωσε ότι έλαβε εντολή από τον Χριστό να κήρυξη, ότι Αυτός θα είναι ό κριτής των ανθρώπων. «Και παρήγγειλεν ήμιν κηρύξαι τω λαω και διαμαρτύρασθαι ότι αυτός εστίν ο ωρισμένος υπό του Θεού κριτής ζώντων και νεκρών» (Πράξ. ι'. 42). Την ίδια διδασκαλία κηρύττει και ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο, όταν είπε: «έστησεν ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν την οίκουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ω ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ. ιζ', 31).

Στα αποστολικά αυτά χωρία φαίνεται ότι ο Χριστός θα είναι ο κριτής των ανθρώπων. Παράλληλο χωρίο του Αποστόλου Παύλου είναι ή προτροπή του στον μαθητή του Τιμόθεο: «Διαμαρτύρομαι ουν εγώ ενώπιον του Θεού και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του μέλλοντος κρίνειν ζώντας και νεκρούς κατά την επιφάνεια αυτού και την βαοιλείαν αυτού» (Β' Τιμ. δ', 1). Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού λέγεται επιφάνεια και βασιλεία, πού συνδέεται με την κρίση νεκρών και ζώντων, όσων, δηλαδή, πέθαναν προηγουμένως και όσων θα ζουν εκείνη την ώρα. Ή σύνδεση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού με τον θρόνο δείχνει και το μεγαλείο του Θεού και την εξουσία του Χριστού να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά και τον φόβο των ανθρώπων ενώπιον της κρίσεως και του κριτού. Ό Χριστός χρησιμοποίησε αυτήν την εικόνα όταν είπε ότι μετά την έλευση Του με τους αγγέλους «καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού» (Ματθ. κε', 31).

Ό θρόνος, πού είναι σύμβολο του Θεού και της δόξης Του, αλλά και της εξουσίας πού έχει πάνω στους ανθρώπους, έχει την προέλευση του στην λατρεία των θεοτήτων της αρχαιότητος, και του Θεού - αυτοκράτορος των Ρωμαίων, αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη. καθώς επίσης και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Ήδη ο Προφητάναξ Δαυίδ γράφει σε έναν ψαλμό του: «ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού και αυτός κρίνει την οικουμένην εν δικαιοσύνη» (Ψαλμ. θ', 8-9). Υπάρχει δε μια παράσταση, πού λέγεται «ετοιμασία του θρόνου», η οποία συνδέθηκε με τον Γολγοθά. Από τον ΙΑ΄ αιώνα η παράσταση της «ετοιμασίας του θρόνου» συνδέθηκε με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο22. Ή έννοια του θρόνου, πού υπενθυμίζει τον αυτοκρατορικό θρόνο και τα δικαστήρια, συνδέθηκε στενά με την κρίση ζώντων και νεκρών από τον Χριστό και την συναντούμε σε πολλά χωρία των επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Αναφερόμενος ο Απόστολος στο γεγονός ότι όλοι είμαστε ικέτες, δούλοι του Χριστού και δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους, βεβαιώνει: «πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού» (Ρωμ. ιδ'. 10). Οι Χριστιανοί της Ρώμης, στους οποίους λέγεται αυτό. είχαν γνώση και πείρα τι σημαίνει θρόνος του αυτοκράτορος και του δικαστού. Το ιδιο λέγει και στους Χριστιανούς της Κορίνθου: «τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσητε έκαστος τα δια του σώματος προς α έπραξεν, είτε αγαθόν είτε κακόν» (Β' Κορ. ε', 10).

Επειδή θα συντελεσθεί η τελική κρίση των ανθρώπων, και επειδή ο πραγματικός Κριτής είναι ο Χριστός γι' αυτό οι Χριστιανοί πρέπει να αποφεύγουν να κρίνουν τους συνανθρώπους τους, τους άλλους αδελφούς τους. Γράφει ό Απόστολος Παύλος: «ο δε ανακρίνων με Κύριος εστίν, ώστε μη προ καιρού τι κρίνετε, έως αν έλθει ο Κύριος, ός και φωτίσει τα κρυπτά του σκότους και φανερώσει τάς βουλάς των καρδιών» (Α' Κορ. δ', 5). Στο χωρίο αυτό εκτός του ότι λέγεται ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός κριτής των ανθρώπων, συγχρόνως παρουσιάζεται και ο τρόπος με τον οποίο θα κρίνει. Αυτός πού είναι το φως το αληθινό, με την εμφάνιση Του θα αποκάλυψη όλα τα κρυπτά του σκότους και θα φανέρωση όλες τις δούλες και τις επιθυμίες πού υπάρχουν στην καρδιά. Σε άλλο σημείο ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην κρίση πού θα γίνει από τους αγίους. Γράφει: «Ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι;» (Α' Κορ.στ', 2). Αυτό το χωρίο δείχνει πάλι τον τρόπο πού θα γίνει η Κρίση. Δεν πρόκειται για ένα κοσμικό δικαστήριο όπου θα απαγγελθεί η κατηγορία, και θα υπάρχουν μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, και στην συνέχεια θα ακουσθεί η απόφαση. Ή εικόνα του μελλοντικού δικαστηρίου είναι παρμένη από την δικαστική εξουσία, αλλά το περιεχόμενο της είναι διαφορετικό. Ή εμφάνιση του ηλίου της δικαιοσύνης θα αποκαλύψει τα πάντα, όλοι θα απογυμνωθούν από τα εξωτερικά γνωρίσματα, καθώς επίσης θα γίνει σύγκριση μεταξύ των αγίων και των αμαρτωλών. Με αυτήν την έννοια λέγεται ότι και οι άγιοι θα κρίνουν τον κόσμο. Όλα αυτά θα τα δούμε στην συνέχεια, όταν θα κάνουμε λόγο για το πώς οι Πατέρες ερμηνεύουν τα χωρία της Αγίας Γραφής, πού αναφέρονται στην μέλλουσα κρίση.

Είναι γνωστή η παραβολή των γάμων, πού είπε ο Χριστός. Όταν ο βασιλεύς εισήλθε στον χώρο πού ήταν οι κεκλημένοι για τους γάμους του υιού του, είδε και κάποιον πού δεν είχε ένδυμα γάμου. Αφού τον επέπληξε, λέγοντας «εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου», διέταξε να του δέσουν χέρια και πόδια και να τον ρίψουν στο εξώτερο πυρ, οπού θα είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. κβ', 1-14). Κατά την ερμηνεία της παραβολής αυτής, πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο γάμος αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και στην Βασιλεία των Ουρανών. Ή είσοδος του Βασιλέως, πού είναι ο Θεός, είναι «η κατά τον καιρόν της μελλούσης κρίσεως έκφανσις». Το ένδυμα του πνευματικοί γάμου πού ήταν απαραίτητο για τους προσκεκλημένους, είναι αρετή. Και, φυσικά, όταν μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την αρετή, εννοούν τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και όχι μια επιφανειακή ανθρώπινη αρετή. Εκείνος πού δεν θα έχει το ένδυμα των αρετών όχι μόνον θα είναι ανάξιος της Βασιλείας του Θεού, αλλά και θα τιμωρηθεί. Όχι μόνον η ψυχή θα αποδειχθεί ανάξια της παστάδος εκείνης, αλλά και το σώμα, αν δεν έζησε με εγκράτεια, αγνεία και σωφροσύνη. Ή τιμωρία του μη έχοντος ένδυμα γάμου συνδέεται με την απομάκρυνση του από την κατοικία και την συναυλία των ευφραινομένων. Πρόκειται βασικά για χωρισμό από τον Θεό, και την μη μέθεξη της Χάριτος Του. Το ότι δένονται τα χέρια και τα πόδια, κατά διαταγή του Βασιλέως, δηλώνει την σύσφιγξη του ανθρώπου από σειρές αμαρτιών, πού συμβαίνει από την ζωή αυτή. Ή αφόρητη οδύνη και ο μεγάλος πόνος πού αισθάνεται ο άνθρωπος με την διάπραξη της αμαρτίας από τώρα, θα συνεχισθεί και στην άλλη ζωή. Το ότι εκβάλλεται στο πυρ το εξώτερο δείχνει το «πορωτέρω Θεού γινόμενος, ως μη φωτός έργα πράξας ενθάδε». Εφ' όσον από την ζωή αυτή δεν έπραξε έργα φωτός, δεν μπορεί να μεθέξη του φωτός, κατά την ημέρα εκείνη. Αυτό δηλώνει η φράση ότι αποχωρίζεται από τον Θεό. Το σκότος στο όποιο θα οδηγηθεί είναι συνώνυμο με το άσβεστο πυρ, τους ακοίμητους σκώληκας, τον κλαυθμό και τον βρυγμό των οδόντων. Όλα αυτά δείχνουν «τάς επικείμενος και ψυχής και σώματος καθαπτομένας αφόρητους οδύνας» και τις θρηνώδεις κραυγές από την ανωφελή και ατελείωτη μεταμέλεια, δηλαδή θα μετανοιώνουν για τα έργα πού έπραξαν αλλά δεν θα είναι δυνατόν ποτέ να παρηγορηθούν, να ολοκληρωθεί η μετάνοια23.

Ή περικοπή της μελλούσης κρίσεως είναι ανεπανάληπτη και εκφραστικότατη και επειδή είναι διδασκαλία του Χριστού είναι πέρα ως πέρα αυθεντική. Κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει και να θέλει να λέγεται Χριστιανός. Και αυτό γιατί ο λόγος περί της κρίσεως προέρχεται από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού (Ματθ. κε', 31-46). Δεν θα παρουσιάσουμε το κείμενο του Ευαγγελίου πού περιγράφει την μέλλουσα κρίση, αλλά θα αναφερθούμε στην ερμηνεία πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και μέσα από την ερμηνεία της θα δούμε και τα σχετικά γεγονότα. Ερχόμενος ο Χριστός μετά δόξης και με τους αγγέλους Του, θα χωρίσει τους ανθρώπους, όπως το κάνει ο ποιμήν, και οι μεν δίκαιοι θα τοποθετηθούν στα δεξιά Του, οι δε αμετανόητοι αμαρτωλοί στα αριστερά Του. Ή κρίση θα γίνει με βάση την αγάπη ή το μίσος πού έδειξαν απέναντι στους αδελφούς τους, πού βρίσκονταν σε δύσκολες περιστάσεις. Το ερώτημα είναι, γιατί το μόνο κριτήριο είναι η ελεημοσύνη; Και είναι τελικά δίκαιο να σωθούν οι άνθρωποι από την ελεημοσύνη, ενώ άλλοι να κατακριθούν στον αιώνιο θάνατο, μόνο και μόνο επειδή δεν έδειξαν συμπάθεια στους συνανθρώπους τους; Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναλύει θαυμάσια την περικοπή μέσα από την όλη εκκλησιαστική εμπειρία. Λέγει ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν την Βασιλεία του Θεού όχι απλώς για μια μικρή ελεημοσύνη, την οποία επέδειξαν, αλλά για την όλη τους αναγεννημένη ύπαρξη. Αυτό φαίνεται από τρία πράγματα.

Πρώτον, από το ότι αποκαλούνται πρόβατα. Με τον ορό αυτόν δείχνει ότι είναι δίκαιοι, πραεϊς, επιεικείς και βάδισαν την ομαλή και πεπατημένη οδό των αρετών, ακολούθησαν, δηλαδή, τον Χριστό, πού είναι ο πραγματικός Ποιμήν των ανθρώπων. Και όχι μόνο τον ακολούθησαν, αλλά ομοιώθηκαν με Αυτόν, πού είναι ο αμνός του θεοί. Αυτό σημαίνει και ότι τήρησαν σε όλη τους την ζωή τις εντολές του Θεού, αλλά και ότι ήταν διαρκώς έτοιμοι «εις τον υπέρ του καλού θάνατον». Από αυτούς άλλοι είναι υιοί του Θεού, επειδή είναι φύλακες «της εκ Θεού μυστικής αναγεννήσεως», και άλλοι μισθωτοί, γιατί απέκτησαν την Χάρη πάλι με τους ίδρωτες της μετανοίας και της ταπεινώσεως.

Δεύτερον, οι δίκαιοι έζησαν στην ζωή τους την αγάπη πού είναι πλήρωμα νόμου, είναι η αρετή πού υπέρκειται όλων των άλλων αρετών και αποτελεί την κεφαλή τους. Ή φιλανθρωπία είναι έκφραση του αναγεννημένου ανθρώπου, ιδίως μάλιστα όταν ή φιλανθρωπία γίνεται μέσα στα πλαίσια της φιλοθεΐας.

Τρίτον, οι δίκαιοι χαρακτηρίζονται και από την ταπείνωση. Γιατί, καίτοι ο Χριστός τους υπενθυμίζει τι έκαναν, αυτοί δεν το αισθάνονται. Ή ταπείνωση συνδέεται με την αγάπη. Οι δίκαιοι αισθάνονται ανάξιοι των επαίνων. Επομένως, οι δίκαιοι με όλα αυτά τα γνωρίσματα δείχνουν ότι ήταν ενωμένοι με τον Θεό, αναγεννημένοι πνευματικά. Το αντίθετο συμβαίνει με τους αμαρτωλούς, πού θα σταθούν στα αριστερά του Χριστού. Δεν καταδικάζονται απλώς για τις παραλείψεις μερικών μικρών έργων αγάπης και φιλανθρωπίας, αλλά για τους αντίθετους λόγους, για τους οποίους επαινέθηκαν οι δίκαιοι.

Πρώτον, αποκαλεί τους αμαρτωλούς ερίφια, «ως θρασείς και άτακτους και κατά κρημνών φερομένους της αμαρτίας». Όπως τα κατσίκια ανεβαίνουν σε κρημνώδεις τόπους, το ίδιο παρατηρεί κανείς στους αμαρτωλούς. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί δεν απέκτησαν το φρόνημα του Χριστού, δεν έγιναν πρόβατα πού καθοδηγούνται από τον αληθινό ποιμένα, αλλά προτίμησαν την άτακτη και θρασεία ζωή, δεν ομοιώθηκαν με τον αμνό του Θεού, πού σημαίνει δεν απέκτησαν το θυσιαστικό ήθος για τους αδελφούς τους.

Δεύτερον, δεν έδειξαν φιλανθρωπία και αγάπη, πού σημαίνει ότι δεν είχαν αναγεννηθεί από το Πανάγιο Πνεύμα. Αντίθετα έδειξαν μίσος. Όπως η αγάπη είναι πλήρωμα όλων των αρετών, έτσι και το μίσος και τα έργα του μίσους, ο ασυμπάθητος τρόπος, και η αμετάδοτη γνώμη, «πλήρωμα εστί της αμαρτίας». Καταδικάζονται οι αμαρτωλοί από την μισανθρωπία, γιατί από αυτήν ακολουθούν όλες οι κακίες.

Τρίτον, οι αμαρτωλοί διακρίνονται για την υπερηφάνεια, πού είναι συνδεδεμένη με τον ασυμπαθή τρόπο. Και τότε πού κατηγορούνται για την ασυμπάθειά τους, αντί να προσέλθουν ταπεινωμένοι, αντιλέγουν και δικαιώνουν τον εαυτό τους. Δείχνει ότι η μισανθρωπία είχε γίνει φύση τους. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι μεν δίκαιοι εισέρχονται στην Βασιλεία των Ουρανών, οι δε αμαρτωλοί αποστέλλονται στην Κόλαση.

Αναλύοντας αυτό το σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι οι δίκαιοι απολαμβάνουν την αιώνια ζωή: «ζωήν έξουσι και περισσόν έξουσι». Ή «ζωή» αναφέρεται στην συνύπαρξη με τον Θεό, το «περισσόν» δηλώνει ότι είναι υιοί και κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού, δηλαδή μετέχουν της ίδιας δόξης και βασιλείας. Οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Ταυτόχρονα, θα συνυπάρχουν με τους δαίμονες και θα παραδοθούν στο κολαστικό πυρ24.

Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτήν την περικοπή, λέγει ότι ο Χριστός αναφέρεται σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Το ότι ελέγχει τους αμαρτωλούς, επειδή πεινούσε και δεν τον έθρεψαν ή διψούσε και δεν του έδιναν νερό να πιει, σημαίνει ότι πεινούσε την σωτηρία τους και αυτοί δεν ανταποκρίνονταν. Ό άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Θεό, ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Του, και με την είσοδο του στην Εκκλησία, πού είναι το Σώμα του Χριστού, είναι στενά συνδεδεμένος με τον Θεό. Ιδίως με τα μυστήρια ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού. Όταν λοιπόν, δεν ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού τότε είναι σαν να αφήνει πεινασμένο και διψασμένο τον Χριστό.

Αναλύοντας αυτήν την σκέψη του, ο άγιος Συμεών λέγει ότι ο Χριστός πείνασε την επιστροφή και μετάνοια του ανθρώπου και εκείνος δεν ικανοποίησε την πείνα Του. Έδίψησε την σωτηρία του, και δεν του έδωσε την δυνατότητα να την γευθεί. Ήταν γυμνός από τις ενάρετες πράξεις του, και δεν τον έντυσε, γιατί, αφού ο Χριστιανός είναι μέλος του Χριστού, όταν στερείται αυτών των αρετών είναι σαν να αφήνει γυμνά και έκθετα τα μέλη Του. Ήταν κλεισμένος στην στενή, ακάθαρτη και σκοτεινή φυλακή της καρδίας του, και δεν θέλησε να τον επισκεφθεί ή να τον εξαγάγει στο φως. Γνώριζε ο Χριστιανός ότι ο Χριστός ήταν ασθενής, λόγω της ραθυμίας και της απραξίας του (του Χριστιανού), και δεν τον διακόνησε δια των αγαθών έργων και πράξεων25.

Πραγματικά, ο Χριστός θέλει την σωτηρία του ανθρώπου, πού είναι δικό του δημιούργημα και από αγάπη έπαθε πολλά για την σωτηρία του. Συγχρόνως. με το άγιο Βάπτισμα ο Χριστιανός είναι μέλος του σώματος Του. Και όταν δεν ανταποκρίνεται σ' αυτήν την επιθυμία του Χριστού και παραμένει στο σκοτάδι της αμαρτίας, τότε αυτοκαταδικάζεται. Κάνει εντύπωση αυτό πού λέγει, ότι βρίσκεται μέσα στην στενή, σκοτεινή και βρωμερή φυλακή της καρδίας. Πραγματικά, με το άγιο Βάπτισμα, η Χάρη του Θεού παραμένει μέσα στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. Με τις αμαρτίες όμως τις όποιες διαπράττουμε, μετά την είσοδο μας στην Εκκλησία, καλύπτεται η θεία Χάρη. Έτσι ο Χριστός μοιάζει σαν φυλακισμένος μέσα στην καρδιά. Αυτό ακριβώς θα είναι και η Κόλαση του ανθρώπου. Συναφής με αυτά είναι και ή ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, πού είπε ο Χριστός. Κατά την παραβολή, οι πέντε φρόνιμες παρθένες πού είχαν λάδι μαζί με τις λαμπάδες τους, εισήλθαν στους γάμους, ενώ οι πέντε μωρές παρθένες, πού δεν είχαν λάδι, δεν αξιώθηκαν αυτής της μεγάλης χαράς (Ματθ. κε', 1-13).

Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η είσοδος στην Βασιλεία του Θεού, είναι συνάρτηση της παρθενίας, όχι απλώς του σώματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Αυτήν την ψυχική παρθενία μπορούν όλοι να την βιώσουν. Ή παρθενία εξασκείται με την άσκηση, την εγκράτεια και τους ποικίλους αγώνες των αρετών. Χρειάζονται όμως και χέρια πού θα κρατούν τις αναμμένες λαμπάδες, καθώς επίσης και λάδι. Τα χέρια είναι το πρακτικό της ψυχής, δηλαδή η μετάνοια, η προσπάθεια για την κάθαρση της ψυχής. Λαμπάδες αναμμένες είναι ο οικείος νους μέσα στον oποιο θα υπάρχει η εμμέριμνος γνώση, πού στηρίζεται στο πρακτικό της ψυχής και αφιερώνεται δια βίου στον Θεό και συνάπτεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από Εκείνον. Φαίνεται εδώ ότι πρόκειται για την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νοός. Ή νοερά προσευχή, η ακατάπαυστη κοινωνία με τον Θεό, συνδέεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από τον Θεό. Χρειάζεται όμως και άφθονο λάδι. πού είναι η αγάπη, η οποία είναι η κορυφή όλων των αρετών26.

Με αυτά πού αναφέραμε ως τώρα, αναλύοντας ενδεικτικά μερικά χωρία πού αναφέρονται στην κρίση και το μελλοντικό δικαστήριο, σύμφωνα με την ερμηνεία των Πατέρων της Εκκλησίας, φαίνεται ότι η μέλλουσα κρίση δεν είναι μια τυπική δικαστική διαδικασία, όπως την συναντούμε στα δικαστήρια, αλλά έκφραση και αποκάλυψη, δια του Χριστού, της εσωτερικής πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Ό αναγεννημένο από το Πανάγιο Πνεύμα θα φανεί τότε καθαρά σε όλους τους ανθρώπους, θα αποκαλυφθεί η συγγένεια του με τον Χριστό πού θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ενώ ο μη αναγεννημένος, και μάλιστα εκείνος πού έχει σκοτεινό και αφώτιστο νου, θα αποκαλυφθεί σε όλους τους ανθρώπους, αφού δεν θα έχει μέθεξη Θεού. Όπως η εμφάνιση του αισθητού ήλιου αποκαλύπτει τα πάντα, έτσι και η έλευση του αληθινού ηλίου της δικαιοσύνης θα είναι πραγματική αποκάλυψη των εσωτερικών διαθέσεων και επιθυμιών των ανθρώπων. Αυτό ακριβώς θα το δούμε εκφραστικότερα, κυρίως στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου.

Κατ' αρχήν πρέπει να υπογραμμισθεί και πάλι ότι ο Χριστός είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Αυτός είναι το φως το αληθινό, το όποιο θα λάμψη κατά την έλευσή Του για να κρίνει τους ανθρώπους. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, αναφερόμενος στον Χριστό, λέγει: «Συ βασιλεία ουρανών, συ γη. Χριστέ, πραέων, συ χλόης ο Παράδεισος, συ νυμφών ο θειος, συ ο παστός, ο άρρητος, συ η τράπεζα πάντων, συ ης ο άρτος της ζωής, συ καινότατον πόμα...». Προσθέτει ότι ο Χριστός, πού είναι ο απρόσιτος ήλιος, θα λάμψη στο μέσον των αγίων, και τότε όλοι θα ελλαμφθούν κατά αναλογία της πίστεως, της πράξεως, της ελπίδος, της αγάπης, της καθάρσεως και του φωτισμού, πού προέρχεται από το Πνεύμα Του. Οι διάφοροι μοναί πού θα υπάρξουν στον Παράδεισο θα λογισθούν ως «τα μέτρα της αγάπης, της θεωρίας τε της σης»27.

Επομένως, ανάλογα με την πνευματική του καθαρότητα, ο άνθρωπος θα ακτινοβολεί την λάμψη του Θεού. Ή έλευση του ηλίου της δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων θα αποκάλυψη τα πάντα. Έτσι νοείται και ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «η ζωή ημών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ, όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και ημείς σύν αύτω φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ. γ'. 3-4). Παράλληλος είναι και ο άλλος λόγος του Αποστόλου Παύλου: «τα δε πάντα ελεγχόμενα υπό του φωτός φανερούται, πάν γαρ το φανερούμενον φως εστί» (Εφ. ε', 12-13). Όλοι όσοι διέπραξαν τα θεια στην ζωή τους θα βρίσκονται στο φως και οι εργάτες των φαύλων, όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, «εν σκότει δ' έσονται ποινών» μέσον δε αυτών θα υπάρχει μεγάλο χάσμα28.

Έτσι, ο Χριστός θα αποκάλυψη με την εμφάνιση Του τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, την όλη τους ύπαρξη, αυτό πού υπάρχει στο βάθος της καρδιάς. Αυτή η αποκάλυψη είναι αιώνια ζωή και αιώνια κόλαση, γιατί το πρώτο συνιστά την μέθεξη του Θεού, το δε δεύτερο συνδέεται με την μη μέθεξη και την μη κοινωνία με τον Θεό.

Αυτό πού θα γίνει στην άλλη ζωή, κατά την μέλλουσα Κρίση, γίνεται και από τώρα. Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι ό Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, το ανέσπερο, αληθινό και αΐδιο φως. Μέσα σε αυτό βρίσκονται τώρα οι ψυχές των αγίων, ενώ τότε στην μέλλουσα ζωή, θα βρίσκωνται και τα σώματα τους. Όσοι δεν μετανοούν από τώρα, καίτοι απολαμβάνουν τον αισθητό ήλιο και παραμυθούνται από τα άλλα κτίσματα του Θεού, ζουν έξω από το Φως, τότε κατά την μέλλουσα ζωή, θα ευρεθούν πολύ μακρυά από τον Θεό και θα παραδοθούν στην αιώνια Κόλαση29.

Επομένως, εκείνο πού θα γίνει στην άλλη ζωή βιώνεται από τώρα. Γι' αυτό ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος ζητά από τον Θεό να του δώσει την Χάρη Του από τώρα, σάν σε άρραβώνα, ώστε να τον απόλαυση και στην μέλλουσα ζωή: «Και αξίωσον εντεύθεν θεραπεύσαί σε, σωτήρ μου, και λαβείν σου Πνεύμα θείον, αρραβώνα βασιλείας και εκείθεν απολαύσαι του νυμφώνος σου, της δόξης, καθορώντα σε Θεέ μου, εις αιώνας αιωνίους»30.

Αυτό απασχολεί όλους τους άγιους. Δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά τα όσα θα συμβούν μετά από αυτόν, και κυρίως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Δεν τους απασχολεί τόσο ο χρόνος του θανάτου, όσο ο τρόπος με τον οποίο θα φύγουν, δηλαδή σε ποια κατάσταση θα είναι εκείνη την ώρα, γιατί αυτό θα έχει αιώνιες συνέπειες. Ό άγιος Συμεών λέγει ότι τον φοβίζει και του δημιουργεί τρόμο, αν πεθάνει έχοντας τυφλό τον νου. Έστω κι αν κανείς λάβει το αισθητό φως, το φως των οφθαλμών μετά την ανάσταση του, δεν έχει κανένα όφελος, αν δεν έχει πνευματικούς οφθαλμούς για να δη τον Θεό. Σε μια τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος εξερχόμενος από το σκοτάδι ενδημεί πάλι στο σκοτάδι και θα είναι στους αιώνες χωρισμένος από τον Θεό31.

Έτσι, η εμφάνιση του Θεού ως ήλιου, θα αποκαλύψει την πνευματική γύμνωση του ανθρώπου. Τώρα έχουμε την δυνατότητα με διαφόρους τρόπους να καλύπτουμε την πνευματική μας γυμνότητα, ενώ τότε όλα θα αποκαλυφθούν. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος σε μια κατήχηση του παρουσιάζει την αλήθεια ότι δεν πρόκειται να ωφεληθεί ο άνθρωπος τότε από όλα τα υλικά, αισθητά, και διανοητικά χαρίσματα πού τυχόν έχει στην ζωή του θέτει πολλές ερωτήσεις, όπως π.χ. που θα είναι τότε τα δείπνα τα πολυτελή, τα διάφορα πολυτελή ενδύματα, η αλαζονεία των εξουσιαστών κ.λ.π. θα ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή σε αυτό πού λέγει, ότι τότε θα αποκαλυφθεί η ψυχική γυμνότητα του ανθρώπου. Ερωτά: «Που τα μεγάλα τότε ονόματα; Που ή αγιοσύνη η έχειν νυν νομιζόμεθα ή νομίζομεν; Που οι κόλακες και εμπαίκται, οι αγίους ημάς αποκαλούντες και την τρίβον των ποδών ημών εκταράσσοντες;»32.

Πολλοί από μας έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε άγιοι, ότι είμαστε γεμάτοι από αρετές, αφού μάλιστα υπάρχουν και μερικοί κόλακες, πού καλλιεργούν αυτήν την κενοδοξία. Τότε όμως θα αποκαλυφθούν όλα, και όλοι οι άνθρωποι θα δουν την γυμνότητα μας. Υπάρχουν πολλά πράγματα πού στην ζωή αυτήν καλύπτουν την τυφλότητα της καρδιάς και την γυμνότητα της ψυχής μας. Πολλές φορές αυτό γίνεται με την σοφία και την γνώση του κόσμου. Νομίζουμε ότι κάτι είμαστε, ενώ ουσιαστικά είμαστε νεκροί κατά Θεόν, δεν έχουμε τίποτε καλό. Τότε όλα θα φανερωθούν.

Ερωτά ο άγιος Συμεών ό νέος θεολόγος: «Που η δοκουσα φρόνησις των περιφανών εν τη γνώσει και τη σοφία του κόσμου; Που η οίησις και το δοκείν ειναι τι, μηδέν όντων ημών;»33. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, τότε θα καταλάβει μεγάλος φόβος και τρόμος τους ράθυμους και χαύνους και οκνηρούς. Έτσι, μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος πού ζει με μετάνοια και θεωρεί τον εαυτό του «υποκάτω πάσης κτίσεως», γιατί «εκ δεξιών αυτού εστολισμένος τότε σταθήσεται»34. Μόνον οι στολισμένοι με την Χάρη του Θεού θα σταθούν στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Όταν ο άγιος Συμεών κάνη λόγο για ένδυμα και γυμνότητα, δεν εννοεί μόνον την ύπαρξη ή την έλλειψη των αρετών, αλλά το Άγιον Πνεύμα, το ίδιο το φως του Θεού. Τότε η νύκτα θα φωτισθεί ως ημέρα, κάθε οικία και σπήλαιο και ο ουρανός και η γη θα αρθούν, και έτσι όσοι δεν έχουν ενδυθεί τον Χριστό δηλαδή «οι μη λαβόντες το φως... και εν αυτώ προόντες και φως όντες», τότε θα φανούν γυμνοί και θα γεμίσουν από πολλή αισχύνη, θα φανεί κάθε πράξη κακή ή καλή, κάθε έννοια και ενθύμηση από την γέννησή μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή. Όλα θα αποκαλυφθούν ενώπιον των ανθρώπων35.

Κάνει εντύπωση εδώ ότι θα φανούν γυμνοί κυρίως όσοι δεν είδαν το φως από αυτήν την ζωή και δεν έγιναν φως. Όποτε το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά πνευματικό, οντολογικό. Ή γυμνότητα έχει σχέση με την μη μέθεξη του φωτός από αυτήν την ζωή. Γι' αυτό συνιστά ο άγιος Συμεών να αγωνίζονται να εισέλθουν δια της μετανοίας, στην στενή πύλη «και το ένδον ταύτης θεάσασθαι φως» από αυτήν την ζωή36.

Ή θεωρία του ακτίστου φωτός δεν είναι πολυτέλεια της πνευματικής ζωής, αλλά η ουσία και ο σκοπός της. Στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου φαίνεται και κάτι άλλο, πούσυνδέεται με τα προηγούμενα. Όταν τηρούμε τις εντολές του Θεού, οδηγούμαστε στο Φως. Επομένως, η μη τήρηση των εντολών μας απομακρύνει από το φως και μας παραπέμπει στο σκοτάδι. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι εντολές τον Θεού θα καταδικάσουν τον άνθρωπο.

