Η ανάσταση των νεκρών. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου
(βιβλίο: Η Ζωή μετά το θάνατο)
Η ανάσταση των νεκρών
Στενά συνδεδεμένη με την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού είναι και η ανάσταση των νεκρών, πού είναι βεβαιοτάτη πίστη της Εκκλησίας, γι' αυτό και στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε: «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Όταν κάνουμε λόγο για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων, ότι, δηλαδή, οι ψυχές θα εισέλθουν πάλι στα νεκρά σώματα και θα ζωοποιηθούν, και έτσι θα συγκροτηθεί πάλι ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό είναι πολύ φυσικό και δικαιολογημένο, γιατί οι ψυχές δεν πεθαίνουν ποτέ οντολογικά αφού η αθανασία της ψυχής είναι ένα δώρο πού το έδωσε από την αρχή ο Θεός. Τα σώματα πεθαίνουν, γι’ αυτό με τον όρο ανάσταση νεκρών πάντοτε εννοούμε την ανάσταση των σωμάτων.
Στο σημείο αυτό φαίνεται και η διαφορετική αντιμετώπιση για την ανάσταση των σωμάτων, πού κάνει η φιλοσοφία και η ορθόδοξη θεολογία. Ή κλασσική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να δεχθεί την άποψη ότι τα σώματα θα αναστηθούν, ακριβώς γιατί πιστεύει σε κατά φύσιν αθάνατη ψυχή και σε κατά φύσιν θνητό σώμα. Κατά την αρχαία φιλοσοφική σκέψη η αθάνατη κατά φύσιν ψυχή, πού βρισκόταν προηγουμένως στον κόσμο των ιδεών, περικλείστηκε στο σώμα σαν σε φυλακή και, επομένως, σωτηρία και λύτρωση της ψυχής είναι η αποδέσμευση της από το σώμα. Με αυτήν την έννοια το σώμα είναι κακό και ο εγκλεισμός της ψυχής σε αυτό συνιστά και εκφράζει την πτώση της.
Έτσι εξηγείται το ότι οι Αθηναίοι αντέδρασαν όταν ο Απόστολος Παύλος μίλησε για ανάσταση νεκρών πάνω στον Άρειο Πάγο. Ό Απόστολος Παύλος έκανε λόγο για τον Χριστό πού θα έλθει να κρίνει την οικουμένη. Μεταξύ των άλλων είπε: «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη, εν άνδρι ώ ώρισε, πίστιν παράσχων πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών». Στο σημείο αυτό οι Αθηναίοι τον διέκοψαν, όπως σημειώνουν οι Πράξεις των Αποστόλων: «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον' ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου» (Πράξ. ιζ', 31-32). Ή αντίδραση αυτή δεν ήταν άσχετη από την ακατανόητη γι' αυτούς αντίληψη περί αναστάσεως νεκρών σωμάτων.
Όμως, σε όλη την Βιβλικοπατερική παράδοση φαίνεται καθαρά ότι θα γίνει, οπωσδήποτε, η ανάσταση των σωμάτων για να συγκροτηθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, ο οποίος, βέβαια, και με τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα δεν έχασε την υπόσταση του.
Θα προσπαθήσουμε στην συνέχεια να δούμε με κάθε συντομία τι λέγει η Άγια Γραφή και η πατερική παράδοση για την ανάσταση των σωμάτων, αλλά και για το πώς θα είναι τα σώματα στην μετά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ζωή. Θα φανεί ότι αυτό αποτελεί βεβαία πίστη και βασικό σημείο της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Άλλωστε, η πρόσληψη της ανθρωπινής φύσεως από τον Χριστό και η θέωσή της, το ότι η σάρκα πού προσέλαβε ο Χριστός από την Παναγία είναι ομόθεη, καθώς επίσης ότι η θεία με την ανθρώπινη φύση είναι πάντοτε ενωμένες στον Χριστό, δείχνουν την άξια του σώματος. Το σώμα δεν ήταν εξ αρχής κακό, δεν είναι φυλακή της ψυχής, είναι θετικό δημιούργημα του Θεού.
Κατ' αρχάς πρέπει να αναφέρουμε μερικά χωρία της Άγιας Γραφής στα οποία γίνεται λόγος για την ανάσταση των σωμάτων.
