4. Το μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα
Ό θάνατος ονομάζεται στην παράδοση της Εκκλησίας μυστήριο. Και πραγματικά είναι μυστήριο όχι με την έννοια των μυστήριων, δια των όποιων μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά από την άποψη ότι κατά την ώρα του θανάτου και μετά από αυτόν γίνονται μυστήρια πράγματα, τα όποια δεν μπορεί να συλλάβη η λογική του ανθρώπου από τώρα.
Πέρα από αυτό, το μυστήριο του θανάτου έγκειται στο ότι διασπάται ή ενότητα ψυχής και σώματος. Γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι υπάρχει στενή σχέση και μεγάλη ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος. Ή ένωση αυτή έγινε με την δημιουργία του ανθρώπου, αμέσως με την σύλληψη του στην κοιλία της μητέρας του και συνεχίζεται μέχρι την ώρα του θανάτου. Ό άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, πού σημαίνει ότι ή ψυχή δεν αποτελεί τον όλον άνθρωπο, αλλά ούτε και το σώμα συνιστά τον όλον άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, την στιγμή κατά την οποία, λόγω του θανάτου, χωρίζεται ή ψυχή από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα. Ή ψυχή δεν ζούσε πριν την δημιουργία του σώματος, γι' αυτό και δεν θέλει να ζήση χωρίς αυτό. Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα γίνεται βιαίως, και αυτό είναι το μυστήριο του θανάτου. Εμείς, βέβαια, θεωρούμε ότι το μυστήριο του θανάτου είναι φοβερό, γιατί διασπά την ενότητα μεταξύ των αγαπημένων, γιατί χάνουμε ένα αγαπητό μας πρόσωπο. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, πού την ζουν εκείνοι πού έχασαν τα αγαπητά τους πρόσωπα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το φοβερό του θανάτου είναι ότι επέρχεται αυτός ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
Την αλήθεια αυτήν την βλέπουμε καθαρά σε ένα τροπάριο, πού ψάλλεται κατά την εξόδιο ακολουθία και είναι γραμμένο από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Λέγεται: «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας, και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμενεται»28. Εδώ παρουσιάζονται μερικές μεγάλες αλήθειες. Ή μία, ότι υπάρχει στενός και φυσικότατος δεσμός μεταξύ ψυχής και σώματος και μεγάλη αρμονία. Ή δεύτερη αλήθεια, ότι αυτή ή σχέση διασπάται βιαίως. Και αυτό το βίαιο συνιστά το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Γι' αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ή ψυχή τρέμει και δείλια. Ή τρίτη αλήθεια, ότι αυτή ή διάσπαση γίνεται με την βούληση του Θεού. Βέβαια, δεν είναι ο Θεός αίτιος του θανάτου, αλλά ο Θεός επέτρεψε να έλθη στην ζωή του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν γίνεται στον κόσμο χωρίς το θέλημα Του.
Έτσι, λοιπόν, η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για κάθε άνθρωπο. Το φοβερό του θανάτου δεν έγκειται ακόμη στο ότι εγκαταλείπουμε αυτόν τον κόσμο, με τον όποιο είχαμε δεθεί, αλλά στο ότι αρχίζουν να ενεργούν διάφορα μυστήρια, τα όποια προηγουμένως με την παχύτητα των αισθητηρίων οργάνων του σώματος δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Τον κρίσιμο εκείνο καιρό ο άνθρωπος, χωρίς να το έχει προγραμματίσει, καταλαβαίνει πολύ καλά τον εαυτό του. Παρουσιάζεται μπροστά του ολόκληρη η ζωή, πού έχει ζήσει, σαν κινηματογραφική ταινία. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πή ότι οι υπερήφανοι, πού νόμιζαν ότι ήταν απαθείς, «την οικείαν πενίαν εν εξόδω εωράκασιν»29. Δηλαδή, οι υπερήφανοι βλέπουν τότε την εσωτερική πνευματική τους πτώχεια. Πόσο μάλλον όσοι έχουν εμπλακή σε πολλές άλλες πράξεις, πού διαπράττονται με τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος. Ένας σύγχρονος Γέροντας λέγει ότι κατά την ώρα του θανάτου θα δη κανείς και την παραμικρή πράξη πού έκανε στην ζωή του, όπως βλέπει σε κλάσματα δευτερολέπτου κάποια μικρή ακαθαρσία μέσα σε ένα ποτήρι νερό.
Ό φόβος όμως προ του μυστηρίου του θανάτου έγκειται στο ότι αρχίζει μια καινούρια ζωή για τον άνθρωπο. Και, φυσικά, αυτό συνδέεται και με την αιώνια κατάσταση της ψυχής και του σώματος του. Κατά τον όσιο Θεόγνωστο η ώρα του θανάτου είναι μια νέα γέννηση, αφού, ο άνθρωπος, ιδίως ο δίκαιος, εξέρχεται, σαν από κάποια άλλη δεύτερη μήτρα σκοτεινή και πορεύεται προς τα άυλα και φωτεινά. Γι' αυτό συνιστά ότι ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, επειδή διαπορθμεύεται δια του θανάτου προς τα ελπιζόμενα αγαθά. Παράλληλα όμως συνιστά να είναι προσεκτικός «δια τους κύκλω περιπατούντας ασεβείς δαίμονας», οι οποίοι επιδιώκουν μέχρι την τελευταία στιγμή να τον βλάψουν. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, γιατί οδηγείται στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών, αλλά και να νήφη, να είναι προσεκτικός για το άδηλο του μέλλοντος, λόγω της τρεπτότητός του30. Είναι πολύ χαρακτηριστικό να λεχθεί ότι όχι μόνο μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά και όταν πλησιάζει ο καιρός να εξέλθει η ψυχή, κατά την μαρτυρία αγίων ανθρώπων, ο άνθρωπος βιώνει διάφορες εμπειρίες. Επειδή ζει σε οριακό σημείο, γι' αυτό δικαιολογούνται όλες αυτές οι καταστάσεις. Δηλαδή, μπορεί να δη οπτασίες αγίων ανθρώπων, φως θεϊκό κ.λ.π. αλλά και οπτασίες δαιμόνων, οι όποιοι προσπαθούν να τον φοβίσουν περισσότερο και να τον κατάσχουν. Μέσα στην φιλανθρωπία του Θεού εντάσσεται και το γεγονός ότι οι δίκαιοι βλέπουν οπτασίες αγίων ανθρώπων, ώστε, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, να μη δειλιάσουν με την έλευση του θανάτου βλέποντας με ποιους πρόκειται να είναι συμμέτοχοι, και έτσι «εκ του δεσμού της σαρκός άνευ πόνου και φόβου απολυθώσι»31. Και εδώ φαίνεται αυτό πού λέγαμε προηγουμένως, ότι δημιουργείται πόνος από τον χωρισμό και δι' αυτού του τρόπου διασκεδάζονται και οι φόβοι και η δειλία.
Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο Διάλογο η περίπτωση μιας Ταρσίλας, η όποια, κατά τον καιρό της εξόδου της και ενώ βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι πλησίον της, είδε τον Ιησού ερχόμενον. Τότε με μεγάλη προθυμία και κραυγή έλεγε σε όλους τους παρευρισκομένους: «απόστητε, απόστητε, ο Ιησούς έρχεται». Και βλέποντας αυτήν την θεωρία εξήλθε η ψυχή της από το σώμα32. Αναφέρεται επίσης από τον ίδιο άγιο ότι κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Μούσα, πριν εξέλθη η ψυχή της, είδε την Θεοτόκο πού ερχόταν προς αυτήν. Τότε με βλέμμα κατακόκκινο από ντροπή και σεβασμό, και φωνή πραότατη αποκρίθηκε: «Ιδού Κυρία έρχομαι· ιδού Κυρία έρχομαι». Και με αυτόν τον τρόπο παρέδωκε το πνεύμα της33. Ενώ όμως οι δίκαιοι βλέπουν τέτοιες θειες οπτασίες πού τους χαροποιούν και τους δημιουργούν μεγάλη θυμηδία, αντίθετα οι αμαρτωλοί, όσοι δεν είχαν καθαρθή κατά την διάρκεια της ζωής τους, βλέπουν δαιμονικές οπτασίες. Διασώζονται πολλά τέτοια παραδείγματα μέσα στην πατερική διδασκαλία, θα ήθελα να μνημονεύσω δύο από αυτά.
Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο περίπτωση κάποιου πού βρισκόταν παραπλήσιον του θανάτου και είχαν συγκεντρωθή πολλοί μοναχοί και προσεύχονταν. Ό ετοιμοθάνατος είδε δράκοντα πού ήλθε να τον φάγη, αλλά δεν μπορούσε να το κατορθώση εξ ολοκλήρου, μόνο το κεφάλι του είχε βάλει στο στόμα του, λόγω της παρουσίας των αδελφών. Παρακαλούσε ο ασθενής τους αδελφούς, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κάνη τον σταυρό του. Εκείνος όμως απαντούσε ότι, ενώ ήθελε να κάνη τον σταυρό, δεν μπορούσε. Τότε προσευχήθηκαν οι αδελφοί και μετά από λίγο ο άνθρωπος εκείνος είπε: «δότε ευχαριστίαν τω Θεώ ιδού γαρ ο δράκων ο λαβών με εις βρώσιν έφυγε δια των ευχών υμών και στήναι ενταύθα ουκ ηδυνήθη»34.
Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στο Γεροντικό, κατά το όποιο ένας γέροντας, εξερχόμενος του κελιού του για να πώληση το εργόχειρο του, κάθησε στον πυλώνα κάποιου πλουσίου. Τότε είδε «άνδρας μελανούς και φόβου μεστούς», οι όποιοι επιβαίνοντας σε μαύρους ίππους και κρατώντας τύμπανα, έφθασαν στον πυλώνα και, αφού κατέβηκαν από τους ίππους, εισήλθαν στην οικία εκείνη. Ό άρρωστος μόλις τους είδε φώναξε: «Κύριε, ελέησαν με και βοήθησαν με». Τότε εκείνοι του είπαν ότι ήταν αργά και δεν υπήρχε πια ελπίδα σωτηρίας ούτε παράκληση. «Και ούτω βιαίως ανασπάσαντες αυτού την ψυχήν απήλθον»35. Πολλά μυστήρια διαδραματίζονται την ώρα πού ετοιμάζεται η ψυχή να εξέλθει από το σώμα, τα όποια για μας τώρα είναι άγνωστα και ίσως παράδοξα. Αλλά, όμως, δεν μπορούμε να τα αρνηθούμε, γιατί υπάρχουν μαρτυρίες αγίων ανθρώπων. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή του Χριστού πού αναφέρεται στον άφρονα πλούσιο, ο όποιος κατά τον καιρό της εξόδου άκουσε φωνή από τον Θεό: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· ά δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ'. 20). Γι' αυτό και δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή: «Όταν εξέλθει εκ του σώματος ψυχή ανθρώπου μυστήριον τι μέγα επιτελείται»36. Αυτά τα μυστήρια αρχίζουν να ενεργούνται όταν η ψυχή ετοιμάζεται για την έξοδο.
Δεν συμβαίνουν μυστήρια πράγματα μόνον πριν την έξοδο, αλλά και κατά την διάρκεια πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα. Υπάρχουν κείμενα Πατέρων πού μας φανερώνουν ότι η ψυχή, όταν εξέρχεται από το σώμα μερικές φορές κάνει έκδηλη την αναχώρηση της, αλλά και την παρουσία της στον οίκο πού βρίσκεται ο κεκοιμημένος. Κυρίως αυτό γίνεται στους αγίους ανθρώπους. Τα όσα θα πούμε στην συνέχεια θα δείξουν ότι η ψυχή δεν είναι απλώς μια ενέργεια του σώματος, αλλά το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου πού δημιουργήθηκε από τον Θεό, και με την βούληση Του δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστεί.
Ό άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, περιγράφοντας την μακαριά τελευτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λέγει ότι κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής του από το σώμα. παράδοξο φως περιέλαμψε το δωμάτιο στο όποιο βρισκόταν το σώμα του αγίου Γρηγορίου, καθώς επίσης κατέλαμψε το πρόσωπο του. Μάλιστα λέγει ότι δύο λογάδες της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων ο ένας ήταν ιερωμένος και ο άλλος μοναχός, με πολλές αρετές και οι δυο τους, είδαν την λαμπρότητα εκείνη «της ψυχής του σώματος απιούοης». Με άλλα λόγια, η ψυχή εξερχομένη του σώματος άφησε μια λαμπρότητα. Όλος όμως ο λαός ήταν μάρτυρας της υπερφυούς αίγλης του προσώπου του. Και ο άγιος Φιλόθεος, θεολογικότατα ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει ότι οφειλόταν στην Χάρη του Άγιου Πνεύματος πού βρισκόταν και στην ψυχή και στο σώμα37. Φυσικά, η έλλαμψη του φωτός εκείνου ήταν συνέπεια του ότι ο άγιος Γρηγόριος ήταν μέτοχος, αλλά και κήρυξ του Φωτός σε όλη του την ζωή.