Ό λόγος του Θεού είναι ζών και διαμένει στους αιώνες. Ό παραθεωρηθείς λόγος του Θεού «στήσεται κατά πρόσωπον ενός εκάστου τότε και έκαστον κατακρίνει μη φυλάξαντα τούτον». Ή Κρίση θα γένη με τις εντολές του Θεού, πού θα ελέγξουν πιστούς και απίστους. Στην πραγματικότητα, οι άπιστοι θα είναι αυτοκατάκριτοι για τα έργα πού έκαναν. Τότε δεν θα βοηθήσει τον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη σοφία και γνώση, ούτε η καλλιέπεια των λόγων ούτε τα χρήματα και η απόκτηση των επιγείων πραγμάτων37.

Στην Βιβλικοπατερική παράδοση βλέπουμε και έναν άλλο τρόπο με τον όποιο θα δικασθούν οι άνθρωποι στην μέλλουσα Κρίση. Λέγεται ότι οι άνθρωποι θα κατακριθούν από τους αγίους. Ήδη αυτό το συναντούμε στον λόγο του Χριστού προς τους μαθητές Του: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές με, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ό υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθήσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. ιθ', 28).

Οι μαθητές δηλαδή, θα καθίσουν σε δώδεκα θρόνους και θα κρίνουν τις φυλές του Ισραήλ. Το ίδιο υποστηρίζει και ο Απόστολος Παύλος. Κατηγορώντας τους Χριστιανούς, ότι καταφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια για να λύσουν τις διάφορες υποθέσεις τους, λέγει: «ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούοι;» (Α' Κορ. στ', 2). Αλλά πώς νοείται αυτή η κρίση από τους αγίους;

Ό άγιος Συμεών δίνει και στο σημείο αυτό απάντηση. Λέγει ότι κάθε άνθρωπος, ευρισκόμενος μπροστά στην αιώνια ζωή και στο ανεκλάλητο εκείνο φως θα δη «τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτού». Όλοι οι άνθρωποι, πού έζησαν στην γη με διαφορετικούς τρόπους ζωής, θα συγκριθούν με άλλους ανθρώπους πού έζησαν μαζί τους με τις ίδιες συνθήκες ζωής. Και οι μεν έζησαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οι δε αρνήθηκαν τις εντολές Του. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να ύπαρξη καμμιά δικαιολογία ότι οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες και γι' αυτό δεν μπορούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τα δικαιώματα του Θεού. Έτσι, οι πατέρες θα κριθούν από τους πατέρες, οι συγγενείς και φίλοι από τους συγγενείς και φίλους τους, οι αδελφοί από τους αδελφούς, οι πλούσιοι από τους πλουσίους, οι πτωχοί από τους πτωχούς, οι παντρεμένοι από αυτούς πού διέπρεψαν στον γάμο κ.λ.π. Όταν οι αμαρτωλοί δουν αμαρτωλούς πού μετανόησαν, οι πόρνοι πού δεν μετανόησαν δουν μετανοημένους πόρνους, όταν οι βασιλείς δουν βασιλείς άγιους κ.λ.π. και, γενικά, όταν ο καθένας δει τον όμοιό του, πού είχε την ίδια φύση, τα ίδια χέρια και οφθαλμούς, τις ίδιες συνθήκες ζωής ότι σώθηκε, αυτό θα αυτοκαταδίκη, δεν θα έχει κανένα επιχείρημα και καμμιά δικαιολογία38.

Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο λόγος του άγιου Συμεών, τον όποιο θα παραθέσω ακριβώς: «Ούτως ουν έκαστος ημών των αμαρτωλών υπό έκαστου των άγιων κατακριθήσεται, ώσπερ οι άπιστοι υπό των πιστών και οι αμαρτήσαντες μεν, μη μετανοήσαντες δε, υπό των πλείονα ίσως αμαρτησάντων και θερμώς μετανοησάντων κατακριθήσονται»39.

Είναι φοβερό να βλέπει κανείς εκείνη την ώρα μέσα στην δόξα του Θεού «τον ποτέ μετ' αυτού συναποκαρέντα, και συνεσθίοντα και συμπίνοντα, τον ομοήλικα, τον όμότεχνον» να είναι όμοιος με τον Χριστό, ενώ αυτός το αντίθετο. Τότε δεν θα μπόρεση καθόλου να μιλήση40. Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι θα κριθούμε από τους άγιους, θα μας ελέγξει η μετάνοια τους και το ότι έζησαν στις ίδιες με μας συνθήκες και όμως εκείνοι ανεδείχθησαν δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, μιμήθηκαν κατά πάντα τον Χριστό. Δεν θα μπορούμε καθόλου να δικαιολογηθούμε.

Ένα άλλο σημείο πού βλέπουμε στην διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου είναι ότι τότε, κατά την μέλλουσα Κρίση, θα στερηθούν της αιωνίου ζωής όσοι δεν έλαβαν το Άγιον Πνεύμα. Δεν θα στερηθούν τον Παράδεισο μόνον όσοι αμάρτησαν. Είναι ενδεχόμενο κάποιος να μην αμαρτήσει, αλλά αν δεν έχει τις αρετές, πού είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος. Θα στερηθεί της αιωνίου ζωής. θα εκβληθή του Παραδείσου και θα πορευθεί στην Κόλαση. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Συμεών: «Καν αμάρτημα μη έχη, αρετών δ' υπάρχη δίχα ίσταται γεγυμνωμένος»41. Έτσι, και αμαρτίες αν δεν έχουμε διάπραξη, θα αποδειχθούμε ανάξιοι της δόξης του Θεού, αν δεν έχουμε αρετές.

Προχωρεί ακόμη περισσότερο για να τονίσει ότι δεν αρκούν μόνο αρετές, αλλά χρειάζεται και η δόξα του Θεού, η Χάρη του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι οι αρετές δεν είναι απλά κατορθώματα της ατομικής προσπάθειας του ανθρώπου, αλλά καρποί του Παναγίου Πνεύματος. Όπως ο Αδάμ επειδή δεν τήρησε τις εντολές του Θεού, απογυμνώθηκε από την θεία δόξα και στερήθηκε του Παραδείσου, έτσι και εκείνος πού θα ευρέθη «δόξης θείας ως εκείνος αληθώς γεγυμνωμένος», θα εξέλθει του παραδείσου της βασιλείας του Θεού και του ουρανίου νυμφώνος42.

Εκείνο πού χρειάζεται για να εισέλθει κανείς στην Βασιλεία του Θεού, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, είναι η μέθεξη του Παναγίου Πνεύματος. Είναι φοβερά η ημέρα της Κρίσεως, γιατί εκτός από άλλα πράγματα, ο άνθρωπος θα μάθη «ότι οι μη έχοντες Πνεύμα το θείον εν διάνοια λαμπάδος δίκην λάμπον και εν καρδία ενοικούν ανεκφράστως τω αιωνίω παραπέμπονται σκότει»43.

Γι' αυτό οι επανειλημμένες προτροπές του άγιου Συμεών του νέου θεολόγου, ο όποιος θεωρείται δικαίως θεολόγος του φωτός, συνίστανται στην απομάκρυνση από τις κακίες και τα πάθη, στην ελευθέρωση της καρδιάς από κάθε ακαθαρσία, στην απόκτηση της καθαρότητος του νοός, την μέθεξη της θείας Χάριτος, την απόλαυση του θείου Φωτός. Όταν ο άνθρωπος ζει κατ' αυτόν τον τρόπο, τότε όταν θα έλθει ο Χριστός, θα αποκαλυφθεί και θα είναι ανέκφραστη και ανεκλάλητη η χαρά. Θα έχει μέθεξη Θεού», ενώ ο αμαρτωλός θα δη τον Θεό, αλλά αυτό θα είναι αυτοκαταδίκη και αυτοτιμωρία, θα βίωση την καυστική ενέργεια του φωτός. Συμπερασματικά λέμε ότι θα έλθει εκ νέου ο Χριστός στον κόσμο, και αυτό θα είναι η Δευτέρα Παρουσία Του. Θα ανακαινισθεί όλη η κτίση, θα αναστηθούν οι νεκροί, θα αλλοιωθούν όσοι θα ζουν τότε, και θα επακολουθήσει η κρίση των ανθρώπων. Όλα αυτά είναι αλήθειες, οι όποιες, οπωσδήποτε, θα συμβούν, αλλά δεν γνωρίζουμε την ημέρα και την ώρα πού θα συμβούν.

Γι' αυτό ό Χριστός μας προτρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι. Όπως συνέβη με τον κατακλυσμό του Νώε. πού οι άνθρωποι ήσαν «τρώγοντες, πίνοντες, γαμούντες, εκγαμίζοντες» έως ότου μπήκε ο Νώε στην κιβωτό και τότε όλοι κατάλαβαν ότι ήλθε ο κατακλυσμός, το ίδιο θα συμβεί με την παρουσία του υιού του ανθρώπου. ΓΊ' αυτό λέγει ο Χριστός: «γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται» (Ματθ. κδ', 37-42). Και στο τέλος της παραβολής των Δέκα Παρθένων ό Χριστός είπε: «γρηγορείτε ουν ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν ή ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. κε'. 13).

21. SC 129, σελ. 258

22. Βλ. θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαίδεια, τόμος 5, σελ.953-955

23. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 574-576

24. Γρηγορίου Παλαμά έργα. 9 ΕΠΕ, σελ. 122 και εξής

25. SC 129, σελ. 306

26. Γρηγορίου Παλαμά Έργα. 9 ΕΠΕ, σελ. 126

27. SC 156, σελ. 168

28. SC 156, σελ. 166

29. Γρηγορίου Παλαμά έργα, 10 ΕΠΕ, σελ. 186-188

30. SC 174, σελ. 70-72

31. SC 156, σελ. 164

32. SC 113, σελ. 188

33. ένθ. άνωτ. σελ. 190

34- ένθ. άνωτ. σελ. 190

35. SC 113. σελ. 140-142

36. ενθ. Άνωτ. σελ. 142

37. SC 174. σελ. 396-398

38. SC 96, σελ. 434-436

39. SC 96, σελ. 458

40. ένθ. ανώι. σελ. 458

41. SC 174, σελ. 46

42. SC 174, σελ. 44-46

43. SC 174, σελ. 146


Η ανάσταση των νεκρών. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
(βιβλίο: Η Ζωή μετά το θάνατο)

Η ανάσταση των νεκρών

Στενά συνδεδεμένη με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι και η ανάσταση των νεκρών, πού είναι βεβαιοτάτη πίστη της Εκκλησίας, γι' αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Όταν κάνουμε λόγο για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα εισέλθουν πάλι στα νεκρά σώματα και θα ζωοποιηθούν, και έτσι θα συγκροτηθεί πάλι ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό είναι πολύ φυσικό και δικαιολογημένο, γιατί οι ψυχές δεν πεθαίνουν ποτέ οντολογικά αφού η αθανασία της ψυχής είναι ένα δώρο πού το έδωσε από την αρχή ο Θεός. Τα σώματα πεθαίνουν, γι’ αυτό με τον όρο ανάσταση νεκρών πάντοτε εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων.

Στο σημείο αυτό φαίνεται και η διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάσταση των σωμάτων, πού κάνει η φιλοσοφία και η ορθόδοξη θεολογία. Ή κλασσική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την άποψη ότι τα σώματα θα αναστηθούν, ακριβώς γιατί πιστεύει σε κατά φύσιν αθάνατη ψυχή και σε κατά φύσιν θνητό σώμα. Κατά την αρχαία φιλοσοφική σκέψη η αθάνατη κατά φύσιν ψυχή, πού βρισκόταν προηγουμένως στον κόσμο των ιδεών, περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή και, επομένως, σωτηρία και λύτρωση της ψυχής είναι η αποδέσμευση της από το σώμα. Με αυτήν την έννοια το σώμα είναι κακό και ο εγκλεισμός της ψυχής σε αυτό συνιστά και εκφράζει την πτώση της.

Έτσι εξηγείται το ότι οι Αθηναίοι αντέδρασαν όταν ο Απόστολος Παύλος μίλησε για ανάσταση νεκρών πάνω στον Άρειο Πάγο. Ό Απόστολος Παύλος έκανε λόγο για τον Χριστό πού θα έλθει να κρίνει την οικουμένη. Μεταξύ των άλλων είπε: «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ώ ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών». Στο σημείο αυτό οι Αθηναίοι τον διέκοψαν, όπως σημειώνουν οι Πράξεις των Αποστόλων: «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον' ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. ιζ', 31-32). Ή αντίδραση αυτή δεν ήταν άσχετη από την ακατανόητη γι' αυτούς αντίληψη περί αναστάσεως νεκρών σωμάτων.

Όμως, σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι θα γίνει, οπωσδήποτε, η ανάσταση των σωμάτων για να συγκροτηθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, ο οποίος, βέβαια, και με τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν έχασε την υπόσταση του.

Θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να δούμε με κάθε συντομία τι λέγει η Άγια Γραφή και η πατερική παράδοση για την ανάσταση των σωμάτων, αλλά και για το πώς θα είναι τα σώματα στην μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ζωή. Θα φανεί ότι αυτό αποτελεί βεβαία πίστη και βασικό σημείο της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Άλλωστε, η πρόσληψη της ανθρωπινής φύσεως από τον Χριστό και η θέωσή της, το ότι η σάρκα πού προσέλαβε ο Χριστός από την Παναγία είναι ομόθεη, καθώς επίσης ότι η θεία με την ανθρώπινη φύση είναι πάντοτε ενωμένες στον Χριστό, δείχνουν την άξια του σώματος. Το σώμα δεν ήταν εξ αρχής κακό, δεν είναι φυλακή της ψυχής, είναι θετικό δημιούργημα του Θεού.

Κατ' αρχάς πρέπει να αναφέρουμε μερικά χωρία της Άγιας Γραφής στα οποία γίνεται λόγος για την ανάσταση των σωμάτων.

Ό Προφήτης Ησαΐας ομολογεί: «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη» (Ήσ. κστ'. 19). Στο βιβλίο του Προφήτου Ιεζεκιήλ παρουσιάζεται ένα καταπληκτικό γεγονός αναστάσεως σωμάτων, οπού φαίνεται ότι με τον λόγο του Θεού τα ξηρά οστά απέκτησαν νεύρα, σάρκες και δέρμα, και στην συνέχεια δόθηκε και το πνεύμα, δηλαδή, η ψυχή (Ίεζ. λζ', 1-14). Το υπέροχο αυτό θαυματουργικό γεγονός δείχνει πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, γι' αυτό η Εκκλησία διαβάζει αυτήν την περικοπή κατά την ακολουθία του επιταφίου, και μάλιστα όταν επιστρέφουμε στον Ναό μετά την περιφορά. Ή ανάσταση του Χριστού είναι προοίμιο της δικής μας αναστάσεως, αφού ο Χριστός με τον θάνατο και την Ανάσταση Του νίκησε το κράτος του θανάτου και έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ως δώρο την μελλοντική ανάσταση. Οι Ιουδαίοι είχαν ακλόνητη πεποίθηση ότι θα γίνει στο μέλλον η ανάσταση των νεκρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την συνάντηση του Χριστού με την Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου, μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Χριστός την διαβεβαίωσε ότι θα αναστηθεί ο αδελφός της. Ή Μάρθα τότε απήντησε: «οίδα ότι αναστήσεται εν τη άναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ια'. 22-23).

Οι τρεις αναστάσεις που έκανε ο Χριστός, δηλαδή της θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναϊν και του Λαζάρου, καθώς επίσης και η δική Του ανάσταση, πού έγινε με την Θεότητα Του, είναι βεβαιώσεις και προοίμια της αναστάσεως όλων των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Στην διδασκαλία του Χριστού βρίσκουμε πολλά χωρία πού αναφέρονται στην ανάσταση των νεκρών. Σε μια ομιλία Του ο Χριστός είπε: «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού» (Ίω. ε', 28). Άλλοτε είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ίω, ια', 25). Την διδασκαλία αυτή παραλαμβάνουν οι άγιοι Απόστολοι, και είναι διάχυτη μέσα στις επιστολές τους. Ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος πολλές φορές κάνει λόγο για την ανάσταση των σωμάτων στις επιστολές του, πού απηύθυνε στις Εκκλησίες πού δημιουργούσε, και οι όποιες, λόγω του ότι βρίσκονταν σε ειδωλολατρικά περιβάλλοντα, οπού ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι το σώμα είναι κακό είχαν επηρεαστεί. Θα αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά χωρία. Στους Ρωμαίους αναφέρεται στην απολύτρωση του σώματος, όπου σαφώς θίγει το θέμα της αναστάσεως του σώματος: «και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ. η', 23). Στους Θεσσαλονικείς λέγει ότι η ανάσταση θα γίνει με την δύναμη του Χριστού, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του. «Αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταθήσεται απ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον» (Α' Θεσ. δ', 16).

Στα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν βλέπουμε μόνον την πίστη της Εκκλησίας στην ανάσταση των νεκρών, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά και το πώς θα είναι τα σώματα αυτά. Ξέρουμε από όλη την Ορθόδοξη Παράδοση ότι τα σώματα θα είναι πνευματικά. Ό Χριστός δηλώνει ότι οι άνθρωποι στην μέλλουσα ζωή δεν θα έχουν τα στοιχεία της σαρκικότητος. Είναι γνωστόν ότι μετά την πτώση ο άνθρωπος φόρεσε την φθαρτότητα και την θνητότητα, και, επομένως, ο τρόπος της συλλήψεως του, της κυοφορίας του, του θηλασμού ανήκει στην μετά την πτώση ζωή, τον οποίο, βέβαια, ευλόγησε ο Θεός για την αύξηση του ανθρωπίνου γένους. Όμως μετά την ανάσταση θα καταργηθούν όλες αυτές οι καταστάσεις και οι άνθρωποι θα διάγουν ως άγγελοι. Λέγει ο Χριστός: «οι δε καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσι ούτε γαμίζονται' ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται· ίσάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ', 35-36).

Τα σώματα των άγιων, ενώ από τώρα προγεύονται της δόξης του Θεού, επειδή έχουν την άχτιστη Χάρη του Χριστού, τότε θα μεταμορφωθούν και θα γίνουν σώματα δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει ότι ό Χριστός «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού...» (Φιλ, γ', 21). Όπως το σώμα του Χριστού λάμπει από την Θεότητα, έτσι θα λάμπουν και τα σώματα των δικαίων στον ουρανό, θα υπάρχει, βέβαια, μεγάλη διαφορά μεταξύ του σώματος του Χριστού και του σώματος των άγιων. Γιατί, το θεανθρώπινο σώμα έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, ενώ το σώμα των αγίων αγιάζεται από την Χάρη του Θεού. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλά από την παράδοση μας ότι ο άνθρωπος πάσχει την θέωση, ενώ ο Χριστός ποιεί την θέωση.

Εκεί πού αναπτύσσει ο Απόστολος Παύλος την διδασκαλία περί της αναστάσεως των νεκρών είναι η Α' προς Κορινθίους επιστολή του. Φαίνεται ότι μερικοί Κορίνθιοι ήταν επηρεασμένοι από φιλοσοφικές ιδέες για το ανθρώπινο σώμα. Ό Απόστολος Παύλος γράφει ότι αν δεν πρόκειται να αναστηθούν τα σώματα τότε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών (Α' Κορ.ε'. 12-16). Έπειτα απαντά σε ερωτήματα τα οποία ενδεχομένως έθεταν οι Κορίνθιοι, για το πώς θα αναστηθούν οι νεκροί και τι σώμα θα έχουν (Α' Κορ. ιε', 35-41). Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα φέρνει παράδειγμα από τον αισθητό κόσμο. Ό άνθρωπος σπέρνει ένα μικρό κόκκο και ο Θεός σε αυτόν τον κόκκο δίνει διαφορετικό σώμα. Το επιχείρημα είναι ότι ο άνθρωπος δεν φυτεύει σιτάρι, άλλα σπόρο και από τον σπόρο αυτόν εξάγεται διαφορετικό σώμα, ανάλογα με το σπέρμα. Αυτό θα συμβεί και κατά την ανάσταση των νεκρών, θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, με την δύναμη του Χριστού, και, φυσικά, τα σώματα ενώ θα είναι τα ίδια, εν τούτοις θα έχουν διαφορετική λειτουργία. Οι νεκροί θα εγερθούν άφθαρτοι, γιατί, όπως χαρακτηριστικά λέγει, «δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσιαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α' Κορ. ιε', 53).

Είναι πολύ σημαντικό ότι ό Απόστολος Παύλος παρουσιάζει λεπτομερέστατα την κατάσταση των σωμάτων κατά την ανάσταση των νεκρών. Γράφει στους Κορινθίους: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη' σπείρεται εν ασθένεια, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. ιε', 43-44). Εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ του σώματος προ και μετά τον θάνατο του ανθρώπου και του σώματος μετά την ανάσταση, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.

Στο αποστολικό αυτό χωρίο βλέπουμε τα τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού θα έχει το σώμα μετά την ανάσταση. Το ένα, ότι θα είναι άφθαρτο σε αντίθεση με το φθαρτό της διαλογικής ζωής. Το δεύτερο γνώρισμα, ότι θα είναι δοξασμένο σε αντίθεση με την ατιμία. Το τρίτο, ότι θα είναι δυνατό, σε αντίθεση με την ασθένεια, και το τέταρτο γνώρισμα, ότι θα είναι πνευματικό σε αντίθεση με το πρώτο, πού ήταν ψυχικό. Αυτό σημαίνει ότι ενώ το σώμα της διαλογικής ζωής ήταν φθαρτό, άτιμο, ασθενικό και ψυχικό, δηλαδή κυβερνώμενο από τις ψυχικές λειτουργίες, το σώμα της αναστάσεως θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Αν ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου με βάση την πατερική παράδοση, μπορούμε να πούμε ότι τα σώματα των ανθρώπων μετά την ανάσταση τους θα είναι άφθαρτα, δεν θα έχουν ανάγκη τροφής και ύπνου, δεν θα υπόκεινται σε αλλοιώσεις. Οι Πατέρες λένε ότι θα είναι όπως το σώμα του Χριστού, πού εξήλθε από τον τάφο, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, πού εισερχόταν και εξερχόταν στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, δεν είχε ανάγκη τροφής, διήνυε μεγάλες αποστάσεις. κ.λ.π. Βέβαια, έφαγε ο Χριστός μετά την ανάσταση όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να καταλάβουν οι μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα Ή τροφή εκείνη κάηκε από την Θεότητα Του, αφού δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα και όλες οι διεργασίες, πού είναι γνωρίσματα της φθαρτότητος και της θνητότητος.

Και το σώμα των αμαρτωλών θα αποβάλει την φθαρτότητα και την θνητότητα, αλλά δεν θα είναι πνευματικό και δοξασμένο, όπως των αγίων. Και, φυσικά και των αγίων το σώμα θα έχει δόξα ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής. Ό Απόστολος Παύλος θα πει: «αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορ. ιε'. 41). Όπως άλλο είναι το φως του ηλίου, άλλο το φως της σελήνης και άλλο των αστέρων, το ίδιο θα συμβαίνει και με την δόξα των αγίων. Ανάλογα με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, πού απέκτησε ο άνθρωπος από αυτήν την ζωή θα ακτινοβολεί και στην αιώνια ζωή. Δεν πρόκειται για κάποια προσωποληψία εκ μέρους του Θεού, αλλά ο άνθρωπος θα λαμβάνει την χάρη ανάλογα με την χωρητικότητα Του. Ό Θεός θα ατελή την χάρη Του σε όλους και ο καθένας θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε και το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι τότε θα αποκτήσουν μία ηλικία. Σε ένα τροπάριο ψάλλουμε: «και ηλικία μια πάντες γενήσονται». Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν την ηλικία ενός ώριμου ανθρώπου. Και το νήπιο πού κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, αλλά και εκείνος πού κοιμήθηκε σε βαθειά γηρατειά θα έχουν την ίδια ηλικία πού όπως λέγεται, θα είναι η ηλικία του Χριστού. Πάντως, είναι φυσικό να αποκτήσουν την ηλικία ενός ωρίμου ανθρώπου, πού βρίσκεται περίπου στην ηλικία των τριάκοντα ετών. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος σε ποίημα του γράφει ότι οι ψυχές των ανθρώπων, πού θα ενωθούν πάλι με τα σώματα τους, «εκάστη κατ' αξίαν ευρίσκει το κατάλυμμα φωτός ή σκότους πλήρες». Όσες άναψαν την λαμπάδα τους από αυτήν την ζωή θα είναι σε φως ανέσπερο και όσες ήταν ακάθαρτες και είχαν τα μάτια της καρδιάς τυφλά δεν πρόκειται να δουν το θειο φως. Και τα σώματα των αγίων θα είναι άγια σκεύη του Αγίου Πνεύματος. Όπως ήταν καθαρότατα εδώ, έτσι και θα εγερθούν δοξασμένα «λάμποντα, αστράπτοντα ως φως το θείον»8.

Θα μπορούσα να παραθέσω την διδασκαλία πολλών αγίων τόσο για την βεβαιότητα της αναστάσεως των σωμάτων και την αιώνια ζωή, όσο και για το πώς θα γίνει η ανάσταση τους. Θα αρκεστώ όμως στην παράθεση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων, θα δούμε μερικές πτυχές αυτής της διδασκαλίας. Πιστεύω πώς είναι αρκετά διαφωτιστική και χαρακτηριστική. Κατ' αρχάς ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι, όταν ομιλούμε για ανάσταση ή αναβίωση ή μετακόσμηση, και όταν χρησιμοποιούμε πολλά αλλά ονόματα, χαρακτηρίζουμε το σώμα πού υπόκειται στην φθορά και όχι την ψυχή, η οποία, ως άφθαρτη, ανώλεθρη και αθάνατη, δεν πρόκειται να αναστηθεί, γιατί δεν πεθαίνει9. Ή ανάσταση των σωμάτων συνδέεται και με την ανάσταση όλων των μελών πού με ποικίλες αιτίες καταστράφηκαν. Κατά την ημέρα της αναστάσεως και το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος το οποίο πριν από χιλιάδες χρόνια έφαγαν τα σαρκοβόρα πουλιά θα ευρέθη «μη λείπον». Αλλά και τα μέλη εκείνα τα οποία έφαγαν τα κήτη και τα σκυλόψαρα και όλα τα θαλάσσια ζώα θα συναναστηθούν με τον άνθρωπο. Τα σώματα πού κατέκαψε η φωτιά και κατέφαγαν τα σκουλήκια στους τάφους, και, γενικά, όλα τα σώματα τα οποία εξηφάνισε η φθορά, «ανελλιπή και ακέραια αναδοθήσεται εκ της γης»10. Επομένως, όλα τα ελλείποντα μέλη θα αναπληρωθούν και θα παρουσιασθεί ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε το δικό μας σώμα, το όποιο, όμως, δεν θα υπόκειται στην φθορά και τον θάνατο. Αυτό θα γίνει οπωσδήποτε γιατί συνδέεται με την δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό. Δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας. Και εάν ο ποιμήν των προβάτων θέλει να είναι υγιές το κοπάδι του και σχεδόν αθάνατο, εάν ο βουκόλος με διάφορες θεραπείες θέλει να αυξάνει τα βόδια του, εάν ο γιδοβοσκός εύχεται να γεννούν οι αίγες του δίδυμα και όλοι αποβλέπουν σε κάτι ωφέλιμο, το ίδιο θέλει και ο Θεός. Είναι φανερό από αυτά τα παραδείγματα ότι ο Θεός θέλει να ανάπλαση «το φθαρέν ποίημα»11.Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης στην ομιλία του αυτή πού εξεφώνησε κατά την ημέρα του Πάσχα και αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, υποστηρίζει ότι θα γίνει οπωσδήποτε η ανάσταση των νεκρών, ότι δεν είναι αδύνατη για τον Θεό, και επί πλέον αναλύει τον τρόπο με τον όποιο θα γίνει. Είναι πολύ σημαντικά όσα λέγονται από τον άγιο Γρηγόριο, τα οποία θα παραθέσουμε με συντομία. Ή ανάσταση των σωμάτων δεν είναι αδύνατο να γίνει. Για πολλούς λόγους.

Π ρ ώ τ ο ν. Ό Θεός πού θα αναστήσει τα σώματα των νεκρών είναι ο ίδιος πού δημιούργησε τον άνθρωπο από το χώμα. Εμείς, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, θεωρούμε δεδομένη την δημιουργία, όμως αν σκεφθούμε καλύτερα θα δούμε ότι είναι κάτι το θαυμαστό. Πραγματικά, πώς ο λεπτός χους συγκεντρώθηκε και έγινε σάρκα, και από το ίδιο το υλικό έγιναν τα οστά, το δέρμα, το λίπος και οι τρίχες, δηλαδή, πώς ενώ είναι μια σάρκα εμφανίζονται διαφορετικά τα μέλη. Περιγράφει την διαφορετική υφή κάθε μέλους του σώματος. αφού ο πνεύμονας είναι απαλός, το συκώτι τραχύ και κόκκινο, η καρδία σφικτό όργανο κ.λ.π. Ακόμη, είναι πολύ παράδοξο ότι η Εύα έγινε από ένα μικρό μέρος, από την πλευρά του Αδάμ. Πώς, δηλαδή, η πλευρά έγινε κεφαλή, πόδια, χέρια, κ.λ.π. Ό Θεός πού δημιούργησε τον άνθρωπο με αυτόν τον τρόπο έχει την δύναμη να τον αναδημιουργήσει πάλι και να διορθώσει το μέλος του σώματος πού εφθάρη. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Θεός είναι ο δημιουργός και της πρώτης κτίσεως και της δευτέρας μετακοσμήσεως Γι' αυτό είναι γνώρισμα των ευγνωμόνων και σωφρονούντων να πιστεύουν σε αυτά πού λέγει ο Θεός και να μην εξετάζουν τους τρόπους και τα αίτια, τα οποία ξεπερνούν τις δυνάμεις τους12.

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Τα διάφορα παραδείγματα πού υπάρχουν στην φύση δείχνουν ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο και αμήχανο γι' Αυτόν. Ή παντοδυναμία του Θεού φαίνεται στην ποικίλη και πολυσύνθετη φύση. Ολόκληρη η φύση κηρύττει μεγαλοφώνως το μεγαλείο του Θεού και την δύναμη Του. Οι αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός, όπως του τετραημέρου Λαζάρου, του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου, δείχνουν ότι είναι δυνατόν να αναστήσει κατά τον αυτόν τρόπο και όλους τους ανθρώπους, όταν εκείνος το θέληση. Ό τεχνίτης πού κατασκευάζει έναν ανδριάντα μπορεί να κατασκευάσει και άλλους. Έτσι και ο Χριστός πού ανάστησε τρεις ανθρώπους μπορεί να το κάνη και σε πολλούς άλλους. Γι' αυτό, στην ερώτηση, πώς ανασταίνονται οι νεκροί, άπαντα ερωτηματικώς: «πώς ο τετραήμερος ηγέρθη Λάζαρος;»13.

