E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΑΝ αυστηρά οι συνασκηταί του κάποιον αδελφό, που εργαζόταν την ημέρα που γιόρταζαν τη μνήμη κάποιου Μάρτυρος.

— Σαν σήμερα, αποκρίθηκε ταπεινά εκείνος, ο δούλος του Θεού βασανιζόταν σκληρά κι έχυνε το αίμα του για την αγάπη του Χριστού κι εγώ να μη χύσω λίγο ίδρωτα στην εργασία;

* * *

ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στο Σινά ένας μοναχός από μακρινή σκήτη και φιλοξενήθηκε στο ησυχαστήριο του Αββά Σιλουανού. Βλέποντας τους υποτακτικούς του να εργάζωνται εντατικά, είπε στον Γέροντα κάπως υπεροπτικά:

— Μη εργάζεσθε την απολλυμένην βρώσιν. «Μαρία γάρ την αγαθήν μερίδα εξελέξατο»[1].

— Ο Αββάς Σιλουανός δεν του έδωσε απόκρισι. Πρόσταξε τον μαθητή του Ζαχαρία να οδηγήση τον ξένο σ' ένα αδειανό κελλί και να του δώση ένα βιβλίο να διαβάση.

Διάβασε αρκετά, κλεισμένος στο κελλί ο μοναχός, ώσπου κουράστηκε. Άρχισε να βαριέται και να πεινά. Όταν έφτασε η ενάτη, έβλεπε με λαχτάρα την πόρτα, μήπως φανή κανένας να τον προσκαλέση για φαγητό. Μα, σαν είδε πως δεν ερχόταν, αποφάσισε να πάη μόνος να εξετάση. Βρήκε τον Γέροντα στον κήπο να ποτίζη.

— Δεν έφαγαν σήμερα οι αδελφοί, Αββά; τον ρώτησε, αφήνοντας κατά μέρος την ντροπή, αφού τον βασάνιζε η πείνα.

— Βεβαίως έφαγαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας.

— Και πως έγινε να λησμονήσετε να φωνάξετε κι' εμένα;

— Μα εσύ, τέκνον μου, είπε με απλότητα ο Αββάς Σιλουανός, είσαι άνθρωπος πνευματικός και δεν έχεις ανάγκη από υλική τροφή. Εμείς πού έχομε σάρκα, χρειαζόμαστε τροφή και γι' αυτό το λόγο αναγκαζόμαστε ν' ασχολούμεθα και με υλική εργασία. Εσύ που έχεις διαλέξει την «αγαθή μερίδα», διάβαζες όλη μέρα και, χωρίς άλλο, είσαι τώρα χορτασμένος.

Ο μοναχός κατάλαβε το σφάλμα του και ζήτησε συγχώρησι από το Γέροντα.

— Μάθε, τέκνον μου, του είπε ο σοφός Αββάς, πως κι η Μαρία είχε ανάγκη από τη Μάρθα και δια μέσου εκείνης εγκωμιάστηκε αυτή.

[1] Λουκ ι’, 42.)

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΥΠΑΚΟΗ συνδυασμένη με εγκράτεια υποτάσσει και θηρία, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος.

* * *

ΛΕΝΕ για τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, πως προτού γίνει Ερημίτης, έζησε πολλά χρόνια στην υποταγή κάποιου Γέροντος στη Θηβαΐδα. Όταν πρωτοπήγε, για να τον δοκιμάση ο Αββάς του, τον πήρε μια μέρα κι αφού περπάτησαν δώδεκα ώρες δρόμο από την καλύβα τους, έφτασαν σ' ένα τόπο άνυδρο. Πήρε τότε ο Γέροντας το ραβδί του, το έμπηξε στη γή και πρόσταξε το νεαρό Ιωάννη να πηγαίνη κάθε μέρα μ' ένα κάδο νερό να το ποτίζη. Ο καλός υποτακτικός έκανε πρόθυμα τον ορισμό του Γέροντος. Ύστερα από τρία χρόνια το ξερό ξύλο βλάστησε κι' έκανε καρύδια. Τα πήρε τότε ο Γέροντας και τα πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία. Μετά τη Λειτουργία τα μοίρασε στους Ερημίτας, λέγοντάς τους:

— Ελάτε, αδελφοί, να γευτήτε τους καρπούς της υπακοής.

* * *

ΔΩΔΕΚΑ χρόνια βασανίστηκε από την αρρώστια του ο Αββάς Αμμώης. Όλο αυτό το διάστημα στάθηκε δίπλα του, σαν αναμμένη λαμπάδα, ο Ιωάννης, ο καλός του υποτακτικός, και τον υπηρετούσε σ' όλα. Ο Γέροντας ήταν αυστηρός και ποτέ δεν είπε λόγο γλυκό στο μαθητή του, ούτε ένα «είθε να σωθής». Μα στις τελευταίες του στιγμές, ενώ τον είχαν περικυκλώσει όλοι οι συνασκηταί του, πήρε με συγκίνησι ο Γέροντας; στα τρεμάμενα χέρια του τα χέρια του υποτακτικού του, τα φίλησε και ψιθύρισε:

— Τέκνον μου, να είσαι βέβαιος πως σώθηκες για την καλή υπακοή σου.

Ύστερα γύρισε στους Πατέρας και, δείχνοντας τον Ιωάννη, τους είπε:

— Αυτός που βλέπετε, είναι Άγγελος και όχι άνθρωπος.

* * *

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ο μαθητής του Αββά Παύλου, ήταν παράδειγμα υπακοής. Οι πατέρες διηγούνται γι' αυτόν το ακόλουθο περιστατικό: Λίγο πιο πέρα από την καλύβα τους βρισκόταν μια σπηλιά, που είχε φωλιάσει μέσα μια ύαινα. Μια μέρα είδε ο Γέροντας εκεί γύρω φυτρωμένα αγριοκρεμμύδια κι έστειλε τον Ιωάννη να τα ξερριζώση, για να τα μαγειρέψουν.

— Τι να κάνω, Αββά, αν τύχη και βγή η ύαινα; ρώτησε ο νέος.

— Δέσε την και φέρε την εδώ, είπε στ' αστεία ο Γέροντας.

Πήγε ο καλός υποτακτικός να κάνη την προσταγή του Γέροντος του. Μα, καθώς το πρόβλεψε, του επετέθηκε ξαφνικά το φοβερό θηρίο. Ο νέος, όχι μόνο δε δείλιασε, αλλ' ώρμησε να το δέση. Τότε έγινε τούτο το παράδοξο: Αντί να φοβηθή ο υποτακτικός, φοβήθηκε το θηρίο κι έτρεχε στην έρημο να σωθή. Ο Ιωάννης το κυνήγησε ξωπίσω και φώναξε:

— Στάσου λοιπόν. Ο Αββάς μου πρόσταξε να σε δέσω.

Ύστερα από πολύ κόπο, έφτασε την ύαινα, την έδεσε και την έφερε στο Γέροντά του. Εκείνος στο μεταξύ ανήσυχος, που έβλεπε ν' αργή, είχε βγή πιο έξω να τον συναντήση. Τον είδε τότε να έρχεται, φέρνοντας πίσω του δεμένο το θηρίο, και θαύμασε τη δύναμι της υπακοής.

Στον Ιωάννη όμως δεν έδειξε καμμία εκπληξι. Αντίθετα μάλιστα, για να τον ταπείνωση, του φώναξε δήθεν αυστηρά:

— Ανόητε, γιατί έφερες εδώ τούτον τον λυσσασμένο σκύλο;

Έλυσαν έτσι το άγριο θηρίο και το άφησαν ελεύθερο να γυρίση στη φωλιά του.

* * *

ΑΒΒΑΣ Σιλουανός ήταν Ηγούμενος σ' ένα μικρό Μοναστήρι πάνω στο όρος Σινά, που είχε όλους-όλους δώδεκα μοναχούς. Απ' αυτούς ξεχώριζε, για την αδιάκριτη υπακοή του, ένας νέος από αρχοντική γενιά, που τα είχε θυσιάσει όλα για την αγάπη του Χριστού. Με τις αρετές του ο νέος είχε γίνει πολύ αγαπητός στον Αββά Σιλουανό. Οι άλλοι μοναχοί όμως φθόνησαν τον Μάρκο - έτσι έλεγαν τον καλό νέο - και παραπονέθηκαν στους Πατέρες του Σινά πως τάχα ο Γέροντάς του έκανε άδικες διακρίσεις.

Εκείνοι τότε πήγαν να ελέγξουν τον Αββά Σιλουανό.

— Ελάτε, τους είπε ταπεινά ο Άγιος Γέροντας, να βεβαιωθήτε μόνοι σας, τι είναι εκείνο που κάνει τον Μάρκο να ξεχωρίζη από τους άλλους.

Τους πήρε κι έκαναν ένα γύρο σ' όλο το Μοναστήρι. Ο Αββάς στεκόταν έξω από κάθε κελλί, χτυπούσε την πόρτα και φώναζε τον αδελφό με τ' όνομά του. Από μέσα ακουγόταν η φωνή εκείνου:

— Τώρα αμέσως, Αββά. Αλλά κανείς δεν παρουσιαζότανε.

