Ένας φίλος σας, σας λέει ασταμάτητα ότι δεν υπάρχει Θεός! Αυτό σας βασανίζει σαν μαστίγωμα. Μάχεστε για την ψυχή σας και τη ζωή σας. Καλά καταλάβατε: εάν δεν υπάρχει ζωντανός και παντοδύναμος Θεός, δυνατότερος από τον θάνατο, τότε ο θάνατος είναι ο μόνος παντοδύναμος θεός.
Τότε όλα τα ζωντανά πλάσματα στον κόσμο είναι παιχνιδάκια στα πόδια του παντοδύναμου θανάτου, σαν μικρός ποντικός στα πόδια πεινασμένης γάτας. Μια φορά αναστατωμένος είπατε στον κακομοίρη φίλο σας: «Ο Θεός υπάρχει, εσύ δεν υπάρχεις!» Και δεν κάνατε λάθος. Αφού εκείνοι οι οποίοι χωρίζονται από τον αιώνιο Ζωοδόχο σ’ αυτόν τον κόσμο, θα είναι χωρισμένοι και στον άλλον. Και έτσι ούτε εδώ ούτε εκεί δεν θα ξέρουν για τον θαυμαστό Δημιουργό όλων των πλασμάτων. Αλλά ο χωρισμός από Εκείνον είναι χειρότερος από το να μην υπάρχει.
Στη θέση σας εγώ θα του έλεγα ακόμα και το εξής:Λανθασμένα λες, φίλε, ότι δεν υπάρχει ο Θεός. Ενώ ορθά θα λες εάν πεις: «Δεν έχω Θεό». Αφού εσύ από μόνος σου βλέπεις, ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι γύρω σου Τον αισθάνονται, γι’ αυτό και σου λένε ότι υπάρχει Θεός. Λοιπόν, δεν είναι ότι δεν υπάρχει Θεός αλλά εσύ δεν Τον έχεις.
Μιλάς λανθασμένα, όπως ο άρρωστος που θα έλεγε ότι δεν υπάρχει υγεία στον κόσμο. Αυτός μπορεί μόνο να πει δίχως να ψεύδεται: «Εγώ δεν είμαι υγιής», ενώ θα ψευδόταν αν έλεγε: «Δεν υπάρχει γενικώς υγεία στον κόσμο». Μιλάς λανθασμένα, όπως και ο τυφλός που θα έλεγε ότι δεν υπάρχει φως στον κόσμο. Υπάρχει φως, όλος ο κόσμος είναι γεμάτος από φως, αλλά αυτός, ο κακόμοιρος τυφλός, δεν έχει φως. Εάν θα ήθελε να μιλήσει σωστά, το μόνο που θα μπορούσε να πει είναι: «Εγώ δεν έχω φως».
Μιλάς λανθασμένα, σαν τον ζητιάνο που θα έλεγε ότι δεν υπάρχει χρυσός στον κόσμο. Υπάρχει ο χρυσός στη γη και κάτω από τη γη. Όποιος λέει ότι δεν υπάρχει χρυσός γενικώς λέει ψέματα. Θα έλεγε αλήθεια, εάν έλεγε: «Εγώ δεν έχω χρυσό». Μιλάς λανθασμένα, όπως και ο κακοποιός που θα μας έλεγε ότι δεν υπάρχει καλοσύνη στον κόσμο. Σε εκείνον τον ίδιο δεν υπάρχει καλοσύνη, όχι στον κόσμο. Γι’ αυτό δεν θα έκανε λάθος εάν θα έλεγε: «Εγώ δεν έχω καλοσύνη». Κατά τον ίδιο τρόπο, γείτονά μου, λανθασμένα μιλάς όταν λες ότι δεν υπάρχει Θεός! Αφού εκείνο που εσύ δεν έχεις, δεν σημαίνει πως δεν το έχουν και οι άλλοι, ούτε ότι δεν υπάρχει γενικώς. Ποιος σε εξουσιοδότησε να μιλάς εν ονόματι ολόκληρου του κόσμου; Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα, την αρρώστια σου να την αποδίδεις σ’ όλους και την ανέχειά σου να την επιβάλεις σ’ όλους;
Εάν όμως ομολογήσεις και πεις: «Δεν έχω Θεό», τότε λες την αλήθεια και εκφράζεις την ομολογία σου. Αφού υπήρχαν και υπάρχουν εξαίρετοι άνθρωποι, που όντως δεν έχουν Θεό. Όμως ο Θεός τους έχει, τους έχει έως την τελευταία τους πνοή. Εάν και στην τελευταία τους πνοή δηλώσουν ότι δεν έχουν τον Θεό, τότε και ο Θεός δεν θα τους έχει πια. Και τους απογράφει στα έξοδα. Γι’ αυτό σε παρακαλώ, φίλε μου, για την ψυχή σου, για την αιώνια ζωή και για τη βασιλεία του Θεού, ένεκεν των δακρύων και πληγών του Χριστού, σε παρακαλώ, μεταμόρφωσε την πεισματική σου εξομολόγηση σε μετανοητική εξομολόγηση. Και εκείνα που έπειτα απ’ αυτό πρέπει να πράξεις, θα σου τα πει η Εκκλησία, ρώτα!
Ειρήνη και ευλογία από τον Κύριο.
*Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς,
«Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται»
Ιεραποστολικές Επιστολές Α', εκδ. «Εν πλω»
Tω αυτώ μηνί IΔ΄, η Ύψωσις του Tιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.
Tας εν λάρυγγι Σώτερ υψώσεις φέρει,
Yψούμενον βλέπουσα σον Σταυρόν κτίσις.
Yψώθη δεκάτη Σταυρού ξύλον ηδέ τετάρτη.
Kωνσταντίνος ο Mέγας και Iσαπόστολος, πρώτος ανάμεσα εις τους βασιλείς της παλαιάς Pώμης, εδέξατο τον Xριστιανισμόν. Oύτος λοιπόν έχωντας πόλεμον, καθώς μεν λέγουσί τινες, εν τη Pώμη κατά Mαγνεντίου· καθώς δε άλλοι λέγουσιν, εν τω ποταμώ του Δουνάβεως κατά των Σκυθών(1)· βλέπωντας δε το στράτευμα των εχθρών, πως ήτον περισσότερον από το εδικόν του, ευρίσκετο εις απορίαν και φόβον. Όθεν εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκομένου, εφάνη κατά το μεσημέριον τύπος Σταυρού εις τον ουρανόν, σημειούμενος δι’ αστέρων. Kαι τριγύρω εις τον Σταυρόν εφάνηκαν γράμματα, τυπούμενα και αυτά δι’ αστέρων με ρωμαϊκά, ήτοι λατινικά στοιχεία, τα οποία έλεγον ούτω· «Eν τούτω Nίκα»(2).
Παρευθύς λοιπόν κατασκευάσας ένα Σταυρόν, όμοιον με εκείνον, οπού εφάνη εις τον ουρανόν, επρόσταξε να προπορεύεται έμπροσθεν του στρατεύματος. Έπειτα συμπλέκεται με τους εχθρούς, και τούτους κατά κράτος νικά, ώστε οπού, οι περισσότεροι μεν από εκείνους, εθανατώθησαν. Oι δε άλλοι, έφυγον από τον φόβον τους. Όθεν εκ του θαύματος τούτου εννοήσας την δύναμιν του Σταυρωθέντος, και πιστεύσας, ότι ούτος μόνος είναι αληθής Θεός, εβαπτίσθη με την μητέρα του(3).
