E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

Μετάφραση - Λογοτεχνική απόδοση: Δημήτρης Σταθόπουλος

1. Όποιοι έρωτα νιώθουνε για κάτι, συνηθίζουνε να μιλάν αδιάκοπα γι' αυτό και να το φέρνουνε μέρα και νύχτα στη σκέψη τους. Μη με κατακρίνετε, λοιπόν, που για τρίτη φορά τώρα έκαμα τούτο δω το έφύμνιο στη μάνα του Θεού μου, για να της το προσφέρω σαν αποχαιρετιστήριο δώρο στην έξοδό της.

Στην πραγματικότητα όμως τούτο το δώρο μου δεν είναι προσφορά σ' εκείνη, αλλά σε μένα τον ίδιο και σε σένα, θείε και ιερέ λαέ, που παραστέκεσαι δω γύρω.

Κι αυτό γίνεται με το να στρώσω τραπέζι με τροφές που δεν είναι μονάχα σωτήριες κι ωφέλιμες στις ψυχές, αλλά και ταιριαστές στην ιερή τούτη νύχτα· και με το να γενώ έτσι νοικοκύρης πνευματικής χαράς.

Επειδή βλέπετε πώς σπανίζουνε τα τρόφιμα, γι' αυτό ακριβώς ετοιμάζω στα πρόχειρα το δείπνο, αν κι όχι ταιριαστά κι επιδέξια κι ούτε όπως θάξιζε στα μάτια Εκείνης που μας κάλεσε, αλλά τουλάχιστο στην ανάγκη μας τούτη, να μας δώσει παρηγοριά στην πείνα μας.

Η Παναγιά δεν έχει ανάγκη, βέβαια, από τα δικά μας εγκώμια, μα εμείς είμαστε κείνοι που χρειαζόμαστε τη δική της δόξα. Γιατί ό,τι είναι γεμάτο από τη δόξα του Θεού, πώς γίνεται να δοξαστεί (από μας); Και πώς μπορεί να φωτιστεί από μας η πηγή του φωτός; Μα μ' ό,τι κάνουμε τώρα, πλέκουμε για μας τους ίδιους στεφάνι. «Γιατί ο Κύριος λέει: ζω εγώ κι όσους με δοξάζουνε, θα τους δοξάσω».

Γλυκό που 'ναι, αλήθεια, γλυκό το κρασί και πόσο καλοφάγωτο το ψωμί! Εκείνο ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου και τούτο την στεριώνει. Αλλά τί 'ναι πιο γλυκό από τη μάνα του Θεού μου; Αυτή μου πήρε τα μυαλά και μου 'δεσε τη γλώσσα. Αυτήν βλέπω στον ύπνο μου και μ' ανοιχτά την βλέπω μάτια. Αυτή γίνηκε μάνα του Λόγου του Θεού και τούτου δω του δικού μου λόγου. Το γέννημα της στείρας, κάνει τώρα να καρποφορήσουνε οι στέρφες μας ψυχές. Αυτής την ιερή και θεία μετάσταση γιορτάζουμε σήμερα.


2. Για ελάτε, λοιπόν, ν' ανέβουμε στο μυστικό βουνό κι αφού υψωθούμε πάνω απ' τις μέριμνες του βίου κι απ' τη γυαλάδα των υλικών πραγμάτων και μπούμε μέσα στο θείο κι ακατανόητο σκοτάδι και βρεθούμε παράδοξα μέσα στο θείο φως, τότε να δοξολογήσουμε την απειροδύναμη δύναμη.

Πώς ο Λόγος απ' το υπερούσιο ύψος του κι από το κάθε τι επέκεινα, χωρίς ν' αφήσει την πατρική αγκαλιά, κατέβηκε στα σπλάγχνα της Παρθένας· και πώς αφού γίνηκε η σύλληψη κι η σάρκωσή του, μεσ' από παθήματα που υπόμεινε εθελοντικά, τράβηξε στο θάνατο· και αφού ήρθε με σώμα χοϊκό, και με τη φθορά κατάκτησε την αφθαρσία, τράβηξε πάλι κατά κει πάνω στον Πατέρα· και πώς τότε παράσυρε κοντά στον Πατέρα του τη μάνα που τούδωσε σάρκα, κι ύψωσε αυτήν που γίνηκεν επίγειος ουρανός ψηλά στην επουράνια γη!

Σήμερα η πνευματική κι έμψυχη σκάλα, με την οποία ο Ύψιστος κατέβηκε και «φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους», χρησιμοποιώντας το θάνατο για σκάλα της, μετανάστεψε από τη γη στους ουρανούς.

Σήμερα η επίγεια τράπεζα, αυτή που χωρίς γάμο κράτησε μέσα της τον ουράνιο άρτο της ζωής, τ' αναμμένο κάρβουνο της θεότητας, υψώθηκε από τη γη στους ουρανούς. Σ' εκείνη που γίνηκε η ανατολική πύλη για να περάσει μέσα της ο Θεός, τώρα της ανοιχτήκανε διάπλατα οι πύλες τ' ουρανού.

Σήμερα η έμψυχη πόλη του Θεού μεταθέτεται από την επίγεια Ιερουσαλήμ στην «άνω Ιερουσαλήμ» κι αυτή που γέννησε πρωτότοκο μαζί και μονογενή, τον «πρωτότοκο της δημιουργίας όλης», τον μονάκριβο Γιο του Πατέρα, αυλίζεται τώρα πια εκεί πάνω στην συντροφιά των «πρωτοτόκων». Η έμψυχη και λογική κιβωτός του Κυρίου μεταναστεύει στην ανάπαυση του Γιου της.

Οι πύλες της παράδεισος ανοίγονται για να υποδεχτούν τη θεοφόρα γη, απ' όπου, μόλις βλάστησε το δέντρο της αιώνιας ζωής, διάλυσε την παρακοή της Εύας και τη νέκρωση του Αδάμ. Ο ίδιος ο Χριστός, ο αίτιος της ζωής των πάντων, υποδέχεται το λαξεμένο σπήλαιο, το αλοτόμητο βουνό, απ' όπου, χωρίς ανθρώπου χέρι, ξεπήδησε η πέτρα που γέμισε όλη την οικουμένη.

Η νυφική παστάδα, που μέσα της ο Θείος Λόγος σαρκώθηκε, αναπαύεται τώρα σε πανέμορφο τάφο, σαν σε νυφικό θαλάμι, απ' όπου ανεβαίνει στον ουράνιο νυμφώνα και ολόφωτη βασιλεύει μαζί με τον Γιο και Θεό της, αφήνοντας σε μας εδώ κάτω τον τάφο της σαν νυφική παστάδα. Μα πώς γίνεται να 'ναι ο τάφος νυφική παστάδα; Μα ναι.

Κι απ' οποιαδήποτε νυφική παστάδα είναι λαμπρότερος ο τάφος της, όχι από χρυσαφιού ανταύγειες, απ' ασημιού λαμπράδα κι από λάμψες πετραδιών κι ούτε από φόρεμα μεταξωτό και πορφυρένιο, αλλ' από τη θεία λαμπρότητα του πανάγιου Πνεύματος. Κι ο τάφος της Παναγιάς δεν γίνεται αιτία για τη σωματική σύνδεση των χοϊκών εραστών, αλλά αιχμαλωτίζει με το Πνεύμα τις όσιες ψυχές και τις ενώνει με το Θεό σε μιά ένωση που 'ναι καλύτερη και γλυκύτερη απ' ο,τιδήποτε άλλο.

Αυτός ο τάφος της Παναγιάς είναι ωραιότερος κι απ' την Παράδεισο. Λέγοντας τούτο, δεν θέλω να θυμάμαι το τι γίνηκε μέσα εκεί: το πόσο ενδιαφέρον έδειξε ο διάβολος, πόσο ανόητη, φθονερή κι απατηλή συμβουλή έδωσε στην Εύα και πόσο κείνη δείχτηκε αδύνατη κι ευκολόπιστη· ούτε θέλω να θυμάμαι κείνο το γλυκόπικρο δόλωμα με το οποίο την ξεμυάλισε κι ύστερα κείνη εξαπάτησε τον άντρα της, ούτε την παρακοή, την εξορία, τον θάνατο· δεν θάπρεπε ίσως να τα θυμηθώ όλα τούτα, για να μη κάνω τη γιορτή μας και γυρίσει σε λύπη.

Ο τάφος τούτος, σώμα θνητό ανύψωσε στον ουρανό κι εκείνη υψώθηκε κει ψηλά και κατέβασε στη γη τον γενάρχη. Σε τούτη τη γη άλλωστε δεν καταδικάστηκε αυτός που πλάστηκε «κατ' εικόνα Θεού» με το «γη είσαι και σ' αυτή τη γη θα πας»;

Αυτός ο τάφος είναι τιμιώτερος κι απ' την αρχαία σκηνή, γιατί δέχτηκε το λογικό, έμψυχο και θεόφεγγο λυχνάρι και τη ζωηφόρο τράπεζα που πάνω της έχει όχι «άρτους προθέσεως», αλλά ουράνιο ψωμί κι είναι αναμμένη όχι με υλική φωτιά, αλλά με τ' άυλο φως της θεότητας.

Αυτός ο τάφος είναι πιο μακάριος κι από την κιβωτό του Μωυσή, γιατί ευτύχησε να φιλοξενήσει όχι «σκιές» και «τύπους», αλλά την ίδια την αλήθεια. Κι ακόμα γιατί πραγματικά υποδέχτηκε την ανόθευτη και χρυσαφένια στάμνα που από μέσα της καρποφόρησε το ουράνιο μάνα, και την ζωντανή πλάκα π' αγκάλιασε το Λόγο του Θεού, (όχι απλά το Νόμο, αλλά) τον ενυπόστατο Λόγο που σαρκώθηκε με την ενέργεια του παντοδύναμου Πνεύματος. Κι ακόμα δείχτηκε το χρυσό θυμιατήρι που κυοφόρησε το θείο άνθρακα και μοσχομύρισε όλη την πλάση.

3. Σκορπίστε πέρα σεις δαιμόνια και κλάψτε πανάθλιοι αιρετικοί, καθώς παλιά τότε οι Αιγύπτιοι κι ο αρχηγός τους ο νέος Φαραώ, αυτός ο πικρός άθλιος και τύραννος, καταχώθηκαν στα βάθη της βλαστήμιας, εμείς όμως που σωθήκαμε χωρίς να βρέξουμε το πόδι μας και ξεπεράσαμε την αρμυρή θάλασσα της ασέβειας, ας ψάλουμε τώρα στη Μάνα του Θεού ωδή εξόδια. Ας πάρει ο λαός σαν την Μαριάμ το τύμπανο κι' ας αρχίσει το γιορταστικό τραγούδι. Εβγάτε σεις κορίτσια του πνευματικού Ισραήλ «με τύμπανα και χορούς» κι ας ακουστούν οι χαρούμενες φωνές σας.

Ε, βασιλιάδες της γης, κριτές κι αρχόντοι, «αγόρια και κορίτσια, γερόντοι και νιοι», υμνήστε τη Θεοτόκο. Γλώσσες, έθνη και λαοί ας μελουργήσουμε «καινούργιο άσμα». Κι ο αγέρας να γεμίσει από ήχους πνευματικούς σαν θ' αντηχούν οι αυλοί κι οι σάλπιγγες και μέσα από χαριτωμένες φλόγες φωτιάς ας ανατείλει καινούργια και σωτήρια μέρα. Ας ευφρανθούν τα ουράνια και τα σύγνεφα ας σταλάξουν αγαλλίαση.

Πηδήστε από χαρά οδηγοί του διαλεχτού ποιμνίου του Θεού, σεις θείοι Απόστολοι, που ωσάν τα βουνά ψηλά στον αέρα υψώνεστε με τις θείες θεωρίες. Χαρείτε κι εσείς πρόβατα του Θεού, άγιε λαέ, τα θρεφτάρια της Εκκλησίας, σεις ταπεινές κορφές, που με το θείο σας πόθο τραβάτε κει πάνω στα ψηλά βουνά.

Αλλοί! Αλλοί! Πέθανε η Μάνα του Κυρίου μου, η πηγή της ζωής. Γιατί έπρεπε ό,τι από γη γίνηκε, σ' αυτή τη γη να επιστρέψει για να μεταφερθεί έτσι ψηλά στον ουρανό. Καταθέτοντας στη γη το σώμα της η Παναγιά μετάδωσε σ' αυτή την άφθαρτη ζωή της. Και τώρα την ξαναπαίρνει πίσω. Όπως ακριβώς το χρυσάφι στο χωνευτήρι βγάζει τ' άχρηστα υλικά, έτσι κι η Παναγιά έπρεπε στο χωνευτήρι του θανάτου να ξεντυθεί τη γήινη και θαμπή όλη της θνητότητας, για να υψώσει από το μνήμα τη σάρκα της άφθαρτη και καθάρια, έτσι που να λάμπει από το φεγγοβόλημα της αφθαρσίας.


4. Σήμερα η Παναγιά αρχίζει τη δεύτερη ύπαρξή της, που της χάρισε Εκείνος που της έδωσε και την προηγούμενη ύπαρξη, και που η προηγούμενη αθάνατη ύπαρξή του δεν είχε χρονική αρχή, αν και είχε τον Πατέρα σαν αιτία της θείας του ύπαρξης.

Χαίρε Σιών, βουνό θείο και άγιο, που σε σένα κατοικούσε το θείο κι έμψυχο βουνό· η νέα Βαιθήλ που μέσα σου η ανθρώπινη φύση χρίεται με τη θεότητα, όπως στην παλαιά Βαιθήλ χρίστηκε η στήλη του Ιακώβ. Απ' όπου απ' το όρος των Ελαιών, έχει ανυψωθεί ψηλά στον ουρανό ο Γιός της Παναγιάς.

Ας ετοιμαστεί νεφέλη ουράνια και πανέμορφη και των ανέμων τα φτερά ας μεταφέρουν στην Σιών τους αποστόλους απ' τα πέρατα της γης. «Ποιοί είναι τούτοι δω που πετάνε σαν σύγνεφα και σαν αϊτοί κοντά στο λείψανο τούτο», που 'ναι η αιτία της ανάστασης όλων των πραγμάτων, για να το υπερετήσουνε στην έξοδό του; «Ποιά είναι κείνη που ανεβαίνει στ' άσπρα ντυμένη, πανώρια και λάμπει σαν τον ήλιο»;

Τραγουδήστε σεις κιθάρες του Πνεύματος, αποστολικές γλώσσες· βγάλτε φωνές χαρμόσυνες, σεις όργανα, οι κορυφές των θεολόγων. Και συ ο Ιερόθεος, το σκεύος της εκλογής, ο καθαγιασμένος από το θείο Πνεύμα, που με τη θεία ένωση έλαβες πείρα και μάθηση, παραμέρισε το σώμα και μ' όλη σου την καρδιά συναποδήμησε και ηχηρά ν' ακουστούν τα εφύμνιά σου. Όλα τα έθνη χειροκροτήστε κι υμνήστε την Θεοτόκο· κι εσείς άγγελοι διακονήστε το θνητό σώμα.

Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, ακολουθήστε τη βασίλισσα και παρθένες, που το Πνεύμα κρατάει πάντα νέα τα νιάτα σας, ελάτε μαζί της στο νυμφίο, για να παρασταθείτε στα «δεξιά» του Κυρίου. Και συ, Κύριε, κατέβα, κατέβα για ν' αποδώσεις στη Μάνα σου, που της είσαι τόσο πολύ υποχρεωμένος, ό,τι για την ανατροφή σου της χρωστάς.

Άνοιξε τα θεία σου χέρια και δέξε της Μάνας την ψυχή, Συ που Εκεί πάνω στο σταυρό το πνεύμα σου εμπιστεύτηκες στα χέρια του Πατέρα και πες της κάποιο γλυκό ψιθύρισμα: έλα καλή μου συ, «κοντινή σε μένα» που με την ομορφιά της παρθενίας σου ακτινοβολείς πιο πάνω κι απ' τον ήλιο. Μου μετέδωσες τα δικά σου. Έλα ν' απολάψεις τα δικά μου. Έλα Μάνα στο παιδί σου!

Έλα, να βασιλέψεις μαζί μ' εμένα που ταπεινά γεννήθηκα από σένα κι έζησα ταπεινά μ' εσένα. Πήγαινε, Δέσποινα, ξεκίνα όχι με τη μωσαϊκή τάξη, «ανέβα» και «απόθανε». Θάλεγα ν' αποθάνεις πρώτα και μετά ν' ανεβείς. Την ψυχή σου εμπιστέψου στα χέρια του Γιου σου. Δώσε πίσω στη γη το χώμα που της ανήκει αφού κι αυτό θα συνανυψωθεί.

Σήκωσε τα μάτια σου, λαέ του Θεού, ύψωσέ τα. Να, στη Σιών, βρίσκεται η κιβωτός Κυρίου του Θεού των δυνάμεων. Και γύρω της παρευρίσκονται σωματικά οι απόστολοι κηδεύοντας το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα. Χωρίς υλικό σώμα, αόρατα και σεβαστικά πετάν άγγελοι και συντροφεύουνε το σώμα της Μάνας του Κυρίου τους.

Κι ο ίδιος ο Κύριος είναι δω, «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», αυτός που συντηρεί το κάθε τι κι είναι πέρα από κάθε τόπο, γιατί μέσα σ' αυτόν είναι όλα τα πράγματα, αφού αυτός είναι το ποιητικό και συνεκτικό τους αίτιο.

Να, η παρθένα, η θυγατέρα του Αδάμ και Μάνα του Θεού. Εξ αιτίας εκείνου του Αδάμ επιστρέφει το σώμα της στη γη, την ψυχή της όμως χάρη στο γιο, στέλνει στις ουράνιες σκηνές. Αγιάζου η άγια πόλη και ήδη ευλογημένη απόλαψε αιώνια ευλογία στο πέρασμα του θείου σκηνώματος. Προπορευτείτε σεις οι άγγελοι και περιποιηθείτε τον τάφο· ας τον στολίσει η λάμψη του Πνεύματος.

Ας ετοιμασθούν μύρα και από το πανάμωμο και μοσχομύριστο ας αρωματισθούν σώμα. Ας έρθει εδώ νάμα καθαρό για να ευλογηθεί απ' την αμόλυντη πηγή της ευλογίας. «Αγάλλου γη» καθώς μέσα σου καταθέτεται το σώμα κι εσύ αγέρα χαίρε πολύ καθώς τώρα ανεβαίνοντας σε διασχίζει το πνεύμα της. Πνεύστε αύρες δροσερές και χαριτωμένες.

Η πλάση όλη πανηγύριζε την άνοδο στους ουρανούς της Μάνας του Θεού. Αλαλάξτε νεανικές συντροφιές κι από τις γλώσσες των ρητόρων ας ξεχυθούν τα εφύμνια· οι καρδιές των σοφών ας φιλοσοφήσουν πάνω στο θαύμα και οι γέροντες με τ' ολόλευκο κεφάλι, που τους σεβόμαστε, ας μας δώσουνε γαλήνια τους καρπούς της μυστικής τους θεωρίας. Η πλάση όλη ας προσφέρει στον έρανο. Αλλά κι έτσι, νιώθω, πως ελάχιστα θάφταναν την αξία της γιορτής.

5. Ελάτε όλοι εγκάρδια να κατεβούμε στο τάφο μαζί μ' αυτή που τον κατεβαίνει. Ας σταθούμε γύρω γύρω στην πανίερη κλίνη της και μελωδικά να ψάλουμε ύμνους ιερούς:

«Χαίρε χαριτωμένη, ο Κύριος μαζί σου»! Χαίρε συ, η προορισμένη Μάνα του Θεού. Χαίρε συ που ήσουνα διαλεγμένη προαιώνια στο σχέδιο του Θεού· χαίρε το θειότερο της γης βλαστάρι, κατοικία του θείου πυρός, το ιερώτατο αριστούργημα του πανάγιου Πνεύματος, πηγή του ζωντανού νερού, παράδεισε του ξύλου της ζωής, έμψυχο κλήμα του θείου σταφυλιού, που πηγάζεις νέκταρ και αμβροσία, ποτάμι κατάμεστο από τ' αρώματα του Πνεύματος, χωράφι με το θείο στάχυ, ρόδο τόσο φωτεινό, από το παρθένεμα, που αναδίνεις πνοή με την ευωδιά της χάρης, κρίνο βασιλικού φορέματος, αμνάδα που γέννησες τον αμνό του Θεού, κείνον που στις πλάτες του σήκωσε την αμαρτία του κόσμου, εργαστήρι της σωτηρίας μας, συ ανώτερη κι απ' τις αγγελικές δυνάμεις, δούλα και Μάνα Θεού.

Ελάτε να περιτριγυρίσουμε τον αμόλευτο τάφο και ν' αντλήσουμε θεία χάρη. Ελάτε με τις αγκαλιές της ψυχής να κρατήσουμε το αειπάρθενο σώμα κι έτσι βαστώντας το να μπούμε μαζί του μέσα στο μνήμα και να νεκρωθούμε μαζί του, βγάζοντας πάνωθέ μας τα πάθη και ζώντας μαζί με την Παναγιά, ζωή ειρηνική κι ολοκάθαρη. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τους θείους ύμνους, που έρχονται από τ' αγγελικά χείλη. Ας μπούμε να προσκυνήσουμε και ας μάθουμε τα παράξενα μυστήρια: πώς, δηλαδή, το σώμα της σηκώθηκε, πώς υψώθηκε, πώς αναλήφτηκε στους ουρανούς και παραυρίσκεται κοντά στο Γιό της πάνω απ' όλες τις αγγελικές τάξεις. Γιατί, στ' αλήθεια, τίποτα δεν χωρίζει τη Μάνα από το Γιο.

Αυτός εδώ είναι ο τρίτος αποχαιρετιστήριος λόγος στην κοίμησή σου, Μάνα του Θεού, που έγραψα κοντά στους άλλους δυο για σένα και για το σεβασμό και την αγάπη στην Πανάγια Τριάδα, που την υπηρέτησες με την πατρική ευδοκία και τη δύναμη του Πνεύματος, με το να δεχτείς μέσα σου, τον άναρχο Λόγο, την παντοδύναμη σοφία και δύναμη του Θεού.

Δέξου λοιπόν το ζήλο μου που ξεπερνάει τις δυνάμεις μου και δίνε μου τη σωτηρία, την αποξένωση από τα ψυχικά πάθη, την παρηγοριά στους σωματικούς πόνους, τη διάλυση των δυσκολιών, τη γαλήνη του βίου και το φωτισμό του Πνεύματος. Παναγιά μου, κάμε να λαμπαδιάσει ο πόθος για το Γιο σου και το βίο μας κάνε τον έτσι που να του αρέσει. Ώστε, σαν θα ευτυχήσουμε να λάβουμε από κει ψηλά την μακαριότητα και να σε βλέπουμε να λάμπεις με του Γιου σου τη δόξα, ν' αναπέμπουμε ύμνους ιερούς στο Χριστό, το Γιο του Θεού και Θεό μας, που μεσ' από σένα οικοδόμησε τη σωτηρία μας, κι εμείς σ' αιώνια, κοινή με το λαό του Θεού ευφροσύνη, αντάξια στο Πνεύμα.

Σ' αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα και τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(πηγή:  Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος - Τέσσερις Θεομητορικές ομιλίες, εκδ. Αποστολική Διακονία, 1970.)

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας: Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος

(του αγίου Λουκά αρχιεπ. Κριμαίας)

Η μεγάλη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του Κυ­ρίου μας Ιησού Χριστού:
«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ' εμαυτού ου λα­λώ. ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πι­στεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί. ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14, 10-11).

Μεγάλα και αμέτρητα ήταν τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: με ένα μόνο λόγο του ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, του αρχισυναγώγου, τον γιο της χήρας της Ναΐν, ακόμα και τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν στον τάφο τέσσερεις ολόκληρες ημέρες. Με ένα λόγο του μόνο επιτίμησε τους ανέμους και τα κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ και έγινε απόλυτη γαλήνη. Με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς γυναίκες και παιδιά, και με τέσσερα ψωμιά τέσσερεις χιλιάδες.

Ας θυμηθούμε πως κάθε μέρα θεράπευε τους ασθενείς, γιατρεύοντας κάθε είδους ασθένεια, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. Πως ξαναέδινε την όραση στους τυφλούς και την ακοή στους κουφούς με ένα μόνο άγγιγμά του. Δεν φτάνουν αυτά;

Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους ανθρώπους οι οποίοι τον ζήλευαν, για τους ανθρώπους για τους οποίους ο μέγας προφήτης Ησαΐας είπε:
«Ακοή ακούσετε και ου συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς» (Ματθ. 13, 14-15).

Σε όλα αυτά, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τους βαρήκοους ανθρώπους και με τα συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το μέγα θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος Θαβώρ. Σ' αυτόν, που έλαμψε με ένα εκθαμβωτικό θείο φως, εμφανίστηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας και προσκύνησαν τον δημιουργό του νόμου. Με φόβο και τρόμο έβλεπαν το θαυμαστό αυτό θέαμα οι εκλεκτοί απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης. Και μετά από τη νεφέλη, που τους σκέπασε, ακούστηκε η φωνή του Θεού:
«Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).

Οι άγιοι απόστολοι κήρυξαν σ' όλο τον κόσμο, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι «αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα».

Ο κόσμος ολόκληρος, όταν το άκουσε, θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό και να προσκυνήσει τον Αληθινό Υιό του Θεού.

Θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την μεταμόρφωσή του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν πιστεύουν οι Εβραίοι ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας.

Όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ.

Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε:
«Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λκ. 12, 32).

Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού:
«Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8).

Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε:
«Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφάλας υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υ­μών» (Λκ. 21, 28).

Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι. Αμήν.


πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 2. ΜΑΪΟΣ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Λόγος στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Εμπρός, φίλοι μου, ας απλώσουμε σήμερα χωρίς δισταγμό το χέρι στους θησαυρούς του Ευαγγελίου, για να αντλήσουμε από εκεί κατά την συνήθειά μας πλούτο, που άφθονα σε όλους διαμοιράζεται και ούτε στο ελάχιστο ποτέ δεν ξοδεύεται. Ελάτε, τον πάνσοφο και πάλι ας ακολουθήσουμε, τον ωραίο οδηγό μας, τον Λουκά, να δούμε τον Χριστό να ανεβαίνει σε όρος υψηλό και τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη να παίρνει μάρτυρες της θεϊκής Μεταμορφώσεως. Διότι «πήρε μαζί του», λέει, «αυτούς που αποτελούσαν την συντροφιά του Πέτρου και σε όρος υψηλό ανέβηκε» ο Δεσπότης. Όρος υψηλό, στο οποίο η δυάδα Μωυσής και Ηλίας συζητούσε με τον Χριστό.

Όρος υψηλό, επάνω στο οποίο ο Νόμος και οι Προφήτες συνομιλούσαν με την Χάρη. Όρος υψηλό: σ' αυτό ο Μωυσής, που έγινε σφαγέας του αμνού για το πάσχα των Ισραηλιτών και έτσι με το αίμα τα ανώφλια των Εβραίων ράντισε.

Όρος υψηλό, σ' αυτό ο Ηλίας, που κοντά σ' εκείνους το βόδι είχε τεμαχίσει, την θυσία την περιχυμένη με νερό είχε αφανίσει με φωτιά. Όρος υψηλό, όπου ο Μωυσής, ο άνθρωπος που άνοιξε και έκλεισε της Ερυθράς Θάλασσας τα πολλά και πάντοτε αξεχώριστα νερά. Όρος υψηλό, για να μάθουν όσοι ανήκαν στον κύκλο του Πέτρου και του Ιακώβου ότι Αυτός είναι το πρόσωπο, εμπρός στο οποίο κάθε γόνατο θα λυγίσει των επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων.