Και λίγο πιο πέρα:

— Αυτή τη στιγμή δε μπορώ, είμαι απασχολημένος.

Σε άλλο κελλί πάλι:

— Σε λίγο, Αββά, μόλις τελειώση η σειρά που πλέκω.   

Έφτασαν τέλος και στο κελλί του Μάρκου. Μόλις άκουσε τη φωνή του Γέροντά του, ο καλός υποτακτικός πετάχτηκε ευθύς έξω. Ο Αββάς Σιλουανός βρήκε μια πρόφασι να τον απομακρύνη κι υστέρα είπε στους Πατέρας:

— Που είναι οι άλλοι μοναχοί που φώναξα; Ούτε ένας δεν ήλθε, εκτός από το ευλογημένο τούτο τέκνο της υπακοής.

Μπήκαν στο κελλί του Μάρκου. Ζωγράφιζε και είχε αφήσει ατελείωτη μια μικρή καμπύλη, για να υπακούση στο κάλεσμα του Γέροντος του.

— Αξίζει πραγματικά την αγάπη σου, είπαν οι Πατέρες στον Αββά Σιλουανό. Από σήμερα θα έχη ξέχωρη και τη δική μας εκτίμησι, γιατί κι ο Θεός τον άγαπα και τον έχει χαριτώσει.

Άλλη φορά πάλι περπατούσαν στην έρημο οι Πατέρες μαζί με τον Αββά Σιλουανό. Πιο πίσω ερχόταν ο Μάρκος με άλλους αδελφούς. ο Γέροντας, για να δείξη στους Πατέρας την αδιάκριτη υποταγή του υποτακτικού του, φώναξε κοντά το Μάρκο και, δείχνοντάς του ένα σάλιαγκο, πού σερνόταν λίγο πιο εμπρός, του είπε:

— Βλέπεις, παιδί μου, αυτό το βουβάλι;

— Ναι, Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

— Βλέπεις και τα κέρατά του, που είναι σχεδόν δυό πιθαμές;

— Ναι, Αββά, έκανε ο Μάρκος, που έβλεπε μόνο με τα μάτια του Γέροντος του. Και έτσι άλλη μια φορά οι Πατέρες του Σινά βρήκαν αφορμή να θαυμάσουν τον αφωσιωμένο υποτακτικό.

* * *

ΈΝΑΣ από τους μεγάλους Πατέρας της ερήμου συλλογίστηκε κάποτε:

— Άραγε σε ποιού άγιου μέτρα έχω φτάσει;

Μα ο αγαθός Θεός, για να τον προλάβη από την υψηλοφροσύνη, του φανέρωσε πως στο γειτονικό Κοινόβιο ζούσε κάποιος μοναχός πολύ ανώτερος του στην αρετή, που θεωρούσε εν τούτοις τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό και τελευταίο από όλους.

Εκίνησε έτσι ένα πρωί ο Γέροντας να επισκεφθή το Μοναστήρι και ζήτησε από τον Ηγούμενο να ιδή όλους τους μοναχούς. Εκείνος έδωσε ευθύς διαταγή να παρουσιαστούν στον Άγιο όλοι οι μοναχοί. Ο Γέροντας παρατηρούσε έναν-έναν με προσοχή, μα δεν έμεινε ικανοποιημένος. δεν είδε ανάμεσά τους εκείνον που του είχε αποκαλύψει ο Θεός.

— Πρέπει να υπάρχη κι άλλος αδελφός στο Κοινόβιο, είπε στον Ηγούμενο.

— Ναι, αποκρίθηκε εκείνος, είναι ακόμη ένας, λιγάκι βλαμμένος στο μυαλό, που δουλεύει στο χωράφι.

— Φέρετε κι' αυτόν, παρακάλεσε ο Όσιος.

Ωδήγησαν με τη βία τον αδελφό στον Γέροντα. Εκείνος μόλις τον είδε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε, γιατί γνώρισε στο πρόσωπο του εκείνον, που του είχε φανερώσει ο Θεός. Ύστερα τον πήρε παράμερα και τον παρακαλούσε να του ειπή ποιά ήτο η κρυφή του εργασία.

— Δεν κάνω τίποτε, Αββά, έλεγε εκείνος. Εγώ είμαι άνθρωπος ανόητος, καθώς βλέπεις.

Μα ο Γέροντας δεν εννοούσε να τον αφήση, αν δεν του φανέρωνε την αρετή του. Τότε ο αδελφός αναγκάστηε να του εμπιστευθή:

— Ο Γέροντάς μου, Αββά, αφ' ότου ήλθα στο Κοινόβιο, πριv πολλά χρόνια, έβαλε το βόδι της Μονής στο κελλί που δουλεύω και κοιμάμαι. Αυτό μου σπάζει κάθε μέρα το σχοινί που πλέκω. Τριάντα χρόνια υπομένω αυτή τη δοκιμασία κι ούτε μια φορά δεν άφησα τον εαυτό του να βάλη κακό λογισμό εναντίον του Αββά μου. Ούτε το ζώο έδειρα ποτέ. Πλέκω διαρκώς από την αρχή το σχοινί μου, ευχαριστώντας το Θεό για τον μικρό τούτο πειρασμό.

Θαύμασε ο Άγιος την υπομονή του καλού εκείνου υποτακτικού κι απ' αυτή κατάλαβε και τις υπόλοιπες αρετές του.

* * *

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Μήνυμα ελπίδας ότι μπορούμε να βγούμε από την κρίση αποστέλλει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος μέσα από τη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα
της Κυριακής» και, αφού αποδίδει τα όσα συμβαίνουν στη χώρα μας στη διαφθορά, την πλεονεξία, το ψέμα και τον άκρατο εγωισμό, στη συνέχεια παρομοιάζει την κατάσταση με τον καρκίνο, ο οποίος απαιτεί χημειοθεραπεία που αποτελεί, όπως τονίζει, μια «σκληρή και οδυνηρή, όμως απαραίτητη διαδικασία».

Ταυτόχρονα ο κ. Αναστάσιος εκφράζει την ανησυχία του για το περίεργο, όπως το χαρακτηρίζει, «παιδομάζωμα», με τους μορφωμένους νέους που φεύγουν τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα, για να εργαστούν σε άλλες χώρες, οι οποίες δεν έχουν προσφέρει τίποτε για τη μόρφωσή τους. Και κάνει λόγο ακόμη ότι πρόκειται για μια αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Την ίδια ώρα ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας ανακαλεί τραγικές μνήμες από το παρελθόν και αναφέρεται στα όσα συνέβησαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Γερμανική Κατοχή. Δηλώνει ότι συχνά τα κόμματα κινούνται με μια διχαστική τακτική και απευθύνει έκκληση να μην πέσουν οι Ελληνες στην παγίδα του διχασμού. «Αλίμονο»,σημειώνει, «αν μας πιάσει απογοήτευση και μελαγχολία. Αν η αγανάκτηση θολώσει το μυαλό μας και μας οδηγήσει σε τραγικές επιλογές».

- Μακαριότατε, προτού ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας, λέγατε ότι η περίοδος που ζούμε είναι πολύ σημαντική. Γιατί;
«Ξέρετε, σήμερα (σ.σ.: την περασμένη Παρασκευή) είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ ένα σχολείο, εδώ στη γειτονιά μου, και να συνομιλήσω με μαθητές του Λυκείου. Ηταν εντυπωσιακή αυτή η συνάντηση. Οι ερωτήσεις των παιδιών, οι τοποθετήσεις τους, με γέμισαν ελπίδα. Φεύγοντας αναλογίστηκα τα χρόνια στη δική μου νεότητα. Τότε τη διαφθορά, επειδή εξαπλώθηκε για πάρα πολλά χρόνια, δεν την ξέραμε, τη θεωρούσαμε αυτονόητη. Τώρα της δίνουμε όνομα και τη λέμε: διαφθορά. Από αυτή την πλευρά είναι σημαντικό σημείο ανανήψεως. Θυμάμαι ότι έχω περάσει αρκετές περιπέτειες με την υγεία μου. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν όταν δεν ήξερα το όνομα της αρρώστιας. Οταν μου είπαν "ελονοσία", λέω: "α, εντάξει. Θα το αντιμετωπίσουμε"».

