ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Οσάκις ενοχλούνταν (ο Συμεών) από ακηδία, απέρχονταν στους τόπους που υπήρχαν μνήματα και καθήμενος επάνω από αυτά ανιστορούσε νοερώς τους κάτω από την γη νεκρούς, και άλλοτε μεν πενθούσε, άλλοτε δε άφηνε θρηνώδεις φωνές με δάκρυα, επιχειρώντας με όλα αυτά και τα παρόμοια να περιμαζεύσει από την καρδιά του το κάλυμμα της αναισθησίας» (τ. 19Α, σ. 51).

«Μόλις (ο Συμεών) τους είδε να θρηνούν για την ορφάνια τους, είπε "τι με θρηνείτε για την αποχώρησή μου; την τετάρτη ινδικτιώνα θα με καλύψετε αποθνήσκοντα, την πέμπτη ινδικτιώνα θα με δείτε πάλι να βγαίνω από τον τάφο και να συζήσω μαζί με σας που με ποθείτε". Αφού είπε αυτά, όταν έφθασε η ορισμένη ημέρα κατά την δωδεκάτη Μαρτίου, ο αοίδιμος μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων του Χριστού, όπως συνήθιζε καθημερινώς, είπε το αμήν και προέτρεψε τους μαθητές του να ψάλλουν τα νεκρώσιμα. Αυτοί μεν έψαλλαν με αναμμένες λαμπάδες και δακρυσμένα μάτια, εκείνος δε σήκωσε τα ιερά χέρια του ψηλά και, αφού προσευχήθηκε λίγο κατά την δύναμι που του είχε απομείνει ακόμη, έπειτα τα σταύρωσε, συμμαζεύθηκε αξιοπρεπώς και είπε με ηρεμία και γαλήνη "στα χέρια σου, Χριστέ βασιλεύ, παραδίδω το πνεύμα μου"» (τ. 19Α, σ. 271).

«Σαν κάλυμμα που τοποθετείται στα μάτια, τέτοιοι είναι οι κοσμικοί λογισμοί και οι βιοτικές ενθυμήσεις στην διάνοια, δηλαδή στον οφθαλμό της ψυχής. Όσον καιρό λοιπόν μείνουν εκεί, δεν θα βλέπουμε· όταν όμως αφαιρεθούν με την μνήμη του θανάτου, τότε θα δούμε καθαρά το αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο» (τ. 19Α, σ. 415).

«Όποιος κυοφορεί τον φόβο του θανάτου βδελύσσεται κάθε βρώση και πόση και ωραίο ένδυμα, και δεν τρώγει άρτο, δεν πίνει ύδωρ ηδονικά· προσφέρει δε στο σώμα τα αναγκαία, όσα μόνο αρκούν για την συντήρηση. Απαρνείται κάθε δικό του θέλημα και θα γίνει υπηρέτης σε όλα όσα του παραγγέλλονται με διάκριση» (τ. 19Α, σ. 483).

«Προ του θανάτου πραγματοποιείται θάνατος και προ της αναστάσεως των σωμάτων ανάσταση των ψυχών, με έργο, δύναμι, πείρα και αλήθεια. Διότι, όταν το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και η νεκρότης εκδιώκεται από την ζωή, η ψυχή βλέπει πραγματικά τον εαυτό της σαν να αναστήθηκε εκ νεκρών, όπως βλέπουν τους εαυτούς των οι ανιστάμενοι από τον ύπνο, και επιγινώσκει τον Θεό που την ανέστησε· κατανοώντας δε αυτόν και ευχαριστώντας αυτόν, εξίσταται των αισθήσεων και όλου του κόσμου, γεμίζοντας άφραστη ηδονή» (τ. 19Α, σ. 497).

«Σε κάθε στενοχώρια και θλίψη και νομιζόμενη κακοπάθεια έβλεπα τη χαρά και ευφροσύνη να υπερεκβλύζει μέσα μου δια της αποκαλύψεως και παρουσίας του προσώπου του, ώστε να εκπληρώνεται καθαρά μέσα μου το ρητό του Παύλου που λέγει, "η πρόσκαιρη ελαφριά θλίψη γίνεται πρόξενη σε μας βάρους δόξας", και του Δαβίδ που λέγει "με τη θλίψη με επλάτυνες", ώστε από τώρα να μη θεωρώ τίποτε τις επερχόμενες θλίψεις και τους πειρασμούς σε σύγκριση με την όχι μέλλουσα αλλά αμέσως αποκαλυπτόμενη δια του αγίου Πνεύματος δόξα του Ιησού Χριστού. Με τη μετοχή και θέα αυτής της δόξας δεν θεωρούσα τίποτε και τις θανάσιμες ακόμα ασθένειες και κάθε άλλη περισσότερο ανυπόφορη οδύνη που προκαλείται στους ανθρώπους δια των πόνων, λησμονώντας κάθε οδύνη και λύπη του σώματος, τόσο ελαφρό θεωρούσα απ’ αυτό το φορτίο των εντολών του Κυρίου και τόσο χρηστόν τον ζυγό του Κυρίου· και όταν από κάποια αιτία δεν εύρισκα ν’ αποθάνω υπέρ αυτού συντόμως, γέμιζα, πιστεύσατέ με, αφόρητη λύπη» (τ. 19Γ, σ. 133).