Ό Προφήτης Ησαΐας ομολογεί: «αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφρανθήσονται οι εν τη γη» (Ήσ. κστ'. 19). Στο βιβλίο του Προφήτου Ιεζεκιήλ παρουσιάζεται ένα καταπληκτικό γεγονός αναστάσεως σωμάτων, οπού φαίνεται ότι με τον λόγο του Θεού τα ξηρά οστά απέκτησαν νεύρα, σάρκες και δέρμα, και στην συνέχεια δόθηκε και το πνεύμα, δηλαδή, η ψυχή (Ίεζ. λζ', 1-14). Το υπέροχο αυτό θαυματουργικό γεγονός δείχνει πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, γι' αυτό η Εκκλησία διαβάζει αυτήν την περικοπή κατά την ακολουθία του επιταφίου, και μάλιστα όταν επιστρέφουμε στον Ναό μετά την περιφορά. Ή ανάσταση του Χριστού είναι προοίμιο της δικής μας αναστάσεως, αφού ο Χριστός με τον θάνατο και την Ανάσταση Του νίκησε το κράτος του θανάτου και έδωσε σε όλους τους ανθρώπους ως δώρο την μελλοντική ανάσταση. Οι Ιουδαίοι είχαν ακλόνητη πεποίθηση ότι θα γίνει στο μέλλον η ανάσταση των νεκρών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την συνάντηση του Χριστού με την Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου, μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο Χριστός την διαβεβαίωσε ότι θα αναστηθεί ο αδελφός της. Ή Μάρθα τότε απήντησε: «οίδα ότι αναστήσεται εν τη άναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα» (Ίω. ια'. 22-23).
Οι τρεις αναστάσεις που έκανε ο Χριστός, δηλαδή της θυγατρός του Ιαείρου, του υιού της χήρας της Ναϊν και του Λαζάρου, καθώς επίσης και η δική Του ανάσταση, πού έγινε με την Θεότητα Του, είναι βεβαιώσεις και προοίμια της αναστάσεως όλων των ανθρώπων κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Στην διδασκαλία του Χριστού βρίσκουμε πολλά χωρία πού αναφέρονται στην ανάσταση των νεκρών. Σε μια ομιλία Του ο Χριστός είπε: «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού» (Ίω. ε', 28). Άλλοτε είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή» (Ίω, ια', 25). Την διδασκαλία αυτή παραλαμβάνουν οι άγιοι Απόστολοι, και είναι διάχυτη μέσα στις επιστολές τους. Ιδιαιτέρως ο Απόστολος Παύλος πολλές φορές κάνει λόγο για την ανάσταση των σωμάτων στις επιστολές του, πού απηύθυνε στις Εκκλησίες πού δημιουργούσε, και οι όποιες, λόγω του ότι βρίσκονταν σε ειδωλολατρικά περιβάλλοντα, οπού ήταν διάχυτη η αντίληψη ότι το σώμα είναι κακό είχαν επηρεαστεί. Θα αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά χωρία. Στους Ρωμαίους αναφέρεται στην απολύτρωση του σώματος, όπου σαφώς θίγει το θέμα της αναστάσεως του σώματος: «και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμ. η', 23). Στους Θεσσαλονικείς λέγει ότι η ανάσταση θα γίνει με την δύναμη του Χριστού, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του. «Αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταθήσεται απ ουρανού, και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον» (Α' Θεσ. δ', 16).
Στα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν βλέπουμε μόνον την πίστη της Εκκλησίας στην ανάσταση των νεκρών, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, αλλά και το πώς θα είναι τα σώματα αυτά. Ξέρουμε από όλη την Ορθόδοξη Παράδοση ότι τα σώματα θα είναι πνευματικά. Ό Χριστός δηλώνει ότι οι άνθρωποι στην μέλλουσα ζωή δεν θα έχουν τα στοιχεία της σαρκικότητος. Είναι γνωστόν ότι μετά την πτώση ο άνθρωπος φόρεσε την φθαρτότητα και την θνητότητα, και, επομένως, ο τρόπος της συλλήψεως του, της κυοφορίας του, του θηλασμού ανήκει στην μετά την πτώση ζωή, τον οποίο, βέβαια, ευλόγησε ο Θεός για την αύξηση του ανθρωπίνου γένους. Όμως μετά την ανάσταση θα καταργηθούν όλες αυτές οι καταστάσεις και οι άνθρωποι θα διάγουν ως άγγελοι. Λέγει ο Χριστός: «οι δε καταξιωθέντες τού αιώνος εκείνου τυχείν και της αναστάσεως της εκ νεκρών ούτε γαμούσι ούτε γαμίζονται' ούτε γαρ αποθανείν έτι δύνανται· ίσάγγελοι γαρ εισι και υιοί εισι του θεού, της αναστάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ', 35-36).
Τα σώματα των άγιων, ενώ από τώρα προγεύονται της δόξης του Θεού, επειδή έχουν την άχτιστη Χάρη του Χριστού, τότε θα μεταμορφωθούν και θα γίνουν σώματα δόξης. Ό Απόστολος Παύλος λέγει ότι ό Χριστός «μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού...» (Φιλ, γ', 21). Όπως το σώμα του Χριστού λάμπει από την Θεότητα, έτσι θα λάμπουν και τα σώματα των δικαίων στον ουρανό, θα υπάρχει, βέβαια, μεγάλη διαφορά μεταξύ του σώματος του Χριστού και του σώματος των άγιων. Γιατί, το θεανθρώπινο σώμα έγινε πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, ενώ το σώμα των αγίων αγιάζεται από την Χάρη του Θεού. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλά από την παράδοση μας ότι ο άνθρωπος πάσχει την θέωση, ενώ ο Χριστός ποιεί την θέωση.