- Η κρίση δηλαδή που βιώνει η Ελλάδα έχει όνομα;«Εχει όνομα και αυτό είναι η διαφθορά. Η εκτεταμένη διαφθορά, η πλεονεξία, το ψέμα και ο άκρατος εγωισμός. Και αυτή η διαφθορά είναι λίγο σαν τον ιό, ο οποίος μετακινείται και δεν ξέρεις πώς θα τον βρεις. 'Η, αν θέλετε, λίγο σαν τη ραδιενέργεια, η οποία απλώνει και δεν πιάνεται. Χρειάζεται πρώτα-πρώτα διάγνωση: Εχω καρκίνο; Πολύ καλά, τι κάνω μετά; Το αποδέχομαι; Οχι. Κάνω τη χημειοθεραπεία. Μια σκληρή και οδυνηρή, απαραίτητη όμως διαδικασία. Παρά τις αδιαμφισβήτητες δυσκολίες, τελικά είμαι αισιόδοξος. Αν βεβαίως έχουμε το θάρρος να προχωρήσουμε πέρα από τη διάγνωση της κρίσεως, στη θεραπεία της, σε αυτή που μας υπαγορεύει να ξαναβρούμε τα υπέροχα στοιχεία της ορθοδόξου παραδόσεως. Συχνά σκέπτομαι τις ηρωικές γυναίκες που είχαν έρθει πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μ. Ασία. Τις δικές μας μανάδες στην Κατοχή. Είχαν βαθιά θρησκευτική πίστη, στοργή, αφοσίωση, λεπτότητα, διάκριση, συμπόνια για τον διπλανό. Αυτά τα ανεκτίμητα κοιτάσματα έχει μέσα στην καρδιά του ο λαός μας και χρειάζεται να τα ξαναβρούμε».

- Η Εκκλησία είχε μερίδιο στην κρίση; «Οφείλω να υπενθυμίσω ότι η Εκκλησία δεν είναι μόνον ο κλήρος, αλλά όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Και υπάρχει μερίδιο σε όλους όσοι έχουν προσβληθεί από τους ιούς της διαφθοράς. Οι κληρικοί και οι θεολόγοι δεν τονίσαμε όσο πρέπει τον προφητικό λόγο για την πολύμορφη αδικία και ανομία που υπονομεύουν την κοινωνία».

- Σήμερα μπορεί να ανατραπεί η κατάσταση; «Επιβάλλεται να ακουστεί ευκρινέστερα λόγος κριτικός. Να τονίσουμε τις Αρχές του Ευαγγελίου: την αρχή της Δικαιοσύνης, της αλήθειας, της τιμιότητος, της αυταπαρνήσεως, της συγγνώμης. Είναι βασικός νόμος ζωής και έχω την εντύπωση ότι αυτό δεν το έχουμε τονίσει όσο θα έπρεπε. Δεν το έχουμε τονίσει στον εαυτό μας, δεν το έχουμε τονίσει στους άλλους. Και ακόμα ένα βασικό στοιχείο της Ορθοδοξίας είναι η αδιάκοπη αυτοκριτική, ο αυτοέλεγχος. Η πνευματική καλλιέργεια είναι κάτι ζωντανό που θέλει αδιάκοπη ανανέωση».

- Φοβόσαστε τον διχασμό; «Ο διχασμός μάς κυνηγάει από την αρχαιότητα. Αλλάζει μορφές. Συχνά τα κόμματα κινούνται με μια διχαστική τακτική. Δηλαδή, σαν να μην υπάρχει τίποτα καλό στον άλλον. Ο διχασμός είναι ο επικίνδυνος ιός, που τον έχουμε μέσα μας και πάση θυσία οφείλουμε να τον αποφύγουμε. Αυτός μας κατέστρεψε. Τι έγινε με τη Μικρασιατική Καταστροφή; Τι έγινε με τον Εμφύλιο; Οταν άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο, το πρώτο το οποίο με συντάραξε ήταν τα γερμανικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν τον Πειραιά. Το δεύτερο, όταν έβλεπα στην Κυψέλη, που τότε ήτανε χωράφια, να σκοτώνονται αδέρφια. Λοιπόν, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα πέσουμε πάλι σε αυτή τη φοβερή παγίδα».

- Υπάρχει όμως μια σοβαρότατη αιτία. Οι οικογένειες που έχασαν τις δουλειές τους και δεν μπορούν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Η μεσαία τάξη που έχασε όσα είχε και δεν βλέπει να τα ανακτά στο μέλλον, οι χαμηλόμισθοι που μετά βίας επιβιώνουν. Σε αυτές τις συνθήκες εξαθλίωσης συνήθως ο διχασμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος.
«Κάθε μορφή κρίσεως έχει άλλα χαρακτηριστικά από την προηγούμενη. Οπως η γερμανική κατοχή, η πείνα και ο Εμφύλιος. Θυμάμαι στην Κατοχή τη λαχτάρα για ελευθερία που συνοδευόταν από την αγάπη και τον αμοιβαίο σεβασμό. Τότε στη μεγάλη μας φτώχεια, σε μια φέτα ψωμί βάζαμε λίγο νερό και λίγη ζάχαρη και τη μοιραζόμασταν. Αυτή την αυθόρμητη ευφρόσυνη αλληλεγγύη πρέπει να την ξαναβρούμε. Οπως περιγράψατε είναι πράγματι πάρα πολύ δύσκολη η κατάσταση. Ξαναγυρίζω στην εικόνα της αρρώστιας. Είναι πολύ οδυνηρή, όμως αλίμονο αν μας πιάσει απογοήτευση και μελαγχολία. Αν η αγανάκτηση θολώσει το μυαλό μας και μας οδηγήσει σε τραγικές επιλογές».

- Στην Κωνσταντινούπολη την Κυριακή της Ορθοδοξίας συνέρχεται η Πανορθόδοξη Σύναξη για πρώτη φορά μετά το 2008. Τι περιμένετε από αυτή τη συνάντηση;
«Η ίδια η Σύναξη είναι γεγονός θετικό. Διότι συχνά μας απορροφούν τα άμεσα τοπικά προβλήματα και δεν βλέπουμε το όλον: τη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και την ευθύνη μας μέσα στον σύγχρονο κόσμο. Τώρα, δεν γνωρίζω οι διάφορες αδυναμίες και τάσεις με ποιον τρόπο θα εκφραστούν. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει η ρήση του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας: "όπου μερισμός εστί, Θεός ου κατοικεί". Ασφαλώς η εμπειρία και η νηφάλια προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, η υπευθυνότητα όλων μας καθώς και οι προσευχές του εκκλησιαστικού πληρώματος θα συμβάλουν στη σύμπνοια. Το 2008 είχε συνταχθεί ένα αρχικό κείμενο, κατόπιν διαμορφώθηκε ένα άλλο και τελικά καταλήξαμε σε ένα εύστοχο μήνυμα. Ελπίζω στη σύγκλιση. Αυτό άλλωστε επιδιώκει το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας μας: έναν ανοικτό και ειλικρινή διάλογο με λαχτάρα να βρούμε την αλήθεια και στη συνέχεια να τη βιώσουμε. Διότι, όπως μας τονίζει ο Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, "το της Εκκλησίας όνομα ου χωρισμού, αλλ' ενώσεως και συμφωνίας όνομα"».

- Ωστόσο, διάφοροι κύκλοι αντιδρούν στον διορθόδοξο διάλογο, αλλά κυρίως στον διαχριστιανικό. «Εχω την εντύπωση ότι δεν επιδρούν στις συνάξεις των Προκαθημένων. Πρόκειται για φωνές αποσπασματικές. Επιδιώκουν να τρομοκρατήσουν, αλλά μακροπρόθεσμα δεν αντέχουν. Στην εποχή μας είναι αδιανόητο να ενεργήσει κανείς σωστά σε οποιαδήποτε σφαίρα, οικονομική, πολιτική, πνευματική, θρησκευτική, αν δεν βλέπει τη ζωή σε παγκόσμια προοπτική. Η ορθόδοξη κατανόηση και βίωση του χρέους μας αποτελούν αίτημα της Ορθοδοξίας σήμερα. Κάθε μορφή πολώσεως μεταξύ τοπικού και οικουμενικού παραποιεί το ορθόδοξο φρόνημα. Μερικοί θέλουν η Ορθοδοξία να περιοριστεί στον εαυτό της. Ομως οι άνθρωποι, οι οικογένειες, οι τοπικές κοινότητες που κλείνονται στον εαυτό τους παρακμάζουν. Οι μικρές αυτές ομάδες δεν νομίζω ότι επηρεάζουν τη σύναξη των Προκαθημένων».

- Ωστόσο αντιδρούν. «Παλαιότερα, όταν λέγαμε "διάλογος με τους άλλους, τους αιρετικούς, τους αλλοθρήσκους κ.ο.κ.", τους τοποθετούσαμε κάπου μακριά. Σήμερα γνωρίζουμε συγκεκριμένους ανθρώπους, με τους οποίους συνυπάρχουμε στην κοινωνία μας. Ολοι αυτοί είναι έξω από την Αγάπη του Χριστού και ο Θεός μόνον για μας ενδιαφέρεται;».