Ό όσιος Βενέδικτος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος του Θεού, είχε τέτοιες εμπειρίες στην ζωή του. Αναφέρεται ότι ευρισκόμενος στο κελί του και ενατενίσας τους οφθαλμούς του στον ουρανό, είδε την ψυχή της όσιας αδελφής του «ως εν είδει περιστεράς αστραπτούσης αναγομένην εις ουρανόν». Και μια άλλη φορά, προσευχόμενος κατά την διάρκεια της νυκτος είδε ξαφνικά μια μεγάλη φωτοχυσία στον ουρανό. Είδε όλον τον κόσμο συνηθροισμένο σαν να ήταν κάτω από μια ακτίνα του ηλίου και ταυτοχρόνως την αγία ψυχή του Γερμανού, επισκόπου Καπούης, «εν πυρίνη σφαίρα υπό Αγγέλων εν ουρανώ αναλαμβανομένην»38.
Σχεδόν το ίδιο περιστατικό συναντούμε και στον βίο του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Πορευόμενος ό Μέγας Αντώνιος προς τον άγιο Παύλο τον Θηβαίο για να του προσφέρει την στολή του Μεγάλου Αθανασίου και ενώ πλησίαζε προς το σπήλαιο, είδε στον ουρανό τάγματα αγγέλων, στίφη Αποστόλων, χορούς Προφητών, τάξεις Μαρτύρων και στο μέσον όλων αυτών την ψυχή του όσίου Παύλου να λάμπει περισσότερο από την λαμπρότητα του χιονιού «εις ουρανούς τε μετά πολλής άνιουσαν της ευφροσύνης»39. Το ότι οι δύο άγιοι πού προαναφέραμε είδαν και ανεγνώρισαν την ψυχή των συγκεκριμένων άγιων, δείχνει ότι, παρά την έξοδο της ψυχής από το σώμα και την διάσπαση της ενότητας ψυχής και σώματος, δεν καταργείται ή υπόσταση. Οι άγιοι αναγνωρίζουν τους κεκοιμημένους, βλέποντας την ψυχή τους. Αλλά αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή δεν καταργείται ή υπόσταση, θα το αναλύσουμε πιο κάτω. Εδώ απλώς το σημειώνουμε.
Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα. Ιδίως των αγίων, συνοδεύεται από πολλά σημεία. Ό άγιος Γρηγόριος ό Διάλογος λέγει ότι είναι συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν οι ψυχές των αγίων έξέρχωνται από το σώμα, να ακούν αίνο στους ουρανούς. Και αυτό γίνεται ώστε τον χωρισμό από την σάρκα, «μη αισθάνονται πώς υπομένουσι»40. Κάποιος, ονομαζόμενος Σέρδουλος, κατά τον καιρό της εξόδου άκουγε ύμνους στον ουρανό, ώστε παρακινούσε τους παριστάμενους να σωπάσουν: «σιωπάτε· μη γαρ ουκ ακούετε πώς αντηχούσιν αινέσεις εν τω ουρανώ;». Και μάλιστα λέγεται ότι όταν ή ψυχή του εξήλθε από το σώμα. όλοι οι παριστάμενοι γέμισαν από την όσφρηση της ευωδιάς. Ευωδίασε ολόκληρος εκείνος ό τοπος41. Το ίδιο συνέβη και με την Ταρσίλα. Όταν εξήλθε ή ψυχή από το σώμα, ξεχύθηκε «όσφρησις θαυμαστής ευωδιάς» και όλοι αντελήφθησαν ότι ήταν παρών «ο της ευωδιάς αρχηγός»42. Το ίδιο συνέβη και με κάποια, ονομαζόμενη Ρεδέμπταν, αφού κατά την κοίμηση της εστάλη φως από τον ουρανό και γέμισε όλον τον τόπο του κελλίου. Ακουγόταν ακόμη δυνατος ήχος και έτριζαν οι θύρες του κελλιου, σαν να εισερχόταν πλήθος μέσα στο κελλί43. Αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού πιστεύουμε στην Εκκλησία μας ότι υπάρχει κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων. Στην Κοίμηση της Παναγίας βλέπουμε την έλευση όλων των Αποστόλων. Αλλά αυτό παρατηρείται και στην κοίμηση μεγάλων αγίων. Άγιοι και άγγελοι παρευρίσκονται και παραλαμβάνουν την ψυχή τους. Όσο ό βίος είναι ένδοξος, τόσο και η κοίμηση του συγκεκριμένου αγίου είναι ένδοξη.
Μέχρι τώρα είδαμε ότι μεγάλα μυστήρια ενεργούνται όταν πλησιάζει ο θάνατος, και ακόμη ότι οι άγιοι αξιώθηκαν να αισθανθούν με ποικίλους τρόπους την ώρα πού η ψυχή των δικαίων εξέρχεται από το σώμα. Τώρα πρέπει να δούμε πώς οι ψυχές των αγίων οδηγούνται από τους αγγέλους και οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών οδηγούνται από τους πονηρούς δαίμονας. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος διδάσκει ότι αν κάποιος κατά τον καιρό της εξόδου του είναι αμετανόητος, «έρχονται χοροί δαιμόνων και άγγελοι αριστεροί, και δυνάμεις σκότους παραλαμβάνουσι την ψυχήν εκείνην και κρατούσιν εις το ίδιον μέρος». Αντίθετα, οι δούλοι του Θεού, οι όποιοι από τώρα είναι άγγελοι και τους κυκλώνουν πνεύματα αγαθά, αξιώνονται ώστε κατά τον καιρό της εξόδου τους «οι χοροί των αγγέλων παραλαμβάνουοιν αυτάς τάς ψυχάς εις το ίδιον μέρος, εις τον καθαρόν αιώνα, και ούτως αυτούς προάγουσι τω Κυρίω»44. Και σε άλλο σημείο ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει ότι όταν η ψυχή δεν έχη τον αρραβώνα του Πνεύματος του Αγίου, κατά τον καιρό της εξόδου της από το σώμα, την κατέχουν οι δαίμονες και δεν την αφήνουν να ανέλθει στους ουρανούς45.
Επομένως, όσοι έχουν την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και είναι πραγματικοί Χριστιανοί δεν δειλιούν, αλλά χαίρουν, γιατί έχουν τον οίκο τον αχειροποίητο, πού είναι η δύναμη του Πνεύματος πού κατοικεί μέσα τους46. Ή διδασκαλία αυτή, όμως δεν προέρχεται μόνον από τους Πατέρες, αλλά επιμαρτυρείτε από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού. Στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγεται ότι ο Λάζαρος οδηγήθηκε από τους αγγέλους στους κόλπους του Αβραάμ. «Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ»(Λουκ. ιστ’. 22). Στην παραβολή όμως του άφρονος Πλουσίου μας διδάσκει ο Χριστός ότι την ψυχή των αμετανόητων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Αυτός είναι ο λόγος πού είπε στον άφρονα πλούσιο: «Αφρόν, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», δηλαδή οι δαίμονες (Λουκ. ιβ'. 20).
Ή παράδοση αυτή πέρασε και στην λατρεία της Εκκλησίας μας. Είναι χαρακτηριστικό ένα τροπάριο κατά την εξόδιο ακολουθία, στο οποίο φαίνεται ο αγώνας της ψυχής κατά την ώρα της εξόδου της από το σώμα. Ή ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου στρέφεται και προς τους αγγέλους και προς τους ανθρώπους και κανείς δεν μπορεί να την βοηθήσει. Λέγεται στο τροπάριο αυτό: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή, χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε και ούχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει· προς τους ανθρώπους τάς χείρας έκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα»47. Αυτήν την πραγματικότητα γνωρίζει ο Χριστιανός, γι' αυτό κατά την ακολουθία του Αποδείπνου, πού διαβάζει κάθε βράδυ πριν κοιμηθή, παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήση κατά την ώρα του θανάτου, να αποφυγή τις πονηρές όψεις των δαιμόνων: «Και κατά τον καιρόν της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τάς σκοτεινός όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Πραγματικά, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα, τα όποια δεν μπορούμε τώρα να φαντασθούμε και τα όποια μας απεκάλυψαν οι άγιοι Πατέρες, όχι για να μας τρομάξουν, αλλά για να μας ενθαρρύνουν, ώστε να προετοιμασθούμε για την φρικτή αυτήν ώρα. Όλος ο χριστιανικός βίος είναι ετοιμασία για τον θάνατο. Φυσικά αυτή η ετοιμασία δεν γίνεται με άγχος, αλλά με χαρά και αισιοδοξία, αφού εμπνέεται από την Χάρη του Θεού και κάνει ανθρωπινότερη την ζωή. Γιατί, όποιος ετοιμάζεται για την έξοδο του, γνωρίζει να αντιμετωπίζει κατά τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή και είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος.
28. Μικρόν Ευχολόγιον, εδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. σελ. 205
29. Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ. έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 111
30. Όσιου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, τόμος Β', σελ. 268
31. Ευεργετινός, έκδ. Ί. Μ. Μεταμορφώσεως Σωτήρας Αττικής, Αθήνα 1957, τομ. Α'. σελ. 70
32. ένθ. άνωτ, σελ, 74
33. ένθ. άνωτ. σελ. 75
34. ένθ. άνωτ. σελ. 82
35. ένβ. άνωτ. σελ. 86
36. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηστικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ- 7ος, σελ.. 370
37. ΦιλόΘεού Κόκκινου, βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ. σελ. 438
38. Εύεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 94-95
39. Ευεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 90
40. ένθ. άνωτ- σελ. 71
41. ενθ. άνωτ. σελ. 72
42. ένθ. άνωτ. σελ. 74
44. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών,Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ. 7ος, σελ. 370
45. ένβ. άνωτ. σελ. 308
46. ένθ. άνωτ. σελ. 124
47. Μικρόν Εύχολόγιον. Έκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. ενθ. άνωτ. σελ. 205
(βιβλίο:Η Ζωή μετά τον θάνατο,Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)
(Χρήστου Σπ. Βούλγαρη,Εισαγωγή στην καινή Διαθήκη, τόμος Β σελ. 1157-1163)
Στην Εκκλησιαστική Γραμματολογία, «Απόκρυφα» χαρακτηρίζονται ψευδεπίγραφα έργα, τα οποία διαπραγματεύονται θέματα όμοια με εκείνα της Αγίας Γραφής.
Τα βιβλία αυτά γραφέντα από του 2ου μ.Χ. αιώνος και εξής, δεν περιλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, αλλά αναγινώσκονται απλώς ή απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Ένεκα τούτου, ο χαρακτηρισμός αυτών ως «Αποκρύφων της Καινής Διαθήκης» ή «Απόκρυφος Καινή Διαθήκη» είναι αδόκιμος, εφ’ όσον αυτά δεν περιβάλλονται με το κύρος της επισήμου Συλλογής των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Δοκιμότερος είναι ο όρος «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα» τον οποίο έχει καθιερώσει και η προς την μελέτη και έκδοση αυτών ιδρυθείσα το 1995 Εταιρεία εις Λωζάνην της Ελβετίας, υπό την ονομασία «Ascociation pour l’ Etude de la Litterature Apocryphe Chretienne». Η Εταιρεία αυτή εκδίδει και το σχετικό περιοδικό «Apocrypha» και έχει καθιερώσει και την σειρά της εκδόσεως των κειμένων με τον τίτλο «Corpus Scriptorum Christianorum - Series Apocryphorum».
Αν και έχουν αποβληθεί από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, εν τούτοις τα κείμενα αυτά σχετίζονται με την Καινή Διαθήκη ως προς το φιλολογικό τους είδος, διότι διακρίνονται σε Απόκρυφα Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, και Αποκαλύψεις, όπως και σε Διαλόγους και Ερωτήσεις, και ως προς το περιεχόμενό τους, καθόσον αναφέρονται σε πρόσωπα και γεγονότα των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, στα οποία προσδίδουν συνήθως μυθικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, ξένον προς την ιστορικώς βεβαιωμένην γνησίαν αποστολικήν παράδοση.