Εκεί πού αναπτύσσει ο Απόστολος Παύλος την διδασκαλία περί της αναστάσεως των νεκρών είναι η Α' προς Κορινθίους επιστολή του. Φαίνεται ότι μερικοί Κορίνθιοι ήταν επηρεασμένοι από φιλοσοφικές ιδέες για το ανθρώπινο σώμα. Ό Απόστολος Παύλος γράφει ότι αν δεν πρόκειται να αναστηθούν τα σώματα τότε ούτε ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών (Α' Κορ.ε'. 12-16). Έπειτα απαντά σε ερωτήματα τα οποία ενδεχομένως έθεταν οι Κορίνθιοι, για το πώς θα αναστηθούν οι νεκροί και τι σώμα θα έχουν (Α' Κορ. ιε', 35-41). Απαντώντας σε αυτά τα ερωτήματα φέρνει παράδειγμα από τον αισθητό κόσμο. Ό άνθρωπος σπέρνει ένα μικρό κόκκο και ο Θεός σε αυτόν τον κόκκο δίνει διαφορετικό σώμα. Το επιχείρημα είναι ότι ο άνθρωπος δεν φυτεύει σιτάρι, άλλα σπόρο και από τον σπόρο αυτόν εξάγεται διαφορετικό σώμα, ανάλογα με το σπέρμα. Αυτό θα συμβεί και κατά την ανάσταση των νεκρών, θα γίνει η ανάσταση των σωμάτων, με την δύναμη του Χριστού, και, φυσικά, τα σώματα ενώ θα είναι τα ίδια, εν τούτοις θα έχουν διαφορετική λειτουργία. Οι νεκροί θα εγερθούν άφθαρτοι, γιατί, όπως χαρακτηριστικά λέγει, «δει το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσιαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν» (Α' Κορ. ιε', 53).
Είναι πολύ σημαντικό ότι ό Απόστολος Παύλος παρουσιάζει λεπτομερέστατα την κατάσταση των σωμάτων κατά την ανάσταση των νεκρών. Γράφει στους Κορινθίους: «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία· σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη' σπείρεται εν ασθένεια, εγείρεται εν δυνάμει· σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α' Κορ. ιε', 43-44). Εδώ φαίνεται η διαφορά μεταξύ του σώματος προ και μετά τον θάνατο του ανθρώπου και του σώματος μετά την ανάσταση, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Στο αποστολικό αυτό χωρίο βλέπουμε τα τέσσερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού θα έχει το σώμα μετά την ανάσταση. Το ένα, ότι θα είναι άφθαρτο σε αντίθεση με το φθαρτό της διαλογικής ζωής. Το δεύτερο γνώρισμα, ότι θα είναι δοξασμένο σε αντίθεση με την ατιμία. Το τρίτο, ότι θα είναι δυνατό, σε αντίθεση με την ασθένεια, και το τέταρτο γνώρισμα, ότι θα είναι πνευματικό σε αντίθεση με το πρώτο, πού ήταν ψυχικό. Αυτό σημαίνει ότι ενώ το σώμα της διαλογικής ζωής ήταν φθαρτό, άτιμο, ασθενικό και ψυχικό, δηλαδή κυβερνώμενο από τις ψυχικές λειτουργίες, το σώμα της αναστάσεως θα είναι άφθαρτο, δοξασμένο, δυνατό και πνευματικό. Αν ερμηνεύσουμε την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου με βάση την πατερική παράδοση, μπορούμε να πούμε ότι τα σώματα των ανθρώπων μετά την ανάσταση τους θα είναι άφθαρτα, δεν θα έχουν ανάγκη τροφής και ύπνου, δεν θα υπόκεινται σε αλλοιώσεις. Οι Πατέρες λένε ότι θα είναι όπως το σώμα του Χριστού, πού εξήλθε από τον τάφο, χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, πού εισερχόταν και εξερχόταν στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, δεν είχε ανάγκη τροφής, διήνυε μεγάλες αποστάσεις. κ.λ.π. Βέβαια, έφαγε ο Χριστός μετά την ανάσταση όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά για να καταλάβουν οι μαθητές ότι δεν ήταν φάντασμα Ή τροφή εκείνη κάηκε από την Θεότητα Του, αφού δεν υπήρχε πεπτικό σύστημα και όλες οι διεργασίες, πού είναι γνωρίσματα της φθαρτότητος και της θνητότητος.