«Και εμείς που ομοιωθήκαμε με αυτόν πρωτύτερα ψυχικώς και τότε με αυτόν σωματικώς μαζί και ψυχικώς, δηλαδή θα είμαστε όμοιοι με αυτόν, άνθρωποι στη φύση, θεοί κατά χάρη, καθώς ακριβώς κι’ εκείνος υπήρξε θεός στη φύση, άνθρωπος κατά την αγαθότητα. Εκείνοι που γνωρίζουν ακριβώς το μυστήριο αυτό, πώς να μη ποθήσουν και να μην επιθυμήσουν τον θάνατο, όπως λέγει ο Απόστολος, "όσοι είμαστε σ’ αυτό το σκήνωμα στενάζομε, περιμένοντας την αποκάλυψη της δόξας των υιών του Θεού" (τ. 19Γ, σ. 161).

«Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός, αφού έγινε ανώτερος από όλη την κτίση, δεν θέλει να επιστρέψει και να ασχολείται με τα πράγματα της κτίσεως» (τ. 19Δ, σ. 129).

«Πίστευε ότι παρίσταται (ο Πνευματικός σου) με παρρησία στο Θεό έστω και αν κατέθεσες το σώμα του στον τάφο, και να επικαλείσαι χωρίς δισταγμό την πρεσβεία του, και αυτός θα σε βοηθήσει εδώ και θα σε φυλάξει από όλους τους εχθρούς και θα σε υποδεχτεί όταν θα εκδημήσεις από το σώμα σου και θα σου ετοιμάσει αιώνια μονή» (τ. 19Δ, σ. 231).

«Έτσι ο θάνατός τους γίνεται γι’ αυτούς αρχή της δόξας και, για να σου το πω πιο ευκολονόητα, στο τέλος θα βρούνε την αρχή και στην αρχή το τέλος» (τ. 19Ε, σ. 63, στιχ. 188-190).

«Τη μνήμη να ’χεις πάντα του θανάτου· είναι αυτή που θα σου φέρει την ταπείνωση» (τ. 19ΔΕ, σ. 89, στιχ. 18-19).

«Κι εγώ πάλι ο θνητός και μικρός μέσα στον κόσμο μπορώ και κοιτάζω μέσα μου όλο τον πλάστη του κόσμου και ξέρω ότι δε θα πεθάνω αφού είμαι μέσα στη ζωή κι έχω μέσα μου όλη τη ζωή που αναβλύζει. Είναι μέσα στην καρδιά μου, ενώ βρίσκεται στον ουρανό» (τ. 19Ε, σ. 135, στιχ. 76-80).

«Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ, κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντότινά τη νύχτα και τη μέρα» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 105-109).

«Βλέποντας τον αθάνατο δεσπότη μου και κτίστη με πιάνει ο πόθος της θανής, βέβαιος πως δεν πεθαίνω» (τ. 19ΣΤ, σ. 21, στιχ. 46-47).

«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).

«Δύο θάνατοι υπάρχουν, του σώματος και της ψυχής. Στην ψυχή του όποιος ενεκρώθη και φθαρτό σώμα, για πες μου, ενωμένο περιφέρει, που γεράζει λίγο λίγο, κι ατονεί και καταρρέει, αν ν’ απαλλαγεί δεν ήταν και να χωριστεί από τούτο η ψυχή, αλλά ενωμένη στον αιώνα μ’ αυτό να ’ναι, πώς χειρότερη από κάθε άλλη τιμωρία του άδη η ζωή αυτή δε θα ήταν;… Ιδού πώς ευεργεσία έγινε η τιμωρία (του θανάτου)· όχι βέβαια τιμωρία αλλά θεία οικονομία, θάνατος ανθρώπων είναι, θάνατος κάθε σκοτούρας, θάνατος κάθε φροντίδας, θάνατος που από κάθε σώζει αρρώστια, κάθε πάθος. Θάνατος οπού αμαρτίες σταματά και αδικίες, θάνατος οπού απαλλάσσει από τα δεινά του βίου όλα και σωστά σε όποιους έζησαν χαρά ατέλειωτη χαρίζει την τρυφή την επουράνια και το φως τ’ ανέσπερο» (τ. 19ΣΤ, σελ. 365-7, στιχ. 256-269 & 286-302).

«Μάθε τον εαυτό σου, πως θνητός και φθαρτός είσαι, λίγο είσαι ζωής στο βίο απομεινάρι και τίποτε απ’ τον κόσμο δε θα ’ρθει μαζί σου λαμπρό ή τερπνό ή ευχάριστο εδώθε προς τα σκηνώματα τα εκεί όταν φεύγεις, παρά μονάχα τα έργα που στη ζωή σου, φαύλα ή καλά που ο ίδιος έχεις πράξει! Και νιώθοντας φθαρτά όλα και θνητά πως είναι άσε τα κάτω, σε καλώ, κι έλα προς τα άνω, σ’ εμένα το Θεό του παντός και το σωτήρα» (τ.19ΣΤ, σ. 425, στιχ. 388-397).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).

«(Συμβουλή σε μοναχόΕφ΄ όσον δεν αποκτάς τελεία αδιαφορία για τα πράγματα και χρήματα του βίου, μη θελήσης να αναλάβης διαχείριση πραγμάτων, για να μην αιχμαλωτισθείς από αυτά, και αντί να λάβης αμοιβή για την διακονία, υποστείς καταδίκη ως κλέπτης και ιερόσυλος. Εάν δε αναγκασθείς σ’ αυτά από τον προεστώτα (ηγούμενο), να φέρεσαι σαν να χειρίζεσαι φλογισμένο πυρ και, εμποδίζοντας την επίθεση του λογισμού δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, θα διατηρηθείς αβλαβής από την ευχή του προεστώτος» (τ. 19Α, σελ. 445-7).