Ο όρος «Απόκρυφα» δηλώνοντας τα κεκρυμμένα ή μυστικά, δηλώνει τα μη προσιτά σε όλους, αλλά μόνον σε όσους έχουν τις προϋποθέσεις για αυτό (Δες Κολ. 2,3), τα υπερφυσικώς διατηρηθέντα μακράν της δημοσιότητας μέχρι του κατάλληλου χρόνου της φανέρωσής τους. Σε κάποιους κύκλους αιρετικών, ο όρος δήλωνε τα καλώς προφυλασσόμενα από την κοινή χρήση λόγω του βάθους των νοημάτων τους, τα οποία δεν μπορούσε να συλλάβει ο οποιοσδήποτε. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς όμως χρησιμοποιούσαν τον όρο με αρνητική έννοια, για δήλωση βιβλίων αμφιβόλου αξίας και πολλάκις αιρετικών, τα οποία και κατονόμαζαν σε καταλόγους.
Σκοπός των βιβλίων τούτων ήταν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η δημοσιοποίηση και κυκλοφορία των απόψεων των συγγραφέων τους, οι οποίοι πίστευαν ότι εξέφραζαν την γνήσια αποστολική παράδοση, γι’ αυτό και απέδιδαν το περιεχόμενό τους σε επιφανή πρόσωπα της ιερής ιστορίας. Πολλά εκ των βιβλίων τούτων είναι προϊόντα αιρετικών ομάδων, ενώ άλλα είναι αντίγραφα παλαιοτέρων, με πολλές προσθήκες. Κατά κανόνα (εκτός ελαχίστων, και πάλι, εξαιρέσεων), κανένα από αυτά δεν διασώζει αυθεντικές και γνήσιες παραδόσεις ή λόγια και έργα των πρωταγωνιστούντων προσώπων.
Ο ισχυρισμός μερικών ερευνητών ότι σε μερικά από αυτά, και μάλιστα τα αρχαιότερα, όπως είναι τα καθ’ Εβραίους και κατ’ Αιγυπτίους Ευαγγέλια, τα οποία μάς είναι γνωστά από παραθέσεις και έμμεσες αναφορές σε πατερικά έργα, υπάρχει υλικό παράλληλο με το υλικό των κανονικών Ευαγγελίων, δεν ευσταθεί, διότι τα έργα αυτά δεν φέρουν τη σφραγίδα της γνησιότητας και αυθεντικότητας εκ μέρους της Εκκλησίας, η οποία είναι, όχι μόνο ο φύλαξ, αλλά και ο αυθεντικός ερμηνευτής της γνήσιας αποστολικής παράδοσης. Ως επί το πλείστον, τα βιβλία αυτά είναι «παράσιτα» των κανονικών, διότι τυγχάνουν επέκταση και φανταστική ανάπτυξη ή διαστολή θεμάτων και επεισοδίων των κανονικών βιβλίων, με μεταφορά υλικού από πρόσωπο σε πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας τακτικής είναι η διήγηση της γεννήσεως της Θεοτόκου Μαρίας και της ανατροφής της στο ναό, η οποία αποτελεί επέκταση και εξιδανίκευση της διηγήσεως του Σαμουήλ. Η τακτική αυτή είναι ιδιαιτέρως καταφανής στις απόκρυφες Πράξεις, και μάλιστα τις Πράξεις του Θωμά, χαρακτηριστική επίσης του φιλολογικού αυτού είδους.
Έτσι λοιπόν, τα αίτια της εμφάνισης και ανάπτυξης της αποκρύφου φιλολογίας είναι δύο, δηλαδή
πρώτον η επιθυμία ευσεβών τινών χριστιανών, οι οποίοι καλύπτουν το όνομά τους με πρόσωπα της Καινής Διαθήκης, να συμπληρώσουν τα «κενά», κατ’ αυτούς, της Καινής Διαθήκης, όπως π.χ. της ζωής του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων, κ.α. και με αυτόν τον τρόπο να δώσουν μία πληρέστερη διήγηση της ζωής τους. Και εδώ βεβαίως είναι η πρώτη βασική παρεξήγηση των συγγραφέων αυτών, για το χαρακτήρα των κανονικών βιβλίων, τα οποία δεν αποτελούν «βιογραφίες» των ιστορουμένων προσώπων, αλλά δείγματα του έργου και της διδασκαλίας τους με σκοπό την ενίσχυση της πίστης των αναγνωστών (Δες Ιωάν. 20,30-31.21,25). Με σκοπό, λοιπόν, την κάλυψη των «κενών» αυτών έχουμε τη συγγραφή διαφόρων αποκρύφων, όπως π.χ. η πληροφορία του Παύλου στο Β΄Κορ. 12,2 (οἶδα ἄνθρωπον… ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ… καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»), οδήγησε στη συγγραφή της αποκρύφου «Αποκαλύψεως Παύλου».
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η ανάδειξη δευτερευόντων ή και ανωνύμων προσώπων των κανονικών βιβλίων στα απόκρυφα, τα οποία διατηρήθηκαν στην εκκλησιαστική, και μάλιστα την λειτουργική παράδοση, όπου καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση. Έτσι ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταυρώσεως του Ιησού Χριστού ονομάζεται Λογγίνος στα Απόκρυφα, από τα οποία εισέρχεται και στα Συναξάρια. Οι τρεις Μάγοι φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, στα απόκρυφα· οι δύο ληστές της Σταυρώσεως ονομάζονται Γέστας και Δυσμάς (ή Δημάς)· η αιμορροούσα γυναίκα ονομάζεται Βερονίκη, κ.ο.κ. Εκεί όμως, όπου οργιάζει η φαντασία των συγγραφέων των αποκρύφων είναι η περίοδος μεταξύ της γεννήσεως και της βαπτίσεως του Χριστού, περί της οποίας ουδέν στοιχείον έχομεν στα κανονικά Ευαγγέλια. Στα απόκρυφα ευαγγέλια, τα οποία καλύπτουν την περίοδο αυτή έχουμε φαντασιώδεις διηγήσεις περί θαυμάτων της παιδικής ηλικίας του Ιησού, περί της γεννήσεως και της παιδικής ηλικίας της Θεοτόκου, περί της φυγής εις την Αίγυπτο, κ.λ.π. στη μεταγενέστερη δε περίοδο της ζωής του έχουμε διηγήσεις περί της καθόδου αυτού στον Άδη, περί της αναστάσεως αυτού, περί της ιεραποστολικής δραστηριότητας των Αποστόλων σε διάφορα μέρη του κόσμου, κλπ.
Αυτού του είδους την τάση συμπληρώσεως των «κενών» των αρχαιοτέρων κειμένων από τα μεταγενέστερα, παρατηρούμε και στα κανονικά κείμενα, κυρίως στα Ευαγγέλια. Έτσι π.χ. ο Ιωάννης παρατηρεί ότι ήταν ο Πέτρος εκείνος, ο οποίος έκοψε με μαχαίρι το αυτί του δούλου του αρχιερέα, και το όνομά του ήταν Μάλχος, ενώ οι Συνοπτικοί κανενός το όνομα δεν αναφέρουν (Ματθ. 26,47 εξ. Μάρκ. 14,43 εξ. Λουκ. 22,47 εξ. Ιωάν. 18,1 εξ). Ομοίως, σε αντίθεση με τον Μάρκο και τον Ματθαίο, ο Λουκάς σημειώνει ότι ο ένας από τους δύο ληστές της σταύρωσης μετανόησε και ζήτησε άφεση από τον Ιησού Χριστό (Λουκ. 23,39-43 παράλ). Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να αναπτυχθούν διάφορες φανταστικές ιστορίες περί των ληστών τούτων και του Ιησού, όπως π.χ. ότι αυτοί συνάντησαν το παιδί Ιησού στην Αίγυπτο, όπου ο Ιησούς προφήτευσε την συνάντησή τους τριάντα έτη αργότερα, την μετάνοια του Δυσμά και την είσοδό του στον Παράδεισο προς κατάπληξιν του Θανάτου και του Άδου, για τα οποία κάνουν λόγο το Αραβικό Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Ιησού και οι Πράξεις Πιλάτου. Εξ’ αφορμής επίσης των διηγήσεων αυτών ο Δυσμάς επέσυρε την προσοχή των ελλήνων και λατίνων πατέρων της Εκκλησίας και μάλιστα ανακηρύχθηκε άγιος εορταζόμενος, εις μεν την Ελληνικήν Εκκλησίαν την 23η Μαρτίου, εις δε την Λατινική την 25η Μαρτίου, και εις την Συριακή, την ενάτη ημέρα μετά την Μεγάλη Παρασκευή. Τέτοια παραδείγματα είναι πολλά.
Το δεύτερο αίτιο της αναπτύξεως της αποκρύφου φιλολογίας ήταν η μέσω των βιβλίων αυτών διάδοση των απόψεων των αιρετικών. Έτσι, με την εμφάνιση των πρώτων Συλλογών ή καταλόγων κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, στα οποία αποτυπωνόταν η καταγεγραμμένη ευαγγελική και αποστολική παράδοση της αρχέγονης εκκλησίας, άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα βιβλία των διαφόρων αιρετικών κύκλων, με τα οποία προβαλλόταν η δική τους γραπτή παράδοση, για να αποδείξουν ότι αυτοί σε τίποτα δεν υστερούσαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Για αυτό ακριβώς και η εμφάνιση των αποκρύφων άρχισε από τον 2ο αιώνα. Έτσι ο Ειρηναίος, π.χ. λέει για τους Γνωστικούς ότι «και μαζί με αυτά, φέρνουν κρυφά αμύθητο πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών, τις οποίες αυτοί έπλασαν, για να προκαλέσουν κατάπληξη στους ανόητους και σε αυτούς που δεν γνωρίζουν τα γράμματα της αλήθειας» (Έλεγχος, Α,20,1). Παρόμοιες πληροφορίες διασώζουν πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες, μεταξύ των οποίων οι Ιππόλυτος, Έλεγχος, Ζ,20, Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, Α, 12·15. Ωριγένης, Ομιλ. Α εις Λουκάν. Επιστολή 1,9. Επιφάνιος, Πανάριον, 26,5. 30.3.34,18. 40,2.45,4 47,1 51,3. Ανακεφ., 45. Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορ. Δ, 22,9. Αθανάσιος, ΛΘ΄ εορτ. Επιστολή, 2. Δίδυμος, Απόσπ. Εις Πράξ. 8, 39. Κύριλλος Ιεροσολ.,Κατήχησις Δ, 35. Βασίλειος, Ασκητικά, 1, κ.α..
Ήδη ο Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ. Γ, 25, διέκρινε τα κατά την εποχή του κυκλοφορούντα βιβλία σε «ομολογούμενα», «αντιλεγόμενα», «νόθα» και «αιρετικά», και μεταξύ των δύο τελευταίων κατηγοριών παραθέτει και τα γνωστά σε μας απόκρυφα, όπως τα Ευαγγέλια του Πέτρου, του Θωμά και του Ματθίου, και τις Πράξεις Ανδρέου και Ιωάννου. Στο αμφιβαλλόμενο έργο του Μ. Αθανασίου «Σύνοψις επίτομος της Θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης» (ΒΕΠΕΣ, 33,263 εξ), μεταξύ των κανονικών βιβλίων αναφέρονται και: οι Περίοδοι Πέτρου, Ιωάννου, Θωμά, το κατά Θωμάν Ευαγγέλιο, η Διδαχή των Αποστόλων και τα (ψευδο)Κλημέντια. Πλήρης, βεβαίως, κατάλογος των αποκρύφων δεν διασώθηκε, ενώ οι διάφοροι διασωθέντες κατάλογοι κανονικών και αποκρύφων βιβλίων, για τους οποίους θα μιλήσουμε παρακάτω, άλλοτε επικαλύπτονται και άλλοτε διαφέρουν, ενώ πολλά από τα μνημονευόμενα σε αυτούς έχουν χαθεί.
Η χειρόγραφη παράδοση των αποκρύφων έχει μακρά και περίπλοκη ιστορία που οφείλεται, τόσο στις προσθήκες στο αρχικό κείμενο ή αφαιρέσεις από αυτό, όσο και στις μεταφράσεις τους, σε σημείο, ώστε, πολλές φορές, μία μετάφραση να είναι εκτενέστερη ή βραχύτερη του πρωτοτύπου. Πολλές φορές, επίσης, τα χειρόγραφα του ίδιου έργου δεν συμφωνούν απολύτως μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενο. Πολλά από αυτά σώζονται στην πρωτότυπη ελληνική γλώσσα τους και σε μεταφράσεις, ενώ άλλα σώζονται μόνο σε μεταφράσεις.