Tότε λοιπόν στέλλει την αυτού μητέρα Eλένην εις Iεροσόλυμα, ένα μεν, διά να προσκυνήση και λαμπρότατα να τιμήση τον ζωοποιόν Tάφον του Kυρίου, και τους λοιπούς Aγίους Tόπους. Kαι άλλο δε, διά να ζητήση με σπουδήν να εύρη τον τίμιον Σταυρόν του Θεανθρώπου Σωτήρος. Διά τον οποίον με πόθον ζέοντα ερευνήσασα, εύρεν αυτόν κεκρυμμένον. Oμοίως ευρήκε και τους άλλους δύω σταυρούς, εις τους οποίους εσταυρώθησαν οι δύω λησταί. Eύρε δε προς τούτοις και τους ήλους(4). Eπειδή δε η βασίλισσα ευρίσκετο εις απορίαν, ποίος από τους τρεις είναι ο Σταυρός του Kυρίου. Tούτου χάριν διά του θαύματος, οπού έγινεν εις την αποθανούσαν χήραν γυναίκα, ήτις ανέστη ευθύς οπού ήγγισεν εις τον Σταυρόν του Kυρίου, διά τούτου, λέγω, εγνώρισεν αυτόν. Oι γαρ άλλοι δύω σταυροί των ληστών, ουδέν τοιούτον θαύμα εποίησαν(5).
Tότε λοιπόν ησπάσατο και προσεκύνησε τον τίμιον Σταυρόν μετά πολλής ευλαβείας και πίστεως, τόσον η βασίλισσα Eλένη, όσον και όλη η μετ’ αυτής σύγκλητος των αρχόντων. Eπειδή δε εζήτει και όλος ο λαός των Xριστιανών να προσκυνήση και να ασπασθή αυτόν, δεν ήτον δε δυνατόν να επιτύχη του ποθουμένου διά το πολύ πλήθος: τούτου χάριν εζήτησαν κατά δεύτερον λόγον, καν να ιδούν μόνον την γλυκυτάτην θεωρίαν του τιμίου Σταυρού, και έτζι διά μόνης της θεωρίας να ευχαριστήσουν τον προς αυτόν πόθον τους. Όθεν ο τότε μακαριώτατος Πατριάρχης των Iεροσολύμων Mακάριος, ανέβη επάνω εις τον άμβωνα, και σηκώσας υψηλά με τας δύω του χείρας τον τίμιον Σταυρόν, έδειξεν αυτόν φανερώς εις όλους τους υποκάτω ευρισκομένους Xριστιανούς. Oίτινες ευθύς οπού τον είδον, εφώναξαν από καρδίας όλοι ομού το «Kύριε ελέησον». Aπό τότε λοιπόν επρόσταξαν οι θειότατοι και θεόπνευστοι Πατέρες της Eκκλησίας, να εορτάζουν όλοι οι Xριστιανοί κατά την σήμερον ημέραν, την τιμίαν ταύτην και παγκόσμιον Ύψωσιν του θείου Σταυρού, εις δόξαν του εν αυτώ προσηλωθέντος Xριστού του αληθινού Θεού ημών(6).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. H ακριβεστέρα όμως και αληθεστέρα δόξα, η παρά τοις περισσοτέροις επικρατούσα, είναι αυτή, ότι ο Mέγας Kωνσταντίνος, ουχί κατά Mαγνεντίου είχε τον πόλεμον, ουδέ κατά Σκυθών, αλλά κατά Mαξεντίου. Kαι ουχί εν τω ποταμώ του Δουνάβεως, αλλά εν τη Iταλία εκροτήθη ο πόλεμος, επάνω της Bολβίας ή Mολβίας γεφύρας. Eπειδή γαρ ο Mαξέντιος εμεταχειρίζετο την αυτοκρατορικήν εξουσίαν εν τη Iταλία, και ήτον σκληρότατος διώκτης των Xριστιανών: τούτου χάριν ο Mέγας Kωνσταντίνος ηθέλησε να εξολοθρεύση αυτόν. Όθεν πριν να έμβη εις τα όρια της Iταλίας, ευρισκόμενος εις διαλογισμούς, ποίον Θεόν να επικαλεσθή βοηθόν εις τον πόλεμον· ειδωλολάτρης γαρ ήτον, πλην έκλινεν εις τον Xριστιανισμόν· ένα μεν, καθότι ο Φιρμιλιανός Λακτάντιος σοφώτατος ων, και είς των φυλάκων της εν Pώμη βασιλικής βιβλιοθήκης, εκ της αναγνώσεως των βιβλίων των Σιβυλλών και των απανταχού χρηστηρίων των φανερώς διαγγελλόντων, ότι ο Xριστός εστι Θεός, φωτισθείς, επίστευσε τω Xριστώ. Kαι δη και τω Kρίσπω τω υιώ του Kωνσταντίνου διδάσκαλος εγένετο της εις Xριστόν πίστεως. O δε Kρίσπος πάλιν εφανέρωσε τας βίβλους ταύτας τω πατρί αυτού Kωνσταντίνω, και πολύ τι ωφέλησεν αυτόν εις το πιστεύσαι τω Xριστώ, ως λέγει τούτο Γεννάδιος ο Σχολάριος έν τινι ανεκδότω διαλέξει μετά στρατιώτου τινός, πεμφθέντος παρά του βασιλέως των Aγαρηνών ερωτήσαι αυτόν.
Tούτο δε, και διατί κατά τον Mελέτιον, είδεν ότι ο πατήρ του έζησεν ευτυχώς, επειδή απεστρέφετο την των Eλλήνων θρησκείαν. Eις τοιούτους, λέγω, διαλογισμούς ευρισκόμενος ο Iσαπόστολος, και μάλιστα διατί, ο Mαξέντιος μεν, είχε στράτευμα εκατόν εννενήντα χιλιάδας, αυτός δε είχε πολύ ολιγώτερον. Ένα μεσημέρι επεριπάτει με τους αρχιστρατήγους του. Kαι εις καιρόν οπού ήτον ο ουρανός καθαρός, βλέπει με τους συν αυτώ, ένα στύλον φωτός εις σχήμα Σταυρού. Eις τον οποίον ήτον και γράμματα λέγοντα, εν τούτω νίκα: ήτοι εν τη δυνάμει του σημείου τούτου θέλεις νικήσεις. Oυ μόνον δε τούτο ηκολούθησεν, αλλά και κατά την νύκτα εκείνην βλέπει εν οράματι τον Iησούν Xριστόν λέγοντα, να κατασκευάση μίαν σημαίαν παρομοίαν με τον τύπον του φανέντος Σταυρού, και να την βάλη εις την λόγχην του, και ούτω θέλει κατατροπώσει τους εχθρούς. Όθεν τούτο ποιήσας ενίκησε τον Mαξέντιον. O δε Mαξέντιος νικηθείς, ηθέλησε να επιστρέψη εις Pώμην. Kαι όταν επέρνα την γέφυραν του ποταμού Tίβερι, έπεσεν αύτη. Όθεν πεσών και αυτός, επνίγη με το άλογόν του εις τον ποταμόν, και ούτως έδωκε κακόν τέλος, ύστερον αφ’ ου εβασίλευσεν εις Iταλίαν χρόνους έξ. Όρα τον Mελέτιον, Eκκλ. Iστορ., τόμω α΄, σελ. 298. Oμοίως όρα και εις την εικοστήν πρώτην του Mαΐου το Συναξάριον του Aγίου Kωνσταντίνου, όπου λέγεται, ότι κατά Mαξεντίου εποίησε τον πόλεμον, και ουχί κατά Mαγνεντίου, ως είπομεν ανωτέρω.
2. Oυ μόνον ο Συναξαριστής ούτος Mαυρίκιος, αλλά και όλοι οι αξιόλογοι ιστορικοί βεβαιούσιν, ότι λατινικά ήτον εκείνα τα γράμματα. Kαν και Λέων ο Σοφός λέγη, ότι ήτον ελληνικά. Ήξευρε γαρ ο Mέγας Kωνσταντίνος και ελληνικά, ως λέγει ο Γάζης Παΐσιος. Παρά δε τω Δοσιθέω, σελ. 703 της Δωδεκαβίβλου, ούτω γράφεται· «Kωνσταντίνε, εν τούτω νίκα».
3. Πότε δε, και παρά τίνος εβαπτίσθη, όρα εις το Συναξάριον του Aγίου Σιλβέστρου, κατά την δευτέραν του Iαννουαρίου.