«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, “εγώ και ο Πατήρ θα έλθουμε και θα κάνουμε σ’ αυτόν την διαμονή μας”, γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιου είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλο, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως» (τ. 19Α, σ. 461).

«Αυτός λοιπόν που δίνει σε όλους από τα υπάρχοντα χρήματά του, δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή γι’ αυτά, αλλά μάλλον είναι και υπόδικος για την μέχρι τότε άδικη αποστέρηση. Επί πλέον είναι και υπεύθυνος γι’ αυτούς που κατά καιρούς έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της πείνας και της δίψας· αυτούς τους ανθρώπους αυτός τότε, ενώ μπορούσε να τους θρέψει, δεν τους έθρεψε, καταχωνιάζοντας όσα ανήκουν στους φτωχούς και αφήνοντάς τους να πεθάνουν βιαίως από το κρύο και την πείνα, και έτσι αποδείχθηκε φονιάς τόσων ανθρώπων που μπορούσε να τους θρέψει» (τ. 19Δ, σ. 49).

«Αυτοί (όσοι είδαν το φως) και στο κορύφωμα της δόξας νιώθουν ταπεινοί και μες στη φτώχεια τους είναι όλοι δόξα. Αυτοί έχουν βασιλεία τη φτωχοζωή τους κι ως φτώχεια τη βασιλεία θεωρούν… Τον ασύλληπτο έχουν πλούτο αποκτήσει και κοπριά όλα του κόσμου λογαριάζουν» (τ. 19Ε, σ. 273, στιχ. 87-90 & 100-101).

«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Μαζί με την ευχούλα -τώρα δεν μπορούμε να πούμε και λεπτομέρειες, αυτό όταν το βρεις μοναχός σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν το ακούσεις από τον άλλον- έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις.

Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις, και θα φτάσεις σ' ένα σημείο θα πεις: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω». Ναι, αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι είναι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ' άλλα ανώτερα δάκρυα.

Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται "καθαρτικά δάκρυα", καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.

Όταν περάσει ο βαθμός των "καθαρτικών", έρχονται άλλα δάκρυα "χαροποιά". Τα οποία, και το πρόσωπό σας θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφός σου, ο παράδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.

Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.

Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γερο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχθεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.

Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας· τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας· ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θα είμαι με τον Χριστόν ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλασιν; Τότε τι θα κάνω; κ.ο.κ.

Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τον Παράδεισο τίποτε άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι». Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα..

Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.

Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα, πας οπίσω.

Εγώ παρακάλεσα τον άγιο Εφραίμ: «Άγιε του Θεού, εσύ των δακρύων άνθρωπος είσαι...» -όπως λέει το τροπάριο: "Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας..."- και μου 'δωσε τόσα πολλά δάκρυα, που δεν μπορούσα, μέρα-νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στο σημείο να κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω και όπου θέλω.

Αλλά τι; Να, εδώ πάνω τώρα, να πούμε, από πάνω ο Ι., στο δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Και καμιά φορά με πιάνουν τα δάκρυα και λέει ο Ι.: «Σ' ακούγαμε τη νύχτα που έκλαιγες». «Ε, καλά, βρε παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δεν παρακαλέσω τον Θεό να μ' ελεήσει, αλλά με παίρνουν τα δάκρυα». Και δίπλα ήτανε, δίπλα στο δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ' ακούγαμε, Γέροντα, που όλη τη νύχτα έκλαιγες», λέει. «Ε, καλά, βρε παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θα κλαίω».

«Άκουσε», λέω, «δεν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ' ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στην προσευχή. Ναι, γι' αυτό», λέω, «άκουσε θα πάω σε άλλο μέρος, να μη με ακούει κανένας, να κλάψω όσο θέλω»· γιατί μπορεί και να ψάλλω, μπορεί και να... αυτό, πώς θά ρθουν τα δάκρυα;

Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: "Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδελφοί, τω θανόντι...", πώς, όσο σκληρή να είναι η ψυχή σου, να θεωρείς τον εαυτό σου ότι είσαι επάνω στο φέρετρο και πάνε να σε θάψουνε, ναι, μπορείς να μην κλάψεις; Μια-δυο, μετά είναι αδύνατο να μην κλάψεις και θα αποκτήσεις συνήθεια να κλαις. Αλλά να παρακαλέσεις και την Παναγία να πούμε.

Και ένας λογισμός μου ήρθε: «Να, βλέπεις που αγωνίζεσαι...» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τα δάκρυα. Επειδή αυτό το χάρισμα που μου 'δωσε ο άγιος Εφραίμ, το οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικός μου κόπος, και έφυγαν τα δάκρυα.

Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας


13.14 ἀποκριθεὶς(1) δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος(2), ἀγανακτῶν(3) ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾽Ιησοῦς,
ἔλεγεν τῷ ὄχλῳ(4)· ἓξ(5) ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι·
ἐν αὐταῖς οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου(6).
14 Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο,
γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς·
μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο».
(1) Πράγματι όσα ο αρχισυνάγωγος λέει αποτελούν απάντηση στην πράξη του Ιησού (g).
Κανείς δεν απευθύνθηκε σε αυτόν αλλά απαντά σε αυτό που έγινε (p).
(2) «Ο σατανάς που από την αρχή έδεσε τη γυναίκα, λυπημένος από την απελευθέρωσή της,
επειδή ήθελε να την ταλαιπωρήσει περισσότερο, δένει τον αρχισυνάγωγο με τον φθόνο
και με το στόμα του εναντιώνεται με θράσος στο θαύμα» (Θφ).
(3) «Αν και πώς δεν έπρεπε μάλλον να θαυμάσει;… Αφού είσαι αρχισυνάγωγος,
ξέρεις κάπως τις γραφές του Μωϋσή, αρχισυνάγωγε. Είδες τον Μωϋσή να προσεύχεται
σε πολλές περιπτώσεις και να μην έκανε τίποτα απολύτως από δική του δύναμη…
Εδώ όμως δες, σε παρακαλώ, τον… Χριστό που δεν απευθύνει προσευχή, αλλά αναθέτει
το κατόρθωμα του πράγματος στη δική του δύναμη, αφού θεραπεύει με τη φωνή του
και με το άγγιγμα του χεριού του… Έπρεπε λοιπόν από αυτό, να καταλάβεις τη δύναμη του μυστηρίου
σχετικά με αυτόν… και να μην λες τέτοια στους όχλους, ούτε να κατηγορείς τους θεραπευμένους ότι παραβιάζουν το νόμο» (Κ).
(4) Δεν τολμά κατ’ ευθείαν να ελέγξει τον Ιησού, αλλά ό,τι λέει, έμμεσα αναφέρεται στο Χριστό.
Και «μαλώνει τους όχλους, ώστε να δώσει την εντύπωση ότι αγανακτεί για το Σάββατο» (Κ).
(5) Υπεραρκετές (b).
(6) Κατηγορεί εμμέσως το λαό ότι παραβιάζει το Σάββατο, μολονότι στην παρούσα περίπτωση ουδεμία σχέση
είχε ο λαός με τη θεραπεία που συντελέστηκε. Αλλά ούτε η ίδια η θεραπευμένη απηύθυνε κάποιο λόγο στον Ιησού.
Απλώς και μόνο αυτή ανορθώθηκε στη θέση της. Σαν να είχε την αξίωση ο αρχισυνάγωγος
να απαντήσει η γυναίκα στον Κύριο: Όχι Κύριε· είναι Σάββατο σήμερα και δεν πρέπει να σηκωθώ.
Αναβάλλω για αύριο το σήκωμά μου και την δοξολογία του Θεού για αυτό!
Επιπλέον ο αρχισυνάγωγος είναι τόσο σκοτισμένος ώστε την ολοφάνερα υπερφυσική θεραπεία του Κυρίου
θεωρεί ως κάποια εργασία που έγινε με ανθρώπινη ενέργεια και δεν διακρίνεται από τις συνηθισμένες ιατρικές επεμβάσεις (ο).

13.15 ἀπεκρίθη ουν αὐτῷ ὁ κύριος(1) καὶ εἶπεν, ῾Υποκριτά(2), ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ
ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει(3);
15 Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του
από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει;
(1) Σκόπιμα αποκαλείται εδώ, ο Κύριος (L). Η ονομασία αυτή δεν είναι συχνή στις ευαγγελικές αφηγήσεις,
αλλά συναντιέται μόνο εκεί, όπου λάμπει η κυριαρχία του. Δες Λουκ. ζ 13,ι 1,ιζ 5 κλπ. (g).
Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Ποιον πρόσταξε ο Θεός να μην δουλεύει το Σάββατο;
Τον εαυτό του μάλλον ή τους ανθρώπους; Αν μεν λοιπόν τον εαυτό του, ας μην κυβερνούνται τα δικά μας το Σάββατο·
ας σταματήσει και η διαδρομή του ηλίου· ας μην πέφτουν βροχές· ας σταθούν οι πηγές των υδάτων
και οι φορές των ανεξάντλητων ποταμών και οι ανάγκες των ανέμων» (Κ).
(2) Αυθεντική γραφή: υποκριταί= «Ονόμασε υποκριτές όσους ήταν με το μέρος του αρχισυνάγωγου
διότι υποκρίνονταν, από τη μία, ότι τιμούν το νόμο του σαββάτου, αλλά ζητούσαν την ικανοποίηση,
από την άλλη, του φθόνου του δικού τους και εμπόδιζαν τη θεραπεία το Σάββατο» (Ζ).
Και ελέγχεται ο αρχισυνάγωγος ως «δούλος του φθόνου» (Κ). Ο Χριστός ο οποίος γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων,
μπορεί να χαρακτηρίζει ως υποκριτές εκείνους τους οποίους δεν θα επιτρεπόταν σε μας να αποκαλέσουμε έτσι.
Διότι εμείς εκτός από το ότι οφείλουμε να κρίνουμε τους άλλους με συμπάθεια, αφού και εμείς είμαστε αμαρτωλοί,
δεν βλέπουμε παρά μόνο την εξωτερική όψη τους, ουδέποτε όμως και για κανένα λόγο και τα βάθη των καρδιών τους.
Ο Χριστός ήταν αναμάρτητος και γνώριζε με κάθε σαφήνεια ότι βρισκόταν μπροστά σε πραγματικό εχθρό
του ευαγγελίου του και της δόξας του Θεού, που κρυβόταν κάτω από το πρόσχημα της ευσέβειας.
(3) Ο Χριστός για να ελέγξει την διεστραμμένη ερμηνεία του νόμου, αναφέρεται σε μία λογική ερμηνεία
που ήταν αναγνωρισμένη από την παράδοση (p). «Δες, σε παρακαλώ, ότι για τον αρχισυνάγωγο,
είναι πιο άτιμος ο άνθρωπος από το κτήνος, εφόσον βεβαίως το βόδι και το γαϊδούρι έχει την αξίωση
να τα φροντίζει το Σάββατο· αλλά την σκυμμένη γυναίκα δεν την θέλει να θεραπευτεί, από φθόνο στο Χριστό» (Κ).