Όχι μόνον στην πρώτη δημιουργία, αλλά και στην συνέχεια, σε αυτήν πού συντελείται στην φύση φαίνεται η δύναμη και η παντοδυναμία του Θεού. Ξέρουμε ότι η γέννηση ενός ανθρώπου είναι καρπός της ενέργειας του Θεού. Δια της Χάριτος του Θεού ο άνθρωπος συλλαμβάνεται, κυοφορείται, γεννάται και μεγαλώνει. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η ανάσταση των νεκρών μπορεί να γίνει κατά τον τρόπο πού γεννιέται ο άνθρωπος. Είναι αρκετά παράδοξο, κατά την ανθρώπινη λογική, πώς το σπέρμα, πού στην αρχή είναι άμορφο, αποκτά στην συνέχεια μορφή και δημιουργούνται τα επί μέρους μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Αν από το άμορφο σπέρμα γίνεται ο άνθρωπος, δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο η ύλη πού βρίσκεται στους τάφους και η οποία είχε μια μορφή ευθύς να ανακαινισθεί στην παλαιά διάπλαση και να γίνει πάλι ο χους άνθρωπος, όπως έγινε κατά την πρώτη δημιουργία14.

Μερικοί άνθρωποι θεωρούν απίθανη την εξανάσταση των σωμάτων και τον απαρτισμό του ανθρώπου μετά τον θάνατο, και θεωρούν πολύ φυσική την διάπλαση του εμβρύου και την ανάπτυξη του ανθρώπου με την φυσική του γέννηση. Άλλα, αν το δεύτερο είναι δυνατόν να γίνει, το ίδιο δυνατό είναι και το πρώτο αφού ο Ίδιος Θεός είναι πού δημιουργεί και το Ένα και το άλλο. Χρησιμοποιεί ακόμη και την περίπτωση του κεραμοποιού, ο οποίος είναι δυνατόν, όταν κατασκευάζει από τον πηλό ωραία αντικείμενα, μετά από μια διαδικασία, να εισέρχεται κάποιος στο εργαστήριο του και να τα καταστρέφει. Ό καλός κεραμεύς όμως αν θέλει μπορεί να επανόρθωση αυτό πού συνέβη, κατασκευάζοντας πάλι τα ίδια αντικείμενα όχι κατώτερα από ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι ο κεραμοποιός, πού είναι τόσο μικρό κτίσμα της δυνάμεως του Θεού, μπορεί να κάνη κάτι τέτοιο και δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός μπορεί να ανακαινίσει τον νεκρό.

Ό Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την εικόνα του σπόρου του σιταριού πού πέφτει στην γη και πεθαίνει και από εκεί φυτρώνει ένα μεγάλο σιτάρι. Ό άγιος Γρηγόριος προσαρμόζει θαυμάσια αυτήν την εικόνα. Αφού αναλύει διεξοδικά τι γίνεται από εκείνο τον μικρό σπόρο σίτου και πόσα μυστήρια κρύπτει μέσα του, λέγει ότι είναι θαυμαστό πώς ένας ξηρός κόκκος σίτου όταν σαπίζει θαυματουργεί, αφού μόνος του πέφτει στην γη και φυτρώνει πλήθος. Ή ανακαίνιση του ανθρώπου είναι ευκολότερη από την ανακαίνιση του σιταριού. Ό άνθρωπος με την ανάσταση του δεν λαμβάνει τίποτε περισσότερο από εκείνο πού είχε15.

Οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούν πολλές εικόνες από την φύση και τις παρουσιάζουν στο ποίμνιο τους. Αυτό το βλέπουμε σε πολλές ομιλίες τους, και στην ομιλία του αγίου Γρηγορίου πού εξετάζουμε στο σημείο αυτό. Για να δείξει ότι είναι δυνατή η ανάσταση των νεκρών, αναλύει πολύ ωραία, ρεαλιστικά και παραστατικά, με ζωηρά χρώματα και λογοτεχνικό ταλέντο, πώς τα δένδρα κατά την διάρκεια του χειμώνας είναι ξερά και με την έναρξη της ανοίξεως ανθοφορούν και γίνονται χώρος, όπου συγκεντρώνονται τα πουλιά, πού ευχαριστούν τον άνθρωπο. Ακόμη και τα ερπετά και τα φίδια κρύβονται κατά την χειμερινή νάρκη στην γη, και μόλις έλθει ο κατάλληλος καιρός και ακουσθεί μια βροντή πού αντηχεί σαν σύνθημα ζωής, τότε αναπηδούν και εκτελούν τις εργασίες τους. Όπως τα φίδια ξυπνούν από την νάρκη τους με την ακοή αυτής της βροντής της ζωής, το ίδιο και τα νεκρά σώματα των ανθρώπων θα δεχθούν τις ψυχές και θα αναστηθούν, όταν θα ακουσθεί η σάλπιγγα του Θεού. Κάνει μια θαυμάσια περιγραφή του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι τον θάνατο του. Παρατηρεί ότι η ζωή των ανθρώπων, όπως και των ζώων, υφίσταται την αλλοίωση και την μεταβολή. Ό άνθρωπος, μετά την γέννηση του, διαδοχικά αυξάνεται, αποκτά διάφορες λειτουργίες, και καθώς μεγαλώνει και φθάνει στο τέρμα της ζωής του γίνεται πάλι βρέφος πού ψελλίζει, ανοητεύει και έρπει με τα χέρια και τα πόδια, όπως στην αρχή της ζωής του. Όλα αυτά δείχνουν ότι και προ του θανάτου ο άνθρωπος δέχεται μεταβολές επί μεταβολών, αλλοιώσεις και ανακαινίσεις16. Αυτό, φυσικά, θα γίνει και κατά την ανάσταση. Εφ' όσον το φθαρτό φθείρεται με τον νόμο της φθοράς, πολύ περισσότερο θα ανακαινισθεί με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Αλλά και ο ύπνος, πού είναι αναγκαίος για την καθημερινή μας ξεκούραση, καθώς επίσης και η έγερσή μας από τον ύπνο, δείχνουν το μυστήριο της αναστάσεως των νεκρών. Άλλωστε, ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου και η εγρήγορση είναι εικόνα της αναστάσεως. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον ύπνο αδελφό του θανάτου, γιατί ο άνθρωπος τότε μοιάζει σαν νεκρός, αναίσθητος. Δεν αναγνωρίζει φίλους και εχθρούς, δεν παρατηρεί όσους βρίσκονται γύρω του, γι' αυτό και μπορεί κανείς εύκολα να βλάψει τους κοιμισμένους. Όταν ξυπνά ο άνθρωπος ανακτά βαθμιαία τις δυνάμεις του και φαίνεται σαν να έχει ζωντανεύσει. Αν στον άνθρωπο γίνονται αλλοιώσεις και εκστάσεις, κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύκτας, είναι πολύ ανόητο και φιλόνικο να μην πιστεύουμε στον Θεό πού επαγγέλλεται «τον έσχατον ανακαινισμόν»17.

Από όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι είναι πολύ φυσικό γεγονός η ανάσταση των σωμάτων. Όπως θεωρούμε φυσικό γεγονός την γέννηση του ανθρώπου, τις εναλλαγές στην φύση, την αύξηση των φυτών και, γενικά, όπως θεωρούμε φυσικά όλα τα γεγονότα πού συμβαίνουν στην φύση, άλλο τόσο φυσικό πρέπει να θεωρήσουμε την ανακαίνιση και αναδημιουργία του ανθρώπου, την ανάσταση των σωμάτων. Γιατί ο Θεός πού έκανε τα πρώτα, μπορεί να κάνη και τα έσχατα.

Τ ρ ί τ ο ν. Το σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό δεν καταστρέφεται ολοσχερώς. Διαλύεται μεν «εις τα εξ ων συνετέθη», αφού αποτελείται από τέσσερα στοιχεία, το νερό, τον αέρα, το πυρ και την γη, αλλά όμως δεν εξαφανίζεται. Σε άλλο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ότι η ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις όμως θυμάται τα στοιχεία και τα μέλη του σώματος της, εφάπτεται με αυτά και στον κατάλληλο καιρό, με την δύναμη του Θεού, θα τα συγκέντρωση και θα αποτελεστεί το πνευματικό σώμα. Αυτό δείχνει ότι, παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν καταργείται η υπόσταση. Στην ομιλία αυτή πού μελετάμε, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το σώμα δεν αφανίζεται ολοσχερώς αλλά διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκε, «και εστίν εν ύδατι και αέρι και γη και πυρί». Το ότι παραμένουν τα πρωτότυπα στοιχεία και προσχωρούν σε αυτά όσα προέρχονται από εκείνα, μετά την διάλυση του σώματος, δείχνει ότι μέσα στα γενικά σώζονται και τα επί μέρους. Και όταν ακόμη τα τέσσερα αυτά στοιχεία, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, προσχωρήσουν στα πρωτότυπα τους, και πάλι, σωζόμενα τα πρωτότυπα, σώζονται και τα ειδικά, τα επί μέρους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι όλος ό κόσμος έγινε από το μηδέν, από μη υπάρχουσα ύλη. Αν στον Θεό είναι εύκολο να ξαναδημιουργήσει κάτι από το μηδέν, είναι ευκολότερο να δημιουργήσει από τα υπάρχοντα στοιχεία. Έτσι, αφού υπάρχουν αυτά τα πρωτότυπα, είναι δυνατόν στον Θεό να κατασκευάσει πάλι τον άνθρωπο18.

Τ ε τ α ρ τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων χρησιμοποιεί και παραδείγματα από τις απόψεις των ανθρώπων της εποχής του. Πολλοί θεωρούσαν και θεωρούν πολύ φυσικό να μεταβαίνουν τα γνωρίσματα των σωμάτων πού σάπισαν, στους απογόνους τους, και ακόμη γνωρίσματα ξένων σωμάτων να μεταδίδωνται σε άλλα σώματα, και όμως δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ανανεωθούν τα ίδια γνωρίσματα σε αυτούς πού τα είχαν κάποτε δικά τους. Θα παραθέσω τον λόγο του άγιου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί είναι άξιος παρατηρήσεως. Λέγει ότι είναι ακατανόητο «...τα δε ίδια και εξαίρετα περί αυτών των ποτέ κεκτημένων ανανεούσθαι και αναβιώσκεσθαι μη συνομολογείν»19. Παρατηρώντας αυτό το χωρίο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι κατά την ανάσταση των σωμάτων οι άνθρωποι θα παραλάβουν το δικό τους σώμα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά όμως μεταμορφωμένα. Αφού το σώμα θα αναστηθεί «εν δυνάμει και αφθαρσία» σημαίνει ότι δεν θα έχει επάνω του τα στίγματα της φθοράς, της θνητότητας και της ασθενείας. Φυσικά, περισσότερες λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε πάνω σε αυτό το θέμα. αλλά νομίζω όσα παρατέθηκαν είναι πολύ εκφραστικά.

Π έ μ π τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης όμως, επιμένει πολύ ότι είναι αναγκαία η ανάσταση των νεκρών και για την καλή διαβιωοη των ανθρώπων. Γιατί, αν ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής, τότε ο φονιάς, ο μοιχός, ο πλεονέκτης, ο επίορκος, ο ψεύτης, ο άσπλαχνος θα γίνονται χειρότεροι, θα αυξάνονται στην κακία. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, δεν υπάρχει κρίση. Αν δεν υπάρχει κρίση, τότε χάνεται και ό φόβος του Θεού και, φυσικά, όπου δεν σωφρονίζει ο φόβος, «εκεί χορεύει μετά της αμαρτίας ο διάβολος»20.

Έτσι, όταν η Εκκλησία μιλάει για την μέλλουσα ζωή και το δικαστήριο, αυξάνει στους ανθρώπους τον φόβο του Θεού. Αυτός ο φόβος εξανθρωπίζει περισσότερο την ζωή. Γι' αυτό, η διδασκαλία περί του θανάτου και της αναστάσεως των σωμάτων κάνει τον άνθρωπο κοινωνικό στοιχείο. Όποιος εκδιώκει τον φόβο, αυτός γίνεται υποχείριος των δαιμόνων, παίγνιο όλων των παθών. Το συμπέρασμα είναι ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Αυτό μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, αυτό μας απεκάλυψε ο Θεός, αυτό επιβεβαιώνουν οι άγιοι με την ζωή και την διδασκαλία τους, αυτό μαρτυρεί και η ανθρώπινη πείρα. Γι' αυτό και στεκόμαστε με σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα. Το σεβόμαστε, το αγαπούμε, αγωνιζόμαστε να καθαριστούμε από τις αμαρτίες, ώστε και αυτό να δοξαστεί. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ησυχασμός των λεγομένων νηπτικών Πατέρων απέβλεπε και στο σώμα, το όποιο τιμούμε πολύ. Αυτό παρατηρούμε στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Ό σεβασμός στο ανθρώπινο σώμα εκδηλώνεται και στον ενταφιασμό του. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υιοθετείται η καύση ή η αποτέφρωση των σωμάτων, αλλά ο ενταφιασμός τους. Βέβαια, όπως είπαμε προηγουμένως, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, και όσων τα σώματα κάηκαν, θα αναστηθούν, αλλά αν ο άνθρωπος με την δική του θέληση επιθυμεί την καύση του σώματος του δείχνει ότι δεν πιστεύει στην ανάσταση του. Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, εκεί πού επικράτησε η καύση των σωμάτων, επικρατούσαν αντιλήψεις ότι το σώμα είναι φυλακή της ψυχής, πού πρέπει να αποβληθεί, για να ελευθερωθεί η ψυχή. Εμείς σεβόμαστε το σώμα. το ενταφιάζουμε και περιμένουμε την ανάσταση του. Οι άγιοι κοιμούνται με την νοσταλγία της αναστάσεως. Ομολογούν «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».


8. 50 196. σελ. 178

9. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 10 ΕΠΕ. σελ. 436

10. ένθ. άνωτ. σελ. 410-412

11. ένβ. άνωτ. σελ. 416

12. ένθ. άνωτ. σελ. 416-418

13. ενθ. άνωτ. σελ. 420-422

14. ένθ. άνωτ. σελ. 422-424

15. ενβ. άνωτ. σελ. 424-426

16. ένθ. άνωτ. σελ. 428-430

17. ένθ. άνωτ. σελ. 430-432

18. ένθ. άνωτ. σελ. 432

19. ένθ. άνωτ. σελ. 442

20. ένθ. άνωτ. σελ. 434

(Βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο)

H Δευτέρα Παρουσία του Χριστού

Όλα τα γεγονότα πού συνδέονται με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού λέγονται εσχατολογικά, γιατί αναφέρονται στην εσχάτη ημέρα, δηλαδή σε όσα θα συμβούν μετά το τέλος του παρόντος κόσμου. Συνήθως ομιλούμε για το τέλος της ιστορίας, αλλά αυτό δεν εκφράζει πλήρως την πραγματικότητα, αφού ή Ιστορία δεν εξαντλείται μόνον στα ιστορικά γεγονότα, αλλά αναφέρεται και στην ζωή των αγίων. Ή ζωή των αγίων μετά θάνατον, καθώς επίσης και η ζωή των ανθρώπων μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού δεν αποτελούν την λεγομένη μεταϊστορική εποχή, αλλά είναι ιστορική εποχή, πρόκειται για την ιστορία των αγίων. Όπως ο κόσμος δεν καταστρέφεται, αλλά ανακαινίζεται, όπως ο άνθρωπος δεν αφανίζεται, αλλά μεταμορφώνεται, έτσι και η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, αλλά αλλάζει περιεχόμενο και ζωή.

Όταν, λοιπόν, κάνουμε λόγο για εσχατολογικά γεγονότα, εννοούμε κυρίως όλα εκείνα πού θα συμβούν με την Δευτέρα έλευση του Χριστοί για να κρίνει τους ανθρώπους. Επομένως, αναμένουμε αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα, αλλά μπορούμε ακόμη να πούμε ότι από πλευράς τρόπου ζωής τα έσχατα ήδη είναι παρόντα, αφού οι άγιοι απολαμβάνουν την Βασιλεία του Θεού από την παρούσα ζωή. Όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, οι άγιοι από τώρα προγεύονται όλα εκείνα πού πρόκειται να αποκαλυφθούν στους λεγόμενους έσχατους καιρούς. Χρονικά περιμένουμε τα έσχατα, τροπικά τα έσχατα έρχονται και βιώνονται από τους άγιους.

Στο κεφάλαιο αυτό θα ασχοληθούμε με τρία συγκεκριμένα θέματα, πού συνδέονται με τα εσχατολογικά αυτά γεγονότα, πού έχουν σχέση με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Πρώτον θα αναφερθούμε γενικά στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεύτερον θα αναπτύξουμε την θεολογική αλήθεια περί της αναστάσεως των σωμάτων και τρίτον θα δούμε τα γεγονότα της κρίσεως, η οποία συνδέεται με την έλευση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων.

1. Ή ένδοξη έλευση του Χριστού

Σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση λέγεται ότι ο Χριστός πρόκειται να έλθει εκ νέου στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους. Είναι μια αλήθεια πού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τους Χριστιανούς. Ό Ίδιος ο Χριστός στην περικοπή της μελλούσης κρίσεως κάνει λόγο για την εκ νέου ένδοξη έλευση Του. Λέγει: «όταν έλθη ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού» (Ματθ. κε'. 31). Το «όταν» δεν είναι υποθετικό, αλλά χρονικό, πού σημαίνει ότι θα υπάρξει χρόνος κατά τον οποίο θα έλθει ο Χριστός στον κόσμο και μάλιστα με δόξα πολλή. Και σε άλλο σημείο ο Χριστός είπε: «και τότε όψονται τον υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν νεφέλαις» (Μάρκ. ιγ'. 26).

Στις Πράξεις των Αποστόλων, όπου περιγράφεται ή ανάληψη του Χριστού, λέγεται ότι οι άγγελοι είπαν στους έκπληκτους μαθητές: «άνδρες Γαλιλαίοι τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ούρανόν; ούτος ο Ιησούς ο αναληφθείς αφ' υμών εις τον ούρανόν, ούτως έλεύσεται, όν τρόπον έθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πράξ. α', 11). Ό τρόπος με τον όποιο αναλήφθηκε θα είναι ο ίδιος με τον όποιο θα επανέλθει στην γη.

Ό Απόστολος Παύλος διδάσκει ότι όσοι ζουν τότε, όταν θα έλθει ο υιός του ανθρώπου, και μάλιστα όσοι είναι δίκαιοι, θα αρπαγούν «εν νεφέλαις εις άπάντησιν του Κυρίου εις αέρα» (Α' θεσ. δ', 17). Και στην Αποκάλυψη είναι γραμμένο: «Ιδού έρχεται μετά των νεφελών και όψεται αυτόν πάς οφθαλμός» (Αποκ. α', 7).

Τα χωρία αυτά, πού είναι αντιπροσωπευτικά, δηλώνουν ότι οι πιστοί πιστεύουν ακράδαντα ότι ο Χριστός θα έλθη στην γη για να κρίνει τους ανθρώπους, όταν θα έλθει το τέλος αυτού του κόσμου και η αρχή

της νέας ζωής. Γι' αυτό στο Σύμβολο της Πίστεως δίνουμε την ομολογία: «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος». Στην Αγία Γραφή υπάρχουν πολλές εκφράσεις πού δηλώνουν την έλευση του Χριστού, θα παρουσιάσουμε μερικές από αυτές, τις πλέον ενδεικτικές.

Κατ' αρχάς η δευτέρα έλευση του Χριστού χαρακτηρίζεται ημέρα, και μάλιστα ημέρα του Κυρίου και ημέρα της Κρίσεως. Ό Απόστολος Πέτρος γράφει: «Ηξει δε η ημέρα Κυρίου» (Β' Πέτρ. γ', 10). Ό Απόστολος Παύλος άλλου την χαρακτηρίζει ημέρα «του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α' Κορ. α'. 8), άλλου «ημέρα Χριστού» (Φιλιπ. α', 10) και άλλου ημέρα η οποία θα δηλώσει τα πάντα (Α' Κορ. γ', 13). Ό δε Ευαγγελιστής Ιωάννης την ονομάζει ημέρα της κρίσεως (Α' Ίω. δ', 17). Λέγεται ημέρα, γιατί αυτή σε σχέση με την παρούσα ζωή, πού είναι σκότος, εκφράζει μια νέα πραγματικότητα. Ή εικόνα της ημέρας δεν είναι άσχετη με την εικόνα του ηλίου. Επειδή ο Χριστός είναι ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Όποιος τότε θα εμφανιστεί, γι' αυτό λέγεται ημέρα.

Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης συνδέει την ημέρα αυτή με τα έσχατα και την χαρακτηρίζει εσχάτη ημέρα. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο ίδιος ο Χριστός κάνει λόγο για την εσχάτη ημέρα. Σε ένα σημείο λέγει ότι θα αναστήσει τον άνθρωπο «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. στ'. 39), και σε άλλο ότι ο λόγος Του θα κρίνει τους ανθρώπους «εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ιβ', 48). Εδώ η λέξη ημέρα, πού συνδέεται με το εσχάτη, δείχνει περισσότερο την τελευταία ημέρα πριν την έναρξη της Βασιλείας του Θεού. Όποτε συνδέεται περισσότερο με το τέλος της παρούσης ζωής.

Ή ημέρα του Κυρίου συνδέεται αναπόσπαστα με την παρουσία του Χριστού. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο χρησιμοποιούνται και άλλες εκφράσεις για να δηλώσουν αυτήν την πραγματικότητα. Χαρακτηρίζεται ως ημέρα της επιφανείας της δόξης του Θεού (Τιτ. 6', 13). Επίσης λέγεται ημέρα «της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α' Τιμ. στ', 14). Άλλοτε συνδέεται με την λέξη παρουσία, γιατί θα παραστεί ο Χριστός. Οι μαθητές ρώτησαν τον Χριστό: «και τι το σημείον της σής παρουσίας και της συντέλειας του αιώνος;» (Ματθ. κδ', 3). Κατά την ημέρα εκείνη θα γίνει η αποκάλυψη της δόξης του Θεού και όλοι οι άνθρωποι, και αυτοί πού την αγνοούσαν προηγουμένως, θα την δουν. Ό Απόστολος Πέτρος κάνει λόγο για την αποκάλυψη της δόξης του Θεού. (Α' Πέτρ. δ', 13) και ο Απόστολος Παύλος για την αποκάλυψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «απ’ ουρανού μετ' αγγέλων δυνάμεων αυτού» (Β' θεσ. α', 7).

Τα χωρία αυτά τα οποία μνημονεύσαμε προηγουμένως, δείχνουν την πίστη της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται τόσο στους αποκαλυπτικούς λόγους του Ιδίου του Χριστού, όσο και στην βεβαιότητα των Αποστόλων ότι θα έλθει, οπωσδήποτε, η ημέρα κατά την οποία θα γίνει η συντέλεια αυτού του κόσμου και θα έλθει ο Χριστός να κρίνει τους ανθρώπους, οι όποιοι θα έχουν αναστηθεί, αφού οι ψυχές τους θα εισέλθουν εκ νέου στα σώματα και θα παρουσιασθούν στο φοβερό βήμα του κριτού.

Ενώ είναι βέβαιο ότι θα έλθει ο Χριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, εν τούτοις, όπως φαίνεται στην Άγια Γραφή, είναι άγνωστη η ημέρα αυτή, η μεγάλη και επιφανής. Ό ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητές Του: «Περί δε της ημέρας εκείνης ή της ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι εν ουρανώ, ουδέ ο υιός, ει μη ο πατήρ» (Μάρκ. ιγ', 32). Και όταν μετά την Ανάσταση Του οι μαθητές νόμισαν ότι ήλθε η ημέρα εκείνη, ο Χριστός ελευθερώνοντας τους από εσφαλμένες αντιλήψεις, τους είπε: «ούκ υμών εστί γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ό πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία...» (Πράξ. α'. 7).

Βέβαια, όταν λέγει ο Χριστός ότι κανείς άλλος δεν γνωρίζει την ώρα εκείνη, εκτός από τον Πατέρα, δεν εννοεί ότι την αγνοεί και ο Ίδιος ως Θεός. Το γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι και οι άγγελοι την αγνοούν. Αλλά όσα γνωρίζει ο Πατήρ γνωρίζει και ο Υιός. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει: «ουδείς οίδεν ει μη μόνη η Αγία Τριάς, η μία και αδιαίρετος Θεότης». Ό Τριαδικός Θεός, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, πού έχουν κοινή ουσία και φύση, γνωρίζουν την ώρα πού θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και θα έλθει ο Χριστός. Ό λόγος του Χριστού, ότι ο Υιός αγνοεί την ώρα αυτή, «κατά την της ανθρωπότητας αυτού φύσιν είπεν άγνοειν, ου κατά την της Θεότητας»1. Δηλαδή, εδώ ο Χριστός αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση και όχι στην Θεότητα Του, και σαφώς ήθελε να δείξει ότι το κτιστό δεν μπορεί να γνωρίζει την ώρα και την ημέρα της συντέλειας του κόσμου και της ελεύσεώς Του. Ή ημέρα και η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού όχι μόνον είναι άγνωστη, αλλά θα έλθει και αιφνιδιαστικά. Ό Χριστός, αποκαλύπτοντας αυτήν την αλήθεια, λέγει ότι θα γίνει κατά τον τρόπο της αστραπής. Όπως η αστραπή εμφανίζεται ξαφνικά από την μια άκρη στην άλλη, «ούτως έσται και ο υιός του ανθρώπου εν τη ημέρα αυτού» (Λουκ. ιζ', 24).

Ό Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί άλλη εικόνα για να δείξει το αιφνίδιο της ελεύσεως του Χριστού. Ή εικόνα αυτή προέρχεται από την ληστεία. Όπως ο κλέπτης δεν προειδοποιεί, αλλά εντελώς αιφνιδιαστικά εισέρχεται στο σπίτι, το ίδιο θα γίνη με την ημέρα εκείνη: «οίδατε ότι η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται» (Α' θεσ. ε'. 1-2). Κατά τον κατάλληλο καιρό «δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο βασιλεύς των βασιλευόντων και ο κύριος των κυριευόντων...» (Α' Τιμ. στ', 15) την ημέρα της επιφανείας Του. Το αιφνιδιαστικό της ημέρας εκείνης φαίνεται και σε άλλα χωρία της Αγίας Γραφής. Διδάσκοντας ο Χριστός για το άγνωστο της μεγάλης ημέρας της επιφανείας Του λέγει ότι δύο άνθρωποι θα είναι στον αγρό και ο ένας θα παραληφθή ενώ ο άλλος θα αφέθη. Δύο γυναίκες θα είναι στόν μύλο και θα αλέθουν. Ή μία θα παραληφθεί και η άλλη θα αφεθεί (Ματθ. κδ', 40-41).

Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος σ' αυτήν την πραγματικότητα, λέγει ότι, όσοι την ημέρα εκείνη ζουν και δεν έχουν πεθάνει, θα αλλαγούν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, όσο αρκεί για να άνοιξη και να κλείση το βλέφαρο του ματιού. «Πάντες μεν ου κοιμηθησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα. εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι» (Α' Κορ. ιε'. 51-52).

Παρά το άγνωστο και αιφνίδιο της ημέρας εκείνης, υπάρχουν μερικά γνωρίσματα, πού δηλώνουν τον ερχομό της. Στην εντέλεια κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αυτό το γεγονός, αλλά κατά τον βαθμό της ετοιμότητας, της νήψεως, μπορεί να καταλάβει κανείς την κρισιμότητα των καιρών από εξωτερικά γνωρίσματα. Αυτά περιγράφονται από τον Ίδιο τον Χριστό (Ματθ. κδ'). Τα βασικά σημεία, όπως τα περιγράφει ο Χριστός, είναι ότι θα κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση, θα επικρατεί στην οικουμένη μεγάλη αποστασία των ανθρώπων και θα εμφανισθούν πολλοί ψευδοπροφήτες. Ό αντίχριστος, με τα θαύματα και τα σημεία πού θα επιτελεί, θα επιδιώκει να πλανά ακόμη και τους εκλεκτούς, θα επικρατούν πόλεμοι, διωγμοί, λιμοί, σεισμοί, κ.λ.π. Πρέπει όμως να πούμε ότι και από αυτά τα γεγονότα είναι δύσκολο να κατανοηθεί το τέλος του κόσμου και η έλευση του Χριστού. Ή Εκκλησία καλλιεργεί το εσχατολογικό κήρυγμα, αλλά ταυτόχρονα καθορίζει ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση να ερμηνεύονται τα γεγονότα κάθε γενεάς. Μόνον όσοι είναι φωτισμένοι και έχουν αποκάλυψη εκ μέρους του Θεού γνωρίζουν αμυδρώς ότι πρόκειται περί γεγονότων πού προηγούνται της παρουσίας του Χριστού, με μοναδικό σκοπό να οδηγήσουν τον λαό στην μετάνοια και την επιστροφή στον Θεό. Αποτελεί, επομένως, πεποίθηση της Εκκλησίας ότι ο Χριστός πρόκειται να έλθει πάλι για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά όμως είναι άγνωστη αυτή η ημέρα και ώρα. Μόνον όσοι έχουν φωτισμένο νου μπορούν αμυδρώς να γνωρίζουν από τα διάφορα γεγονότα ότι πλησιάζουν οι ήμερες, αλλά και πάλι αγνοούν την έλευση αυτής της ημέρας, κατά την ρητή βεβαίωση του Χριστού. Γι' αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποφεύγουμε να καθορίζουμε χρόνους και καιρούς, κατά τους οποίους νομίζουμε ότι θα συμβούν αυτά τα εσχατολογικά γεγονότα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινούνται και οι άγιοι Πατέρες. Στην συνέχεια θα αναφέρουμε μερικά σημεία από την πατερική διδαχή, πολύ ενδεικτικά.

Πρώτον. Ό λόγος για την κρίση των ανθρώπων, πού θα επακολούθηση της ελεύσεως του Χριστού, είναι «δυσερμήνευτος», κατά τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, γιατί δεν πρόκειται για γεγονότα παρόντα και βλεπόμενα, αλλά για μελλοντικά και αόρατα. Γι’ αυτό, εκείνοι πού ομιλούν και εκείνοι πού ακούν έχουν ανάγκη πολλής προσευχής, πολλής σπουδής, πολλής καθαρότητας του νοός. Και αυτό είναι απαραίτητο, ώστε όσοι ομιλούν να τα γνωρίζουν καλά, όσοι δε ακούν να μπορέσουν να τα ακούν συνετώς2.

Ό λόγος αυτός του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, πού θα τον υπενθυμίσουμε και αργότερα, όταν θα αναφερθούμε στο μελλοντικό δικαστήριο, πού θα στηθεί με την έλευση του Χριστού, έχει αρκετό ενδιαφέρον, γιατί γίνονται πολλά λάθη ως προς το θέμα αυτό. Υπάρχουν άνθρωποι πού μιλούν για τα εσχατολογικά γεγονότα αρκετά ανθρωποκεντρικά και διαστρέφουν εν πολλοίς τα χωρία της Γραφής και των Πατέρων, και έτσι δημιουργούν πλάνες, αλλά και απελπισία στους ανθρώπους. Όπως υπάρχουν άλλοι πού τον λόγο των Γραφών και των Πατέρων τον αντιλαμβάνονται κατά τις αντιλήψεις τους. Γι' αυτό χρειάζεται πνευματική σύνεση, πολλή διάκριση για να γίνει κατανοητός ο λόγος αυτός και να οδηγήσει σε μετάνοια. Γιατί, ό,τι οδηγεί σε ψυχολογικό φόβο και κατά άνθρωπο απόγνωση δεν είναι Ορθόδοξο. Αντίθετα, το αληθινό και Ορθόδοξο οδηγεί τον άνθρωπο, δια του πνευματικού φόβου, στην κατά Θεόν ελπίδα, στην μετάνοια και την προσευχή.