Βέβαια, ανέβηκε μόνο με τρεις, δεν τους πήρε όλους μαζί του, δεν τους άφησε κάτω όλους, δεν απέκλεισε τους άλλους από την φανέρωση της δόξας του, δεν τους έκρινε υποδεέστερους, αφού, καθώς είναι δίκαιος, με δικαιοσύνη τα πάντα τακτοποιεί. Έχοντας όλους στον νου του, δεν χωρίζει από την μεταξύ τους αγάπη αυτούς που ένωσε. Αλλά, επειδή δεν ήταν άξιος να δει το θεϊκό πρόσωπο και την φοβερή εκείνη οπτασία ο Ιούδας, ο μελλοντικός προδότης, για τούτο ο Κύριος και τους άλλους αφήνει, για να αφήσει ύστερα κι εκείνον, που δεν αφέθηκε μόνος, τελείως αναπολόγητο, και τους τρεις, σύμφωνα με τον μωσαϊκό Νόμο, να πάρει επαρκείς μάρτυρες της Μεταμορφώσεως. Αυτοί εσωτερικά, ψυχικά, και τους υπόλοιπους έφεραν μαζί τους. Διότι λέει ο Ίδιος: «Φύλαξέ τους, Πάτερ δίκαιε, για να είναι και αυτοί ένα, όπως και εμείς ένα είμαστε». Διότι, αν έβλεπε ο Ιούδας σιμά στο όρος τον Ανδρέα, τον Θωμά, τον Φίλιππο και τους υπόλοιπους να βρίσκονται μαζί του και ούτε να γογγύζουν, να μην αγανακτούν, να μην κακολογούν, αλλά να χαίρονται και κοινή να λογαριάζουν για τους εαυτούς τους και τους απόντες την χάρη από ψηλά, ήταν από κάθε απολογία στερημένος, αφού ποτέ για κανένα θαύμα δεν τον παρέβλεψε ο Χριστός. Απεναντίας, και το κουτί των συνεισφορών είχε, μόλο που την διάθεση του μύρου (από την ευγνώμονα Μαρία στην Βηθανία) χωρίς λόγο ζήλευε, και τον Διδάσκαλο στους εχθρούς τόλμησε να προδώσει.

Τι λέει, λοιπόν, ο Ευαγγελιστής; «Και μεταμορφώθηκε ενώπιόν τους και εμφανίστηκαν ο Μωυσής και ο Ηλίας να συζητούν μαζί του». Αλλά ο Πέτρος, σαν θερμός πάντα γύρω από όλα τα θέματα, παρότι με τα μάτια της διάνοιας είδε κάποια στιγμή αυτούς που δεν γνώριζε να συνομιλούν μ' Αυτόν, ελάχιστα λογαριάζοντας το θαύμα, υπολογίζοντας όχι τον παράδοξο χαρακτήρα της θείας ελλάμψεως, ονόμαζε ωραίο τον έρημο τόπο. Σκηνοποιός από ψαράς να γίνει ήθελε, αφού φώναζε στον Σωτήρα: «Ας κάνουμε τρείς σκηνές· μία για σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία» δίχως να ξέρει τι λέει.

Αλλά, Πέτρο, κορυφαίε και πρώτε στην χορεία των Μαθητών, γιατί με ουτιδανές σκέψεις απερίσκεπτα προτρέχεις και με συλλογισμούς ανθρώπινους μιλάς ολότελα εις βάρος των θείων, θέλοντας να στήσεις τρεις σκηνές σε ερημιά; Όμοια με των δούλων αξία καθορίζεις για τον Δεσπότη; Και για τον Χριστό μία σκηνή και για τους δύο εξίσου βιάζεσαι να φτιάξεις; Μήπως, λοιπόν, από Άγιο Πνεύμα, όπως Αυτός, συνελήφθη ο Μωυσής; Μήπως παρθένος γέννησε τον Ηλία, όπως Αυτόν η Παναγία Παρθένος Μαρία; Μήπως ως έμβρυο μέσα από την μήτρα τον αντιλήφθηκε ο Πρόδρομος; Μήπως ο ουρανός έδωσε μήνυμα για του Ηλία την γέννηση, οι μάγοι προσκύνησαν του Μωυσή τα σπάργανα; Μήπως λοιπόν ο Μωυσής και ο Ηλίας έκαμαν τόσα θαύματα και από σπήλαιο ανθρώπινο έδιωξαν πονηρά πνεύματα; Ο Μωυσής, βέβαια, οργίστηκε κάποτε και, σαν χτύπησε το πέλαγος με ράβδο, το διάβηκε· ο διδάσκαλός σου όμως Ιησούς πάνω στην θάλασσα περπάτησε μαζί με τον Πέτρο και βατόν έκαμε τον βυθό. Ο Ηλίας μετά από ικεσία πλήθυνε της χήρας το αλεύρι και τον γιό της ανέστησε από τους νεκρούς, ενώ Εκείνος μαθητή του μέσα από τους ψαράδες σε πήρε και με λίγους άρτους χιλιάδες ανθρώπους χόρτασε και τον Ήδη άφησε γυμνόν από άρματα και άρπαξε αυτούς που, αφότου φάνηκαν άνθρωποι στην γη, ήσαν παραδομένοι σε ύπνο.

Γι' αυτό, Πέτρο, μη λες «Ας φτιάξουμε εδώ τρεις σκηνές», μήτε «όμορφα είναι εδώ να είμαστε», μήτε λόγο που αναφέρεται σε κάτι ανθρώπινο ή μικροπρεπές, μήτε κάτι γήινο ή ευτελές. Τα άνω να σκέφτεσαι, τα άνω ν' αναζητείς, καθώς ο Παύλος μήνυσε, όχι τα επίγεια. Διότι πώς είναι όμορφο να βρισκόμαστε εμείς εδώ, όπου ο Όφις κακομεταχειρίστηκε και έβλαψε τον πρωτόπλαστο και έτσι τον παράδεισο έκλεισε; Όπου το ψωμί με ιδρώτα του προσώπου του να τρώει ακούσαμε; Όπου μάθαμε ότι ειπώθηκε σ' αυτόν να στενάζει και να τρέμει για την παρακοή του επάνω στην γη; Όπου τα πάντα είναι σκιά; Όπου τα πάντα θα παρέλθουν και θα χαθούν, σε χρόνο τόσο, όσο διαρκεί μια απλή κίνηση; Πώς λοιπόν το να βρισκόμαστε εδώ είναι ωραίο; Εάν εδώ ο Χριστός ήθελε να μας παρατήσει, γιατί πήρε αίμα και σάρκα; Εάν εδώ ο Χριστός ήθελε να μας εγκαταλείψει, γιατί έσκυψε στον πεσόντα άνθρωπο με συγκατάβαση; Γιατί αυτόν που βρισκόταν χάμω ανέστησε;

Εάν νομίζεις ότι είναι ωραίο να είμαστε επάνω στην γη, ματαίως έλαβες την προσωνυμία «κλειδούχος των ουρανών». Σε ποια περίπτωση, λοιπόν, μπορεί να χρησιμοποιηθούν των ουρανών τα κλειδιά; Αφού το όρος τούτο ποθείς, παράτησε στο εξής τους ουρανούς. Αν σκηνές να σηκώσεις θέλεις, μη συνεχίσεις να είσαι της Εκκλησίας θεμέλιος. Διότι μεταμορφώθηκε ο Χριστός όχι χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά για να φανερώσει σ' εμάς μεσ' απ’ τα πράγματα την μεταμόρφωση, που μέλλει να υποστεί η φύση μας, και τον δεύτερο σωτήριο ερχομό του, ο οποίος θα γίνει πάνω στις νεφέλες, μέσα στις φωνές των Αρχαγγέλων. Διότι ο Ίδιος είναι που το φως σαν πανωφόρι περιβάλλεται, καθώς είναι κριτής ζωντανών και νεκρών. Γι' αυτό εμφάνισε τον Μωυσή και τον Ηλία, για να παρουσιάσει τα δείγματα των αρχαίων προσώπων.

Και τι λέει ο μεγάλος συγγραφέας; «Ενώ ακόμη αυτός μιλούσε, να, νεφέλη φωτεινή από πάνω τους κάλυψε. Και ιδού, φωνή από τον ουρανό να λέει: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, ο οποίος έχει πλήρη την ευαρέσκειά μου. Αυτόν να ακούτε». Όσο ακόμη, λέει ο Ευαγγελιστής, ο Πέτρος μιλούσε, είπε ως απάντηση στα λόγια του ο Πατήρ: «Γιατί, Πέτρο, λες ότι είναι όμορφα, αφού δεν ξέρεις αυτό που λες; λησμόνησες τον εαυτό σου ή μήπως φθονείς το γένος; Ακόμη δεν έχεις παιδαγωγηθεί; Μέχρι τώρα δεν απέκτησες την ασφαλή γνώση σχετικά με την υιότητα, εσύ που λες: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού». Τόσα θαύματα είδες καθαρά, γιέ του Ιωνά, και ακόμα είσαι Σίμων; Των ουρανών κλειδούχο σε τοποθέτησε και της θαλασσινής δουλείας ακόμα το ρούχο δεν πέταξες από πάνω σου; Ορίστε, για τρίτη φορά αντιστέκεσαι στου Σωτήρα το θέλημα, δίχως να ξέρεις αυτό που λες. Σου είπε δηλαδή: «Πρέπει να υποστώ το πάθος και λες: «Να μη σου συμβεί αυτό». Είπε πάλι: «Όλοι θα σκανδαλισθείτε», και λες: «αν όλοι σκανδαλισθούν, εγώ δεν θα σκανδαλισθώ». Ορίστε, και τώρα να σηκώσεις θέλεις σκηνή για τον Χριστό, ο Οποίος μαζί με μένα θεμελίωσε την γη, ο Οποίος μαζί με μένα ένωσε υδάτινους όγκους σε σύνολο οργανικό, την θάλασσα, και το στερέωμα κάρφωσε, στον αιθέρα έδωσε φωτιά· και μαζί με μένα δημιούργησε όλα τα πριν από την αισθητή κτίση· σκηνή γι' Αυτόν, που γεννήθηκε από μένα, σκηνή γι' Αυτόν που υπάρχει μέσα σε μένα και μαζί σας, σκηνή για τον χωρίς πατέρα Αδάμ, σκηνή για τον χωρίς μητέρα Θεό, σκηνή γι' Αυτόν που έκαμε δική του σκηνή διαλεγμένη, κοιλία παρθενική. Λοιπόν, επειδή εσύ τρεις σκηνές θέλεις να φτιάξεις, έχοντας άγνοια γι' αυτό που λες, εγώ νεφέλη φωτεινή χρησιμοποίησα για σκηνή. Έτσι, έκρυψα τους παρόντες και λέω δυνατά: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευδόκησα». Όχι ο Μωυσής και ο Ηλίας, αλλά Αυτός· όχι εκείνος, όχι ο άλλος, αλλ’ Αυτός, ένας και αν είναι ο Ίδιος, ο εκλεκτός μου, Αυτόν να ακούτε.

Τον Μωυσή ανέδειξα δίκαιο, αλλά σ' Αυτόν βρήκα καθετί αρεστό. Τον Ηλία τον πήρα από την γη, αλλ’ Αυτόν τον έστειλα από Παρθένο στον ίδιο τον ουρανό». Διότι κανείς, λέει ο Χριστός, δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρεκτός απ’ εκείνον που απ’ τον ουρανό κατέβηκε. Από εκεί λοιπόν πραγματοποίησε την κάθοδό του στην γη, εκεί από τον εαυτό του «εξήλθε», έχοντας πάρει μορφή δούλου. Εάν παρέμεινε αυτό που ήταν και δεν έγινε ό,τι ακριβώς είμαστε, αν δεν υπέμεινε σταυρό για μας με σχήμα ανθρώπινο και δεν εξαγόρασε με το δικό του αίμα τον κόσμο, τότε δεν πραγματώνεται η θεία Οικονομία και απομένουν όσα τον παλαιό καιρό είπαν οι Προφήτες αβέβαια λόγια. «Όμως πάψε, Πέτρο, και μην έχεις στην σκέψη σου όσα ταιριάζει σε ανθρώπους, αλλ’ αυτά που αρμόζουν στον Θεό. Διότι Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, ο Οποίος έχει τέλεια την ευαρέσκειά μου. Αυτόν να ακούτε. Καθότι δύο φορές έχω εκφραστεί με φωνή, που μιλούσε γι' Αυτόν, την μία που είσθε παρόντες στο όρος αυτό, την άλλη παρόντος του Ιωάννη στον Ιορδάνη ποταμό».

Αυτή την φωνή θα παρουσιάσει αληθινή ο παλαιός Προφήτης, που κήρυξε μεγαλόφωνα: «Το Θαβώρ και το Ερμονιήλ στο όνομά Σου θα αγαλλιάσουν». Ποιο όνομα; «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός». Διότι του χάρισε όνομα τρανότερο από κάθε όνομα. Αλλά το δίχως άλλο θα πεις, αγαπητέ μου: «Τι σημαίνει, Το Θαβώρ και το Ερμονιήλ στο ονομά Σου θα νιώσουν αγαλλίαση»; Μάθε λοιπόν και αποτύπωσέ το στην σκέψη σου: Το Θαβώρ, αυτό είναι το όρος, όπου θέλησε και μεταμορφώθηκε ο Χριστός και δόθηκε γι' Αυτόν μαρτυρία από τον Πατέρα πως είναι Υιός του, καθώς πριν από λίγο ακούσατε. Το Ερμονιήλ πάλι είναι όρος μικρό, από την γη του Ιορδάνη, απ’ όπου έγινε η ανάληψη του Ηλία και κοντά στο οποίο, μες στο τρεχούμενο νερό του Ιορδάνη, επεθύμησε και βαπτίστηκε ο Χριστός, και τότε δόθηκε γι' Αυτόν μαρτυρία από τον Πατέρα πως είναι Υιός του. Σ' αυτά τα δύο όρη ο άχραντος Πατήρ επιβεβαιώνοντας την υιότητα, και τότε και τώρα για δεύτερη φορά λέει με φωνή δυνατή: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον Οποίο ευδόκησα, Αυτόν να ακούτε. Διότι αυτός που Τον ακούει και εμένα ακούει. Και αυτός που θα ντραπεί γι' Αυτόν και για τα λόγια του, και εγώ θα ντραπώ γι' αυτόν, όταν φανερωθώ μες στην δόξα μου καθώς και οι άγιοι Αγγελοι. Αυτόν να ακούτε, χωρίς προσποίηση, χωρίς κακία, χωρίς περιέργεια, με πίστη αναζητώντας Τον, αλλά όχι θέλοντας με γλωσσικές απόπειρες να ορίσετε τα μεγέθη του, με την πίστη προχωρώντας στον χώρο του υπέρλογου, αλλ’ όχι με τα λόγια επιχειρώντας να βρείτε τα μέτρα του Λόγου».
Διότι τώρα ο Παύλος, ο δεινός ομιλητής, βάζοντας χαλινάρι στον περίεργο άνθρωπο και τα πάντα διδάσκοντας χωρίς δισταγμούς, κηρύττει μεγαλοφώνως: «Βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις και αποφάσεις του και πόσο ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι, μέσα από τους οποίους ενεργεί!».

Σε Αυτόν ανήκει η δόξα στους ατελείωτους αιώνες. Αμήν.

(πηγή: "Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα")

Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου

(του οσίου Εφραίμ του Σύρου)

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr/

Ἀπό τούς ἀγρούς τέρψεις συγκομιδῆς καί ἀπό τά ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καί ἀπό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. Ὁ ἀγρός μία φορά ἔχει τήν συγκομιδή καί τό ἀμπέλι μιά φορά ἔχει τόν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχή ζωοποιό. Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καί τό ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἄν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δέν ἐκλείπουν. Καθημερινά τρυγᾶται καί τά σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δέν δαπανῶνται. Ἄς πλησιάσουμε λοιπόν τόν ἀγρό τοῦτο κι ἄς ἀπολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεῖθρα καί ἄς θερίσουμε ἀπ᾽ αὐτόν στάχυα ζωῆς, τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στήν δόξα Του».

Καί μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν ἀδελφό του Ἰωάννη καί τούς ἀνέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς. Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιά τούς ὁποίους εἶπε ὅτι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τούς ὁποίους πῆρε κοντά Του καί ἀνέβηκαν στό βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νά ἔλθει κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα στήν δόξα τῆς θεότητάς Του καί μέ τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τούς ἀνέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εἶναι καί ποίου υἱός. Διότι, ὅταν τούς ρωτοῦσε «ποῖος λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).

Γι᾽ αὐτό καί τούς ἀνεβάζει στό βουνό καί τούς ἀποκαλύπτει, ὅτι δέν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεός καί Πλάστης τοῦ Ἠλία. Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ᾽ αὐτός πού ἁγίασε τόν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καί τούς ἔστειλε. Ἀλλά καί τοῦτο ὑποδηλώνει σ᾽ αὐτούς, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ὁ κύριος ζωντανῶν καί νεκρῶν. Διότι διέταξε τόν οὐρανό, καί εὐθύς ἀμέσως κατέβασε τόν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στήν γῆ καί τόν Μωϋσῆ παρέστησε. Καί σ᾽ αὐτούς πάλι τούς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τόν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί ὅτι εἶναι Αὐτός πού ἐγείρει τούς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τόν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δέ ἀνάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Τί κι ἄν ἔλεγε σ᾽ αὐτούς ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ»; Δέν θά πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν Ἰωσήφ, πού Τόν ἀνέθρεψε, καί πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινό ὄνομα. Παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἦσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καί ὅπως αὐτοί πείνασε καί ἔλαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα ἔσβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρῆκε παρηγοριά τήν ἀνάπαυση, καί στήν νύστα ἔδωσε ὕπνο. Καί τόν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοί ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τά δικά μας παρεκτός τήν ἁμαρτία, πῶς θά γινόταν πιστευτός, ἐάν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτά δέν ἦσαν ἁρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι᾽ αὐτό λοιπόν στό βουνό τούς ἀνεβάζει, ὥστε νά μιλήσει ὁ Πατήρ καί νά τούς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικά Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καί τήν βασιλεία Του πρίν ἀπό τόν θάνατο. Καί τήν δόξα Του πρίν ἀπό τήν ὕβρη. Καί τήν δύναμή Του πρίν ἀπό τό πάθος. Καί τήν τιμή Του πρίν ἀπό τήν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καί σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νά γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δέν σταυρώνεται ἀπό ἀδυναμία ἀλλά κατά τό ἀγαθό Του θέλημα, γιά νά δωρήσει τήν χάρη, πού θά σώσει ὅλο τόν κόσμο. Δείχνει καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση τήν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στήν θεϊκή δόξα τῆς φύσεώς Του, νά γνωρίσουν ὅτι δέν ἔλαβε τήν δόξα ὡς μισθό γιά τόν κόπο του, σάν νά μήν τήν εἶχε, ἀλλ᾽ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ᾽ ἀρχῆς καί προαιώνια κοντά καί μαζί μέ τόν Πατέρα Του – καθώς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μέ τήν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρίν νά ὑπάρξει ὁ κόσμος» (Ἰω. 17, 5). Αὐτή, λοιπόν, τήν δόξα τῆς θεότητάς Του, τό ἄδηλο καί κρυμμένο μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στούς ἀποστόλους κατά τήν ἀνάβαση στό ὄρος. Διότι ἔγινε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά σάν τό φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στό βουνό τά μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτός πού φέρνει τό φῶς τῆς ἡμέρας, καί ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καί φοβερός. Ὁ ἕνας φαινόταν καί σ᾽ αὐτούς καί τόν κόσμο ὅλο φώτιζε στό στερέωμα. Καί ὁ ἄλλος σ᾽ αὐτούς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τό πρόσωπο.

Ἔγινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά ὅπως τό φῶς. Μέ αὐτά ἔδειξε, ὅτι ἀπό ὅλο τό σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καί ἀπό ὅλη τή σάρκα Του ἔλλαμψε τό φῶς Του, καί ἀπό ὅλα τά μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δέν ἔλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μέ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καί μέσα Του ἔμεινε. Ἀπό τόν Ἴδιο ἀνέτειλε τό φῶς ου καί μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σέ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καί τόν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατά χάριν μέ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσική στόν ἑαυτό Του λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καί τό φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καί οὔτε ὁλόκληρη τήν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τούς φανέρωσε, ἐφόσον τά μάτια τους δέν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατά τό μέτρο τῆς ὁπτικῆς τους δυνάμεως.

Καί παρουσιάστηκαν σ᾽ αὐτούς ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας νά συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ᾽ Αὐτόν; Ἀπ᾽ ὅσο μπορῶ νά ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τούς λόγους τῶν προφητῶν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπέρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στό ἀνθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ὁποῖο αὐτοί ζωγράφησαν, αὐτός ὁλοκλήρωσε μέ τό ἔργο Του. Διότι αὐτοί δεχόμενοι τίς ἀρχές καί ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μέ λόγους συγκαλυμμένους. Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μέ ἔργα τούς λόγους καί τίς εἰκόνες.

Χαρά κατέλαβε τούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους μέ τήν ἀνάβαση αὐτή στό βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τήν ἀνθρώινη φύση Του, τήν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν, καί ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ Πατέρα. Μέ αὐτήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τό ὁποῖο ἦταν κρυφό γι᾽ αὐτούς. Διότι δέν ἦταν δυνατόν νά μάθουν ἀπό ἄλλη πηγή γιά τήν ἐνανθρώπισή Του, παρά ἀπό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. Ἀλλά καί ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντά στόν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καί οἱ μέν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τούς ἀποστόλους καί οἱ ἀπόστολοι τούς προφῆτες. Αὐτοί πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπί πλέον σ᾽ αὐτήν τήν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔθαψε τόν Μωϋσῆ καί μέ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβίτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανείς δέν εἶδε τό μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρά μόνο αὐτός πού τόν ἔθαψε. Οὔτε κανείς γνώριζε καλύτερα ποῦ βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρά μόνο ἐκεῖνος πού τόν ἀνέβασε στόν οὐρανό ἐπάνω σέ ἅρμα. Καί δέν θά μποροῦσε κανείς νά τούς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τόν μέν ἀπό τούς νεκρούς, τόν δέ ἀπό τήν ἀγγελική κατοικία, παρά μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καί ἐξουσιαστής τοῦ ἅδη καί τ᾽ οὐρανοῦ. Καί συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοί τῆς Παλαιᾶς καί οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τόν Σίμωνα νά ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρός τόν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μέν ἔσχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει ἀνάμεσα στά κύματα, ὁ δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τόν παρθένο τῆς νέας· ὁ Ἠλίας τόν Ἰωάννη. Αὐτός πού ἀνέβηκε σέ φλογερό ἅρμα, αὐτόν πού ἔγειρε στό στῆθος τῆς φλόγας. Καί ἔγινε τό ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἕνωσε ὁ Θεός σ᾽ αὐτό τίς δύο διαθῆκες. Καί ἔτσι τόν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ δοτήρας καί τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τά μυστήρια Αὐτοῦ καί ἡ ἄλλη φανέρωσε τήν δόξα τῶν ἔργων Του.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ». Ὦ Σίμων, τί λές; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, ποιός θά ἐκπληρώσει τούς λόγους τῶν προφητῶν καί τήν διδαχή τῶν κηρύκων ποιός θά ἐπισφραγίσει; Καί τά μυστήρια τῶν ὁσίων καί δικαίων ποιός θά τελειώσει; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τό «τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια μου» (Ψαλ. 21, 17) σέ ποιόν θά πραγματοποιηθεῖ; Καί τό «διαμοίρασαν τά ἱμάτιά μου μεταξύ τους καί στόν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρον» (Ψαλμ. 21, 14) σέ ποιόν θά ταιριάξει; Καί τό «ἔδωσαν χολή στό στόμα μου καί στήν δίψα μου μέ πότισαν ξίδι» (Ψαλμ. 68, 22) σέ ποιόν θά συμβεῖ; Καί ποιός θά βεβαιώσει τό «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87, 5); Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδάμ τό χειρόγραφο ποιός θά σχίσει καί τό χρέος του ποιός θά ἀποδώσει; Καί ποιός θά ἀποκαταστήσει τό ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θά πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό μου γιά σένα, πῶς θά οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θά χρησιμεύσουν; Ἀλλά καί ποιόν θά λύσεις ἤ ποιόν θά δέσεις, Πέτρε; Ἐάν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτά ἀναιροῦνται.

Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ. Νά στήσουμε, ἐάν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καί τώρα ἑτοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιά τόν Ἰησοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τόν κατέτασσε μαζί μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νά δείξει ὅτι δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μέ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτός εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στούς πατέρες τους σκηνή νεφέλης σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοί ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτός τούς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνή ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τό καῦμα, καί ὁλόφωτη, δίχως σκιά μέσα της. Σκηνή ἐξαστράπτουσα καί φωτίζουσα. Καί μέσα στόν θαυμασμό τῶν μαθητῶν φωνή ἀκούστηκε ἀπό τήν νεφέλη νά λέει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί μέ τήν φωνή τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στόν τόπο του καί ὁ Ἠλίας γύρισε στήν χώρα του. Καί οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνή ἐκείνη Αὐτόν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καί ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθώς δέν ἐκπληρωνόταν σ᾽ αὐτούς τό νόημα τοῦ λόγου. Διότι δέν ἦταν κανείς ἀπό αὐτούς υἱός ὁμοούσιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, οὔτε γι᾽ αὐτούς ἦταν τό «αὐτόν νά ἀκοῦτε».

Μέ τό λόγο, λοιπόν, αὐτόν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπό τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, καί στόν Υἱό ὑπακούουν κατά πάντα. Μήν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτά εἶπε ὁ Μωϋσῆς καί αὐτά ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στόν κέλευσμα καί αὐτό πού τούς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτός εἶναι υἱός καί ὄχι ὁμογενής· κύριος καί ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καί ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καί ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατά τήν θεία φύση καί υἱός ἀγαπητός. Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ᾽ αὐτό πού ἦταν γι᾽ αὐτούς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατήρ φανέρωσε τόν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλει τό συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξαίτιας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Διότι ἦταν βροντή φοβερή, πού δονοῦσε καί τάραζε τήν γῆ καί αὐτοί ἀπό τόν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ᾽ αὐτούς τό ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα στήν θεϊκή Του φύση. Διότι καθώς ἡ φωνή τοῦ Πατέρα τούς ἔριξε κάτω, ἔτσι καί ἡ φωνή τοῦ Υἱοῦ μέ τήν δύναμή Του τούς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καί ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ ἕνα πρόσωπο. Διότι δέν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ᾽ ὡς Θεός στήν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τό πρόσωπο ἐξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στίς ἀκτῖνες του ἄστραφτε καί ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι᾽ αὐτόν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δέν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπό τήν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιά ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτόν πού φαινόταν σέ σῶμα εὐτελές καί δόξα φοβερή. Καί ἡ ἁγία Μαρία υἱό τόν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τό ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν χωρισμένο ἀπό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σῶμα καί τήν δόξα Του. Καί ἡ δόξα Του μήνυσε τήν ἐκ τοῦ Πατρός θεία φύση. Καί τό σῶμα Του μήνυσε τήν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση. Ἕνας ὅμως Υἱός μονογενής ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τῆς Μαρίας. Ἄς παύσουν τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τόν μερίζει, θά μερισθεῖ ἀπό τήν βασιλεία Του. Καί ὅποιος τόν συγχέει, θά ἀποκλεισθεῖ ἀπό τήν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεόν ἡ Μαρία, ἄς μή δεῖ τήν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καί ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εἶναι τῆς σωτηρίας καί ζωῆς πού προσφέρεται διά τοῦ σώματός Του. Διότι τά ἴδια τά πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεός ἀληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καί τό σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπό θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἄν δέν τό κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατά τήν διάνοια, ἐμεῖς θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐκθέσουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τά ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους ἀκροατές μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στό προσκήνιο, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριήλ ποιόν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἦταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιά ποιόν λόγο ὕστερα ἀπό οὐράνια μύηση τόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ὑποβλήθηκε σέ περιτομή; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν οἱ μάγοι ἀπό τήν ἀνατολή πρόσφεραν δῶρα; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν ἀγκαλιά του ὁ Συμεών, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, σέ ποιόν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νά πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν πῆρε ὁ Ἰωσήφ καί κατέφυγε στήν Αἴγυπτο; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, τό «ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν υἱό μου» σέ ποιόν ἐκπληρώθηκε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιόν βάπτισε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ἔρημο καί πείνασε; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καί διακονοῦσαν, ἄν δέν ἦταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τῆς Κανᾶ καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, ἐάν δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός τέλειος, πῶς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τά πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν ὁδοιπορία καί ζητοῦσε νερό, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἐνῶ ζητοῦσε νερό ἀπό τήν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερό καί ἔλεγχε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στήν γῆ, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό μέ πηλό νά ἀναβλέψει; Στό μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρός τετραήμερος, ἐάν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στό πουλάρι, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιόν δοξολογοῦσαν λέγοντας τό ὠσαννά; Καί πῶς νά διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιά τήν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καί ὅσα μετά τήν προδοσία ἔγιναν στό κριτήριο τοῦ Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί ὅσα τίς ὧρες μετά τήν προδοσία ἔπαθε γιά χάρη μας. Δέν τά ὑπέμεινε αὐτά ὡς ἄνθρωπος; Τά δέ τοῦ σταυροῦ ποιά γλῶσα νά διηγηθεῖ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τά μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροί πῶς ἀνασταίνονταν;

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στόν ληστή «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν ἄλειψαν μέ σμύρνα καί ἔθαψαν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα; Ποιόν οἱ ἀπόστολοι στό ὑπερῶο εἶδαν καί ψηλάφησαν, ἐάν δέν ἦταν σάρκα, καί πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐάν δέν ἦταν Θεός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἔφαγε στήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἄγγελοι ποιόν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ποιόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τό ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα, τήν ἄχραντη καί ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτός εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί λόγος, ὁ ἐρχόμενος στόν κόσμο. Τόν ἴδιον ὁμολογῶ Θεό τέλειο καί τέλειο ἄνθρωπο· μέ δύο φύσεις ἑνωμένες σέ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τῶν φύσεων.