Ως επί το πλείστον, τα απόκρυφα καταδικάστηκαν από την εκκλησία και ιδιαιτέρως στη Δύση, ενώ πολλά από αυτά τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια και ενέπνευσαν έργα τέχνης, όπως είναι π.χ. τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και του ναού της Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, τα οποία οι καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν από το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, γι’ αυτό και αναφέρονται σε θέματα της παιδικής ηλικίας της Θεοτόκου. Ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας των διηγήσεων των αποκρύφων ενέπνευσε πολλές φορές τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυθιστορήματα, ενώ στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου οφείλεται και η καθιέρωση της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία εορτάζεται την 21η Νοεμβρίου.
Αλλά και αρνητικά τυγχάνουν χρήσιμα τα απόκρυφα καθόσον με την αναταραχή και τα προβλήματα, τα οποία δημιούργησαν στους κόλπους της Εκκλησίας, έδωσαν το έναυσμα ή συντέλεσαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής γραμματείας. Δια του τρόπου τούτου, τα απόκρυφα κείμενα παρέχουν την εικόνα της πνευματικής, ενίοτε δε και της λειτουργικής πραγματικότητας της αρχαίας Εκκλησίας, καθόσον χάρις σε αυτά γνωρίζουμε τα ποικίλα ρεύματα και τις φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες προκλήθηκαν στους κόλπους της Εκκλησία, τους κινδύνους τους οποίους αυτή αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει εκ μέρους του ιουδαϊκού και του ελληνιστικού Γνωστικισμού, τις λαϊκές θρησκευτικές και φιλοσοφικές δοξασίες των πιστών, τα ήθη, τα έθιμα και γενικώς τους προβληματισμούς τους, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά εγράφησαν από απλοϊκούς και ευφάνταστους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, με τα απόκρυφα αναδεικνύεται με ανάγλυφο τρόπο ο αγώνας και η αγωνία της Εκκλησίας για την περιφρούρηση, τόσο της πίστεώς της, όσο και του ποιμνίου της.
Το μέγεθος και την έκταση του κινδύνου τούτου καταδεικνύει το γεγονός ότι διάφορες τοπικές εκκλησίες, αφού παρασύρθηκαν, χρησιμοποιούσαν διάφορα νόθα και απόκρυφα βιβλία ως κανονικά και θεόπνευστα, όπως π.χ. η τοπική εκκλησία της Ρωσσού, την οποία αναφέρει ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστ. ΣΤ, 12), η οποία χρησιμοποιούσε το κατά Πέτρον Ευαγγέλιο στη λατρεία και το οποίο αποδοκίμασε ο επίσκοπος Αντιοχείας Σεραπίων, κατά την εκεί επίσκεψή του. Έτσι λοιπόν, όπως παρατηρεί ο Στ. Παπαδόπουλος (Πατρολογία, Α, 1982, σ. 202), «Τα απόκρυφα εκφράζουν με τρόπο συγκλονιστικό την κρίση στους κόλπους τής Εκκλησίας καί την αγωνία της ενώπιον των πολλών τάσεων πού αναπτύχθηκαν μέ σκοπό τήν επέκταση, τήν ερμηνεία καί κάποτε τήν αλλαγή τής αποστολικής Παραδόσεως. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κατώρθωσε τελικά ή Εκκλησία νά εκφράση τήν αυτοσυνειδησία της καί νά προστατεύση τή γνησιότητά της, παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη ερμηνεία τών καινοδιαθηκικών γεγονότων. Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά από τις τελευταίες δεκαετίες του Α' μέχρι τις τελευταίες του Β' καί τις πρώτες του Γ' αιώνα». Κατά τον ίδιο συγγραφέα, τα απόκρυφα επηρέασαν ίσως και τα Μαρτυρολόγια, τους Βίους Αγίων και τις διηγήσεις θαυμάτων.
Κατά τους νεωτέρους χρόνους, το ενδιαφέρον των ερευνητών για τα απόκρυφα εμφανίζεται, κατ’ αρχάς, κατά τον Μεσαίωνα και εντοπίζεται κυρίως στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (βλ. J. Charlesworth, the new testament Apocrypha and Pseudepigrapha.A Guide to Publications,1987). Γενικώς, κατά την περίοδο αυτή, οι ερευνητές τηρούν αρνητική στάση έναντι αυτών, σε σύγκριση με τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης και σημαντικότερη έκδοση αυτών κατά την περίοδο αυτή είναι η του J.A.Fabricius,Codex Apocryphus Novi Testament,1703. Το εκδοτικό ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται κατά τον 19ο αιώνα, κατά την διάρκεια του οποίου εμφανίζονται τα έργα των: J.P. Migne, Dictionnaire des Apocryphes, τ. 1-2, 18 και T. Tiscendorf,Acta Apostolorum Apocrypha,1851, Evangelia Apocrypha,1853,Apocalypses Apocryphae,1866. Τις αρχές του 20ου αιώνα, το ενδιαφέρον εντοπίζεται στη συλλογή των «Αγράφων Λογίων» του Ιησού Χριστού, δηλαδή των μη καταγεγραμμένων στα κανονικά Ευαγγέλια λογίων του Χριστού, από τον A. Resch και τον D.S. Margoliuth, όπως και στην ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρύγχου….
(υπογραμμίσεις δικές μας και η ελαφρά τροποποίηση της γλώσσας προς τη νεοελληνική)
(Χρήστου Σπ. Βούλγαρη,Εισαγωγή στην καινή Διαθήκη, τόμος Β σελ. 1157-1163)
(Πατρολογία,τόμ. Α΄, Στυλιανού Παπαδόπουλου)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τά απόκρυφα χριστιανικά καί γνωστικά ή γνωστικίζοντα κείμενα σπανίως μπορούμε νά χρονολογήσωμε μέ κάποια ακρίβεια. Τά περισσότερα γράφηκαν στον Β' αιώνα. Γιά όσα σχετικά κείμενα υπάρχουν ενδείξεις ότι γράφηκαν στο α' ήμισυ του Β' αιώνα, θά κάνωμε λόγο στο σημείο τούτο. Γιά όσα ή ερευνά νομίζει ότι γράφηκαν στο β' ήμισυ του Β' ή στόν Γ' αι. θά γίνη λόγος βραδύτερα (δηλ. μετά τούς συγγραφείς του Β' ή στούς συγγραφείς του Γ' αί., πάλι μέ τον τίτλο: Απόκρυφα), αφού λείπουν ακριβείς χρονολογήσεις τών κειμένων αυτών. Μερικά απόκρυφα πού επηρέασαν περισσότερο τή ζωή τής αρχαίας Εκκλησίας και πού χρονολογούνται ακριβέστερα, καταχωρίσαμε στη χρονολογική τους σειρά. Τέτοια είναι π.χ. ή Διδαχή, η δήθεν Επιστολή του Βαρνάβα, οί Ωδές του Σολομώντα. Επειδή τά απόκρυφα συνιστούν όλως ιδιαίτερη ομάδα στο χώρο τής εκκλησιαστικής γραμματείας, επειδή έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κι επειδή θά είναι πολύ συνοπτική ή παρουσίασή τους, κρίναμε αναγκαία μία σύντομη γενική εισαγωγή εις αυτά.
Τά απόκρυφα βιβλία στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν σωθή σέ ανατολικές γλώσσες (Κοπτική, αιθιοπική...), μολονότι τά περισσότερα γράφηκαν αρχικά στήν ελληνική. Για το Γνωστικισμό, από τούς κόλπους του οποίου προέρχονται πολλά από τά μνημονευόμενα εδώ έργα, δεν κάνομε ιδιαίτερο λόγο, διότι κάτι τέτοιο έγινε στην Εισαγωγή (IV 2).
«Βίβλοι απόκρυφοι» χαρακτηρίζονταν αρχικά τά κείμενα πού προορίζονταν για κλειστή ομάδα μυημένων (σέ θρησκευτικά μυστήρια ή θρησκευτική γνώση). Στην εκκλησιαστική γραμματεία ονομάστηκαν απόκρυφα τά έργα πού εμφανίστηκαν ώς κείμενα Αποστόλων ή καινοδιαθηκικών και παλαιοδιαθηκικών γενικά προσώπων χωρίς πράγματι νά προέρχονται από αύτά. Ιουδαιοχριστιανοί, αιρετικοί, γνωστικίζοντες χριστιανοί, γνωστικοί, ευφάνταστοι, αφελείς καί πάντως όχι γνήσιοι χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι κατείχαν απόκρυφα βιβλία ή απόκρυφες παραδόσεις, δηλαδή λόγους, διδασκαλίες, πληροφορίες (γιά τή ζωή, τή δράση, τά θαύματα) καί αποκαλύψεις προσώπων τής ΚΔ, συμπεριλαμβανομένου καί του Χρίστου. Τέτοιο υλικό περιέχεται στά απόκρυφα βιβλία, τά οποία μάλιστα κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό,
πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό των βιβλίων με γνήσια εκκλησιαστική Παράδοση.
Είναι μάλιστα κοινός τόπος ότι σημαντικό μέρος τής ορθοδόξου εκκλησιαστικής γραμματείας και ό καθορισμός (τό κλείσιμο) του Κανόνα τής Κ.Δ. αποτελούν αντίδραση τής Εκκλησίας στην πληθωρική απόκρυφη γραμματεία. Συνέβη όμως, παρά τον αγώνα τής Εκκλησίας, μερικά απόκρυφα να τιμηθούν στους κόλπους της ως κανονικά ή δευτεροκανονικά βιβλία ή τουλάχιστον ωφέλιμα έργα.
Το είδος των αποκρύφων έργων είναι σέ γενικές γραμμές ανάλογο με τό είδος των κανονικών καινοδιαθηκικών βιβλίων. Έτσι έχομε Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές καί Αποκαλύψεις. Η αναλογία αυτή είναι κάποτε πολύ σχετική, διότι π.χ. αποκαλυπτικό υλικό υπάρχει σέ απόκρυφα ευαγγέλια. (Σχετικά πρέπει νά προσθέσωμε ότι οι κύκλοι, πού δημιούργησαν τήν καινοδιαθηκική απόκρυφη γραμματεία, επεξεργάσθηκαν μέ τις ίδιες διαθέσεις καί Ιουδαϊκά απόκρυφα, όπως είναι ή Διαθήκη των 12 Πατριαρχών καί ή Ανάληψις του Ησαΐα).
Οι συντάκτες αποκρύφων έργων διακρίνονται:
εις αυτούς πού μένουν στο χώρο τής συνοπτικής καί καινοδιαθηκικής παραδόσεως, εις αυτούς πού συμπληρώνουν ευρύτερα τήν παράδοση αυτή καί ζητούν νά υποκαταστήσουν τά κανονικά βιβλία, καί εις αυτούς πού δημιουργούν κάτι το τελείως νέο, χωρίς να προϋποθέτουν στοιχεία καινοδιαθηκικής παραδόσεως. Οί τελευταίοι είναι βασικά οί γνωστικοί, των οποίων τά έργα συμβατικά μόνο χαρακτηρίζομε απόκρυφα, διότι το μόνο πού διατηρούν από τήν ΚΔ είναι οί επιγραφές (Ευαγγέλιον, Επιστολή...) καί ή απόδοσή τους σέ αποστολικούς άνδρες, κάτι πού δε θεωρείται πάντοτε αναγκαίο.
Σκοπός τών αποκρύφων ήταν ή οικοδομή των πιστών μέ στοιχεία πού ενίσχυαν τήν ευσέβεια, ή συμπλήρωση τών πολλών κενών πού παρουσιάζουν οι περιγραφές καί διηγήσεις γιά τον Κύριο (παιδική ηλικία κλπ.), τα συγγενικά του πρόσωπα (Θεοτόκος, Ιωσήφ) και τούς Αποστόλους, η διάδοση κι επιβολή κακοδοξιών και η προβολή τελείως νέων αποκαλύψεων, κάτι πού ισχύει κυρίως για τα έργα γνωστικής προελεύσεως, δηλ. για τα περισσότερα απόκρυφα έργα.
Η σημασία των αποκρύφων βιβλίων στή ζωή τής Εκκλησίας υπήρξε αρνητική και οπωσδήποτε μεγάλη.
Η πληθώρα τους προϋποθέτει αμφιβολίες, πνευματικό αναβρασμό, απώλεια του αποστολικού φρονήματος ή και διάθεση ενσυνείδητης ή ασυνείδητης απορρίψεως του τελευταίου σε μεγάλο αριθμό πιστών. Προϋποθέτει μία Εκκλησία, ή οποία αγωνίζεται σκληρά για τή γνησιότητα καί τήν αλήθειά της, πού κινδυνεύει από ορισμένα μέλη της. Το μέγεθος καί τη σημασία του αγώνα αυτού υπογραμμίζει τό γεγονός ότι τοπικές Εκκλησίες (ή ίδια ή Εκκλησία) για μακρό χρονικό διάστημα εξέλαβαν απόκρυφα βιβλία (τη δήθεν Επιστολή Βαρνάβα, τή Διδαχή...) σαν θεόπνευστα και τα συμπεριέλαβαν στον Κανόνα τής ΚΔ, με αποτέλεσμα τον μερικό αποπροσανατολισμό των πιστών.