Τα αρχοντόπουλα του Θεού
Μερικοί άνθρωποι, παρόλο που μετάνοιωσαν για κάποιο σφάλμα τους και ο Θεός τους συγχώρεσε,
οπότε έπαψαν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, αυτοί δεν ξεχνούν το σφάλμα τους.
Ζητούν επίμονα από τον Θεό να τιμωρηθούν σ’ αυτήν την ζωή για το σφάλμα τους, για να εξοφλήσουν.
Αφού λοιπόν επιμένουν, ο Καλός Θεός εκπληρώνει αυτό το φιλότιμο αίτημά τους,
τους κρατάει όμως τοκισμένη την πληρωμή στο Ουράνιο Ταμιευτήριό Του, στον Παράδεισο.
Αυτοί είναι τα αρχοντόπουλα του Θεού, είναι τα πιο φιλότιμα παιδιά του Θεού.
Στο Λειμωνάριο λ.χ. αναφέρεται το εξής για τον αββά Ποιμένα τον βοσκό:
Μια φορά τον επισκέφθηκε κάποιος και ζήτησε να τον φιλοξενήση στο κελλί του.
Επειδή ο αββάς δεν είχε ιδιαίτερο χώρο για φιλοξενία, τακτοποίησε τον επισκέπτη στο κελλί του
και αυτός πήγε να διανυκτερεύση σε μια σπηλιά. Το πρωί που επέστρεψε, τον ρώτησε ο επισκέπτης:
«Πώς τα πέρασες, αββά; Μήπως κρύωσες;». «Όχι, πέρασα καλά. Μπήκα σε μια σπηλιά
και βρήκα μέσα ένα λιοντάρι να κοιμάται. Ξάπλωσα κι εγώ και ακούμπησα την πλάτη μου στην χαίτη του.
Από τα χνώτα του η σπηλιά ήταν σαν φούρνος και δεν κρύωσα».
«Καλά, δεν φοβήθηκες μήπως σε φάη το λιοντάρι;», τον ρώτησε ο επισκέπτης.
«Όχι, του λέει ο αββάς, αλλά, να ξέρης, εμένα θα με φάνε τα θηρία».
«Πώς το ξέρεις αυτό;». «Εγώ στον κόσμο ήμουν βοσκός, του λέει ο αββάς,
και κάποτε που βοσκούσα το κοπάδι μου οι σκύλοι μου καταξέσχισαν κάποιον περαστικό καί,
ενώ μπορούσα να τον σώσω, αδιαφόρησα. Από τότε ζητάω από τον Θεό συνέχεια να με φάνε τα θηρία.
Πιστεύω να μου κάνη ο Θεός αυτό το χατίρι». Και πράγματι αυτόν τον αββά τον έφαγαν τα θηρία.
Στην άλλη όμως ζωή αυτοί οι άνθρωποι θα είναι στον πιο εκλεκτό τόπο.
-Γέροντα, διάβασα σε σχόλια κάποιου πατερικού βιβλίου ότι ο άνθρωπος, όταν κάνη κάποια αμαρτία,
πρέπει να τιμωρηθή, για να πληρώση για το κακό που έκανε.
-Όχι, δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος, αν μετανοιώση, δεν τιμωρείται• τον ελεεί ο Χριστός.
Χρειάζεται πολλή προσοχή στα σχόλια, γιατί μπορεί ένας σχολιαστής να είναι αρκετά καλός,
αλλά καμμιά φορά να κάνη λανθασμένες ερμηνείες.
Αν κανείς δεν είναι σίγουρος ότι ο σχολιαστής είναι καλός,
καλύτερα ας διαβάση μόνον το κείμενο. Και σ’ εμένα είπε κάποιος ότι τον Προφήτη Ησαΐα τον πριόνισαν,
γιατί έπρεπε να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου.
Ενώ ο ίδιος παρακάλεσε τον Θεό να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου και ο Θεός υπέκυψε
στην πολλή αγάπη που είχε για τον λαό. Αλλά για κάθε πριονιά ο Θεός θα του δώση και ένα στεφάνι.
Είναι απαραίτητο να ξέρη κανείς μερικά πράγματα, για να καταλάβη κάποια άλλα.
Ο αββάς Ποιμήν, για τον οποίο ανέφερα προηγουμένως, μπορούσε να καταλάβη τον Προφήτη Ησαΐα
- αν και η περίπτωση του ενός διέφερε από του άλλου, γιατί στην περίπτωση
του Προφήτη Ησαΐα υπήρχε η θυσία για τον κόσμο.
-Έχουμε, Γέροντα, και στην εποχή μας τέτοια περιστατικά;
-Ναί, βέβαια. Θυμάμαι κάποιο γεγονός που συνέβη, όταν ήμουν στην Μονή Φιλοθέου.
Κάποιος μοναχός, όταν ήταν στον κόσμο, είχε κάψει έναν Τούρκο στον φούρνο,
επειδή είχε σφάξει τον πατέρα του. Μετά μετανόησε, ήρθε στο Αγιον Όρος, έγινε μοναχός
και είχε βάλει μια καλή σειρά. Μέρα-νύχτα όμως παρακαλούσε τον Θεό να επιτρέψη να καή και ο ίδιος.
Μια φορά έπιασε πυρκαγιά στο Μοναστήρι. Εγώ τότε ήμουν δοχειάρης.
Ετοίμασα δοχεία με νερό και τρέξαμε όλοι και σβήσαμε την φωτιά.
Τελικά αυτόν τον μοναχό τον βρήκαμε καμένο.
Θα μου μείνη αλησμόνητη η σκηνή... Τί είχε γίνει; Αυτός τότε ήταν ογδόντα πέντε χρονών
και τον διακονούσε ένας μοναχός που ήταν εβδομήντα πέντε.
Εκείνη την ημέρα, για να τον ανακουφίση λίγο από τους πόνους των ρευματισμών,
του έτριψε τα πόδια του με πετρέλαιο και τον κουκούλωσε κοντά στο τζάκι.
Πετάχθηκε όμως μια σκανδαλήθρα από τα ξύλα της καστανιάς, πήρε φωτιά, κάηκε εκείνος
και έπιασε φωτιά και όλο το μοναστήρι. Εγώ στενοχωρήθηκα πολύ για το γεγονός•
δεν μπορούσα να ησυχάσω!
Ύστερα μου είπε ο Πνευματικός: «Μη στενοχωριέσαι• αυτός ζητούσε από τον Θεό να καή,
για να εξιλεωθή• αυτό ήταν δώρο Θεού».