Αὐτός θεώρησε ἄξιο νά σαρκωθεῖ, δίχως τροπή τῆς θείας Του φύσεως, ἀπό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρημάτισε ἄνθρωπος μετά ἀπό πρόσληψη σώματος, καί γενόμενος αὐτό πού δέν ἦταν, καί μένοντας αὐτό πού ἦταν, τέλειος καί στά δύο, ἦταν ἐπίγειος καί οὐράνιος· πρόσκαιρος καί ἀθάνατος· ἄναρχος καί ὑποκείμενος στόν χρόνο· παθητός καί ἀπαθής· Θεός καί ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπό δύο τέλειες φύσεις καί γνωριζόμενος ὡς μία ἀπό τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα. Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Τήν φωνή αὐτή σάν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί λέει πρός αὐτούς Αὐτός πού ἔλαβε τήν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καί μή φοβᾶσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ἑξῆς: «Μή πεῖτε σέ κανένα τό ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. Σ᾽ Αὐτόν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.

πηγή: egolpion.com

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr/

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

Μετάφραση - Λογοτεχνική απόδοση: Καίτη Χιωτέλλη

1. Άνθρωπος κανείς δε θα μπορέσει ποτέ, άξια τη μετάσταση την ιερή να υμνήσει της Θεομήτορος, μακάρι μύριες νάχε γλώσσες και μύρια στόματα· μ' ακόμα κι αν όλες των σκόρπιων ανθρώπων οι γλώσσες μαζεύονταν ποτέ, δε θα φτιάναν τα επάξια εγκώμια.

Γιατί εκείνη βρίσκεται ψηλότερα από κάθε μέτρο δοξολογικό. Και λόγω που αγαπά ο Θεός το κατά δύναμη, όταν μ' αγάπη του δωρίζεται και ζήλο και με προαίρεση αγαθή, κι αφού κι η μάνα του Θεού αγαπά όσα στο Γιο είναι αρεστά κι ευχάριστα, ας ξαναρχίσουμε τα εγκώμια με υποταγή στις διαταγές σας, άριστοι μες στους ποιμενάρχες κι αγαπημένοι του Θεού, αφού πρώτα το Λόγο, που από κείνην σαρκώθηκε, βοηθό μας γυρέψουμε, που κάθε στόμα οπού σ' αυτόν ανοίγεται γεμίζει, κι οπού για κείνην μοναχό στολίδι και δοξαστικό τραγούδι Εκείνος φύτρωσε· κι αφού καλά το ξέρουμε, πως χρέος ξεπληρώνουμε αρχίζοντας τα εγκώμια κι όταν το ξεπληρώσουμε πάλι σε χρέος μπαίνουμε, για να κρατά παντοτινά το χρέος, όλο αρχίζοντας και τέλος να μην έχει.

Κι ας γίνει σπλαχνική σε μας εκείνη που ανυμνούμε, η πέρα απ' όσα πλάστηκαν, κυρία σ' όλη την πλάση, σα μάνα πούναι του Θεού, του κτίστη και δημιουργού και πάνω σ' όλα αφέντη. Σχωράτε ελόγου σας και σεις, που απ' αγάπη τα θεία ν' ακούσετε λόγια συνάζεστε· την πρόθεση την αγαθήν αποδεχθείτε, τον πόθο χαρείτε, μα πονέστε μαζί μας και σεις για τη φτώχεια του λόγου.

Γιατί να, πέστε πως κάποιος έρχεται στον αυτοκράτορα, που στα χέρια του μέσα ο Θεός το πηδάλιο του λαού εμπιστεύτη, που όλα τάχει στο τραπέζι του πλούσια και περισσεύουν φαγητά κάθε λογής, και μύρου μοσκοβόλημα πολύτιμου ευωδιάζει το παλάτι, και του κομίζει εκτός καιρού ή μενεξέ στο χρώμα της στολής του, ή ρόδο που βλασταίνει ευωδιαστό πάνω στ' αγκάθι, με πράσινους τους κάλυκες απ' όπου δίχρωμο προβάλλει και λίγο - λίγο φτάνει στη φλογάτη του ομορφιά, και ζουμερό καρπό στο γλυκό χρώμα του μελιού· κι εκείνος δίνει προσοχή στα παράξενα δώρα και θαυμάζει που βρέθηκαν, δεν τονε νοιάζει αν είναι φτωχικά, γιατί ξέρει να κρίνει και κατέχει τα πράγματα, και με άφθονα κι όμορφα δώρα τον αγρότη θ' αμείψει· έτσι και μεις μακάρι όλο και πιότερο ν' αποδειχτεί, πως φέρνουμε των λόγων τα λουλούδια μες στο χειμώνα στη βασίλισσα, και πως οπλίζουμε τις μεταχειρισμένες λέξεις να πάρουν μέρος στον αγώνα για τα εγκώμια, κι ακόμα πως προσφέρουμε σε σας, που ακρόαμα και λόγον αγαπάτε, κάποιο αμυδρό σπινθήρα από την προστριβή του πόθου μας πάνω στο νου, όπως σε σίδερο λιθάρι, κι σπ' το ξεζούμισμα σσν αγουρίδας του μυαλού, τις ιστορίες που γεννά, το καταστάλαγμα του λόγου.

Γιατί τι άλλο από λόγο να χαρίσουμε στη μάνα του Λόγου; Αφού με τα όμοια χαίρονται τα όμοια και μάλιστα τ' αγαπητά. Τώρα λοιπόν που ανοίξαμε τη στρόφιγγα των λόγων, και λίγο ξαμολύσαμε τα γκέμια, να τρέξει λεύτερα ας αφήσουμε το λόγο, σαν άτι που στο δρόμο τ΄οδηγήσαμε. Όμως εσύ, Λόγε Θεού, γίνε βοηθός και γέμισε με λόγο εσύ τη σκέψη μου την άλογη, και κάνε με το λόγο σου βατό το μονοπάτι μου, κι οδήγησε το δρόμο μου στην ευαρέστησή σου Εκεί, που ο κάθε λόγος του σοφού κι η σκέψη κατευθύνεται.

2. Στην υπερκόσμια σήμερα και στην ουράνια εκκλησιά η άγια και μοναδική παρθένα οδηγιέται, αυτή που τόσο πολύ την παρθενία πόθησε, που λές κι έγινε καθαρώτερη φωτιά και τη μετάλλαξε. Γιατί βέβαια η κάθε κόρη που γεννά, παρθένα πιά δεν είναι, όμως παρθένα μένει αυτή πριν κι ύστερα απ' τη γέννα ως και την ώρα που γεννά.

Σήμερα, η ζώσα κιβωτός του ζώντος Θεού η αγία, που στην κοιλιά της κράτησε μέσα τον τεχνουργό της, σ' αχειροποίητη εκκλησιά σχολάζει του Κυρίου. Χορεύει από χαρά ο Δαβίδ, που είν' απ' τη γενιά του και κείνη κι ο θεάνθρωπος, κι οι άγγελοι αντάμα του χορεύουνε, οι αρχάγγελοι χειροκροτούν, δοξάζουν οι δυνάμεις μαζί κι οι αρχές αγάλλονται, οι εξουσίες ευφραίνονται κι οι κυριότητες χαίρουν, θρόνοι πανηγυρίζουνε, τα χερουβίμ υμνούνε, δοξολογούν τα σεραφίμ· γιατί καθώς δοξάζουνε της δόξας τη μητέρα, πιότερο αυτοί δοξάζονται.

Σήμερα, η περιστέρα η πιο ιερή, η ακέρια κι άκακη ψυχή, η αγιασμένη από το Θείο Πνεύμα, φτερούγισε απ' την κιβωτό, λέω απ' το σώμα που Θεό δέχτηκε κι έγινε η αρχή για τη ζωή, κι ανάπαψε τα πόδια της Εκεί στον κόσμο το νοητό που πέταξε και τη σκηνή της έστησε στη γη την άσπιλη της θείας κληρονομιάς.

Σήμερα δέχεται η Εδέμ του νέου Αδάμ το λογικό παράδεισο, που μες σ' αυτόν η τιμωρία χαρίστηκε, το δεντρο της ζωής φυτεύτηκε κι η γύμνωσή μας πήρε τέλος. Γιατί γυμνοί δεν είμαστε πια τώρα κι ούτε ανέντυτοι, με δίχως τη λαμπρότητα της θεϊκιάς εικόνας κι έρημοι απ' την πλούσια του Πνεύματος τη χάρη, κι ούτε, την παλιά γύμνωση κλαίγοντας, θε να πούμε· «Έβγαλα το χιτώνα μου και πώς θα τον φορέσω;» Γιατί, σε τούτον τον παράδεισο δεν τρύπωσε το φίδι, που για να πεθυμήσουμε την ψεύτικιά του θέωση, κατάντησε να μοιάσουμε στα ζώα τα δίχως γνώση.

Γιατί ο ίδιος του Θεού ο Γιός ο μονογεννημένος, πούναι Θεός έχοντας την ίδια ουσία του Πατέρα, άνθρωπον επλαστούργησε ο ίδιος τον εαυτό του από τούτη την καθαρή και την παρθένα γη. Κι ο άνθρωπος εγώ θεώθηκα, αθανατίστηκα ο θνητός, κι έβγαλα τους δερμάτινους χιτώνες. Γιατί ξεντύθηκα το ντύμα της φθοράς, και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχτηκα την αλουργίδα της θεότητας.

Σήμερα η παρθένα η άχραντη, που καμιά με τα πάθη της γης δεν είχε συγγένεια, αλλά με ουράνια εθράφη νοήματα, δεν εγύρισε πίσω στο χώμα της γης, μα καθώς ουρανός ζωντανός είχε γίνει, στ' ουρανού πια τα δώματα κατοικεί.

Γιατί ποιός, που θα την πει ουρανό, αληθινός δε θάναι, εκτός και μιλήσει κανείς που τη γνώση κατέχει καλά, και την ύψωση ασύγκριτα ψηλότερ' απ' τους ουρανούς; Γιατί εκείνος πού 'φτιαξε και συγκρατεί τους ουρανούς, πούναι ο τεχνίτης κάθε πλάσματος εγκόσμιου κι υπερκόσμιου, βλεπόμενου κι αόρατου, που τόπος δεν είναι γι' αυτόν κανείς στους τόπους όλους —αν καθορίζουμε σαν τόπο για τα πράγματα αυτό που τα περιέχει—, μέσα σ' αυτήν χωρίς σπορά τον εαυτό του βρέφος έπλασε, και την απόδειξε κατοικία ευρύχωρη για τη θεότητά του, που γεμίζει τα πάντα και που μένει μονάχη αυτή απερίγραφτη, ολόκληρος μικραίνοντας για να χωρέσει μέσα της, χωρίς ν' αλλοιωθεί, και μένοντας έξω απ' αυτήν ολόκληρος, κι έχοντας τόπο του τον αχώρητο σε όλα εαυτό του.

Σήμερα ο πλούτος της ζωής κι η άβυσσο της χάρης —πώς να τολμήσω μ' άτρεμα να το προφέρω χείλη— κρύβεται μές σε θάνατο από ζωή γιομάτο, και τον πλησιάζει ατρόμητη, που στην κοιλιά της κράτησε τον εξολοθρευτή του, αν είναι μπορετό να πούμε θάνατο τ' όλο ζωή κι όλο αγιοσύνη ξόδι της.

Γιατί, εκείνη που την αληθινή για όλα ανάβρυσε ζωή πώς γίνεται στο θάνατο υποταχτική να γένει; Αλλά στου σπλάχνου της το νόμο υπακούει, κι ως θυγατέρα του παμπάλαιου Αδάμ το πατρικό της χρέος ξεπληρώνει, αφού κι ο Γιός της, η ζωή η ίδια, δεν τ' αρνήθηκε· μα ως γενάμενη του ζωντανού Θεού μητέρα, καθώς πρέπει, κοντά του μεταφέρεται.

Γιατί αφού λέει ο Θεός· «Μήπως κι απλώσει χέρι» ο άνθρωπος ο πρωτόπλαστος «κι από το δέντρο πάρει της ζωής και το γευτεί και αιώνια ζήσει», πώς να μη ζήσει στον αιώνα τον απέραντο, κείνη που εδέχτη τη ζωή την άναρχη κι ατέλειωτη, που όρια δεν την κυβερνούν της αρχής και του τέλους;

3. Παλιά λοιπόν, Κύριος ο Θεός, κείνους που κάναν την αρχή στο γένος των θνητών, κι ήπιαν και γέμισαν απ' της παρακοής το κρασί το άκρατο, κι ενύσταξε το βλέμμα της ψυχής μέσα στη μέθη απ' το ξεστράτισμα, κι ύπνο κοιμήθηκαν θανατερό, σα βάρυναν του πνεύματος τα μάτια τους μες στην ακολασία της αμαρτίας, τους έβγαλε έξω απ' τον εδεμικό παράδεισο, να πορευτούν εξόριστοι. και τώρα τούτην που αποτίναξε του πάθους κάθε επίθεση κι αύξησε το φυντάνι της υπακοής στο Θεό και Πατέρα, κι έκανε αρχή για τη ζωή σ' ολόκληρο το γένος, γίνεται να μην την δεχτεί παράδεισος; να μην ανοίξει διάπλατα τις πύλες του απ' τη χαρά του ο ουρανός;

Το δίχως άλλο. Αφού η Εύα, του φιδιού το μήνυμα ν' ακούσει που έστερξε και που τη συμβουλή του όχτρού εδέχτη, κι η αίσθηση μαγεύτηκε απ' τ' άγγιγμα της ψεύτικης κι απατηλής χαράς, κέρδισε την απόφαση του πόνου και της θλίψης, γεννά μ' ωδίνες τα παιδιά, και καταδίκη παίρνει εις θάνατον μαζί με τον Αδάμ, και μες στους κόλπους του άδη κατοικεί.

Κι αυτήν εδώ, που αλήθεια είναι μακαριστή, που έκλινε μ' υποταγή το αυτί στο λόγο του Θεού, κι απ' τις ενέργειες γέμισε του Πνεύματος, και στην κοιλιά της κράτησε με τη φωνή του αγγέλου εκείνον που είναι η ευδοκία του Πατρός, αυτήν που δίχως ηδονή κι ανέγγιχτη από άνδρα συνέλαβε του Θεού Λόγου την υπόσταση που γεμίζει τα πάντα, και δίχως πόνους γέννησε ως έπρεπε, κι ενώθηκε με τον Θεόν ολάκερη, πώς να την καταπιεί ο θάνατος; πώς να την πάρει μέσα του ο άδης; πώς η φθορά θα τόλμαγε ν' αγγίξει το σώμα που εδέχτη εντός του τη ζωή; Ολωσδιόλου τούτα ξένα και παράδοξα για την ψυχή και για το σώμα που βάσταξαν το Θεό.

Και μόνο να τη βλέπει ο θάνατος φοβήθηκε. Γιατί και με το Γιό της τάβαλε, κι έμαθε αφού έπαθε, κι η πείρα του τον δίδαξε κι εσωφρονίστη. Κι έτσι γι' αυτήν αδιάβατες οι σκοτεινές κατηφοριές του άδη, μα ο δρόμος για τον ουρανό ίσιος κι ομαλός κι εύκολος για κείνην ετοιμάστη.

Γιατί αφού λέει ο Χριστός πού 'ναι η αλήθεια κι η ζωή «Όπου είμαι εγώ, εκεί κι ο υπηρέτης ο δικός μου θά 'ναι», πόσο μάλλον αυτή πού 'ναι μητέρα του κοντά του να μη μείνει; Πριν να πονέσει γέννησε και δίχως πόνους ήταν κι η θανή της. «Κακό το ξόδι των αμαρτωλών»· πώς λοιπόν να τηνε πούμε αυτήν που μέσα της νεκρώθηκε η αμαρτία, του θανάτου το κεντρί, πώς αλλιώς από αρχή ζωής, ατέλειωτης και πιο καλής; «Τίμιος» αλήθεια «ο θάνατος των οσίων» Κυρίου, του Θεού των δυνάμεων και της μητέρας του Θεού η μετάσταση απάνω κι από τίμια.

Τώρα, «οι ουρανοί ας ευφραίνονται», κι οι άγγελοι ας χειροκροτούν τώρα «ας αγάλλεται η γη» κι οι άνθρωποι ας χορεύουν· τώρα τραγούδια ας αντηχεί μες στη χαρά του ο αγέρας, κι ας βγάλει η νύχτα η άφεγγη το αγέλαστο το σκότος, το θλιβερό, κι ας μιμηθεί γιορταστικά της μέρας τη λαμπρότη με τις μαρμαίρουσες φωτιές.

Γιατί, του Θεού η πόλη η ζωντανή, του Κύριου των δυνάμεων, πάνω απ' τη γην υψώνεται, κι απ' του Κυρίου το ναό της ξακουστής Σιών, πρός την ελεύθερη Ιερουσαλήμ την άνω, βασιλιάδες οι απόστολοι, που άρχοντες γίνανε για το Χριστο πάνω σ' όλη τη γη, τη μάνα τους φέρνουνε, δώρο πολύτιμο, την παντοτινή παρθένα και μητέρα του Θεού.


4. Κι ούτε που διόλου το θαρρώ παράκαιρο, να περιγράψω με λόγια κι όσο δύναμαι και να εικονίσω και σχηματικά να δείξω, όλα όσα τελέστηκαν θαύματα, πάνω σ' αυτή την άγια μάνα του Θεού, κείνα που μέτρια και πολύ συνοπτικά, κατά πώς λέμε, από πατέρα σε παιδί κι απ' την αρχή τα παραλάβαμε.

Γιατί θαρρώ πως τούτη, μες στους αγίους πιο άγια, κι οσιώτερη στους όσιους, του μάννα η στάμνα η γλυκιά, κι αληθινά καλύτερα να πούμε η πηγή του, έγειρε σ' ένα ανάκλιντρο μέσα στην πόλη του Δαβίδ την ξακουσμένη και θεϊκιά, μες στην περίβλεφτη Σιών την πολυδοξασμένη, που μέσα της ήρθε το πλήρωμα του κατά γράμμα νόμου, κι αναγορεύτηκε ο νόμος ο πνευματικός· που μέσα της, ο νομοθέτης ο Χριστός στο τυπικό το πάσχα έβαλε τέλος και της παλιάς και της καινούργιας διαθήκης ο Θεός το αληθινό το πάσχα μάς παράδωσε· στην πόλη αυτή το μυστικό το δείπνο εμυσταγώγησε στους μαθητές του ο αμνός του Θεού, που πήρε απάνω του την αμαρτία του κόσμου, και τον εαυτό του πρόσφερε για χάρη τους σα μόσχο σιτευτό, και της αληθινής κληματαριάς πάτησε μες στο πατητήρι το ζουμερό καρπό· στην πόλη αυτή, στους αποστόλους φανερώνεται ο Χριστός, απ' τους νεκρούς ως ανασταίνεται και το Θωμά στην πίστην οδηγάει και διαμέσου αυτού της γης τα πέρατα, πως είναι αυτός Θεός και Κύριος, δυό φύσεις φέροντας κι ύστερ' απ' την ανάσταση, και τις δυο αντίστοιχες σ' αυτές ενέργειες, κι αυτεξούσια θελήματα, που στον αιώνα τον απέραντο διαμένουν.

Αυτή είναι των εκκλησιών το φρούριο· των μαθητών η διαμονή· μέσα σ' αυτήν η επιφοίτηση του παναγίου Πνεύματος, μ' άπειρες γλώσσες κι ήχους και μορφές φωτιάς, στους αποστόλους χύθηκε· μέσα σ' αυτήν ο μαθητής ο θεολόγος τη Θεοτόκο που μαζί του την παρέλαβε, φρόντιζε σ' ό,τι χρειάζονταν αυτή, η μάνα των εκκλησιών όλης της οικουμένης, κατοικητήριο έγινε της μάνας του Θεού, ύστερ' από την εκ νεκρών επιστροφή του Γιου της στους ανθρώπους. Σ' αυτή την πολιτεία λοιπόν, μακάρια η παρθένα, σ' ένα κλινάρι κείτονταν, το τρισευτυχισμένο.


5. Αλλά σ' ετούτο ως έφτασα το σύνορο του λόγου, για να μπορέσω να εκφραστώ το δυνατό μου πάθος, κι ενώ από θέρμη καίγομαι κι από την κοχλαστή φωτιά του πόθου, με συνεπαίρνουν δάκρυα χαράς και κάποιο ρίγος, λες κι αγκαλιάζω τ' όλβιο και ποθεινό κλινάρι, το ξέχειλο από θαύματα, που δέχτηκε το ζωαρχικό το σώμα και τον αγιασμό μοιράστηκε απ' τη γειτονιά του, αυτό το ίδιο το άγιο, πανάγιο, κι άξιο του Θεού σκήνωμα, μ' ετούτα δω τα χέρια μου θαρρούσα πως αγκάλιαζα.

Μάτια, χείλη και μέτωπα ως άγγιζαν τα μέλη μου, τα μάγουλα και το λαιμό, την αίσθηση είχα της αφής, λες και το σώμα ήταν όλο ένα παρόν, κι ωστόσο εστάθη αδύνατο, μ' όλον πολύ που επάσχισα, κείνο που επόθουν με τα μάτια μου να δω. Γιατί πώς θάταν μπορετό να δω ό,τι αρπάχτηκε ψηλά, στου ουρανού τα ιερά; Κι έτσι έχουνε τα τωρινά.


6. Όμως ποιες έκανε τότε γι' αυτήν τιμές, κείνος που όρισε να τιμάμε τους γεννήτορες; Και πρώτα αυτούς που εσπάρησαν σ' όλο το πρόσωπο της γης, για να ψαρεύουν με του Πνεύματος τις γλώσσες τις ποικίλες κι εναρμόνιες και με του λόγου τους το δίχτυ, τους ανθρώπους απ' της πλάνης το βυθό, και να τους φέρνουν στο ουράνιο και πνευματικό του μυστικού δείπνου τραπέζι της ιερής χαράς για τους πνευματικούς τ' ουράνιου νυμφίου γάμους, που ο Πατέρας για του Γιου τη χάρη του ομοούσιου κι ισοδύναμου λαμπρά και με βασιλικές τιμές γιορτάζει, σύννεφο, καθώς δίχτυ που στοιβιάζει και μαζεύει αϊτούς, από της γης τις άκριες στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το θείο πρόσταγμα, τους φέρνει. «Όπου είν' το σώμα» είπεν η αλήθεια, ο Χριστός, εκεί κι οι αϊτοί θα μαζευτούνε.

Και μ' όλο που το είπε αυτό προφητικά, για τη μεγάλη, δεύτερη, δική του παρουσία, τη μεγαλοπρεπή, κι από τον ουρανό τον ερχομό του, κι εδώ ωστόσο άσχημα δεν πάει, το λόγο να ομορφήνουμε.

Φτάσαν λοιπόν αυτοί, το Λόγο που είδανε και που τον υπηρέτησαν, για να φροντίσουν και τη μάνα του ως ώφειλαν, και πλούσιο και πολύτιμο μεράδι την ευλογία απ' αυτήν ν' αντλήσουνε. Γιατί ποιος αμφιβάλλει, πως είναι αυτή της ευλογίας η πηγή, κι όλων των αγαθών το κεφαλάρι;

Κι ήταν μαζί τους οι οπαδοί τους κι οι διάδοχοι, να πάρουν μέρος στη φροντίδα και στην ευλογία. Γιατί όσοι μαζί κοπιάζουνε, ανάλογα και τον καρπό του κόπου τους κερδίζουν.

Κι ήταν ακόμα εκεί όλη των εκλεκτών του Θεού η κοινότητα που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ.

Αλλά κι από τους δίκαιους, παλιούς προφήτες, έπρεπε οι σπουδαιότεροι να δώσουν το παρόν, να πάρουν μέρος στην ιερή ακολουθία, όσοι δηλαδή προφητέψανε, πως θα γεννιόταν απ' αυτήν για χάρη μας, και σάρκα θα φορούσε απ' αγάπη στους ανθρώπους, ο Λόγος του Θεού.

Μα ούτε κι οι άγγελοι έπρεπε να λείπουν απ' τη σύναξη. Γιατί όπως στη γνώμη στάθηκαν του βασιλιά υπάκουοι και να τον παραστέκουνε τιμητικά αξιώθηκαν, έτσι και τη μητέρα του την κατά σάρκα έπρεπε τιμητικά να συνοδεύουν, την τρισευδαίμονη κι αληθινά μακαριστή, που απ' όλες τις γενιές κι όλη την κτίση είναι ψηλότερα.

Όλοι σ' εκείνηνε σιμά σταθήκανε, που έλαμπε απ' τη φωτιά του Πνεύματος και με λαμπρές μαρμαρυγές εφώτιζε, όσους με σεβασμό και φόβο και με πόθο σταθερό, το καθαρό του νου τους βλέμμα της απέθεταν.

Γιατί καμιά δεν είναι ύπαρξη που έτσι να μην έκανε ή το πολύ νάναι μία· γιατί κανείς όσο ψηλά κι αν στέκει τα προσφερόμενα δεν τα καταφρονεί· κι ούτε που γίνεται, μια και προς όλα συγκατέβη κι αυτόν που πράττει και την προσφορά να μη δεχτεί.


7. Εδώ, λόγοι εμπνευσμένοι απ' το Θεό, που ο Θεός τους λέει. Εδώ κάποια ποιήματα που στο Θεό ταιριάζουνε φτιαγμένα για το ξόδι. Γιατί να υμνήσουν έπρεπε μ' αυτή την ευκαιρία, του Θεού την αγαθότητα, την πάνω κι από άπειρη και τη μεγαλοσύνη, που κάθε μέτρο ξεπερνά, τη δύναμη, που όλα αυτή τα δύναται, και τη δική του καταδεχτικότητα σε μας, που από κάθε ύψος και μέτρο πέρα βρίσκεται, και της ακατανόητης καλωσύνης του τον πλούτο τον υπέρπλουτο, και της αγάπης του το χάος το αγέμιστο· πώς δίχως ν' αποχωριστεί το μεγαλείο του, κατέβηκε ως την κένωση όπου τον ύψωσε, καθώς μαζί μ' αυτόν το θέλησε ο Πατέρας και το Πνεύμα· πώς ο υπερούσιος ουσία γίνεται από κοιλιά γυναίκας με τρόπο υπερούσιο· πώς είναι και θεός, κι άνθρωπος έγινε, και μένει, και συνάμα υπάρχει και τα δυό· πώς ούτε την ουσίαν αφήκε της θεότητας, και «όμοια, κοινή» με μας «έλαβε σάρκα κι αίμα»· πώς, ο που τα σύμπαντα πληροί κι υπάρχει πάνω απ' όλα και συγκρατεί τους κόσμους με το λόγο των χειλιών του, κατοίκησε τόπο στενό· πώς το φθαρτό και χορταρένιο σώμα εκείνης της πανένδοξης γυναίκας, δέχτηκε τη θεοτική φωτιά την καταλύτρα, και σαν χρυσάφι καθαρό ακατάλυτον εδείχτη. Με του Θεού τη θέληση γένηκαν όλα τούτα· γιατί όλα είναι δυνατά, όταν ο Θεός το θέλει, κι αδύνατο να γίνουνε εκείνος σα δε θέλει.