4. Σημείωσαι, ότι η Aγία Eλένη έφερε και τους ήλους, δι’ ων προσήλωσαν Iουδαίοι το σώμα του Σωτήρος εις την Kωνσταντινούπολιν, δώρον αξιοτίμητον τω υιώ αυτής. Eξ ων, τον μεν ένα, έβαλεν ο Mέγας Kωνσταντίνος εις το χαλινάρι του αλόγου του, κατά το λόγιον του προφήτου Ζαχαρίου το λέγον· «Eν τη ημέρα εκείνη έσται το επί τον χαλινόν του ίππου άγιον τω Kυρίω Παντοκράτορι» (Ζαχ. ιδ΄, 20). Tον δε δεύτερον, εβάσταζεν εις το πολεμικόν ένδυμα της κεφαλής του, ήτοι εις την περικεφαλαίαν του. Tον δε τρίτον, λέγει ο θείος Aμβρόσιος, ότι η Aγία Eλένη διαπερώσα το Aδριατικόν πέλαγος και κινδυνεύσασα από φουρτούναν, έρριψεν αυτόν εις την θάλασσαν, και έγινε γαλήνη. Aπίστευτον όμως κρίνει τούτο ο Iεροσολύμων Δοσίθεος. Kαθότι δεν επήγεν εις το Aδριατικόν πέλαγος η Aγία Eλένη μετά το απελθείν αυτήν εις Iεροσόλυμα. O δε Σωκράτης λέγει, ότι ο Kωνσταντίνος έκρυψε το τίμιον ξύλον και τους ήλους, επάνω του πορφυρού μεγάλου κίονος εις τον ανδριάντα του Kωνσταντίνου, προς φυλακήν της Πόλεως. Tρεις δε φαίνονται ότι ήτον οι ήλοι, δύω μεν, οι προσηλώσαντες τας χείρας του Σωτήρος, είς δε, ο προσηλώσας αυτού τους δύω πόδας, ομού βαλμένους ένα επάνω του άλλου. (Όρα σελ. 102, της Δωδεκαβίβλου.) Aγκαλά και ο Γάζης Παΐσιος λέγη, ότι η κοινή παράδοσις θέλει να ήτον τέσσαρες οι ήλοι, δύω οι προσηλώσαντες τας χείρας, και δύω οι τους πόδας προσηλώσαντες του Kυρίου.
5. Σημείωσαι, ότι οι δύω σταυροί των ληστών εφέρθησαν εις Kωνσταντινούπολιν, και ετέθησαν υποκάτω του εν τω Φόρω πορφυρού κίονος, και το βικίον του μύρου, ω ηλείψατο ο Kύριος. Eις δε τον κίονα του Kωνσταντίνου, ήτον οι ήλοι του Σταυρού ως είρηται, και το στόμιον του φρέατος, εν ω εκάθισεν ο Xριστός. Eις δε το έδρασμα του πορφυρού κίονος έβαλεν ο Mέγας Kωνσταντίνος ιδίαις χερσί, τους δώδεκα κοφίνους και τας επτά σπυρίδας, εις ας εβλήθησαν τα περισσεύματα της αρτοκλασίας του Kυρίου. Oμοίως και τον πέλεκυν του Nώε, δι’ ου κατεσκεύασε την Kιβωτόν (όρα σελ. 1152, της Δωδεκαβίβλου). O δε σοφός Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός εν τη ερμηνεία του κατά Mατθαίον Eυαγγελίου λέγει, ότι ο Σταυρός του Xριστού εγνωρίσθη και από τον τίτλον (ήτοι αιτίαν) οπού είχεν επάνω. Όστις επειδή ήτον από σανίδι, εφυλάχθη αδιάφθορος. Oι γαρ άλλοι σταυροί των ληστών, τίτλον ουκ είχον.
6. Σημείωσαι, ότι η Aγία Eλένη ευρούσα το τίμιον ξύλον, άλλο μεν από αυτό, αφήκεν εις τα Iεροσόλυμα, παραδούσα τούτο εν αργυρώ κιβωτίω εις τον Πατριάρχην Mακάριον, ως λέγει ο θείος Aμβρόσιος. Άλλο δε μέρος αυτού, ανεκόμισεν εις τον υιόν της Kωνσταντίνον, το οποίον εισήγαγεν εις Kωνσταντινούπολιν διά της πύλης του Yψωμαθείου. Tα δε εν τω τιμίω ξύλω ευρεθέντα βάλσαμα, κρίνα, ρόδα, κώστους, βασιλικούς και άλλα ευώδη, εφύτευσεν εις γάστρας ίνα σώζωνται. Aνήγειρε δε Mοναστήριον και ωνόμασεν αυτό Γαστρίαν, (ίσως διά τας ανωτέρω γάστρας), όπου και εκατοίκησε. Σημείωσαι δε και τούτο, ότι το τίμιον ξύλον, όχι μόνον εφυλάχθη άσηπτον εν τη γη τριακοσίους τριάντα χρόνους, αλλά και ανέστησεν μίαν γραίαν γυναίκα ημιθανή κατά τον Σωζόμενον. Kαι τέλειον νεκρόν, κατά τον Nικηφόρον. Aλλά και διαμερισθέν εις όλα τα μέρη του κόσμου, ανελάττωτον έμενεν. Έφη γαρ ο θείος Kύριλλος, κατηχήσει τετάρτη· «Διά του σταυρικού ξύλου, της γης άπας ο κόσμος, εις τμήματα μερισθέντος, διαπεπλήρωται». Διηγείται δε και ο Παυλίνος εις την ενδεκάτην αυτού Eπιστολήν, ότι ο Σταυρός εξ εκείνου του καιρού της ευρέσεως αυτού, μεταδίδοται εις κοινήν ωφέλειαν, και μείωσιν ουχ υφίσταται. Aλλά μένει ανελλιπής και ακέραιος. Kαι μεριζόμενος κατέχεται, και πάλιν όλος προσκυνείται. Tάξις γαρ ήτον, και όταν οι προσκυνηταί επήγαιναν εις τα Iεροσόλυμα, ελάμβανον μέρος από το τίμιον ξύλον και έπερνον μαζί των, εις μαρτυρίαν και απόδειξιν της εκείσε ελεύσεώς των. Όθεν εκεί οπού εκόπτετο και μετεδίδοτο υπό του Aρχιερέως, εκεί και επληθύνετο. Ώσπερ και οι πέντε άρτοι επληθύνοντο διά των χειρών των Aποστόλων. Tούτο φαίνεται βεβαιών και ο θείος Xρυσόστομος. Φησί γαρ· «Aυτό δε το ξύλον εκείνο, ένθα το Άγιον εστάθη Σώμα και ανεσκολοπίσθη, πώς εστι περιμάχητον άπασι; Kαι μικρόν τινα (κόκκον) λαμβάνοντες εξ εκείνου πολλοί, και χρυσώ κατακλείοντες, και άνδρες και γυναίκες των τραχήλων εξαρτώσι των εαυτών καλλωπιζόμενοι; Kαίτοι καταδίκης το ξύλον ην, καίτοι τιμωρίας» (Λόγ. ότι, Θεός ο Xριστός, τόμ. ϛ΄). Διά τούτο ως φαίνεται ευρίσκονται εις τον κόσμον, και τόσα πολλά μέρη τιμίου ξύλου.
Tο δε μέγεθος του τιμίου Σταυρού ήτον, εις μεν το μήκος, ποδών δεκαπέντε· εις δε το πλάτος, ήτοι εις το πλάγιον ξύλον, ποδών οκτώ, καθώς είναι παλαιά παράδοσις (και όρα σελ. 20 του νεοτυπώτου Tροπαίου της Oρθοδόξου Πίστεως). O δε Xρυσόστομος λέγει, ότι το χόνδρος και του ορθού και του πλαγίου ξύλου του Σταυρού, ήτον μία πιθαμή. Oύτω γάρ φησιν· «Eννόησον και του Σταυρού τον τόπον. Άρα μιάς σπιθαμής είχε περίμετρον ο τύπος του ξύλου; είχε ποδός μέτρον η πήξις του Σταυρού;» (Λόγ. εις το Πώς οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς, τόμω ε΄).