- Για να επανέλθουμε στην Ευρώπη. Νομίζετε ότι χρειάζεται επανευαγγελισμό; «Στην Ευρώπη, εξ αφορμής της μουσουλμανικής τρομοκρατίας, ξύπνησε πάλι ένα θρησκευτικό ενδιαφέρον. Συχνά στις συναντήσεις που μας καλούν, θυμάμαι πέρυσι ο κ. Μπαρόζο ή άλλοι αξιωματούχοι στις Βρυξέλλες, τονίζουμε: "Προσέξτε, έρχεται κι ένα άλλο είδος θρησκευτικότητας, το οποίο δεν είναι τόσο απλό όσο το φαντάζεστε. Δεν θα αντισταθεί η Ευρώπη με γενικόλογες συζητήσεις, αλλά με τις πνευματικές της αξίες. Ωστόσο, ως μια εκκοσμικευμένη κοινωνία, έχει έλλειμμα αξιών". Ως προς το δικό μας χρέος το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι πώς θα μπορέσει η Εκκλησία να μιλήσει για την αλήθεια, την αγάπη, την ομορφιά, την ελευθερία. Για να γίνει αυτό χρειάζεται ανανεωμένη σκέψη και δράση και προσωπική αδιάκοπη μαρτυρία της πίστεώς μας. Στα ορθόδοξα περιβάλλοντα συχνά υπενθυμίζω: μη φοβάστε τους άλλους, η Ορθοδοξία είναι ένα πολύτιμο διαμάντι, όχι μόνον όμορφο, αλλά κυρίως ανθεκτικό».

- Και στα προτεσταντικά περιβάλλοντα που ελέγχουν το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης; «Πριν από δύο χρόνια στην Κρήτη σε μια οικουμενική επιτροπή συναντήθηκα με φίλους γερμανούς επισκόπους και ακαδημαϊκούς διδασκάλους. Είχε προηγηθεί μια επιστολή που τους είχα στείλει, όπου έγραφα: "Σε αυτή την Ευρώπη ακούγονται πολλές φωνές. Μπροστά σε μια τόσο υπεροπτική συμπεριφορά προς τους πάσχοντες κατοίκους του Νότου, πώς δεν υψώνεται η φωνή της Εκκλησίας στη Γερμανία;". Στη συζήτησή μας πρόσθεσα: "Είναι δίκαιο οι δικοί σας να δανείζονται με 2% και ως δανειστές οι ίδιοι να επιβάλλουν πολλαπλάσια στις ασθενέστερες χώρες;".
Περίμενα ότι θα είχα αντίδραση. Αντιθέτως με σεβασμό μού απάντησαν ότι συμφωνούν απόλυτα και επακολούθησαν μερικές ενέργειες στη χώρα τους».

- Ανησυχείτε για το μέλλον; «Δεν ανησυχώ για το μέλλον, αρκεί να κάνουμε το χρέος μας. Αρκεί να βγούμε από τον λήθαργο. Δεν είναι μόνον ελπιδοφόρα αυτά τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων που μας χάρισε ο Θεός κρυμμένα στο υπέδαφός μας, αλλά κυρίως όσα έχουμε μέσα στο DNA μας: η λαχτάρα για δικαιοσύνη και ελευθερία, η πίστη στον Θεό των Πατέρων ημών, η αυτοθυσία, η λεβεντιά, το φιλότιμο, η ευαισθησία, η αλληλεγγύη, το χαμόγελο, η τόλμη στα τραγικά αδιέξοδα να ελπίζουμε και να δημιουργούμε».

«Παραμένω φοιτητής και διάκονος»
«Θέλω να σας πω και κάτι που με έχει βοηθήσει: όταν με εξέλεξαν καθηγητή στο Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια επίσκοπο, ήταν η εποχή που τόσο οι επίσκοποι όσο και οι καθηγητές του Πανεπιστημίου ανήκαν στην κατηγορία των αλάνθαστων. Οταν έφτανε κανείς σε ένα σημείο… απεφαίνετο.

Τότε λοιπόν είχα πει στον εαυτό μου "είσαι σε πολύ επικίνδυνο έδαφος, φρόντισε λοιπόν να μείνεις πάντα φοιτητής και να μείνεις πάντα διάκονος". Νομίζω ότι αυτή η συμβουλή με ωφέλησε. Και μέχρι τα τελευταία χρόνια μαθαίνω ένα σωρό πράγματα. Και επίσης ξέρω ότι το πιο σημαντικό δεν είναι να κάνεις τον αρχηγό, αλλά να παίρνεις πρωτοβουλίες, στις οποίες σε ακολουθούν και οι άλλοι σε δύσκολα μέτωπα. Χωρίς αυτό, δεν μπορεί να υπάρξει μαρτυρία. Και την αγαπώ αυτή τη λέξη "μαρτυρία". Μου φέρνει στον νου τον τελευταίο λόγο του Κυρίου: "Και έσεσθέ μου μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ… έως εσχάτου της γης". Καταθέτεις κάτι που το γνωρίζεις και το ζεις, αδιαφορώντας αν αυτό σου κοστίσει».

«Δεν είναι ηθικολογία να είσαι θετικός και συνεπής»
«Εμείς έχουμε φτάσει σε ένα άλλο λάθος και λέμε: "αυτά είναι ηθικολογίες". Συγγνώμη, τι σημαίνει ηθικολογία; Είναι ηθικολογία το να είσαι τίμιος; Είναι ηθικολογία το να είσαι δίκαιος; Είναι ηθικολογία να είσαι θετικός και συνεπής; Να μη λες "εργάζομαι" και πηγαίνεις μόνο για πέντε ώρες ή για τρεις ώρες στο γραφείο; Τι είναι αυτό το πράγμα; Κατηγορούμε τους άλλους ότι είναι πολύ αυστηροί στη συμπεριφορά τους. Γιατί όχι; Καλά κάνουν. Δείτε πώς πολλοί άνθρωποι ξεφεύγουν από την ευθύνη την οποία έχουν, χωρίς να βάζουν τη λέξη "αδικώ". Κι όμως αδικείς. Προσωπικά νομίζω ότι από τη συνέπεια και την αυστηρότητα των ξένων έχουμε πολλά πράγματα να μάθουμε. Εδώ λέμε "δεν πειράζει". Αυτό το "δεν πειράζει" μας έχει πάει πολύ πίσω. Πάρα πολύ πίσω. Κάποτε πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα αυτά εντάσσονται στην έννοια της συνέπειας, της αποτελεσματικότητας, της δικαιοσύνης, της τιμιότητας, της αλήθειας».

«Δεν φοβάμαι τη μετανάστευση, κρύβει δύναμη»

- Πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο Fordham στη Νέα Υόρκη, όπου σας αναγόρευσαν επίτιμο διδάκτορα, αναφερθήκατε στη διάδοση του Ευαγγελίου σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπως είναι η Αλβανία. Βλέπετε και στην Ελλάδα η κοινωνία να γίνεται πολυπολιτισμική; Τι ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις;
«Ο βαθύς σεβασμός για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, που είναι βασική αρχή της ορθοδόξου παραδόσεως. Ο άλλος, ο διαφορετικός, δεν είναι αντίπαλος ούτε εχθρός. Εμείς αρθρώνουμε το χριστιανικό μήνυμα όπως είναι, χωρίς να ζητούμε οι άλλοι οπωσδήποτε να το αποδεχτούν. Το χρέος μας είναι να το διατυπώσουμε σωστά με τον λόγο, τη σιωπή και το έργο μας. Τα άλλα είναι στα χέρια του Θεού. Δεν θα τα επιβάλουμε εμείς διά της βίας.

Οταν σέβεσαι τις ιδέες και τα προβλήματα του άλλου, δεν σημαίνει ότι αποδέχεσαι τις ιδέες και τη νοοτροπία του. Του προσφέρεις το Ευαγγέλιο, το οποίο δεν είναι σύστημα αφηρημένων ιδεών, αλλά η αναγγελία ενός λυτρωτικού γεγονότος: ο Θεός της Αγάπης δεν έμεινε μακριά κάπου στο Σύμπαν, αλλά έγινε άνθρωπος, ήρθε ανάμεσά μας. Δεν σημαίνει ότι θα επιβάλουμε στον άλλον αυτό το χαρμόσυνο μήνυμα, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να μοιραστούμε μαζί του τη συνταρακτική αυτή αλήθεια.

Το χριστιανικό μήνυμα, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, "παρωχημένο" και δύσκολα αποδεκτό, παραμένει το πιο επαναστατικό. Δεν υπάρχει πιο τολμηρή διατύπωση από τη φράση του Ευαγγελιστή Ιωάννου "ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ".

Ομως δεν αρκεί η αναγγελία, χρειάζεται και η βίωση του Ευαγγελίου. Η πίστη είναι ζωή και μεταδίδεται όπως κάθε μορφή ζωής. Το πιο σημαντικό λοιπόν είναι να ζούμε την πίστη μας, η οποία στη συνέχεια θα ακτινοβολήσει και θα εκφραστεί με συγκεκριμένα έργα. Πολλές φορές με ρωτούν "τι θεωρείτε πιο σημαντικό από τα τόσο πολλά που κάνατε όλα αυτά τα χρόνια στην Αλβανία;". Περιορίζομαι σε ένα: μένω είκοσι δύο χρόνια κοντά στους ανθρώπους, ακούγοντας τον πόνο τους με αγάπη και προσπαθώντας να βρω διεξόδους με ουσιαστικά έργα, μεταφέροντάς τους το σταυροαναστάσιμο μήνυμα ότι, παρ' όλες τις πολυποίκιλες δυσκολίες, υπάρχει ελπίδα».