Και το σώμα των αμαρτωλών θα αποβάλει την φθαρτότητα και την θνητότητα, αλλά δεν θα είναι πνευματικό και δοξασμένο, όπως των αγίων. Και, φυσικά και των αγίων το σώμα θα έχει δόξα ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής. Ό Απόστολος Παύλος θα πει: «αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη» (Α' Κορ. ιε'. 41). Όπως άλλο είναι το φως του ηλίου, άλλο το φως της σελήνης και άλλο των αστέρων, το ίδιο θα συμβαίνει και με την δόξα των αγίων. Ανάλογα με την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, πού απέκτησε ο άνθρωπος από αυτήν την ζωή θα ακτινοβολεί και στην αιώνια ζωή. Δεν πρόκειται για κάποια προσωποληψία εκ μέρους του Θεού, αλλά ο άνθρωπος θα λαμβάνει την χάρη ανάλογα με την χωρητικότητα Του. Ό Θεός θα ατελή την χάρη Του σε όλους και ο καθένας θα λάμπει και θα ακτινοβολεί ανάλογα με την πνευματική του κατάσταση.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να δούμε και το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι τότε θα αποκτήσουν μία ηλικία. Σε ένα τροπάριο ψάλλουμε: «και ηλικία μια πάντες γενήσονται». Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν την ηλικία ενός ώριμου ανθρώπου. Και το νήπιο πού κοιμήθηκε σε μικρή ηλικία, αλλά και εκείνος πού κοιμήθηκε σε βαθειά γηρατειά θα έχουν την ίδια ηλικία πού όπως λέγεται, θα είναι η ηλικία του Χριστού. Πάντως, είναι φυσικό να αποκτήσουν την ηλικία ενός ωρίμου ανθρώπου, πού βρίσκεται περίπου στην ηλικία των τριάκοντα ετών. Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος σε ποίημα του γράφει ότι οι ψυχές των ανθρώπων, πού θα ενωθούν πάλι με τα σώματα τους, «εκάστη κατ' αξίαν ευρίσκει το κατάλυμμα φωτός ή σκότους πλήρες». Όσες άναψαν την λαμπάδα τους από αυτήν την ζωή θα είναι σε φως ανέσπερο και όσες ήταν ακάθαρτες και είχαν τα μάτια της καρδιάς τυφλά δεν πρόκειται να δουν το θειο φως. Και τα σώματα των αγίων θα είναι άγια σκεύη του Αγίου Πνεύματος. Όπως ήταν καθαρότατα εδώ, έτσι και θα εγερθούν δοξασμένα «λάμποντα, αστράπτοντα ως φως το θείον»8.
Θα μπορούσα να παραθέσω την διδασκαλία πολλών αγίων τόσο για την βεβαιότητα της αναστάσεως των σωμάτων και την αιώνια ζωή, όσο και για το πώς θα γίνει η ανάσταση τους. Θα αρκεστώ όμως στην παράθεση της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων, θα δούμε μερικές πτυχές αυτής της διδασκαλίας. Πιστεύω πώς είναι αρκετά διαφωτιστική και χαρακτηριστική. Κατ' αρχάς ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι, όταν ομιλούμε για ανάσταση ή αναβίωση ή μετακόσμηση, και όταν χρησιμοποιούμε πολλά αλλά ονόματα, χαρακτηρίζουμε το σώμα πού υπόκειται στην φθορά και όχι την ψυχή, η οποία, ως άφθαρτη, ανώλεθρη και αθάνατη, δεν πρόκειται να αναστηθεί, γιατί δεν πεθαίνει9. Ή ανάσταση των σωμάτων συνδέεται και με την ανάσταση όλων των μελών πού με ποικίλες αιτίες καταστράφηκαν. Κατά την ημέρα της αναστάσεως και το μέρος εκείνο του ανθρωπίνου σώματος το οποίο πριν από χιλιάδες χρόνια έφαγαν τα σαρκοβόρα πουλιά θα ευρέθη «μη λείπον». Αλλά και τα μέλη εκείνα τα οποία έφαγαν τα κήτη και τα σκυλόψαρα και όλα τα θαλάσσια ζώα θα συναναστηθούν με τον άνθρωπο. Τα σώματα πού κατέκαψε η φωτιά και κατέφαγαν τα σκουλήκια στους τάφους, και, γενικά, όλα τα σώματα τα οποία εξηφάνισε η φθορά, «ανελλιπή και ακέραια αναδοθήσεται εκ της γης»10. Επομένως, όλα τα ελλείποντα μέλη θα αναπληρωθούν και θα παρουσιασθεί ολόκληρος ο άνθρωπος. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε το δικό μας σώμα, το όποιο, όμως, δεν θα υπόκειται στην φθορά και τον θάνατο. Αυτό θα γίνει οπωσδήποτε γιατί συνδέεται με την δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό. Δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο για να πεθάνει, αλλά ο θάνατος είναι αποτέλεσμα και καρπός της αμαρτίας. Και εάν ο ποιμήν των προβάτων θέλει να είναι υγιές το κοπάδι του και σχεδόν αθάνατο, εάν ο βουκόλος με διάφορες θεραπείες θέλει να αυξάνει τα βόδια του, εάν ο γιδοβοσκός εύχεται να γεννούν οι αίγες του δίδυμα και όλοι αποβλέπουν σε κάτι ωφέλιμο, το ίδιο θέλει και ο Θεός. Είναι φανερό από αυτά τα παραδείγματα ότι ο Θεός θέλει να ανάπλαση «το φθαρέν ποίημα»11.Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης στην ομιλία του αυτή πού εξεφώνησε κατά την ημέρα του Πάσχα και αναφέρεται στην ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των σωμάτων, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, υποστηρίζει ότι θα γίνει οπωσδήποτε η ανάσταση των νεκρών, ότι δεν είναι αδύνατη για τον Θεό, και επί πλέον αναλύει τον τρόπο με τον όποιο θα γίνει. Είναι πολύ σημαντικά όσα λέγονται από τον άγιο Γρηγόριο, τα οποία θα παραθέσουμε με συντομία. Ή ανάσταση των σωμάτων δεν είναι αδύνατο να γίνει. Για πολλούς λόγους.