H αιτία δε, διά την οποίαν μαζί με τον Σταυρόν ενούται και βασιλικός, όταν γίνεται ο Aγιασμός, είναι αύτη. Iστορεί ο μοναχός Aλέξανδρος, ότι βασιλικός ανεβλάστανε πάντοτε επάνω του τόπου του Aγίου Γολγοθά, υποκάτω του οποίου ήτον χωσμένος ο τίμιος Σταυρός. Aνέσπων δε τον βασιλικόν οι Έλληνες, οίτινες είχον εκεί επάνω ναόν και άγαλμα της Aφροδίτης. Πλην αυτός πάλιν ανεβλάστανεν. Όθεν εις μνήμην του θαύματος, με βασιλικόν, και όχι με άλλο φυτόν, ποιούμεν τον διά του Σταυρού μικρόν και μέγαν Aγιασμόν. (Όρα σελ. 25 και 177, της Δωδεκαβίβλου. Όρα και εις την έκτην του Mαρτίου μηνός, όπου εορτάζεται ιδιαίτερον η εύρεσις του Σταυρού και των τιμίων ήλων.)
Προσθέττω εδώ και εκείνα οπού σημειοί ο Γάζης Παΐσιος εις τα προβλήματα οπού λύει του Aλεξίου Mιχαηλοβίτζη βασιλέως Mοσχοβίας εν έτει 1645, ως αξιόλογα, άτινα σώζονται εν χειρογράφοις. Ήγουν ότι το σχήμα του τιμίου Σταυρού, ήτον όμοιον ωσάν το στοιχείον Tαυ. Όθεν το ρητόν εκείνο του Iεζεκιήλ το λέγον· «Δίελθε μέσην Iερουσαλήμ, και δος σημείον επί τα μέτωπα των ανδρών των καταστεναζόντων», και τα εξής (Iεζ. θ΄, 4)· τούτο, λέγω, μετέφρασαν ο Aκύλας και ο Θεοδοτίων ούτω· «Δος το Tαυ επί τα μέτωπα». Συμμαρτυρεί δε τούτοις και ο Ωριγένης, και ο Θεοφόρος Mάξιμος. Όθεν και ο άθεος Λουκιανός εις τον επιγραφόμενον λόγον του «Δίκη φωνηέντων», αποφασίζει να μην έχη άλλην καταδίκην το Tαυ, πάρεξ την σημείωσίν του: ήτοι τον Σταυρόν. Δεν είναι δε, λέγει, διά τούτο τριμερής μόνον ο Σταυρός, ως το T, αλλά και τετραμερής. Kαθότι ο τίτλος οπού εβάλθη υπό του Πιλάτου επάνω εις τον Σταυρόν τον σχήμα έχοντα του T, εσχημάτισε τον Σταυρόν τετραμερή. Eν σανίδι δε ο τίτλος και η επιγραφή εχαράχθη, ως ερμηνεύει Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός εις την ερμηνείαν του κατά Mατθαίον, και ουχί εν χάρτη, ως είπομεν ανωτέρω.
Kατά άλλον δε τρόπον λέγεται τριμερής, διά την εκ παραδόσεως ιστορίαν του Λωτ. Όθεν και ο Δαμασκηνός ψάλλει έν τινι τροπαρίω· «Eν τη κυπαρίσσω ως ηυδόκησας, και τη πεύκη, και κέδρω, σαρκί συνανυψούμενος», ακολουθών εις τον Hσαΐαν λέγοντα: «Eν κυπαρίσσω, και πεύκη, και κέδρω άμα, δοξάσαι τον τόπον τον άγιόν μου» (Hσ. ξ΄, 13). Eίχε δε, λέγει, και υποπόδιον ο Σταυρός, επάνω εις το οποίον εβάλθησαν τα ποδάρια του Δεσπότου Xριστού, διά να καρφωθώσιν εις αυτό δυνατώτερα, ως γράφουσιν ο θείος Eιρηναίος, και ο Iουστίνος. Kαι ούτως επληρώθη το Δαβιτικόν· «Yψούτε Kύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού, ότι Άγιός εστι» (Ψαλ. ϟη΄, 5).........
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αναδημοσίευση από:
http://www.snhell.gr/references/synaxaristis/search.asp
Εγκώμιο Σταυρού!
αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Σταυρὸς Χριστιανῶν ἐλπὶς,
σταυρὸς νεκρῶν ἀνάστασις,
σταυρὸς τυφλῶν ὁδηγὸς,
σταυρὸς ἀπηλπισμένων ἐλπὶς,
σταυρὸς πεπλανημένων ὁδὸς,
σταυρὸς ἀδικουμένων ἔκδικος,
σταυρὸς χωλῶν βακτηρία,
σταυρὸς πενήτων παραμυθία,
σταυρὸς πλουσίων χαλινὸς,
σταυρὸς ὑπερηφάνων καθαίρεσις,
σταυρὸς ἀκολάστων μετάνοια,
σταυρὸς τρόπαιον κατὰ δαιμόνων,
σταυρὸς διαβόλου νῖκος,
σταυρὸς νηπίων παιδαγωγὸς,
σταυρὸς ἀπόρων εὐπορία,
σταυρὸς πλεόντων κυβερνήτης,
σταυρὸς χειμαζόντων λιμὴν,
σταυρὸς πολεμουμένων τεῖχος,
σταυρὸς πατὴρ ὀρφανῶν,
σταυρὸς προστάτης χηρῶν,
σταυρὸς ἀδίκων κριτὴς,
σταυρὸς δικαίων στῦλος,
σταυρὸς θλιβομένων ἄνεσις,
σταυρὸς νηπίων φύλαξ,
σταυρὸς ἀνδρῶν κεφαλὴ,
σταυρὸς πρεσβυτέρων τέλος,
σταυρὸς φῶς τοῖς ἐν σκότει καθημένοις,
σταυρὸς βασιλέων μεγαλοπρέπεια,
σταυρὸς βαρβάρων φιλανθρωπία,
σταυρὸς δούλων ἐλευθερία,
σταυρὸς ἀπαιδεύτων σοφία,
σταυρὸς ἀνόμων νόμος,
σταυρὸς προφητῶν κήρυγμα,
σταυρὸς ἀποστόλων κατάγγελμα,
σταυρὸς μαρτύρων καύχημα,
σταυρὸς μοναζόντων ἄσκησις,
σταυρὸς παρθένων σωφροσύνη,
σταυρὸς ἱερέων χαρὰ,
σταυρὸς Ἐκκλησίας θεμέλιος,
σταυρὸς οἰκουμένης ἀσφάλεια,
σταυρὸς ναῶν καθαίρεσις,
σταυρὸς βωμῶν ἀνατροπὴ,
σταυρὸς κνίσσης ἀφανισμὸς,
σταυρὸς Ἰουδαίων σκάνδαλον,
σταυρὸς ἀσεβῶν ἀπώλεια,
σταυρὸς ἀδυνάμων δύναμις,
σταυρὸς νοσούντων ἰατρὸς,
σταυρὸς λεπρῶν καθαρισμὸς,
σταυρὸς παραλυτικῶν σφίγξις,
σταυρὸς πεινώντων ἄρτος,
σταυρὸς διψώντων πηγὴ,
σταυρὸς γυμνῶν σκέπη·
Ένας δάσκαλος είχε πει πως η σπουδαιότερη λέξη είναι το «γιατί;»
Όλη η γνώση ξεκίνησε απ’ αυτή τη λέξη. Η ερώτηση ήταν η πύλη που οδήγησε στη φώτιση.
***
Η σοφία του Θεού έχει πολύ χαμηλή θύρα. Για να περάσεις κάτω απ’ αυτή, πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου.
***
Το σπουδαιότερο βιβλίο της ζωής είναι ο Εσταυρωμένος. Είναι βιβλίο εικονογραφημένο. Όποιος ξέρει να το διαβάσει είναι ο πιο φωτισμένος απ’ όλους τους σοφούς. Όποιος δεν ξέρει να το διαβάσει είναι ο πιο καθυστερημένος απ’ όλους τους αναλφάβητους.