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 233-234)

"Με πολλή προσοχή και ευθύνη"
Μου αρέσει να πηγαίνω στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Αλλά διάφοροι φίλοι μου μου λένε ότι ο αληθινός χριστιανός δεν τα έχει ανάγκη
αυτά και ούτε πρέπει να πηγαίνει σε τέτοια μέρη. Τί λέτε εσείς, Γέροντα;
-Να πηγαίνεις, αφού σου αρέσει, δεν είναι κακό.
Σημασία έχει να μην πηγαίνεις με σκοπό να δεις ένα θέαμα,
που θα ικανοποιήσει κάποιες σαρκικές επιθυμίες σου.[Ί 297π.]

* Πριν αγοράσω τηλεόραση, χρόνια τώρα,πήγα να πάρω την ευχή του Παππούλη,
αν έπρεπε να την πάρω, γιατί τα παιδιά μου ήταν μικρά και φοβόμουν για τη
διάπλασή τους. Μου είχε πει τότε: "Να την αγοράσεις, αλλά να αγοράζεις και ένα πρόγραμμά της,
για να βλέπεις τί έργα θα πρέπει να παρακολουθούν, δηλαδή αν είναι κατάλληλα ή ακατάλληλα.
Έτσι, να την πάρεις".[Τζ 170]

"Γιατί, παιδί μου, βλέπεις αισχρές ταινίες;"
Σε έναν άλλο αδερφό του είχε πει μία μέρα: "Γιατί, παιδί μου, κάθεσαι και βλέπεις
από το βίντεο αυτές τις αισχρές ταινίες;
Δεν του αρέσει του Θεού και να μην το ξανακάνεις".[Τζ 119]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.205)

   «(ελέγχει τον ίδιο τον Πατριάρχη ο ΌσιοςΑναγνωρίζω την ευμενή σου προς εμάς διάθεση, δέσποτα. Αλλ’ ο φθόνος του Σατανά, δεν γνωρίζω πώς να το ειπώ, σου κατέστρεψε δυστυχώς τις διαθέσεις και κατέστησε πικρό το γλυκό και έκαμε σκότος το φως, όχι μόνο για μας αλλά και για όλους όσοι άκουσαν τα γενόμενα σε βάρος μας, σε όσα μέρη της γης έφθασε η φήμη τους» (τ. 19Α, σ. 219).

   «Όπως ακριβώς η φλόγα του πυρός πετάγεται πάντοτε ψηλά, όσες φορές ανακατεύεις τα ξύλα από τα οποία ανάπτεται, έτσι και του κενοδόξου η καρδιά δεν μπορεί να ταπεινωθεί, αλλά όσο του πεις τα σχετικά με την ωφέλειά του, τόσο περισσότερο ανυψώνεται· πραγματικά όταν ελέγχεται ή και νουθετείται, αντιλέγει εντόνως, όταν επαινείται ή και ενθαρρύνεται, ανυψώνεται κακώς. Άνθρωπος που μέλημά του είναι ν’ αντιλέγει είναι δίκοπο μαχαίρι για τον εαυτό του· φονεύει αναιπαισθήτως την ψυχή του και την καθιστά ξένη προς την αιώνια ζωή. Ο αντιρρησίας είναι όμοιος με τον αυτόμολο προς τους αντιπάλους του βασιλέως εχθρούς. Διότι η αντιλογία είναι άγκιστρο, που δέλεαρ έχει την αξίωση ότι έχουμε δίκαιο, με την οποία εξαπατιόμαστε και καταπίνουμε το άγκιστρο της αμαρτίας, από το οποίο κατά κανόνα αρπάζεται η άθλια ψυχή, σαν από την γλώσσα και τον λαιμό, από τα πνεύματα της πονηρίας, και άλλοτε μεν ανεβάζεται σε ύψος υπερηφανείας, άλλοτε δε καταποντίζεται σε χάος αβύσσου αμαρτίας και καταδικάζεται μαζί με τους πεπτωκότας από τον ουρανό. Όποιος ατιμάζεται ή υβρίζεται, αν πονά στην καρδιά δυνατά, πρέπει να γνωρίζει από αυτό ότι περιφέρει μέσα στους κόλπους του τον παλαιό όφι. Εάν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή αποκριθεί με πολλή ταπείνωση, εξασθενίζει και παραλύει τούτον. Εάν δε αντείπει με πικρία ή και μιλήσει με θρασύτητα, δίδει στον όφι δύναμι να χύση το δηλητήριο στην καρδιά του και να καταφάει άγρια τα εντόσθιά του, ώστε στο εξής ενδυναμούμενος αυτός καθημερινώς να κατατρώγει την προς τα καλά διόρθωση και δύναμι της άθλιας ψυχής του· έτσι αυτός θα ζει έκτοτε στην αμαρτία, θα είναι δε εντελώς νεκρός για την δικαιοσύνη» (τ.19Α, σελ. 417-9).