Π ρ ώ τ ο ν. Ό Θεός πού θα αναστήσει τα σώματα των νεκρών είναι ο ίδιος πού δημιούργησε τον άνθρωπο από το χώμα. Εμείς, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, θεωρούμε δεδομένη την δημιουργία, όμως αν σκεφθούμε καλύτερα θα δούμε ότι είναι κάτι το θαυμαστό. Πραγματικά, πώς ο λεπτός χους συγκεντρώθηκε και έγινε σάρκα, και από το ίδιο το υλικό έγιναν τα οστά, το δέρμα, το λίπος και οι τρίχες, δηλαδή, πώς ενώ είναι μια σάρκα εμφανίζονται διαφορετικά τα μέλη. Περιγράφει την διαφορετική υφή κάθε μέλους του σώματος. αφού ο πνεύμονας είναι απαλός, το συκώτι τραχύ και κόκκινο, η καρδία σφικτό όργανο κ.λ.π. Ακόμη, είναι πολύ παράδοξο ότι η Εύα έγινε από ένα μικρό μέρος, από την πλευρά του Αδάμ. Πώς, δηλαδή, η πλευρά έγινε κεφαλή, πόδια, χέρια, κ.λ.π. Ό Θεός πού δημιούργησε τον άνθρωπο με αυτόν τον τρόπο έχει την δύναμη να τον αναδημιουργήσει πάλι και να διορθώσει το μέλος του σώματος πού εφθάρη. Άλλωστε, ο Ίδιος ο Θεός είναι ο δημιουργός και της πρώτης κτίσεως και της δευτέρας μετακοσμήσεως Γι' αυτό είναι γνώρισμα των ευγνωμόνων και σωφρονούντων να πιστεύουν σε αυτά πού λέγει ο Θεός και να μην εξετάζουν τους τρόπους και τα αίτια, τα οποία ξεπερνούν τις δυνάμεις τους12.
Δ ε ύ τ ε ρ ο ν. Τα διάφορα παραδείγματα πού υπάρχουν στην φύση δείχνουν ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο και αμήχανο γι' Αυτόν. Ή παντοδυναμία του Θεού φαίνεται στην ποικίλη και πολυσύνθετη φύση. Ολόκληρη η φύση κηρύττει μεγαλοφώνως το μεγαλείο του Θεού και την δύναμη Του. Οι αναστάσεις πού έκανε ο Χριστός, όπως του τετραημέρου Λαζάρου, του υιού της χήρας της Ναΐν και της θυγατρός του Ιαείρου, δείχνουν ότι είναι δυνατόν να αναστήσει κατά τον αυτόν τρόπο και όλους τους ανθρώπους, όταν εκείνος το θέληση. Ό τεχνίτης πού κατασκευάζει έναν ανδριάντα μπορεί να κατασκευάσει και άλλους. Έτσι και ο Χριστός πού ανάστησε τρεις ανθρώπους μπορεί να το κάνη και σε πολλούς άλλους. Γι' αυτό, στην ερώτηση, πώς ανασταίνονται οι νεκροί, άπαντα ερωτηματικώς: «πώς ο τετραήμερος ηγέρθη Λάζαρος;»13.
Όχι μόνον στην πρώτη δημιουργία, αλλά και στην συνέχεια, σε αυτήν πού συντελείται στην φύση φαίνεται η δύναμη και η παντοδυναμία του Θεού. Ξέρουμε ότι η γέννηση ενός ανθρώπου είναι καρπός της ενέργειας του Θεού. Δια της Χάριτος του Θεού ο άνθρωπος συλλαμβάνεται, κυοφορείται, γεννάται και μεγαλώνει. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι η ανάσταση των νεκρών μπορεί να γίνει κατά τον τρόπο πού γεννιέται ο άνθρωπος. Είναι αρκετά παράδοξο, κατά την ανθρώπινη λογική, πώς το σπέρμα, πού στην αρχή είναι άμορφο, αποκτά στην συνέχεια μορφή και δημιουργούνται τα επί μέρους μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Αν από το άμορφο σπέρμα γίνεται ο άνθρωπος, δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστο η ύλη πού βρίσκεται στους τάφους και η οποία είχε μια μορφή ευθύς να ανακαινισθεί στην παλαιά διάπλαση και να γίνει πάλι ο χους άνθρωπος, όπως έγινε κατά την πρώτη δημιουργία14.