Δεύτερο. Ό άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος λέγει ότι η ημέρα της ελεύσεως του Χριστού ονομάζεται ημέρα του Κυρίου, όχι γιατί είναι η τελευταία από τις επίγειες ήμερες, ούτε γιατί πρόκειται κατά την ημέρα αυτή να έλθει ο Χριστός, ούτε ακόμη γιατί την ημέρα αυτή θα γίνει η κρίση των ανθρώπων, «άλλ' επειδή αυτός ο των απάντων Θεός και δεσπότης λάμψει τηνικαύτα τη δόξη της ιδίας Θεότητας». Όποτε, η ημέρα αυτή λέγεται ημέρα Κυρίου για την λάμψη του φωτός της Θεότητας, και όχι για μια απλή παρουσία. Όπως κατά την διάρκεια της ημέρας όλα τα αστέρια σβήνουν από την λάμψη του αισθητοί ήλιου, το ίδιο θα συμβεί και κατά την ημέρα εκείνη. Όλα τα ορατά θα υποχωρήσουν και θα δώσουν τόπο στον ποιητή

του ουρανού και της γης. Και αυτός πού τώρα είναι σε όλους αόρατος, τότε θα είναι ο μόνος «ημέρα τε και Θεός». Και έτσι για τους αγίους θα είναι ημέρα αϊδίου χαρμάνης. Για τους αμαρτωλούς, οι όποιοι δεν είδαν αυτό το φως στην ζωή τους δια της καθάρσεως ο Χριστός θα είναι απρόσιτος και στο μέλλον3.

Τρίτον. Στην Άγια Γραφή, όταν γίνεται λόγος για την έλευση του Χριστού, αναφέρονται αστραπές, νεφέλες, σάλπιγγες,, θρόνοι και άλλες εικόνες. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς λέγει ότι ο λόγος περί της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού είναι συγκαταβατικός. Όλα αυτά τα γεγονότα, βέβαια, υπερβαίνουν τον ανθρώπινο νου, την ανθρώπινη λογική και αίσθηση. Ό Χριστός γνωρίζει επακριβώς όλα αυτά πού πρόκειται να συμβούν, αλλά όμως «συγκαταβαίνει τη δυνάμει των διδασκομένων, συμμέτρους τους λόγους αποδιδούς»4.

Ή ανθρώπινη φύση έχει εξοικειωθεί με τα ανθρώπινα αυτά και αισθητά γεγονότα, και έτσι μπορεί να κατανόηση τα εσχατολογικά γεγονότα. Γι' αυτό και ο Χριστός από συγκατάβαση χρησιμοποιεί τέτοιες εικόνες και παραστάσεις. Θα υπάρχει, βέβαια, κρίση, θα υπάρχει ευφροσύνη των δικαίων και οδύνη των αμαρτωλών, θα υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος, αλλά αυτά δεν θα είναι αισθητά, αφού ξέρουμε πολύ καλά από την πατερική παράδοση ότι δεν πρόκειται περί κτιστών πραγμάτων. Ακόμη και το πυρ της Κολάσεως δεν είναι κτιστό και αισθητό, αλλά άκτιστο. Ό αναγνώστης πρέπει να κάνη υπομονή έως ότου μελετήση το σχετικό κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου με τίτλο «Παράδεισος και Κόλαση», για να διαπιστώσει πώς νοούνται όλες αυτές οι πραγματικότητες. Έτσι δεν πρέπει να στεκόμαστε στα αισθητά παραδείγματα και να χάνουμε την ουσία των λεγομένων. Ούτε, βέβαια, να βλέπουμε απλώς την ουσία των πραγμάτων αυτών, περιφρονούντες τα παραδείγματα. Γιατί, αφού ο Χριστός τα χρησιμοποίησε, πρέπει να παραμένουμε σε αυτά και να εξηγούμε το βαθύτερο νόημα τους, οδηγώντας τους ανθρώπους στην μετάνοια και όχι στην αφοβία.

Τέταρτον. Ή Δευτέρα Παρουσία του Χριστού αντιπαρατίθεται προς την πρώτη παρουσία Του. Όταν ομιλούμε για Πρώτη Παρουσία, εννοούμε την ενανθρώπηση του Χριστού και όταν κάνουμε λόγο για την Δευτέρα Παρουσία, εννοούμε την έλευση του Χριστού για να κρίνει τους ανθρώπους. Υπάρχει δε σαφής διαφορά μεταξύ Πρώτης και Δευτέρας Παρουσίας.

Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παρουσιάζει την διαφορά μεταξύ αυτών των δύο Παρουσιών, λέγει ότι κατά την πρώτη Παρουσία κρυπτόταν η δόξα της Θεότητας Του κάτω από την σάρκα, πού ανέλαβε από μας και για την σωτηρία μας. Ακόμη και τώρα η δόξα της Θεότητας Του κρύπτεται προς τον Πατέρα με την ομόθεη σάρκα Του. Τότε όμως, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, «πάσαν εκκαλύπτει την δόξαν». Τότε θα φανεί λαμπρός, περιαυγάζοντας τα πέρατα της οικουμένης με τις ακτίνες της Θεότητός Του. Και ερμηνεύοντας τον λόγο του Χριστού, «όταν έλθει ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ' αυτού», λέγει ότι κατά την πρώτη έλευση Του έφερε τους αγγέλους και περιβαλλόταν από τα αγγε λικά τάγματα, αλλά αφανώς, και συγκρατούσε τον ζήλο τους, εναντίον των θεομάχων. Όμως κατά την Δευτέρα Παρουσία θα έλθει φανερά με τους αγγέλους, με όλη Του την δόξα και μεγαλοπρέπεια5.

Πέμπτον.Στα έργα του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου μπορούμε να βρούμε και μια άλλη αλήθεια σχετικά με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, και ίδίως με την κρίση των ανθρώπων. Ό άγιος Συμεών διεξοδικώς αναλύει ότι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και η μελλοντική δίκη θα γίνει κυρίως για τους αμαρτωλούς, πού ζουν μέσα στα πάθη και την αμαρτία, όχι όμως για τους άγιους, οι όποιοι από τώρα βιώνουν την Παρουσία του Χριστού. Όσοι είναι τέκνα του φωτός εκείνου και όσοι γίνονται υιοί της μελλούσης ημέρας, «έπ' αυτούς η ημέρα Κυρίου ουδέποτε επελεύσεται», θα έλθει, βέβαια, ο Χριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, αλλά αυτοί έχουν κριθή από την ζωή αυτή και δεν θα ακολουθήσει δικαστήριο. Ή παρουσία του Χριστού θα είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης. Όταν ό Χριστιανός τηρεί εν φόβω και τρόμω τις εντολές του Χριστού και ζει με μετάνοια συγγενεύει με το φως εκείνο, και έτσι στην πραγματικότητα από αυτήν ακόμη την ζωή περνά από την κρίση. Ό Θεούμενος βαπτίζεται από το θειο πυρ και το Αγιον Πνεύμα «και γίνεται όλος καθαρός, όλος αμόλυντος, υιός φωτός και ημέρας, και ουχί έκτοτε ανθρώπου θνητού»6. Θα παραθέσω ένα καταπληκτικό χωρίο του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, γιατί δεν μπορώ να το προσπεράσω ασχολίαστο, αλλά και δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθεί με δικά μου λόγια. «Ό τοιούτος εν τη μελλούση κρίσει και δίκη ου κρίνεται, προκέκριται γαρ· ουδέ υπό του φωτός εκείνου ελέγχεται, προπεφώτισται γαρ, ουδέ εν τούτω τω πυρί εισερχόμενος δοκιμάζεται ή καίεται, προδεδοκίμασται γαρ· ουδέ ως τότε φανεισαν ημέραν Κυρίου λογίζεται, όλος γαρ εκ της ομιλίας και της συνουσίας Θεού ημέρα φαεινή και λαμπρά γέγονεν»7.

Ό λόγος του αγίου Συμεών είναι καταπληκτικός. Θα ήθελα να σχολιάσω το γεγονός ότι η κρίση ουσιαστικά γίνεται από την ζωή αυτή, Ό άνθρωπος πού βλέπει το φως, βαπτίζεται με το Άγιον Πνεύμα και δεν λογίζεται την ημέρα του Κυρίου, γιατί με την συνουσία του με τον Θεό, ολόκληρος είναι ημέρα φαεινή και λαμπρά. Πρέπει να σημειώσουμε την λέξη «συνουσία», πού δείχνει την κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Πραγματικά, αφού ολόκληρος ο άνθρωπος είναι φαεινή και λαμπρά ημέρα, αφού ολόκληρος είναι φως,δεν μπορεί να ξεχωρίσει την έλευση της ημέρας. Ή ημέρα αυτή είναι δικό του υπαρξιακό γεγονός. Έτσι, λοιπόν, η Δευτέρα Παρουσία θα φανεί κυρίως στους αμαρτωλούς, πού έζησαν κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με τα πάθη και δεν τήρησαν τις εντολές του Θεού. Για τους άγιους είναι φυσική κατάσταση, πού την βιώνουν από τώρα. Βέβαια, και οι άγιοι περιμένουν την Δευτέρα έλευση του Χριστού, για να αναστηθούν και τα σώματα τους, τα οποία και τώρα ζουν την αφθαρσία, ώστε ολόκληρος ο άνθρωπος να γευθεί τα πλούσια δώρα της μεγάλης ημέρας και ενδόξου επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Επομένως, η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι γεγονός αναντίρρητο, αφού μαρτυριέται από τον αποκαλυπτικό λόγο του Θεού, από την επιβεβαίωση των Αποστόλων και από τα βιώματα των αγίων, οι όποιοι από τώρα ζουν την Βασιλεία του

(Βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο,Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

Μεταθανάτιες εμπειρίες

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε αναλυτικά ότι η ώρα του θανάτου είναι πολύ συνταρακτική για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με το όποιο αποτελούσε μια αρραγή ενότητα. Οι άγιοι της Εκκλησίας ετοιμάζονται σε όλη τους την ζωή για την ώρα αυτήν. Και όταν πλησιάζει αυτή η στιγμή προσεύχονται πολύ.

Στα ασκητικά συγγράμματα βλέπουμε ότι οι ασκητές αποδίδουν μεγάλη σημασία στον τρόπο πού φεύγουν οι άνθρωποι, και ιδίως προσέχουν αν έφυγαν έχοντας συνείδηση του θανάτου, θεωρούν μάλιστα ότι είναι πολύ φοβερό να πεθάνει κανείς χωρίς να το καταλάβει. Να διέλθει «εκ του θανάτου εις την ζωήν», χωρίς να έχει ανεπτυγμένη την συνειδητότητά του και, φυσικά, χωρίς να προσεύχεται στον Θεό. Γι' αυτό εκείνη την στιγμή προτιμούν να είναι μόνοι τους και να προσεύχονται. Στο κεφάλαιο αυτό θα επανέλθουμε στο θέμα, γιατί θέλουμε να κάνουμε λόγο για τις λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες, για τίς όποιες στον δυτικό κόσμο έχει γίνει μεγάλη συζήτηση. Όπως γνωρίζουμε, έκαναν μεγάλη εντύπωση οι περιγραφές μερικών ανθρώπων πού επανήλθαν, με κάποιο τρόπο, στην ζωή και περιέγραψαν εκείνα πού είδαν. Και η εντύπωση αυτή προκλήθηκε γιατί στον δυτικό κόσμο λησμονήθηκε, εν μέρει, η ύπαρξη της ζωής μετά θάνατον, θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος τελειώνει με το τέλος της διαλογικής ζωής. Συνηθισμένοι να εξαντλούν την ύπαρξη του ανθρώπου στην λογική, ανακαλύπτουν έναν άλλο κόσμο και εκπλήσσονται. Οι σύγχρονες αυτές μαρτυρίες οι λεγόμενες μεταθανάτιες ή επιθανάτιες, δεν έκαναν τόσο μεγάλη εντύπωση στον ορθόδοξο κόσμο, γιατί στα συγγράμματα των άγιων Πατέρων γίνεται λόγος για τέτοια ζητήματα, και, επομένως, είναι γνωστά θέματα. Όπως διαπιστώσαμε μέχρι τώρα, οι Πατέρες περιγράφουν, όσο είναι δυνατόν, καταστάσεις πού συνδέονται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξαν μερικές αναστάσεις νεκρών, όπως η ανάσταση του υιού της χήρας στα Σαρεπτά της Σιδωνίας από τον Προφήτη Ηλία, οι τρεις αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός (υιού χήρας της Ναΐν, θυγατέρα του Ιαείρου, και του Λαζάρου) καθώς επίσης και η ανάσταση της Ταβιθά, πού έκανε ο Απόστολος Πέτρος, με την δύναμη του Χριστού. Όμως κανείς από αυτούς, από όσα γνωρίζουμε δεν μας περιέγραψε τι ακριβώς συμβαίνει την ώρα πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα ή τι ακριβώς γίνεται στην άλλη ζωή. Τουλάχιστον, δεν έχουμε περιγραφές γραπτές για το πώς αισθάνεται ή ψυχή, όταν ζή εκτός του σώματος, και ποια είναι τα αισθήματα πού την κυριαρχούν όταν πάλι εισέρχεται στο σώμα και εξακολουθεί να ζει με τις γνωστές συνθήκες. Και όσοι αναστήθηκαν κατά τον καιρό του σεισμού, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, δεν μας διέσωσαν τις εμπειρίες πού δοκίμασαν.

Μια εξήγηση αυτού του φαινομένου είναι ότι οι Χριστιανοί δεν διακατέχονται από τέτοια περιέργεια. Επειδή έχουν τον αποκαλυπτικό λόγο και ξέρουν ότι δια των εντολών του Θεού πρέπει να θεραπευθούν, και επειδή η εντολή του Θεού, όπως φαίνεται στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, είναι σαφής: «έχουσι Μωϋσέα και τους Προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών», γι' αυτό και δεν ενδιαφέρονται να συλλέξουν τέτοιες μεταθανάτιες εμπειρίες. Άλλωστε, ο λόγος του Αβραάμ, δηλαδή του Θεού, «ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούσουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ', 29-31), δηλώνει ότι ο σαρκικός άνθρωπος δεν πρόκειται να πεισθεί, έστω και αν ακούσει τα πλέον παράδοξα πράγματα. Είναι έτοιμος να τα αποδώσει σε άλλη αιτία.

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε με πολλή συντομία τα νέα αυτά φαινόμενα, πού έχουν παρατηρηθή και καταγραφή σε συνδυασμό πάντοτε με την ορθόδοξη αντίληψη για τα θέματα αυτά.

1. Σύγχρονες μεταθανάτιες εμπειρίες

Υπάρχουν και παλαιότερες μαρτυρίες για τέτοιες καταστάσεις, αλλά ο θόρυβος πού τελευταία έγινε στην Αμερική προήλθε από τις παρατηρήσεις του ψυχιάτρου Μούντυ. Μετά από αυτό και λόγω του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού, δημοσιεύθηκαν και άλλα βιβλία, πού αναφέρονται στα θέματα αυτά. Ό Μούντυ συγκέντρωσε τις μαρτυρίες εκατόν πενήντα ατόμων, τις δε έρευνές του επικέντρωσε σε πενήντα ανθρώπους πού είχαν την ευκαιρία να βιώσουν τέτοιες επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες. Ανάλυση και κριτική των απόψεων τον Μούντυ έκανε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ σε σχετικό βιβλίο. Είναι σημαντικό να λεχθή ότι ο π. Σεραφείμ, ορθόδοξος ο ίδιος, βλέπει τα θέματα αυτά μέσα από την ορθόδοξη πατερική εμπειρία και έχει σωστές απόψεις. Έχει μια πολύ καλή διεισδυτικότητα και μας βοήθα να δούμε το θέμα σε ευρύτερα πλαίσια1. Τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση και ανάλυση των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών λαμβάνονται από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ. Έχει παρατηρηθεί από δυτικούς επιστήμονες ότι μερικοί άνθρωποι, κατά την ώρα του θανάτου ή όταν επανήλθαν μετά από τον θάνατο στην ζωή είδαν πολύ αξιόλογα, παράδοξα και παράξενα γεγονότα, τα όποια δεν μπορούν να ερμηνευθούν από την κλασσική ιατρική επιστήμη.

Πολλά είναι τα αίτια αυτών των εμπειριών. Το πρώτο αίτιο είναι η προσέγγιση της υπάρξεως του ανθρώπου στον θάνατο. Όταν η ψυχή πλησιάζει προς την έξοδό της από το σώμα, βιώνει μια νέα κατάσταση. Ό θάνατος είναι πραγματικά ένα οριακό σημείο στην ζωή του ανθρώπου. Τότε ο άνθρωπος βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της ζωής της ψυχής χωρίς το σώμα. ΤΟ δεύτερο αίτιο είναι οι προσεγγίσεις των πονηρών και αγαθών πνευμάτων, όπως το επιβεβαιώνουν πολλοί άγιοι, πού ήδη έχουμε αναφέρει. Αν ο άνθρωπος δέχεται επιδράσεις από τους δαίμονες κατά την διάρκεια της ζωής του, αλλά έχει και την συνδρομή των αγγέλων, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει κατά την ώρα πού ή ψυχή χωρίζεται από το σώμα. Και το τρίτο αίτιο είναι ότι η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να βιώνουν για μερικές ήμερες και ώρες την εμπειρία του κλινικά νεκρού κατά την ιατρική επιστήμη. Έχει παρατηρηθεί ότι έχουν αυξηθεί τα φαινόμενα ανθρώπων πού επανήλθαν στην ζωή, εφ' όσον είχαν θεωρηθεί ως κλινικά νεκροί, μετά από τεχνικές διεγέρσεις της καρδίας, η οποία είχε σταματήσει2.

Έτσι, λοιπόν, στα ήδη γνωστά αίτια από τα όποια προσέρχονταν αυτές οι λεγόμενες μεταθανάτιες εμπειρίες προστέθηκε και το αίτιο πού συνδέεται με την ιατρική επιστήμη. Αν πρόσθεση κανείς και τις ασθένειες του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τα δυνατά φάρμακα πού χορηγούνται στους βαρειά ασθενείς, μπορεί να ερμηνεύσει και κάποιες παραισθήσεις πού αναπτύσσονται εκείνες τις ώρες. Επομένως, υπάρχει σύγχυση μεταξύ όλων αυτών των καταστάσεων, και δεν μπορούμε τόσο εύκολα να κατατάξουμε μια εμπειρία ή να την προσδιορίσουμε. Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ επικεντρώνει την προσοχή του σε μερικά από τα κοινά σημεία, τα όποια κατέγραψε ο Μούντυ από τις περιγραφές όσων είχαν τέτοιες εμπειρίες. Τα κοινά σημεία είναι τρία.

Πρώτον, η λεγομένη «εξωσωματική εμπειρία». Πρόκειται για μια εμπειρία πού όλοι τους ένοιωθαν σαν μια κατάσταση κατά την όποια η ψυχή βγαίνει από το σώμα, αλλά όμως εξακολουθεί να έχει την συνείδηση της. Βρίσκεται σε έναν κόσμο στον όποιο αισθάνεται ζεστασιά και άνεση, βλέπει τους ανθρώπους πού βρίσκονται γύρω από το νεκρό σώμα, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Είναι ενδεικτικές οι μαρτυρίες δύο ανθρώπων, όπως τις καταγράφει ο Μούντυ και τις παρουσιάζει ο π. Σεραφείμ.

Ό ένας διηγείται: «Τους έβλεπα να προσπαθούν να με επαναφέρουν στην ζωή. Ήταν πραγματικά παράξενο. Δεν βρισκόμουν πολύ ψηλά· σαν να ήμουν πάνω σε ένα βάθρο, αλλά όχι κατά πολύ ψηλότερα από αυτούς· ίσως μόλις λίγο ψηλότερα από αυτούς, ώστε να μπορώ να τους βλέπω από πάνω. Προσπάθησα να τους μιλήσω, αλλά κανείς δεν με άκουγε, κανείς δεν με πρόσεχε». Κάποιος άλλος διηγείται: «Ήμουν ανίκανος να αγγίξω ο,τιδήποτε, να επικοινωνήσω με οποιονδήποτε πού ήταν γύρω μου. Ήταν ένα φοβερό αίσθημα μοναξιάς, μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης. Ήξερα ότι ήμουν εντελώς μόνος, με τον εαυτό μου»3.

Δεύτερο κοινό σημείο των μεταθανατίων εμπειριών είναι η «συνάντηση με άλλους». Δηλαδή, όπως λέγει ο Μούντυ, η ψυχή για μικρό διάστημα αισθάνεται αυτήν την μοναξιά, γιατί ύστερα από λίγο αισθάνεται ότι συναντάται με άλλους, αφού όχι μόνον μετά τον θάνατο, αλλά και πριν τον θάνατο βλέπει ξαφνικά πεθαμένους συγγενείς και φίλους. Είναι χαρακτηριστική μια τέτοια περιγραφή:

«Ό γιατρός εγκατέλειψε κάθε ελπίδα για μένα και είπε στους συγγενείς μου ότι πέθαινα... Διαπίστωσα ότι πολλοί άνθρωποι ήταν εκεί, φαινόταν ολόκληρο πλήθος, πού αιωρούνταν γύρω - γύρω στην οροφή του δωματίου, ήταν όλοι τους άνθρωποι πού είχα γνωρίσει στην προηγούμενη ζωή μου, αλλά πού είχαν εν τω μεταξύ πεθάνει. Αναγνώρισα την γιαγιά μου και ένα κορίτσι πού ήξερα από το σχολείο, και πολλούς άλλους συγγενείς και φίλους, ήταν μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή και αισθάνθηκα ότι είχαν έλθει να με προστατεύσουν ή να με καθοδηγήσουν»4.

Τρίτο κοινό σημείο των μεταθανάτιων αυτών εμπειριών είναι η «ύπαρξη του φωτός» η «φ ω τ ε ι ν ή ύπαρξη». Όλοι όσοι είχαν τέτοιες εμπειρίες περιγράφουν την εμφάνιση ενός φωτός, του όποιου η λαμπρότητα αυξανόταν πολύ γρήγορα. Όλοι το αναγνώριζαν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα γεμάτη ζεστασιά και αγάπη, πού μαγνητίζει αυτόν πού έχει πεθάνει. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Χριστός και άλλοι ότι είναι άγγελοι. Είναι χαρακτηριστικές δύο τέτοιες μαρτυρίες.

Ένας διηγείται: «Άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι ήμουν νεκρός, και τότε ήταν πού άρχισα να αισθάνομαι σαν να κλυδωνιζόμουν, στην πραγματικότητα σαν να έπλεα... Όλα ήταν σκοτεινά, εκτός από το ότι, αρκετά μακρυά από μένα, έβλεπα αυτό το φως. Ήταν ένα πάρα πολύ λαμπρό φως, αλλά όχι πολύ μεγάλο από την αρχή. Γινόταν μεγαλύτερο, καθώς πλησίαζα όλο και περισσότερο προς αυτό».

Ένας άλλος διηγείται: «Βρισκόμουν έξω από το σώμα μου, δεν είχα καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό, γιατί έβλεπα το ίδιο μου το σώμα πάνω στο χειρουργικό κρεββάτι. Ή ψυχή μου βρισκόταν έξω. Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι πολύ άσχημα στην αρχή, αλλά μετά ήλθε εκείνο το πραγματικά έντονο φως. Στην αρχή φαινόταν λίγο αμυδρό, αλλά μετά έγινε μια τεράστια ακτίνα... Όταν αρχικά ήλθε το φως δεν ήμουν σίγουρος τι συνέβαινε, μετά όμως ρώτησε, κατά κάποιον τρόπο με ρώτησε, εάν ήμουν έτοιμος να πεθάνω»5.

Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά. Δείχνουν πραγματικά ότι ο άνθρωπος τις στιγμές εκείνες βιώνει την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Δεν θα κάνουμε εδώ κριτική κάθε εμπειρίας, αλλά εκείνο πού θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι όλοι βεβαιώνουν ότι υπάρχει και κάτι άλλο, εκτός από όσα βλέπουμε με τις αισθήσεις και σκεπτόμαστε με την λογική. Ό π. Σεραφείμ, παρουσιάζοντας τέτοια στοιχεία, κάνει τις κριτικές του παρεμβάσεις, διατυπώνοντας την αλήθεια ότι παρόμοια περιστατικά υπάρχουν και στην εκκλησιαστική εμπειρία. Παράλληλα, όμως, σημειώνει ότι δημιουργείται και σύγχυση. Δεν θα επιμείνουμε όμως εδώ σε αυτό το σημείο. Κατά την διάρκεια της ποιμαντικής μου διακονίας άκουσα πολλούς ανθρώπους να διηγούνται παρόμοια περιστατικά. Άλλοτε ήταν δικές τους εμπειρίες, κατά την διάρκεια βαρειάς ασθενείας, και άλλοτε ήταν μαρτυρίες των δικών τους ανθρώπων, τους οποίους παρακολουθούσαν. Μικρός την ηλικία, ήμουν μάρτυς ενός περιστατικού, κατά το όποιο μια γυναίκα προς το τέλος της ζωής της όταν ξεψυχούσε, έβγαζε βογγητά και συγχρόνως κουνούσε την γροθιά της, σαν να έδιωχνε κάποιον. Τέτοια περιστατικά μπορεί κανείς να ακούσει στο Άγιον Όρος. Μου διηγήθηκαν διάφοροι αγιορείτες πατέρες περιστατικά από τις τελευταίες στιγμές άγιων και αμαρτωλών μοναχών.

Ας επιτραπεί να παραθέσω μια προσωπική μαρτυρία από την ασθένεια του αειμνήστου Γέροντος μου, Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου, πού έχει σχέση με το θέμα πού μελετάμε στο κεφάλαιο αυτό. Μετά την επέμβαση στον εγκέφαλο του για να αφαιρεθεί ο όγκος, δημιουργήθηκε αιμορραγία και περιέπεσε σε βαθύ κώμα. Οι γιατροί πού τον παρακολουθούσαν είπαν ότι βρίσκεται στα όρια ζωής και θανάτου. Λειτουργούσε, βέβαια, η καρδιά, αλλά ανέπνεε με το κατάλληλο μηχάνημα. Αν σταματούσε η είσοδος του αέρα, θα απέθνησκε. Όλα ήταν πιθανά. Ή να παραμείνει φυτό ή να πεθάνει ή να ανάνηψη. Όταν μετά από μερικές ήμερες ανένηψε, διηγήθηκε με κλάμα και πολλή ένταση ένα φοβερό περιστατικό. Έλεγε ότι δεν ήταν όνειρο, αλλά πραγματικό γεγονός. Είχε συνείδηση, δηλαδή, ότι πρόκειται για μια πραγματικότητα. Είδε τον εαυτό του έξω από το σώμα, η ψυχή του παρακολουθούσε το σώμα του, πού βρισκόταν στο κρεββάτι του, καθώς επίσης παρακολουθούσε όλους εμάς, πού ήμασταν λυπημένοι και ετοιμαζόμασταν για κηδεία. Μάλιστα, υπέδειξε μια συγκεκριμένη νοσοκόμα από τις τόσες πολλές πού υπήρχαν, η οποία τον μετρούσε για να αγοράσει το φέρετρο. Εκείνος καταλάβαινε ότι η ψυχή του βγήκε από το σώμα, και μάλιστα έλεγε ότι εκείνη την ώρα έκανε ο ίδιος νεκρώσιμο τρισάγιο στον εαυτό του. Είχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες, αλλά αυτή πού ανέφερα προ ολίγου ήταν η πιο εκφραστική και σχετική με το θέμα πού συζητούμε. Βέβαια, δεν γνωρίζω αν ήταν εξωσωματική εμπειρία ή εμπειρία πλησίον του θανάτου. Το γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια κατάσταση έξω από την συνηθισμένη*.

2. Κριτική αυτών των εμπειριών από ορθόδοξη προοπτική

Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς τέτοιες καταστάσεις γιατί βρίσκονται έξω από τα συνηθισμένα. Συνήθως εμείς κρίνουμε πάντα βάσει των δικών μας προϋποθέσεων και πάντοτε μέσα στα όρια της λογικής. Ίσως πολλοί από μας να εκλάβουμε τις εμφανίσεις αγγέλων και αγίων σε καθαρούς ανθρώπους, κατά την διάρκεια της ζωής τους. ως αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης ή και ως αρρωστημένες ψυχολογικά καταστάσεις. Αν κάποιος λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ακόμη και ένας επιστήμονας ψυχίατρος, μελετήσει οπτασίες αγίων ανθρώπων, μπορεί να κατάληξη σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Και, όμως, τέτοιες αποκαλύψεις, πού αφθονούν τόσο σε παλαιά κείμενα, όσο και σε σύγχρονες προφορικές παραδόσεις, είναι αληθινές. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να απορρίψουμε όλες τις εμπειρίες, επειδή υπερβαίνουν τις δικές μας προϋποθέσεις. Βέβαια, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μη δεχόμαστε κάθε εμπειρία ως αληθινή, γιατί ενεδρεύει ή πλάνη. Κυρίως πρέπει να πιστεύουμε τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού και να βλέπουμε τον δρόμο για την σωτηρία

* Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 427

μας αφήνοντας το άγνωστο στην Πρόνοια του Θεού. Όμως δεν πρέπει να καταλήγουμε στην ολοκληρωτική απόρριψη, όπως δυστυχώς κάνουν μερικοί Προτεστάντες, οι όποιοι πιστεύουν ότι η ψυχή μετά τον θάνατο βρίσκεται σε κατάσταση ασυνειδησίας ή σπεύδει αμέσως να βρεθή «μαζί με τον Χριστό» ούτε να συμπεριφερόμαστε όπως οι άθεοι, οι όποιοι θεωρούν ότι ή "ψυχή είναι μια απλή ενέργεια του σώματος και εξαφανίζεται μαζί με αυτό. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας διασώζονται μερικές περιγραφές για την επιθανάτια και μεταθανάτια ζωή. Στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε πολλά τέτοια περιστατικά. Εδώ θα επιμείνουμε στην παρουσίαση μερικών, πού είναι χαρακτηριστικά.

Στο Γεροντικό αναφέρονται οι τελευταίες στιγμές της κοιμήσεως του Άβα Σισώη του Μεγάλου. Βέβαια, από την παρουσίαση του περιστατικού φαίνεται ότι δεν πρόκειται για εξωσωματική εμπειρία, αλλά για πνευματική εμπειρία, γιατί είχε τίς αισθήσεις του και συνομιλούσε με τους παρόντες. Διηγόταν στους παρευρισκομένους ότι έρχονταν διαδοχικά ο αβάς Αντώνιος, μετά ό χορός των Προφητών, ο χορός των Αποστόλων. Κάθε φορά έλαμπε περισσότερο το πρόσωπο του. Σε κάποια στιγμή συνομιλούσε. Και όταν ρωτήθηκε από τους παριστάμενους είπε ότι ομιλεί με τους αγγέλους, πού ήλθαν να παραλάβουν την ψυχή του. Μάλιστα, ανέφερε ότι παρακαλούσε τους αγγέλους να μην πάρουν την ψυχή του, γιατί έπρεπε να μετανοήση ακόμη περισσότερο. Μετά, το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και ο ίδιος απεκάλυψε ότι ήλθε ο Κύριος. Τότε παρέδωσε το πνεύμα του. Έγινε κάτι σαν αστραπή και γέμισε όλος ο οίκος από ευωδιά7.