Πάνω σε τούτα, βάλθηκαν οι λόγοι να φιλονικούν και ν' αναμετριούνται, όχι πως πιο ψηλά θα φτάσουνε ο ένας απ' τον άλλο — αυτό θα ταίριαζε σ' ένα μυαλό ματαιόδοξο και μακριά πολύ από ό,τι το Θεό ευχαριστεί — μα πώς λειψοί να μην φανούν σε δύναμη και ζήλο, και στου Θεού την ύμνηση και στης μητέρας του Θεού το σέβας.


8. Τότε λοιπόν, τότε ο Αδάμ κι η Εύα, του γένους οι προπάτορες, με χείλη οπού 'σταζαν χαρά φωνάζανε και λέγαν· κόρη μακαριστή, εσύ μας ελευθέρωσες απ' της απείθειας την ποινή. Σώμα φθαρτό εμείς για σε κληρονομιάν αφήσαμε, και συ για μας μες στην κοιλιά σου ετοίμασες της αφθαρσίας το ρούχο.

Την ύπαρξη εσύ πήρες απ' τη σάρκα μας κι αντίδωρο ευδαιμονία μας χάρισες· τις λύπες τις κατάργησες, τα σάβανα έσκισες που μας τυλίγαν του θανάτου· την πρώτη κατοικία για μας την εξανάφτιαξες. Εμείς κλείσαμε τον παράδεισο, εσύ το δρόμο προς το δέντρο της ζωής πλατύ μας άνοιξες.

Αιτία εμείς που απ' τα καλά προκύψανε τα θλιβερά, χάρη σε σε απ' τα θλιβερά μας ήρθαν τα καλύτερα. Και πώς εσύ η αμόλευτη το θάνατο να τον γευτείς; Γιοφύρι εσύ προς τη ζωή, κι ο θάνατος σου θα γενεί σκάλα που πάει στους ουρανούς, μικρό καράβι που περνάει προς την αθανασία. Αληθινά μακαριστή εσύ 'σαι τρισμακάριστη. Γιατί ποιος θα προσφέρονταν, ο Λόγος αν δεν ήτανε, να πάθει αυτό που ανάλαβε να πράξει;

Κι η σύναξη των προφητών εσυμφωνούσεν όλη. Εσύ τις προφητείες μας έκανες ν' αληθέψουν. Εσύ την που προσμέναμε μας έφερες χαρά. Γιατί λευτερωθήκαμε απ' του θανάτου τα δεσμά για χάρην εδική σου. Έλα κοντά μας, θησαυρέ θεϊκέ, ζωή που φέρνεις, έλα σε μας τους διψασμένους, συ που προσκόμισες του πόθου μας το πλήρωμα.

Αλλά κι απ' τη μεριά την άλλη πλήθος άγιοι, τραβούσανε την προσοχή με λόγους αρκετούς καθώς σωματικά γυροστεκόντανε. Μείνε μαζί μας, η παρηγοριά μας, λέγανε, μοναδικό στη γη κουράγιο μας· μη μας αφήσεις ορφανούς, μητέρα, που για του Γιου σου την αγάπη κινδυνεύουμε.

Άσε να σ' έχουμε στους κόπους μας ανάπαυλα και στους ιδρώτες μας δροσιά. εσύ, κι αν θες να μείνεις το μπορείς, κι αν βιάζεσαι να φύγης εμπόδιο δε θα βρής. Αν εσύ φύγεις, του Θεού η κατοικία, και μεις μακάρι αντάμα σου να φύγουμε, που για το Γιό σου εμείς λαός σου είμαστε. Μονάχα εσύ μας έμεινες να σ' έχουμε πάνω στη γη παρηγοριά. Ευτυχισμένοι θάμαστε αν ζεις ζώντας μαζί σου, κι αν πεθάνεις πεθαίνοντας. Μα τι θα πει αν πεθάνεις; Αφού για σε κι ο θάνατος ζωή, και πιο καλή ζωή, κι απ' την ζωήν ετούτην ασύγκριτα υπέρτερη· αλλά για μας τι ζωή θάναι τούτη να τη ζούμε, όταν εσέ μαζί μας δε θα σ' έχουμε;


9. Έτσι θαρρώ απάνω - κάτω οι απόστολοι, μ' όλη μαζί της εκκλησίας τη σύναξη στην όλβια παρθένα θα μιλούσανε. Αλλά επειδή βλέπαν τη Θεομήτορα ανυπόμονα την εκδημία της να ορέγεται, ύμνους άρχισαν κατευόδιους, καταγεμάτοι από τη θεία χάρη, το στόμα τους δανείζοντας στο Πνεύμα, απ' το κορμί τους σ' έκσταση και με βαθιάν αποθυμιά να την ακολουθήσουν στο ταξίδι της τη μάνα του Θεού, φεύγοντας απ' τον κόσμο πριν την ώρα τους αν ήταν μπορετό κατά τη δύναμη του πόθου τους.

Κι έπειτα όλοι, όταν τον πόθο και το χρέος ξεπληρώσανε, και πολυλούλουδο πολύχρωμο με τα ιερά τραγούδια τους στεφάνι πλέξανε, την ευλογία ως θησαυρό ελάβαιναν θεόσταλτο, καθώς και τα στερνά της λόγια που όπως έφευγε τους έλεγε. Κι απ' όσο ξέρω ήταν για τη ζωήν ετούτη που κυλά και χάνεται, και φανερώναν τα κρυμμένα μυστήρια των αγαθών των μελλούμενων.


10. Κι ύστερα κοντά με τούτα και συνέχεια κι άλλα γίνανε, να, κάπως έτσι, όπως εγώ θαρρώ· ο ερχομός του βασιλιά σ' αυτήν που τον εγέννα, για να δεχτεί στα θεϊκά κι άχραντα χέρια του την ιερή της την ψυχή, την καθαρή κι αμόλευτη. Και δίχως άλλο έτσι αυτή του μίλησε.

Στα χέρια σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίνω. Δέξου τήν π' αγαπάς ψυχή μου, που άψογην εκράτησες. σε σένανε, κι όχι στη γη, το σώμα μου τ' αφήνω· το κατοικιά σου πούκαμες άβλαβο φύλαξέ το, παρθενικό που εκράτησες κι απ' όταν εγεννήθης.

Κοντά σου πάρε με, μαζί με σε να κατοικήσω κι εγώ, όπου θα είσαι εσύ, των σπλάχνων μου η φύτρα· σε σένα βιάζομαι να ρθω πούρθες και μ' επισκέφτεις, δίχως να χωριστείς απ' τον Πατέρα. Συ στα παιδιά μου π' αγαπώ, κι αδέρφια σου να τα ονομάσεις δέχτηκες, γίνε παρηγοριά για το ταξίδι μου· καθώς τα χέρια μου πάνω τους θ' ακουμπήσω, βάνε ευλογία πάνω στην ευλογία τους.

Ύστερα, καθώς να φανταστεί κανείς μπορεί, τα χέρια της υψώνοντας τους συναγμένους βλόγησε, αφού λόγια ως ετούτα είπε, κι ως άκουσε: «Έλα ευλογημένη» μου μητέρα, «να ξεκουραστείς». «Σήκω, γειτόνισσά μου, έλα» μες στις γυναίκες «η ομορφότερη», «γιατί, να, διάβηκε ο χειμώνας, ήρθεν η ώρα για να κόψουμε κλαδιά»· «γειτόνισσά μου όμορφη, κι ούτε πούχεις ψεγάδι»· «η ευωδιά των μύρων σου πάνω απ' τ' αρώματα όλα».

Ετούτα δω ως άκουσε η Παναγιά, το πνεύμα της στου Γιου τα χέρια αφήνει.

11. Και τώρα τι γίνεται; Κίνηση των στοιχείων θαρρώ, κι αλλαγή και φωνές και πάταγοι κι επάξιες υμνωδίες αγγέλων που συνοδεύουν, προπορεύονται, ακολουθούν· κι άλλοι μπαίνουνε στην ακολουθία της πανάγιας κι αψεγάδιαστης ψυχής, και στα ουράνια ως ανεβαίνει ανεβαίνουνε μαζί της, ώσπου στο θρόνο το βασιλικόν έφεραν τη βασίλισσα, κι άλλοι το θείο κι ιερό κυκλώνουν σώμα το άγιο, και με τραγούδια που σ' αγγέλους πρέπουνε τη μάνα του Θεού υμνούνε.

Και τι να κάναν όσοι στο πανάγιο και στο πανίερο σώμα παραστέκονταν; με σεβασμό και πόθο και δάκρυα καυτής χαράς, κυκλώνοντας το άγιο και τρισευτυχισμένο σκήνωμα, το αγκάλιαζαν, το ασπάζονταν, κι όλα τα μέλη τους φέρναν κοντά στο σώμα, γιομίζοντας απ' τ' άγγιγμα αγιωσύνη κι ευλογία.

Τότε οι αρρώστιες χάνονταν, κοπαδιαστά δαιμόνια φεύγαν τρέχοντας, συμμαζωμένα από παντού, μόνο προς τα βασίλεια του άδη· αγέρι, αιθέρας κι ουρανός αγιάζονταν το πνεύμα όπως ανέβαινε, καθώς κι η γη, το σώμα ως της απόθεσαν.

Αλλά κι η φύση των νερών μεράδι δε στερήθηκεν από την ευλογία· γιατί με καθαρό νερό τη λούζουν, που αντίς να δώσει καθαρμό, αυτό από κείνη αγνίζεται. Εδώ οι κουφοί βρίσκουν ξανά ακέρια την ακοή τους, για τους κουτσούς στεργιώνονται οι βάσεις των ποδιών τους, καινούργιο φως χαρίζεται και στους τυφλούς, τα χρέη σκίζονται των αμαρτωλών με πίστη που πλησιάζουν.

Ύστερα τι άλλο; Το καθάριο σώμα το τυλίγουν σε καθαρά σεντόνια εντός, και πάλι στο κλινάρι αποθέτουν τη βασίλισσα. Κατόπι μύρα και κεριά, κι άσματα κατευόδια, καθώς οι άγγελοι ψαλμωδούν στις εδικές τους γλώσσες τον ύμνο τον καλύτερο, κι ως τραγουδούν οι απόστολοι κι οι θεοφόροι πατέρες ωδές που ευφραίνουν το Θεό και που εμπνέει το Πνεύμα.


12. Τότε λοιπόν, τότε Κυρίου η κιβωτός, τ' όρος αφήνοντας της Σιών, φερμένη στους ονομαστούς ώμους των αποστόλων, μες απ' τον τάφο στ' ουρανού την εκκλησιά περνάει. και πρώτα την περνούν μέσα απ' την πόλη, σα νύφη απειρόκαλλη, του Πνεύματος την άφθαστη τη λάμψη στολισμένη, κι έτσι τη φέρνουν στο ιερώτατο χωριό Γεθσημανή, καθώς άγγελοι τρέχουν μπρος κι άλλοι πιο πίσω ακολουθούν και με τις φτερούγες όλην τηνε σκεπάζουν, κι όλο μαζί της πάει της εκκλησίας το πλήρωμα.

Κι όπως εκάλεσε ο βασιλιάς ο Σολομών, σαν ήτανε ν' αναπαυτεί η κιβωτός μες στου Κυρίου την Εκκλησιά, που ο ίδιος είχε χτίσει, «τους γέροντες του Ισραήλ όλους να 'ρθούνε στη Σιών, κι από την πόλη του Δαβίδ να φέρουνε την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου (που αυτή είναι η Σιών)· και σήκωσαν οι ιερείς την κιβωτό και τη σκηνή του μαρτυρίου και τ' ανέβασαν οι λευΐτες κι οι ιερείς· κι ήταν μπροστά στην κιβωτό ο βασιλιάς κι ο λαός όλος, βόδια θυσιάζοντας αμέτρητα και πρόβατα· και φέρνουν μέσα οι ιερείς την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, στον τόπο της και στο δαβίρ της εκκλησιάς, στ' άγια των αγίων, κάτω απ' τις φτερούγες των χερουβίμ»· έτσι και τώρα το λοιπόν, σαν ήτανε ν' αναπαυτεί η κιβωτός η νοητή, όχι της διαθήκης του Κυρίου, αλλά της ίδιας της υπόστασης του Λόγου και Θεού, ο ίδιος ο νέος Σολομών πούν' της ειρήνης ο άρχοντας κι όλου του κόσμου ο τεχνουργός, σήμερα κάλεσε στην Ιερουσαλήμ όλες τις τάξεις των πνευμάτων τ' ουρανού τις υπερκόσμιες και τους εξέχοντες της νέας διαθήκης, δηλαδή τους απόστολους, μαζί μ' ολάκερο το λαό των μαθητών.

Και την ψυχή μ' αγγέλους του τη φέρνει και την οδηγεί μες των αγίων τ' άγια, τ' αρχέτυπα κι αληθινά κι ουράνια, πάνω στις φτερούγες των ζώων των τετράμορφων, και την εκάθισε κοντά στο θρόνο του, μέσα απ' το καταπέτασμα, που πρώτος και σωματικά ο ίδιος έχει μπει ο Χριστός, κι ως για το σώμα, μεταφέρεται στα χέρια των απόστολων, καθώς ο βασιλιάς των βασιλέων το συγκαλύπτει κάτω απ' τη λάμψη της αόρατης θεότητας, και μ' όλη των πιστών τη σύναξη να τρέχει εμπρός, κραυγές αφήνοντας ιερές, κι «αινέσεως θυσίαν» θυσιάζοντας, ώσπου στον τάφο, σαν σε κάμαρη νυφιάτικη, το απόθεσαν, κι απ' αυτόν μέσα στης Εδέμ τη χαρμονή και στα ουράνια δώματα.


13. Μπορεί ακόμα κι απ' τους Ιουδαίους να βρέθηκαν, όσοι δεν ήτανε παραπολύ αχάριστοι. και δεν θάναι παράκαιρο, καθώς στο πιάτο το γαρνίρισμα, αν μες στο λόγο κάτι ανακατέψουμε που σε πολλά χείλη κυκλοφορεί.

Γιατί λέν, πως καθώς κατηφόριζαν την πλαγιά κείνοι που το μακάριο σώμα σήκωναν της μάνας του Θεού, ένας Εβραίος, της αμαρτίας δούλος και της πλάνης οπαδός, κάνοντας όπως έκανε ο δούλος του Καϊάφα (που το θεϊκό, δεσποτικό του Χριστού και Θεού μας πρόσωπο ράπισε) και του διαβόλου όργανο γενάμενος, μες στην ορμή του θράσους την αλόγιστη, σπρωγμένος από δαίμονα κακόν ερρίχτηκε σ' εκείνο το θείο σκήνωμα, που τρέμοντας το πλησιάζουν οι άγγελοι, και το κλινάρι με τα δυό του χέρια μανικά και ξέφρενα αρπάζοντας το τραβούσε να το ρίξει στη γης· αποτέλεσμα φθόνου του αρχεκάκου διαβόλου και τούτο το πήδημα· μα ο καρπός τον κόπο πρόλαβε, και τρύγησε πικρό σταφύλι, αντάξιο εκείνου που βουλήθηκε.

Γιατί λεν πως του λείψανε τα χέρια. και μπόρειες να τον δεις κείνον που τ' άπρεπο τόλμησε με τα ίδια του τα χέρια, ολομεμιάς να εμφανιστεί κουλός, ώσπου τη γνώμη του άλλαξε κι εστράφη προς την πίστη και μετάνοιωσε. Γιατί εκείνοι που σηκώνανε την κλίνη ευθύς εστάθηκαν, κι όπως τα χέρια του ακούμπησε ο δύστυχος στο σκήνωμα το ζωαρχικό που γέννησε τα θαύματα, πάλι γερός από κουλός ξανάγινε. Γιατί γνωρίζει η δύσκολη ώρα πως πολλές, σοφές απόφασες και σωστικές να γεννάη. Αλλά στην ιστορία μας ας ξανάρθουμε.


14. Από δω προς την ιερώτατη Γεθσημανή τη φέρνουν πάλι ασπασμοί, αγκαλιάσματα, και παινέματα, ύμνοι ιεροί, χαιρετισμοί και δάκρυα και ποταμοί να τρέχουν οι ίδρωτες και της αγωνίας και του πόθου. Κι ήταν να βλέπης ίδρωτες και δάκρυα ν' ανταγωνίζονται στους ποταμούς που έφτιαχναν. Κι έτσι το σώμα το πανάγιο αποτίθεται στο δοξασμένο και στο θαυμαστό του μνήμα, κι από κει τρεις μέρες μετά, ψηλά στα ουράνια ανυψώνεται.

Γιατί ετούτη η κατοικία η αντάξια του Θεού, η πηγή η άσκαφτη του νερού της συγγνώμης, η γη η ανόργωτη του ψωμιού του ουράνιου, τ' αμπέλι τ' απότιστο πούδωσε της αθανασίας το σταφύλι, η πάντα πράσινη με τους ωραίους καρπούς ελιά της ευσπλαχνίας του πατέρα, δεν γίνονταν μέσα στης γης τα χάη να κλειστεί· αλλά καθώς το σώμα που απ' αυτήν ο Θεός Λόγος ένωσε με την υπόστασή του, το άγιο κι αμόλευτο, την τρίτη μέρα ανέστη από το μνήμα, έτσι και τούτη έπρεπε από τον τάφο ν' αρπαχτεί και νάβρει άλλο λιμάνι, κοντά στο Γιο η μητέρα· κι όπως αυτός σ' εκείνηνε κατέβηκε, έτσι κι εκείνη προς αυτόν έπρεπε ν' ανέβει, προς «το ναό το μεγαλύτερο και τελειότερο, στον ουρανό τον ίδιο».

Έπρεπε εκείνη που το Λόγο και Θεό μες στην κοιλιά της φιλοξένησε, να κατοικήσει μες στου Γιου της τις θείες σκηνές· κι όπως είπεν ο Κύριος πως έπρεπε στην κατοικία του Πατέρα του να βρίσκεται, έτσι κι η μάνα έπρεπε μες στο βασίλειο του Γιου να κατοικεί, «στο σπίτι του Κυρίου» και «στις αυλές του Θεού μας». Γιατί αν βρίσκεται σ' αυτόν «όλων που χαίρονται η κατοικία» άραγε πού να κατοικήσει θα μπορούσε η αιτία της χαράς;

Έπρεπε αυτή που φύλαξε την παρθενία και μες στη γέννα απείραχτη, αδιάφθορο το σώμα. της να φυλαχτεί κι από το θάνατο ύστερα.

Έπρεπε αυτή που στην αγκάλη της βρέφος τον κτίστη εκράτησε στα θεϊκά να κατοικεί σκηνώματα.

Έπρεπε η νύφη που ο Πατέρας διάλεξε, στους νυφικούς θαλάμους τ' ουρανού να μένει.

Έπρεπε αυτή που στο σταυρό το Γιο τον εδικό της αναγνώρισε, και δέχτηκε μες στην καρδιά τη μαχαιριά του πόνου, που απόφυγε στη γέννα της, να τον θεωρεί με τον Πατέρα του μαζί να κάθεται.

Έπρεπε η μάνα του Θεού όλα τα πράγματα του Γιου και κείνη να κατέχει, κι απ' όλη να προσκυνηθεί την κτίση ως μάνα του Θεού και δούλη του.

Γιατί πάντα η κληρονομιά κατέρχεται απ' τους γονιούς στα τέκνα. μα τώρα, ως είπε ένας σοφός, πάνω οι πηγές των ποταμών των ιερών ανεβαίνουν.

Γιατί ο Γιος υπόταξε στη μάνα όλη τη χτίση.

15. Ελάτε γι' αυτό και μεις σήμερα την εξόδια γιορτή της μητέρας του Θεού να γιορτάσουμε, χωρίς σουραύλια και ντελίρια, και όργια ομαδικά της μάνας, όπως λένε, των ψευτοθεών, που οι ανόητοι στη φαντασία τους την πλάθουνε πολύτεκνη, ενώ ο λόγος της αλήθειας τη δείχνει άτεκνη.

Τέτοιες της φαντασίας σκιές είναι οι θεοί αυτοί, χυδαία που υποκρίνονται πως είναι ό,τι ποτέ δεν ήτανε, έχοντας για βοήθεια την ανοησία αυτών που βρίσκονται στην πλάνη. Πώς μπορεί να γεννήσει με σύζευξη το ασώματο; και με ποιό τρόπο θα ενωθεί; και πώς μπορεί νάναι θεός κείνο που, μη όντας πρώτα, έγινε με τη γέννηση;

Γιατί το γένος των θεών πως είναι ασώματο είναι ολοφάνερο ακόμα και σ' αυτούς πούναι τυφλοί στο πνεύμα. Γιατί είπε κάπου μες στα λόγια του ο Όμηρος μιλώντας για την κατάσταση των θεών που τιμούσε:
Ψωμί δεν τρώνε και πυρρό δεν πίνουνε κρασί
για τούτο αίμα δεν έχουνε κι αθάνατους τους λένε.

Λέει πως δεν τρώνε ψωμί κι ούτε κρασί θερμαντικό πως πίνουν, για τούτο είναι αναίμονες, δηλαδή χωρίς αίμα και τους λένε αθάνατους. Τόπε πολύ σωστά ότι «τους λένε». Γιατί τους λένε αθάνατους· μα ό,τι τους λέν δεν είναι· γιατί πέθαναν της κακίας το θάνατο.

Όμως εμείς που είναι Θεός αληθινός εκείνο που λατρεύουμε, Θεός, που δεν ήρθε στην ύπαρξη απ' την ανυπαρξία, μα αιώνιος απ' τον αιώνιο, πέρα από κάθε αιτία και λογική και νόημα του χρόνου και της φύσης, τη μάνα του Θεού τιμούμε και σεβόμαστε, χωρίς να λέμε πως αυτή τούδωσε της θεότητας τη γέννηση την άχρονη - γιατί του Θεού Λόγου η γέννηση και άχρονη είναι κι αιώνια μαζί με του Πατέρα—, μα δεύτερην ομολογούμε γέννηση, με την εκούσια σάρκωση, που την αιτία της καλά γνωρίζουμε και λέμε.

Γιατί εκείνος που είναι αιώνια ασώματος, σαρκώνεται για χάρη μας, για το δικό μας το σωσμό, για να μπορέσει τ' όμοιο με τ' όμοιο να το σώσει· και σαρκωμένος, απ' αυτήν την ιερή παρθένα, γεννιέται δίχως σύζευξη, και μένει ολάκερος Θεός κι ακέριος γίνεται άνθρωπος, ο ίδιος Θεός ολόκληρος μαζί με το κορμί του, κι άνθρωπος είν' ολόκληρος με τη θεότητά του την πάνω απ' τις θεότητες.

Έτσι, αναγνωρίζοντας την κόρη αυτή για μάνα του Θεού, την κοίμησή της την πανηγυρίζουμε χωρίς θεά και να τη λέμε· προς Θεού· τα παρόμοια παραμύθια ταιριάζουνε στην αγυρτεία την ελληνική· αφού και τη θανή της την κηρύττουμε· αλλά αφού ο Θεός σαρκώθηκε την ξέρουμε για μάνα του Θεού.


16. Εκείνην μ' άσματα ιερά σήμερα ας την υμνήσουμε, εμείς που μας χαρίστηκεν ο πλούτος νάμαστε λαός Χριστού και να λεγόμαστε. Εκείνην ας τιμήσουμε με προσευχές ολονύχτιες· εκείνην ας ευφράνουμε με την αγνότητα του σώματος και της ψυχής, γιατί είναι αγνή αληθινά, ύστερα απ' το Θεό απάνω απ' όλους· γιατί έτσι ασφαλώς αρμόζει: στους όμοιους τα όμοια να υποσχόμαστε. Αυτήν ας υπηρετήσουμε βοηθώντας και συμπάσχοντας μ' αυτούς πόχουν ανάγκη.

Γιατί αν στου Θεού τη δούλεψη, τίποτα ως η αγάπη, ποιος θα πει πώς με τα όμοια κι η μάνα δε θ' αγάλλεται; Αυτή στ' αληθινά την ανείπωτη άβυσσο της αγάπης του Θεού εχάρισε σε όλους.

Χάρη σ' αυτήν ο πόλεμος που κάναμε ο πολύχρονος ενάντια στο δημιουργό σταμάτησε.

Χάρη σ' αυτήν κηρύχτηκε συμφιλίωση ανάμεσα σε μας και κείνον, μας δωρίστηκε η χάρη κι η ειρήνεψη, κι οι άνθρωποι χορεύουνε μαζί με τους αγγέλους, και γίναμε τέκνα Θεού οι καταφρονεμένοι.

Kαι το σταφύλι της ζωής τρυγήσαμε από τούτη, της αφθαρσίας το βλαστό τον κόψαμε από τούτη. Αυτή έγινε μεσίτρια για τ' αγαθά μας όλα. Μέσα της ο Θεός έγινε άνθρωπος και σε Θεό ο άνθρωπος υψώθη.

Τι πιο παράδοξο απ' αυτό; και τι ευδαιμονικώτερο; Ζαλίζομαι απ' τον τρόμο μου, φοβάμαι για ό,τι λέω. Ελάτε να χορέψουμε, εσείς νεανικές ψυχές, με την προφήτιδα Μαριάμ στον ήχο των τύμπανων, νεκρώνοντας «τα μέλη μας που βρίσκονται πάνω στη γης»· γιατί αυτό είν' το μυστικό νόημα του τυμπάνου· με της ψυχής μας την κραυγή μπρος στου Κυρίου και Θεού την κιβωτό ας φωνάξουμε, και της Ιεριχώς ευθύς θα γκρεμιστούν τα τείχη, λέω τα εχθρικά οχυρά του κράτους του διαβόλου. Πνευματικά ας χορέψουμε με το Δαβίδ αντάμα· γιατί ανεπαύτη σήμερα η κιβωτός Κυρίου.

Ας πούμε με τον άγγελο Γαβριήλ τον πρωτοστάτη·
«Χαίρε, γιομάτη χάρη εσύ, ο Κύριος μαζί σου».
Χαίρε, της χαρμονής εσύ, το πέλαγος τ' αξόδευτο.
Χαίρε, τη λύπη μόνο εσύ μπορείς κι εξουθενώνεις.
Χαίρε, γιατρειάς το βάλσαμο σε κάθε καρδιάς πόνο.
Χαίρε, που φεύγει ο θάνατος κι η ζωή μπαίνει εντός μας.


17. Και συ, πούσαι ο πιο ιερός μέσα στους τάφους τους ιερούς, ύστερ' απ' το ζωαρχικό τον τάφο του Κυρίου, εκείνον πούγινε πηγή κι ανάβρυσε η ανάσταση, — θα σου μιλήσω ως νάσουνα ύπαρξη ζωντανή —, πούν' ο χρυσός ο καθαρός όπου τα χέρια μέσα σου κρύψαν των αποστόλων; πούναι τ' αξόδευτα αγαθά; πούν' το κειμήλιο που Θεόν εδέχτη; πούν' το ζωντανό τραπέζι, το νέο κι άκοπο πού βρίσκεται βιβλίο, που δίχως χέρι εγράφτηκεν άρρητα ο Θεός Λόγος; πούναι της χάρης η άβυσσος; το πέλαο της γιατρειάς; πούν' η πηγή που τη ζωή γέννησε; πούν' το σώμα της Θεομάνας τ' ακριβό και πολυαγαπημένο;

Στον τάφο τι ζητάτε αυτήν που πέταξε στα ουράνια δώματα; Σαν νάμουν φρουρός τι μου ζητάς ευθύνες; Ν' αντισταθώ δεν δύναμαι στις διαταγές τις θείες. Το σώμα τ' άγιο κι ιερό, αφού το σάβανο άφησε και μούδωσε τον αγιασμό, καθώς με γέμισε ευωδιές και μύρα κι ιερό ναό μ' έκανε, σα να τ' άρπαξαν έφυγε, με τη συνοδεία αγγέλων κι αρχαγγέλων κι όλων των επουράνιων δυνάμεων. Τριγύρω μου τώρα φτερουγίζουνε άγγελοι.