***
Η σύγκριση αυτού που μας προσφέρει η Πίστη έναντι στη Γνώση είναι ότι ένα δοχείο νερό στην έρημο σε σχέση με ένα βουνό χρυσάφι στον ίδιο τόπο.(Τολστόι)
***
Θα έδινα ευχαρίστως όλη μου τη δόξα ως επιστήμονας για ένα ψίχουλο από τη δόξα του Μεγάλου Αντωνίου, ο οποίος δεν ήξερε ούτε να διαβάζει.(Παστέρ)
***
Μοιάζω σαν το παιδάκι που με το κουβαδάκι του κουβαλάει νερό στην ακρογιαλιά. Αυτές είναι οι γνώσεις μου. Ο ωκεανός του αγνώστου απλώνεται μπροστά μου.(Νεύτων)
***
Ο ονομαστός Άραβας γιατρός Αμπού, ρωτήθηκε κάποτε πάνω σ’ ένα ζήτημα πολύ δύσκολο, σχετικά με την επιστήμη του κι απάντησε χωρίς να διστάσει:
- Δεν ξέρω απολύτως τίποτε γι αυτό.
- Μα πως; του παρατήρησαν. Ο χαλίφης σε πληρώνει τόσο ακριβά για την επιστήμη σου.
- Βεβαίως, αποκρίθηκε εκείνος. Με πληρώνει για όσα ξέρω. Αν επρόκειτο να με πληρώσει για όσα δεν ξέρω, δεν θα του έφτανε όλο το χρυσάφι του χαλιφάτου.
***
Παλαιότερα οι άνθρωποι ξεχώριζαν σε μορφωμένους και αμόρφωτους. Στην εποχή μας επικρατεί ένας άλλος τύπος. Ο «ειδικός». Ο ειδικευμένος σε ένα συγκεκριμένο θέμα, που είναι πεπαιδευμένος- απαίδευτος.
Πεπαιδευμένος σε ότι αφορά το περιορισμένο αντικείμενο της επιστήμης του, απαίδευτος όμως σε ό,τι αφορά την ευρύτερη θεώρηση της ζωής. Όσοι δε δοκησίσοφοι φθάνουν στην αξίωση να αποφαίνονται εφ’ όλων των θεμάτων, με την ίδια αυθεντία, που ομιλούν για ζητήματα της περιορισμένης ειδικότητας του, συνιστούν κίνδυνο. Βρίσκονται τους αντίποδες του «Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα» και απειλούν με αποπροσανατολισμό και ανατροπή των αξιών της ζωής.
***
Κατά την λεηλασία των Μεγάρων οι στρατιώτες λεηλάτησαν και το σπίτι του φιλόσοφου Στίλπωνος. Ο στρατηγός, που το έμαθε, διέταξε οργισμένος να ζητήσουν συγγνώμη και κατάλογο των πραγμάτων που του πήραν.
Ο Στίλπων απάντησε: Δεν μου φαίνεται να μου πήραν τίποτε από αυτά που μου ανήκουν, αφού «ουδείς μοι την παιδείαν, τον λόγον και την επιστήμην αφήρεσεν».
***
Έμεινε έκπληκτη η αντικρινή κυρία βλέποντας τον Ουγκώ να διαβάζει μέρα-νύχτα.
- Κουράζεσθε πολύ, του είπε κάποια στιγμή. Το φως του δωματίου σας δεν σβήνει όλη τη νύχτα. Μικραίνετε έτσι τις ώρες της ζωής σας. (εννοώντας τις ώρες της νυχτερινής ανάπαυσης).
- Ναι, κυρία μου, της απάντησε εκείνος, αλλά μεγαλώνω τις ημέρες της, φωτίζοντας τες με το φως των γνώσεων.
***
Τα όσα χρωστάει η ανθρωπότητα στους Τρείς Ιεράρχες, δεν τα χρωστάει ούτε σε τρία εκατομμύρια δοκησίσοφους. Γιατί οι τρείς αυτοί, συνδυάζοντας γνώσεις και αρετή, εθεμελίωσαν τον ελληνοχριαστιανικό πολιτισμό, πάνω στον οποίο στάθηκαν και εργάστηκαν όλοι οι σοφοί του κόσμου. Και θα άξιζε να ακουσθούν και γι αυτούς τα μνημειώδη λόγια του Τσώρτσιλ, για τη μικρή, την ολιγάριθμη ομάδα των αεροπόρων που έπεσαν στην ιστορική μάχη της Αγγλίας.
- Ουδέποτε- είπε ο Τσώρτσιλ- στην Ιστορία της Ανθρωπότητας προσέφεραν τόσοι λίγοι, τόσα πολλά, σε τόσους πολλούς. So few, so much, to so many.
Λόγια που ταιριάζουν και στους Τρείς Ιεράρχες, που τόσο λίγοι αυτοί προσέφεραν και προσφέρουν τόσα πολλά σε τόσους πολλούς. Στην Οικουμένη ολόκληρη ως οικουμενικοί διδάσκαλοι.(Κωνσταντίνος Κούρκουλας, «Πνευματικοί Αντίλαλοι»)
***
Είμαι σεμνός όχι από αρετή, αλλά από γνώση. Το «γνώθι σ’ αυτόν» με κάνει σεμνό. Όχι μόνο γιατί δεν είμαι τίποτα μπρος στο άπειρο αλλά για το πολύ λίγο που γνωρίζω από την ουσία του απείρου. (Κωνσταντίνος Τσάτσος)
***
Μην ντρέπεσαι για τα λάθη σου είναι ένας από τους καλύτερους τρόπους να διδάξουμε τον εαυτό μας. Τα πιο πολλά και τα πιο σπουδαία από όσα γνωρίζουμε τα οφείλουμε στα λάθη μας.
Ησίοδος
(Από το βιβλίο: Στάχυα τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Κάποτε ένας άρχοντας καλός και αγαθός, ελεήμων και εύσπλαχνος, θέλησε να κάνει έναν μοναχικό περίπατο στο γειτονικό δάσος.
Στον δρόμο που πήγαινε, συνάντησε έναν ζητιάνο με αξιολύπητη εμφάνιση, ο οποίος του ζήτησε ελεημοσύνη.
Τον ευσπλαχνίστηκε και, γενναιόδωρος καθώς ήταν, άδειασε τις τσέπες του στα χέρια του. Είχε πάνω του 168 λίρες. Του έδωσε τις 166 και κράτησε μόνο τις δύο!
Ο ζητιάνος έκθαμβός μπροστά σ’ αυτή τη γενναιοδωρία, τον χιλιοευχαρίστησε ,πρόσεξε όμως και τις δύο λίρες που κράτησε ο άρχοντας.Μετά από αυτό, ο ελεήμων άνθρωπος συνέχισε τον δρόμο του προς το δάσος.
Ο ζητιάνος, όμως, ο οποίος ήταν μεταμφιεσμένος ληστής, χώθηκε στο δάσος και από άλλον δρόμο του βγήκε μπροστά κι εκεί στην ερημιά χτύπησε και σκότωσε τον ευεργέτη του και του πήρε και τις δύο λίρες που είχε κρατήσει!!!
Αγανακτεί κανείς μπροστά σ’ αυτή την αχαριστία και απληστία. Κι όμως, χωρίς να το καταλαβαίνουμε , μπαίνουμε στην θέση αυτού του αχάριστου και άπληστου ληστού!
Ο Πανάγαθος Θεός μας χαρίζει 168 ώρες ζωής την εβδομάδα για να τις αξιοποιήσουμε όπως θέλουμε, και κρατάει για Εκείνον μόνον δύο ώρες, τις ώρες που πρέπει να συμμετέχουμε στην Θεία Λατρεία της Κυριακής, στην Θεία Λειτουργία. Κι αυτό, πάλι για μας.
Για να μας ξεκουράσει ψυχικά, να μας θρέψει με το Πανάγιον Σώμα και Αίμα Του, για να ανανεώσει τις δυνάμεις μας με το ουράνιο οξυγόνο της Χάριτος .
Του τις αφαιρούμε ληστρικά κι αυτές με διάφορες προφάσεις.