    «Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπει ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβει την απόφαση ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να πει στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξη των πράξεων και την απόφαση του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπει στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγει, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψει τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψη όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγει ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί εκ των προτέρων, εάν έχει αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθεί πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήσει ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (19Α,423-425)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «έλεγχος»)

   «(Μιλά στο νεκρό αδελφό του ΑντώνιοΔιότι οπωσδήποτε τώρα γνώρισες τα της διαθέσεώς μου για σένα και ότι ποτέ δεν σε επέπληττα επειδή σε μισούσα ή σε βδελυσσόμουν και με κάθε τρόπο σε ασφάλιζα με τις νουθεσίες, αλλ’ επειδή πολύ σε αγαπούσα και φλεγόμουν επίμονα από τον πόθο προς εσένα. Διότι βλέπεις τώρα, το γνωρίζω καλά, αφού ξεπέρασες τον γνόφο και την ομίχλη αυτού του σώματος, και βλέπεις γυμνή την ψυχή μου και τη διάθεσή της, καθώς και εσύ είσαι τώρα γυμνός από το σώμα. Διότι, αφού έγινες θεοειδής, βλέπεις θεοειδέστερα και όλα τα σχετικά με εμάς» (τ. 19Δ, σ. 245).

   «(ο όσιος λέει γιατί φοβάται να γίνει ΕπίσκοποςΦοβάμαι… μήπως με πτοήσουν απειλές ανθρώπων και με καταστήσουν παραβάτη των εντολών σου· φοβάμαι μήπως οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων με καταστήσουν συγκοινωνό της αδικίας ή με κάνουν να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να συνεργάζομαι όταν κακοπραγούν, αποφεύγοντας να τους ελέγχω με παρρησία και να επιδεικνύω την ένσταση υπέρ των εντολών σου» (τ. 19Γ, σελ. 201-3).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας


13.12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν(1) ὁ ᾽Ιησοῦς προσεφώνησεν καὶ εἶπεν αὐτῇ, Γύναι,
ἀπολέλυσαι(2) τῆς ἀσθενείας σου(3),
12 Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου».
(1) «Αφού την σπλαχνίστηκε, την κάλεσε» (Ζ). Η γυναίκα φαίνεται με την ακρόαση
του κηρύγματος να εκδήλωσε θερμό πόθο και βαθιά εμπιστοσύνη στον Κύριο (b).
Δεν ζητά από αυτήν πίστη διότι διέκρινε την εσωτερική διάθεσή της.
«Επρόκειτο η γυναίκα να πιστέψει και να έχει ευγνωμοσύνη» (Ζ). Ίσως επίσης «και για αυτόν ήλθε»
στη συναγωγή «και αφού θεραπεύτηκε, ευχαριστεί. Για αυτό και γρήγορα την θεράπευσε» (Ζ).
Δεν ζήτησε αυτή την θεραπεία της, πράγμα το οποίο αποδεικνύει το έλεος του Χριστού
που πάντοτε προτρέχει και μας προλαβαίνει. Παρ’ όλα αυτά εκείνη είχε έλθει να διδαχτεί
και να ωφελήσει την ψυχή της και ο Ιησούς τότε χορήγησε και τη θεραπεία της ασθένειας του σώματός της.
Εκείνοι οι οποίοι πρωτίστως και κυρίως φροντίζουν για την ψυχή, θα βρουν στο Χριστό,
αν όχι την πλήρη θεραπεία, τουλάχιστον όμως την ανακούφιση και παρηγοριά
και στις σωματικές τους ασθένειες. Είναι αυτός που καλεί τους κουρασμένους
και φορτωμένους για να τους αναπαύσει.
(2) Έχεις ήδη ελευθερωθεί και παραμένεις ελευθερωμένη (p).
Σύμφωνα με τον Hobart το ρήμα χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς γιατρούς
για την θεραπεία ή την εξαφάνιση νόσου (L).
(3) «Ο λόγος αυτός αρμόζει πάρα πολύ σε Θεό, και είναι γεμάτος από εξουσία ουράνια!
Διότι με νεύμα βασιλικό διώχνει την ασθένεια» (Κ).