Τώρα μέσα μου η θεία χάρη κατοικεί. Εγώ για τους αρρώστους έγινα γιατρικό, μακριά τους πόνους τους που διώχνει· εγώ πηγή ιαματική παντοτινή· σκορπίζω εγώ τους δαίμονες μακριά. Έγινα εγώ η πόλη που δίνει καταφύγιο για τους κατατρεγμένους. Με πίστη ελάτε, οι λαοί, ν' αντλήσετε χαρίσματα ποτάμι.

Με την πίστη σας ακλόνητη πλησιάστε. «Όσοι διψάτε στο νερό πηγαίνετε» προστάζει ο Ησαΐας, «κι από σας όσοι λεφτά δεν έχουν, πάτε και δίχως πληρωμή αγοράστε». Εγώ σ' όλους κατά το ευαγγέλιο φώναξα.

Απ' τις αρρώστιες όποιος διψά τη γιατρειά, απ' της ψυχής τα πάθη τη λύτρωση, οι αμαρτίες να χαθούν, να νεκρωθούν οι επιδρομές οι διάφορες, της βασιλείας των ουρανών την τέρψη ν' απολαύσει, με πίστη ας έρχεται κοντά μου απ' τα νερά της χάρης ν' αντλήσει που πολλά μπορούν και σ' όλα χρησιμεύουν.

Γιατί καθώς η ενέργεια του νερού πούναι μία κι απλή, όπως της γης κι όπως του αέρα και του ήλιου του λαμπερού, κι ωστόσο αλλάζει ανάλογα μ' εκείνου τη φύση που τη δέχεται, στο κλίμα γίνεται κρασί και στο λιόδεντρο λάδι· έτσι κι η χάρη, ενώ είναι απλή και μία, διάφορα δίνει δώρα σ' όσους μετέχουνε, ανάλογα με τη χρεία του καθενός. Δεν είναι από τη φύση μου τη χάρη που κατέχω· γιατί ο κάθε τάφος ξέχειλος βρωμιά, τη θλίψη φέρνει, τη χαρά τη μάχεται.

Δέχτηκα μύρο ατίμητο, πήρα απ' την ευωδιά του, κι έτσι το μύρο ευωδιαστό και δυνατόν εστάθη, που για το λίγο οπού 'μεινε παντοτινή ν' αφήσει τη μυρωδιά «γιατί ποτέ» στ' αλήθεια «δεν παίρνει πίσω ο Θεός κείνο πούχει χαρίσει»· στης ευφροσύνης την πηγή έδωσα κατοικία, κι ο πλούτος μου χαρίστηκε να την πηγάζω αιώνια.


18. Βλέπετε αγαπητοί πατέρες κι αδελφοί, με τι λόγια μας απαντά ο πολυδοξασμένος τάφος· και πως αυτά είν' αληθινά το μαρτυρούν όσα στην ιστορία την Ευθυμιακή, στον τρίτο λόγο, τεσσαρακοστό κεφάλαιο έτσι αυτολεξεί είναι γραμμένα.

Είπαμε πριν πως στην Κωνσταντινούπολη πολλές έχτισεν εκκλησιές για το Χριστό η αγία Πουλχερία. Μία απ' αυτές κι εκείνη, που στις Βλαχέρνες χτίστηκε όταν πρωτοβασίλεψε ο Μαρκιανός, που βρήκε θείο θάνατο.

Αυτοί λοιπόν σαν έχτισαν εκεί ναό σεβάσμιο για την πολυτραγουδισμένη και παναγία, Θεοτόκο Μαρία την παρθένα την παντοτινή, και μ' όλα τα στολίδια τον στολίσανε το σώμα της ζητούσαν το πανάγιο που εδέχτη το Θεό· στείλαν λοιπόν και κάλεσαν τον Ιουβενάλη, στα Ιεροσόλυμα επίσκοπο, και τους επίσκοπους της Παλαιστίνης, που στη βασιλεύουσα βρισκόταν, τότε για τη σύνοδο της Χαλκηδόνας κείνον τον καιρό, και τους λένε· Μάθαμε στην Ιερουσαλήμ πως βρίσκεται της παναγιάς η πρώτη κι εξαιρετική εκκλησιά της Θεοτόκου κι αειπάρθενης Μαρίας, σ' ένα χωριό, Γεσθημανή το λένε, όπου το σώμα της που εκράτει τη ζωή, σε φέρετρο τ' απόθεσαν. Λοιπόν αυτό το λείψανο θέλουμε να το φέρουμε εδώ για να φυλάει αυτή την πόλη την πρωτεύουσα.

Πήρε το λόγο ο Ιουβενάλης κι αποκρίθη· Μες στη θεόπνευστη Γραφή και την αγία, δεν αναφέρεται τίποτα για το θάνατο της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας· όμως από παράδοση αρχαία κι αληθινή πολύ, μάθαμε ότι τον καιρό που ένδοξα κοιμήθηκε, όλοι οι άγιοι απόστολοι που πάνω -κάτω τρέχανε στην οικουμένη ολόκληρη τα έθνη για να σώσουνε, σε μια στιγμή μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα, πετώντας πάνωθε απ' τη γη, κι όπως κοντά της έφτασαν όραμα αγγελικό τους φανερώνεται, και ψαλμωδία θεϊκιά ακούγονταν απ' τις καλύτερες δυνάμεις κι έτσι με δόξα θεϊκή κι ουράνια παράθεσε μες στου Θεού τα χέρια την άγια της ψυχή με τρόπον άρρητο.

Κι ως για το σώμα της που εδέχθη το Θεό με υμνωδία αγγελική κομίσθη κι αποστολική, το κήδεψαν και τόθεσαν στον τάφο στη Γεθσημανή· όπου τρεις μέρες δε σταμάτησαν οι υμνωδίες των αγγελικών χορών.

Κι από την τρίτη μέρα κι ύστερα, η υμνωδία όταν σταμάτησε η αγγελική, οι απόστολοι πούταν εκεί ανοίξανε το φέρετρο, να προσκυνήσει το θεοδόχο σώμα ως το θέλησε, κι ένας ακόμα, που έλειπε κι ήρθε μετά την τρίτη μέρα.

Κι ούτε που διόλου μπόρεσαν να βρουν το σώμα της το πολυδοξασμένο, κι αφού τα σάβανά της βρήκανε που κείτονταν μονάχα και γέμισαν απ' την ευωδιά που χύναν την ανείπωτη, το φέρετρο ξανάκλεισαν.

Κι έκπληχτοι μπρος στο θαυμαστό μυστήριο μονάχα ετούτο να σκεφτούν μπορούσαν ότι αυτός που ευδόκησε να σαρκωθεί προσωπικά κι άνθρωπος να γενεί απ' αυτήν και με σάρκα να γεννηθεί Θεός Λόγος και Κύριος της δόξας, αυτός που φύλαξε άβλαβη την παρθενία της και μετά τη γέννα, αυτός εδέχτη το άχραντο κι αμόλευτό της σώμα, αφού απ' τον κόσμον τούτον έφυγε, να το τιμήσει κάνοντάς το άφθαρτο και μεταθέτοντάς το πριν απ' την ανάσταση που κοινή θάναι για όλους.

Και βρέθηκαν εκεί με τους απόστολους τότε κι ο τιμιώτατος Τιμόθεος ο απόστολος και πρώτος μες στην Εκκλησία των Εφεσίων επίσκοπος, κι ο αρεοπαγίτης Διονύσιος, καθώς το μαρτυρεί ο ίδιος Διονύσιος ο μέγας μες στους λόγους του πούγραψε στον απόστολο Τιμόθεο, εκείνον που αναφέραμε, με θέμα του τον Ιερόθεο το μακάριο, που κι αυτός τότε ήταν εκεί, μ' αυτά εδώ τα λόγια:
«Το ίδιο και μεις κοντά στους θεοφώτιστους ιεράρχες μας, όπως κι εσύ το ξέρεις κι αυτός και πολλοί απ' τους αγίους μας αδερφούς, συμμαζευτήκαμε το ζωαρχικό και θεοδόχο να δούμε σώμα· κι ήταν μπροστά κι ο αδελφόθεος Ιάκωβος, κι ο Πέτρος, ο κορυφαίος και γηραιότατος μέσα στους θεολόγους.

Ύστερα αποφασίσαμε, αφού το σώμα είδαμε, οι ιεράρχες όλοι ν' ανυμνήσουμε, όπως μπορούσε ο καθείς, την καλωσύνη με τη δύναμη την άπειρη της θεαρχικής αδυναμίας. Μετά τους θεολόγους, όπως ξέρεις, όλους τους άλλους ιερομύστες ξεπερνούσε, σαν κάπου αλλού να βρίσκονταν ολόκληρος, ολόκληρος σ' έκσταση απ' τον εαυτό του, πάσχοντας απ' τη σχέση του μ' εκείνα που ανυμνούσε, κι όλοι εκεί που τον άκουγαν, τον έβλεπαν, τον γνώριζαν και δεν τον γνώριζαν, τον κρίναν για θεοφώτιστο και ιερό υμνολόγο.

Αλλά γιατί να σου μιλώ για όσα εκεί θεολογικά ειπωθήκανε; Γιατί, εκτός και μ' απατά η μνήμη μου, ξέρω πως από σένα πολλές φορές άκουσα κάποια κομμάτια από τις εμπνευσμένες κείνες υμνωδίες».
Κι οι βασιλιάδες αφού τούτα τάκουσαν, γύρεψαν απ' τον ίδιον αρχιεπίσκοπο Ιουβενάλη εκείνο τ' άγιο φέρετρο μ' όσα είχε μέσα ρούχα και σεντόνια της Μαρίας, της δοξασμένης παναγίας Θεοτόκου, να τους το στείλει βουλλωμένο μ' ασφάλεια· κι όταν το λάβαν τ' αποθέσανε στο σεβαστό ναό που στις Βλαχέρνες χτίστηκε της παναγίας Θεοτόκου. Κι όσο γι' αυτά έτσι έγιναν.


19. Όμως εμείς στον τάφο τι θ' αποκριθούμε; Μπορεί νάναι η χάρη σου παντοτινή κι αδιάκοπη, ωστόσο η θεία δύναμη δεν κλείνεται σε τόπους, κι ούτε της μάνας του Θεού οι ευεργεσίες κατοικούν μόνο μέσα στο μνήμα· γιατί αν στον τάφο μόνο περιορίζονταν, λίγοι τη θεία δωρεά θα λάβαιναν· μα τώρα ως τα πέρατα όλα του κόσμου άφθονα έχουν μοιραστεί.

Λοιπόν στη Μάνα του Θεού τη μνήμη μας ας φτιάξουμε για κατοικία. Πώς τάχα; Παρθένα η ίδια ήταν και την παρθενίαν αγάπαε· αγνή ήταν κι η ίδια και αγάπαε την αγνότητα. Όταν λοιπόν αγνίσουμε τη μνήμη με το σώμα μας μαζί, θα την κατέχουμε τη χάρη της να κατοικεί παντοτινά μαζί μας. Γιατί το βούρκο κάθε λογής τον αποφεύγει, και τ' ακόλαστα τα πάθη τ' αποστρέφεται, τη βουλιμία απεχθάνεται, την πορνεία τη μάχεται· τους λόγους τους αισχρούς αηδιάζει· τους βρώμικους τους λογισμούς τους αποφεύγει, σαν όχεντρας γεννήματα· μισεί του θυμού τα πρηξίματα· δεν πλησιάζει όπου είν' απανθρωπιά και φθόνος κι όπου μάχονται· τη ματαιοδοξία που κοπιάζει άδικα αποστρέφεται· τον όγκο της υπερηφάνειας σαν οχτρός αντιμάχεται· τη μνησικακία μισεί που στη σωτηρία είν' αντίθετη· κάθε κακία θανατερό φαρμάκι λογαριάζει και χαίρεται στ' αντίθετα απ' αυτά.

Γιατί στ' αντίθετα, τ' αντίθετα είναι γιατρικά. Με τη νηστεία ευφραίνεται και την εγκράτεια και με τραγούδια ψαλμικά· με την αγνότητα, την παρθενία και τη σωφροσύνη αγάλλεται, ειρηνικά περνά μαζί τους πάντοτε και τις φιλεί μ' αγάπη.

Το ειρηνικό και πράο φρόνημα φιλεί· την αγάπη, τη σπλαχνιά, την ταπεινότητα, τις αγκαλιάζει ως νάταν παραμάνες της. Και με δυο λόγια στις κακίες όλες θλίβεται και στενοχωριέται, και σ' όλες τις αρετές, σαν για δικό της χάρισμα ευφραίνεται.

Λοιπόν απ' τις παλιές κακίες αν φύγουμε ολόψυχα, και μ' όλη μας τη δύναμη τις αρετές ποθήσουμε, και συνοδεία τις έχουμε, συχνά στους υπηρέτες της θε νάρχεται, μαζί της φέρνοντας κι όλη τη σύναξη των αγαθών, και το Χριστό το Γιο της και των όλων βασιλέα και κύριο μαζί της θα τον φέρει στις καρδιές μας να κατοικεί· που δόξα και τιμή του πρέπει, δύναμη και μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα, και πάντα και στων αιώνων τους αιώνες. Αληθινά.

-------------------------------------
πηγή:  Ᾱγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος - Τέσσερις Θεομητορικές ομιλίες, εκδ. Αποστολική Διακονία, 1970.

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011

1. «Μ' εγκώμια μνημονεύουμε τους δίκαιους», λέγει ο σοφώτατος Σολομώντας. «Ο θάνατος των αγίων Του είναι αξετίμητος για το Θεό», προείπε ο θεοπάτορας Δαβίδ. Αν λοιπόν όλους τους δίκαιους τους μνημονεύουμε εγκωμιαστικά, ποιος δε θα προσφέρη τον έπαινό του στη βρυσομάννα της δικαιοσύνης και της οσιότητας το θησαυρό, όχι για να δοξάση, μα για να δοξαστή ο ίδιος με δόξα αιώνια;
Δεν έχει ανάγκη από τη δική μας δόξα η σκηνή της δόξας του Θεού, ή πόλη του Θεού, μια και γι' Αυτήν ειπώθηκαν λόγια δοξασμένα, καθώς της λέγει ο εξαίσιος Δαβίδ: «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου, η πόλις του Θεού».

Αλήθεια, ποια τάχα μπορούμε να νομίσουμε για πόλη του αόρατου και άπειρου Θεού, που όλα τα χωράει στην παλάμη Του, παρά μόνο Εκείνη, που με αληθινά υπερφυσικό και υπερούσιο τρόπο εχώρεσε απερίγραπτα τον υπερούσιο Λόγο του Θεού και Θεό; Γι' Αυτήν ο ίδιος ο Κύριος με τα χείλη του προφήτη έχει λαλήσει λόγια όλο δόξα, γιατί τί ενδοξότερο υπάρχει από την αποδοχή της αρχαίας αληθινής Θεϊκής Βουλής ;


2. Αληθινά, δεν υπάρχει γλώσσα άνθρωπου, μήτε υπερκόσμιος αγγελικός νους, που να μπορή επάξια να υμνήση Εκείνη, με την οποία μας δόθηκε η δυνατότητα να θεωρούμε καθαρά «τη δόξα του Κυρίου». Τι θα κάνουμε λοιπόν; Θα βουβαθούμε τάχα, αφού δε μπορούμε επάξια να την υμνήσουμε, ζαρώνοντας από φόβο; Καθόλου. Να περάση πάλι το πόδι μας το κατώφλι, που λένε, ν' αγνοήσουμε τ' ανθρώπινά μας όρια και ν' αγγίξουμε τραχιά τ' αννέγγιχτα, λυμένοι από το χαλινάρι του φόβου; Ποτέ. Ενώνοντας όμως τον πόθο με το φόβο και πλέκοντας κι από τα δυό ένα διπλό στεφάνι με ιερή ευλάβεια, τρεμάμενο χέρι και ψυχή όλο πόθο, ας προσφέρουμε μ' ευγνωμοσύνη στη Μητέρα του Βασιλιά, Αυτήν που ευεργέτησε όλη την πλάση, το φτωχικό μα πρώτο απ' όλα δώρο του νου μας - της το χρωστάμε. Ιστοράνε δά πως κάποιοι ξωμάχοι, καθώς οργώνανε με τα καματερά τους, είδανε να διαβαίνη ένας βασιλιάς, λαμπρός μέσα στη βασιλική του πορφύρα, στραφτοκοπώντας από τη φεγγοβολή του διαδήματος και μ' αμέτρητους σωματοφύλακες γύρω του. Επειδή τίποτε δεν είχανε να προσφέρουν στο βασιλιά, ένας γρήγορα έπιασε με τις χούφτες του νερό - έτρεχε πλάι άφθονο - και του το πήγε δώρο. O βασιλιάς του είπε: «Τι είναι τούτο, παιδί μου;». Θαρραλέα αποκρίθηκε: «Ό,τι είχα, αυτό έφερα, γιατί η κρίση μου έλεγε πως το καλύτερο ήταν να μη σκεπάση την προθυμία μου η φτώχεια, μια κι εσύ δεν έχεις ανάγκη τα δώρα μας ούτε θέλεις τίποτε δικό μας έξω από την αγάπη μας. Τούτο που κάνω είναι χρέος μα κι έπαινος για μας, αφού όσοι δείχνουν ευγνωμοσύνη συνήθως δοξάζονται».Ο βασιλιάς θαύμασε και παίνεψε τη σοφία του, δέχτηκε καλοδιάθετα την πρόθυμη προσφορά του και τον αντάμειψε βασιλικά με πάμπολλα δώρα. Αν λοιπόν ο αλαζονικός εκείνος τύραννος προτίμησε τα φιλικά αισθήματα κι όχι τα πλούσια δώρα, Αυτή, η αληθινά αγαθή Δέσποινά μας, η Μητέρα του Θεού, του μόνου αγαθού, που η συγκατάβασή Του είναι άπειρη και προτίμησε το δίλεπτο παρά τις πλούσιες προσφορές καρπών, δε θα δεχτή την πρόθεσή μας παραβλέποντας την αδυναμία μας; Μα ναι, θα δεχτεί το χρέος μας και θα μας αμείψει μ' ασύγκριτα δώρα. Αφού λοιπόν είναι ανάγκη να μιλήσουμε οπωσδήποτε για να ξεπληρώσουμε το χρέος, ας γυρίσουμε το λόγο μας γρήγορα σ' Αυτήν λέγοντας:


3. Πώς να σε ονομάσουμε, Κυρά μας; Με τι λόγια να σου μιλήσουμε; Με ποια εγκώμια να στεφανώσουμε το ιερό και δοξασμένο σου κεφάλι, Εσένα που δίνεις τ' αγαθά, την πλουτοδότρα, το στολίδι του γένους των ανθρώπων, το καμάρι της κτίσης, που χάρη σε Σένα έγινε αληθινά μακάρια; Και τούτο, γιατί Εκείνον, που πρώτα δεν χωρούσε, τον εχώρεσε στο δικό σου σώμα. Εκείνον, που δε δυνόταν να δει, τον βλέπει «εν κατόπτρω» χάρη σε Σένα, «με ξέσκεπη όψη».

Άνοιξέ μας, Λόγε του Θεού, το βραδύγλωσσο στόμα. Δώσε μας, καθώς ανοίγουν τα χείλη, λόγια γεμάτα χάρη. Φύσηξε μέσα μας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που κάνει ρήτορες τους ψαράδες και δίνει στους αγράμματους τη δύναμη να κηρύχνουν τη σοφία που ξεπερνάει τον ανθρώπινο νου, για να μπορέσουμε κι εμείς με τη λειψή φωνή, αμυδρά καν να μιλήσουμε για τα μεγαλεία της πολυαγαπημένης σου Μητέρας. Αυτή, αλήθεια, διαλεγμένη ανάμεσ' από αρχαίες γενιές από την προαιώνια βουλή και ευδοκία του Θεού και Πατέρα, που σε γέννησε έξω από το χρόνο, υπερφυσικά και δίχως ν' αλλοιωθεί, σε κυοφόρησε «στα στερνά τα χρόνια» δίνοντάς Σου σάρκα από τη σάρκα της, φανέρωση του ελέους του Θεού και σωτηρία, δικαιοσύνη και απολύτρωση, Εσένα, ζωή από τη ζωή, φως από το φως, αληθινό Θεό από αληθινό Θεό. Η γέννησή της στάθηκε παράδοξη, ο τρόπος που γέννησε υπερφυσικός, υπέρλογος και σωστικός για τον κόσμο, η κοίμησή της ένδοξη κι αληθινά ιερή και πανεύφημη.


4. Την προώρισε ο Πατέρας, οι προφήτες φωτισμένοι από το Πνεύμα την προανάγγειλαν, η αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος κατέβηκε πάνω της, την καθάρισε και την άγιασε, και, ας το πούμε έτσι, την πότισε από πριν. Και τότε Συ, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», κατοίκησες εντός της απερίγραπτα, τραβώντας ξανά την καταποντισμένη μας φύση στο άπειρο ύψος τής ακατάληπτής Σου Θεότητας. Αυτή την ανθρώπινη φύση την προσέλαβες στην πιο έξοχη μορφή της από τα πάναγνα, αμόλυντα και πανάμωμα αίματα της αγίας Παρθένας, φόρεσες σάρκα έμψυχη που είχε λόγο και νου (νοερή και λογική), της έδωσες την υπόστασή Σου κι έγινες τέλειος άνθρωπος, δίχως να πάψης νά 'σαι τέλειος Θεός ομοούσιος με τον Πατέρα, και ντύθηκες από άφατη ευσπλαχνία τη δική μας αδυναμία. Και γεννήθηκες απ' Αυτήν ένας Χριστός, ένας Γιος, Θεός και άνθρωπος ο ίδιος, τέλειος Θεός και συνάμα τέλειος άνθρωπος, ολόκληρος Θεός και ολόκληρος άνθρωπος, μια σύνθετη υπόσταση από δυο φύσεις τέλειες, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, και μέσα σε δυο τέλειες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη.

Όχι άσαρκος Θεός ούτε απλά άνθρωπος, μα ένας και μοναδικός Γιος του Θεού και Θεός με σάρκα, ο ίδιος Θεός και μαζί άνθρωπος, έξω από κάθε σύγχυση και διαίρεση, έχοντας τις φυσικές ιδιότητες των δυό ανόμοιων σε ουσία φύσεων που είναι ενωμένες υποστατικά, ασύγχυτα και αδιαίρετα, δηλαδή το χτιστό και το άχτιστο, το θνητό και το αθάνατο, το ορατό και το αόρατο, το κλεισμένο σε σύνορα και το άπειρο, θεϊκό και ανθρώπινο θέλημα, θεϊκή ενέργεια μα και ανθρώπινη, δυό αυτεξούσιες φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, τα θεϊκά θαύματα και τ' ανθρώπινα πάθη, αυτά δηλαδή που έχουν σχέση με τη φυσική μας αδυναμία και είναι έξω από την αμαρτία.

Κι' αυτά γιατί τον Αδάμ, όπως ήταν πριν από την πτώση, ελεύθερος από αμαρτία, τον έκανες, Κύριε, με την άμετρη ευσπλαχνία σου σάρκα Σου — το σώμα, την ψυχή, το νου και τις φυσικές τους ιδιότητες—, για να χαρίσεις σ' όλη μου την ύπαρξη τη σωτηρία, αφού, αλήθεια, «ό,τι δεν έχει προσληφθεί δε θεραπεύεται». Και έτσι έγινες «μεσίτης ανάμεσα στο Θεό και τους ανθρώπους», έλυσες την έχθρα και οδήγησες τους αποστάτες στον Πατέρα σου κοντά, ξανάφερες πίσω το πλανεμένο πλάσμα. Ήταν σκοτεινό και το φώτισες, έκανες πάλι καινούργιο το συντρίμμι, άλλαξες σε άφθαρτο το φθαρτό. Λευτέρωσες την κτίση από το ψέμα των πολλών Θεών, έκανες «τέκνα του Θεού» τους ανθρώπους, ανάδειξες μέτοχους της θεϊκής Σου δόξας τους ατιμασμένους. "Υψωσες «πάνω από κάθε Αρχή και Εξουσία» τον καταδικασμένο στης γης τα τάρταρα, πήρες μέσα σου και κάθισες μαζί σου στο βασιλικό θρόνο τον τιμωρημένο να ξαναγίνη χώμα και να κατοικεί στον Άδη. Ποιος λοιπόν ήταν το εργαστήρι για τ' αναρίθμητα τούτα αγαθά, που ξεπερνάνε το νου και τη δύναμή του; Δεν είναι η αειπάρθενη Μητέρα Σου;


5. Βλέπετε, πατέρες και αδελφοί αγαπημένοι του Θεού, της σημερινής μέρας τη χάρη; Θωρείτε το ύψος και τη μεγαλοσύνη Αυτής που εξυμνούμε; Τα μυστήριά Της τούτα δεν είναι φοβερά; Γεμάτα θαύμα δεν είναι; Μακάριοι όσοι βλέπουν με τον μοναδικά δυνατό και σωστό τρόπο. Μακάριοι όσοι έχουν πνευματικά αισθητήρια. Τι αστραπές φωτός καταυγάζουν την αποψινή νύχτα, ποιες αγγελικές φρουρές κάνουν ολόφωτη την Κοίμηση της Μητέρας, που στάθηκε η αρχή της ζωής! Ποιοί Απόστολοι με χείλη θεόπνευστα μακαρίζουν το ξόδι του σώματος που δέχτηκε το Θεό! Πώς ο Λόγος του Θεού, που δέχτηκε από άφατη ευσπλαχνία να γίνει γιος της, υπηρετεί με τις δεσποτικές Του παλάμες την πανάγια και θεϊκότατη μητέρα και υποδέχεται την ιερή της ψυχή! Πόσο έξοχος νομοθέτης! Δεν βρίσκεται κάτω από τη δύναμη του νόμου, κρατάει όμως το νόμο που θέσπισε ο ίδιος. Αυτός πρόσταξε ν' αποδίνουν τα παιδιά το χρέος στους γονιούς και είπε: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου». Είναι αληθινό και αναμφίβολο βέβαια τούτο για καθένα που, καν λίγο, έχει κατηχηθεί στους λόγους της Γραφής. Γιατί αν, όπως λέει η Γραφή του Θεού, «οι ψυχές των δικαίων είναι στα χέρια του Θεού», Αυτή, περισσότερο απ' όλους, δεν αποθέτει την ψυχή της στα χέρια του Γιου και Θεού της; Ο λόγος είναι αληθινός και πέρα από κάθε αντίλογο.

Αλλ' εμπρός, ας εξετάσουμε όσο φτάνει η δύναμή μας, ποια είναι αυτή και από ποιά γενιά κρατάει και πώς χαρίστηκε στον κόσμο τούτο και του δόθηκε ωσάν το πιο εξαίσιο και ακριβό δώρο του Θεού, πώς έζησε πάνω στη γη και για ποια μυστήρια την έκρινε ο Θεός άξια. Οι Έλληνες, όταν εγκωμιάζανε με λόγους επιτάφιους τους νεκρούς, συνάζανε με περισσή φροντίδα ό,τι θαρρούσαν ταιριαστό, για νά 'ναι τέλειο το εγκώμιο του νεκρού που παίνευαν και να ξυπνάνε στις καρδιές των ζωντανών πόθο ευγενικό και ορμή για την αρετή. Υφαίνανε στο λόγο τους τις πιο πολλές φορές μύθους κι αμέτρητα φανταστικά γεγονότα, μια κι εκείνοι που δέχονταν τον έπαινο δεν είχαν από μοναχοί τους έργα άξια γι' αυτόν. Πώς λοιπόν εμείς καταποντίζοντας, καταπώς λένε, στους βυθούς της σιωπής τα αληθινότατα και σεβαστά, που αληθινά φέρανε σ' όλους την ευλογία και τη σωτηρία, θα γλυτώσουμε το περιγέλιο και δε θα τιμωρηθούμε όμοια μ' εκείνον, που παράχωσε το τάλαντο; Αρχίζω λοιπόν το λόγο φροντίζοντας να είναι σύντομος, για να μη κουράσω τ' αυτιά, καθώς η υπερβολική τροφή τα σώματα.