- Στην Ελλάδα υπάρχει ελπίδα; «Ασφαλώς».

- Παρά τη μετανάστευση; «Δεν φοβούμαι τη μετανάστευση, διότι κρύβει μέσα της δύναμη, ανησυχίες και αναζήτηση για το καλύτερο. Οι μετανάστες μας στην Αμερική απέτυχαν; Φοβούμαι βεβαίως τον τόπο, ο οποίος στερείται από τόσο ικανούς ανθρώπους. Επίσης ανησυχώ για το περίεργο "παιδομάζωμα". Ο λαός μας φορολογείται για μια δωρεάν εκπαίδευση. Κάποιος γίνεται πολύ καλός γιατρός και τελικά προσφέρει τους καρπούς των γνώσεών του σε μια χώρα που δεν τον ανέθρεψε από παιδί. Αυτό το θεωρώ αδικία σε παγκόσμιο επίπεδο».

- Και τώρα φεύγουν οι άριστοι... «Είναι οδυνηρό. Γι' αυτό επαναλαμβάνω: Πηγαίνετε, αλλά ξαναγυρίστε».

Αναδημοσίευση: http://www.tovima.gr

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)

Μοῦ γράφεις ὅτι ἄκουσες ἀπό ἡλικιωμένες γυναῖκες κάποιο παραμύθι γιά τίς πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ, καί ρωτᾶς ποῦ βρέθηκε αὐτό τό παραμύθι;

Διαβάστε τήν Καινή Διαθήκη! Μήν ντροπιάζεστε μπροστά στόν οὐρανό καί τή γῆ μέ τή ἄγνοια τῆς πίστης σας! Ἀφῆστε στήν ἄκρη ὅλες τίς ἄλλες σπουδές καί ἀναγνώσματα μέχρι νά μάθετε πρῶτα αὐτό πού εἶναι τό πιό σημαντικό καί πιό σωτήριο. Πρῶτα ἔρχεται ἡ ἐπιστήμη περί πίστεως καί κατόπιν οἱ ὑπόλοιπες σπουδές…

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι λόγια ἀλλά φοβερή πραγματικότητα. Γί αὐτό εἶναι καλύτερα νά τίς γνωρίζουμε καί ἀπό τά λόγια. Δύο πληγές στά χέρια, δύο πληγές στά πόδια καί μία στά πλευρά. Ὅλες ἀπό μαῦρο σίδερο καί ἀκόμα περισσότερο ἀπό τήν κατάμαυρη ἀνθρώπινη ἁμαρτία. Τρυπημένα τά χέρια πού εὐλόγησαν. Τρυπημένα τά πόδια πού περπάτησαν καί ὁδήγησαν στή μόνη ὀρθή ὁδό. Τρυπημένο στό στῆθος, ἀπό τό ὁποῖο ξεχυνόταν πύρινη οὐράνια ἀγάπη στά παγωμένα ἀνθρώπινα στήθη.

Ἐπέτρεψε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, νά Τοῦ τρυπήσουν τά χέρια ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν πολλῶν χεριῶν – δάση χεριῶν – τά ὁποία φόνευσαν, ἔκλεψαν, ἔκαψαν, ἅρπαξαν, παγίδευσαν, βιαιοπράγησαν. Καί νά τοῦ τρυπήσουν τά πόδια γιά τίς ἁμαρτίες πολλῶν ποδιῶν – δάση ποδιῶν – πού περπάτησαν στό κακό, σύλησαν τήν ἀθωότητα, καταπάτησαν τό δίκαιο, μόλυναν τά ἱερά καί πάτησαν τήν καλοσύνη. Καί τοῦ τρύπησαν τό στῆθος ἐξαιτίας πολλῶν πετρωμένων καρδιῶν – νταμάρια καρδιῶν – στίς ὁποῖες γεννήθηκε κάθε μοχθηρία καί κάθε ἀσέβεια καί οἱ ἱερόσυλοι λογισμοί καί οἱ κτηνώδεις ἐπιθυμίες καί στίς ὁποῖες μέσα ἀπό ὅλους τοὺς αἰῶνες σφυρηλατήθηκαν κολασμένα σχέδια ἀδελφοῦ ἐναντίον ἀδελφοῦ, γείτονα ἐναντίον γείτονα, ἀνθρώπου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Τά χέρια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά θεραπευθοῦν τοῦ καθενός τά χέρια ἀπό τά ἁμαρτωλά ἔργα. Τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκαν γιά νά ἐπιστρέψουν καθενός τά πόδια ἀπό τούς ἁμαρτωλούς δρόμους. Τό στῆθος τοῦ Ἰησοῦ τρυπήθηκε γιά νά πλυθεῖ κάθε καρδιά ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες καί σκέψεις.

Ὅταν ὁ ἀπαίσιος Κρόμβελ, δικτάτορας τῆς Ἀγγλίας, ἄρχισε νά ἁρπάζει τήν περιουσία τῶν μονῶν καί ἔκλεινε τά μοναστήρια, ἔγινε σέ ὁλόκληρη τήν ἀγγλική χώρα μία θορυβώδης λιτανεία ἀπό μερικές χιλιάδες ἀνθρώπινες ψυχές σέ ἔνδειξη τῆς λαϊκῆς ἀποδοκιμασίας. Μπροστά πήγαιναν σημαιοφόροι μέ τήν ἐπιγραφή στίς σημαῖες : «Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ» καί ἔψελναν ὕμνους ἐκκλησιαστικούς καί τελοῦσαν λειτουργίες πρός τόν Θεό στούς ἀγρούς. Φοβήθηκε ὁ ἀπαίσιος δικτάτορας πολύ καί περισσότερο φοβήθηκε ἐκεῖνες τίς σημαῖες παρά ὁτιδήποτε ἄλλο καί μείωσε τή βιαιοπραγία του.

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ ἄς σοῦ μάθουν, νά φροντίζεις τίς πέντε αἰσθήσεις σου γιά τόν ζῶντα Θεό.

Οἱ πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ εἶναι πέντε πηγές πεντακάθαρου αἵματος, μέ τό ὁποῖο πλύθηκε τό ἀνθρώπινο γένος καί ἁγιάσθηκε ἡ γῆ. Ἀπ’ αὐτές τίς πέντε πληγές χύθηκε ὅλο τό αἷμα τοῦ Δικαίου, ὅλο μέχρι τήν τελευταία σταγόνα. Ὁ Θαυματουργός Κύριος, πού ἤξερε νά πολλαπλασιάσει τούς ἄρτους καί μέ πέντε ἄρτους νά χορτάσει πέντε χιλιάδες πεινασμένους, πολλαπλασιάζει ἐκεῖνο τό πεντακάθαρο αἷμα Του καί μ’ αὐτό τρέφει καί ἑνώνει σέ χιλιάδες ναούς πολλά ἑκατομμύρια πιστῶν. Αὐτό εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία.

Τή Μ. Παρασκευή πλησίασε ψυχικά μαζί μέ τήν Παναγία Θεομήτορα κάτω ἀπό τό Σταυρό γιά νά σέ πλύνει ἐκεῖνο τό ζωοποιό αἷμα ἀπό τίς πέντε πληγές τοῦ Ἰησοῦ. Γιά νά μπορεῖς μέ τήν καθαρισμένη καί ἀναζωογονημένη ψυχή νά φωνάξεις τήν Κυριακή μαζί μέ τίς Μυροφόρες: Χριστός Ἀνέστη!