13.13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας(1)· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη(2), καὶ ἐδόξαζεν τὸν θεόν.
13 Έβαλε πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό.
(1) Ίσως για συμπλήρωση και ολοκλήρωση της θεραπείας (p).
«Την θεράπευσε με τον λόγο, από τη μία, ως Θεός· με το να βάλει πάνω της τα χέρια,
από την άλλη, ως άνθρωπος» (Ζ). Το άγγιγμα με τα χέρια απέβλεπε και στο να ενισχύσει την πίστη
της άρρωστης και να καταστήσει και την θεραπεία στα μάτια των παρόντων ότι προέρχεται αδιαμφισβήτητα
και απτά από τη δύναμη των χεριών του (ο). Αξιοσημείωτα και τα επόμενα:
«Μπορούμε λοιπόν και από εδώ να δούμε, ότι η άγια σάρκα του είχε την δύναμη και ενέργεια του Θεού·
διότι ήταν δική του η δύναμη και όχι κάποιου άλλου» (Κ).
(2) Ο Hobart δείχνει ότι το ρήμα χρησιμοποιείται από τους γιατρούς συγγραφείς για μέλη του σώματος
που εξαρθώθηκαν ή δεν είχαν φυσιολογική θέση, τα οπoία ανατάχθηκαν και επανήλθαν σε ευθεία θέση (p)

Πώς λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι
-Γέροντα, ποιοί νόμοι λέγονται πνευματικοί;
-Θα σου εξηγήσω: Όπως στην φύση υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι, έτσι και στην πνευματική ζωή
υπάρχουν οι πνευματικοί νόμοι. Ας πούμε, όταν πετάη κανείς ένα βαρύ αντικείμενο ψηλά,
με όσο περισσότερη ορμή και όσο πιο ψηλά το πετάξη, με τόσο μεγαλύτερη δύναμη θα πέση κάτω
και θα συντριβή. Αυτός είναι φυσικός νόμος. Στην πνευματική ζωή, όσο περισσότερο υψώνεται κανείς
με την υπερηφάνειά του, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η πνευματική του πτώση και ανάλογα με το ύψος
της υπερηφανείας του θα συντριβή. Γιατί ο υπερήφανος ανεβαίνει, φθάνει σε ένα σημείο και μετά πέφτει
και σπάζει τα μούτρα του - «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται». Αυτός είναι πνευματικός νόμος.
Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους φυσικούς και στους πνευματικούς νόμους:
Ενώ οι φυσικοί νόμοι δεν έχουν σπλάχνα και ο άνθρωπος δεν μπορεί να τους αλλάξη,
οι πνευματικοί νόμοι έχουν σπλάχνα και ο άνθρωπος μπορεί να τους αλλάξη, γιατί έχει να κάνη
με τον Δημιουργό και Πλάστη του, τον Πολυεύσπλαχνο Θεό.
Αν δηλαδή καταλάβη αμέσως το ανέβασμα της υπερηφανείας του και πή:
«Θεέ μου, εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου και υπερηφανεύομαι• συγχώρεσέ με!», αμέσως τα σπλαχνικά χέρια του Θεού
τον αρπάζουν και τον κατεβάζουν απαλά κάτω, χωρίς να γίνη αντιληπτή η πτώση του.
Έτσι δεν συντρίβεται, αφού προηγήθηκε η καρδιακή συντριβή με την μετάνοια που έδειξε.
Το ίδιο ισχύει και για το «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης», που λέει το Ευαγγέλιο.
Αν δηλαδή «έδωσα μάχαιρα», κανονικά πρέπει να ξοφλήσω με μάχαιρα. Όταν όμως συναισθάνωμαι το σφάλμα μου,
με μαχαιρώνη η συνείδησή μου και ζητάω συγχώρηση από τον Θεό, τότε πλέον παύουν να λειτουργούν
οι πνευματικοί νόμοι και δέχομαι από τον Θεό την αγάπη Του σαν βάλσαμο.
Μέσα δηλαδή στα κρίματα του Θεού, που είναι άβυσσος, βλέπουμε να αλλάζη ο Θεός, όταν αλλάζουν οι άνθρωποι.
Όταν το άτακτο παιδί συνέρχεται, μετανοή και δέρνεται από την συνείδησή του,
τότε ο Πατέρας του το χαϊδεύει με αγάπη και το παρηγορεί. Δεν είναι μικρό πράγμα να μπορή ο άνθρωπος
να αλλάξη την απόφαση του Θεού! Κάνεις κακό; Ο Θεός σού δίνει σκαμπιλάκι. Λές «ήμαρτον»; Σου δίνει ευλογίες.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 234-235)

"Πώς να βοηθούμε τους κεκοιμημένους"

Μου εξήγησε και πώς μπορούμε να βοηθούμε τους κεκοιμημένους μας.
Να κάνουμε, είπε, πολλή προσευχή, αγαθοεργίες, ελεημοσύνες, να συμμετέχουμε στις Θείες Λειτουργίες- κάμνοντας πρόσφορο και δίνοντας το όνομα του κεκοιμημένου- και κοινωνώντας εμείς και τα παιδιά μας όσο το δυνατό πιο συχνά, σε κάθε Θεία Λειτουργία, αν είναι δυνατόν [Ί 172].

"... διότι έχω αποθάνει!"· Ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος εδώ στην Αθήνα, πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφυρίου, που για χρόνια, όποιο πρόβλημα κι αν είχε, πήγαινε στο Γέροντα ή του τηλεφωνούσε για να τον συμβουλευτεί, τις ημέρες που εκοιμήθη ο Γέρων Πορφύριος, έλειπε στο εξωτερικό κι έτσι δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του.

Όταν, λοιπόν, επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, το Γέροντα. Σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος, και ακούει να του απαντά ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος.

Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, του μίλησε για το πρόβλημά του και του ζήτησε τη συμβουλή του.

Ο Γέρων Πορφύριος του είπε τι έπρεπε να κάνει και τι ν' αποφύγει.

Το πνευματικό αυτό τέκνο του, τον ευχαρίστησε και του είπε: "Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω".

Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος: "Να μη με ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει" [Ί 137π.].

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.204)

katafigioti

lifecoaching