6. Γεννήθηκε από τον Ιωακείμ και την Άννα. Ο Ιωακείμ ωσάν προβατοβοσκός έβοσκε και οδηγούσε τους λογισμούς του όπου ήθελε και τους εξουσίαζε πιο πολύ, παρ' όσο ο τσοπάνος το κοπάδι, γιατί τον ποίμαινε ο Θεός σάν αρνί και δεν τού 'λειπε κανένα αγαθό. Κι όταν λέω αγαθό, να μη νομίσει κανένας πως εννοώ των πολλών τις επιθυμίες, που κάνουν να λιμάζει πάντα ο νους των αχόρταγων, αυτά, που από φυσικού τους είναι πρόσκαιρα και δε μπορούν να καλυτερέψουν τον άνθρωπο που τα 'χει, τα θέλγητρα τούτης της ζωής με την αβέβαια δύναμη, που απο μοναχά τους φυλλορροούν και μονοσπγμής λειώνουν, ακόμα κι άφθονα σαν τα 'χεις. Μακριά τέτοια σκέψη! Δε θαυμάζω τέτοια πράγματα και δεν είναι της μερίδας αυτής οι θεοφοβούμενοι. Εννοώ τ' αγαθά, οπού οι αληθινά γνωστικοί ποθούν και λαχταράνε, τα ακατάλυτα για πάντα, όσα ευφραίνουν το Θεό και δίνουν ώριμο καρπό σ' εκείνους που τα έχουν, τις αρετές δηλαδή, που τον καρπό τους—την αιώνια ζωή—, θα τον δώσουν στην ώρα τους — στο μέλλοντα αιώνα — σ' αυτούς που κόπιασαν φιλότιμα και μόχθησαν όσο δύνονταν. Ο μόχθος βέβαια πάει μπροστά από τις αρετές, ακολουθάει όμως η ατέλειωτη μακαριότητα. Ο Ιωακείμ σ' αυτές συνήθιζε να βόσκει τους λογισμούς του, στο μέσα «χλοερό λιβάδι», ζώντας στη θεωρία του λόγου του Θεού, κι ευφραινόταν «με το νερό της ανάπαυσης» που είναι η θεία Χάρη, αποτραβώντας τη σκέψη του από τα μάταια και περπατώντας την «σε δρόμους δικαιοσύνης».

Η Άννα πάλι που τ' όνομα της σημαίνει «χάρη», ήταν παρόμοια με τον άντρα της στο χαρακτήρα κι όχι απλά γυναίκα του. Πλούσια προικισμένη με αρετές, μα για κάποιο άγνωστο λόγο έχοντας την αρρώστια της στειρότητας. Αληθινά, ήταν στείρα η Χάρη, δίχως τη δύναμη να καρποφορεί στις ψυχές των ανθρώπων, αφού «όλοι πήρανε στραβό δρόμο, όλοι εξαχρειώθηκαν», δε βρισκόταν άνθρωπος «γνωστικός», άνθρωπος «να ζητάει το Θεό». Ύστερα ο αγαθός Θεός βλέποντας με συμπόνια άμετρη των χεριών Του το πλάσμα και θέλοντας να το σώσει, λύνει την ακαρπία της Χάρης, δηλαδή της Άννας, που 'χε δοσμένη τη σκέψη σ' Αυτόν. Γέννησε έτσι μια τέτοια κόρη, που όμοιά της ποτέ δεν είχε γεννηθεί μήτε θα ξαναγεννηθεί. Το λευτέρωμα από την ακαρπία φανέρωνε ολοκάθαρα πως η στειρότητα του κόσμου σε αγαθά θα λυθεί και θα γεννηθεί ο κορμός της άφραστης μακαριότητας.


7. Για τούτο η Θεοτόκος γεννιέται από υπόσχεση: Άγγελος δίνει το μήνυμα για τη σύλληψη Αυτής που θα γεννηθεί, αφού έπρεπε Εκείνη, που θα γινόταν μητέρα κατά σάρκα του μοναδικού και αληθινά τέλειου Θεού, να μη φανεί από κανένα κατώτερη ή δεύτερη και σε τούτο. Ύστερα την αφιερώνουν στον ιερό ναό του Θεού, όπου ζει δείχνοντας φλογερή αφοσίωση και διαγωγή καλύτερη και πιο καθαρή από τους άλλους, μακριά από κάθε σχέση με άντρες και γυναίκες δίχως αρετή. Καθώς όμως έφτανε στο άνθισμα της ηλικίας της και απαγόρευε ο νόμος να μένει μέσα στο ναό, οι ιερείς την παραδίνουν στο μνηστήρα, σα να λέμε το φύλακα της παρθενίας, τον Ιωσήφ, που ως τα γερατειά του κρατούσε παρ' άλλος ανόθευτο το νόμο. Κοντά του ζούσε η νεαρή και πανάμωμη κόρη, δοσμένη στη λάτρα του σπιτιού, μη ξέροντας τι γίνεται στο κατώφλι του.


8. «Όταν όμως έφτασε το πλήρωμα του χρόνου», όπως λέει ο θεϊκός Απόστολος, ο Θεός έστειλε σ' αυτήν, την αληθινή του κόρη, τον άγγελο Γαβριήλ που της είπε: «Χαίρε, Χαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου». Όμορφη η προσφώνηση του αγγέλου στην κόρη που είναι πάνω από τους αγγέλους, γιατί φέρνει χαρά παγκόσμια. «Εκείνη όμως ταράχτηκε με το λόγο τούτο», ασυνήθιστη να μιλάει με άντρες, αφού είχε οριστικά αποφασίσει να φυλάει την παρθενία της. «Αναλογιζόταν τι λογής να 'ναι αυτός ο χαιρετισμός». Κι ο Αρχάγγελος της είπε: «Μη φοβάσαι, Μαρία, γιατί βρήκες χάρη» η άξια της χάρης. Βρήκες χάρη εσύ, που μόχθησες γεωργώντας το χωράφι της χάρης και θέρισες μεστωμένο στάχυ. Βρήκες άβυσσο χάρης εσύ, που κράτησες γερό το καράβι της διπλής παρθενίας: κράτησες παρθένα την ψυχή όσο και το σώμα, για τούτο κρατήθηκε κι αυτουνού η παρθενία.

«Και θα γεννήσεις», λέει, «γιο και θα τον ονομάσεις Ιησού». Ιησούς σημαίνει Σωτήρας. «Αυτός θα σώσει το λαό Του από τις ανομίες του». Τι αποκρίνεται σε τούτα ο αληθινός θησαυρός της σοφίας; Δεν ακολουθάει τυφλά το παράδειγμα της πρώτης μας μητέρας, της Εύας, αλλ' αντίθετα διορθώνει την αστοχιά εκείνης και προβάλλοντας για άμυνα τη φύση απαντάει σχεδόν έτσι στον αγγελικό λόγο: «Πώς θα γίνει τούτο, αφού άντρα δε γνωρίζω;» Αδύνατα πράγματα λες, του λέει, γιατί ο λόγος σου καταργεί τους απαράβατους φυσικούς νόμους που όρισε ο Πλάστης. Δε μ' αρέσει να γίνω μια δεύτερη Εύα και να πατήσω του Θεού το θέλημα. Κι αν όσα λες δεν είναι ενάντια στη βούλησή Του, λύσε μου την απορία εξηγώντας πώς θα συλλάβω. Ο μαντατοφόρος της αλήθειας της απάντησε: «Πνεύμα άγιο θα κατεβεί πάνω σου και θα βρεθείς μέσα στη σκιά της δύναμης του Υψίστου, για τούτο και η άγια ύπαρξη που θα γεννηθεί θα ονομαστεί Γιός του Θεού». Αυτό που τώρα γίνεται δεν υποτάσσεται στους φυσικούς νόμους, γιατί ο δημιουργός και κυρίαρχος της φύσης έχει τη δύναμη να τους αλλάζει. Εκείνη, ακούγοντας με ιερή ευλάβεια το Όνομα που πάντα ποθούσε και τιμούσε, και σκιαγμένη μη φανεί ανυπάκουη, μίλησε με λόγια υποταγής γεμάτα φόβο και χαρά: «Λοιπόν να, υποτάσσομαι στον Κύριο, εγώ η δούλη Του. Ας γίνη με μένα καθώς λες».


9. «Ω απύθμενος πλούτος και σοφία και γνώση του Θεού», για να μιλήσω κι εγώ με το λόγο του Αποστόλου στην καίρια τούτη στιγμή. «Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι βουλές Του κι ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι Του». Ω αγαθότητα του Θεού αστόμωτη, ω αβυθομέτρητη αγάπη! Εκείνος που καλεί «το ανύπαρχτο να γίνη υπαρχτό», που «γεμίζει τον ουρανό και τη γη», που 'χει τον ουρανό θρόνο και «τη γη υποπόδιο», κάνει πλατύ κατάλυμα την κοιλιά της δούλης Του κι Εκεί ολοκληρώνει το πιο πρωτόφαντο απ' όλα τα πρωτόφαντα μυστήρια: ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, γεννιέται υπερφυσικά όταν συμπληρώνεται ο χρόνος της κύησης, ανοίγει τη μήτρα δίχως να χαλάσει της παρθενίας την κλειδαριά και βαστιέται από αγκαλιά γήινη, Αυτός, «το απαύγασμα της δόξας, ο τύπος της υπόστασης του Πατέρα, που ο λόγος Του έχει τη δύναμη να κρατάει τα σύμπαντα».

Ω! θεϊκά, αλήθεια, θαύματα, μυστήρια που ξεπερνάνε τη φύση και το λογικό! Ω παρθενικό καύχημα, που είσαι πάνω από τ' ανθρώπινα! Ποιο είναι, ιερή Μητέρα και Παρθένα, αυτό το μέγα μυστήριο που σε τυλίγει; «Ευλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες κι ευλογημένος ο καρπός της κοιλιάς σου». Είσαι ευτυχισμένη ανάμεσα στις γενιές των ανθρώπων, η μόνη αξιομακάριστη. Να που σε μακαρίζουν όλες οι γενιές, καθώς είπες. Εσένα είδαν οι κόρες της Ιερουσαλήμ, της Εκκλησίας δηλαδή, και σένα καλοτυχίσανε οι βασίλισσες, μ' άλλα λόγια οι ψυχές των δίκαιων, και θα σε υμνούνε στους αιώνες.

Γιατί εσύ είσαι ο βασιλικός θρόνος που κυκλώνουν οι θρόνοι, δηλαδή οι άγγελοι, βλέποντας να κάθεται Εκεί ο Κύριος και Δημιουργός τους. Συ στάθηκες νοητή Εδέμ. Ιερώτερη και θεϊκότερη από την παλιά — σε κείνη κατοικούσε Αδάμ «χωματένιος», σε σένα Κύριος «από τον ουρανό».
Η κιβωτός, κρατώντας το σπόρο για ένα δεύτερο κόσμο, εσένα προεικόνισε, γιατί συ γέννησες το Χριστό, τη σωτηρία του κόσμου, που καταπόντισε την αμαρτία και κοίμισε τα κύματά της.
Εσένα προεικόνισε η βάτος, οι θεόγραφτες πλάκες δική σου προχάραξη ήταν, η κιβωτός του νόμου εσένα προμηνούσε, το χρυσό σταμνί και το λυχνάρι και το τραπέζι και το «ραβδί του Ααρών που βλάστησε» ολοφάνερα ήταν δική σου προτύπωση. Από σένα, αλήθεια, η φωτιά της θεότητας, «η απεικόνιση και έκφραση του Πατέρα», τ' ολόγλυκο κι ουρανόσταλτο μάννα, το ανώνυμο όνομα «που είναι πάνω απ' όλα τα ονόματα», το ανέσπερο και απρόσιτο φως, «της ζωής το ψωμί» το ουράνιο, ο αγεώργητος καρπός, από σένα σωματικά αναβλάστησε.

Προμήνυμα δικό σου δεν ήταν το καμίνι με τη δροσερή και συνάμα φλογερή φωτιά, εικόνα της θεϊκής φωτιάς που σε κατοίκησε;

Και η σκηνή του Αβραάμ καταφάνερα εσένα προτυπώνει: στο Λόγο του Θεού που κατασκήνωσε στην κοιλιά σου η ανθρώπινη φύση πρόσφερε το ψωμί το ψημένο στη στάχτη, δηλαδή τον πρώτο και καλύτερο καρπό της, βγαλμένο από τα δικά σου αγνά αίματα, που, ας το πούμε έτσι, ψηνόταν από τη θεϊκή φλόγα κι έπαιρνε τη μορφή σωστού ψωμιού, βρίσκοντας την υπόστασή της στο θεϊκό πρόσωπο του Λόγου και γινόταν έτσι αληθινό σώμα ζωντανεμένο από ψυχή λογική και νοερή.

Λίγο και θα ξεχνούσα την κλίμακα του Ιακώβ. Τι τάχα; Δεν είναι για όλους φανερό πως στάθηκε δική σου προεικόνιση και τύπος; Όπως ο Ιακώβ είδε τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη, αγγέλους να την ανεβοκατεβαίνουν και τον αληθινά Δυνατό κι Ανίκητο να παλεύει συμβολικά μαζί του, έτσι κι εσύ μεσίτεψες κι έγινες σκάλα για να κατεβή σ' εμάς ο Θεός, που πήρε πάνω Του την ασθενική μας φύση, τη σύμπλεξε και την ένωσε με τη δική Του κι έκανε τον άνθρωπο νου ικανό να θεωρεί το Θεό. Εσύ συμπλησίασες τα χωρισμένα. Για τούτο κατεβαίνανε άγγελοι να τον υπηρετήσουν ως Θεό και Κύριο και άνθρωποι, που ζήσανε αγγελικά, αρπάζονται στον ουρανό.

Και τι να πω για τα κηρύγματα των προφητών; Δεν πρέπει να τ' αποδώσουμε στο πρόσωπό σου, αν θέλουμε να δείξουμε το αληθινό τους νόημα; Γιατί ποιο είναι το ποκάρι του Δαβίδ, όπου του Θεού, που βασιλεύει πάνω σ' όλα, ο Γιος, δίχως αρχή και βασιλιάς ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα Του, κατέβηκε σα δροσιά; Δεν είσαι ολοφάνερα εσύ ;

Και ποιά είναι η παρθένα, που ο Ησαΐας προείδε και προφήτεψε πως «θα συλλάβει» και θα γεννήσει γιο, που θα είναι «ο Θεός μαζί μας», δηλαδή θα μένει και Θεός μετά την ενανθρώπησή Του;

Ποιό ακόμη είναι το βουνό του Δανιήλ, απ' όπου κόπηκε το αγκωνάρι, ο Χριστός, δίχως ανθρώπινη αξίνα;
Δεν είσαι συ που παρθενικά κυοφόρησες και πάλι έμεινες παρθένα;
Ας έλθει ο γεμάτος πνεύμα Θεού Ιεζεκιήλ, για να μας δείξει την κλειστή πύλη που διάβηκε ο Κύριος, δίχως αυτή ν' ανοίξει, όπως προφητικά προείπε. Ας μας δείξει την εκπλήρωση των λόγων του. Σίγουρα θα δείξει εσένα, απ' όπου πέρασε ο Θεός όλης της κτίσης και πήρε σάρκα, χωρίς ν' ανοίξει της παρθενίας την πύλη—η σφραγίδα της αληθινά μένει αιώνια.

Εσένα λοιπόν κηρύχνουν οι προφήτες. Εσένα διακονούν οι άγγελοι, υπηρετούν οι απόστολοι, ο απόστολος που έμεινε παρθένος, ο θεολόγος, εσένα την αειπάρθενη και Θεοτόκο υπηρετεί. Σήμερα, καθώς αποδημούσες για το Γιο σου, σε τιμούσαν οι άγγελοι, οι ψυχές των δίκαιων, των πατριαρχών και των προφητών. Τιμητική φρουρά οι απόστολοι και οι αμέτρητοι θεοφόροι πατέρες: μαζεύονταν με το θεϊκό πρόσταγμα από τα πέρατα της γης, ωσάν μέσα σε νεφέλη, στη θεϊκή και ιερή Ιερουσαλήμ, ψέλνοντας γεμάτοι από το Άγιο Πνεύμα ύμνους ιερούς σε σένα, την πηγή του σώματος του Κυρίου, που είναι η αρχή της ζωής.


10. Ω, πώς η πηγή της ζωής πηγαίνει στη ζωή περνώντας από το θάνατο! Ω, πώς αυτή, που όταν γέννησε στάθηκε πάνω από τους φυσικούς νόμους, υπακούει τώρα στη φυσική τάξη και το αμόλυντο σώμα υποτάσσεται στο θάνατο, γιατί πρέπει ν' αφήσει ό,τι είναι θνητό και να ντυθεί την αφθαρσία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε τη γεύση του θανάτου! Πέθανε σωματικά και με το θάνατό Του καταργεί το θάνατο, στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και κάνει τη νέκρωση πηγή της ανάστασης. Ω, πώς την άγια ψυχή, καθώς εγκαταλείπει το κορμί που δέχτηκε το Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια Του τα χέρια ο Δημιουργός του κόσμου τιμώντας νόμιμα εκείνη που, αν και κατά τη φύση ήταν δούλη, την έκανε μητέρα Του, σύμφωνα με το σχέδιο της σωτηρίας μας, μέσα στ' ανεξιχνίαστα πέλαγα της φιλανθρωπίας Του, ο αληθινά σαρκωμένος, Αυτός που δεν ψευτοενανθρώπησε! Γιατί έβλεπαν, κατά την παράδοση, τ' αγγελικά τάγματα και περιμένανε τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.

Πόσο όμορφη αποδημία, αφού χαρίζει τη συνάντηση με το Θεό! Γιατί, αν και ο Θεός έχει χαρίσει σ' όλους τους υπάκουους υπηρέτες Του και τους θεοφόρους ανθρώπους το δώρο τούτο — αληθινά το 'χει χαρίσει, το πιστεύουμε—, η διαφορά όμως ανάμεσα στους δούλους του Θεού και τη Μητέρα Του είναι άπειρη. Τι όνομα λοιπόν να δώσουμε σε τούτο το μυστήριο που σε κυκλώνει: θάνατο; Όμως, αν και χωρίζεται σύμφωνα με τη φυσική τάξη η πανίερη και μακάρια ψυχή σου από το τρισευτυχισμένο και άσπιλο σώμα σου, μ' όλο που το σώμα παραδίνεται στον τάφο, δε μένει στο χώρο του θανάτου ούτε το αφανίζει η φθορά. Όταν γεννούσε, η παρθενία της έμεινε απείραχτη, και τώρα, στην ώρα της μετάστασης, το σώμα της έχει φυλαχτεί άφθαρτο και ανεβαίνει σε ομορφότερη και θεϊκότερη ζωή, που δεν την κόβει ο θάνατος, αλλά κρατάει στους ατελεύτητους αιώνες των αιώνων.

Έτσι κι ο ολόλαμπρος και πολύφωτος ήλιος, όταν για λίγο τον κρύβει ο όγκος της σελήνης, φαίνεται κάπως σα να χάνεται, σα να τον σκεπάζει σκοτεινιά και τη θέση της λάμψης να την παίρνη το σκοτάδι. Κι όμως δε χάνει το φως του, γιατί έχει δική του αστέρευτη πηγή λάμψης ή, σωστότερα, ο ίδιος είναι άσβηστη πηγή φωτός, όπως όρισε ο Θεός που τον έκανε. Όμοια και συ, η ασταμάτητη πηγή του αληθινού φωτός, ο ανεξάντλητος θησαυρός Εκείνου, που είναι η ίδια η ζωή, το πλούσιο ανάβρυσμα της ευλογίας, εσύ, που στάθηκες η αιτία και μας δόθηκαν όλα τ' αγαθά, κι αν ακόμη σε σκεπάζει σωματικά ο θάνατος, όμως αφειδώλευτα κάνεις να ποταμίσουνε για μας ασταμάτητα και καθαρά νερά απέραντου φωτός, αθάνατης ζωής και αληθινής μακαριότητας ατέλειωτα και διάφανα και ανεξάντλητα ποτάμια, πλημμύρα χάρης, νάματα γιατρειάς, αδιάκοπη ευλογία. Γιατί εσύ άνθισες «ωσάν μηλιά στα δέντρα του δρυμού» και ο καρπός σου «γλύκα στο λαρύγγι» των πιστών. Για τούτο δε θα ονοματίσω θάνατο την ιερή σου κοίμηση, αλλά πιο ταιριαστό είναι μετάσταση ή αποδημία ή ενδημία στους κόλπους του Θεού να την πω. Αποδημώντας από το σώμα πας στη χώρα του Κυρίου.


11. Από τη γη σε πέρασαν στον ουρανό Άγγελοι κι Αρχάγγελοι. Με τ' ανέβασμά σου φρίξανε τ' ακάθαρτα αερικά. Καθώς διαβαίνεις κάνεις ευλογημένο τον αέρα, ο αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαρούμενος ο ουρανός υποδέχεται την ψυχή σου. Σε προϋπαντούνε με ύμνους ιερούς και ολόφωτες λαμπάδες ολόχαρης γιορτής οι αγγελικές δυνάμεις που σχεδόν λένε: «Ποιά είναι τούτη που ανεβαίνει λευκανθι-σμένη», «που προβαίνει σαν αυγή, ωραία ωσάν φεγγάρι, λαμπερή ωσάν ήλιος;». Πόσο ομόρφηνες και γλύκανες! Εσύ «ωσάν άνθος του αγρού», «ωσάν το κρίνο ανάμεσα στ' αγκάθια»· «γι' αυτό σ' αγαπούν οι κοπέλες»· «τρέχουμε πίσω απ' τ' άρωμά σου», «ο βασιλιάς σ' έφερε στο θάλαμό Του». Εκεί έχεις φρουρά τις Εξουσίες, σ' εγκωμιάζουν οι Αρχές, οι Θρόνοι σ' ανυμνούνε, τα Χερουβίμ είναι γεμάτα έκπληχτη χαρά, τα Σεραφίμ δοξάζουν εκείνη που στάθηκε φυσική μητέρα του Κυρίου τους χάρη στο αληθινό έλεος του Θεού για μας. Δεν ήλθες μονάχα, καθώς ο Ηλίας, «ως τον ουρανό», ούτε σ' ανέβασαν, ωσάν τον Απόστολο Παύλο «ως τον τρίτο ουρανό», παρά έφτασες ίσαμε τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Υιού σου, τον βλέπεις με τα μάτια σου, χαίρεσαι και στέκεις δίπλα Του με πολλή κι ανείπωτη σιγουριά. Άφατο σκίρτημα χαράς για τους Αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις, δίχως τέλος ευφροσύνη για τους Πατριάρχες, ανεκλάλητη χαρά για τους Δίκαιους, αγαλλίαση ατέλειωτη για τους Προφήτες! Ευλογείς τον κόσμο, αγιάζεις την πλάση όλη! Ανάσα για τους καταπονεμένους, για αυτούς που πενθούνε, παρηγοριά, γιατρειά των αρρώστων, λιμάνι στους θαλασσοδαρμένους, συγχώρεση για τους αμαρτωλούς, των λυπημένων καλοσυνάτη παρηγορήτρα, για όλους τους ικέτες σου, πρόθυμη βοήθεια.


12. Τι θαύμα αληθινά υπερφυσικό! Τι πράγματα γεμάτα θάμπος! Εγκωμιάζουμε και καλοτυχίζουμε το βδελυρό και από παλιά μισημένο θάνατο! Αυτός, που πρώτα μας έφερνε το πένθος και το συννεφιασμένο βλέμμα, τα δάκρυα και τη σκυθρωπή όψη, να που μας δίνει τώρα τη χαρά, διώχνει τα σύννεφα της θλίψης και είναι ολάκερος ένα πανηγύρι.

Για όλους του Θεού τους δούλους, που μακαρίζουμε το θάνατό τους, το τέλος της ζωής δίνει τη βεβαιότητα πως είναι καλόδεχτοι από το Θεό και τούτο κάνει μακαριστή τη θανή τους: τους ολοκληρώνει και τους δείχνει ευτυχισμένους, χαρίζοντάς τους την αναλλοίωτη αρετή, όπως βεβαιώνει ο λόγος: «Μη καλοτυχίζεις άνθρωπο πριν πεθάνει». Όμως για σένα δεν μπορούμε να πούμε τέτοιο λόγο: δεν είναι μακαρισμός ο θάνατος για σένα ούτε η μετάσταση ολοκλήρωση ούτε η αποδημία σου χαρίζει τη σιγουριά της σωτηρίας.

Για όλα σου τ' αγαθά που ξεπερνάνε τον ανθρώπινο νου, αρχή, μέση και τέλος, ασφάλεια και αληθινή βεβαίωση στάθηκε η άσπορη σύλληψη, η ενοίκηση του Θεού, η δίχως φθορά γέννησή Του. Για τούτο σωστά είπες πως όχι από την ώρα του θανάτου, αλλ' από τη στιγμή της σύλληψης θα σε μακαρίζουν όλες οι γενιές. Έτσι δε σ' έκανε μακάρια ο θάνατος, παρά εσύ, σκορπώντας τη μαυρίλα του και αλλάζοντάς τον σε χαρά, τον έκανες να λάμψει ολάκερος.

Παράδινες λοιπόν το ιερό και αμόλυντο σώμα στον άγιό σου τάφο και οι άγγελοι τρέχανε μπροστά, σε κυκλώνανε, σ' ακολουθούσαν. Ήταν τίποτε που να μην έκαναν για να υπηρετήσουν τη Μητέρα του Κυρίου τους; Οι Απόστολοι και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας μεγαλόφωνα ψέλνανε θείους ύμνους και σκιρτούσανε χορευτικά, καθώς τους κάτεχε το Άγιο Πνεύμα. «Θα χορτάσουμε με τ' αγαθά του σπιτιού Σου, άγιος ο ναός Σου, θαυμαστή η δικαιοσύνη Του». Κι άλλον: «Άγιασε ο Ύψιστος το κατάλυμά Του», «βουνό του Θεού, πλούσιο βουνό, βουνό όπου ευδόκησε να κατοικήσει ο Θεός». Εσένα, την αληθινή κιβωτό του Κυρίου και Θεού, σήκωσε στους ώμους η σύναξη των Αποστόλων, καθώς κάποτε οι ιερείς την κιβωτό, που ήταν η προτύπωσή σου, σ' ακούμπησε στον τάφο και σ' έστελνε μ' αυτόν, σα να 'ταν κάποιος Ιορδάνης, στην αληθινή γη της επαγγελίας, ναι, την «πάνω Ιερουσαλήμ», τη μητέρα όλων των πιστών, αυτή «που τεχνούργησε και έπλασε ο Θεός». Δεν κατέβηκε η ψυχή σου στον Άδη ούτε «η σάρκα σου αντίκρυσε τη φθορά». Δεν απόμεινε η ψυχή σου ούτε τ' ανέγγιχτο κι ολότελα απείραχτο σώμα σου στη γη, μα με τη μετάστασή σου κατοικείς τα ουράνια, βασιλικά δώματα, βασίλισσα, Κυρά μας και δέσποινα, Μητέρα του Θεού, αληθινή Θεοτόκε.


13. Ω, πώς υποδέχτηκε ο ουρανός αυτήν, που στάθηκε πλατύτερη από τους ουρανούς! Πώς δέχτηκε ο τάφος αυτήν, που δέχτηκε το Θεό! Ναι, τη δέχτηκε, ναι, τη χώρεσε, γιατί δεν έγινε πλατύτερη από τον ουρανό με τον σωματικό της όγκο. Γιατί πώς ένα σώμα τρεις πήχες, που όλο και φυραίνει, θα παράβγαινε με τα πλάτια και τα μάκρη τ' ουρανού; Με τη χάρη όμως ξεπέρασε κάθε ύψος και πλάτος, γιατί το θεϊκό είναι πέρα από κάθε σύγκριση. Ω, τι ιερό και θαυμαστό και σεβάσμιο και αξιοπροσκύνητο μνήμα! Και τώρα το φυλάνε οι Άγγελοι στέκοντας γύρω γεμάτοι σεβασμό και φόβο. Τρέμουνε τα δαιμόνια, με πίστη προστρέχουν εκεί οι άνθρωποι, το τιμούν, το προσκυνούν, το ασπάζονται με τα μάτια, τα χείλια, την όλο πόθο ψυχή τους κι αντλούνε άφθονα αγαθά.