Μερικοί άνθρωποι θεωρούν απίθανη την εξανάσταση των σωμάτων και τον απαρτισμό του ανθρώπου μετά τον θάνατο, και θεωρούν πολύ φυσική την διάπλαση του εμβρύου και την ανάπτυξη του ανθρώπου με την φυσική του γέννηση. Άλλα, αν το δεύτερο είναι δυνατόν να γίνει, το ίδιο δυνατό είναι και το πρώτο αφού ο Ίδιος Θεός είναι πού δημιουργεί και το Ένα και το άλλο. Χρησιμοποιεί ακόμη και την περίπτωση του κεραμοποιού, ο οποίος είναι δυνατόν, όταν κατασκευάζει από τον πηλό ωραία αντικείμενα, μετά από μια διαδικασία, να εισέρχεται κάποιος στο εργαστήριο του και να τα καταστρέφει. Ό καλός κεραμεύς όμως αν θέλει μπορεί να επανόρθωση αυτό πού συνέβη, κατασκευάζοντας πάλι τα ίδια αντικείμενα όχι κατώτερα από ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι ο κεραμοποιός, πού είναι τόσο μικρό κτίσμα της δυνάμεως του Θεού, μπορεί να κάνη κάτι τέτοιο και δεν πιστεύουμε ότι ο Θεός μπορεί να ανακαινίσει τον νεκρό.
Ό Απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί την εικόνα του σπόρου του σιταριού πού πέφτει στην γη και πεθαίνει και από εκεί φυτρώνει ένα μεγάλο σιτάρι. Ό άγιος Γρηγόριος προσαρμόζει θαυμάσια αυτήν την εικόνα. Αφού αναλύει διεξοδικά τι γίνεται από εκείνο τον μικρό σπόρο σίτου και πόσα μυστήρια κρύπτει μέσα του, λέγει ότι είναι θαυμαστό πώς ένας ξηρός κόκκος σίτου όταν σαπίζει θαυματουργεί, αφού μόνος του πέφτει στην γη και φυτρώνει πλήθος. Ή ανακαίνιση του ανθρώπου είναι ευκολότερη από την ανακαίνιση του σιταριού. Ό άνθρωπος με την ανάσταση του δεν λαμβάνει τίποτε περισσότερο από εκείνο πού είχε15.
Οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούν πολλές εικόνες από την φύση και τις παρουσιάζουν στο ποίμνιο τους. Αυτό το βλέπουμε σε πολλές ομιλίες τους, και στην ομιλία του αγίου Γρηγορίου πού εξετάζουμε στο σημείο αυτό. Για να δείξει ότι είναι δυνατή η ανάσταση των νεκρών, αναλύει πολύ ωραία, ρεαλιστικά και παραστατικά, με ζωηρά χρώματα και λογοτεχνικό ταλέντο, πώς τα δένδρα κατά την διάρκεια του χειμώνας είναι ξερά και με την έναρξη της ανοίξεως ανθοφορούν και γίνονται χώρος, όπου συγκεντρώνονται τα πουλιά, πού ευχαριστούν τον άνθρωπο. Ακόμη και τα ερπετά και τα φίδια κρύβονται κατά την χειμερινή νάρκη στην γη, και μόλις έλθει ο κατάλληλος καιρός και ακουσθεί μια βροντή πού αντηχεί σαν σύνθημα ζωής, τότε αναπηδούν και εκτελούν τις εργασίες τους. Όπως τα φίδια ξυπνούν από την νάρκη τους με την ακοή αυτής της βροντής της ζωής, το ίδιο και τα νεκρά σώματα των ανθρώπων θα δεχθούν τις ψυχές και θα αναστηθούν, όταν θα ακουσθεί η σάλπιγγα του Θεού. Κάνει μια θαυμάσια περιγραφή του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι τον θάνατο του. Παρατηρεί ότι η ζωή των ανθρώπων, όπως και των ζώων, υφίσταται την αλλοίωση και την μεταβολή. Ό άνθρωπος, μετά την γέννηση του, διαδοχικά αυξάνεται, αποκτά διάφορες λειτουργίες, και καθώς μεγαλώνει και φθάνει στο τέρμα της ζωής του γίνεται πάλι βρέφος πού ψελλίζει, ανοητεύει και έρπει με τα χέρια και τα πόδια, όπως στην αρχή της ζωής του. Όλα αυτά δείχνουν ότι και προ του θανάτου ο άνθρωπος δέχεται μεταβολές επί μεταβολών, αλλοιώσεις και ανακαινίσεις16. Αυτό, φυσικά, θα γίνει και κατά την ανάσταση. Εφ' όσον το φθαρτό φθείρεται με τον νόμο της φθοράς, πολύ περισσότερο θα ανακαινισθεί με την δύναμη και την ενέργεια του Θεού. Αλλά και ο ύπνος, πού είναι αναγκαίος για την καθημερινή μας ξεκούραση, καθώς επίσης και η έγερσή μας από τον ύπνο, δείχνουν το μυστήριο της αναστάσεως των νεκρών. Άλλωστε, ο ύπνος είναι εικόνα του θανάτου και η εγρήγορση είναι εικόνα της αναστάσεως. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει τον ύπνο αδελφό του θανάτου, γιατί ο άνθρωπος τότε μοιάζει σαν νεκρός, αναίσθητος. Δεν αναγνωρίζει φίλους και εχθρούς, δεν παρατηρεί όσους βρίσκονται γύρω του, γι' αυτό και μπορεί κανείς εύκολα να βλάψει τους κοιμισμένους. Όταν ξυπνά ο άνθρωπος ανακτά βαθμιαία τις δυνάμεις του και φαίνεται σαν να έχει ζωντανεύσει. Αν στον άνθρωπο γίνονται αλλοιώσεις και εκστάσεις, κατά την διάρκεια της ημέρας και της νύκτας, είναι πολύ ανόητο και φιλόνικο να μην πιστεύουμε στον Θεό πού επαγγέλλεται «τον έσχατον ανακαινισμόν»17.
Από όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι είναι πολύ φυσικό γεγονός η ανάσταση των σωμάτων. Όπως θεωρούμε φυσικό γεγονός την γέννηση του ανθρώπου, τις εναλλαγές στην φύση, την αύξηση των φυτών και, γενικά, όπως θεωρούμε φυσικά όλα τα γεγονότα πού συμβαίνουν στην φύση, άλλο τόσο φυσικό πρέπει να θεωρήσουμε την ανακαίνιση και αναδημιουργία του ανθρώπου, την ανάσταση των σωμάτων. Γιατί ο Θεός πού έκανε τα πρώτα, μπορεί να κάνη και τα έσχατα.
Τ ρ ί τ ο ν. Το σώμα μετά την έξοδο της ψυχής από αυτό δεν καταστρέφεται ολοσχερώς. Διαλύεται μεν «εις τα εξ ων συνετέθη», αφού αποτελείται από τέσσερα στοιχεία, το νερό, τον αέρα, το πυρ και την γη, αλλά όμως δεν εξαφανίζεται. Σε άλλο κεφάλαιο είδαμε τις απόψεις του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ότι η ψυχή, καίτοι χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις όμως θυμάται τα στοιχεία και τα μέλη του σώματος της, εφάπτεται με αυτά και στον κατάλληλο καιρό, με την δύναμη του Θεού, θα τα συγκέντρωση και θα αποτελεστεί το πνευματικό σώμα. Αυτό δείχνει ότι, παρά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα, δεν καταργείται η υπόσταση. Στην ομιλία αυτή πού μελετάμε, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγει ότι το σώμα δεν αφανίζεται ολοσχερώς αλλά διαλύεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελέσθηκε, «και εστίν εν ύδατι και αέρι και γη και πυρί». Το ότι παραμένουν τα πρωτότυπα στοιχεία και προσχωρούν σε αυτά όσα προέρχονται από εκείνα, μετά την διάλυση του σώματος, δείχνει ότι μέσα στα γενικά σώζονται και τα επί μέρους. Και όταν ακόμη τα τέσσερα αυτά στοιχεία, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωπος, προσχωρήσουν στα πρωτότυπα τους, και πάλι, σωζόμενα τα πρωτότυπα, σώζονται και τα ειδικά, τα επί μέρους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι όλος ό κόσμος έγινε από το μηδέν, από μη υπάρχουσα ύλη. Αν στον Θεό είναι εύκολο να ξαναδημιουργήσει κάτι από το μηδέν, είναι ευκολότερο να δημιουργήσει από τα υπάρχοντα στοιχεία. Έτσι, αφού υπάρχουν αυτά τα πρωτότυπα, είναι δυνατόν στον Θεό να κατασκευάσει πάλι τον άνθρωπο18.