Τα απόκρυφα εκφράζουν με τρόπο συγκλονιστικό την κρίση στους κόλπους τής Εκκλησίας καί την αγωνία της ενώπιον των πολλών τάσεων πού αναπτύχθηκαν μέ σκοπό τήν επέκταση, τήν ερμηνεία καί κάποτε τήν αλλαγή τής αποστολικής Παραδόσεως. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κατώρθωσε τελικά ή Εκκλησία νά εκφράση τήν αυτοσυνειδησία της καί νά προστατεύση τή γνησιότητά της, παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη ερμηνεία τών καινοδιαθηκικών γεγονότων.
Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά από τις τελευταίες δεκαετίες του Α' μέχρι τις τελευταίες του Β' καί τις πρώτες του Γ' αιώνα. Τό σκοπό της ή Εκκλησία πραγματοποιούσε όσο πετύχαινε ή προσπάθειά της νά φανερώση καί νά εκφράση τήν αλήθειά της, τη γνήσια Παράδοσή της. Τήν επιτυχή αυτή προσπάθεια διαπιστώνομε στήν ορθόδοξη εκκλησιαστική γραμματεία, ή οποία, για νά καταδείξη τήν έλλειψη γνησιότητος στά απόκρυφα, έπρεπε νά φανερώση, νά εκφράση τήν ίδια τή γνησιότητα.
Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος αποτελεί τον πρώτο μέγα σταθμό στην αγωνιώδη θεολογική προσπάθεια τής Εκκλησίας νά υπερνικήση τήν κακοδοξία καί τήν παρέκκλιση, φανερώνοντας τήν αλήθεια καί τή γνησιότητα. Όσοι στήν πορεία τής Εκκλησίας ακολούθησαν τό παράδειγμά του και πέτυχαν μέ τό φωτισμό του Πνεύματος να εκφράσουν τήν αλήθεια σέ άλλα θέματα ονομάσθηκαν Πατέρες και Διδάσκαλοι.
Η προσφορά των αποκρύφων -πρέπει συγχρόνως νά αναγνωρίσωμε- είναι σημαντική. Διότι αν στήν εποχή πού γράφηκαν δημιούργησαν στήν Εκκλησία μεγάλα προβλήματα καί προκάλεσαν ώς ένα βαθμό τήν ορθόδοξη γραμματεία, σήμερα μας είναι χρήσιμα γιά τούς έξης λόγους:
Μας δίνουν τήν εικόνα τής πνευματικής καί κάποτε τής λειτουργικής καταστάσεως τής αρχαίας Εκκλησίας. Προσφέρουν πολλά στον ιστορικό καί λαογραφικό εμπλουτισμό μας.
Μέ αυτά γνωρίζομε τις ποικίλες τάσεις, τις κεντρόφυγγες δυνάμεις πού γεννήθηκαν στήν Εκκλησία, τις λαϊκώτερες θρησκευτικές καί φιλοσοφικές αντιλήψεις των πιστών, τή διείσδυση του γνωστικισμού, του Ιουδαϊσμού καί τών ελληνιστικών ή κοσμολογικών αντιλήψεων στή ζωή τής εκκλησίας.
Μοναδική γίνεται ή προσφορά των αποκρύφων στή γνώση των ηθών καί εθίμων, των προσδοκιών καί τών προβληματισμών, των ονείρων καί τών φόβων, τών πόνων καί τών απογοητεύσεων τών πρώτων χριστιανών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τά λαϊκώτερα στρώματα, διότι τά περισσότερα απόκρυφα οφείλονται στή γραφίδα αφελών, ασήμων καί ευφάνταστων ανδρών.
Σπανιώτατα στά απόκρυφα βιβλία ανευρίσκει κανείς καί αναφορές ή διηγήσεις, πού κατά παράδοση ανταποκρίνονται στά ιστορικά δεδομένα προσώπων καί πραγμάτων τής ΚΔ. Η ακατάσχετη τάση τών αποκρύφων νά συμπληρώνουν τά κενά τών βιβλικών διηγήσεων μετέβαλε αυτά σέ μεταλλείο παραδόσεων, ειδήσεων καί εξιστορήσεων, σχετικών μέ τά πρόσωπα τής ΚΔ.
Έτσι τά κείμενα αυτά έχουν συχνά χαρακτήρα θρησκευτικών μυθιστοριών, πού άπειρες φορές έγιναν πηγή εμπνεύσεως γιά τούς καλλιτέχνες (μωσαϊκά τής Santa Maria Magiore Ρώμης, Δάντης κ.ά.), πρότυπα των μεσαιωνικών θρησκευτικών μυθιστοριών καί αφορμή για εκκλησιαστικές εορτές (Είσόδια τής Θεοτόκου π.χ., τα όποια εορτάζονται στις 21 Νοεμβρίου). Ιδιαίτερα ή ελευθερία τους στήν αποδοχή άλλα καί τήν κατασκευή παραδόσεων επηρέασε ίσως καί τήν Αγιολογία (Μαρτυρολογία, Βίοι αγίων, διηγήσεις θαυμάτων), πού ήκμασε κυρίως από τον Δ' αιώνα καί έξής.
Υπεράνω όλων όμως ή προσφορά τών αποκρύφων έγκειται στο ότι αυτά συντελούν έμμεσα στήν κατανόηση καί τή συνειδητοποίηση τής αλήθειας, τής ορθοδοξίας καί τής γνησιότητος τής αποστολικής Παραδόσεως.
Ανευρέσεις αποκρύφων καί γνωστικών έργων.
Από τό τέλος του περασμένου αιώνα μέχρι το 1945 /6 ή απόκρυφη καί γνωστική γραμματεία αυξήθηκε μέ ρυθμό εντυπωσιακό, όπως δείχνουν οί παρακάτω σημειούμενες περιπτώσεις ανευρέσεως κωδίκων—παπύρων, οί οποίοι παραδίδουν απόκρυφα καί γνωστικά Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις καί ποικίλης μορφής γνωστικά έργα.
α. Κώδικες (κοπτικοί) Askevianus καί Brucianus. Βρέθηκαν στήν Αγγλία τό β' ήμισυ του ΙΗ αι. καί είναι γραμμένοι τον 4/5 αιωνα.
β. Πάπυρος (κοπτικός) Berolinensis 8502. Βρέθηκε το 1896 καί είναι γραμμένος τον 5 αί.
γ. Πάπυρος Oxyrhynchus 1081.
δ. Χειρόγραφα (κοπτικά) του Nag - Hammadi. Αποτελούν γιά τον αιώνα μας τήν πλουσιώτερη σέ αριθμό καί σπουδαιότερη σε σημασία ανεύρεση χειρογράφων πού αφορουν τό χριστιανισμό καί τό γνωστικισμό. Τό 1945 /6 στο Nag-Hammadi τής Άνω Αιγύπτου, πλησίον του αρχαίου Χηνοβοσκίου, ανευρέθηκαν 13 κώδικες 1130 σελίδων πού περιλαμβάνουν τουλάχιστον 53 έργα, σέ κοπτική μετάφραση. Τα έργα αυτά, πού αρχικά ήσαν όλα σχεδόν γραμμένα στήν ελληνική, παρέμεναν άγνωστα στήν επιστήμη εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (Απόκρυφον Ιωάννου, Σοφία Ιησού Χριστού...), ή ήσαν γνωστά μόνον αποσπασματικά ή από τούς τίτλους τους.
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(Πατρολογία Α, Στυλιανού Παπαδόπουλου σελ. 200-206)
(Εἰσαγωγικὰ περὶ τῶν Ἀποκρύφων Από το βιβλίο Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, τόμος α΄ Απόκρυφα Ευαγγέλια, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Πουρναρά)
«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» -ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης», κατ' αντιδιαστολή προς τα «Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης» - ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα απο τον 2ο μ.Χ. αιώνα και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον ‘κανόνα’ της Κ.Δ. αλλά αναγινώσκονται απλώς ή απορρίπτονται απο τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων Σχετίζονται όμως με την Κ.Δ. (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τονς) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις, κ.ά.π.) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Κ.Δ., συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκταση αυτών.
Ο όρος «απόκρυφος» σημαίνει αρχικά αυτό που είναι κρυμμένο και φυλαγμένο προσεκτικά. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή λέγεται ότι στον Χριστό «εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και γνώσεωςαπόκρυφοι" (2,3), που σημαίνει ότι οι θησαυροί αυτοί είναι κρυμμένοι στον Χριστό, όχι για να μην φανερωθούν στους ανθρώπους, αλλά ότι είναι φυλαγμένοι με μοναδικό τρόπο σαν σε ‘θησαυροφυλάκιο’ από το οποίο αντλεί ο πιστός. Ο όρος δεν ήταν αρχικά μονοσήμαντος. Σε ορισμένους κύκλους αιρετικών, που χρησιμοποιούσαν ένα ή μερικά απο αυτά τα κείμενα, ο όρος είχε θετική έννοια και δήλωνε τα βιβλία που ήταν προφυλαγμένα από την κοινή χρήση εξαιτίας του βάθους των νοημάτων τους που δεν μπορούσε να συλλάβει ο κοινός αναγνώστης. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς όμως χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο με αρνητική έννοια, για να δηλώσουν βιβλία αμφίβολης αξίας και προέλευσης και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αιρετικά, και τα κατονόμαζαν σε λίστες που διασώθηκαν. Με τη δεύτερη αυτή έννοια επικράτησε ο όρος ‘απόκρυφα’ στην εκκλησιαστική και θεολογική γλώσσα. Θα δούμε στη συνέχεια ότι με το πέρασμα των αιώνων διαπιστώθηκε ότι δεν είναι όλα τα διασωθέντα απόκρυφα αιρετικά.
Ποιά ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας;
1) Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα ‘κενά’ της Κ.Δ., ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο μερικές φορές απολογητικό. Η πληροφορία του Ιω 20,30 «πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ... α ουκ έστιν γεγραμμένα εν τω βιβλίω ταύτω» ήταν ένα επαρκές βιβλικό έρεισμα για τους αποκρυφογράφους. Ορισμένα άλλα χωρία αποτέλεσαν επίσης έναυσμα για τη συγγραφή κάποιου κειμένου. Π.χ. η πληροφορία τον Β' Κορ 12,2 («οίδα άνθρωπον...αρπαγέντα έως τρίτον ουρανόν...και ήκουσεν άρρητα ρήματα α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι») προκάλεσε την αποκρυφη Αποκάλυψη Παύλου.
Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Κ.Δ. αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα -όνομα που επικράτησε στην παράδοση της εκκλησίας, κυρίως στη λειτουργική- και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζονν ένα πιο σημαντικό ρόλο σ’αυτά. Ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταύρωσης παραδίδεται στα Απόκρυφα με το όνομα Λογγίνος (και έτσι είναι γνωστός στα Συναξάρια και τη λοιπή παράδοση), οι τρεις μάγοι φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, οι δύο ληστές ονομάζονται Γέστας και Δυσμάς (ή Δημάς), η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη κ.λπ. Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχονν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Έτσι π.χ. γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο στον Άδη και τα εκεί συμβάντα, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των αποστόλων σε διάφορα μέρη του κόσμου κ.ά.π.
2) Η απόκρυφη φιλολογία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, κάνουν λόγο για απόκρυφες, γραφές που διατείνονται οτι κατέχουν οι διάφορες ομάδες αιρετικών και ιδίως οι Γνωστικοί, με τις οποίες παρασύρουν τους ανύποπτους και αγράμματους χριστιανούς. Ο Ειρηναίος π.χ. αναφερόμενος στους Γνωστικούς λέγει οτι έχουν «αμύθητον πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών, ας αυτοί έπλασαν» και τις οποίες «παρεισφέρουσιν εις κατάπληξιν των ανοήτων και τα της αλήθείας μη επισταμένων γράμματα» (Έλεγχος Α΄20). Εννοεί άραγε τα γνωστά σήμερα Αποκρυφα;
Για ‘βίβλους αποκρύφους’ των αιρετικών κάνει λόγο και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωμματείς Α΄15. Γ΄4), ο δε Ωριγένης, σχολιάζοντας τον πρόλογο του κατά Λουκάν ευαγγελίου «επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν...», με τους πολλούς εννοεί τους αποκρυφογράφους που ‘επεχείρησαν’ αλλά δεν μπόρεσαν να γράψουν ‘ευαγγέλια’, γιατί έγραψαν ‘χωρίς χαρίσματος’ (Ομιλ. Α΄εις Λουκάν)· ως παραδείγματα αναφέρει το Ευαγγέλιο των Δώδεκα, το κατά Αιγυπτίους, το κατά Βασιλείδην, κατά Θωμάν, κατά Ματθίαν «και άλλα πλείονα». Ωστόσο, κάποιες πληροφορίες για το μαρτυρικό θάνατο του Ησαΐα λέγει οτι τις αντλεί από απόκρυφο κείμενο (Επιστ. Προς Αφρικανόν 11,65), επίσης και για το φόνο του Ζαχαρία μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου (Εις Ματθ 10,18). Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφερόμενος στις συζητήσεις για τον κανόνα της Κ.Δ., διακρίνει τα βιβλία σε ‘ομολογούμενα’, ‘αντιλεγόμενα’, ‘νόθα’ και ‘αιρετικά’. Στις δύο τελευταίες ομάδες απαριθμεί ορισμένα από τα γνωστά σήμερα απόκρυφα κείμενα (Εκκλ. Ιστ. Γ' 25).