Καθώς, όταν αποθέσει κανένας ακριβό μύρο σ' ένα ρούχο ή κάποιο μέρος και μετά το πάρει, απομένει κάποια ευωδιά κι όταν εκείνο λείψει, έτσι και τώρα το άγιο σώμα, το ιερό, το πεντακάθαρο, που ευωδιάζει θεϊκά ολόκληρο, το πλούσιο κεφαλάρι της Χάρης, αφού κατέβηκε στον τάφο κι αρπάχτηκε κατόπι σε μέρη πιο όμορφα και ψηλά, δεν εγκατάλειψε τον τάφο δίχως δώρο, μα του άφησε κάτι από την άγιά του μοσκοβολιά και χάρη κι έκανε το μνήμα βρύση γιατρειάς και κάθε αγαθού για εκείνους, που το πλησιάζουνε με πίστη.


14. Από σένα και μεις σήμερα κρατιόμαστε, ω Κυρά, Κυρά, Κυρά μας, Θεοτόκε ανύμφευτη, μ' αγκιστρωμένες τις ψυχές στην ελπίδα που εσύ μας δίνεις, ωσάν στην πιο γερή και αρράγιστη άγκυρα, παραδίνοντας σε σένα το νου, την ψυχή, το σώμα, όλο μας τον εαυτό, δοξολογώντας σε «με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές» όσο δυνόμαστε, αφού, όσο αξίζεις είμαστε ανήμποροι. Γιατί αν, όπως μας δίδαξε ο λόγος ο ιερός, η τιμή στους σύνδουλούς μας φανερώνει την αγάπη στον Κύριο όλων μας, πώς να παραλείψουμε να τιμήσουμε σένα, που γέννησες τον Κύριο; Και πώς να μη ποθεί ολόκληρη η καρδιά μας την τιμή τούτη ; Πώς να μη την προτιμούμε κι απ' αυτή ακόμη, την απαραίτητη ανάσα, αφού μας δίνει την ζωή; Έτσι θα δείξουμε καλύτερα την αγάπη μας στον Κύριό μας. Γιατί όμως μιλώ για τον Κύριο; Σ' εκείνους, που ευλαβικά σε τιμούνε, φτάνει, αλήθεια, το ακριβότατο δώρο της μνήμης σου, γιατί φέρνει χαρά αναφαίρετη και βαθύτατη. Από ποιά αγαλλίαση τάχα, από ποιά αγαθά, δεν πλημμυράει όποιος το νου του κάνει μυστικό θάλαμο της πανάγιας μνήμης σου;

Αυτή είναι η ευχαριστήρια προσφορά μας, ο πιο διαλεχτός μας λόγος, ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει το φτωχό μας μυαλό, που κινήθηκε λησμονώντας την ανημπόρια του από τον πόθο για σένα. Δέξου όμως με καλοσύνη τον πόθο, αφού ξέρεις πως ξεπερνάει τη μπόρεσή μας. Και συ, Κυρά γεμάτη αγαθότητα, που γέννησες τον αγαθό μας Κύριο, μακάρι να 'χεις πάνω μας τα μάτια σου, να μας πηγαίνεις όπου θες, να κόψεις την ορμή των ντροπιασμένων μας παθών οδηγώντας μας στο ατρικύμιστο λιμάνι, που 'ναι του Θεού το θέλημα, να μας αξιώσεις ν' αντικρύσουμε τη μελλοντική μακαριότητα, τη γλυκεία λάμψη από το πρόσωπο του ίδιου του Θεού Λόγου, που σαρκώθηκε από σένα. Μαζί μ' Αυτόν δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια στον Πατέρα και το Πανάγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και παντοτινά και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: http://paterikakeimena.blogspot.gr/2011

Η μόνη δημιουργική δύναμη

Σκόρπισε την αγάπη όπου κι αν πας: Πρώτα πρώτα στο σπίτι σου. Δώσε αγάπη στα παιδιά σου, στη γυναίκα ή στον άντρα σου… Μην αφήσεις κανέναν απ’ όσους έρχονται σε σένα να φύγει, χωρίς να νιώθει καλύτερα και πιο ευτυχισμένος. Γίνε η ζωντανή έκφραση της καλοσύνης του Θεού, καλοσύνη στο πρόσωπό σου, καλοσύνη στα μάτια σου, καλοσύνη στο χαμόγελό σου, καλοσύνη στο ζεστό χαιρετισμό προς το συνάνθρωπο σου.
Αδελφή Τερέζα

Ένας καθηγητής κολεγίου ζήτησε από τους μαθητές του της κοινωνιολογίας να πάνε στις φτωχογειτονιές της Βαλτικής και να εξετάσουν το ιστορικό 200 νεαρών αγοριών. Τους ζήτησε, επίσης, να κάνουν μια γραπτή εκτίμηση σχετικά με το μέλλον του καθενός από τ’ αγόρια αυτά. Σ’ όλες τις περιπτώσεις οι φοιτήτριες έγραφαν: «Δεν έχει καμία πιθανότητα εξέλιξης».

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ένας άλλος καθηγητής κοινωνιολογίας έτυχε να ανακαλύψει αυτήν την παλαιότερη έρευνα. Ζήτησε από τους μαθητές του να τη συνεχίσουν και να ψάξουν να βρουν ποιά εξέλιξη είχαν αυτά τα παιδιά. Με εξαίρεση είκοσι που είτε είχαν ξενιτευτεί είτε είχαν πεθάνει, από τους υπόλοιπους 180, σύμφωνα με ότι ανακάλυψαν οι φοιτητές, οι 176 ήταν επιτυχημένοι δικηγόροι, γιατροί κι επιχειρηματίες, με βαθμό επιτυχίας μάλιστα πολύ πάνω από το μέσο.

Έκπληκτος, ο καθηγητής αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα σε μεγαλύτερο βάθος. Ευτυχώς όλοι αυτοί που αφορούσε η έρευνα ζούσαν στην ίδια περιοχή και μπόρεσε να μιλήσει με τον καθένα ξεχωριστά και να τον ρωτήσει, «Που αποδίδεις την επιτυχία σου;» σε κάθε περίπτωση, η απάντηση ήταν επενδυμένη με συναίσθημα. «Σε μια δασκάλα μου».

Η δασκάλα ζούσε ακόμα, έτσι ο καθηγητής πήγε και τη βρήκε. Ρώτησε την ηλικιωμένη, αλλά με καθαρή σκέψη γυναίκα, ποια ήταν η μαγική συνταγή που χρησιμοποίησε για να ανασύρει αυτά τα παιδιά από τα χαμόσπιτα και να τα εκτοξεύσει στα ύψη που είχαν φτάσει.

Στα μάτια της δασκάλας φάνηκε μια λάμψη, αχνά ένα χαμόγελο.
«Είναι πολύ απλό», είπε. «Τα αγάπησα αυτά τα παιδιά».
Eric Butterworth

(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 19-20)

"Ο δικαστής των εναγκαλισμών.
Μια μέρα η Νάνσι Τζόνστον, φίλη του Λη, εμφανίστηκε στην πόρτα του. Η Νάνσι είναι επαγγελματίας κλόουν και φορούσε ρούχα κλόουν, το επαγγελματικό μεϊκάπ και όλα τα σχετικά. «Λη, πάρε μερικά από τα Κουτιά της Αγκαλιάς κι έλα να πάμε στον οίκο αναπήρων», του είπε.
Όταν έφτασαν εκεί άρχισαν να μοιράζουν καπέλα, καρδιές και αγκαλιές στους ασθενείς. Ο Λη ένιωθε άβολα. Πότε πριν δεν αγκάλιασε άτομα με ανίατες ασθένειες, με βαριά διανοητική καθυστέρηση ή τετραπληγία. Ήταν σίγουρα μια δοκιμασία. Μετά από λίγο τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα, καθώς η Νάνσι κι ο Λη βρέθηκαν περικυκλωμένοι από γιατρούς, νοσοκόμες και άλλα άτομα από το προσωπικό του νοσοκομείου που τους ακολουθούσαν από θάλαμο σε θάλαμο.
Λίγες ώρες μετά μπήκαν στον τελευταίο θάλαμο, όπου υπήρχαν μερικές από τις χειρότερες περιπτώσεις που είχε δει ποτέ στη ζωή του ο Λη. Το αίσθημα που του προκάλεσαν ήταν τόσο ζοφερό, ώστε για μια στιγμή λιποψύχησε. Κάτω, όμως από το βάρος της υποχρέωσης που είχαν αναλάβει, να προσφέρουν την αγάπη τους και να κάνουν τους άλλους να νιώσουν καλύτερα, η Νάνσι κι ο Λη άρχισαν να πηγαίνουν από κρεβάτι σε κρεβάτι, ακολουθούμενοι από πολλά άτομα του νοσηλευτικού προσωπικού που φορούσαν τώρα, όλοι, στο πέτο τις καρδιές και στο κεφάλι τα καπέλα που τους είχαν δώσει.
Ο Λη ήρθε τελικά στον τελευταίο τρόφιμο, τον Λέοναρντ. Ο Λέοναρντ φορούσε μια μεγάλη άσπρη σαλιάρα πάνω στην οποία έτρεχαν συνεχώς τα σάλια του. Ο Λη τον κοίταξε , είδε τα σάλιατου να στάζουν στη σαλιάρα και είπε: «Έλα, πάμε Νάνσι, δεν υπάρχει τρόπος να προκαλέσουμε οποιαδήποτε αισθήματα σ’ αυτό το πλάσμα». Η Νάνσι τότε του είπε: «Μα τι λες Λη, είναι κι αυτός ένας συνάνθρωπός μας, δε συμφωνείς;» Και του φόρεσε ένα αστείο καπέλο. Ο Λη πήρε κι αυτός μια από τις καρδιές που κρατούσε και του την καρφίτσωσε στη σαλιάρα του. Πήρε βαθιά ανάσα και σκύβοντας αγκάλιασε τον Λέοναρντ.
Αναπάντεχα ο Λέοναρντ άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές: «Εεεεεχχ! Εεεεεχχ!» Μερικοί από τους άλλους ασθενείς άρχισαν να χτυπούν διάφορα πράγματα το ένα με το άλλο. Ο Λη γύρισε προς το προσωπικό, ελπίζοντας να μάθει τι συνέβαινε και τότε είδε ότι όλοι οι γιατροί, οι νοσοκόμες και τα άλλα μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού έκλαιγαν. Ο Λη τότε ρώτησε την προϊσταμένη: «Μα, τι συμβαίνει;»
Ο Λη δε θα ξεχάσει ποτέ την απάντησή της; «Εδώ και 23 χρόνια είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τον Λέοναρντ να χαμογελά».
Πόσο απλό πράγμα είναι να κάνεις ένα άτομο να νιώσει καλύτερα στη ζωή του!

Jack Canfield και Mark V. Hansen"

(από το βιβλίο Βάλσαμο για την ψυχή, σελ. 32-34)

 

Ερώτημα τόσο συχνό, τόσο βαθύ, τόσο δυνατό στην εκφορά του, τόσο δύσκολο στην απάντησή του. Ερώτημα τόσο αληθινό, τόσο ανθρώπινο, τόσο απαιτητικό, πού όμως από τη φύση του δεν αντέχει στον λόγο, δεν εκφράζεται με το στόμα, δεν μπαίνει σε λέξεις, δεν δημοσιοποιείται σε ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο, δεν επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις από κάποιους που δήθεν γνωρίζουν προς κάποιους άλλους που σίγουρα πονούν. Ίσως είναι το κατ’ εξοχήν θέμα για το οποίο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνονται ομιλίες. Είναι πολύ βαθύ για να έλθει στην επιφάνεια της συνειδητοποίησης. Είναι πολύ επώδυνο για να χωρέσει στον ορίζοντα των αντοχών μας. Είναι πολύ προσωπικό για να εντοπισθεί στο στερέωμα του δημόσιου λόγου. Ίσως αυτό το ερώτημα να πονάει πιο πολύ και από την αιτία που το δημιουργεί. Γιατί όλοι ξέρουμε πως δεν έχει εύκολη απάντηση. Και όμως είναι τόσο επίμονο και αληθινό.
Γιατί σε μένα, Θεέ μου; Ηχεί στα αυτιά μου αυτό το ερώτημα και αντηχεί βαθιά στην καρδιά μου. Είναι το ερώτημα κάθε γονιού που το παιδί του πάσχει ή κάθε ανθρώπου που έχει χτυπηθεί από ανίατη ασθένεια. Πώς είναι δυνατόν αυτό το ερώτημα να μεταμορφωθεί σε ομιλία, συμβουλή, γνώμη ή απάντηση;
Το ερώτημα αυτό συνεχώς διατυπώνεται και απαντάται μόνο με δάκρυα, όχι με λέξεις, με αισθήματα, όχι με σκέψεις, με σιωπή, όχι με απόψεις, με συμπόνια, όχι με απαντήσεις. Πώς να το κάνουμε; Συχνά τα μάτια μιλούν πιο εύγλωττα από το στόμα, ο αναστεναγμός πιο δυνατά από τη σκέψη και η πονεμένη απορία εκφράζει περισσότερο την αλήθεια από την όποια απάντηση.
Στρέφω το βλέμμα μου τριγύρω και αντικρίζω συνανθρώπους μας που πάσχουν, αδελφούς μας που λυγίζουν, που θα ήθελαν κάπως να εκφραστούν, αλλά είτε αδυνατούν είτε διστάζουν είτε και φοβούνται. Όλοι αυτοί, τελικά, δεν είναι… άλλοι, ξένοι, αδιάφοροι για μας, αλλά είναι το αγνότερο και αναγκαιότερο κομμάτι του εαυτού μας, μια που η συνάντηση μαζί τους μέσα μας, καταργεί το εγώ μας. Θα ήθελα λοιπόν για λίγο να δανείσω τα χείλη της δικής μου ψυχής, στην ανάγκη της δικής τους να εκφράσει τον βουβό της πόνο και να διατυπώσει την επίμονη απορία της.
Προ καιρού μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ το Νοσοκομείο Παίδων. Πήγα στο γραφείο της διευθύντριας του Ογκολογικού που έτυχε να γνωρίζω. Μου πρότεινε να επισκεφθούμε τους θαλάμους των παιδιών. Απέφυγα να συναινέσω. Έριξα μια ματιά στους τοίχους του πρωτότυπου γραφείου της, που ήταν γεμάτοι από πρόσωπα πονεμένα και ελπιδοφόρα, πληγωμένα και αγωνιστικά. Άλλα ακόμη βρίσκονται κοντά μας για να πολλαπλασιάζουν τη χαρά και άλλα μας έχουν φύγει για να προκαλούν την ανάγκη της συνάντησης μαζί τους στην αγκαλιά του Θεού.
Τα βιβλία σ’ αυτό το γραφείο ήταν πιο λίγα από τις φωτογραφίες. Οι πολλές επιστημονικές γνώσεις πιο φτωχές από το περίσσευμα της αληθινότητας της ζωής. Οι απορίες και το άγνωστο πιο ξέθωρα από τη λάμψη της παράξενης αγάπης αυτού του χώρου.
Βγήκαμε από το γραφείο της και νόμιζα ότι έβγαινα από την αλήθεια για να μπω στο ψέμα αυτής της ζωής, αλλά με μια ανομολόγητη ανακούφιση. Σκόνταψα όμως στη μεγαλύτερη αλήθεια. Στο σαλόνι, σε ένα τραπεζάκι, έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια τρία παιδάκια, δίχως μαλλιά, με πρόσωπα ωχρά, με ενδοφλέβιες χημειοθεραπευτικές παροχές στα χέρια. Δίπλα τους ισάριθμες νεαρές μητέρες και ένας παππούς. Τα μάτια των μεγάλων μονομιάς καρφώθηκαν επάνω μου. τα παιδάκια αμέριμνα συνέχισαν τη διασκέδασή τους. Εγώ αμήχανα δεν τολμούσα να δώσω το ψεύτικο χαμόγελο του… καλού παπά που ήλθε να κάνει την καλή του πράξη. Ποτέ το βλέμμα των γονέων και η αμεριμνία των παιδιών δεν με είχαν τόσο βαθιά τρυπήσει. Η εικόνα αυτή αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ερώτημα που ηχεί στα αυτιά μου μέχρι αυτήν τη στιγμή. Τα μάτια αυτά διψούσαν για μια γουλιά απάντησης στην πιο λακωνική, αλλά πιο εσώτερη απορία που σχηματίζεται στην καρδιά κάθε φυσιολογικού ανθρώπου «Γιατί σε μένα, Θεέ μου»;
Τελικά, τα πονεμένα μάτια μπορούν να ξεδιψάσουν μόνο με το δάκρυ τους. Όχι με τον λόγο μου, σκέφτηκα. Τους αποχαιρέτησα και πήρα μαζί μου, μαζί με την ανάμνηση της έκφρασής τους, το ερώτημα.

Γιατί;
Γιατί ο πόνος; Γιατί η αδικία; Γιατί τα παιδάκια; Γιατί τόσο πρόωρα; Γιατί με αυτόν τον τρόπο; Γιατί την απερίγραπτη χαρά της αθώας παρουσίας τους, να τη διαδέχεται ο αβάσταχτος πόνος; Γιατί; Και αν είναι για το άγνωστο καλό μας, γιατί αυτό το καλό μας να είναι τόσο πικρό;

Γιατί σε μένα;
Τί κακό έκανα; Πού να ψάξω να βρω μέσα μου την άγνωστη σε μένα αιτία; Και αν φταίω εγώ, δεν μπορώ κάτι να κάνω για να ανατρέψω τα πράγματα; Και ποιός ο λόγος, εξ αιτίας μου, να υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι; Αυτό μου φαίνεται πιο αδύνατο να το αντέξω. Κινδυνεύω να χάσω και τη λίγη και ασθενική πίστη μου. Τελικά, ποιό το όφελος αυτής της ιστορίας;

Γιατί σε μένα, Θεέ μου;
Δεν είμαι παιδί σου; Δεν είσαι Θεός αγάπης; Τί σχέση μπορεί να έχει η αγάπη Σου με το μαρτύριο μου; Πώς να με προσελκύουν τα μαστιγώματά Σου; Πώς συνδυάζεται η καλωσύνη Σου με την ανερμήνευτη λογική του πόνου, με τη θλίψη, με το ενδεχόμενο του σκανδαλισμού;
Νέο ζευγάρι! Μόλις έχουν γνωριστεί. Το όραμά τους να ζήσουν την αγάπη τους. Όσο πιο έντονα γίνεται! Όσο πιο πλούσια! Όσο πιο βαθιά! Αυτό είναι ζωή! Αυτό δεν έχει μόνο γλύκα και ομορφιά, έχει δύναμη. Δεν αντέχει μόνο του, δεν περιορίζεται από την αυτάρκειά του. Αυτό γεννά, πολλαπλασιάζεται, δίνει ζωή.
Μέσα στη ζάλη της αγάπης τους παντρεύονται. Περνάει τόσο όμορφα ο πρώτος καιρός! Κοιτιούνται στα μάτια και επιβεβαιώνουν την πεποίθησή τους ότι όλα θα πάνε καλά. Κανένα συννεφάκι δεν θα σκιάσει τη λιακάδα των ονείρων τους.
Τώρα περιμένουν ένα παιδί. Αυτό επικεντρώνει την καταξίωση της κοινής ζωής τους. Αυτό προσδιορίζει το όνειρό τους. Αυτό περιμαζεύει τις ελπίδες τους. Η κοπέλα είναι έγκυος. Το χαμόγελό τους ξεπερνά σε άνοιγμα την αγκαλιά τους. Είναι η πρώτη φορά που στην αγάπη τους μπαίνει κάποιος άλλος που, ενώ δεν φαίνεται, την πολλαπλασιάζει και την στερεώνει. Οι αλλοιώσεις του γυναικείου σώματος πιστοποιούν τα σημάδια μιας νέας ζωής που γεννιέται από αγάπη, αλλά και η ίδια γεννά αγάπη. Το μικρό, αόρατο έμβρυο, που το καταλαβαίνουν χωρίς να το βλέπουν, δίνει το ίδιο ζωή στους γονείς. Πράγματι ανακαλύπτουν ότι αγαπιούνται, όχι μόνο πιο πολύ αλλά και διαφορετικά. Η ποιότητα της σχέσης τους αναβαθμίζεται.
Η κοπέλα είναι ήδη μητέρα. Απλά, περιμένει να σφίξει στην αγκαλιά της το παιδάκι της. Η μέρα του τοκετού έρχεται. Τον φυσικό πόνο τον διαδέχεται η χαρά μιας καινούργιας ζωής, η ομορφιά μιας νέας παρουσίας στο σπίτι, η έκπληξη ενός ανεπανάληπτου προσώπου. Δυο γονείς μπορούν να δώσουν 1040 διαφορετικά παιδιά. Αυτό είναι ένα από αυτά. Μαζί του περνούν χαρές, ξενύχτια, αγωνίες, φροντίδα, αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια, όνειρα. Το παιδάκι μεγαλώνει. Αρχίζει να κουνιέται, να χαμογελάει, να μιλάει, να περπατάει, να κάνει τις πρώτες του ζημιές, ίσως να πηγαίνει στο σχολείο.
Ο σύνδεσμος αυξάνει. Οι φόβοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Ακούμε ότι κάποιο άλλο παιδί προσβάλλεται από σοβαρή ασθένεια. Το χαμόγελό μας κόβεται. Αλλά για λίγο. Βαθείς φόβοι, ενδόμυχοι, περιγράφουν την ατμόσφαιρα της ψυχής και προσδιορίζουν την ταυτότητα της διαθέσεώς μας. Όχι, αποκλείεται! Αυτό δεν θα συμβεί σε μας. Κάποιος λόγος υπάρχει και η αρρώστια χτύπησε το άλλο σπίτι. Η πιθανότητα να επισκεφθεί και το δικό μας είναι από μικρή έως σχεδόν ανύπαρκτη. Με τα ψήγματα της πίστης που έχουμε, σταυροκοπιόμαστε μυστικά. Αν υπάρχει Θεός, θα μας δει, θα μας προστατεύσει τώρα που προλάβαμε, έστω ψυχολογικά, να Τον επικαλεστούμε. Εξ άλλου ο Θεός είναι αγάπη. Αν δεν λυπηθεί εμάς, θα λυπηθεί το καημένο το παιδάκι μας. Είναι τόσο αθώο.
Το παιδί μας όμως εκεί που παίζει ζαλίζεται ή κάποιο πρωινό εμφανίζει υψηλό πυρετό που διαρκεί για μέρες και δεν πέφτει ή πονάει επίμονα και ανεξήγητα. Φοβούμαστε. Είμαστε όμως βέβαιοι πως οι εξετάσεις θα δείξουν ίωση, ή , στη χειρότερη περίπτωση, κάποια παιδική ασθένεια, που στο παρελθόν μεν ταλαιπωρούσε τον κόσμο, στις μέρες μας όμως η ιατρική την αντιμετωπίζει με επιτυχία.
Έχουν περάσει αρκετές μέρες. Την αιθρία της χαράς μας τη διακόπτουν οι αλλεπάλληλοι κεραυνοί των ιατρικών γνωματεύσεων. Η διάγνωση θυμίζει το νόστιμο θαλασσινό, που όμως η μία δαγκάνα του σφίγγει το μυαλό μας και η άλλη κατατρυπάει την καρδιά μας. Είναι καρκίνος (κάβουρας). Αυτό που με λαιμαργία συνήθως καταβροχθίζουμε, τώρα κατατρώει την ύπαρξή μας. Ούτε που θέλουμε να το σκεφτούμε ούτε που μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε. Πριν από λίγες μέρες σφιχταγκαλιαζόμασταν που ο Θεός μας χάρισε ένα δικό Του αγγελούδι. Σήμερα η αγκαλιά μας σαν λεκάνη μαζεύει τα δάκρυά μας, μήπως πρόωρα περιμαζέψει και το δικό μας τώρα αγγελούδι.
Την καταιγίδα των ιατρικών εξετάσεων τη διαδέχεται το σφυροκόπημα των αναπάντητων γιατί. Γιατί, Θεέ μου τόσος πόνος; Τί φταίει αυτό το αθώο πλασματάκι; Γιατί το δικό μου το παιδί που μου φαντάζει το καλύτερο και όχι ένα άγνωστο και απόμακρο; Γιατί να πονάει, να ταλαιπωρείται, να βασανίζεται, αμίλητα και αδιαμαρτύρητα, ανυποψίαστο να υπομένει; Γιατί να κινδυνεύει πρόωρα να εγκαταλείψει τα παιχνιδάκια του, τα όνειρά μας, την προοπτική του, τα αδελφάκια του, εμάς, τους γονείς του, αυτόν τον κόσμο; Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά και καμιά λογική να μην μπορεί να μας συμπαρασταθεί, καμιά ερμηνεία να μας παρηγορήσει, κανένας λόγος να μας στηρίξει, κανένας θεός να μας αγγίξει;
Ξεφεύγουμε από αυτά και ζητούμε καταφύγιο στη λογική κάποιου θαύματος. Πού ξέρεις; Ο Χριστός ανέστησε την κόρη του Ιαείρου και τον γυιό της χήρας της Ναϊν. Θεράπευσε την κόρη της Χαναναίας και τον δούλο του εκατοντάρχου. Ο Θεός αγαπά ιδιαίτερα τα παιδάκια και στην αθωότητά τους διαρκώς μας προτρέπει να μαθητεύουμε. Η αγάπη Του είναι ανεξάντλητη. Τόσα θαύματα γίνονται μακρυά μας και έγιναν στο παρελθόν, γιατί να μην γίνει και ένα στις μέρες μας και στο παιδάκι μας; Τί Θεός είναι; Ένα θαύμα δεν μπορεί να κάνει;
Η προσπάθεια όμως να παρηγορηθούμε επιτείνει τη δοκιμασία μας. Τα θαύματα είναι θαύματα, γιατί δεν είναι και τόσο συχνά. Κι αν πάλι κάνει το θαύμα σε μας, αυτό δεν είναι αδικία; Γιατί μερικοί να ζουν την ευεργετική παρουσία Του και άλλοι να τη στερούνται; Γιατί κάποιοι να Τον δοξάζουν και οι πολλοί υπόλοιποι να ταπεινώνονται απίστευτα και να Τον εκλιπαρούν; Και αν πάλι μπορεί να κάνει το θαύμα, γιατί δεν θεραπεύει όλους ή πολύ περισσότερο δεν καταργεί τις ασθένειες, να ζήσουμε τα λίγα χρόνια μας ήσυχα και με χαρά; Μήπως τελικά ή υπάρχει Θεός για να βασανιζόμαστε ή δεν υπάρχει και βασανιζόμαστε;
Κάποιοι μας πλησιάζουν και μας λένε ότι μας αγαπάει ο Θεός και γι’ αυτό επιτρέπει τη δοκιμασία. Αυτούς που μας παρηγορούν και απαντούν στον πόνο μας με συμβουλές και λόγια, γιατί δεν τους αγαπάει και αγαπάει μόνον εμάς; Γιατί τα δικά τους τα παιδιά να παίζουν αμέριμνα και να γελούν και το δικό μας, χλωμό, να ζει μέσα στα φάρμακα και τις μπουκάλες; Γιατί τα παιδιά τους να διασκεδάζουν με αστεία και παιδικές αταξίες και το δικό μας να ξεγελιέται με τα ψεματάκια μας και τις χαζοελπίδες ότι δήθεν θα γίνει καλά και θα ξαναπάει στο σχολείο; Γιατί αυτοί να μπορούν να χτίσουν όραμα για τα παιδιά τους κι εμείς να τρέμουμε στη σκέψη του μέλλοντος και της προοπτικής τους;
Κι αν υποθέσουμε ότι ο Θεός αποφασίζει να μην αρρωσταίνουν τα παιδάκια, πώς αντέχεται και πώς συμβαδίζει με την αγάπη και θεότητά Του, να βασανίζονται οι μεγαλύτεροι;
Αλλά και η ζωή γιατί να είναι τόσο τραγική; Γιατί να φοβάσαι να αγαπήσεις; Να διστάζεις να δοθείς; Να το σκέφτεσαι να συνδεθείς; Όσο πιο δυνατή είναι η αγάπη, τόσο περισσότερο πονάει ο χωρισμός. Όσο πιο βαθιά είναι τα αισθήματα, τόσο πιο πολύ πληγώνει ο πόνος. Αλήθεια, γιατί;
Μοιάζει, ώρες – ώρες, αυτά τα «γιατί» να φταίνε που υποφέρουμε. Κάποιοι μας συμβουλεύουν να μην ρωτάμε: δεν επιτρέπονται τα «γιατί» στον Θεό. Ίσως αυτή η αμαρτία μας να είναι υπεύθυνη για την ταλαιπωρία του παιδιού μας.
Και όμως αυτά τα «γιατί», όταν διατυπώνονται ταπεινά και με ήσυχο πόνο, συνθέτουν όχι μόνο την εικόνα του πιο αληθινού εαυτού μας, αλλά και εκφράζουν την πιο αληθινή υπαρξιακή απορία αυτού του κόσμου.
 