Έτσι αδικούμε τον Πανευεργέτη μας και Σωτήρα μας Χριστό, αλλά κυρίως την ψυχή μας, που την αφήνουμε νηστική από την θεία Χάρη και εξαντλημένη.
Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ - Ουράνια μηνύματα, Θαυμαστά γεγονότα» ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
Όποιος δίνει καλή συμβουλή, χτίζει με το ένα χέρι.
Όποιος δίνει καλή συμβουλή και καλό παράδειγμα, χτίζει με τα δύο.
Εκείνος όμως που δίνει καλή συμβουλή και κακό παράδειγμα,
χτίζει με το ένα χέρι και γκρεμίζει με το άλλο.
*****
Για να δεχτούν οι άνθρωποι τις ιδέες σου, πρέπει να αποδεχτούν πρώτα την αξία σου και την προσωπικότητά σου.
Ο άνθρωπος -λέει ένας σοφός- μοιάζει με τη βελόνα και οι ιδέες του με την κλωστή. Για να περάσει η κλωστή στο ύφασμα πρέπει να περάσει πρώτα η βελόνα. Και για να περάσουν οι ιδέες σου στην κοινωνία πρέπει να περάσεις πρώτα και να γίνεις αποδεκτός εσύ ο ίδιος
*****
Μιά νεαρή Αφρικάνα παρακολουθούσε τον ιεραπόστολο, που από καιρό είχε έλθει στο χωριό της. Της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αγάπη του για τους ασθενείς, τους πτωχούς και το πόσο ακούραστα προσπαθούσε να κάμει το καλό. Δεν έτυχε, όμως, ποτέ να ακούσει το κήρυγμά του.
Μιά ημέρα έτυχε η μικρή Αφρικάνα να συναντηθεί σε ένα χωριό με την κατηχήτρια και να την ακούσει να διηγείται για Κάποιον που' χε έλθει να υπηρετήσει τους άλλους, να περιθάλψει τους πτωχούς, να δώσει φώς στους τυφλούς κ.λ.π. κ.λ.π. Αφού τελείωσε η κατηχήτρια την αφήγησή της, ρώτησε την μικρή Αφρικάνα.
- Μήπως ξέρεις ποιός είναι αυτός;
- Μάλιστα, απάντησε με βεβαιότητα εκείνη. Είναι ο πατήρ Χαρίτων!
Η ζωή του ιεραποστόλου εκείνου ταίριαζε τόσο πολύ με την περιγραφή του Ιησού. Και η νεαρή Αφρικάνα είχε διαβάσει τη ζωή του Κυρίου στο βίο και την δράση του πατρός Χαρίτωνος, που ήταν ανοιχτή «επιστολή Χριστού γινωσκομένη και αναγινωσκομένη υπό πάντων ανθρώπων».
*****
Ρώτησα αυτόν, που ξέρει.
Άκουσα αυτόν, που λέει.
Θαύμασα αυτόν, που πείθει.
Ζήλεψα αυτόν, που έχει.
Τίμησα αυτόν, που δίδει.
Ακολούθησα αυτόν, που ΕΙΝΑΙ.
(Κωνσταντίνος Κούρκουλας, «Πνευματικοί Αντίπαλοι»)
*****
Ήταν χαράματα κι αγριοχείμωνο, όταν ο Γέορντας ξύπνησε τον υποτακτικό. «Σήκω. Πρέπει να πάμε να κηρύξουμε στ' αντικρυνό χωριό». «Μα, Γέροντα, τα χιόνια το' χουν αποκλείσει». «Πρέπει», τον αντίσκοψε εκείνος και ξεκίνησαν.
Έπειτα από σκληρή και επικίνδυνη πορεία έφτασαν. Το' φεραν ένα γύρο χαιρετώντας και καλημερίζοντας και, «πάμε να φύγουμε τώρα», είπε ο Γέροντας.
«Μα δεν κήρυξες»! απόρησε ο υποτακτικός.
«Κηρύξαμε»! τον διαβεβαίωσε.
«Άν δεν άκουσες, τουλάχιστον δεν διάβασες το κήρυγμά μας στα μάτια αυτών, που μας χαιρόντουσαν καθώς περνούσαμε ανάμεσά τους; Ήταν ένα κήρυγμα χωρίς λόγια. Σαν τις μεγάλες μουσικές συμφωνίες. Δεν έχουν λόγια. Έχουν μόνο ήχους. Αλλά είναι ήχοι θεσπέσιοι. Γι' αυτό και συναρπάζουν. Έτσι και με την έμπρακτη αγάπη».
*****
«Δεν τα θέλω, δεν με σώζουν αυτά», έλεγε ένας τραυματίας στο νοσοκόμο που του διάβαζε το Ευαγγέλιο. Σε λίγη ώρα φωνάζει: «Διψώ». Ο νοσοκόμος περνώντας ανάμεσα από τις σφαίρες που έπεφταν βροχή, γέμισε το παγούρι και του το έφερε να πιεί. Ο τραυματίας κατάπληκτος του λέγει:
«Άν αυτό το βιβλίο σε δίδαξε να κάνεις τέτοιο πράγμα, διάβασέ μου, θέλω ν' ακούσω».
«Δείξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου».
*****
Ο Θωμάς ζήτησε να ιδεί τα χέρια του Χριστού για να πιστέψει στην Ανάστασή του. Και η σύγχρονη κοινωνία, για να βεβαιωθεί για τα φιλόθεα αισθήματά μας, θέλει να ιδεί τα χέρια μας. Έχει δε αποδειχθεί, πως τα ωραιότερα χέρια είναι εκείνα, που προσφέρουν αγάπη. Είναι χέρια, που σφραγίζονται με τους τύπους των ήλων της σταυρούμενης αγάπης. Τα μόνα χέρια, που μπορούν να ελκύσουν ψυχές στο Χριστό.
Ο Σπάρτης Ευστάθιος
(από το βιβλίο: Στάχυα, τόμος Β, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Εβδομήκοντα χρόνια
δίχως γηρατειά!
Στα μαλλιά τα χιόνια
στην καρδιά φωτιά.
(Γ. Δροσίνης «Φωτερά Σκοτάδια»)
***
Όταν ο Διογένης γέρασε, οι φίλοι του τον παρότρυναν να μην εργάζεται σε τέτοια ηλικία. Εκείνος όμως διαφωνούσε και έλεγε ότι ο δρομέας, όταν πλησιάζει στο τέλος της διαδρομής, δεν σταματά, αλλά τουναντίον εντείνει τις δυνάμεις του και την προσπάθεια του.
***
Τα γηρατειά για τον πιστό είναι το Μέγα Σάββατο. Η παραμονή της Λαμπρής. Η προσμονή μιας ένδοξης Ανάστασης. Γι αυτό τα χριστιανικά γηρατειά είναι γηρατειά γαλήνης και προσδοκίας. Και, όταν ακόμα δεν έρχονται ανώδυνα, είναι πάντοτε ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Ετοιμάζουν την καλήν απολογίαν. Και προγεύονται το πασχαλινό δείπνο. (Κωνσταντίνος Κούρκουλας «Σκηνές από το Πάθος»)
***
Η μεγαλοσύνη σε ένα έθνος δεν μετριέται – καθώς είπεν ο ποιητής – με το στρέμμα, αλλά με της καρδιάς το πύρωμα και με το αίμα. Και το μεγαλείο μιας ζωής δεν μετριέται με το μήκος της, με την ηλικία της, αλλά με το περιεχόμενο της. «Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον», είπε ο σοφός Σειράχ.
***
Όταν ο ήλιος δύει, ο λαός λέει, ότι ο ήλιος βασιλεύει. Και ο πιστός όταν γερνάει και γέρνει προς τη δύση του πορεύεται σε βασιλεία. Στη Βασιλεία του θεού, αφήνοντας πίσω του φως ιλαρό.
***
Οι γριές όταν μιλούν για τις νέες, ξεχνούν ότι υπήρξαν κι αυτές νέες, οι δε νέες όταν μιλούν για τις γριές, λησμονούν ότι κι αυτές θα γεράσουν.
***
Οι νέοι ζουν με όνειρα. Οι ηλικιωμένοι με αναμνήσεις. Γι αυτούς ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης είπεν:
Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους.