Αγαπητά μου Παιδιά,
Μαζί με πολλούς άλλους άξιους και γενναίγους Έλληνες πολεμήσαμε και λευτερώσαμε τούτο τον τόπο που πατάτε εσείς, και να στοχάζεστε πως τον λευτερώσαμε για σας που γεννηθήκατε σε πατρίδα ελεύθερη, γιατί εμείς λίγο την απολάψαμε, ότι, μόλις εδιώξαμε τους Τούρκους, αρχίσαμε να τρώμε ο ένας τον άλλον κι έτσι μας βρήκαν διαιρεμένους οι Μπαυαροί και μας τζαλαπάτησαν.
Μα ο Θεός, το έλεός του μεγάλο, δεν συνερίστη τα κρίματά μας και στέριωσε το έθνος, όπου καταφανίστηκε τόσους χρόνους στη σκλαβιά και ήρθε ο καιρός πάλι να δικαιωθεί. Ότι το δίκιο μας μάς το ‘δινε ο  Θεός και το χαλούσαμε εμείς. Κι απ’ το λίγο που δεν προκάναμε να χαλάσουμε εστερεώθη το έθνος αυτό, που εγέννησε κι εσάς. Εσείς τώρα μάθατε και γράμματα, ότι σκολάσατε από τις αγγαρείες και τους κιντύνους και κατατρεγμούς οπού ‘χαμεν εμείς – εγώ εμεγάλωσα αγράμματος, με άσπρα τα μαλλιά, όψιμος έπιασα κοντύλι στο χέρι μου. Και τα γράμματα  που μάθατε σας δίδαξαν πως είστε Έλληνες και Χριστιανοί της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Αν ήθελ’ εμείς, για να γλυτώσουμε από την τυραγνία και τα βάσανα, να γίνουμε Τούρκοι, όπως έγιναν καμπόσοι τότε, θα σας είχαν γεννημένους χανούμισσες κι όχι Ρωμαίϊσσες Χριστιανές και με τούτο θα ήστενε κι εσείς Τούρκοι. Και θα παίρνατε πάνω σας και τα κρίματα του μολεμένου αυτού Έθνους, που εσώριασε τόσα αδικοχαμένων και ατιμασμένων κουφάρια απάνω στη γη.
Κι αν θέλαμε μεις να σεργιανάμε με τες καρρότσες της βασιλείας, φορτωμένοι τα παράσημα, και να μας φυλεύουν οι Μπαυαροί τιμές και περιουσίες, ήθελ’ αφήσομε τον Κωλέττη με τους μισσιονάριους και τους ξένους πρέσβεις να μας αλλάξουνε την πίστη και τότε κι εσείς θα ‘χατε γεννηθεί από μάννες Φράγκισες και θα κάνατε ανάποδα το σταυρό σας. Και θα στοχαζόσασταν ότι εχρειάστη να χυθεί ποτάμι το αίμα τόσων παλληκαριών και ηρώων της πατρίδος, για να χάσετε ελεύτεροι την πίστη που είχατε σκλαβωμένοι.
Τώρα όμως ζείτε πάνω σε τούτο το ματωμένο και καπνισμένο χώμα και λογαριάζεστε Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όσοι έχετε μέσα σας καρδιά και νου, το ‘χετε για την πιο τρανή χαρά σας, κορώνα στο κεφάλι. Να μη θαρρείτε όμως πως έτσι κοιμηθήκαμε από βραδίς Τούρκοι και ξυπνήσαμε Έλληνες. Εχρειάστηκε να θυσιάσουμε αρετή καντάρια και κόπους και αίματα γι’ αυτή την ελευθερία που έχετε εσείς. Ότι η επανάσταση δεν έγινε το ’21 μονάχα κάθε ώρα και στιγμή από τότε που πήρε ο Αγαρηνός την Πόλη, με κάθε σφαγή και αρπαγή και ατιμία που σήκωνε ο σβέρκος του σκλάβου, για να προσκυνήσει και δεν προσκύναγε, γίνονταν μια επανάσταση. Κι όλες αυτές οι επαναστάσεις γνωστών και αγνώστων ηρώων της πίστης και της πατρίδος έτρεξαν σαν τα ρυάκια στο μεγάλο ράμμα και έτσι έγινε το ’21 που ήθελε ο Θεός και μας έκανε λεύτερους.
Γι’ αυτό, παιδιά μου, τέτοιες μέρες, που γιορτάζετε το σηκωμό του γένους, να μνημονεύετε αυτούς τους ήρωες που θυσίασαν και τη ζωή τους και το βιος τους για πίστη και πατρίδα κι άφησαν τις φαμίλιες τους γυμνές να διακονεύουν. Και τούτη την πίστη να τη λογαριάζετε ως ένα τζιβαΐρι που το κρατά ο άνθρωπος και περπατεί και φόβος είναι να μην του πέσει. Και η πατρίδα δεν είναι ενός ούτε ολίγων αλλά την έχουμε όλοι μαζί, ότι όλοι μαζί την ελευτερώσαμε.
Ώστε αν αμελήσετε την πίστιν όπου σας παραδώσαμεν Ορθόδοξην Ανατολικήν και σας την κλέψουν, αν πέσετε στες παραλυσίες και αφήσετε τα κάστρα αφύλακτα και σας τα πάρουν, ούτε να ζήσετε μπορείτε ούτε να πεθάνετε παρηγοριέστε, ότι θα βρείτε εκεί που θα πάτε τους γενναίγους πατέρες σας, το Διάκο, τον Υψηλάντη, τον Κολοκοτρώνη, το Δυσσέα, και θα σας ζητήσουν τα αίματα πίσω που χύθησαν για την ελευθερία της πατρίδος. Και καθώς τα αίματα δεν γυρίζουν πλέον, θε να είστε καταδικασμένοι. Όθεν, αγαπητά μου Ελληνόπουλα, κάνετε τα καλά σας και μη σκολάτε τις μετάνοιες σας για τούτη την άγια πατρίδα, τηράτε να ‘χετε το νου καθαρό και Ορθόδοξο και το σώμα τυραννισμένο, για να αντέχει τους κόπους και να πηγαίνετε τούτες τις μέρες στους τάφους μας και να στοχάζεστε τα χρέη σας. Ότι εμείς από μέσ’ απ’ αυτούς τους τάφους μας μια μέρα θ’ αναστηθούμε και θα σας κρίνουμε.
Γιάννης Μακρυγιάννης

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, που θυμάται να συνομιλήση με τον Θεόν μόνον όταν φθάση η ωρισμένη ώρα της προσευχής, δεν έχει ακόμη μάθει να προσεύχεται, λέει ένας από τους Πατέρας.

* * * 

ΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΗ ο Θεός την αμέλειά μας στην προσευχή και τον σκορπισμό του νου μας στην ψαλμωδία, είναι αδύνατον να σωθούμε, έλεγε ο Αββάς Θεόδωρος.

* * * 

ΕΡΩΤΗΣΑΝ τον Αββά Αγάθωνα οι Αδελφοί, ποιά αρετή νομίζει πως είναι πιο επίπονος.

— Η προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος. Όταν ποθήση η ψυχή να συνομιλή συχνά με τον Δημιουργό της, αγωνίζονται τα πονηρά πνεύματα να την εμποδίσουν, γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει πιο ισχυρό όπλο εναντίον τους από την προσευχή. Όταν αποκτήση οποιαδήποτε άλλη αρετή η ψυχή, ύστερα ξεκουράζεται· μα για να μάθη να προσεύχεται, όπως πρέπει, χρειάζεται να κοπιάζη σ' όλη της τη ζωή. 

* * * 

ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ Αδελφοί στη σκήτη περικύκλωσαν μια μέρα τον Όσιο Μακάριο και τον παρακαλούσαν να τους διδαξη πώς να προσεύχωνται.

— Το μεγαλύτερο σφάλμα, που κάνομε στην προσευχή, αποκρίθηκε εκείνος, είναι η περιττολογία. Αρκεί να μάθη ο άνθρωπος να υψώνη το νου του στα ουράνια και να λέγη μ' όλη του την ψυχή: «Κύριε, ελέησόν με, όπως γνωρίζεις και όπως θέλεις». Τούτο είναι προσευχή.

Όταν πάλι νοιώθη δυνατή επάνω του την επίθεσι του διαβόλου ή την επανάστασι των κατωτέρων παθών του, ας τρέξη με πίστι στον Ούρανιο Πατέρα κι ας φωνάζη σ' Αυτόν όχι με το στόμα, αλλά με την καρδιά: «Κύριε, βοήθησέ με». Εκείνος γνωρίζει τον τρόπο να βοηθήση την ψυχή, που πηγαίνει κοντά Του μ' εμπιστοσύνη. 

* * * 

ΑΚΟΗ αντι ακοής λαμβάνομε, λέγει κάποιος Πατήρ. Και εξηγεί: Ακούει ο Θεός την προσευχή εκείνου που υπακούει στο θέλημα Του.

* * * 

ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός σε μια σκήτη ήταν πρόθυμος στην προσευχή, αλλά αμελής σ' όλα τ' άλλα. Μια μεέα πήγε ο διάβολος σ' έναν από τους εκεί Πατέρας και του είπε με ειρωνεία:

— Τι παραδοξολόγοι που είσαστε σεις οι άνθρωποι.

— Γιατί; τον ρώτησε εκείνος.

— Να, ο ταδε Μοναχός αίφνης με κρατά κάτω από τη μασχάλη του και με σφίγγει δυνατά να μη του φύγω, κάνοντας όλα μου τα θελήματα. Κι ύστερα στέκεται ώρες ολόκληρες και λέγει στο Θεό: «ρύσαι με από του πονηρού»


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ της σκήτης ρώτησαν ένα Γέροντα, αν πραγματικά ωφελούνται εκείνοι που ζητούν από τους άλλους να προσευχηθούν για χάρι τους.

— Πολύ ισχύει δέησις δικαίου, αποκρίθηκε ο Αββάς, πλην όμως «ενεργουμένη»[1] . Βοηθουμένη, με άλλα λόγια, από τον ίδιο που ζητά την προσευχή, σε τι να ωφελήσουν αι προσευχαί των αγίων, εκείνον, που θεληματικά παραμελεί την σωτηρία του;

Και τους διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:

Ο Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ ευλαβής κι ενάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε μέρα αυτή την προσευχή:

— Σε παρακαλώ, Κύριε, μη με χωρίσης από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσωμε όλοι μαζί την Ουράνιο μακαριότητα.

Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, πως ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάστασι.