Η «ευλογία» του πόνου. Ευλογημένα «γιατί»!
Τα καθαγίασε ο Ίδιος ο Χριστός στο σταυρό «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;» Θεέ μου, γιατί μου το ‘κανες αυτό; Τί σου έκανα; Δεν είμαι ο Υιός σου; Το ίδιο ακριβώς ερώτημα με το δικό μου, το οποίο έμεινε και αυτό αναπάντητο. Έμεινε αναπάντητο στα φαινόμενα. Τα γεγονότα όμως φανέρωσαν την απάντηση.
Τέτοια πολλά «γιατί» βγήκαν και από το στόμα του πολύαθλου Ιώβ ή τη γραφίδα του τραυματισμένου Δαυϊδ, δυο ανθρώπων που οι τραγικοί θάνατοι των παιδιών τους σφράγισαν το πέρασμά τους από την ιστορία και που μας παρουσιάζονται συχνά ως μοναδικά πρότυπα πίστης, εγκαρτέρησης και υπομονής.
Το ερώτημα αυτό το απευθύνουμε στον Θεό, το λέμε στον εαυτό μας, το επαναλαμβάνουμε στους ανθρώπους που νοιώθουμε ότι ιδιαίτερα μας αγαπούν. Το λέμε κυρίως για να εκφράσουμε το μέσα μας, το λέμε όμως και προσδοκώντας το χάδι μιάς απάντησης. Ποιός όμως μπορεί να δώσει μια απάντηση; Ακόμη κι αν την ξέρει, ποιός μπορεί να μας την πει;
Λέγει ο Μέγας Βασίλειος προς πενθούντα πατέρα, ότι ο πόνος κάνει τον άνθρωπο τόσο ευαίσθητο, ώστε μοιάζει με το μάτι που δεν ανέχεται ούτε το πούπουλο. Και η πιο τρυφερή κίνηση αυξάνει τον πόνο του πονεμένου. Και η πιο διακριτική αναλογία δεν αντέχεται. Ο λόγος που εκφέρεται ως λογικό επιχείρημα, ενοχλεί αβάσταχτα. Μόνο το δάκρυ, η κοινωνία της απορίας, η σιωπή, η εσωτερική προσευχή θα μπορούσαν να ανακουφίσουν τον πόνο, να φωτίσουν το σκοτάδι ή να γεννήσουν μια μικρή ελπίδα.

Ο πόνος γεννά αλήθεια, συμπόνια, κοινωνία.
Ο πόνος δεν ξυπνάει μόνον εμάς, αλλά γεννάει και την αγάπη στους γύρω μας. Προσπαθούν να μπουν στη θέση μας. Αγωνίζονται στον καιρό της ασφάλειάς τους να μοιραστούν τα πιο ανεπιθύμητα γι’ αυτούς δικά μας αισθήματα. Και το κάνουν. Ο πόνος γεννά την υπομονή μας, ταυτόχρονα όμως γεννά και τον εξ’ αγάπης σύνδεσμο με τους αδελφούς μας. Ο πόνος γεννά την αλήθεια. Η συμπόνια των άλλων τη φυτεύει στη δική μας καρδιά. Εκεί διακριτικά κρύβεται και η απάντηση.
Έτσι γεννιέται στην καρδιά η παρηγοριά, η γλύκα και η ανακούφιση, της οποίας είναι πολύ εντονότερες ως εμπειρίες από το βάρος του πόνου.
Η απάντηση γεννιέται μέσα μας.
Δυο γονείς, μας λέγουν οι επιστήμονες, μπορούν να κάνουν άπειρα διαφορετικά παιδιά. Όσο διαφέρουν οι φυσιογνωμίες μας, άλλο τόσο και παραπάνω ποικίλουν οι εκφράσεις του εσωτερικού κόσμου μας. Το ίδιο και οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Αν ένας τρίτος μας δώσει τη μία «σωστή» δήθεν απάντησή του, θα καταστρέψει την ποικιλότητα και την προσωπικότητα των δικών μας απαντήσεων, των ιερών απαντήσεων, που για τον καθένα μας επιφυλάσσει ο Θεός. Η υποτιθέμενη σοφία του όποιου σοφού θα συντρίψει την αλήθεια και την ελευθερία του Θεού μέσα μας.
Το μεγάλο λάθος είναι να περιμένουμε την απάντηση απ’ έξω μας, από τους άλλους. Ποιός σοφός; Ποιός φωτισμένος; Ποιός φιλόσοφος; Ποιός ασφαλισμένος στην ορθότητα των επιχειρημάτων του ιερέας, γνωρίζει την απάντηση των τόσο προσωπικών μας «γιατί»;
Η απάντηση μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσα μας. Ούτε στις ανάλογες δήθεν περιπτώσεις. Ούτε σε βαρύγδουπα βιβλία. Ούτε σε συνταγές παρηγοριάς και σοφίας. Η απάντηση δεν υπάρχει κάπου, δεν την ξέρει κάποιος. Η απάντηση γεννιέται μέσα μας. Η δική μας απάντηση είναι το δώρο του Θεού.

Ο πόνος μας βγάζει από τα ανθρώπινα μέτρα.
Τελικά αυτά τα «γιατί» δεν έχουν τις απαντήσεις που η φτώχια και η αδυναμία μας περιμένει. Στη λογική αυτή συνήθως παραμένουν αναπάντητα. Γι’ αυτό και ο Χριστός για τον θάνατο δεν είπε παρά ελάχιστα. Απλά, ο Ίδιος επέλεξε και πόνεσε όσο κανένας άλλος. Και όταν αναστήθηκε, το στόμα Του έβγαλε περισσότερη πνοή και λιγότερα λόγια. Δεν είπε τίποτε για ζωή και θάνατο – μόνο προφήτευσε το μαρτύριο του Πέτρου. Ο πόνος δεν απαντιέται με επιχειρήματα. Ούτε η αδικία και ο θάνατος αντιμετωπίζονται με τη λογική. Τα προβλήματα αυτά λύνονται με το εμφύσημα και την πνοή που μόνον ο Θεός δίνει. Λύνονται με το Άγιο Πνεύμα. Ξεπερνιούνται με την ταπεινή αποδοχή του θελήματος του Θεού, που είναι τόσο αληθινό αλλά συνήθως και τόσο ακατανόητο.
Στο διάβα της η δοκιμασία συνοδεύεται από το σφυροκόπημα των αναπάντητων ερωτημάτων. Κι εμείς, γαντζωμένοι στα «μήπως», στα «γιατί», στα «αν» συντηρούμε τις ελπίδες και αντέχουμε την επιβίωση σε αυτόν τον κόσμο, προσδοκώντας κάτι σίγουρο ή κάτι σταθερό. Αυτό όμως συνήθως δεν εντοπίζεται στην προτεινόμενη από μας λύση, αλλά επικεντρώνεται στην απροσδόκητη υπέρλογη θεϊκή παρηγοριά. Κάθε προσπάθεια αντικατάστασής της με ανθρώπινα υποκατάστατα, αδικεί εμάς τους ίδιους. Κάθε περιορισμός στην ασφυκτική θηλιά των ορθολογιστικών απαντήσεων, μας παγιδεύει βαθύτερα στο δράμα μας. Στον διάλογο με τον πόνο, την αδικία και τον θάνατο είμαστε υποχρεωμένοι να βγούμε από τα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή είναι όχι μόνον η έξοδος από τη δοκιμασία αλλά και η ευεργεσία της.

Η μοναδική ευκαιρία.
Τελικά, το μεν ερώτημα μπορούμε να το υποβάλλουμε, την δε απάντηση πρέπει να την περιμένουμε. Ή ο Θεός δεν υπάρχει ή παραχωρεί μια δοκιμασία για να μας δώσει μια μοναδική ευκαιρία. Αν δεν γινόταν η Σταύρωση, δεν θα υπήρχε η Ανάσταση. Ο Χριστός θα ήταν ένας καλός δάσκαλος, όχι ο Θεός. Ο Θεός δίνει την ευκαιρία. Σε μας μένει να τη δούμε και να την αξιοποιήσουμε. Η δε χαρά και το περιεχόμενο αυτής της ευκαιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από την ένταση και τον πόνο της δοκιμασίας.
Ο θάνατος, ο πόνος, η αδικία αποτελούν μυστήριο που η όποια απάντηση το διασαλεύει. Στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια δεν εκφράζεται ως άποψη ή επιχείρημα, αλλά προσφέρεται ως ταπείνωση και κοινός πόνος. Η πορεία στο μεθόριο της ζωής και του θανάτου, του σκανδαλισμού και της δοξολογίας, του θαύματος και της αδικίας, παρουσιάζει στροφές και κρυμμένες γωνιές, όπου διασφαλίζεται η αλήθεια της ζωής. Αν ξεφύγει κανείς τον πειρασμό να λυγίσει, τότε αντικρίζει την αλήθεια με τέτοια όψη, που ποτέ του δεν είχε καν φαντασθεί. Ο πόνος, αν κάποιος καταφέρει να τον αγκαλιάσει, γεννά πρωτόγνωρες ευαισθησίες και ξεδιπλώνει πραγματικότητες που κανείς αλλιώς δεν βλέπει. Η πρόκληση δεν είναι να συμβούν γεγονότα και αποκαλύψεις: αυτά υπάρχουν. Η πρόκληση είναι να ανοίξει κανείς τα μάτια του για να μπορεί να τα αντικρίσει.
Είναι αναντίλεκτη αλήθεια δυστυχώς, συνήθως μόνο χάνοντας τα πολύ επιθυμητά, γνωρίζουμε και κερδίζουμε τα πολύ μεγάλα.
Σίγουρα ο πόνος και η αδικία δεν μπορούν να καταργήσουν την αγάπη του Θεού. Ο Θεός υπάρχει. Και είναι αγάπη και ζωή. Η τέλεια αγάπη και το πλήρωμα της ζωής. Και το μεγαλύτερο θαύμα της ύπαρξής Του είναι η συνύπαρξή Του με τον πόνο, την αδικία και το θάνατο.
Ίσως και η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καθένα μας να είναι η συνύπαρξη με τον δικό του προσωπικό πόνο, το ελπιδοφόρο σφιχταγκάλιασμα, με τα βαθύτερα αυτά «γιατί», η ταπεινή εσωτερική περιχώρηση στην προσδοκία του Θεού μέσα από τις «αδικίες», που νομίζουμε πώς Αυτός μας κάνει.
Προ καιρού, με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα που το καντηλάκι της ζωής της φαίνεται να τρεμοσβήνει. Μέσα στον αβάσταχτο πόνο της διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από τα δακρυσμένα μάτια της αντίκρισα τη χαρά, τη δύναμη και τη σοφία.
-Θέλω να ζήσω, μου είπε. Αλλά δεν ήλθα για να μου το επιβεβαιώσετε. Ήλθα για να με βοηθήσετε να φύγω έτοιμη από αυτόν τον κόσμο.
-Εγώ είμαι παπάς της ζωής και όχι του θανάτου, της απαντώ. Γι’ αυτό και θέλω να ζήσεις. Επίτρεψέ μου, όμως, να σε ρωτήσω κάτι: μέσα στη δοκιμασία σου, ρωτάς ποτέ «γιατί σε μένα, Θεέ μου;»
-Δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ, μου λέει. Εγώ ρωτώ «γιατί όχι σε μένα, Θεέ μου; Και περιμένω, όχι τον θάνατο μου: προσδοκώ τον φωτισμό μου»!
 (Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός». ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ, Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.)

Η Μεμετριασμένη Εξελιξιαρχία & η Δημιουργία του ανθρώπου.
Ζητείται ήδη ποια θα μπορούσε να είναι η προς δημιουργία του ανθρώπου ειδική παρέμβαση του Θεού; Και ερωτάται: Εάν η άκρα εξελιξιαρχία δεν μπορεί να εξηγήσει την επί γης εμφάνιση του ανθρώπου, άραγε η μεμετριασμένη ή πνευματοκρατική τοιαύτη (evolutionisme modere ou spiritualiste) δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την περί δημιουργίας του ανθρώπου εκδοχή που επιβάλλεται από τα πράγματα και εκζητείται από την Αγία Γραφή;
Κάποιοι από τους ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς υιοθέτησαν εξηγήσεις που βασίζονται πάνω στις προϋποθέσεις της μεμετριασμένης εξελιξιαρχίας και όσον αφορά στη διαμόρφωση μόνο του ανθρωπίνου σώματος που απομακρύνου περισσότερο η λιγότερο την άμεση επέμβαση του δημιουργού.
Μεταξύ των πρώτων ο Γεώργιος Mivart, ευσεβής φιλόσοφος και βιολόγος στην Αγγλία, σε κάποιο μικρό τόμο τιτλοφορούμενο «η Γένεσις του είδους» που δημοσιεύτηκε το 1870 υποστήριξε, ότι «δεν είναι καθόλου αναγκαίο να παραδεχτεί κάποιος στην παραγωγή του ανθρωπίνου σώματος κάποια ενέργεια διαφορετική στη φύση από εκείνην, η οποία συνετέλεσε την παραγωγή του σώματος των άλλων ζώων και του υλικού σύμπαντος ολοκλήρου» (στη σελίδα 282 στο Zahm, L’ evolution et le dogme τόμ. ΙΙ σελ. 228). Σύμφωνα με την από τον
Mivart υποστηριχθείσα εκδοχή σε ζώο άλογο που βρισκόταν στην ύψιστη βαθμίδα της ζωικής εξέλιξης, και που προήλθε από μακραίωνη προοδευτική εξέλιξη με την ενέργεια των εξελικτικών δυνάμεων πάνω στις κατώτερες μορφές της ζωής, ενέπνευσε ο Θεός το πνεύμα της ζωής και προήλθε από αυτό ο άνθρωπος που έγινε εις ψυχήν ζώσαν. Συνεπώς κατά την υπόθεση αυτή ο Θεός δημιούργησε άμεσα μόνο την ψυχή του ανθρώπου, το σώμα του όμως, αν και έμμεσα και αυτό από το Θεό έχει την προέλευση, άμεσα όμως οφείλει την διαμόρφωση του στους υπό του Θεού τεθέντας νόμους, τους κατευθύνοντας την εξέλιξη (Στο Zahm στο ίδιο σελ. 232) .
Κατά της θεωρίας αυτής του Mivart εκδηλώθηκε ολόκληρος σχεδόν ο καθολικός τύπος, ο οποίος και στον παλαιό και στο νέο κόσμο επέκρινε δριμύτατα αυτήν, σε πλείστες δε περιπτώσεις ο Mivart χαρακτηρίστηκε απερίφραστα ως αιρετικός. Στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία η θεωρία αυτή αποκηρύχτηκε σφοδρότατα, εξεφράσθη δε επανειλημμένως η ευχή, όπως το βιβλίο του Mivart καταριθμηθεί στον πίνακα των απαγορευμένων βιβλίων. Τοσούτω δε μάλλον, όσο η εν Κολωνία επαρχιακή σύνοδος, που συνήλθε το 1860 είχε αποκηρύξει την από εξέλιξη παραγωγή του σωματικού οργανισμού των πρωτοπλάστων, διακηρύξασα σαφώς και ρητώς, ότι «οι πρωτόπλαστοι δημιουργήθηκαν άμεσα από το Θεό» (Primi parentes a Deo immediate conditi sunt»)(Tit. IV C. XIV,Στο de Sinety,Transformisme D’ Ales οπου παραπάνω τόμ. 4 στήλη 1844) . Παραδόξως όμως όταν το βιβλίο απεστάλη στη Ρώμη, όχι μόνο δεν αποκηρύχτηκε, αλλά ούτε καν ζητήθηκε για αυτό κάποια εξήγηση, τελείως μάλιστα αντιθέτως ο Πάπας Πίος ο Θ΄ανεκήρυξε τον Mivart διδάκτορα της φιλοσοφίας και ο τίτλος του διδάκτορος επιδόθηκε σε αυτόν επίσημα από τον καρδινάλιο του Westminster (Zahm όπου πριν σελ. 229-230).
Την θεωρία αυτή του Mivart διατύπωσε επί το μετριότερον και ο καρδινάλιος Gonzalez (Στο εν έτει 1892 δημοσιευθέν σύγραμμά του La Biblia y la scientia). Κατά την διατύπωση αυτή αντί να υποστηρίξει κάποιος, ότι το ανθρώπινο σώμα εξελίχθηκε πλήρως από τον πίθηκο, ενδείκνυται να βεβαιώνει, ότι υπήρξε αυτό εν μέρει μόνο προϊόν εξέλιξης αυτόματης, συμπληρώθηκε όμως έπειτα η πλήρης διαμόρφωσή του με ά μ ε σ η του Θεού επέμβαση. Η εξέλιξη προήγαγε τον κτηνώδη οργανισμό μέχρι κάποιου σημείου, αλλά δεν ήταν δυνατόν να καταστήσει αυτόν κατάλληλο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί να εισδεχτεί την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό έγινε με τελειοποίηση, την οποία άμεση δημιουργική επέμβαση του Θεού προσέδωσε.
Με άλλα λόγια, ενώ ο Mivart παραδεχόταν, ότι το σώμα του Αδάμ πήρε μορφή έ μ μ ε σ α από το Θεό, που ενήργησε αποκλειστικά και μόνο με αιτίες δευτερεύουσες και τελείως φυσικές, σύμφωνα με τον Gonzalez η διαμόρφωση αυτή έγινε κατ’ αρχάς μεν ενεργήσαντος του Θεού ε μ μ έ σ ω ς με τη χρησιμοποίηση δευτερευόντων αιτίων, έπειτα όμως και με ά μ ε σ η επέμβαση κατά την τελική και οριστική διαμόρφωση του ανθρώπινου οργανισμού (στο Zahm όπου πριν σελ. 237-239) .
Κατά τον ίδιο περίπου χρόνο στο καθολικό συνέδριο των Παρισίων το 1891 ο Hulst, διευθυντής του καθολικού Ινστιτούτου των Παρισίων διακήρυττε, ότι «η αυστηρή ορθοδοξία δεν επιβάλλει άλλα όρια στις υποθέσεις για την μετάμειψη παρά μόνο το δόγμα της άμεσης δημιουργίας της ανθρώπινης ψυχής από το Θεό. Πέραν τούτου, εάν υπάρχουν παραλογισμοί στις υποθέσεις αυτές, πρέπει να καταπολεμιούνται με επιστημονικά επιχειρήματα» ( Στο Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 391…).
Λίγο όμως πιο πριν η συμπεριφορά της Ρώμης υπήρξε τελείως διαφορετική απέναντι στον δομινικανό Leroy, ο οποίος σε σύγγραμμά του, με τον τίτλο «L’ evolution restreinte aux especes organiques» που δημοσιεύτηκε το 1887, με πολλή επιφύλαξη εξέφρασε τη γνώμη, ότι μπορεί να γίνει δεκτή ως υπόθεση, ότι το ανθρώπινο σώμα προήλθε από εξέλιξη. Είναι δηλαδή πιθανόν, ότι ο Θεός δημιουργώντας τον Αδάμ δεν χρησιμοποίησε άμεσα χώμα από τη γη, αλλά με μόνη την εμφύσηση λογικής ψυχής μεταμόρφωσε σε άνθρωπο κάποιο ζώο ανθρωπόμορφο, το οποίο διαμορφώθηκε με εξέλιξη που κατευθύνθηκε από τη θεια Πρόνοια σε σημείο, ώστε να πλησιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τον άνθρωπο. Παρά τις επιδοκιμασίες όμως, των οποίων παρ’ ορισμένων επιστημόνων έτυχε ο Leroy, δεν αποκηρύχτηκε μεν επισήμως το σύγγραμμά του, εκλήθη όμως αυτός να αποσύρει μεν αυτό από το εμπόριο, να αποκηρύξει δε δημόσια την σε αυτό διατυπωθείσα γνώμη του ταύτην (Guibert et Chinchole όπου πριν και…). Ομοίως και οι Zahm και Bonomelli, αποδεχθέντες την υπόθεση αυτή του Leroy, υποχρεώθηκαν να δώσουν επισήμως παρόμοιες εξηγήσεις (De Sinety στο ίδιο στηλη 1845).
Από την άλλη η Βιβλική επιτροπή του Βατικανού στην από 30 Ιουνίου 1909 απόκρισή της, που επικυρώθηκε από τον Πάπα, απαγόρευσε να απομακρύνεται κάποιος από την γραμματική ερμηνεία του κειμένου της Γένεσης, καθ’ όσον αφορά στην ειδική δημιουργία του ανθρώπου και τον από τον άνδρα σχηματισμό της πρώτης γυναίκας (Στο ίδιο και Guibert et Chinchole όπου παραπάνω σελ. 86).
Στην κατά το έτος 1950 όμως εκδοθείσα εγκύκλιο Humani corporis από τον Πίο ΙΒ΄ διακηρύττεται, ότι «το ζήτημα της αρχής του ανθρωπίνου σώματος είναι αντικείμενο ελεύθερης έρευνας για τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία», υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι «θα εξετάζονται επιμελώς οι λόγοι που προβάλλονται υπέρ και κατά της προέλευσης αυτού από ύλη ήδη ζωντανή».
Αυτά ως προς την στάση, την οποία έλαβε έναντι των σύμφωνα με την μεμετριασμένη εξελιξιαρχία διατυπωθεισών περί παραγωγής του πρώτου ανθρωπίνου οργανισμού γνωμών η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η μόνη μεταξύ των εκκλησιών που αποφάνθηκε επίσημα εν προκειμένω.
Ρωμαιοκαθολικοί συγγραφείς μετέπειτα διατύπωσαν επί το συντηριτικότερον τις περί της καταγωγής του ανθρωπίνου σώματος εξελικτικές εκδοχές. Έτσι τονίστηκε ιδιαιτέρως, ότι η ψυχή, την οποία ο Θεός εμφύσησε στον Αδάμ μεταδίδοντας σε αυτόν συγχρόνως πνοή ζωής, δεν μπορεί κατ’ ουδένα λόγο να προέρχεται από εξέλιξη, αλλά οφείλεται σε άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Όσον δε αφορά στο σωματικό οργανισμό, η ιδέα, κατά την οποία πλάστηκε πρώτα ένα χοϊκό άγαλμα με όλα τα όργανα και αιμοφόρα αγγεία και μέρη, το οποίο έπειτα με την εμφύσηση σε αυτό ψυχής μεταβλήθηκε σε ζωντανό ανθρώπινο σώμα, δεν έχει σήμερα οπαδούς. Σύμφωνα με τον de Sinety μάλιστα ήδη αυτός ο Αυγουστίνος εξ αφορμής της παχυλής κατά γράμμα ερμηνείας του κειμένου της Γένεσης, όπου οι συμβολικές εκφράσεις πλεονάζουν, παρήγγελε στους συγχρόνους του χριστιανούς να προσέχουν, για να μην υιοθετούν εκδοχές που προκαλούν το γέλωτα των απίστων (όπου πριν στήλη 1846).
Από την άλλη το να παραδεχτούμε, ότι το χώμα αυτό, για το οποίο μιλά η Γραφή, υπήρξε κάποιος οργανισμός από ζωντανή και όχι νεκρή ύλη, καταλήγει στο ίδιο. Διότι όχι μόνο για το σώμα του ανθρώπου, αλλά και για κάθε εν γένει ζωντανό οργανισμό θα μπορούσε εξίσου να λεχθεί, ότι προέρχεται από τη γη και στη γη θα επανέλθει. Κάθε ζωντανός οργανισμός είναι ύλη ζωντανή, χώμα κατεργασμένο, και συνεπώς, και αν ακόμη πούμε, ότι ο Θεός κατά τη δημιουργία του Αδάμ χρησιμοποίησε όχι χώμα αναίσθητο και χωρίς ζωή, αλλά ύλη ζωντανή, η διαφορά δεν είναι ουσιώδης.
Στην τοιαύτη όμως από τη ζωντανή ύλη διαμόρφωση του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού, για να είμαστε σε συμφωνία και με το γράμμα και με το πνεύμα της Γραφής, πρέπει να παραδεχτούμε άμεση την επιστασία της θείας Πρόνοιας, διότι μόνο με άμεση επέμβαση του Θεού θα μπορούσε κατά την τοιαύτη πορεία της εξέλιξης να προσλάβει τέλεια διαμόρφωση και να τελειοποιηθεί σε άνθρωπο αποκλειστικά και μόνο ένα ζευγάρι, από το οποίο προήλθαν ακολούθως όλοι οι άνθρωποι. Χωρίς την επέμβαση αυτή δεν εξηγείται, πώς με την εξέλιξη δεν προήλθαν περισσότερα ζεύγη και πώς από τα εξελιχθέντα μέχρι την ανθρώπινη βαθμίδα ανθρωποειδή κτήνη περισώθηκε μόνο ένα ζεύγος, ενώ τα υπόλοιπα πέθαναν. Είναι επίσης απαραίτητο κατά το χριστιανικό δόγμα να αποκλειστεί από την καταγωγή μας ο π ο λ υ γ ε ν ι σ μ ό ς, διότι χωρίς την από ένα πρωτόπλαστο ζεύγος κοινή όλων καταγωγή το περί προπατορικού αμαρτήματος δόγμα πλήττεται σε αυτήν τη βάση του (Δες de Sinety στο ίδιο στήλη 1845-1846).
Από την άλλη η άμεση του Θεού επέμβαση για δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου οργανισμού εκζητείται και από όσα η Βίβλος λέει για τη δημιουργία της γυναίκας. Κατά την αφήγηση της Βίβλου το σώμα της γυναίκας προήλθε από άμεση δημιουργική ενέργεια του Θεού. Θα δεχόμασταν λοιπόν για τη γυναίκα καταγωγή ευγενέστερη από την καταγωγή του άνδρα, ο οποίος σε αυτήν την πρώτη σελίδα της Γένεσης κηρύττεται κεφαλή και υπεροχότερος αυτής; Και θα υποστηρίζαμε, ότι ο μεν οργανισμός της γυναίκας προήλθε από τα χέρια του Δημιουργού, ενώ του άνδρα προήλθε από κάποιο άλογο κτήνος;
Η όλη άλλωστε αφήγηση της Γένεσης επιβάλλει να δεχτούμε, ότι ναι μεν ο πρώτος ανθρώπινος οργανισμός δεν έγινε από το μηδέν, αλλά από προϋπάρχουσα ύλη, πλην όμως τονίζεται από την αφήγηση αυτή σαφώς, ότι η προς διαμόρφωση του οργανισμού αυτού ενέργεια του Θεού δεν υπήρξε μία απλή φυσική συνδρομή της θείας Πρόνοιας που κατεύθυνε τις δευτερεύουσες αιτίες στην κανονική λειτουργία τους, αλλά έ κ τ α κ τ η θ ε ί α ε ν έ ρ γ ε ι α που υπερβαίνει τη φυσική δύναμη όλων των δευτερευουσών αιτιών (A. Farges, La vie et l’ evolution σελ. 328).
Σύμφωνα με αυτά και ο Farges τονίζει ιδιαιτέρως, ότι η εξέλιξη από την οποία θα μπορούσε να προέλθει ο ανθρώπινος οργανισμός, πρέπει να χαρακτηριστεί όχι ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως εξέλιξη υπερφυσική, που βρίσκεται πάνω από όλες τις δυνάμεις της φύσης και αποδίδεται σε μόνο το Θεό. Αυτού του είδους η εξέλιξη θα επεφύλασσε στο Θεό όχι μόνο την εμφύσηση της ανθρώπινης ψυχής στο ήδη διαμορφωμένο σε ανθρώπινο οργανισμό ανώτερο κτήνος, αλλά και αυτήν την ίδια τη διαμόρφωση και διάπλαση του οργανισμού αυτού, δεχόμενη αυτήν ως έργο θείο.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Γ σελ. 401-406, γλώσσα ελαφρώς παραλλαγμένη προς την νεοελληνική, οι υπογραμμίσεις δικές μας)

 

 αλλά  έ κ τ α κ τ η   θ ε ί α   ε ν έ ρ γ ε ι α

katafigioti

lifecoaching