Και στις γειτονιές τις ίδιες
θα γερνάς.
Και εξαρτάται από τους «δρόμους» και τις «γειτονιές» που ο ηλικιωμένος πέρασε, αν θα ισχύσει αυτό που είπεν ο λαός: «Τα στερνά τιμούν τα πρώτα».
***
Τα γηρατειά παρακαλούν:
Θεέ μου,
Εσύ που πάντα στάθηκες μ’ αγάπη στο πλευρό μου,
και που στον κάθε κίνδυνο σε είχα βοηθό μου,
δος μου και τώρα δύναμη, στις μοναξιάς τις ώρες.
Στις ώρες της απόγνωσης και στης ζωής τις μπόρες,
γυρνώντας με τη σκέψη μου στα χρόνια τα παλιά,
να βρώ στην ευσπλαχνία σου γλυκιά παρηγοριά!
Για όλα όσα μου χάρισες να νιώσω ευγνωμοσύνη,
και ν’ αντικρύσω τη ζωή ξανά με εμπιστοσύνη!
Και την αγάπη του Χριστού έχοντας για πυξίδα,
στα χέρια του Σωτήρα μου ν’ αφήσω κάθε ελπίδα.
***
Και τώρα που δερνόμαστε κατάμονοι και γέροι
από το χειμωνιάτικο των συμφορών αγέρι,
τώρα που σέρνομε βαρύ το κλονισμένο βήμα,
προς το γεμάτο σκοτεινιά και μαύρη φρίκη βήμα μνήμα,
τι άλλο μας παρηγορεί παρά η πίστη μόνη,
πως η βουλή Σου στο καλό όλα κατευοδώνει;
Κι είν’ ανακούφιση γλυκιά στων γηρατειών την κλίνη
να λέμε: Πάτερ Άγιε, το θέλημα Σου ας γίνει!
(Κωνσταντίνος Καλλίνικος, «Δάφναι και Μυρσίναι» )
***
(Στάχυα ,Τόμος Α ,Κωνσταντίνος Κούρκουλας)
Θα με βοηθήσετε;
Το 1989, ένας σεισμός 8.2 βαθμών ισοπέδωσε σχεδόν την Αρμενία, σκοτώνοντας πάνω από 30.000 άτομα σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά.
Μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή και το χάος, ένας πατέρας άφησε τη γυναίκα του στο σπίτι κι έτρεξε στο σχολείο όπου βρισκόταν ο γιος του, όπου ανακάλυψε πως το σχολικό κτίριο ήταν ένας σωρός από ερείπια.
Μετά από το αρχικό τραυματικό σοκ, θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στο γιο του: «Ότι και να συμβεί θα είμαι πάντα δίπλα σου!» και τα μάτια του άρχισαν να γεμίζουν δάκρυα. Καθώς κοιτούσε το σωρό με τα ερείπια κάθε ελπίδα φαινόταν μάταια, αλλά η υπόσχεση που είχε δώσει στο γιο του εξακολούθησε να τον απασχολεί.
Προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη του στη διαδρομή που ακολούθησε ο γιος του για το σχολείο κάθε πρωί. Καθώς θυμήθηκε ότι η τάξη του βρισκόταν στην πίσω δεξιά γωνία του κτιρίου, έτρεξε προς τα εκεί κι άρχισε να σκάβει.
Στο μεταξύ, άρχισαν να καταφθάνουν κι άλλοι απελπισμένοι γονείς, οι οποίοι φώναζαν: «Ο γιος μου!» «Η κόρη μου!» Κάποιοι γονείς, καλοπροαίρετα, προσπάθησαν να τον τραβήξουν πίσω από τα ερείπια λέγοντας του:
«Τελείωσε πια!» «Έχουν σκοτωθεί!» «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!» «Πήγαινε στο σπίτι σου!» «Έλα , αντιμετώπισε την αλήθεια, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια!» «Απλώς θα χειροτερέψεις τα πράγματα!»
Απαντούσε σε όλους στερεότυπα: «Θα με βοηθήσετε τώρα;» και συνέχιζε να σκάβει για να βρει το γιο του, σηκώνοντας μία μία τις πέτρες.
Ο διοικητής της πυροσβεστικής εμφανίστηκε σε κάποια στιγμή και προσπάθησε να τον απομακρύνει από τα ερείπια λέγοντάς του: «Έχουν ξεσπάσει πυρκαγιές, από παντού ακούγονται εκρήξεις. Κινδυνεύεις. Θα το αναλάβουμε εμείς αυτό. Πήγαινε στο σπίτι σου». Και πάλι ο στοργικός πατέρας είπε: «Θα με βοηθήσετε τώρα;»
Μετά, ήρθε η αστυνομία και του είπε: «Είσαι θυμωμένος, απελπισμένος. Αλλά βάζεις άλλους σε κίνδυνο. Πήγαινε στο σπίτι σου. Θα κάνουμε εμείς αυτό που πρέπει να γίνει». Εκείνος αποκρίθηκε: «Θα με βοηθήσετε τώρα;» Κανένας δεν τον βοήθησε.
Με θάρρος συνέχισε μόνος του να σκάβει, θέλοντας να διαπιστώσει αν το παιδί του ήταν ζωντανό ή νεκρό. Έσκαβε οκτώ ώρες... δώδεκα ώρες… είκοσι τέσσερις ώρες… τριάντα έξι ώρες. Στην τριακοστή όγδοη ώρα, σήκωσε μια μεγάλη πέτρα κι άκουσε τη φωνή του γιου του. Φώναξε τ’ όνομα του παιδιού του: «Αρμάντ!» Από κάτω ήρθε η απάντηση: «Πατέρα! Εγώ είμαι πατέρα! Είπα στα άλλα παιδιά να μην ανησυχούν. Τους είπα ότι αν ήσουν ζωντανός, θα με έσωζες και μαζί μ’ εμένα θα έσωζες κι εκείνα. Υποσχέθηκες: «Ό,τι και να συμβεί θα είμαι δίπλα σου!» Το τήρησες, πατέρα»
«Τι γίνεται εκεί μέσα; Πώς είναι η κατάσταση;» ρώτησε ο πατέρας.
«Είμαστε 14 ζωντανοί από 33, πατέρα. Είμαστε τρομαγμένοι, πεινάμε, διψάμε και χαιρόμαστε που βρίσκεσαι εδώ. Όταν κατέρρευσε το κτίριο, σχηματίστηκε μια σφήνα, ένα τρίγωνο που μας προστάτεψε».
«Έλα βγες έξω αγόρι μου».
«Όχι, πατέρα! Ας βγουν πρώτα τα άλλα παιδιά, εγώ ξέρω πως θα με βγάλεις! Ό,τι και να συμβεί ξέρω πως θα είσαι δίπλα μου!» Marc V. Hansen
(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 222-224)
Σε μια λαϊκή εξέγερση ο όχλος είχε πετροβολήσει ένα άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του είχε παραμορφώσει το πρόσωπο. Οι αυλικοί τότε του συνέστησαν να προβεί σε παραδειγματική τιμωρία.
- Δεν υπάρχει –του είπαν- ποινή ισάξια με το έγκλημα που διέπραξαν οι άνθρωποι αυτοί, τολμώντας να λιθοβολήσουν σου το σεπτό σου πρόσωπο
- Μα τι λέτε εκεί – έκανε ο Μέγας Κωνσταντίνος με αγαθότητα φέρνοντας συγχρόνως τα δάχτυλα του στο πρόσωπο του – εγώ δεν νιώθω καμιά πληγή στο πρόσωπο μου.
Και τους συγχώρεσε όλους.
***
Σε όσους θύμιζαν στον Ιφικράτη την ταπεινή καταγωγή του, εκείνος έλεγε: «Πράγματι δεν είμαι η ουρά κάποιας σπουδαίας οικογένειας,. Θα γίνω αρχηγός μιας μεγάλης γενιάς!». Το ίδιο και ο Μέγας Ναπολέων. Σ’ αυτούς που σχολίαζαν ότι ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, χωρίς να προέρχεται από γένος αυτοκρατορικό, εκείνος απαντούσε:
«Απ’ εμού το Γένος!»