Τ ε τ α ρ τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την ανάσταση των σωμάτων χρησιμοποιεί και παραδείγματα από τις απόψεις των ανθρώπων της εποχής του. Πολλοί θεωρούσαν και θεωρούν πολύ φυσικό να μεταβαίνουν τα γνωρίσματα των σωμάτων πού σάπισαν, στους απογόνους τους, και ακόμη γνωρίσματα ξένων σωμάτων να μεταδίδωνται σε άλλα σώματα, και όμως δεν πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να ανανεωθούν τα ίδια γνωρίσματα σε αυτούς πού τα είχαν κάποτε δικά τους. Θα παραθέσω τον λόγο του άγιου Γρηγορίου Νύσσης, γιατί είναι άξιος παρατηρήσεως. Λέγει ότι είναι ακατανόητο «...τα δε ίδια και εξαίρετα περί αυτών των ποτέ κεκτημένων ανανεούσθαι και αναβιώσκεσθαι μη συνομολογείν»19. Παρατηρώντας αυτό το χωρίο, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι κατά την ανάσταση των σωμάτων οι άνθρωποι θα παραλάβουν το δικό τους σώμα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά όμως μεταμορφωμένα. Αφού το σώμα θα αναστηθεί «εν δυνάμει και αφθαρσία» σημαίνει ότι δεν θα έχει επάνω του τα στίγματα της φθοράς, της θνητότητας και της ασθενείας. Φυσικά, περισσότερες λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε πάνω σε αυτό το θέμα. αλλά νομίζω όσα παρατέθηκαν είναι πολύ εκφραστικά.
Π έ μ π τ ο ν. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης όμως, επιμένει πολύ ότι είναι αναγκαία η ανάσταση των νεκρών και για την καλή διαβιωοη των ανθρώπων. Γιατί, αν ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής, τότε ο φονιάς, ο μοιχός, ο πλεονέκτης, ο επίορκος, ο ψεύτης, ο άσπλαχνος θα γίνονται χειρότεροι, θα αυξάνονται στην κακία. Αν δεν υπάρχει ανάσταση, δεν υπάρχει κρίση. Αν δεν υπάρχει κρίση, τότε χάνεται και ό φόβος του Θεού και, φυσικά, όπου δεν σωφρονίζει ο φόβος, «εκεί χορεύει μετά της αμαρτίας ο διάβολος»20.
Έτσι, όταν η Εκκλησία μιλάει για την μέλλουσα ζωή και το δικαστήριο, αυξάνει στους ανθρώπους τον φόβο του Θεού. Αυτός ο φόβος εξανθρωπίζει περισσότερο την ζωή. Γι' αυτό, η διδασκαλία περί του θανάτου και της αναστάσεως των σωμάτων κάνει τον άνθρωπο κοινωνικό στοιχείο. Όποιος εκδιώκει τον φόβο, αυτός γίνεται υποχείριος των δαιμόνων, παίγνιο όλων των παθών. Το συμπέρασμα είναι ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Αυτό μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, αυτό μας απεκάλυψε ο Θεός, αυτό επιβεβαιώνουν οι άγιοι με την ζωή και την διδασκαλία τους, αυτό μαρτυρεί και η ανθρώπινη πείρα. Γι' αυτό και στεκόμαστε με σεβασμό στο ανθρώπινο σώμα. Το σεβόμαστε, το αγαπούμε, αγωνιζόμαστε να καθαριστούμε από τις αμαρτίες, ώστε και αυτό να δοξαστεί. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ησυχασμός των λεγομένων νηπτικών Πατέρων απέβλεπε και στο σώμα, το όποιο τιμούμε πολύ. Αυτό παρατηρούμε στα έργα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ό σεβασμός στο ανθρώπινο σώμα εκδηλώνεται και στον ενταφιασμό του. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υιοθετείται η καύση ή η αποτέφρωση των σωμάτων, αλλά ο ενταφιασμός τους. Βέβαια, όπως είπαμε προηγουμένως, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, και όσων τα σώματα κάηκαν, θα αναστηθούν, αλλά αν ο άνθρωπος με την δική του θέληση επιθυμεί την καύση του σώματος του δείχνει ότι δεν πιστεύει στην ανάσταση του. Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, εκεί πού επικράτησε η καύση των σωμάτων, επικρατούσαν αντιλήψεις ότι το σώμα είναι φυλακή της ψυχής, πού πρέπει να αποβληθεί, για να ελευθερωθεί η ψυχή. Εμείς σεβόμαστε το σώμα. το ενταφιάζουμε και περιμένουμε την ανάσταση του. Οι άγιοι κοιμούνται με την νοσταλγία της αναστάσεως. Ομολογούν «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
8. 50 196. σελ. 178
9. Γρηγορίου Νύσσης έργα, 10 ΕΠΕ. σελ. 436
10. ένθ. άνωτ. σελ. 410-412
11. ένβ. άνωτ. σελ. 416
12. ένθ. άνωτ. σελ. 416-418
13. ενθ. άνωτ. σελ. 420-422
14. ένθ. άνωτ. σελ. 422-424
15. ενβ. άνωτ. σελ. 424-426
16. ένθ. άνωτ. σελ. 428-430
17. ένθ. άνωτ. σελ. 430-432
18. ένθ. άνωτ. σελ. 432
19. ένθ. άνωτ. σελ. 442
20. ένθ. άνωτ. σελ. 434