Επανειλημμένα αναφέρεται σε αιρετικούς που χρησιμοποιούν απόκρυφα κείμενα ο Επιφάνιος (Πανάριον 26,5. 30,3. 34,18. 40,2. 45,4. 47,1. 55,362,2 κ.ά.). Στο έργο ‘Σύνοψις επίτομος της θείας Γραφής’ που αποδίδεται στο Μ.Αθανάσιο (PG 28, 432 Β) αναφέρονται οι Περίοδοι Πέτρου, Ιωάννου, Θωμά, το Ευαγγέλιο κατά Θωμάν, η Διδαχή Αποστόλων και τα Κλημέντια, και χαρακτηρίζονται ως ‘νόθα και απόβλητα’, που δεν περιέχουν τίποτε το ‘έγκριτον και επωφελές’. Πλήρης κατάλογος των αποκρύφων δεν σώζεται απο κανένα εκκλησιαστικό συγγραφέα. Οι κάποιοι ελλιπείς κατάλογοι που σώζονται απο τους Τιμόθεο τον πρεσβύτερο, Ωριγένη, Μ.Αθανάσιο, Ευσέβιο, και αργότερα απο τον Νικηφόρο Πατριάρχη Κων/πόλεως κ.ά. καθώς και απο το Γελασιανό διάταγμα, επικαλύπτονται εν μέρει μεταξύ τους ή περιέχουν ονομασίες που δεν ανταποκρίνονται σε κανένα από τα γνωστά σήμερα Απόκρυφα.
Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων αποκρύφων (π.χ. τον κατά Πέτρον ευαγγελίου) γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Πράγματι τα απόκρυφα κείμενα έχουν μια πολύπλοκη ιστορία, είτε διότι όντας αιρετικά υπέστησαν επεγεργασία απο ορθόδοξο χέρι, είτε διότι άλλα, αντίστροφα, όντας αρχικά ορθόδοξα, έτυχαν επεξεργασίας απο αιρετικούς, πον πρόσθεσαν δικές τους διδασκαλίες. Επίσης πολύπλοκη είναι και η ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης τους. Συμβαίνει μερικές φορές μια αρχαία μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου να είναι εκτενέστερη ή συντομότερη του πρωτοτύπου. Κι ακόμα ορισμένα απόκρυφα σώζονται σε χειρόγραφα που δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους σε όλα τα σημεία. Σε κάποιες περιπτώσεις σώζεται ένα απόκρυφο κείμενο σε μια εκτενή μορφή και σε μια συντομότερη. Άλλοτε, η λατινική μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου είναι εκτενέστερη ή, σε άλλες περιπτώσεις συντομότερη. Αρκετά σώζονται στην ελληνική πρωτότυπή τους γλώσσα, αλλά και σε αρχαίες μεταφράσεις (λατινικές, κοπτικές, συριακές, αιθιοπικές, αρμενικές κ.λ.π.). Μερικά διατηρούνται μόνο σε αυτές τις μεταφράσεις.
Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: Άλλοτε καταδικάστηκαν απο την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη έχει σκηνές που η προέλευσή τους βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της χώρας στην Κωνσταντινούπολη και της εκκλησίας Santa Μaria Maggiore στη Ρώμη, που είναι εμπνευσμένα απο το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές απο την παιδική ηλικία της Παναγίας. Επίσης τα εικονογραφικά θέματα του σπηλαίου ως τοπου γέννησης του Ιησού, της διάνοιξης του όρους για να σωθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής απο τους στρατιώτες του Ηρώδη, κ.ά.π. αντλούνται από απόκρυφα κείμενα, τα οποία βέβαια με τη σειρά τους μπορεί να ενσωματώνουν πρωτοχριστιανικές παραδόσεις.
Τα Απόκρυφα προκάλεσαν κατά καιρούς το ενδιαφέρον της επιστήμης, ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας. Ο J.Charlesworth (The New Testament Apocrypha and Pseudepigrapha: Α guide to publications, 1987, 1-4) διακρίνει τις ακόλουθες φάσεις στο ενδιαφέρον της επιστήμης για τα κείμενα αυτά. Η πρώτη φάση συμπίπτει με τον Μεσαίωνα και την έξαρση τον ενδιαφέροντος κυρίως για το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται απο την αρνητική αξιολόγηση των Αποκρύφων σε σχέση με την υπεροχή των βιβλίων του κανόνα της Κ.Δ. και φθάνει μέχρι τον 18ο αιώνα με τη μνημειώδη έκδοση τον J.A.Fabricius, Codex Apocryphus Novi Testamenti (1703, 21719). Η δεύτερη φάση, κατά το 19ο αιώνα, χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη υποτίμηση των Αποκρύφων και την αντιμετώπισή τους ως νόθων κειμένων. Τα μεγάλα έργα αυτής της εποχής είναι το Dictionnaire des Apocryphes, τον J.P. Migne (τομ. 1-2, 1856), και οι εκδόσεις του C.Tischendorf: Acta Apostolorum Apocrypha (1851), Apocalypses Apocryphae (1866) και Evangelia Apocrypha (1853). H τρίτη φάση τοποθετείται στην αρχή του 20ου αιώνα και σηματοδοτείται με τη συλλογή των ‘Αγράφων’ από τον Reschκαι την ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρυγχου. Βασικά έργα αυτής της εποχής είναι, πέρα απο τις διάφορες εκδόσεις Λογίων της Οξυρύγχου, η πρώτη έκδοση τον Ε. Hennecke, Neutestamentliche Apocryphen (1904), πον επρόκειτο να γνωρίσει πολλές επανεκδόσεις μέχρι σήμερα σε συνεργασία με τον W.Schneemelcher, καθώς και η έκδοση του M.R.James, The Apocryphal New Testament (1924) που αναθεωρημένη και επεξεργασμένη έκδοσή της μας έδωσε πρόσφατα ο K.J.Elliott. H τέταρτη φάση της έρευνας, κατά τον Charlesworth πάντοτε, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αρχίζει στη δεκαετία του ΄60 και διακρίνεται για μια θετικότερη εκτίμηση των Αποκρύφων, εφόσον αυτά συνεξετάζονται τώρα παράλληλα προς τη λοιπή χριστιανική παραγωγή των πρώτων αιώνων ως ένα ρεύμα που συνυπάρχει με τα άλλα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας αυτής περιόδου είναι το πλήθος των επιστημονικών εργασιών που βλέπει διεθνώς το φως της δημοσιότητας, ο προγραμματισμός και η εν μέρει πραγματοποίηση ήδη κριτικών εκδόσεων.
Για την τέταρτη από τις περιόδους που διαπιστώνει ο παραπάνω ερευνητής, μπορούμε να προσθέσουμε τα εξής: Η έρευνα των Αποκρυφων προωθείται σήμερα απο μια επιστημονική Εταιρεία πού πρόσφατα ιδρύθηκε, την Association pour l’ Etude de la Littérature Apocryphe Chrétienne (AELAC), με έδρα τη Λωζάννη και μέλη απο πολλά άλλα πανεπιστήμια, κυρίως της Ευρώπης και της Αμερικής. Η Εταιρεία οργάνωσε το πρώτο διεθνές συνέδριο για τα Αποκρυφα τον Μάρτιο τον 1995 στη Λωζάννη, εκδίδει το ετήσιο περιοδικό Apocrypha (μέχρι σήμερα 8 τόμοι), προγραμμάτισε και εν μέρει πραγματοποίησε κριτικές εκδόσεις Αποκρύφων στο Corpus Scriptorum Christianorum - Series Apocryphorum (εκδ. οίκος Brepols του Βελγίου) και άρχισε επίσης να εκδίδει σε γαλλική γλώσσα μια σειρά βιβλίων τσέπης με τα Απόκρυφα (σε μετάφραση και με σχόλια) για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.
Παρόλον ότι τα Απόκρυφα δεν κομίζουν ουσιαστικά κανένα νέο στοιχείο στην χριστιανική αποκάλυψη και παρόλον οτι συγκρίνομενα προς τα κανονικά Καινοδιαθηκικά κείμενα υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης στην ιστορία της θείας Οικονομίας, ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους, μπορεί κανείς να δικαιολογήσει το ενδιαφέρον τόσο των παλαιοτέρων εποχών όσο και της σύγχρονης έρευνας γι' αυτά. Διασώζουν μερικά απο αυτά παραδόσεις στις οποίες στηρίζονται γιορτές της Εκκλησίας, όπως π.χ. το Γενέσιον, τα Εισόδια της Θεοτόκον, κ.ά.
Άλλωστε, πολλά από αυτά -που δεν προέρχονται απο αιρετικούς- έθρεψαν πολλές γενιές χριστιανών στη διάρκεια της ιστορίας, κι αν δεν βρέθηκαν ποτέ στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, ζούσαν ωστόσο και ως προσφιλή λαϊκά αναγνώσματα επιδρούσαν στην περιφέρεια, η δε σιωπηρή περιφερειακή διαδρομή τους συχνά αναδυδόταν εντονότερα προς το κέντρο και επηρέαζε την τέχνη, τη λατρεία, την ηθική οικοδομή, την απολογητική διάθεση.
Πριν τελειώσουμε αυτή τη σύντομη Εισαγωγή θέλουμε να σημειώσουμε οτι οι ονομασίες ‘Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης’ ή ‘Απόκρυφη Καινή Διαθήκη’ είναι μάλλον ατυχείς. Προτιμούμε ως επιτυχέστερη την ονομασία ‘Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα’, που χρησιμοποιεί και η Εταιρεία για τη μελέτη των Αποκρύφων, διότι τα κείμενα αυτά παρόλο που από πλευράς φιλολογικών ειδών αναπαράγουν συνήθως, όπως ήδη είπαμε, τα φιλολογικά είδη της Κ.Δ. και βρίσκονται στην προέκταση των θεμάτων της, χρονικά απομακρύνονται απο αυτήν και καλύπτονν όλη των πρώτη χριστιανική χιλιετία, μερικά μάλιστα είναι ακόμη νεότερα.
Τα ελληνικά πρωτότυπα των Αποκρύφων, όσα σώζονται, μπορεί να τα βρει κανείς στις εκδόσεις που σημειώνουμε στην αμέσως παρακάτω Βιβλιογραφία καθώς και στον Α.de Santos Otero (μονο τα Ευαγγέλια). Δεν συμπεριλαμβάνουμε στην παρούσα έκδοση τα Γνωστικά κείμενα που βρέθηκαν το 1946 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου (βλ. Χριστιανικός Γνωστισμός. Τα κοπτικά κείμενα τον Nag Hammadi στην Αίγυπτο, επιμέλεια Σ. Αγουρίδη, εκδ. Άρτος Ζωής, 1989), παρά μόνο ένα εξ αυτών αντιπροσωπευτικό, το κατά Θωμάν ευαγγέλιο, που είναι διαφορετικό από το κατά Θωμάν της παδικής ηλικίας του Ιησού και περιέχει 114 λόγια αποδιδόμενα στον Ιησού.
ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ πήγε με βαρειά καρδιά στον Πνευματικό του και εξωμολογήθηκε:
— Ο λογισμός με βασανίζει, Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού κι ύστερα από την επιστροφή μου στο Χριστό και τη μετανοιά μου, δεν μπορώ ακόμη να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.
— Μου θυμίζεις, μ' αυτά που μου λες, κάτι που συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ' ένα φίλο μου αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή του ιστορία.
Ο νέος άκουγε πάντοτε μ' ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα:
— Ο φίλος μου, που λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο κι ήταν πια γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μια καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρη. Αλλ' έπρεπε πρώτα να καθαριστή. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο του γυιό να κάνη τη δουλειά αυτή. Μα σαν είδε το παλληκάρι εκείνα τα πελώρια αγκάθια και τ' αγριοβότανα, έπεσε σ' απελπισία.