Στον Ευεργετινό διασώζονται δύο συνταρακτικά παραδείγματα, τα όποια σαφώς αναφέρονται στην μεταθανάτια κατάσταση, και κυρίως στην λεγομένη «εξωσωματική» ζωή.

Το ένα περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον μοναχό Πέτρο, ο όποιος, πριν κατοίκηση στην έρημο, «ασθενείας αυτώ επελθούσης απέθανε». Τότε είδε όλα τα βάσανα του Άδη και τους αμέτρητους τόπους της φλογός. Μάλιστα, είδε μερικούς δυνάστες του κόσμου αυτού να είναι κρεμασμένοι. Κάποιος εξαστράπτων άγγελος εμπόδισε να τον ρίψουν και αυτόν μέσα στον φλογώδη εκείνο τόπο. Και στην συνέχεια η ψυχή επανήλθε στο σώμα. «Εκ του ύπνου του αιωνίου θανάτου εξυπνισθείς» και «πάλιν εν τω σώματι αποδοθείς» διεκήρυξε όλα όσα είδε και έζησε με μετάνοια8.

Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται σε κάποιον πού ήθελε να γίνει μοναχός και ο οποίος, στις παρακλήσεις της μητέρας του να παραμείνει κοντά της, δεν ανταποκρίθηκε, αλλά έφυγε, λέγοντας ότι ήθελε να σώση την ψυχή του. Έπειτα από λίγο πέθανε η μητέρα του και μετά πέθανε και ο μοναχός εκείνος. Μάλιστα λέγεται ότι έπεσε σε βαρεία ασθένεια πού τον απειλούσε με θάνατο. Κατά την ασθένεια αυτήν, «ως εν λιποθυμία γενόμενος, εξεδήμησε του σώματος και ηρπάγη εις την κρίσιν». Τότε συνάντησε την μητέρα του μαζί με τους κρινόμενους, δηλαδή τους κολαζομένους. Εκείνη εξεπλάγη και τον ρώτησε πώς ήλθε στον τόπο εκείνο αφού έγινε μοναχός για να σώσει την ψυχή του. Και αναφέρεται στην συνέχεια ότι ακούστηκε φωνή να τον πάρουν από εκείνο το μέρος «και παραχρήμα επανελθών εις εαυτόν από της εκστάσεως, διηγείτο τοις παρούσι πάντα όσα είδε και ήκουσε...»9.

Και τα δύο αυτά παραδείγματα αναφέρονται σε εμπειρία μετά τον θάνατο, στην λεγομένη «εξωσωματική» κατάσταση. Όπως θα δούμε στην συνέχεια, αυτό έγινε κατ' οικονομία Θεού. Γι' αυτό και λέμε ότι δεν μπορεί κανείς να απορρίψει τέτοιες εμπειρίες, ακριβώς γιατί τις συναντούμε και στην εκκλησιαστική παράδοση. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για μεγάλο λάθος όταν εξομοιώνουμε όλες τις εμπειρίες, όλες τις περιγραφόμενες καταστάσεις, όταν δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε διάκριση μεταξύ τους. Γιατί άλλες προέρχονται από ψυχολογικές καταστάσεις, άλλες από σατανικές ενέργειες και άλλες είναι χάρη και ευλογία του Θεού. Μπορούμε στην συνέχεια να περιγράψουμε μερικές τέτοιες διαφορές.

Υπάρχει διαφορά μεταξύ των εμπειριών του λεγομένου «κλινικού θανάτου» και των εμπειριών «των πρόθυρων του θανάτου»10. Ό «κλινικός θάνατος» είναι όταν ο άνθρωπος ζή με τα μηχανήματα και οι γιατροί θεωρούν ότι ουσιαστικά έχει τελειώσει. Συντηρείται απλώς η καρδιά με διαφόρους μεθόδους διεγέρσεως. Βέβαια, και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε βεβαιότητα ότι η ψυχή εξήλθε από το σώμα. Πάντως, πρόκειται για μια κατάσταση πού βρίσκεται στα όρια του θανάτου. Οι δε εμπειρίες «των πρόθυρων του θανάτου» διαφέρουν από τις πρώτες, γιατί τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι έχουν συνείδηση της καταστάσεως, ομιλούν, άλλα και όταν δεν έχουν συνείδηση, βρίσκονται σε κατάσταση αναχωρήσεως. Δεν μπορούν οι δύο αυτές περιπτώσεις να εξομοιωθούν. Άλλη διαφορά υπάρχει μεταξύ των παραισθήσεων, των ψευδαισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων, πού συμβαίνουν κατά την στιγμή πού ετοιμάζεται η ψυχή για την έξοδο της από το σώμα. Οι ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις δεν είναι ανεξάρτητες από τα φάρμακα, τις ιδιαίτερες ασθένειες και τις τεχνικές μεθόδους πού χρησιμοποιούνται. Στην βίωση των πραγματικών γεγονότων υπάρχει πάλι η συνειδητότητα.

Ό π. Σεραφείμ Ρόουζ λέγει ότι οι συγγραφείς πού ασχολήθηκαν με τα φαινόμενα αυτά έχουν εντοπίσει το γεγονός ότι συνήθως όσοι έχουν πνευματική διαύγεια βλέπουν εμφανίσεις νεκρών ανθρώπων ή πνευματικών όντων. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν συνείδηση του περιβάλλοντος τους. Υπάρχει δε και μια βασική διαφορά μεταξύ των παραισθήσεων και των πραγματικών γεγονότων. Συνήθως όσοι έχουν παραισθήσεις βλέπουν ανθρώπους πού βρίσκονται στην ζωή, ενώ, όσοι έχουν γνήσιες εμπειρίες, βλέπουν πρόσωπα πού έχουν πεθάνει. Επίσης επισημαίνουν ότι εμπειρίες με μεγαλύτερη συνοχή και ευκρινέστερο μεταφυσικό χαρακτήρα συμβαίνουν σε ανθρώπους πού δεν έχουν παραισθήσεις αλλά έχουν επαφή με την φυσική πραγματικότητα11.

Ακόμη υπάρχει διαφορά μεταξύ εμφανίσεων δαιμονικών και θεϊκών. Αυτή η κατηγορία δεν υπάγεται στις προηγούμενες, αλλά πρόκειται για όραση αγγέλων ή δαιμόνων. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα, τα όποια, βέβαια, έχουμε ήδη αναφέρει, οπότε δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Εκείνο πού έχει σημασία είναι ότι δεν πρέπει να εξομοιώνονται όλες οι επιθανάτιες ή μεταθανάτιες εμπειρίες, ούτε να αποδίδονται μόνον σε μια αίτια, γιατί έτσι δημιουργείται μεγάλη παρεξήγηση.

3. Ή διάκριση των εμπειριών

Τα όσα αναφέραμε μέχρι τώρα μας οδηγούν στην μελέτη του τρόπου διακρίσεως αυτών των καταστάσεων. Στο σημείο αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι, επειδή έχουμε μια ζωντανή παράδοση, βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί μπορούμε να διακρίνουμε τα φαινόμενα αυτά.

Ό Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Καθολική του επιστολή συνιστά στους Χριστιανούς: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α' Ίω. δ', 1). Στην ορθόδοξη θεολογία δίνουμε μεγάλη σημασία στην αρετή της διακρίσεως, γιατί, όταν αυτή υπάρχει, είναι φανερό ότι ο άνθρωπος έχει την Χάρη του Θεού. Πραγματική θεολογία είναι το να διακρίνει τα πνεύματα, εάν προέρχονται από τον Θεό ή από τον εωσφόρο. Γι' αυτό έχει λεχθή ότι ένας τέτοιος θεολόγος, πού μπορεί να κάνη αυτήν την διάκριση των λογισμών, των οπτασιών, είναι απλανής πνευματικός πατέρας. Το ότι η διάκριση προϋποθέτει πνευματική γνώση και πνευματική ζωή φαίνεται από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Ό Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα πει ότι από την εγκράτεια προέρχεται η απάθεια και καρπός της απάθειας είναι η διάκριση12.

Οι άγιοι Πατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στην διάκριση, γιατί συνδέεται με την πραγματική γνώση. Κατά τον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής το να διακρίνει κανείς απταίστως το καλό από το κακό είναι φως της αληθινής γνώσεως13. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πει ότι η διάκριση είναι λύχνος της σκοτίας, επάνοδος των πεπλανημένων, φωτισμός των μυωπαζόντων. Ό διακριτικός είναι ευρετής της υγείας και καθαιρέτης, δηλαδή θεραπευτής της άρρώστειας14. Το ότι έχει μεγάλη αξία η αρετή της διακρίσεως φαίνεται από τον λόγο του αγίου Αντωνίου, ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι πού κατέτριψαν και ταπείνωσαν τα σώματα τους στην άσκηση, αλλά επειδή δεν απέκτησαν το χάρισμα της διακρίσεως «μακράν του Θεού γεγόνασιν»15.

Επομένως, φαίνεται ότι η διάκριση είναι δώρο του Θεού και συνδέεται με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης λέγει ότι η διάκριση στους εισαγωγικούς στην πνευματική ζωή συνδέεται με την αληθινή επίγνωση του εαυτού τους, στους μεσαίους συνδέεται με την νοερά αίσθηση πού διακρίνει απταίστως το κυρίως αγαθό από το φυσικό και αντίθετο, και στους τελείους συνδέεται με την γνώση πού υπάρχει με την θεία έλλαμψη και η όποια φωτίζει και αυτά πού για τους άλλους είναι σκοτεινά16.

Όσα ελέχθησαν για την διάκριση είχαν σκοπό να δείξουν ότι δεν είναι εύκολο να κρίνη κανείς κάθε εμπειρία πού περιγράφεται από ανθρώπους πού βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Αυτό είναι χάρισμα των μεγάλων πνευματικών πατέρων, πού βλέπουν την αλήθεια στο βάθος της και δεν εξετάζουν απλώς την επιφάνεια. Αυτοί ξεχωρίζουν αν κάτι είναι καρπός της αρρωστημένης ψυχολογικής καταστάσεως του ανθρώπου. αν είναι εμφάνιση του διαβόλου ή αν είναι καρπός της εμφανίσεως του Θεού και των αγίων. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να ασχολείται κανείς με την ανάλυση των επιθανάτιων ή μεταθανάτιων εμπειριών.

Υπάρχουν όμως μερικά εξωτερικά σημεία, τα όποια χαρακτηρίζουν και προσδιορίζουν τις εμπειρίες αυτές. Ό Χριστός, μιλώντας για τους ψευδοπροφήτες, πού έρχονται με ένδυμα προβάτου, αλλά μέσα τους είναι λύκοι αρπαγές, συνιστά στους Μαθητές Του: «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε αυτούς». Κάθε καλό δένδρο κάνει καλούς καρπούς και κάθε σαπρό δένδρο κάνει πονηρούς καρπούς. Δεν μπορεί το αγαθό δένδρο να κάνη πονηρούς καρπούς, ούτε το σαπρό δένδρο να κάνη καλούς καρπούς (Ματθ. ζ', 15-18). Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο είναι οι καρποί πού δημιουργούνται. Αν μετά από μια οπτασία επικρατεί ειρήνη και γαλήνη στην καρδιά, είναι δείγμα ότι προέρχεται από τον Θεό, αν όμως δημιουργείται ταραχή είναι σημείο ότι προέρχεται από τον διάβολο. Το ίδιο συμβαίνει σχετικά με το πάθος της υπερηφάνειας. Όταν ο άνθρωπος μετά από μια τέτοια εμπειρία υπερηφανεύεται, είναι δείγμα ότι διακατέχεται από πονηρή ενέργεια, ενώ ο εμπνεόμενος από την Χάρη του Θεού, ταπεινώνεται ακόμη περισσότερο και συνήθως δεν ομιλεί.

Γι' αυτό η εμπειρία αξιολογείται ανάλογα με την μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Στα δύο παραδείγματα πού αναφέραμε προηγουμένως από τον Ευεργετινό φαίνεται αυτή η αλήθεια. Ό μοναχός Πέτρος πού πέθανε και είδε την φρίκη της Κολάσεως και επανήλθε στην ζωή, αισθανόταν ότι αυτό έγινε για να μετανοήσει. Ό άγγελος, πού τον εμπόδισε να ριφθή στο πυρ, του είπε: «άπελθε και βλέπε πώς μέλλεις μετά ταύτα προσεχών εαυτώ ζήσαι». Και μάλιστα ο Γρηγόριος Διάλογος λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός αυτόν τον θάνατο με την θαυμαστή Πρόνοια Του, «ίνα μη αιωνίως αποθάνη». Γιατί είναι ενδεχόμενο οι άνθρωποι μετά την επιστροφή τους από την οπτασία του άδη να μην οδηγηθούν σε μετάνοια, αλλά σε περισσότερη κατάκριση, και έτσι, επιστρέφοντας στην παρούσα ζωή αφού είδαν τα φοβερά εκείνα πράγματα, «πάλιν ομοίως έμειναν αδιόρθωτοι· και απολογία τις τούτοις ούχ υπολείπεται»17. Και ο άλλος μοναχός, ο οποίος επέστρεψε στην παρούσα ζωή, μετά την θέα της μητρός του στο κριτήριο των καταδίκων, αφού κλείστηκε σε ένα κελλί φρόντιζε την σωτηρία του «μετανοών τε και πενθών έφ' οίς έπραξε εν αμέλεια το πρότερον». Μετανοούσε και για εκείνα τα όποια έπραξε με αμέλεια. Μάλιστα, λέγεται ότι τόσο πολύ μετανοούσε , τόση μεγάλη η κατανυξη και το δάκρυ,  ώστε μερικοί ,  που τον έβλεπαν να τον παρακαλούν να αποχωρήσει για να μην υποστή κάποια βλάβη «εκ της του κλαυθμού αμετρίας»18.

Δεν μπορεί κανείς υστέρα από τέτοιες εμπειρίες να παραμένει  ασυγκίνητος και ακατάνυκτος. Αν συμβαίνει αυτό και μάλιστα αν ο άνθρωπος υπερηφανεύεται, τότε ή ήταν πέρα για πέρα δαιμονικές ή κι αν ήταν ένα σημείο του Θεού το διαστρέφει και γίνεται σε βάρος του. Μπορεί μια τέτοια εμπειρία να γίνει αίτια καταδίκης και μεγαλύτερος κατακρίσεις. Αλλά και στην περίπτωση του Γέροντος μου, μπορώ να βεβαιώσω ότι ανέφερε αυτό πού είδε μια φορά και δεν το επανέλαβε. Όμως αυτό το γεγονός του δημιούργησε μεγάλη, αξιοθαύμαστη και άμετρη μετάνοια. Δεν μπορούσε κανέναν να κατακρίνει. Αισθανόταν ότι βρισκόταν στο φοβερό κριτήριο του Θεού. Και όταν κάποτε του είπα έναν απερίσκεπτο λόγο, εκείνος θύμωσε γιατί του στέρησα την καθαρότητα του νου του και γιατί του έδινα την δυνατότητα να κρίνει ενώ αυτός εκείνη την ώρα, όπως μου είπε, ήταν κατάδικος, υπό κρίσιν. Επανειλημμένως μου έλεγε ότι, αν ο Θεός τον κάνη καλά και αξιωθεί πάλι να λειτουργεί, δεν θα κηρύττει, αλλά θα ανεβαίνει στον θρόνο και αντί κηρύγματος θα φωνάζει: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Έφθασε σε βάθος ταπεινώσεως και μετανοίας. Γι' αυτό και είμαι βέβαιος ότι εκείνη ή εμπειρία σε συνδυασμό με την όλη του ασκητική και απαθή ζωή, τον έκαναν να έχει οσιακά τέλη. Πάντως, αν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το είδος και τον χαρακτήρα της οπτασίας, απαιτείται, όπως συνιστούν οι άγιοι Πατέρες μας, να προστρέχουμε σε αυτούς πού έχουν πείρα και γνώση της πνευματικής ζωής. Σε τέτοια θέματα δεν έχουν λόγο οι ψυχίατροι και οι επιστήμονες του κόσμου τούτου. Αυτοί μπορούν να υποψιάζονται και να αντιλαμβάνονται ότι κάτι υπάρχει πέρα από την παρούσα ζωή, αλλά, πάντως, αδυνατούν να κάνουν αληθινή και άπταιστη διάγνωση.

Σαν κατακλείδα του θέματος αυτού, μπορούμε να πούμε ότι ο άνθρωπος πού βαδίζει προς τον θάνατο αισθάνεται μια άλλη πραγματικότητα, πού ενδεχομένως αγνοούσε προηγουμένως. Εμείς νομίζουμε ότι πραγματική ζωή είναι αυτή πού βλέπουμε. Όμως, επειδή υπάρχει νοερά και αισθητή κτίση, γι' αυτό πέρα από τον κόσμο των αισθητών και των αισθήσεων υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, πού δεν υποπίπτει στην λογική και στις αισθήσεις. Έτσι εκείνος πού οδηγείται προς τον θάνατο. Οδηγείται προς την πραγματικότητα, την αληθινότητα. Το ψευδός συνδέεται με τον εγκλεισμό μας στον κόσμο των αισθήσεων και των αισθητών. Όμως ο νους του ανθρώπου δεν πρέπει να κατασπαταλάται άσκοπα σε διάφορα οράματα, ακόμη και σε οπτασίες. Ό νους πρέπει να έχει αδιάλειπτη μνήμη Θεού, η οποία συνδέεται αναπόσπαστα με την επίγνωση της αμαρτωλότητος. Γι' αυτό ο νους μας δεν πρέπει να περιεργάζεται τις λεγόμενες «υπερφυσικές» καταστάσεις. Κι αν κανείς έχει κάποια εμπειρία, δεν πρέπει να στέκεται σε αυτήν αποκλειστικά. Οι άγιοι, πού διαθέτουν καθαρότητα ο νους , ακόμη και μέσα στην δράση του Θεού, βλέπουν την αισχύνη του εαυτού τους. Στο βιβλίο του Αρχιμ. Σωφρονίου, «Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί», επανειλημμένως τονίζεται η αλήθεια ότι ο νους του παρά την θέα του άχτιστου φωτός και άλλων εμπειριών, ήταν στραμμένος στην αμαρτωλότητα του και δεν ενοχλείτο από διάφορες πειρασμούς καταστάσεις.

Ό άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει ότι εκείνος πού αξιώθηκε να δη τον εαυτό του, «ούτος κρείττων εστί του αξιωθέντος ιδείν τους αγγέλους». Και εκείνος πού αξιώθηκε να δη τις αμαρτίες του «κρείττων εστί του εγείροντας τους νεκρούς εν τη εαυτού προσευχή»19. Δεν ωφελούμαστε εάν δούμε αγγέλους και αν αναστήσουμε νεκρούς, όταν δεν αποκτήσουμε γνώση του εαυτού μας, όταν δεν αναστήσουμε τον νεκρό εαυτό μας από τα πάθη και τις αμαρτίες. Ό Θεός επιτρέπει την παραμονή μας στην ζωή για να μετανοήσουμε και να γευθούμε την Βασιλεία των Ουρανών.

1.Hieromonk Seraphim Rose, the soul after death, Platina, California, 1977
2. ένθ. άνωτ. σελ. 11.12
3. ενθ. άνωτ. σελ. 1β-17
4. ένθ. άνωτ. σελ. 21
5. ένθ. άνωτ. σελ. 29
6. ένβ. άνωτ. σελ. 12
7. Γεροντικόν, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, σελ. 111
8. Ευεργετινός, τόμος Α'. έκδ. Ί. Μονής Μεταμορφώσεως, Κουβαρά Αττικής. Αθήναι 1957, σελ. 80-81
9. ένθ. άνωτ. σελ, 15
10. Hieromonk Seraphim Rose, ενθ. ανωτ. σελ. 15
11. ένθ. άνωτ. σελ. 22
12. Μαξίμου Ομολογητού, Φιλοκαλία, εκδ. Παχαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 17, κε'
13. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών καί ασκητικών, έκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 11β
14. Ιωάννου Σιναϊτου, Κλίμαξ, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 140
15. ένθ. άνωτ. σελ. 2, η'
16. ένθ. άνωτ. σελ. 124
17. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.81
18. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ. 87
19. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά έκδ. Ρηγοπούλου. σελ. 153

(Βιβλίο:Η Ζωή μετά το θάνατο (Ε΄). Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

Ό θάνατος των νηπίων

Πριν τελειώσουμε το κεφάλαιο αυτό, νομίζω ότι είναι καλό να δούμε και το θέμα του θανάτου των νηπίων, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Το θέμα αυτό, όπως το ανέπτυξε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και όπως θα το παρουσιάσουμε στην συνέχεια, έχει σχέση με όσα λέγονται στο κεφάλαιο αυτό για τον θάνατο και τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γιατί, αφ' ενός μεν θα συγκεφαλαίωση τις βασικές θέσεις της διδασκαλίας των Πατέρων για τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, πού αναφέραμε προ ολίγου, αφ' ετέρου δε θα τονισθούν μερικές άλλες ενδιαφέρουσες πλευρές πού μας απασχολούν. Ή μικρή πραγματεία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης με τίτλο «περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων», δηλαδή για τα νήπια τα όποια αρπάζονται πρόωρα από την ζωή πριν γευθούν την ζωή, για την οποία γεννήθηκαν, προοριζόταν για τον Κυβερνήτη της Καππαδοκίας Ιέριο, ο όποιος έθεσε το ερώτημα «τί χρή γινώσκειν περί των προ ώρας αφαρπαζομένων, εφ' ων μικρού δειν ή γένεσις τω θανάτω συνάπτεται». Ο Ιέριος ρωτούσε τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης τι πρέπει να γνωρίζουμε για όσους φεύγουν πολύ νωρίς από την ζωή, στους οποίους συνάπτεται ο θάνατος με την γέννησή τους86.

Αρχίζοντας ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, βρίσκει την ευκαιρία να επαινέσει με ωραίους λόγους τον άρχοντα, πού τον αποκαλεί «άριστο» και «τίμια κεφαλή». Πέραν από του να είναι εκφράσεις ευγενείας και προσηγορίας, φαίνεται από την εισαγωγή του έργου ότι ο Κυβερνήτης της Καππαδοκίας είχε πολλά προσόντα και χαρίσματα αφού διακρινόταν για την αδιαφορία του προς την υλική περιουσία, αλλά και για το ενδιαφέρον του για τις ψυχές των ανθρώπων, πού τις είχε στο θησαυροφυλάκιο της αγάπης. Δηλαδή, και αγαπούσε τον λαό, αλλά και δεν διακρινόταν για ιδιοτέλεια. Επίσης, από την εισαγωγή του κειμένου φαίνεται ότι τον καιρό εκείνο πού συνέγραψε την πραγματεία αυτή ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Παρομοιάζει τον εαυτό του σαν το γέρικο άλογο, πού μένει έξω από το στάδιο των αγωνισμάτων. Όμως δηλώνει ότι θα εντείνει την προσοχή του για να ανταποκριθεί στην παράκληση του Κυβερνήτου.

Ο Ιέριος μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματα του είχε και το χάρισμα να ζητά να πληροφορηθεί για τα έργα της θείας οικονομίας και ρωτούσε, γιατί του ενός παρατείνεται η ζωή μέχρι τα γηρατειά και του άλλου τελειώνει μόλις εισέρχεται στην ζωή. Το πρόβλημα στην πραγματικότητα είναι υπαρξιακό. Ο άγιος Γρηγόριος το θέτει πάρα πολύ ωραία. Ό άνθρωπος με την γέννηση του ήλθε στην ζωή, ανέπνευσε τον αέρα, συνδέθηκε με το κλάμα, οι θρήνοι αποτέλεσαν την αρχή της ζωής του, και πριν ακόμη στερεωθούν οι αρθρώσεις, τρυφερός καθώς είναι, πεθαίνει είτε γιατί τον άφησαν έκθετο ως βρέφος, είτε γιατί πνίγεται, είτε γιατί έπαυσε απότομα να ζει από κάποια ασθένεια. Μαζί με αυτό το γεγονός τίθεται και το ερώτημα αν η ψυχή του νηπίου θα κριθή από τον Κριτή όπως οι άλλοι άνθρωποι, αν θα λάβει ανταμοιβή, δροσιζομένη με την δρόσο της ευλογίας ή αν θα κατακαεί με το καθάρσιο πυρ. Και αυτός ο προβληματισμός προκύπτει επειδή το νήπιο δεν έκανε τίποτε στην ζωή του, ούτε κακό ούτε καλό. Γιατί όπου δεν υπάρχει δόση, δεν υπάρχει και αντίδοση.

Επομένως, επειδή στα νήπια δεν υπάρχει πράξη και προαίρεση γι' αυτό δεν υπάρχει λόγος να κερδίσουν αυτό πού ελπίζουμε. Αν παρά ταύτα το νήπιο εισέλθει στην Βασιλεία του θεού τότε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνους πού έζησαν και πόνεσαν στην ζωή τους. Με ένα τέτοιο σκεπτικό είναι καλύτερα κανείς να μη ζει πολύ. Μετά την τοποθέτηση των ερωτημάτων και του προβληματισμού προχωρεί διεξοδικά στην απάντηση. Βέβαια, από την αρχή ομολογεί ότι αυτά τα μεγάλα θέματα ανήκουν στις ανεξερεύνητες σκέψεις του θεού, γι' αυτό αναφωνεί με τον Απόστολο: «Ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως θεού! Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού. Ης γαρ έγνω νουν Κυρίου;» (Α' Κορ. 6\ 15). Ωστόσο όμως προχωρεί στην διαπραγμάτευση, γιατί πιστεύει στην θεία Χάρη πού φωτίζει όσους την έχουν. Χωρίς να παρουσιάζει τις σκέψεις του ρητορικά, χρησιμοποιώντας αντιθετικούς λόγους, προχωρεί στην διαπραγμάτευση του θέματος με μια λογική σειρά.

Το πρώτο πού λέγει είναι ότι η ανθρώπινη φύση προέρχεται από τον Θεό. Άλλωστε, όλα τα όντα έχουν την αιτία της προελεύσεως τους στον Θεό και όχι στον εαυτό τους. Ή άκτιστη φύση, πού ανήκει στον Θεό, υπερβαίνει κάθε έννοια διάστασης, δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται και, βέβαια, υπερβαίνει κάθε ορισμό. Αντίθετα, η κτιστή φύση έχει την τρεπτότητα, δηλαδή, αυξάνεται και μειώνεται. Η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη, αφού αποτελείται από ετερογενή στοιχεία, το νοερό και αισθητό, και είναι έμψυχο ομοίωμα της θείας και υπερκείμενης δυνάμεως. Η νοερά φύση ανήκει στις αγγελικές και ασώματες δυνάμεις, οι οποίες κατοικούν στον υπερκόσμιο χώρο, γιατί αυτός ο χώρος είναι ο πιο κατάλληλος γι' αυτήν την ασώματη φύση. Εδώ ο άγιος Γρηγόριος κάνει λόγο για το σώμα των αγγέλων, πού το ονομάζει «ουράνιο σώμα λεπτόν τε και κούφον και αεικίνητον», γιατί η νοερά φύση είναι λεπτή, καθαρά, αβαρής και ευκίνητη. Αντίθετα, η αισθητή φύση δεν είναι ανάλογη με την νοερά. Γι' αυτό ο Θεός, για να μην είναι η γη άμοιρη και αποκληρωμένη από την νοερά φύση, δημιούργησε τον άνθρωπο ώστε να ενωθούν στην φύση του το νοερό και αισθητό. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος είναι περίληψη όλης της δημιουργίας, αφού αποτελείται από νοερό και αισθητό.

Το δεύτερο είναι ότι η δημιουργία του ανθρώπου αποβλέπει στο να δοξάζεται ο Θεός μέσα σε όλη την κτίση, δια της νοεράς φύσεως. Όπως το σώμα συντηρείται στην ζωή με τις γήινες τροφές, ακριβώς γιατί είναι γήινο, έτσι υπάρχει και μια νοητή ζωή δια της οποίας συντηρείται η φύση μας. Όπως η είσοδος και η έξοδος της τροφής από το σώμα αφήνει μια δύναμη σε αυτό, έτσι και στο νοερό δίνει ζωή η μετουσία του όντως όντος. Επομένως, η κατάλληλη ζωή στην νοερά φύση είναι η μετοχή του Θεού. Για κάθε πράγμα υπάρχει το κατάλληλο όργανο. Το κατάλληλο όργανο για την απόλαυση του φωτός είναι ο οφθαλμός του ανθρώπου και όχι το δάκτυλο ή κάποιο άλλο μέλος του ανθρωπίνου σώματος. Έτσι, η όραση του θεού γίνεται, με το νοερό του ανθρώπου. Ή ζωή λοιπόν, είναι μετουσία και μέθεξη του Θεού. Και, φυσικά, αυτή η μετουσία είναι η γνώση του θεού, στον βαθμό πού την χωρεί η ψυχή. Ή άγνοια, βέβαια, του Θεού συνιστά την μη μετουσία του Θεού.

Ή απομάκρυνση από την ζωή αυτή είναι πτώση και άγνοια. Μετά την πτώση του ανθρώπου ο Θεός κατεργάζεται μέσα μας την θεραπεία του κακού. Κακό είναι να απομακρυνθεί κανείς από τον θεό και να μην έχει κοινωνία μαζί Του, ενώ αντίθετα η θεραπεία αυτού του κακού είναι να επανέλθει πάλι στην ζωή και να απόκτηση κοινωνία με τον Θεό. Αγαθό, λοιπόν, είναι η θεραπεία του νοερού της ψυχής, και φυσικά, όποιος δεν αποβλέπει στο μυστήριο του ευαγγελικού λόγου, αυτός αγνοεί τον τρόπο της θεραπείας.

Εκείνο πού σημειώνει εδώ ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και νομίζω έχει μεγάλη σημασία, είναι ότι το κατάλληλο όργανο για να κοινωνήσει κανείς με τον Θεό είναι το νοερό της ψυχής. Δι’ αυτού μετέχει του Θεού και αποκτά την γνώση Του πού είναι ζωή για τον άνθρωπο. Επειδή, όμως, η πτώση είναι αλλοτρίωση από την ζωή και ασθένεια του ανθρώπου, πού συνιστά και την νέκρωση, γι' αυτό απαιτείται θεραπεία του νοερού της ψυχής, ώστε να δη το Φως και να απόκτηση μέθεξη Θεού. Η ανθρώπινη φύση πλάστηκε από τον Θεό για να ελπίζει σε αυτήν την ζωή και προς αυτήν φέρεται. Αυτός είναι, άλλωστε, ο σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου, να ενωθεί με τον θεό. Έτσι, η απόλαυση αυτής της ζωής και η εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου, πού είναι η θέωση, δεν είναι αντίδοση και ανταμοιβή, αλλά φυσική κατάσταση. Καθώς επίσης η μη μετουσία του Θεού δεν είναι τιμωρία, αλλά ασθένεια της ψυχής του ανθρώπου και όλης του της υπάρξεως. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των οφθαλμών. Ή δυνατότητα των οφθαλμών να βλέπουν δεν είναι έπαθλο και βραβείο, αλλά φυσική κατάσταση του υγιούς οφθαλμού. Καθώς επίσης η αδυναμία μετοχής στην δράση δεν είναι καταδίκη και καρπός τιμωρίας, αλλά ασθένεια του ανθρώπου. Γι' αυτόν τον λόγο η μακαριά ζωή είναι συμφυής και οικεία «τοις κεκαθαρμένοις τα της ψυχής αισθητήρια». Όσοι, όμως, έχουν ακάθαρτους πνευματικά οφθαλμούς, έχουν άγνοια του Θεού, δεν μετέχουν του Θεού και αυτό δεν είναι τιμωρία, αλλά φυσική κατάσταση της ασθενείας του νοερού της ψυχής.