Πλησίαζε η εορτή ενός Αγίου, που πανηγύριζε το γειτονικό τους Μοναστήρι. Οι Αδελφοί του Μοναστηρίου εκείνου προσκαλέσανε τον Αββά του Κοινοβίου και ολόκληρη την συνοδεία του να πάρουν μέρος στην πανήγυρι. Εκείνος όμως αποφάσισε να μην πάη, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του έκαναν εκεί. Την παραμονή ακριβώς άκουσε μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του να τον διατάζη να πάη οπωσδήποτε στο πανηγύρι, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του. Ο Ηγούμενος υπήκουσε στη θεία προσταγή.

Μόλις ξημερωσε, πρόσταξε τους μαθητάς του να ξεκινήσουν παρευθύς για το γειτονικό Κοινόβιο. Στο δρόμο τους συνάντησαν πεσμένον χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο να βογγά. Τον ρώτησαν, τι του συνέβαινε.

— Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν έπαψε ν' αναστενάζη. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, μ' έρριξε κάτω κι έφυγε. Τι έγινε, κι εγώ δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με βοηθήση να σηκωθώ.

Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.

— Τι να σου κάνωμε, γέροντα, του είπαν οι Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί και βιαστικοί.

Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μεση του δρόμου αβοήθητο το φτωχό γέρο.

Σε λίγο να κι ο Ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάστασι. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανα του και τον ρώτησε με καταφανή έκπληξι :

— Καλά, δεν πέρασαν από δω πριν από λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να σε είδαν.

— Με είδαν και με ρώτησαν, Αββά, είπε με λύπη ο Γέρος. Μου είπαν όμως πως ήσαν πεζοί και βιαστικοί και δε μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.

Ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθειά, ντροπιασμένος από την συμπεριφορά των μαθητών του.

— Αν στηριχτής πάνω μου, θα μπορέσης να περπατήσης λίγο;

— Αδύνατο να κινηθώ, Πάτερ.

Έλα λοιπόν να σε ανεβάσω στους ώμους μου, είπε ο γέρο Ηγούμενος αποφασιστικά, κι ο Θεός θα βοηθήση να φτάσωμε εκεί που πηγαίνεις.

— Δε μπορείς να με κουβαλήσης τοσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως είσαι κι εσύ νέος; Πήγαινε, Αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να μ' ελεήση ο Θεός.

Δε σ' αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάστασι, διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Θα σε πάω στην πόλι.

Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του ο γέρο Ηγούμενος. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατώρθωσε να σέρνη τα πόδια του.

Παράδοξο πράγμα!

Σιγά - σιγά αλάφραινε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη το φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι να ιδή τι συνέβαινε. Αντί του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν μπροστά του ένας πανέμορφος Άγγελος.

Μ' έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε με τη γλυκειά φωνή του που έμοιαζε με υπερκόσμια μουσική, πως τότε μόνο θ' αξιωθούν οι μαθηταί σου να βρεθούν μαζί σου στη Βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι' αυτούς. Ο Θεός δίνει στον καθένα την αμοιβή των έργων του.

Ο Άγγελος με μιας χάθηκε στα ούρανια. Ο γέρο Ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο Μοναστήρι του για ν’ αρχίση καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να μορφώση χαρακτήρες.


[1] Ιακώβου ε’. 16


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)


Θέματα: Γεροντικόν, αγάπη, προσευχή, άγιος

ΣΤΑ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΑ, που είναι γεμάτα μ' ολόχρυσες σελίδες ηρωϊκών πράξεων, διαβάζομε την ακόλουθη συγκινητική ιστορία:

Όταν Αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο Άγιος Ούαρος, νεαρός ακόμη αξιωματικός κάποιας Ρωμαϊκής λεγεώνος. Ζηλωτής χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά για ν' ανακουφίζη και να δίνη θάρρος στους μάρτυρας. Ήλθε έτσι κι η δική του σειρά να χύση το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. Στον τόπο του μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από τη Θεία Πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα.

Ήταν χήρα, αλλά πλουσιωτάτη κι είχε κοντά της το μικρό μοναχογυιό της. Η ευγενής κυρία παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στο νέο για ν' αρνηθή την πίστι του. Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δήμιους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στ' αρχοντικό της και το έθαψε σ'ένα ιδιαίτερο δωμάτιο.

Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μέγας Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίση πίσω στην πατρίδα της την Παλαιστίνη και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία της κι έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ουάρου κι αφιέρωσε σ' αυτήν το τίμιο λείψανο που φύλαγε μέσα σε ολόχρυση λάρνακα.

Όταν ήσαν πια όλα έτοιμα, προσκάλεσε τον Επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα, μαζί με το νεαρό γυιό της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σαν νύκτωσε και το σπίτι άδειασε από τον κόσμο, τσακισμένος από την κούρασι ο νέος, πήγε στο δωμάτιό του να ξεκουρασθή. Σε λίγο πήγε κι η μητέρα να του πάη φαγητό. Τον βρήκε να καίγεται στον πυρετο. Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούρασί της. Αλλ' όσο πέρναγε η ώρα, ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφτάση να έρθη ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπισε πάνω στη λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια, θύμιζε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε ζωντανό μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρι του και απαιτούσε απ' αυτόν να κάνη εκείνο που έκανε ο Ελισσαίος για τη Σωμανίτιδα.

Ανάμεσα στα δάκρυα και στ' αναφυλλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τοτε ένα θαυμάσιο όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.

Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος μ' ολόχρυσο στεφάνι. Η δόξα του δεν περιγράφεται. Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, το γυιό της χήρας, που φόραγε κι αυτος ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.

— Μη με κατηγορής για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές, γονατιστή μπροστά στα λείψανα μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδωςω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν, ύστερα απ' αυτό, εξακολουθής να τον γυρεύης κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθη.

Και γυρίζοντας στο νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα

του.

— Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της.

Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστή, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:

— Επιμένης λοιπόν να μου στερήσης αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρης από τα αιώνια στα πρόσκαιρα κι από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθής και ετοιμάσου να μας συναντήσης.

Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούργια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα κι έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το ναό και πέθανε με φήμη αγίας.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

δεν εχω καρδίαν θλιβομένην προς αναζήτησίν σου,
δεν έχω μετάνοιαν,
δεν έχω κατάνυξιν,
ουδέ δάκρυα, τα οποία επαναφέρουσι τα τέκνα εις την ιδίαν
αυτών πατρίδα.

Δεν έχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν·
εσκοτίσθη ο νους μου από την ματαιότητα του κόσμου,
και δεν δύναται ν' ατενίση προς σε μετά πόνου·
εψυχράνθη η καρδία μου από το πλήθος των πειρασμών,
και δεν δύναται να θερμανθή δια των δακρύων της προς σε αγάπης.

Αλλά συ, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ο θησαυρός των αγαθών,
δώρησαί μοι τελείαν μετάνοια,
και καρδίαν επίπονον, ίνα ολοψύχως εξέλθω εις αναζήτησίν σου· 
διότι άνευ σου θέλω αποξενωθή από παντός αγαθού.

Χάρισαί μοι λοιπόν, ω αγαθέ, την χάριν σου·
ο πατήρ, όστις σ' εγέννησεν εκ των κόλπων αυτού αχρόνως και αϊδίως,
ας ανανεώση εις εμέ τας μορφάς της εικόνος σου·
σ' εγκατέλιπον, μη μ' εγκαταλείπης·
εχωρίσθην από σου, έξελθε εις αναζήτησίν μου,
και ευρών εισάγαγέ με εις τας νομάς σου,
και συναρίθμησόν με μετά των προβάτων της εκλεκτής σου ποίμνης,
και διάθρεψόν με μετ' αυτών εκ της χλόης των θείων σου μυστηρίων,
των οποίων υπάρχει κατοικητήριον η καθαρά καρδία,
εις την οποίαν αναφαίνεται η έλλαμψις των αποκαλύψεών σου,
η οποία έλλαμψις είναι παρηγορία και αναψυχή των κοπιόντων δια σε εν θλίψεσι
και διαφόροις ατιμίαις·
της οποίας ελλάμψεως είθε ν' αξιωθώμεν και ημείς δια της χάριτος και φιλανθρωπίας σου,
του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις τους αιώνας των αιώνων".

Αμήν

Αγ. Ισαάκ του Σύρου

ΈΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ κι ενάρετος μοναχός είχε μια αδελφή στην πόλι, που ζούσε βίο άσωτο και παρέσυρε πολλούς νέους στην αμαρτία. Οι αδελφοί στην έρημο συχνά παρώτρυναν το μοναχό να πάη ως την πόλι, να συνετήση την παραστρατημένη αδελφή του. Εκείνος στην αρχή εδίσταζε. Φοβόταν τους κινδύνους, που κρύβει ο κόσμος για τους νέους μοναχούς. Ύστερα όμως για την υπακοή αποφάσισε να κατέβη.