— Δε γίνεται να φτιάξη ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του. Πώς να ξερριζώσω τόσα αγριόχορτα;
Έτσι έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πως ήταν αδύνατο να γίνη η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έρριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέσι του ως το βράδυ χωρίς να κάνη τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα και την τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνη.
— Τίποτε δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του, σαν πήγε κι είδε πως ο γυιός του δεν είχε βγάλει ούτε ένα αγκάθι.
— Βαραίνει η ψυχή μου, πατέρα, ωμολόγησε ο νέος, σαν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δε μπορώ να πάρω απόφασι ν' αρχίσω.
— Αν κάθε μέρα, παιδί μου, καθάριζες τόση γη, όση πιάνεις με το μπόι σου σαν ξαπλώνης και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσης.
Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γυιός, έβαλε αμέσως σε πράξι τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο είδε με τα μάτια του πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίση το χέρσο χωράφι.
Μιμήσου τον κι εσύ, παιδί μου, κι όταν ξανάρθης, θα μου πης, αν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξερριζώσης με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου.
Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμι από την εξομολόγησι, αποφασισμένος να συνεχίση τον καλόν αγώνα.
(Γεροντικόν μοναχής Θεοδωρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΔΥΟ συνασκηταί βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από κάποια παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς να τον επισκεφθή. Του εμπιστεύτηκε τότε ο άρρωστος, πως ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήση να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μη τον βρή έτσι ο θάνατος.
Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό να τον φώτιση να χειριστή σωστά την υπόθεσι, για να μη προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάση καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στον συνασκητή του αρρώστου.
— Αββα, του είπε, αυτά σου τα στέλνει ο δείνα Γέροντας.
Ο Αββάς απόρησε.
— Σε μένα τα έστειλε;
— Ναι, είπε ο αδελφός.
Εκείνος τα δέχτηκε συγκινημένος κι ευχαρίστησε τον αδελφό. Ευχαριστημένος ο ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, επήγε τα υπόλοιπα σύκα στον άρρωστο.
— Σου τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.
— Τι λες, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; είπε με χαρά ο ασκητής.
— Ναι, Αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.
— Δόξα τω Θεό, έκανε ένθουσιασμένος εκείνος.
Έτσι με λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οι συνασκηταί από τη σύνεσι του αδελφού.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ κάποτε να επισκεφθή μια σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ' ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνη κι εκείνος προς τα εκεί.
— Για που; τον ρώτησε ο Όσιος.
— Πάω να βάλω λογισμούς στους μοναχούς, αποκρίθηκε μ' αναίδεια εκείνος.
— Και τι είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου;
— Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.
— Τόσα πολλά; απόρησε ο Όσιος.
— Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέση κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ' όλα θα είναι του γούστου τους.
— Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.
— Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήση ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν άγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.
— Πώς ονομάζεται; ρώτησε μ' ενδιαφέρον ο Όσιος.
— Θεόπεμπτος, αποκρίθηξε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του.
Συλλογισμένος απο όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέση στην καλύβα του. Ο Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήση. σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.
— Καλά με την ευχή σου, Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.
— Δε σε πειράζουν οι λογισμοί;
Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώση στον Όσιο πως δεχόταν ακαθάρτους λογισμούς.
— Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανή αδιάφορος.
— Αχ, αδελφέ μου! Αναστέναξε βαθειά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια ασκητής και γερασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι.
Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Όσιου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν' αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίση στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, άλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.
— Τι νέα; τον ρώτησε ο Αββάς.
— Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι αυτό κι εγώ ωρκίστηκα να τους αφήσω πολύ καιρό απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα.
Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ' αυτή το ποίμνιο Του.
* * *
(Γεροντικόν,Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
Τον 19ο αιώνα ένας φιλόδοξος Γάλλος, ο Λαρεβεγιέρ-Λεπώ δημιουργεί δική του θρησκεία και οργανώνει κίνημα με το όνομα Θεοφιλανθρωπισμός. Καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες, αγωνίζεται επίμονα, αλλά το κίνημα του δεν ευδοκιμεί.
Πικραμένος κι απογοητευμένος από τη ματαίωση των σχεδίων του, εμπιστεύεται το πρόβλημά του στον μεγάλο και σοφό διπλωμάτη Ταλεϋράνδο. Εκείνος αφού τον άκουσε προσεκτικά, του δίνει μία συμβουλή έξυπνη και πολύ εύστοχη.
- Θα σου υποδείξω εγώ ένα τρόπο που, αν τον εφαρμόσεις , σίγουρα θα στεφθεί με επιτυχία το κίνημά σου. Θα φτιάξεις τη δυνατότερη θρησκεία του κόσμου, θα ξεπεράσεις το Χριστιανισμό και καθετί άλλο. Πρώτα θα κηρύξεις τη θρησκεία σου με πάθος, θα μιλάς με γλώσσα σκληρή, θα ελέγξεις και θα ξεσκεπάσεις κάθε αδικία και παρανομία. Τότε θα σε συλλάβουν, θα σε καταδικάσουν σε θάνατο, θα σε βασανίσουν, θα σε σταυρώσουν κι αφού σ’ ενταφιάσουν, εσύ την τρίτη ημέρα αναστήσου κι έλα να σε δουν. Να είσαι βέβαιος ότι η θρησκεία σου θα επικρατήσει.
Με τήν απάντηση αυτή ο Ταλεϋράνδος ήθελε να πει: Καημένε Λεπώ, το μυστικό της επιτυχίας δεν βρίσκεται στο χρήμα ούτε στη φιλοσοφία ή στην προπαγάνδα αλλά στην ακατάβλητη δύναμη της Αναστάσεως.
Σήμερα, στη σύγχρονη και πολιτισμένη κοινωνία που ζούμε, η ανάσταση του Χριστού πολεμείται από δύο ύπουλους εχθρούς: τον ευδαιμονισμό και την ύβρη, τα δύο πρόσωπα του αντίχριστου. Η Εκκλησία όμως με κεφαλή τον αναστημένο Ιησού οπλίζει τα μέλη της με την πνευματική πανοπλία, ώστε να διεξάγουν τον αγώνα νικηφόρα.
Στεργίου Ν. Σάκκου, «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»
Ο αδελφός μας: Ο ιερώτερος Ναός!
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ομιλία Ν΄στο κατά Ματθαίον (απόσπασμα)
"... Κανένας Ἰούδας, λοιπὸν καὶ κανένας Σίμωνας ἄς μὴν πλησιάση σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι: κι οἱ δὺο χάθηκαν ἀπὸ τὴ φιλαργυρία τους. Ἄς ἀποφύγωμε αὐτὸ τὸ βάραθρο κι ἄς μὴ νομίζωμε ὅτι μᾶς φτάνει γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀφοῦ γδύσωμε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, ποτήριο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἀδαμαντοποίκλιτο νὰ προσφέρωμε στὴν τράπεζα. Ἄν θέλωμε νὰ τιμήσωμε τὴ θυσία, ἄς προσφέρωμε τὴν ψυχή μας ποὺ γι’ αὐτὴν θυσιάστηκε. Αὐτὴ νὰ κάμωμε χρυσῆ. Ἄν αὐτὴ μένει χειρότερη ἀπὸ κόκκαλο καὶ μολύβι κι εἶναι μόνο τὸ σκεῦος χρυσό, ποιὸ τὸ ὄφελος;
Ἄς μὴ προσέχωμε λοιπὸν αὐτὸ μονάχα, πὼς νὰ προσφέρωμε σκεύη χρυσᾶ ἀλλὰ καὶ νὰ προέρχωνται ἀπὸ δίκαιους κόπους. Τότε εἶναι πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ, ὅταν δὲν ἔχουν πλεονεξία. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία χρυσοχοεῖο οὔτε ἀργυροκοπεῖο, ἀλλὰ σύναξη ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχές. Γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν δέχεται ὅλα αὐτὰ ὁ Θεός. Δὲν ἦταν τότε ἐκεῖνο τὸ τραπέζι ἀπὸ ἀσήμι οὔτε τὸ ποτήρι ἀπὸ χρυσό, ποὺ μ’ ἐκεῖνο ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς του τὸ αἷμα του. Ἦσαν ὅλα ἐκεῖνα ἀκριβὰ καὶ φρικτὰ, γιατὶ ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ πνεῦμα.
Θέλεις νὰ τιμήσης τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴν τὸ περιφρονήσης γυμνό. Μήτε νὰ τὸν τιμᾶς ἐδῶ μὲ ροῦχα μεταξωτὰ καὶ ν’ ἀδιαφορήσης, ὅταν τὸν βλέπης νὰ πεθαίνη ἔξω ἀπὸ τὴν παγωνιὰ καὶ τὴ γύμνια.
Ὁ ἴδιος ποὺ εἶπε Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ λόγο του, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο· Μὲ εἴδατε πεινασμένο καὶ δὲ μοῦ δώσαστε φαγητό. Καὶ ἀκόμα. Ἀφοῦ δὲν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀσήμαντους, δὲν τὸ ἐπράξατε οὔτε σ’ ἐμένα. Αὐτὸ δὲν χρειάζεται ροῦχα, ἀλλὰ καθαρὴ ψυχή. Ἐκεῖνο ὅμως χρειάζεται πολλὴ φροντίδα.
Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε πνευματικὰ καὶ νὰ τιμοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Γιατὶ ἡ πιὸ εὐχάριστη τιμὴ γιὰ τὸν τιμώμενο εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει, ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς νομίζομε. Κι ὁ Πέτρος ἀπέδειξε ὅτι τὸν τιμοῦσε ἐμποδίζοντάς τον νὰ τοῦ πλύνη τὰ πόδια· αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὅμως ἦταν ἀντίθετο τῆς τιμῆς. Κι ἐσὺ νὰ τὸν τιμᾶς μὲ τὴν τιμή, ποὺ ὁ ἴδιος ὥρισε· ξοδεύοντας τὸν πλοῦτο σου στοὺς φτωχούς. Δὲν ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπὸ χρυσᾶ σκεύη ἀλλὰ ἀπὸ ψυχὲς χρυσές.
δ΄. Δὲ θέλω νὰ ἐμποδίσω νὰ κατασκευάζωνται πολύτιμα ἀφιερώματα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ ἀξίζει νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἐλεημοσύνη. Κι αὐτὰ τὰ δέχεται, περισσότερο ὅπως ἐκείνη. Σ’ αὐτὰ ὠφελεῖται μόνο αὐτὸς ποὺ προσφέρει, σ’ ἐκείνην ὅμως κι αὐτὸς ποὺ δέχεται. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ νομιστῆ τὸ πρᾶγμα σὰν ἀφορμὴ φιλοδοξίας, ἐνῶ ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία.
Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ εἶναι γεμάτη ἡ τράπεζά του ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια κι ὁ ἴδιος νὰ πεθαίνει τῆς πείνας;
Χόρτασε πρῶτα τὴν πεῖνα του καὶ τότε ὡς ἐκ περισσοῦ στόλισε καὶ τὴν τράπεζά του.
Ἀφιερώνεις χρυσὸ ποτῆρι καὶ δὲν προσφέρης ἕνα ποτήρι νερό; Τί ὠφελεῖσαι; Κάμεις χρυσοκέντητα σκεπάσματα τῆς τράπεζας καὶ δὲν δίνεις στὸν ἴδιο μέρος ἀπαραίτητο γιὰ κατάλυμα, τί κερδίζεις ἀπ’ αὐτό; Πέστε μου. Ἄν βλέπαμε κάποιον ποῦ στερεῖται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ καὶ ἀφίνοντάς τον νὰ εὔρη τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴ πείνα του, ἐμεῖς ντύναμε μονάχα μὲ ἀσήμι τὸ τραπέζι του, ἆραγε θὰ μᾶς ἀναγνώριζε τὴ χάρη καὶ δὲ θὰ δοκίμαζε μεγαλύτερη ἀγανάκτηση; Κι ἄν τὸν ἐβλέπαμε ντυμένο μὲ κουρέλια καὶ τὸ κρύο νὰ τὸν παγώνη καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσωμε ροῦχα τοῦ φτιάχνομαι χρυσοὺς κίονες λέγοντας ὅτι τὸ κάνομε γιὰ νὰ τὸν τιμήσωμε δὲ θὰ ἰσχυριζόταν ὅτι τὸν εἰρωνευόμαστε καὶ δὲ θὰ θεωροῦσε τὸ πρᾶγμα ἔσχατη ὕβρη; Σκέψου το αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν γυρίζη πλάνης καὶ ξένος, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, κι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν ὑποδεχτῆς στολίζης τὰ πατώματα καὶ τοὺς τοίχους καὶ τὰ κιονόκρανα καὶ κρεμᾶς ἁλυσιδες ἀπὸ λαμπάδες ἀσημένιες καὶ καθόλου δὲ θέλης νὰ κοιτάξης τὸν ἴδιο ποὺ εἶναι ἁλυσοδεμένος στὸ δεσμωτήριο.
Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ σᾶς ἀνακόψω ἀπὸ τέτοιες φιλοτιμίες, ἀλλὰ νὰ κάμετε αὐτὰ μαζὶ μ’ ἐκεῖνες, ἤ μᾶλλον γιὰ νὰ σᾶς συστήσω νὰ κάνετε αὐτὰ πρὶν ἀπ’ αὐτές.
Κανένας δὲν κατηγορήθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτά. Γιὰ τὴν παραμέληση ὅμως τῶν ἄλλων αἰωρεῖται ἡ ἀπειλὴ τῆς γέενας καὶ τῆς ἄσβηστης φωτιᾶς καὶ ἡ τιμωρία μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονοες.
Μὴ στολίζης λοιπὸν τὸ ναὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴ θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ σου. Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ κεῖνον ἀνώτερος ναός.
Καὶ τὰ κειμήλια αὐτὰ θὰ μπορέσουν νὰ τ’ ἀφαιρέσουν καὶ βασιλιὰδες ἄπιστοι καὶ τύραννοι καὶ λησταί. Ὅσα ὅμως προσφέρεις στὸν πεινασμένο ἀδελφό σου, καὶ τὸν ξένο καὶ τὸν γυμνὸ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ θησαυροφυλάκιο ἀπαραβίαστο.
Γιατὶ λοιπὸν αὐτὸς λέγει "Τοὺς φτωχοὺς πάντα τοὺς ἔχετε μαζί σας, ἐμένα ὄχι πάντα;"(Ματθ. 26,11) Γι’ αὐτὸ περισσότερο νὰ ἐλεοῦμε, γιατὶ δὲ θὰ τὸν ἔχωμε πάντα κοντά μας πεινασμένο ἀλλὰ στὴν παροῦσα ζωὴ μονάχα. Ἄν θέλης μάλιστα νὰ καταλάβης ὅλο τὸ νόημα τοῦ λόγου, μάθε ὅτι αὐτὸ δὲν εἰπώθηκε στοὺς μαθητὰς –κι ἄς νομίζεται ἔτσι-ἀλλὰ στὴν ἄρρωστη γυναῖκα. Ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀκομα σὲ κατάσταση τελειότητας κι οἱ μαθηταί του τῆς ἔφεραν δυσκολίες, θέλοντας νὰ τὴν κερδίση τῆς μιλοῦσε ἔτσι. Ἐπειδὴ τὰ εἶπε αὐτὰ γιὰ νὰ τὴν ἐνισχύση, πρόσθεσε· Γιατὶ ταλαιπωρεῖται τὴν γυναίκα; Κι ἐπειδὴ ἔχομε κι ἐκεῖνον πάντα μαζί μας, λέγει. Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς μέρες ὡς τὴν συντέλεια τῆς ζωῆς. Ἀπ’ αὐτὰ φαίνεται, ὅτι γιὰ τίποτ’ ἄλλο δὲν τὰ ἔλεγε αὐτὰ παρὰ μόνο νὰ μὴν καταμαράνη ἡ ἐπιτήμηση τῶν μαθητῶν τὴν πίστη τῆς γυναίκας ποὺ παρουσιάστηκε τότε.
Ἄς μὴ συζητοῦμε τώρα γι’ αὐτὰ ποὺ γιὰ κάποιο λόγο ἔχουν λεχθῆ. Ἀλλὰ ἄς διαβάσωμε ὅλους τοὺς νόμους ποὺ ἔβαλε στὴ Καινὴ καὶ στὴν Παλαιὰ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη κι ἄς δείξωμε γι’ αὐτὴ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸ καθαρίζει ἁμαρτίες. Δῶστε ἐλεημοσύνη κι ὅλα θὰ γίνουν καθαρά. Αὐτὸ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴ θυσία. Ἐλεημοσύνη θέλω καὶ ὄχι θυσία. Αὐτὸ ἀνοίγει τοὺς οὐρανοὺς· Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν κοντὰ στὸ Θεὸ δική σου ὑπόμνηση. Αὐτὸ εἶναι πιὸ ἀπαραίτητο ἀπὸ τὴν παρθενία. Ἔτσι ἀποδώχτηκαν ἐκεῖνες ἀπὸ τὸ νυμφῶνα, ἔτσι οἱ ἄλλες ὡδηγήθηκαν σ’ αὐτόν.
Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ κάνωμε συνείδησή μας κι ἄς σπείρωμε μὲ φιλοτιμία, γιὰ νὰ θερίσωμε μὲ περισσότερη ἀφθονία. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στὸ αἰῶνα. Ἀμήν."
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, Τόμος Δεύτερος,
Ἀθῆναι 1969, σελ.218-227
Πηγή: http://www.imaik.gr
Fr. Lev Gillet
«…Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς … Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς…» (Λουκ. κδ΄, 13-15)
Ἀξίζει πράγματι νὰ μελετήσουμε, νὰ ἐξετάσουμε καλύτερα τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πλησίασε τὸν Κλεόπα καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς.
Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφουν πολλοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους πλησίαζε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄνθρωποι ἔσπευδαν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό. Κάποιες φορές, οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστό. Κάποιες ἄλλες, ὁ Χριστὸς πηγαίνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς πλησιάζει κατὰ πρόσωπο, ἄμεσα. Ἄλλοτε, ὁ Χριστὸς προχωρεῖ μὲ δική του πρωτοβουλία, εἰσέρχεται, παρεμβάλλεται στὸ δρόμο τους, στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, καὶ τοὺς περιμένει. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, καθήμενος «ἐπὶ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακὼβ» προσκαρτεροῦσε, ἀνέμενε τὴν Σαμαρείτιδα νὰ ἔλθει.
Στὴ περίπτωση τῶν μαθητῶν, ποὺ «ἐπορεύοντο εἰς Ἐμμαούς», ἡ προσέγγιση εἶναι διαφορετική. Ἡ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε νὰ τοὺς πλησιάση κατὰ πρόσωπο, ἐμπρός τους· ὅτι δὲν βάδιζε πρός ἀντίθετη κατεύθυνση, ὥστε νὰ ἔλθη πρὸς συνάντησή τους. Ἔτσι, οἱ μαθητές δὲν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ Χριστός, βαδίζοντας πίσω τους σέ κάποια ἀπόσταση, τελικά ἐπετάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀρχικά, βάδιζε δίχως νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ μαθητές ὅτι τοὺς συνώδευε, ἕως ὅτου τοὺς πλησίασε τόσο, ὅσο νὰ ἀκούει τὸν ἦχο τῆς συνομιλίας τους. Τέλος, τοὺς πρόφθασε καί, φθάνοντας στό πλευρό τους, ἔλαβε εὐθὺς μέρος στὸ διάλογο, στὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν.
Ἡ προσέγγισή Του δὲν ἦταν μόνο τοπική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὅπως τοὺς πλησίαζε, ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὅτι ἦσαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδὴ καὶ στενοχωρημένοι. Νομίζω ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, ὁ Χριστὸς πλησιάζει ὄχι τόσο τὰ σώματα ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· καὶ τὶς πλησιάζει μὲ ἕνα τρόπο ἀνάλογο ἐκείνου, ποὺ πλησίασε τοὺς μαθητές κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς.
Κάποιοι ἄνθρωποι συναντοῦν τὸν Ἰησοῦν «κατὰ πρόσωπον»· Τὸν γνωρίζουν λίγο ἕως πολύ· γνωρίζουν πῶς νὰ ἀπευθυνθοῦν πρὸς Αὐτόν, καὶ ἔχουν μάθει νὰ ἀντιλαμβάνωνται πότε Ἐκεῖνος ἀπευθύνεται πρὸς αὐτούς. Ὅμως σήμερα, γιὰ τὸν περισσότερο κόσμο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄγνωστος. Ἔτσι, ὡς ἕνας ἄγνωστος λοιπόν, τοὺς πλησιάζει προφθάνοντάς τους καθ’ ὁδόν, ὅπως καὶ τοὺς μαθητές πρὸς Ἐμμαούς. Τοὺς πλησιάζει μὲ τέτοιο τρόπο, ὡς νὰ εἶναι κάποιος ἄγνωστος σʼ αὐτούς, ἀλλὰ ἄγνωστος συγγενής τους.
Συνήθως, σκεπτόμαστε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, δίχως νὰ ἔχουμε τὴν παραμικρή πρόθεση νὰ ἀναμείξουμε τὸν Χριστὸ στοὺς συλλογισμούς μας. Καὶ νά, ποὺ ὁ Χριστὸς παρεμβάλλεται στὴ σκέψη μας χωρὶς νὰ τὸ παρατηρήσουμε. Εἰσχωρεῖ στὸ νῆμα τῶν συλλογισμῶν μας, στὰ κύματα τῶν συναισθημάτων μας. Δὲν γνωρίζουμε πῶς βρέθηκε ἐκεῖ, ἀλλὰ λίγο – λίγο συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἕνας καινούριος παράγοντας συμμετέχει στὴ δραστηριότητα τῆς ψυχῆς μας, τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Εἴτε γνωρίζουμε εἴτε δὲν γνωρίζουμε πῶς λέγεται ὁ παράγοντας αὐτός, μᾶς ἐπιβάλλεται· ἀκόμη καὶ ἂν ἀρνούμαστε νὰ δεχθοῦμε ὅσα μᾶς ὑποβάλλει, δὲν μποροῦμε νὰ μὴ τὸν ὑπολογίσουμε.
Μία σκέψη ἢ μία αἴσθηση, ὁποὺ ὁ Χριστὸς μᾶς ἐμπνέει, ἀνοίγουν νέες προοπτικές. Οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαοὺς ἦσαν σκυθρωποὶ καὶ τεθλιμμένοι, ὅση ὥρα βρίσκονταν ἀπορροφημένοι στὶς σκέψεις καὶ τοὺς συλλογισμούς τους. Ὅμως, ὅταν ὁ Κύριος βρέθηκε μεταξύ τους καὶ ἄρχισε τὴν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ὅλα ἔγιναν φωτεινά, ὅλα τὰ προβλήματα λύθηκαν, ὅλα εἰρήνευσαν. Ἐκεῖνοι, ὁποὺ προηγουμένως συζητοῦσαν καὶ ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἀτέρμονα, ἔπαυσαν τώρα. Ὅλες οἱ περιπλοκὲς λύθηκαν, ὅλοι οἱ λαβύρινθοι βρῆκαν διέξοδο, ἐμπρὸς στὴν ἤρεμη βεβαιότητα, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ μόνος διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς. Ὅλοι, κάποιες στιγμές, εἴμαστε προσκυνητές πρὸς Ἐμμαούς, βαδίζοντας μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι τῆς νύκτας, ὁποὺ ἄρχισε νὰ πέφτει, μὲ τὶς ἀμφιβολίες μας, τὰ ἄγχη μας, τὶς ἀγωνίες μας, τὶς ἀντιζηλίες μας, τὶς διεκδικήσεις μας, τὴ νοησιαρχία μας, τὶς καχυποψίες μας, τὶς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές μας συγκρούσεις. Ὅμως κάποιος, ποὺ μᾶς παρακολουθεῖ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, τρέχει, μᾶς προφθάνει, καὶ «συνεμπαίνει» στὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά μας. Καὶ τότε, μία μεγάλη διαύγεια, μία μεγάλη σαφήνεια καὶ καθαρότητα εἰσβάλλει στὸ νοῦ καὶ στὴ σκέψη μας· μία μεγάλη ἡσυχία κυριαρχεῖ στὴν ψυχή μας. Δὲν γνωρίζουμε ἴσως τὴν ὑπέρτατη ζωντανὴ παρουσία Ἐκείνου, ποὺ διεβεβαίωσε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασις, ἀλλά, ὅπως καὶ οἱ μαθητές πρὸς Ἐμμαούς, οἱ ὁποῖοι πίεζαν τὸν Κύριο νὰ μὴ φύγει, ἀλλὰ νὰ μείνει μαζί τους, ἡ ψυχή μας ὁλόκληρη κραυγάζει πρὸς τὸν ἄγνωστο αὐτὸν Παντοδύναμο: «Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν»…
Πηγή: http://www.imaik.gr