Το τρίτο σημείο πού συνδέεται με τα προηγούμενα είναι ότι το προσδοκώμενο αγαθό είναι οικείο κατά φύσιν στο ανθρώπινο γένος. Και, φυσικά, αυτή η απόλαυση, κατά έναν τρόπο, λέγεται ανταπόδοση. Ή απόλαυση αυτής της ζωής δεν είναι θέμα δικαιοσύνης, αλλά φυσική κατάσταση της υγείας της ψυχής. Αυτό λέγεται από την τοποθέτηση του ερωτήματος πώς θα κριθή ή σε ποιους χώρους θα τοποθετηθεί το νήπιο, αφού δεν έκανε ούτε κακό ούτε καλό στην ζωή του. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το πρόβλημα δεν τίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, αφού δεν είναι υπόθεση δικαιοσύνης, αλλά φυσικής καταστάσεως της υγείας ή της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως.

Αυτό μπορεί να κατανοηθεί με την χρήση ενός παραδείγματος. Αν υποτεθεί ότι δύο άνθρωποι υπέστησαν μία ασθένεια των οφθαλμών, και ο ένας υπομένει την θεραπεία και όσα συνιστά η ιατρική επιστήμη έστω κι αν είναι ενοχλητικά, ενώ ο άλλος, όχι μόνον δεν δέχεται καμία συμβουλή από τον γιατρό, αλλά και ζει ακρατώς, τότε ο πρώτος, κατά φυσικό λόγο, θα απόλαυση το φως του, ενώ ο δεύτερος, κατά φυσικό λόγο, θα στερηθεί το φως του. Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καθαρά ότι η απόλαυση της ζωής εκείνης είναι οικεία στην ανθρώπινη φύση, ενώ η νόσος της αγνοίας επικρατεί σε όσους ζουν κατά σάρκα. Ό ένας, θεραπεύοντας και καθαρίζοντας τους πνευματικούς του οφθαλμούς και ξεπλένοντας την άγνοια, πού είναι η ακαθαρσία του διορατικού της ψυχής, επιτυγχάνει αυτήν την φυσική ζωή.

Ό άλλος, αφού αποφεύγει την κάθαρση και ζει με τις απατηλές ηδονές, κάνει δυσθεράπευτη την νόσο, αποξενώνεται από το κατά φύσιν, βιώνει το παρά φύσιν και γίνεται αμέτοχος της φυσικής αυτής ζωής πού είναι η κοινωνία με τον Θεό. Εάν αυτή είναι η φυσική πορεία και η φυσική κατάληξη του ανθρώπου, ο όποιος ανάλογα με τον τρόπο της ζωής του ή θεραπεύεται ή ασθενεί κατά τον οφθαλμό της ψυχής, και βιώνει την ανάλογη ζωή, στο νήπιο γίνεται κάπως διαφορετικά. Αφού δεν δέχθηκε από την αρχή την νόσο και δεν χρειάζεται να καθαρθή και να θεραπευθεί, ζει στο κατά φύσιν και γι' αυτό, καθώς είναι άπειρο στο κακό, δεν εμποδίζεται από καμιά ψυχική ασθένεια να απολαύσει την μετουσία του Φωτός.

Ή διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ψυχή του ανθρώπου με την γέννηση του δεν είναι ακάθαρτη, αλλά καθαρή. Ό άνθρωπος από την γέννηση του βιώνει τον φωτισμό του νοός. Γι’ αυτό βλέπουμε ότι και τα νήπια ακόμη μπορούν να έχουν νοερά προσευχή, ανάλογα, βέβαια, με τις εικόνες και παραστάσεις της ηλικίας τους. Ό άνθρωπος, όταν δημιουργείται, βρίσκεται στον φωτισμό του νοός. Έχουμε παρατηρήσει πολλές φορές ότι υπάρχουν νήπια τα όποια προσεύχονται, ακόμη και στον ύπνο τους. Ένας αγιορείτης λέγει ότι, όταν μικρά παιδιά, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους κάπου, γελάνε χωρίς λόγο σημαίνει ότι βλέπουν τον άγγελο τους. Αυτό πού γίνεται στην ζωή των άγιων, στους οποίους είναι κατά πάντα φυσικό να συνυπάρχουν με τους αγγέλους, γίνεται στα μικρά παιδιά.

Γι' αυτό, η ορθόδοξη θεολογία δεν διδάσκει αυτό πού λέγει η δυτική θεολογία. Ότι ο άνθρωπος κληρονομεί την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος με την γέννηση του έχει καθαρό νου, ο νους του βρίσκεται στον φωτισμό, πού συνιστά το κατά φύσιν. Ή κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, όπως λέγαμε σε άλλη ενότητα έγκειται στο ότι το σώμα κληρονομεί την φθαρτότητα και την θνητότητα, η οποία με την πάροδο του χρόνου, και καθώς μεγαλώνει το παιδί και αναπτύσσονται τα πάθη, σκοτίζει το νοερό της ψυχής

Πραγματικά τα αναπτυσσόμενα πάθη, πού συνδέονται με την φθαρτότητα και την θνητότητα, και ο σκοτασμός του περιβάλλοντος σκοτίζουν το νοερό της ψυχής των παιδιών. Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα τι γίνεται με το άγιο Βάπτισμα. Δηλαδή, αφού τα νήπια έχουν καθαρό νου ο οποίος βρίσκεται στον φωτισμό, και το νήπιο κάνει νοερά προσευχή, τότε γιατί τα βαπτίζουμε;

Ή απάντηση, όπως φαίνεται σε όλη την πατερική παράδοση, είναι ότι δια του αγίου Βαπτίσματος δεν απαλλασσόμαστε από την ενοχή του προπατορικού Αμαρτήματος, αλλά εκκεντριζόμαστε στο Σώμα του Χρίστου, την Εκκλησία, και αποκτούμε την δυνατότητα να νικήσουμε τον θάνατο. Έτσι νοιώθουμε την βάπτιση των νηπίων. Τα βαπτίζουμε για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, μέλη του Σώματος του Χριστού, ώστε να υπερβούν τον θάνατο, να νικήσουν τους δερμάτινους χιτώνες, την φθορά και την θνητότητα. Καθώς, δηλαδή, μεγαλώνουν, οπότε θα σκοτίζεται ο νους τους από τα πάθη και τον σκοτασμό του περιβάλλοντος να έχουν την δυνατότητα να νικήσουν τον θάνατο εν Χριστώ, να υπερβούν τα πάθη και να καθαρίσουν εκ νέου το νοερό της ψυχής. Αν έτσι ενεργεί το βάπτισμα στα νήπια, σε αυτούς πού βαπτίζονται σε μεγάλη ηλικία, με την προετοιμασία για το Βάπτισμα, καθαρίζεται η καρδιά από τα πάθη και στην συνέχεια λαμβάνει με το άγιο Χρίσμα τον φωτισμό του νοός. Πέρα από αυτά με το άγιο Βάπτισμα εντάσσονται στην Εκκλησία και αποκτούν την δυνατότητα, ενούμενοι με τον Χριστό και κοινωνούντες των αχράντων μυστηρίων, να νικήσουν τον θάνατο και να φθάσουν στην θέωση. Ό βαθύτερος σκοπός του βαπτίσματος τόσο στα νήπια όσο και στους ενήλικες, είναι να φθάσουν στην θέωση, πού επιτυγχάνεται μόνον εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία.

Επειδή αυτό το σημείο είναι αρκετά κρίσιμο, γι’ αυτό θα μου επιτραπεί να αναφέρω τον λόγο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής των νηπίων: «Το δε απειρόκακον νήπιον μηδεμιάς νόσου των της ψυχής ομμάτων προς την του φωτός μετουσίαν επιπροσθούσης, εν τω κατά φύσιν γίνεται, μη δεόμενον της εκ του καθαρθήναι υγείας, ότι μηδέ την αρχήν την νόσον τη ψυχή παρεδέξατο». Ό νους του νηπίου είναι καθαρός, δεν έχει ασθενήσει, διακρίνεται για την υγεία και την φυσική κατάσταση, και γι' αυτό δεν εμποδίζεται καθόλου προς την μετουσία του θείου Φωτός.

Πάντοτε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης χρησιμοποιεί παραδείγματα από την παρούσα ζωή για να εξήγηση την ζωή πού αναμένουμε. Έτσι, λοιπόν, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του τρόπου της παρούσης ζωής και του τρόπου της μελλούσης. Όπως τα νήπια κατ' αρχάς θηλάζουν και τρέφονται με το γάλα, στην συνέχεια όμως τρέφονται με άλλες τροφές, αφού η μια τροφή διαδέχεται την άλλη, στον κατάλληλο καιρό, το ίδιο γίνεται και με την ψυχή. Μετέχει της ζωής με την ανάλογη κάθε φορά τάξη και ακολουθία. Αυτό το λέγει ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος στην αρχή πότιζε τους Κορινθίους με γάλα, έπειτα σε όσους συμπλήρωσαν το μέτρο της νοητής ηλικίας, έδινε στερεά τροφή. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του νηπίου και του ωρίμου ανδρός στο τι ευχαριστεί τον καθένα. Ό άνδρας ευχαριστείται από τις επιχειρήσεις πού κάνει, από την κοινή αναγνώριση, από τα δώρα και τις τιμές των άλλων, από την οικογενειακή ζωή, από τις διασκεδάσεις, τα θεάματα, το κυνήγι, κ.λ.π. ενώ το νήπιο ευχαριστείται από το γάλα, την αγκαλιά της παραμάνας, το ήρεμο λίκνισμα, πού φέρει τον γλυκό ύπνο. Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ηλικία, εν σχέση με τα πνευματικά αγαθά. Όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους από αυτήν την ζωή με τις αρετές, κατά την μέλλουσα ζωή θα απολαύσουν την θεία τρυφή, ανάλογα με την έξη πού απέκτησαν από αυτήν την ζωή. Ή ψυχή, όμως, πού δεν έχει γευθεί την αρετή, αλλά ούτε νοσεί και κατά την κακία, μπορεί και αυτή να μετέχει του αγαθού, σε βαθμό πού μπορεί να χωρέσει τα αιώνια αγαθά, δυναμουμένη από την θεωρία του όντος.

Έτσι τα νήπια, καίτοι είναι άπειρα στην κακία, εν τούτοις θα μετέχουν της θείας γνώσεως, του θείου Φωτός, δυναμούμενα από την θεωρία του Θεού, από την θεία Του Χάρη, και, φυσικά, με την θεωρία του Θεού θα προχωρούν προς την τελειότερη γνώση. Άλλωστε, ο Θεός εμφανίζεται σε όλους «τοσούτον εαυτόν διδούς, όσον το υποκείμενον δέχεται». Ή σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης είναι ότι η ψυχή από την φύση της φέρεται προς το αγαθό, προς την μετουσία του θείου Φωτός. Ό άνθρωπος, ανάλογα με την δεκτικότητα του, δέχεται την θεία Χάρη και τον θείο πλουτισμό. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την σωματική ηλικία πού βρίσκεται ο άνθρωπος και από την πληθώρα ή την ανυπαρξία των αρετών. Μέσα σε αυτήν την προοπτική πρέπει κανείς να βλέπει την μελλοντική κατάσταση του ανθρώπου και όχι να συγκρίνει τον βίο της αρετής ενός ωρίμου ανθρώπου με τον βίο του νηπίου και αώρου ανθρώπου. Εκείνος πού επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση «άωρος ο τοιούτος εστί», δηλαδή είναι ο ίδιος ανώριμος, γιατί δείχνει ότι δεν έχει θεολογικά επιχειρήματα.

Το τέταρτο σημείο πού αναλύει ο άγιος Γρηγόριος είναι το, γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθάνει το νήπιο σε τέτοια ηλικία. Αφού προηγουμένως ανέλυσε ότι για την μετουσία του θείου Φωτός δεν παίζουν μεγάλο ρόλο τα χρόνια πού θα ζήσουμε στην ζωή, στην συνέχεια αναπτύσσει γιατί ο Θεός επιτρέπει την σύντομη έξοδο από την ζωή αυτή.

Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι δεν μπορεί κανείς να ενοχοποιήσει τον Θεό στις περιπτώσεις πού γυναίκες φονεύουν τα παιδιά πού γεννούν, λόγω παράνομης κυήσεως. Τις περιπτώσεις όμως πού τα νήπια φεύγουν από τον κόσμο αυτό από κάποια ασθένεια, καίτοι εκδηλώθηκε η φροντίδα και οι προσευχές των γονέων, πρέπει να τις δούμε μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Γιατί τέλεια πρόνοια είναι εκείνη πού δεν θεραπεύει απλώς τα πάθη πού έχουν συμβεί, αλλά προστατεύει τον άνθρωπο να μη γευθεί και εκείνα πού πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Όποιος γνωρίζει το μέλλον, όπως συμβαίνει με τον Θεό, είναι φυσικό να εμποδίζει το νήπιο να αυξηθεί σε ηλικία, ώστε να μην ολοκληρωθεί στο κακό. Έτσι στις τελευταίες περιπτώσεις ο Θεός δεν επιτρέπει να ζήση το νήπιο, ακριβώς γιατί βλέπει το κακό μέλλον του. Και αυτό το κάνει ο Θεός από αγάπη και φιλανθρωπία, χωρίς ουσιαστικά να του στερεί τίποτε από τα μελλοντικά αγαθά, όπως είδαμε προηγουμένως.

Για να κάνη ο άγιος Γρηγόριος κατανοητή αυτήν την οικονομία του Θεού χρησιμοποιεί ένα ωραίο και παραστατικό παράδειγμα.

Ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένα πλούσιο τραπέζι με πολλά ορεκτικά φαγητά. Και ακόμη ας υποτεθεί ότι υπάρχει ένας επιστάτης, ο οποίος γνωρίζει αφ' ενός μεν τις ιδιότητες κάθε φαγητού, ποιο είναι βλαβερό και ακατάλληλο και ποιο είναι κατάλληλο για βρώση, αφ' ετέρου δε, γνωρίζει πολύ χαλά την ιδιοσυγκρασία του κάθε συνδαιτυμώνος. Ας υποτεθεί ακόμη ότι αυτός ο επιστάτης έχει απόλυτη εξουσία να αφήνει κάποιον να τρώγει από τα φαγητά και άλλον να εμποδίζει, ώστε ο καθένας να τρώγει αυτό πού είναι κατάλληλο για την κράση του, και, επομένως, ούτε ο άρρωστος να ταλαιπωρηθεί ούτε ο υγιής να περιπέσει στην αηδία λόγω της πληθώρας των φαγητών. Αν ο επιστάτης διαπιστώσει ότι κάποιος μέθυσε από το πολύ φαγητό και ποτό ή άλλος αρχίζει να μεθά, τον βγάζει έξω από τον συγκεκριμένο χώρο. Υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος πού εξάγεται από τον χώρο εκείνο να στρέφεται εναντίον του επιστάτου, να τον κατηγορεί ότι του στερεί τα αγαθά από φθόνο. Αν όμως δει προσεκτικά αυτούς πού μένουν και υποφέρουν από εμετούς και πονοκεφάλους, λόγω της μέθης και εκφράζονται με άσχημα λόγια, τότε θα ευχαρίστηση τον επιστάτη, γιατί τον απομάκρυνε από το πάθος της άμετρου πλησμονής. Το παράδειγμα αυτό προσαρμόζεται στην ανθρώπινη ζωή. Τραπέζι είναι ο ανθρώπινος βίος, όπου υπάρχουν άφθονα φαγητά. Ή ζωή όμως, δεν είναι γλυκεία σαν το μελί, αλλά έχει και διάφορες δυσάρεστες τροφές, όπως το αλάτι, το ξύδι, πού δυσκολεύουν τον ανθρώπινο βίο. Άλλα φαγητά προκαλούν την έπαρση, άλλα κάνουν τους μετέχοντας να φθάσουν σε παραφορά, να χάσουν, δηλαδή, τα μυαλά τους και σε άλλους προκαλούν εμετό. Ό επιστάτης του τραπεζιού αυτού, πού είναι ο Θεός, βγάζει γρήγορα έξω από το τραπέζι εκείνον πού συμπεριφέρθηκε σωστά, ώστε να μη γίνει όμοιος με εκείνους πού υποφέρουν από την αμετρία της απολαύσεως, λόγω της λαιμαργίας τους.

Έτσι, η θεία Πρόνοια θεραπεύει τις ασθένειες πριν ακόμη εκδηλωθούν. Επειδή ο Θεός με την προγνωστική του δύναμη γνωρίζει ότι το αρτιγέννητο θα κάνει κακή χρήση του κόσμου όταν μεγαλώσει, γι' αυτό το αποσπά από το συμπόσιο της ζωής. Το αρτιγέννητο νήπιο αποσπάται από την ζωή, ώστε να μην εξασκήσει την λαιμαργία του στο τραπέζι της ζωής αυτής. Και στο σημείο αυτό βλέπουμε την μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.

Το πέμπτο σημείο, πού είναι συνέχεια του προηγουμένου, είναι το ερώτημα γιατί ο Θεός κάνει διάκριση στην επιλογή, γιατί, δηλαδή, τον έναν τον αποσύρει προνοητικά, ενώ τον άλλον τον αφήνει να γίνει κακός, ώστε να ευχόμαστε να μην είχε γεννηθεί αυτός ο άνθρωπος. Γιατί το μεν νήπιο παίρνεται προνοητικά από την ζωή αυτή, ενώ αφήνεται ο πατέρας του, ο οποιος πίνει στο συμπόσιο μέχρι τα γηρατειά του, σκορπίζοντας τόσο στον εαυτό του όσο και στους συμπότες του το πονηρό κατακάθι του;

Απαντώντας στο ερώτημα αυτό λέγει ότι όσα θα πει είναι λόγος «τοις ευγνωμονεστέροις», σε αυτούς, δηλαδή, πού είναι ευγνώμονες στον Θεό και, φυσικά, είναι καλοδιάθετοι. Άλλωστε, αυτά συνιστούν μυστήρια τα οποία δεν μπορεί να κατανοήσει η λογική του ανθρώπου, ακριβώς γιατί η «λογική» του Θεού είναι διαφορετική από την λογική του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ο άγιος Γρηγόριος ότι όσα οικονομεί ο Θεός δεν είναι τυχαία και χωρίς λόγο. Ό Θεός είναι λόγος, σοφία, αρετή και αλήθεια και δεν θα δεχόταν τον άσχετο από την αρετή και την αλήθεια. Έτσι άλλοτε, για τους λόγους πού αναφέραμε, αρπάζονται τα νήπια νωρίς από την ζωή, και άλλοτε ο Θεός επιτρέπει κάτι διαφορετικό, γιατί αποβλέπει σε ένα καλύτερο σκοπό.

Επιτρέπεται και παραχωρείται από τον Θεό να παραμένουν και οι κακοί στην ζωή, ώστε να προέλθει κάποια ωφέλεια. Αναφερόμενος στην περίπτωση του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ότι επέτρεψε ο Θεός να παρουσιασθεί ο Αιγύπτιος τύραννος για να παιδευθή ο Ισραηλιτικός λαός, καθώς επίσης απομάκρυνε από την Αίγυπτο τον Ισραηλιτικό λαό, ώστε να μην ομοιάσει με τον αιγυπτιακό λαό και αποκτήσει τις συνήθειες του. Επάνω στο αμόνι με τα κτυπήματα και ο σκληρότερος σίδηρος, πού δεν μαλακώνει στην φωτιά, μπορεί να λάβει την μορφή κάποιου χρήσιμου εργαλείου. Επίσης αντιμετωπίζεται και ένα άλλο επιχείρημα.
Υποστηρίζουν μερικοί ότι δεν απήλαυσαν όλοι στην ζωή αυτή τους καρπούς της μοχθηρίας, ούτε οι ενάρετοι ωφελήθηκαν από τους ιδρώτες της αρετής. Σε αυτό ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης απαντά ότι και οι ενάρετοι στην άλλη ζωή θα χαρούν, αντιπαραβάλλοντας τα δικά τους αγαθά με την απώλεια των καταδικασθέντων.    Αυτό λέγεται από την άποψη ότι η αντιπαράθεση των αντιθέτων γίνεται «προσθήκη της ευφροσύνης και επίτασις τοις εναρέτοις». Βέβαια, δεν σημαίνει ότι χαίρονται για την καταδίκη άλλων ανθρώπων, αλλά ευγνωμονούν τον Θεό για την σωτηρία τους, αφού βιώνουν την μακαριότητα της αρετής, αντιπαρατιθέμενη στα δυσάρεστα της αμαρτίας και των παθών.

Επομένως, τα νήπια αφαρπάζονται πρόωρα από την ζωή με την οικονομία του Θεού για να μην περιπέσουν σε δεινότερα κακά. Αν, βέβαια, μερικά ζουν και γίνονται κακά, αυτό εξηγείται από άλλους λόγους πού βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια και την σοφία του Θεού. Οπωσδήποτε, κάποια ωφέλεια θα προέλθει, αφού ο Θεός δεν κάνει τίποτε άνευ λόγου και σκοπού. Το γεγονός είναι ότι τα νήπια πού φεύγουν πρόωρα από την ζωή ούτε βρίσκονται σε αλγεινή κατάσταση ούτε εξισώνονται με αυτούς πού αγωνίσθηκαν να καθαρθούν με κάθε αρετή. Βρίσκονται μέσα στην Πρόνοια του Θεού. Άλλωστε, η πορεία προς τον Θεό και η μετουσία του ακτίστου Φωτός είναι φυσική κατάσταση της ψυχής, και αυτήν δεν είναι δυνατόν να στερηθούν τα νήπια, αφού με την δύναμη της θείας Χάριτος μπορούν να φθάσουν στην θέωση.

8. Συμπέρασμα

Το γενικό συμπέρασμα αυτού του κεφαλαίου είναι ότι η ψυχή του ανθρώπου, όταν δημιουργείται από τον θεό βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση, στον φωτισμό. Ό θάνατος, πού δεν είναι δημιούργημα τον θεού αλλά ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, επειδή απομακρύνθηκε από τον θεό, πού είναι ή αληθινή ζωή, είναι κάτι το συνταρακτικό στην ζωή του ανθρώπου, είναι ένα παράσιτο, πού δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ή ενανθρώπηση του Χρίστου απέβλεπε στην νίκη εναντίον του θανάτου. Παρά την νίκη του πάνω στον θάνατο, ο άνθρωπος τον γεύεται, ώστε δια του τρόπου αυτού να νικηθούν τα πάθη και ή αμαρτία. Μέσα στην Εκκλησία γευόμαστε την υπέρβαση του θανάτου. Οι δίκαιοι πού συνδέονται με τον Χριστό, τον νικητή του θανάτου, δεν φοβούνται τον θάνατο, όταν πλησιάζει στην ύπαρξη τους, δεν πτοούνται από τους δαίμονες πού θέλουν να αρπάξουν την ψυχή τους. Ή ώρα και η ήμερα του θανάτου στους αγίους είναι ονομαστήριος ήμερα, αφού τότε εορτάζουν και πανηγυρίζουν. Το φοβερό μυστήριο του θανάτου, πού είναι ο χωρισμό της ψυχής από το σώμα, γίνεται μια τελετή, μια μετάβαση από τα λυπηρότερα στα θυμηδέστερα, διάδοση «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Το σώμα του ανθρώπου μετά τον θάνατο απλώς κοιμάται, γιατί ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, έως την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου, οπότε οι ψυχές θα εισέλθουν στα αναστημένα σώματα, για να παρουσιασθούν ενώπιον του φοβεροί βήματος του Χρίστου και να κριθούν.

Ό φόβος του θανάτου, πού καλλιεργήθηκε από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιείται για να φθάσουμε στην αφοβία του θανάτου. Ό φόβος του θανάτου, και όλων των δεινών πού συνδέονται με αυτόν, καλλιεργεί την μετάνοια. Δεν πρόκειται για έναν φόβο με ψυχολογικό περιεχόμενο, αλλά για πνευματικό φόβο, πού αναπτύσσει την μετάνοια και δημιουργεί έμπνευση για προσευχή και σωτηρία. Δεν μπορεί να νοηθεί μετάνοια χωρίς τον φόβο του θανάτου. Γι' αυτό, όσοι επιδιώκουν με τον στοχαστικό λόγο να αμβλύνουν το φοβερό μυστήριο του θανάτου, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, αποτρέπουν τον άνθρωπο από την μετάνοια, πού συνιστά τον πραγματικό θάνατο της ψυχής. Πραγματικά, ο φόβος του θανάτου οδηγεί στην αφοβία και την υπέρβαση του θανάτου.

 86. Βλ. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 8 ΕΠΕ, σελ. 438 και εξής

(Βιβλίο:Η Ζωή μετά τον θάνατο (Δ). Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

Μέση κατάσταση των ψυχών

Ή ζωή της ψυχής μετά την έξοδο της μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, κατά την όποια θα ενωθεί με τα αναστημένα σώματα, λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών. Ή ψυχή, δηλαδή, βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της βιολογικής ζωής και της εκ νέου επισυνάψεώς της με τα αφθαρτοποιημένα σώματα, μετά την ανάσταση τους. Πρόκειται για μια ιδιότυπη κατάσταση πού δεν είναι φυσική για την ψυχή, αφού ζή χωριστά από το σώμα με το όποιο συνδέθηκε αμέσως μετά την δημιουργία της από τον Θεό.

Χρειάζεται πολλή προσοχή όταν χρησιμοποιούμε την φράση «μέση κατάσταση των ψυχών», γιατί οι Λατίνοι δίνουν άλλη σημασία. Ενώ μπορούμε να κάνουμε λόγο για την μέση κατάσταση των ψυχών με την έννοια πού αναφέραμε προ ολίγου, οι Λατίνοι εννοούν την περίοδο εκείνη πού όλες οι ψυχές διέρχονται από το λεγόμενο καθαρτήριο πυρ, για να εξαγνισθούν. Κατά τους Λατίνους και οι ψυχές των δικαίων διέρχονται από αυτό το πυρ. Δεν θα επιμείνουμε στο θέμα αυτό, γιατί θα αναφερθούμε διεξοδικά σε άλλο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου. Στα επόμενα, λοιπόν, θα δούμε αναλυτικότερα πού ζουν οι ψυχές των ανθρώπων και πώς ζουν. Είναι ερωτήματα πού απασχολούν πολύ τους ανθρώπους της εποχής μας. Βέβαια, δεν έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα δώσουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις, αφού αυτά είναι μυστήρια, τα όποια στην τελειότητα τους θα αποκαλυφθούν στο μέλλον. Όμως οι άγιοι, πού αξιώθηκαν από τον Θεό να πληροφορηθούν μερικές αλήθειες από αυτά τα μυστήρια, μας τις απεκάλυψαν. Έτσι, στην συνέχεια, θα επιμείνουμε πάρα πολύ, όπως το κάνουμε συνήθως, στο τι λένε οι άγιοι Πατέρες για να πληροφορηθούμε τα μεγάλα αυτά γεγονότα.

Έχουμε αναφέρει ότι οι ψυχές είναι κτιστές, δηλαδή είναι δημιουργήματα του Θεού, πού σημαίνει έχουν μια ορισμένη αρχή, αλλά ο Θεός θέλησε να μην έχουν τέλος. Επίσης, η ψυχή συνιστά το νοερό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου, ενώ το σώμα το αισθητό. Ή ψυχή είναι αόρατη από τις σωματικές αισθήσεις, αλλά όμως δεν είναι καθ' ολοκληρίαν άϋλη. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διδάσκει ότι και οι άγγελοι λέγονται νοερά πνεύματα, έχουν νοητή ουσία, λέγονται ασώματοι, επειδή συγκρίνονται με την παχύτητα της ύλης. Γιατί στην πραγματικότητα «μόνον όντως το θείον άϋλόν τε και ασώματον»66.

Όταν κάνουμε λόγο για ασώματα, αόρατα και ασχημάτιστα το εννοούμε κατά δύο τρόπους. Αφ' ενός μεν κατ' ουσίαν, άφ' ετέρου δε κατά χάριν. Το κατ' ουσίαν συνιστά το κατά φύσιν, ενώ το κατά χάριν συνιστά την σύγκριση με την ύλη. Έτσι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ασώματος, αόρατος και ασχημάτιστος κατά την φύσιν είναι μόνον ο Θεός, ενώ οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ψυχές των ανθρώπων είναι ασώματοι, αόρατοι και ασχημάτιστοι κατά χάριν και «ως προς την της ύλης παχύτητα»67. Επομένως, οι ψυχές είναι νοερές, δεν είναι όμως πνεύματα, όπως ο Θεός. αλλά είναι κτιστές και αιθέριες. Όπως οι άγγελοι, καίτοι είναι λειτουργικά πνεύματα, λέγονται αιθέρια όντα, έτσι και οι ψυχές είναι αιθέριες. Με αυτήν την έννοια λέμε πώς οι ψυχές μετά την έξοδο τους από τα σώματα παραλαμβάνονται από τους αγγέλους ή τους δαίμονες. Αν ήταν απλώς νοερές, πώς θα γινόταν αυτό;

Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα από τους φιλοσόφους και τους διαφόρους θρησκευόμενους. Γιατί πάντοτε ο άνθρωπος προσπαθούσε να βρει μια απάντηση στα ερωτήματα της μετά τον θάνατο ζωής. Ό άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης καταγράφει τις κατηγορίες των ανθρώπων αυτών. Λέγει ότι οι ανίεροι άνθρωποι έχουν διατυπώσει πολλές θεωρίες για την κατάσταση της ψυχής μετά την έξοδο της από το σώμα. Άλλοι νομίζουν ότι μεταβαίνουν στην ανυπαρξία, άλλοι ότι διασπάται οριστικά ή συζυγία των ψυχών με τα σώματα, όποτε δεν μιλούν για την ανάσταση των σωμάτων και την εκ νέου ένωση ψυχής και σώματος, άλλοι αποδίδουν στις ψυχές συζυγίες άλλων σωμάτων, αφού, όπως πιστεύουν, οι ψυχές συνδέονται και με άλλες σαρκώσεις, όπως λέγει η θεωρία της μετενσάρκωσε ως της ψυχής η μετεμψυχώσεως των σωμάτων, και άλλοι θεωρούν την άλλη ζωή ως ομοειδή με την παρούσα ζωή, αφού κηρύσσουν ότι οι ισάγγελοι έχουν τροφές πού αρμόζουν σε φθαρτό βίο. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκουν οι Χιλιαστές. Όμως ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης όλες αυτές τις θεωρίες περί της ψυχής μετά τον θάνατο τις θεωρεί πλάνες, γι' αυτό, όπως χαρακτηριστικά λέγει κανείς από τους ιερότατους άνδρες δεν θα περιπέση σε τέτοιες πλάνες68.