Μόλις πλησίασε στο πατρικό του σπίτι, οι γείτονες πρόλαβαν και ειδοποίησαν την αδελφή του. Η καρδιά της παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στ' αναπάντεχο άκουσμα. Χρόνια επιθυμούσε να ιδή τον αγαπημένο της αδελφό. Παράτησε τη συντροφιά της κι όπως βρισκόταν τη στιγμή εκείνη μέσα στο σπίτι της, με γυμνά πόδια και ξέσκεπη την κεφαλή, έτρεξε στο δρόμο να τον υποδεχτή.

Αντικρύζοντας με τα μάτια του εκείνος τον ξεπεσμό της, ταράχτηκε. Έκλαψε η ψυχή του.

— Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, αδελφή μου, της είπε με θλίψι, κι εκείνους που εξ’ αιτίας σου παραστρατούν; Συλλογίσου τι σε περιμένει ύστερα από το θάνατο.

Το αγνό πρόσωπο του αδελφού, η σεμνή του στάσι, τα δάκρυα της συμπόνιας, που έτρεχαν από τα μάτια του, μαζί με το δίκαιο έλεγχο, συγκλόνισαν την αμαρτωλή.

— Υπάρχει και για μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τα χείλη της.

— Ω, ναί. Αρκεί ειλικρινά να το θελήσης.

— Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μη με αφήνης μόνη να

παλεύω με τ' άγρια κύματα της αμαρτίας.

— Φόρεσε τα σανδάλια σου, σκέπασε και την κεφαλή σου και ακολούθησε με, είπε αποφασιστικά ο μοναχός.

— Άφησε να έλθω όπως είμαι, αδελφέ, γιατί ποιός ξέρει αν, μπαίνοντας σ' αυτό το εργαστήρι του σατανά, θα έχω τη δύναμι να ξαναβγώ.

Ο μοναχός ικανοποιήθηκε από τη σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή την ωδήγησε έξω από την πόλι και τράβηξαν μαζί το δρόμο για την έρημο. Σκόπευε να την πάη σ' ένα γνωστό του γυναικείο Μοναστήρι. Καθώς περπατούσαν, διέκριναν από μακριά να έρχεται προς το μέρος τους ένα καραβάνι.

— Παραμέρισε λίγο, αδελφή μου, της είπε ο μοναχός. Κρύψου πίσω από τους θάμνους, γιατί οι άνθρωποι που δεν ξέρουν πως είσαι αδελφή μου, μπορεί, βλέποντάς μας μαζί, να σκανδαλισθούν.

Εκείνη συμμορφώθηκε αμέσως με τη σύστασί του. Όταν προσπέρασε το καραβάνι, ο αδελφός την φώναξε να συνεχίσουν το δρόμο τους. Δεν έδειξε να άκουσε. Εκείνος πήγε κοντά, της ξαναμίλησε, τη σκούντισε με το πόδι του. Δεν έδειχνε σημεία ζωής. Είχε πεθάνει. Είδε τα γυμνά της πόδια καταματωμένα και ξεσκισμένα αλύπητα από τα λιθάρια του δρόμου και τ' αγκάθια.

Απαρηγόρητος ο μοναχός για τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής του γύρισε στο κελλί του. Η αμφιβολία τον κατάτρωγε.

— Αδύνατο να σώθηκε, του έλεγε ο λογισμός του, αφού δεν πρόλαβε να κάνη έργα μετανοίας.

Διηγήθηκε στους Γέροντας στην έρημο με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Εκείνοι ώρισαν νηστεία και προσευχή για την ψυχή της. Αποκαλύφθηκε τότε σ' έναν αγιώτατο Ερημίτη, πως ο Θεός δέχτηκε τη μετάνοια της αμαρτωλής και την κατάταξε με τους δικαίους για την αυταπάρνησι που έδειξε, ώστε να περιφρονήση, όχι μόνο τα υλικά πράγματα, αλλά και το ίδιο της το σώμα.

* * *

 ΑΝ ΘΕΛΗ ο άνθρωπος, μπορεί από την ανατολή ως τη δύσι του ηλίου να φθάση στην αγιότητα, έλεγε ο Μέγας Αντώνιος, διδάσκοντας τους μαθητάς του την δύναμι της μετανοίας.

* * *

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ πήγε κάποτε επισκέπτης σ' ένα Μοναστήρι. Ήταν Κυριακή. Οι καλόγεροι μαζεύονταν στην Εκκλησία να λειτουργηθούν. Ο Όσιος στάθηκε σε μια παράμερη γωνιά. Από κει παρατηρούσε, χωρίς να φαίνεται, τους αδελφούς που έμπαιναν στην Εκκλησία. Είχε χάρισμα από τον Θεό να διαβάζη την ψυχή, καθώς εμείς διαβάζομε την όψι των συνανθρώπων μας.

Οι περισσότεροι αδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, που έδειχνε αμέσως την εσωτερική τους διάθεσι. Ο καθένας είχε πλάι του τον φύλακα Άγγελό του, που ακτινοβολούσε κι εκείνος από χαρά. Όλα αυτά έδειχναν αγιότητα, πρόοδο στην αρετή! ο Αββάς Παύλος ευχαριστούσε με την καρδιά του το Θεό.

Καθυστερημένος πολύ έφτασε ένας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός από τους άλλους φαινόταν! Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο. Τον ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν ο καθένας χωριστά να τον τραβήξη με το μέρος του. Εκείνος ο δυστυχισμένος φαινόταν σαν χαμένος. Ο Άγγελος του περίλυπος στεκόταν σε απόστασι. Κάτι τον εμπόδιζε να πλησιάση. Ο Όσιος έβγαλε βαθύ στεναγμό. Έκλαψε με συμπόνια για τη βασανισμένη ψυχή του αδελφού.

Η Θεία Λειτουργία τελείωσε. Οι καλόγεροι με τη σειρά άρχισαν να βγαίνουν. Ο Όσιος πάλι έβλεπε.

Τώρα έδειχναν πιο λαμπρισμένοι. Οι Άγγελοι τους φωτεινότεροι. Ο Αββάς Παύλος δεν κινήθηκε από την θέσι του. Περίμενε να ιδή κι εκείνον τον άλλο, που τόσο είχε προσευχηθή γι' αυτόν σ' όλη τη Λειτουργία. Δεν άργησε να φανή κι εκείνος. Τι αλλαγή! Η όψις του ακτινοβολούσε! Τα πονηρά πνεύματα είχαν εξαφανισθή. Ο φύλακας Άγγελος τον σκέπαζε με τις φτερούγες του. Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα!

—    Δόξα σοι, ο Θεός! ξέφυγε χωρίς να θέλη από τα χείλη του Όσιου.

Οι αδελφοί γύρισαν και τον κύτταξαν με απορία. Εκείνος τότε τους φανέρωσε τι είχε ιδεί το πρωινό στην Εκκλησία. Ύστερα ανάγκασε τον αδελφό να ειπή με τι διαθέσεις πήγε στη Λειτουργία και πως έφευγε. Εκείνος δε δίστασε να εξομολογηθή μπροστα σ' όλους:

— Μέχρι σήμερα, είπε, περνούσα με αμέλεια την ζωή μου. Τα πάθη κι οι κακοί λογισμοί με είχαν τόσο κυριέψει, που δεν μου έκανε πια καρδιά να φροντίσω για τη διόρθωσί μου. Σήμερα όμως με ελέησε ο Θεός. Πρόσεξα με ιδιαίτερη προσοχή την ανάγνωσι. Άκουσα τον Προφήτη ή μάλλον τον ίδιον τον Θεό να λέη με το στόμα εκείνου στους ομοιούς μου αμαρτωλούς: «Λούσασθε και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετε καλόν ποιείν... και εαν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνια λευκάνω...»[1]. Η καρδιά μου συντρίφτηκε. Έκλαψα και παρακάλεσα τον Ουράνιο Πατέρα να κάνη σε μένα τον άθλιο αυτά που υπόσχεται με το στόμα του Προφήτου. Έδωσα κι εγώ υπόσχεσι ν' αφήσω την αμέλεια και να κοπιάσω σκληρά για τη διόρθωσί μου. Μ' αυτές τις διαθέσεις βγήκα από την Εκκλησία, αποφασισμένος πια να κρατήσω την υπόσχεσί μου.

Ο Όσιος και οι Αδελφοί που άκουσαν την εξομολόγησι του μοναχού θαύμασαν κι έλεγαν μεταξύ τους:

— Είναι πραγματικά ανυπολόγιστη η αξία της μετανοίας.

* * *

«ΑΜΑΡΤΙΑ προς θάνατον»[2] , γράφει ο Αββάς Μάρκος ο Ασκητής, είναι κάθε αμετανόητη αμαρτία. Ούτε αυτός ο Αγαθός και Φιλάνθρωπος Θεός συγχωρεί τον αμετανόητο αμαρτωλό. Οι περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται συχνά λύπην και αηδία διά τας αμαρτίας των, δέχονται όμως με ευχαρίστησι τας αφορμάς των.

[1] Ήσ. α’ 16-18.

[2] Α’ Ιωάν. ε’ 16.

(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

katafigioti

lifecoaching