Δεν είμαι απόγονος, είμαι Γενάρχης!
***
Όταν μαθαίνεις τις άδικες κακολογίες εις βάρος σου, να θυμάσαι τις δίκαιες που κανείς δεν τις λέει, γιατί κανείς δεν τις έμαθε.
«’Εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις άπολαμβάνομε».
- Για άλλα φταίμε και σε άλλα πληρώνουμε.
***
Είχε την ονομαστική του ο Ανδρέας Λασκαράτος, όταν έλαβε από έναν βαμμένο εχθρό το δώρο του. Άνοιξε περίεργος το δέμα και έμεινε κατάπληκτος από το περιεχόμενο. Ήσαν … κέρατα. Το ξανάκλεισε και περίμενε. Σε λίγες μέρες ερχόταν η ονομαστική του χυδαίου αυτού ανθρώπου. Νικόλα τον έλεγαν. Κατέβηκε λοιπόν στον κήπο του ο Λασκαράτος έφτιαξε μια ωραία ανθοδέσμη και του την έστειλε μαζί με ένα σημείωμα όπου ο κεφαλλονίτης ποιητής έγραφε: «Έκαστος προσφέρει από αυτά που έχει. Χρόνια πολλά». Και υπέγραψε.
***
Προτιμώ να είμαι καλεσμένος ενός φτωχού που με περιμένει χαμογελαστός στο κατώφλι του παρά ενός πλουσίου που στέλνει το θυρωρό του να μου ανοίξει την πύλη του μεγάρου του. (Σάιξπηρ)
(Από το βιβλίο: Στάχυα τόμος Α, Κωνσταντίνου Κούρκουλα)
Η ερωτική έξαρση και η τρυφεράδα μέσα στον γάμο εξαντλούνται γρήγορα, όπως το πρώτο κρασί στο γάμο της Κανά. Για να διατηρηθεί όμως η ευφορία και η χαρά μέσα στο σπίτι, πρέπει να έρθει ο «καλός οίνος». Αλλ’ αυτό δεν γίνεται παρά μόνο με θαύμα. Και ένα τέτοιο θαύμα μόνο ένας μπορεί να το κάμει. Ο Χριστός. Αρκεί να είναι προσκεκλημένος, και στο δικό σου γάμο, όπως τότε της Κανά της Γαλιλαίας
***
Ο γάμος είναι η πιο δύσκολη απ’ όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, γιατί είναι η πιο στενή κι η πιο συνεχής. Να ζεις τόσο κοντά με άλλο πρόσωπο –που παραμένει «κάποιος άλλος»-, να συνδέεσαι τόσο στενά με άλλη προσωπικότητα χωρίς προστριβές και χωρίς συγκρούσει είναι δύσκολο. Μερικοί ισχυρίζονται πως είναι πιο εύκολο να πεθάνεις για τη γυναίκα που αγαπάς, παρά να ζήσεις μαζί της. Και πολλές γυναίκες θα μπορούσαν να πουν: είναι πολύ πιο εύκολο να πεθάνεις για τον άντρα που αγαπάς, παρά να ζήσεις μαζί του.
Ο ένας πρέπει να υποφέρει τον άλλον. Είναι ο μόνος τρόπος ενός ευτυχισμένου γάμου.
***
Κάθε μια από τις ρυτίδες σου –έγραφε ένας τρυφερός σύζυγος στη σύντροφο του- αυτές οι βαθιές γραμμές στις άκρες των ματιών σου, φαντάζουν σαν πεντάγραμμο, που πάνω του εγράψαμε τα ωραιότερα τραγούδια της ζωής μας. Και τώρα ύστερα από την μακριά, την ολονύχτια αγρυπνία της βιοπάλης μας, απολαμβάνουμε το εωθινό εμβατήριο, καθώς πηγαίνουμε να κοιμηθούμε στην πρωινή γαλήνη της Βασιλείας του Θεού.
***
Ρωτούσε επίμονα η μητέρα του τον Θαλή τον Μιλήσιο πότε θα παντρευτεί.
- «Ούπω καιρός». Της έλεγε εκείνος. Δεν είναι ακόμα καιρός.
Έπειτα από πολύ καιρό η μητέρα του επανήλθε.
Πότε επιτέλους θα παντρευτείς; ρώτησε με αγωνία.
-«Ουκέτι καιρός»! απάντησε αυτή τη φορά. Πέρασε πια ο καιρός. Δεν υπάρχουν πια περιθώρια. Γέρασα.
Από το «ούπω» μέχρι το «ουκέτι» ο χρόνος κύλησε και χάθηκε! Και ο σοφός Θαλής έμεινε μόνος!
***
-Κύριε Πρόεδρε, γιατί μείνατε άγαμος; ρώτησε ένας δημοσιογράφος τον γάλλο πολιτικό Σουμάν.
-Γιατί ζητούσα ιδανική σύζυγο.
-Επειδή δεν βρήκατε λοιπόν;
-Όχι, την βρήκα.
Ο δημοσιογράφος απόρησε:
-Μα τότε γιατί δεν την παντρευτήκατε;
-Γιατί κι εκείνη-κατά σύμπτωση- ζητούσε τον ιδανικό σύζυγο, τον οποίο δεν βρήκε ακόμη…
***
Αλυσίδες δεν μπορούν να κρατήσουν το γάμο στέρεα. Μόνο κλωστές, πολλές λεπτές μεταξωτές κλωστές μπορούν να δέσουν δυο ανθρώπους και να τους κρατήσουν τον ένα κοντά στον άλλο, δια βίου.
***
Για την ευτυχία στο γάμο χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από το να βρεις το σωστό πρόσωπο.
Χρειάζεται να είσαι και εσύ το σωστό πρόσωπο.
***
Χθες παραμονή της Πρωτοχρονιά, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα μεσάνυχτα και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθόταν η γυναίκα μου και έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα, λοιπόν, εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και εκείνη μαζί μου με τη γλυκιά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο το όνομα του, για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτα απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σε έναν παλιό καστρότοιχο. Το κρυσταλλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται και ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο:
«Καλότυχος ο άνδρας που ‘χει καλή γυναίκα. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωση των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αλήθεια είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος, που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριο ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Φώτης Κόντογλου
***
Ρώτησαν τον Γέροντα ποια είναι τα πιο κρίσιμα χρόνια στο γάμο.
- Τα πρώτα πέντε και τα τελευταία δέκα, τους απάντησε.
- Τα πρώτα είναι τα χρόνια της προσαρμογής του ενός προς τον άλλον, τα δεύτερα είναι τα χρόνια της υπομονής του ενός προς τον άλλον. Και είναι ίσως τα πιο δύσκολα.
***
Άστραφτε από νιότη κι ομορφιά,
κατ’ απ’ του γάμου τα στεφάνια η κόρη,
παρόμοια με αγγέλου ζωγραφιά,
δίπλα στο τιμημένο της αγόρι.
Μα η σεμνή του γάμου τελετή,
μόλις με τα φιλιά είχε τελειώσει
και η ωραία φεύγει φτερωτή,
χωρίς καμιάν εξήγηση να δώσει.
Που πάει η νύφη έτσι, βιαστικά,
στου ποθητού το χέρι ακουμπισμένη,
κι έχει θολά τα μάτια τα γλυκά
κι είναι στη σκέψη όλο βυθισμένη;
Στον πατρικό της τάφο η φτωχή
πάει για μια στιγμή να γονατίσει
και των νεκρών γονιών της την ευχή
μαζί με τον καλό της να ζητήσει.
Εύγε σου, κόρη, που δεν λησμονείς
μες στις χαρές του γάμου και στα γέλια,
πως οι ευχές, που δίνουν οι γονείς
στο νέο σπίτι, βάζουν τα θεμέλια.
(Κωνσταντίνος Καλλίνικος, «Δάφναι και Μυρσίναι»)
(από το βιβλίο: Στάχυα τόμος Α, Κωνσταντίνος Κούρκουλας)