Υπάρχουν πολλά χωρία στην Αγία Γραφή πού δηλώνουν ότι οι ψυχές ζουν μετά θάνατον. Είναι γνωστό το θαύμα της αναστάσεως του υιού της χήρας στά Σαρεπτά από τον Προφήτη Ηλία. Ό Προφήτης προσευχήθηκε στον Θεό: «Κύριε ο Θεός, επιστραφήτω δη η ψυχή του παιδαρίου τούτου εις αυτόν». Και μετά την προσευχή «εγένετο ούτως» και αναστήθηκε το παιδίον (Γ' Βας. ιζ', 21-23). Το ότι επέστρεψε η ψυχή του παιδίου σημαίνει ότι υπήρχε μετά τον θάνατο, δεν περιήλθε σε ανυπαρξία. Το ίδιο ακριβώς παρατηρούμε και στις αναστάσεις του Λαζάρου και του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου. Επέστρεψαν οι ψυχές τους με τον λόγο του Χριστού. Ή Αγία Γραφή, κατά την κοίμηση των μεγάλων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης συνήθως λέγει ότι προσετέθη το πνεύμα αυτών «εις τους πατέρας αυτών» (Γεν. κε', 8).

Κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού εμφανίστηκαν οι δύο μεγάλες προφητικές φυσιογνωμίες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Προφήτης Ηλίας. Και ο Χριστός στον ληστή, πού τον ομολόγησε, διαβεβαίωσε: «Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδεισω» (Λουκ. κγ', 43). Ό Χριστός με αυτόν τον λόγο διαβεβαιώνει ότι μετά τον θάνατο του ανθρώπου η ψυχή υπάρχει, δεν χάνεται, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά χωρία, αλλά θα περιοριστούμε μόνον σε αυτά. Ολόκληρη η πατερική παράδοση και η εκκλησιαστική εμπειρία διαβεβαιώνει αυτήν την πραγματικότητα, ώστε η αντίθετη σκέψη να αποτελεί ασέβεια και άρνηση της άποκεκαλ υμμένης πίστεως. Πραγματικά, όποιος παραδέχεται το αντίθετο κλονίζει τα θεμέλια της πίστεως, αφού αγωνιζόμαστε να τηρούμε τις εντολές του Χρίστου στην καθημερινή μας ζωή, για να μείνουμε αιωνίως με τον θεό. Ό Όσιος Νικήτας ό Στηθάτος θα πή: «Ζώσιν ουν, ως είρηται, πάντες οι ευσεβώς ζήσαντες καν ενθένδε απαλλαγώσι». Και για να μη δημιουργηθεί καμιά εντύπωση ότι μόνον οι ψυχές των ευσεβών ζουν μετά τον θάνατο συνεχίζει για να πή ότι αυτό γίνεται και με τις ψυχές των ασεβών και αδίκων ανθρώπων. Όχι μόνον οι ευσεβείς ζουν μετά τον θάνατο, «αλλά και οι ασεβείς αυτοί απεκδεχόμενοι τούτων έκαστος των έργων αυτού την άντιμισθίαν κατάλληλον»69.

Ένα ενδιαφέρον σημείο, πού τονίζεται στα έργα των αγίων Πατέρων, το οποίο στρέφεται σαφώς εναντίον της μετεμψυχώσεως είναι ότι, καίτοι η ψυχή του ανθρώπου χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου. Εφ' όσον η ψυχή δημιουργείται από τον θεό μαζί με το σώμα, σημαίνει ότι είναι μοναδική για κάθε άνθρωπο.

Ή λέξη υπόσταση προέρχεται από το ρήμα υφίστημι και δηλώνει, στην αρχική της σημασία, το «ίστασθοι υποκάτω», εννοώντας την σταθερότητα, το θεμέλιο, την βάση, κ.λ.π. Στην θεολογική γλώσσα η υπόσταση δηλώνει κυρίως την ύπαρξη, την πραγματικότητα σε αντίθεση με το φαινόμενο70. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο όρος υπόσταση δηλώνει δύο πράγματα. Πρώτον, την ύπαρξη και δεύτερον, την ιδιαίτερη ύπαρξη κάθε ανθρώπου71. Δηλαδή ο άνθρωπος είναι υπόσταση, έχει αληθινή ύπαρξη, αλλά και ο κάθε άνθρωπος έχει την ιδιαίτερη ύπαρξη, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού τον διακρίνουν από τους άλλους ανθρώπους, από τις άλλες υποστάσεις. Ό άνθρωπος από την δημιουργία του συγκροτεί μια ιδιαίτερη υπόσταση-πρόσωπο, και αυτή η υπόσταση δεν καταργείται ακόμη και με τον θάνατο του. Ό άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η υπόσταση είναι η σύμπηξη εκ σώματος και ψυχής κατά την αρχή της υπάρξεως κάθε ανθρώπου. Δηλαδή, ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα, τα οποία ενώθηκαν σε μια υπόσταση από τον θεό κατά την αρχή της δημιουργίας του. Αυτή ή υπόσταση δεν διασπάται ούτε και με τον θάνατο. Γι' αυτό, «ει γαρ και χωρίζεται η ψυχή του ανθρώπου εν τω θανάτω, άλλ' ή ύπόστασις αμφοτέρων μία και η αυτή εστίν». Έστω κι αν χωριστούν η ψυχή και το σώμα, εν τούτοις «μένει το τε σώμα και ή ψυχή, αεί μίαν την αρχήν της εαυτών έχοντα υπάρξεως τε και υποστάσεως»72.

Γι' αυτό και ο Κύριος στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγει ότι ο πλούσιος είδε τον Λάζαρο στους κόλπους του Αβραάμ, και όχι απλώς την ψυχή του Λαζάρου. Γιατί, αν και ή ψυχή του Λαζάρου βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ, εν τούτοις είναι ο Λάζαρος, αφού δεν καταργείται ή υπόσταση του ανθρώπου με τον θάνατο.

Ή διδασκαλία, ότι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, συναντάται και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Μάλιστα, ο ίδιος χρησιμοποιεί δύο καταπληκτικά παραδείγματα.

Το ένα παράδειγμα προέρχεται από την ζωγραφική τέχνη. Ό ζωγράφος προκειμένου να αποδώσει την μορφή κάποιου γεγονότος ή προσώπου, όχι μόνον γνωρίζει να αναμειγνύει τα αντίθετα μεταξύ τους χρώματα, αλλά και να διακρίνει τα μεμειγμένα. Έχει σαφή γνώση της ιδιοσυγκρασίας των χρωμάτων, του μαύρου, του λευκού, του κόκκινου, του κίτρινου, καθώς επίσης γνωρίζει και τι σχηματίζει η μείξη μερικών με τα άλλα. Επίσης και μετά την ένωση τους δεν χάνει την γνώση των αρχικών χρωμάτων. Αυτό γίνεται και με την ψυχή εν σχέσει με το σώμα, πού αποτελείται από πολλά στοιχεία.

Ή ψυχή γνωρίζει την φυσική ιδιότητα των στοιχείων τα όποια ενώθηκαν για την κατασκευή του σώματος και μετά την διάλυση τους. Και όταν ακόμη τα στοιχεία πού συγκροτούν το σώμα διασπαστούν και τεθούν σε διαφορετικά μέρη, και τότε τα γνωρίζει και με την γνωστική της δύναμη εφάπτεται αυτών, τα προσεγγίζει, έως ότου τα στοιχεία αυτά ενωθούν εκ νέου και γίνει αναστοιχείωση του διαλυθέντος σώματος. Αυτή ή επανένωση θα γίνει με τον λόγο του Θεού κατά την Δευτέρα Παρουσία. Αυτή είναι ή ανάσταση του σώματος. Το γεγονός είναι ότι ή ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, έχει γνώση και ενθύμηση των στοιχείων από τα όποια αποτελείτο το δικό της σώμα.

Το άλλο παράδειγμα προέρχεται από την κεραμική τέχνη και καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, ή ψυχή δεν δυσκολεύεται να διακρίνη μέσα σε άλλα ξένα στοιχεία το δικό της σώμα. Τα διάφορα πήλινα αντικείμενα κατασκευάζονται από τον ίδιο πηλό. Καίτοι προέρχονται από την ίδια ύλη, εν τούτοις κάθε ένα έχει την ιδιομορφία του, αφού το ένα είναι πιθάρι, το άλλο αμφορεύς, το τρίτο πινάκιο ή τρίβλιο κ.λ.π. Όλα αυτά τα αντικείμενα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα αναγνωρίζονται από τους κατόχους τους. Αν όμως συντρίβουν και ανακατευθούν, τότε και πάλι αναγνωρίζονται, ποιο τμήμα ανήκει στον αμφορέα, ποιο ανήκει στο πιθάρι κ.λ.π., από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα τους. Αν ακόμη τα συντριβέντα πήλινα αντικείμενα ανακατευθούν με τον ακατέργαστο πηλό, και τότε γίνονται ευκολότερα φανερά από τους κατόχους τους.

Το ίδιο γίνεται και με την ψυχή, ή όποια μετά την αναχώρηση της από το σώμα, και μετά την διάλυση του σώματος, γνωρίζει το δικό της σώμα έστω κι' αν αναμείχθηκαν τα μέλη του σώματος της με μέλη άλλων σωμάτων, έστω κι' αν ενώθηκαν με τα στοιχεία της ακατέργαστης ύλης, όπως το νερό, αέρα, κ.λ.π. Ή ψυχή πάντοτε γνωρίζει το σώμα της γιατί είναι ενωμένη με αυτό. «Ή ψυχή αεί επισταμένη το ίδιον, οίον τε συνεστώς εν τω σχήματι ην»73.

Αυτό δείχνει ότι ο θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν καταργεί την υπόσταση του ανθρώπου, ο άνθρωπος παραμένει παρά τον χωρισμό. Ό χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι προσωρινή κατάσταση, αφού πάλι θα ενωθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Επομένως, δεν μπορούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία να δεχθούμε τον θάνατο και την εξαφάνιση της ψυχής μετά τον χωρισμό της από το σώμα, ούτε την μετενσάρκωση της σε άλλα σώματα. Κάθε σώμα συνδέεται με μια ψυχή, και κάθε ψυχή συνδέεται με ένα σώμα. και τα δυο μαζί αποτελούν την ιδιαίτερη υπόσταση, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Όταν χαρακτηρίζουμε τον άνθρωπο υπόσταση-πρόσωπο εννοούμε, εκτός των άλλων, και αυτήν την μοναδικότητα και σταθερότητα της υπάρξεως.

Ακριβώς δε αυτή η διδασκαλία περί της μη καταργήσεως της υποστάσεως αναιρεί κάθε θεωρία περί μετενσαρκώσεως ή μετεμψυχώσεως. Γιατί τέτοιες απόψεις θεωρούν την μία ψυχή να έχει πολλά σώματα και πολλές άλλες υπάρξεις. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναιρώντας αυτήν την θεωρία, λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται τέτοια πράγματα «υβρίζουσι τη κοινότητι το ανθρώπινον», δηλαδή υβρίζουν την ανθρώπινη φύση, αφού παραδέχονται ότι η ίδια ψυχή άλλοτε γίνεται ψυχή ανθρώπου, άλλοτε ζώου, ερπετού, φυτού, κ.λ.π. Τέτοιες απόψεις χαρακτηρίζονται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσοης «λήρος», δηλαδή φλυαρίες και ανοησίες. Και με σειρά επιχειρημάτων ανατρέπει αυτές τις απόψεις.

Λέγει ότι όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο συγχέουν τις ιδιότητες της φύσεως, αφού αναμειγνύουν μεταξύ τούς το άλογο, το λογικό, το αισθητικό, το αναίσθητο. Γιατί, την ίδια ψυχή άλλοτε την θεωρούν λογική και διανοητική, άλλοτε ότι ζή στις φωλιές των ερπετών, άλλοτε να γίνεται σαρκοφάγο ή να συναγελάζεται με τα όρνεα, άλλοτε να μεταπίπτη στην κατάσταση των αναίσθητων και να γίνεται φυτό ή να παράγη δηλητήρια κ.λ.π. Το φοβερό είναι ότι ο άνθρωπος, κι αν ακόμη δη ένα από τα δηλητηριώδη και σαρκοβόρα θηρία, θα θεώρηση ότι είναι ομόφυλο και συγγενές με αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ή ζωή γίνεται πολύ δύσκολη, αφού άλλοτε είναι υποχρεωμένος ο άνθρωπος να σέβεται τα πάντα ως ομόφυλα και συγγενή, και άλλοτε να συμπεριφέρεται σκληρά, αν νομίζη ότι οι άνθρωποι δεν διαφέρουν από τα δένδρα, τα φυτά, τα ζώα, κ.λ.π. Τότε πώς θα συμπεριφέρεται προς την φύση αν υποψιάζεται ότι μέσα σε αυτήν ενδεχομένως να υπάρχουν ψυχές ανθρώπων; Γι' αυτό έκτος από άλλους λόγους, η θεωρία περί μετεμψυχώοεως είναι «απόβλητος»74.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δεχόμαστε τέτοιες απόψεις. Υπάρχουν μάλιστα και καταδικαστικές αποφάσεις. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» μεταξύ των άλλων λέγεται: «Τοις ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη Ορθοδόξω και Καθολική Εκκλησία, περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού, και γης, και των άλλων κτισμάτων, άναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν, α ν ά θ ε μ α». Αναθεματίζονται, δηλαδή, όσοι στο θέμα των ανθρωπίνων ψυχών αναμειγνύουν την ορθόδοξη πίστη με τα δόγματα των αρχαίων ειδωλολατρών.

Και σέ άλλον αναθεματισμό αναφέρεται: «Τοις την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τάς τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών ή και ομοίως τοις αλόγοις ζωοις ταύτας απολλύσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις, και δια τούτο άνάστασιν, κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν άθετουοιν, α ν ά θ ε μ α»75.

Σε άλλο σημείο του κεφαλαίου αυτού είδαμε λεπτομερώς ότι η ψυχή των ανθρώπων μετά την έξοδο από το σώμα παραλαμβάνεται ή από αγγέλους και πορεύεται στους κόλπους του Αβραάμ ή από δαίμονες και πορεύεται στον Άδη. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όπως την διδάσκει η Εκκλησία μας.

Όμως, τόσο οι δίκαιοι όσο και οι αμαρτωλοί δεν απολαμβάνουν τελείως του Παραδείσου και της Κολάσεως, αλλά προγεύονται της χαράς των δίκαιων και της οδύνης των αμαρτωλών αντίστοιχα. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι ή απόλαυση και ή μακαριότητα των αγίων, είτε την ονομάζουμε θεωρία, είτε μετοχή, είτε κοινωνία Θεού, είτε βασιλεία, καίτοι απολαμβάνεται με την έξοδο της ψυχής από το σώμα, εν τούτοις «ατελής εστί πάσα και ελλιπής ως προς εκείνην την ελπιζομένην αποκατάστασιν». Και είναι μερική και ελλιπής , γιατί οι ψυχές περιμένουν και τα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ώστε και με αυτά να δοξαστούν τελείως76.

Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα, αναμένει την έλευση του Χριστού και το μελλοντικό δικαστήριο, οπότε θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, αλλά προαπολαμβάνει την κατάσταση εκείνη ανάλογα με τα έργα της, παραμένοντας στους ιδιαίτερους τόπους, οι όποιοι πρέπει να νοηθούν ως ιδιαίτεροι τρόποι ζωής.

Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός λέγει ότι και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί «είναι εκατέρους εν τοις προσήκουσι τόποις». Οι μεν δίκαιοι ζουν άνέτοι και ελεύθεροι στον ουρανό με τους αγγέλους και τον Θεό στον Παράδεισο, από τον όποιο εξέπεσε ό Αδάμ, οι δε αμαρτωλοί βρίσκονται στον Άδη και ζουν με στενοχώρια και απαραμύθητη λύπη σαν κατάδικοι πού περιμένουν την απόφαση του κριτού. Ούτε οι δίκαιοι απολαμβάνουν τελείως της Βασιλείας των Ουρανών, ούτε οι αμαρτωλοί της Κολάσεως77. Έτσι παρατηρούμε ότι γίνεται μια διάκριση μεταξύ Παραδείσου και Βασιλείας των Ουρανών, καθώς επίσης και μεταξύ Άδου και Κολάσεως. Οι δίκαιοι εισέρχονται στον Παράδεισο μετά τον θάνατο τους και αναμένουν την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών μετά την ανάσταση των σωμάτων. Και οι αμαρτωλοί εισέρχονται στον Άδη μετά τον θάνατο και θα εισέλθουν στην Κόλαση μετά την ανάσταση των σωμάτων και την τελική κρίση.

Φυσικά, δεν πρόκειται περί αισθητών τόπων, αλλά νοερών. Ξέρουμε ότι η ψυχή πού εξέρχεται από το σώμα, δεν ενεργεί δια των αισθήσεων, δεν περικλείεται σε έναν αισθητό τόπο, δεν έχει ανάγκη των υπηρεσιών του σώματος. Ό άγιος Μάρκος ο Ευγενικός θα πει ότι όταν λέμε ότι οι άγγελοι κατοικούν στον ουρανό, δεν εννοούμε έναν σωματικό τόπο «αλλά τον υπέρ αίσθησιν μάλλον και νοητόν τόπον», έστω κι αν τον αποκαλούμε τόπο. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας χωρίο του άγιου Ιωάννου του Δαμασκηνού, λέγει ότι νοητός τόπος είναι «ένθα νοείται και εστίν ή νοητή και ασώματος φύσις, ένθα πάρεσι και ενεργεί». Αυτός ο τόπος, πού είναι νοητός και ασώματος, υπερουράνιος και υπερκόσμιος είναι ο τόπος των αγγέλων και των άγιων. Νοητός τόπος είναι αυτός πού ενεργεί ο Θεός και φανερώνει την δόξα Του78.

Επομένως, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε έναν ιδιαίτερο τόπο πού κατοικούν οι ψυχές των άγιων και οι ψυχές των αμαρτωλών. Χρησιμοποιούμε τους όρους Παράδεισος και Άδης για να δείξουμε τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, αφού οι δίκαιοι μετέχουν της δόξης του Θεού, ενώ οι αμαρτωλοί δέχονται την καυστική ενέργεια του Θεού.

Ό άγιος Διάδοχος ο Φωτικής κάνει μια παρατήρηση πού πρέπει στο σημείο αυτό να παραθέσουμε, γιατί συνδέεται με την κατάσταση των ψυχών μετά την έξοδο τους από το σώμα, σχετικά με τον υλικό κόσμο. Λέγει ότι ο άνθρωπος έχει την ολοκλήρωση του στην ενότητα ψυχής και σώματος, ενώ οι άγγελοι έχουν την ολοκλήρωση τους μέσα στην απλότητα της φύσεως. Γι' αυτόν τον λόγο οι άγγελοι μπορούν να δουν όχι μόνον όσα βρίσκονται πάνω από τον τόπο, αλλά και όσα βρίσκονται μέσα στον τόπο. Επειδή έχουν αραιά φύση, γι’ αυτό δεν βλέπονται από τα όντα πού έχουν πυκνή φύση, αλλά αυτοί μπορούν να βλέπουν τα όντα με την Πυκνή φύση. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις ψυχές. Όταν η ψυχή χωρισθεί από το σώμα, λόγω του ότι δεν είναι ολόκληρη μόνο με τον εαυτό της, «ουκέτι τα εν τόπω δύναται οράν». Μετά τον χωρισμό «μηκέτι ταύτα οράν άπερ εώρα δια του σώματος»79. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν την ανάμνηση και δεν ενδιαφέρονται για μας. Ό Πλούσιος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του πού ζούσαν, καίτοι δεν μπορούσε να βοηθήσει. Δηλαδή, οι ψυχές των κεκοιμημένων θυμούνται, τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκαν στην ζωή, ενδιαφέρονται γι’ αυτούς, αλλά βρίσκονται σε άλλη διάσταση χώρου και χρόνου. Οι ψυχές των αγίων, επειδή διαθέτουν αγάπη και έχουν κοινωνία με τον Θεό, δια του Θεού γνωρίζουν την κατάσταση μας, μας ακούν, δέχονται τις προσευχές μας και παρακαλούν τον Θεό για μας. Αυτό γίνεται δια της Χάριτος, λόγω της ενότητας τους με τον Θεό. Δεν είναι η φυσική τους κατάσταση. Αλλά αυτό πού τόνισε ο άγιος Διάδοχος λέγεται για να φανή η διαφορά, ως προς το σημείο αυτό, μεταξύ των ψυχών των ανθρώπων και των αγγέλων.

Όπως είπαμε προηγουμένως, οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών μετά την έξοδο τους βρίσκονται στον Άδη, πού είναι διάφορος από την Κόλαση. Ό Άδης είναι πρόγευση των αιωνίων βασανιστηρίων, είναι θα λέγαμε ο προθάλαμος, όπου περιμένουν οι ψυχές σαν κατάδικοι, για να δικαστούν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι με την ονομασία Άδη δεν πρέπει να εννοούμε κάποιον τόπο, αλλά κάποια κατάσταση της ψυχής, αειδή και ασώματη. «...Τον μνημονευθέντα νυν άδην μη τόπον τινά ούτως ονομαζόμενον οίεσθαι, αλλά τίνα κατάστασιν ζωής αειδή και ασώματον...»80. Με την ονομασία Άδη δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά «την εις το αειδές και αφανές μεταχώρησιν» της ψυχής»81. Υπό αυτήν την έννοια ο όσιος Νικήτας ό Στηθάτος χαρακτηρίζει με την λέξη Άδη -τους αφεγγείς και σκοτεινούς τόπους- δεσμωτήριο και φυλακή82.

Αν η ψυχή δεν είχε θεραπευθεί, όταν ήταν ενωμένη με το σώμα, μετά την έξοδο της από αυτό υποφέρει και βασανίζεται από τα πάθη, δεν αισθάνεται καμμιά παράκληση και παρηγοριά, δεν μετέχει της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, και αυτό είναι σκότος, αφεγγής τρόπος ζωής, μαρτύριο, βασανιστήριο. Αυτό λέγεται Άδης. Αντίθετα, οι δίκαιοι μετά την έξοδο τους από την ζωή αυτήν ζουν στον Παράδεισο, στους κόλπους του Αβραάμ, δηλαδή μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού. Ό όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέγει ότι οι ψυχές των αγίων, πού είναι καθαρές και ευώδεις, θεοειδείς και πεπληρωμένες ενθέου δόξης και ακραιφνέστατου φωτός, όταν εξέρχονται από το σώμα, λάμπουν όπως ο ήλιος από τα έργα της δικαιοσύνης, της σοφίας και της καθαρότητας. Αυτές οι ψυχές πορεύονται «δια των απαγόντων φίλων αγγέλων προς το πρώτον φως»83.

Πρώτον Φως είναι ο Τριαδικός Θεός, η Θεότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δεύτερα φώτα είναι οι άγγελοι και οι δίκαιοι, πού μετέχουν του πρώτου Φωτός. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και όλοι οι άγιοι Πατέρες, θα ήθελα να μνημονεύσω μόνον τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο όποιος, θέτοντας την ερώτηση που βρίσκονταν τα πνεύματα των απ’ αιώνος αγίων, άπαντα: «Ουκ εν τω υπερουρανώ φωτί μετά των αγγέλων της αυτής είσιν απολαύοντα φωτοχυσίας;»84. Οι ψυχές των αγίων βρίσκονται μέσα στο υπερουράνιο φως μαζί με τους αγγέλους και απολαμβάνουν την ίδια με αυτούς φωτοχυσία.

Λέγαμε προηγουμένως ότι οι ψυχές των ανθρώπων μετά τον χωρισμό τους από το σώμα απολαμβάνουν τα όσα έπραξαν και έζησαν στην ζωή τους, δηλαδή βιώνουν καταστάσεις ανάλογα με τον τρόπο ζωής τους. Αν έχουν καθαρθή, θα απολαύσουν της φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού, ενώ αν δεν θεραπεύθηκαν, θα βιώσουν την καυστική ενέργεια του Θεού, θα εισέλθουν σε τόπο αφεγγή και σκοτεινό, πού ονομάζεται Άδης. Όμως υπάρχει ένα χωρίο του αγίου Ανδρέου Κρήτης στο όποιο αναφέρεται ότι από τον Άδη θα περάσουν και οι ψυχές των αγίων μετά την έξοδό τους από το σώμα. Ό ίδιος το συνδέει αυτό και με την Παναγία. Διδάσκει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ότι είναι σαφές και αναντίρρητο ότι οι ψυχές όλων των ανθρώπων, ακόμη δε και των αγίων «τον αειδή τόπον εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δε». Οι ψυχές των άγιων διέρχονται από τον Άδη χωρίς να κρατούνται, ενώ οι ψυχές των αμαρτωλών κρατούνται στον αφεγγή και αειδή εκείνον τόπο. Αυτό γίνεται ώστε οι άγιοι να διερευνήσουν και να μυηθούν στο ξένο μυστήριο της θείας οικονομίας, δηλαδή στην κάθοδο του Κυρίου στον Άδη και ακόμη να γνωρίσουν την νίκη του Χριστου πάνω στον Άδη και τον θάνατο85.

Βέβαια, και αυτή η άποψη όταν τεθή μέσα στα πλαίσια των διδασκαλιών των άλλων Πατέρων, πού παραθέσαμε προηγουμένως, μπορεί να εξηγηθεί ορθόδοξα, ότι δηλαδή, οι ψυχές των αγίων διερχόμενες με την Χάρη του Θεού δια του θανάτου, μυούνται μυστικά και αποτελεσματικά στην νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο και τους πονηρούς δαίμονες. Αυτή είναι η μεγαλύτερη γνώση.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η μέση κατάσταση των ψυχών είναι μια περίοδος αναμονής, κατά την διάρκεια της οποίας οι ψυχές προαπολαμβάνουν αυτά πού περιμένουν και τα όποια έχουν σχέση με όσα έζησαν, όταν βρίσκονταν ενωμένες με τα σώματα. Γι' αυτό χρειάζεται να προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους μας, γιατί το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη. Σε αυτό συντελούν τα μνημόσυνα και οι προσευχές της Εκκλησίας. Ωφελούνται οι ψυχές με τρόπο πού δεν γνωρίζουμε επακριβώς. Πάντως, είναι καθήκον μας να τους μνημονεύουμε στις προσευχές μας. Αυτοί τώρα δεν μπορούν τίποτε να προσφέρουν στον εαυτό τους. Εμείς πού ζούμε μπορούμε να τους βοηθήσουμε. Να παρακαλούμε ακόμη και τους άγιους» γιατί αυτοί έχουν μεγάλη παρρησία στον Θεό, επειδή βρίσκονται μέσα στο άκτιστο Φως Του.

66. Ιωάννου Δαμάσκηνου: Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, έκδ. Πουρνάρα, θεσσαλονίκη, σελ. 148
67. ένθ. άνωτ. σελ. 152
68. Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 3. Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 450
69. Νικήτα Στηθαίου Μυστικά συγγράμματα, έκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1957, σελ. 122
70. Liddel -Scott: Μέγα Λεξικών της ελληνικής γλώσσης, έκδ. Σιδερής. Αθήναι, τόμος IV, σελ. 485
71. Ιωάννου Δαμασκηνού: Διαλεκτικά, έκδ. Παπαζήση, σελ. 116·117
72. ένθ. άνωτ. σελ. 161-162
73. Γρηγορίου Νύσσης Έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 280-288
74. ένβ. άνωτ. σελ. 322-326
75. Τριώδιον, έκδ. «Φως», σελ. 159
76. ΡΟ 15, σελ. 152
77. Μάρκου Ευγενικού, ΡΟ 15. σελ. 110
78. Μάρκου Ευγενικού. ΡΟ 15. σελ. 153
79. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, τόμος 9, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», σελ. 342
80. Γρηγορίου Νύσοης, ένθ. άνωτ. σελ. 296
81. ένθ. άνωτ. σελ. 274
82. Νικήτα Στηβάτου, ένθ. άνωτ. σελ. 125
83. Νικήτα Στηθαίου, ένθ. άνωτ. σελ. 123-124
84. Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Παν. Χρήστου, τόμος Δ΄,σελ. 336
85. ΡG 97. 1049-1052

(Βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο (Γ). Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

Ο τελωνισμός των ψυχών

Σχετική με το προηγούμενο είναι και η διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των άγιων Πατέρων για τον τελωνισμό των ψυχών. Στο σημείο αυτό θα εξετάσουμε διεξοδικότερα το θέμα. πού έχει σχέση με το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Και, φυσικά, αυτό θα γίνη, αφ' ενός μεν γιατί το συναντούμε σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφ' ετέρου δε για να ετοιμαζόμαστε για την φοβερή ώρα του θανάτου. Τα επόμενα δεν γράφονται για να προκληθή αγωνία, αλλά για να αναπτυχθεί μετάνοια, ή όποια έχει συνέπεια την χαρά, γιατί εκείνος πού έχει την δωρεά του Άγιου Πνεύματος και είναι ενωμένος με τον Χριστό, αποφεύγει την φοβερή παρουσία και ενέργεια των τελωνίων.

Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, η ψυχή κατά την έξοδο της από το σώμα, αλλά και προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται να εξέλθει από αυτό, αισθάνεται την παρουσία των δαιμόνων πού λέγονται τελώνια, και διακατέχεται από φόβο επειδή θα διέλθη δια των τελωνίων. Φυσικά, πρέπει από την αρχή να πούμε ότι τα τελώνια -οι δαίμονες- δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους δίκαιους, σε αυτούς πού ενώθηκαν με τον Χριστό. Οι δίκαιοι όχι μόνον δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια, αλλά και δεν θα διακατέχωνται από τον φόβο τους. Όλα αυτά θα τα δούμε καλύτερα, όταν παραθέσουμε την διδασκαλία των άγιων Πατέρων. Ό χαρακτηρισμός της διόδου της ψυχής δια των δαιμόνων ως τελωνισμός είναι είλημμένος από τους τελώνες της εποχής εκείνης. Είναι καλό να δούμε λίγο αυτό το θέμα, για να κατανοήσουμε γιατί οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την διέλευση της ψυχής από τους δαίμονες τελωνισμό.

Τελώνες στην αρχαία εποχή ονομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από το Κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τον λαό48. Οι τελώνες χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Ή πρώτη τάξη περιελάμβανε τους λεγόμενους «δημοσιώνας ή δεκατευτάς», πού ήταν ή πλουσιότερη τάξη και η ισχύς της εξουσίας, και ή δεύτερη περιελάμβανε τους λεγόμενους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους από την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι έμμισθοι υπηρέτες των πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους από τον λαό και τους έδιναν στους δημοσιώνες. Οι δασμολόγοι ήταν άδικοι αφού εισέπρατταν φόρους περισσότερους από όσους έπρεπε να αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι' αυτό και είχαν πολύ κακή φήμη στις αρχαίες κοινωνίες. Ο Πλάτων έλεγε ότι είναι βαρείς οι τελώνες, όχι τόσο όταν εισπράττουν τους φόρους από τα εμφανή των εισαγομένων, «αλλά όταν τα κεκρυμμένα ζητούντες, εν αλλοτρίοις σκεύεσι και φορτίοις αναστρέφονται». Γι' αυτό, όταν ο Θεόκριτος ρωτήθηκε ποια είναι τα ωμότερα θηρία, απήντησε: «εν μεν όρεσιν άρκτοι και λέοντες, εν δε πόλεσι τελώναι και συκοφάνται». Οι τελώνες, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερους φόρους, και μάλιστα για να μην τους ξεφύγουν μερικοί πού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βαρύτατη και άδικη φορολογία, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σε στενούς δρόμους και συνελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους να δώσουν τα οφειλόμενα- Πρόκειται για μια σκηνή πολύ δυσάρεστη και μισητή ατούς ανθρώπους της εποχής εκείνης. Αυτήν ακριβώς την γνώριμη και μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να δώσουν στους ανθρώπους της εποχής εκείνης να καταλάβουν σε τι συνίσταται το φοβερό μυστήριο του θανάτου και τι φοβερά πράγματα εκτυλίσσονται κατά την ώρα πού η ψυχή ετοιμάζεται να αποχώρηση, και κυρίως όταν εξέρχεται από το σώμα του ανθρώπου. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή πολύ χαρακτηριστικά: «Ώσπερ εισίν οι τελώναι καθεζόμενοι εις τάς στενός οδούς και κατέχοντες τους παριόντας και διασείοντες, ούτω και οι δαίμονες επιτηρούσι και κατέχουοι τάς -ψυχάς και εν τω εξέρχεσθαι αυτάς εκ του σώματος• εάν μη τελείως καθαρισθώσιν, ουκ επιτρέπονται ανελθείν εις τάς μονάς του ουρανού και απαντήσαι τω δεσπότη αυτών• καταφέρονται γαρ υπό των αερίων δαιμόνων»49.

Βέβαια, η εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Όμως η διδασκαλία ότι οι δαίμονες κατά την έξοδο της ψυχής προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου αναφέρεται σε πολλά κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ήδη προηγουμένως είδαμε ότι, μετά τον θάνατο, τις μεν ψυχές των δικαίων παραλαμβάνουν οι άγγελοι, τις δε ψυχές των αμαρτωλών και αμετανόητων παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Με το μίσος πού έχουν οι δαίμονες εναντίον των ανθρώπων θα ήθελαν όλους να κυριεύσουν και να τους έχουν στην εξουσία τους αιωνίως. Αλλά δεν μπορούν να έχουν εξουσία επάνω στους δικαίους. Βασικό χωρίο το όποιο ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφορικά με τα τελώνια είναι το λεγόμενο από τον Χριστό λίγο πριν το Πάθος Του: «έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ', 30). Ό άρχων του κόσμου είναι ο κοσμοκράτορας του κόσμου, ο διάβολος. Λέγεται κοσμοκράτορας όχι γιατί είναι πραγματικά ο άρχων και εξουσιαστής όλου του κόσμου, αλλά επειδή εξουσιάζει τον κόσμο της αδικίας. Ό Χριστός διακηρύσσει ότι ο διάβολος δεν έχει εξουσία πάνω Του. Αναφέρεται, βέβαια, εδώ στον διάβολο και τον θάνατο. Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στους νεκρούς πνευματικά ανθρώπους, τους εστερημένους της Χάριτος του Θεού γράφει: «Και υμάς όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, εν αις ποτέ περιεπατήσατε κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (Εφ. Β’, 1-2). Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι οι άνθρωποι νεκρώνονται με τις αμαρτίες και την ενέργεια του διαβόλου.

Επίσης ο διάβολος χαρακτηρίζεται άρχων της εξουσίας του αέρος γιατί βρίσκεται στην ατμόσφαιρα και συνεχώς πολεμά τους ανθρώπους. Αυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν υπ' όψη τους οι Πατέρες και λένε ότι, όταν η ψυχή εξέρχεται από το σώμα και διέρχεται δια του αέρος προς τον ουρανό, συναντάται με τον άρχοντα του αέρος. Ακόμη, στο χωρίο αναφέρεται ότι ο άρχων αυτός ενεργεί και τώρα στους υιούς της απειθείας. Υπάρχουν πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης τα όποια χρησιμοποιούνται από τους Πατέρες για να δηλώσουν τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών, θα ήθελα να αναφέρω δύο από αυτά. Το ένα προέρχεται από ψαλμό του Δαυίδ, όπου εκεί ο Προφητάναξ, αναφερόμενος στον Θεό, λέγει: «Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα, σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρυσαί με, μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος» (Ψαλμ. ζ', 2 3). Το άλλο χωρίο υπάρχει στο βιβλίο του Προφήτου Ιερεμίου. Εκεί λέγεται: «και εγένετο ως πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις όστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύνομαι φέρειν, ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν» (Ίερ. κ', 9-10).

Ύστερα από την παράθεση των βασικοτέρων χωρίων πού ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, θα προχωρήσουμε στην διδασκαλία τους για τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών. Πρέπει να πούμε ότι θα παραθέσουμε κατ' αρχάς την διδασκαλία τους για τον τελωνισμό και στην συνέχεια θα αναφέρουμε την μυστική ερμηνεία για την κατάσταση αυτή. Όπως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, οι ψυχές των δικαίων δεν διακατέχονται από φόβο, επειδή έχουν την Χάρη του Θεού και οι δαίμονες δεν έχουν εξουσία πάνω τους. Οι ψυχές των αμετανόητων διακατέχονται από αγωνία και υπόκεινται στην επίδραση των δαιμόνων, αλλά και την ενέργεια των παθών. Υπάρχουν οι δαίμονες, αλλά δια του τελωνισμού εννοείται και ή ενέργεια των παθών. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε αυτό το σημείο, γιατί ή άγνοια του δημιουργεί εσφαλμένες αντιλήψεις. Ό αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην μελέτη της πατερικής διδασκαλίας.

Ό Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με, και ρυσαί με, μήποτε άρπάση ως λέων την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ζ', 2- 3) λέγει, ότι οι γενναίοι άνθρωποι πού αγωνίσθηκαν σε ολόκληρη την ζωή τους εναντίον των αοράτων εχθρών, προς το τέλος της ζωής τους «ερευνώνται υπό του άρχοντος του αιώνος», ώστε αν ευρεθούν να έχουν τραύματα ή στίγματα ή αποτυπώματα αμαρτημάτων να τους κρατήσουν αιχμαλώτους. Εάν όμως ευρεθούν άτρωτοι και άσπιλοι, τότε «ως ακράτητοι όντες ως ελεύθεροι υπό Χριστού αναπαύσωνται». Γι' αυτό ο ευρισκόμενος υπό το κράτος του θανάτου, επειδή γνωρίζει ότι «εις ο σώζων, εις ο λυτρούμενος», κράζει προς τον Χριστό τον σώζοντα: «ρύσαι δε με εκεί εν τω καιρώ της ερεύνης, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου». Και ο μεν Χριστός, επειδή ήταν απηλλαγμένος από την αμαρτία, είπε τον λόγο: «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται, και εν εμοί έξει ουδέν», για τον άνθρωπο, όμως, είναι αρκετό να πή ότι έρχεται ο άρχων του κόσμου και σε μένα «έξει ολίγα και μικρά»50.

Ή ώρα του θανάτου είναι φοβερή γιατί τότε ο άνθρωπος ενθυμείτε τα αμαρτήματα του αλλά και διότι βλέπει φοβερά πράγματα. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαρτυρεί ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πού διηγούνται φοβερές οπτασίες, τις όποιες δεν μπορούν οι απερχόμενοι να αντικρίσουν. Είναι τόσο φοβερές ώστε «και την κλίνην αυτήν μετά πολλής της ρύμης τινάσσουσι κείμενοι, και φοβερόν ένορώσι τοις παρούσι». Δηλαδή, από τον φόβο της ψυχής ταράσσεται και το σώμα, και ο άνθρωπος κάνει ενέργειες πολύ συνταρακτικές. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει ότι εάν φοβόμαστε στην θέα φοβερών ανθρώπων, πόσο μάλλον θα φοβόμαστε, οταν δούμε κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα «αγγέλους απειληφότας (να μας απειλούν) και δυνάμεις απότομους...». Ή ψυχή πού αποχωρίζεται το σώμα θρηνολογεί άσκοπα και μάταια51.

Στο θέμα αυτό αναφέρεται και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι εκείνος πού έχει το Φως του Θεού νικά τους δαίμονες πού έρχονται πλησίον του, γιατί οι δαίμονες καίγονται από το θειο Φως. Αυτό γίνεται και τώρα, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται στην θεωρία και ενδύεται το Φως του Θεού. Πολύ περισσότερο θα γίνη κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Λέγει ότι δεν θα υπάρχει κανένα όφελος για τον Χριστιανό από τον πνευματικό αγώνα πού διεξάγει, εάν δεν καταφλεχθή ο διάβολος από το Φως του Θεού. Πράγμα το όποιο σημαίνει ότι η ουσία και ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθεί ό άνθρωπος με το Φως. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Ει μη ο άρχων έλθοιε του σκότους και την δόξαν ίδοι συνούσα μοι την σήν και αισχυνθή εις άπαν, ό σκοτεινός καταφλεχθείς απροσίτω φωτί σου, και αι δυνάμεις άπασαι συν αυτώ εναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγίδος σής ίδουσαι, κάγώ δε διελεύσομαι θαρρών τη χάριτι σου, ατρέμας όλος, και προς σε εγγίσω και προσπέσω, τί μοι των νυν το όφελος εν εμοί γινομένων;»52.

Οι δαίμονες, πού θέλουν έστω και την τελευταία στιγμή να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου, χαρακτηρίζονται από τον άγιο Διάδοχο Φωτικής ταρτάριοι άρχοντες, δηλαδή άρχοντες του άδου. Ό άνθρωπος πού αγαπά τον Θεό δεν θα διακατέχεται από φόβο, γιατί η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο, και θα προσπέραση ελεύθερα «τους ταρταρίους- άρχοντας». Ή ψυχή του ανθρώπου πού χαίρεται με την αγάπη του Θεού, κατά την ώρα της εξόδου, «επάνω πασών των σκοτεινών παρατάξεων συν τοις αγγέλοις της ειρήνης φέρεται»53. Έτσι, οι άγιοι Πατέρες δεν αρκούνται να τονίζουν την ύπαρξη των δαιμόνων και την επιθετική μανία τους εναντίον των ανθρώπων, αλλά τονίζουν και τον τρόπο με τον όποιο μπορούμε να ξεφύγουμε τις απειλές τους. Με την τελεία εξαγόρευση των αμαρτιών απαλλάσσεται κανείς από την δειλία και τον φόβο, γεμίζει από την αγάπη του Χριστού και τότε ελευθερώνεται από την κακία των δαιμόνων. Ό διάβολος δεν έχει καμμιά εξουσία πάνω του.

Ό αββάς Ησαΐας ονομάζει τους δαίμονες, που πλησιάζουν την ψυχή όταν εξέρχεται από το σώμα, «άρχοντας του σκότους» και «άρχοντας της πονηρίας». Διδάσκει ότι όταν η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα πορεύονται μαζί της οι άγγελοι. Τότε, όμως, εξέρχονται και οι δυνάμεις του σκότους για να την συναντήσουν και να την κατακυριεύσουν. Την στιγμή εκείνη οι άγγελοι δεν πολεμούν με τους δαίμονες, αλλά τειχίζουν τον άνθρωπο με τα καλά έργα τα όποια έχει διαπράξει. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τους δαίμονες, λόγω των καλών έργων πού έχει διαπράξει στην ζωή του, τότε «χαρήσονται μετ' αυτού οι Άγγελοι, όταν ίδωσιν αυτόν, απαλλαγέντα των εξουσιών του σκότους». Γι' αυτό και ο αβάς Ησαΐας προτρέπει να αγαπήσουμε την ειρήνη, την φιλανθρωπία, την μελέτη του Θεού και την δικαιοσύνη Του, να παραβλέψουμε την χρεία του κόσμου και την τιμή του κ.λ.π.54.

Στο Γεροντικό υπάρχει η διδασκαλία του Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κατά τον καιρό της εξόδου γίνεται ένα δικαστήριο μεταξύ των αγγέλων και των δαιμόνων. Οι δαίμονες παρουσιάζουν «πάντα τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα τα από γενέσεως μέχρι της τελευταίας ώρας αυτής» και κατηγορούν τον άνθρωπο. Επίσης, οι άγγελοι αναφέρουν τα καλά έργα πού έπραξε η ψυχή του συγκεκριμένου ανθρώπου, Τότε η κρινομένη ψυχή βρίσκεται σε μεγάλο φόβο. Αν νικήσουν οι δαίμονες ακούγεται η φωνή: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου». Αν όμως εξέλθη νικήτρια και της δοθή η ελευθερία, ντροπιάζονται οι δαίμονες, οι δε άγγελοι παραλαμβάνουν την ψυχή και την οδηγούν «εις την ανεκλάλητον χαράν εκείνην και δόξαν»55.

Τις απόψεις αυτές συναντούμε σε πολλά κείμενα των Πατέρων. Ό Ησύχιος ο Πρεσβύτερος εύχεται, ώστε, όταν έλθει ο άρχων του σκότους, να βρει λίγα ανομήματα και ευτελή56. Διδάσκει δε ότι, όταν η ψυχή έχει μαζί της τον Χριστό, τότε «αυτός ποιήσει την εκδίκησιν αυτής εν τάχει»57. Επίσης, ο όσιος Θεόγνωστος λέγει ότι ο δίκαιος ανέρχεται στον ουρανό με ειρήνη «προς τον υψόθεν ήκοντα φαιδρόν τε και ίλαρόν άγγελον» και με την βοήθεια του διαπερνά ανεμποδίστως τον αέρα, χωρίς καθόλου να παραβλάπτεται «υπό των της πονηρίας πνευμάτων»58. Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν όλα αυτά όχι από την φαντασία τους, αλλά από αποκαλυπτικές εμπειρίες. Άλλοτε τους τα απεκάλυψαν άλλοι άγιοι άνθρωποι και άλλοτε οι ίδιοι, φωτιζόμενοι από τον Θεό, είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες.

Ό Μέγας Αντώνιος έφθασε κάποτε στο σημείο να δή προσωπικά τέτοια φοβερά πράγματα. Ευρισκόμενος στο κελλί του, έφθασε σε αρπαγή και τότε είδε τον εαυτό του να βγαίνη από το σώμα του και να πορεύεται στον αέρα, οδηγούμενο προφανώς από αγγέλους. Κάποιοι πικροί και φοβεροί τους εμπόδισαν να ανέλθουν στον ουρανό και ζητούσαν λόγο για μερικές πράξεις. Τότε οι οδηγούντες τον Μ. Αντώνιο πολεμούσαν με τους δεινούς εκείνους δαίμονες, λέγοντας ότι επειδή όσα διέπραξε από την γέννηση του τα συνεχώρησε ο Θεός, να τον κατηγορήσουν μόνον για όσα έπραξε από την στιγμή πού έγινε μοναχός. «Τότε κατηγορούντων και μη ελεγχόντων, ελευθέρα γέγονεν και ακώλυτος η οδός»59.

Σε μια φοβερή διήγηση του Μ. Αντωνίου αναφέρεται το έξης: Κατά την διάρκεια της νύκτας μια φωνή ξύπνησε τον Μ. Αντώνιο και τον προέτρεψε να βγή από το κελλί του για να δη. Τοτε πραγματικά είδε κάποιον «μακρόν, αειδή και φοβερον», πού ήταν ο διάβολος, να στέκεται όρθιος, έχοντας υψωμένα τα χέρια του, και άλλους να εμποδίζει να ανέρχονται, αφού τους κρατούσε, και για άλλους να τρίζη τα δόντια του, γιατί του ξέφυγαν και ανέβαιναν στον ουρανό. Αποκαλύφθηκε δε στον Μ. Αντώνιο ότι αυτό το φοβερό θέαμα «των ψυχών είναι την πάροδον»60.

Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης περιγράφει ένα φοβερό θέαμα, πού είδε ο ερημίτης Στέφανος, πού ησκείτο στο όρος Σινά, κοντά στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Την παραμονή του θανάτου του, ενώ είχε τα μάτια του ανοικτά, περιέπεσε σε έκσταση και παρατηρούσε γύρω από την κλίνη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τον άκουγαν οι παριστάμενοι να αποκρίνεται σαν να τον ανέκριναν κάποιοι. Άλλοτε έλεγε: «ναι,όντως είναι αλήθεια• άλλ' ένήστευσα τοσούτους χρόνους υπέρ τούτου». Άλλοτε έλεγε: «ουχί• όντως ψεύδεσθε,τούτο ουκ εποίησα». Άλλοτε «ναι,αληθώς τούτο• ναι• άλλ' έκλαυσα• αλλά διηκόνησα». Άλλοτε έλεγε «όντως κατηγορείτε μου». Μερικές φορές έλεγε, «ναι άληθώς,ναι• και προς ταύτα τι ειπείν ουκ έχω• εν τω Θεω εστί το έλεος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προσθέτει ότι ήταν ένα θέαμα φρικτό και φοβερό «και αόρατον και ασυγχώρητον λογοθέσιον». Το δε φοβερότερο ήταν ότι τον κατηγορούσαν για πράγματα τα όποια δεν είχε πράξει61.

Από όσα παραθέσαμε φαίνεται ότι σε όλη την παράδοση της Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ύπαρξη των τελωνίων, πού είναι τα δαιμόνια, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία όχι μόνο σε όλη την ζωή πολεμούν από μίσος και κακία τον άνθρωπο, αλλά κυρίως και προ παντός προ της εξόδου και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Στην παράδοση, όμως της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι οι δαίμονες δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους του Θεού, γιατί όσοι είναι ενδεδυμένοι τον Θεό δεν περνούν τέτοιο μαρτύριο. Εάν στον Χριστό ο άρχων του κόσμου δεν είχε καμμιά εξουσία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους εκείνους πού είναι ενωμένοι μαζί Του. Γι' αυτό και οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να ζούμε εκκλησιαστικά, με μετάνοια, εξομολόγηση και εργασία πνευματική, να ζούμε μέσα στην Εκκλησία και να κοιμηθούμε μέσα στην Εκκλησία με την ορθόδοξη πίστη, τις ευχές των Πατέρων μας, ώστε να μην έχει εξουσία πάνω μας ο άρχων του σκότους και τα πνεύματα της πονηρίας.

Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνεται μεγάλη μάχη, κυρίως σε ανθρώπους πού έχουν ελλιπή κάθαρση. Το φοβερό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση της συγκλονιστικής ώρας του θανάτου. Δηλαδή, οι ασθένειες της εποχής μας, αλλά και η δυνατή φαρμακευτική αγωγή αλλοιώνουν την -ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου και τον δυσκολεύουν να περάσει με κατάλληλη προσοχή, φόβο Θεού και προσευχή αυτές τις κρίσιμες ώρες. Και, βέβαια, τα φάρμακα βοηθούν να μην πονούμε από τις ασθένειες, αλλά, όμως, αλλάζουν και όλη την ψυχοσωματική μας συγκρότηση και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε συνείδηση αυτών των γεγονότων και να ζητήσουμε το έλεος από τον Θεό. Οι ώρες αυτές είναι πολύ κρίσιμες. Γι' αυτό και όσοι έχουν φόβο Θεού και επίγνωση των κρισίμων στιγμών προσεύχονται να συνειδητοποιήσουν τα γεγονότα της ώρας εκείνης. Πραγματικά, είναι ευκαιρία ο άνθρωπος να μετανοήση για όσα έχει διαπράξει, να ζήτηση το έλεος του Θεού. Ή νήψη, κατά την φρικτή αυτήν ώρα, είναι σπουδαιότατο έργο. Γι' αυτό και η Εκκλησία εύχεται στον Θεό να μας απαλλάξει από «αιφνίδιου θανάτου».

Την ύπαρξη όμως των τελωνίων πρέπει να την δούμε από δύο πλευρές. Ή μια πλευρά είναι το μίσος των δαιμόνων και η άλλη η ύπαρξη των παθών. Στην Πατερική διδασκαλία παρατηρούμε ότι γίνεται και μια άλλη ερμηνεία των τελωνίων. Χωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται ή διδασκαλία περί της υπάρξεως των αρχόντων του σκότους και των πνευμάτων της πονηρίας. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να στρέψουμε την προσοχή μας και στην μυστική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για τα τελώνια.

Είπαμε και προηγουμένως ότι, όταν η ψυχή του άνθρώπου πρόκειται να φυγή από το σώμα, επανέρχεται η ενθύμηση των αμαρτημάτων, τα οποία ο άνθρωπος διέπραξε στην ζωή του. Είναι μια πραγματικά αφόρητη κατάσταση. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Λέγει ότι την τελευταία ημέρα της βιολογικής ζωής του ανθρώπου «συστρέφει ψυχήν αμαρτήματα», δηλαδή, τα αμαρτήματα ανακατεύουν την ψυχή. Πρόκειται περί των παθών τα όποια «κάτωθεν την καρδίαν ανακινεί»62. Τα πάθη ζητούν ικανοποίηση, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Πρόκειται για φοβερή κατάσταση.

Ή ανικανοποίητη αυτή επιθυμία της ψυχής εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Ό άγιος Γρήγορος ο Νύσσης θέτει στο στόμα της αδελφής του Μακρίνης μια τέτοια ερμηνεία. Λέγει ότι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, πού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμειναν σέ τόπους βρωμερούς να μην απαλλάσσονται από την αηδία της βρωμιάς, έστω κι αν στην συνέχεια κατοικούν σε καθαρό αέρα, το ίδιο γίνεται με την ψυχή όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Οι φιλόσαρκοι άνθρωποι, έστω κι αν στράφηκαν στον αειδή και λεπτό βίο, δεν απαλλάσσονται από την σαρκική δυσωδία. Ακριβώς τότε η ψυχή γίνεται υλωδεστέρα και δι’ αυτού του τρόπου «πλέον αυτοίς η οδύνη βαρύνεται». Και ο άγιος Γρηγόριος προσθέτει ότι, αν είναι αλήθεια αυτό πού λέγουν μερικοί, ότι παρουσιάζονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών στους τόπους πού είναι τα σώματα τους αυτό είναι δείγμα ότι η ψυχή δεν θέλει να αποχωρισθεί από τον σαρκικό βίο, έστω κι αν εξήλθε από το σώμα. Ή παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, όπου φαίνεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του, αποδεικνύει ότι πραγματικά οι ψυχές των φιλόσαρκων ανθρώπων δεν μπορούν να αποχωρισθούν τα πάθη, πού συνιστούν τον σαρκικό βίο63.

Ξέρουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση ότι υπάρχουν πάθη σωματικά και πάθη ψυχικά. Επειδή υπάρχει ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος, γι' αυτό υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχικών και σωματικών παθών. Τα ψυχικά πάθη ενεργούν δια των αισθήσεων του σώματος. Όταν η ψυχή απαλλαγή από το σώμα, τότε δεν μπορεί να ικανοποίηση τα πάθη της. Τα ανικανοποίητα πάθη δημιουργούν αφόρητο πόνο και πνιγηρά κατάσταση, πνίγουν την ψυχή. Αυτό συνιστά πραγματική κόλαση και φοβερή οδύνη. Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη όσο καιρό βρίσκεται στον παρόντα βίο, ώστε να είναι απηλλαγμένη και ελεύθερη μετά την έξοδο της. Πρέπει να την ικανοποιεί και την ελκύει αυτός ο ίδιος ο Θεός.

Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα για την ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι κάθε φύση ελκύεται από τα όμοια τα συγγενή της. Έτσι και η ψυχή ελκύεται προς το θείο και συγγενές της, αφού ο άνθρωπος συγγενεύει με τον Θεό, φέροντας μέσα του τα μιμήματα του αρχετύπου. Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα είναι ελαφρά από κάθε σωματική αλγηδόνα, γι' αυτό η προσχώρηση προς το επισπώμενο γίνεται εύκολη και ευχάριστη, δηλαδή πορεύεται εύκολα προς τον Θεό. Αν όμως ή ψυχή είναι ενωμένη με τα υλικά και τους ήλους των παθών, τότε υποφέρει και πάσχει, όπως πάσχει και το σώμα κατά την διάρκεια των σεισμών, όταν δεν είναι μόνον καταπλακωμένο από το βάρος των προσχωμάτων, αλλά είναι δυνατόν να κατατρυπάται και από διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, πού βρίσκονται μέσα στο χώμα64.

Αυτό ακριβώς συνιστά το μεγάλο μαρτύριο της ψυχής. Βιώνει ένα τρομερό, θα λέγαμε, διχασμό. Αφ' ενός μεν θέλει να ανέλθει προς τον Θεό και να ενωθεί μαζί Του, αφού είναι εικόνα Του, αφ' ετέρου δε δυσκολεύεται από τα πάθη πού την κατατρυπούν, την πιέζουν και την βασανίζουν. Και αυτή η άποψη είναι ένα μέρος της ερμηνείας των αγίων Πατέρων για τα τελώνια.

Το μαρτύριο της ψυχής πού χωρίζεται από το σώμα το περιγράφει κατά τρόπο θαυμάσιο και ρεαλιστικό ο αβάς Δωρόθεος. Λέγει ότι κατά την διάρκεια της ζωής αυτής η ψυχή παρηγορείται δια του περισπασμού της από τα πάθη. Μπορεί να αισθάνεται μεγάλη οδύνη, μεγάλο και τρομερό πόνο άλλα δια του σώματος και των παθών μπορεί να παρακληθεί και να απαλύνει τον πόνο της. Σε μια τέτοια μελαγχολική και φρικτή κατάσταση ο άνθρωπος «τρώγει, πίνει, κοιμάται, συντυγχάνει, απάγεται μετά αγαπητών», δηλαδή ψυχαγωγείται με αγαπητά του πρόσωπα. Έτσι, λοιπόν, παρηγορείται μερικώς και διευκολύνεται να ξεχνά το βαθύτερο πρόβλημα πού τον απασχολεί. Όταν όμως η ψυχή εξέρχεται από το σώμα, «μονούται αυτή και τα πάθη αυτής, και λοιπόν κολάζεται πάντοτε υπ’ αυτών». Τότε η ψυχή φλέγεται από την ενόχληση των παθών, διασπαράσσεται από αυτά και δεν μπορεί να μνημονεύη τον Θεό. Αυτό είναι μια πραγματική τραγωδία, γιατί τότε, λόγω και της μη υπάρξεως του σώματος, δεν μπορεί να αισθανθεί και την παραμικρή παράκληση.

Στην συνέχεια ο αββάς Δωρόθεος χρησιμοποιεί ένα καταπληκτικό παράδειγμα. Αν κάποιος άνθρωπος κλεισθή σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς να φάγει τρεις ημέρες, ούτε να πιει, ούτε να κοιμηθεί, χωρίς να συνομιλήσει με κανέναν, να μη ψάλει, να μην προσεύχεται, ούτε να μνημονεύει καθ' ολοκληρίαν τον Θεό, τότε θα πληροφορηθεί «τι ποιούσιν εις αυτόν τα πάθη». Πραγματικά, σε μια τέτοια κατάσταση εξαγριώνεται η ψυχή και όλος ο άνθρωπος. Αυτό το επιβεβαιώνουν διάφοροι πού δοκιμάζουν το μαρτύριο των βασανιστηρίων και της φρικτής φυλακής. Αν αυτό συμβαίνει και όσο η ψυχή συνδέεται με το σώμα, ποσό μάλλον όταν εξέλθει από το σώμα και απομονωθεί μαζί με τα πάθη. Χρησιμοποιεί ο αβάς Δωρόθεος και την εικόνα του αρρώστου πού καίγεται από τον πυρετό. Αυτό, φυσικά, δημιουργεί και πολλά άλλα προβλήματα, ιδιαιτέρως αν ο άνθρωπος έχει σώμα μελαγχολικό και δύσκρατο. Το ίδιο συμβαίνει και με την εμπαθή ψυχή. «Πάντοτε κολάζεται η αθλία υπό της ιδίας κακοεξίας έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεοχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν». Αν σε αυτό το βάσανο και μαρτύριο της ψυχής προσθέσει κανείς και τους φοβερούς τόπους της Κολάσεως και τους δαίμονες και το πυρ και το σκότος κ.λ.π. τότε καταλαβαίνει το μαρτύριο και το βάσανο της ψυχής, μετά την έξοδο της και την παραμονή της στον Άδη και την Κόλαση65.

Τα όσα είπαμε μέχρι τώρα δείχνουν τι ακριβώς είναι τα τελώνια, για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα. Αφ' ενός μεν είναι τα πάθη της ψυχής, τα όποια λόγω της μη υπάρξεως του σώματος δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, και, φυσικά, αυτά τα πάθη πνίγουν την ψυχή, αφ' έτερου δε είναι οι πονηροί δαίμονες, οι όποιοι είχαν αποκτήσει κυριαρχία πάνω στους εμπαθείς ανθρώπους και είναι φυσικό μετά την έξοδο της ψυχής να έχουν μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω τους. Οι δίκαιοι άνθρωποι, πού κατά την διάρκεια της ζωής τους καθάρισαν την ψυχή και το σώμα από ψυχικά και σωματικά πάθη και έχουν ενδυθεί τον αρραβώνα του Πνεύματος και ενώθηκαν με τον Θεό, αποφεύγουν την εξουσία των τελωνίων, αφού οι δαίμονες δεν έχουν καμία εξουσία πάνω τους. Ή ψυχή των δικαίων οδηγείται ελεύθερη και απερίσπαστη προς τον Θεό, με τον όποιο είναι ενωμένη. Έτσι, λοιπόν, όλο το πρόβλημα δεν είναι να φοβόμαστε τα τελώνια, αλλά να θεραπεύσουμε την ψυχή μας και όλη μας την ύπαρξη, όσο ζούμε στον κόσμο αυτόν, από τα πάθη, να μετέχουμε της άκτίστου Χάριτος του Θεού, ώστε τότε η έξοδος της ψυχής από το σώμα να είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης*. [*Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 423.]


48. Βλ. εκτενή ανάλυση εις Γ. Κωνσταντίνου; Λεξικόν των αγίων Γραφών, έκδ. Γρηγόρη, σελ. 966
49. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και Ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τομος 7ος, σελ. 580
50. Μ. Βασιλείου έργα. 5 ΕΠΕ, σελ. 44-46
51. Ιωάννου Χρυσοστομου έργο. 11 ΕΠΕ, σελ. 170
52. sc 174, σελ. 310
53. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 9ος, σελ, 286
54. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.1οι-102
55. ένθ. άνωτ. σελ. 102-103
56. Ησυχίου Πρεσβυτέρου. Φιλοκαλία. έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Α', σελ. 166, ρξα'
57. ένθ. άνωτ. σελ. 164, ρμθ'
58. Οσίου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 267, ξα'
59. Ευεργετινός, ένθ. άνοτ. σελ. 99
60. ενθ. άνωτ. σελ. 100
61. Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτου, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 67
62. Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ. τομος 11, σελ. 168
63. Γρηγορίου Νύσσης έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 298-300
64. ενθ. ανωτ. σελ. 310
65. Άββά Δωροθέου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 12, σελ. 496-498

(Βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο (Β).Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

katafigioti

lifecoaching